Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 956 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ανθρωποκτονία από πρόθεση, Συνέργεια, Παράνομη κατακράτηση.




Περίληψη:
Άμεση συνέργεια σε ανθρωποκτονία με πρόθεση. Παράνομη κατακράτηση. Αναίρεση κατά βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών που παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο του αρμοδίου ΜΟΔ για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου. Πότε υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στο βούλευμα με την παραπομπή στην αντίστοιχη Εισαγγελική πρόταση. Όχι υπέρβαση εξουσίας από το Συμβούλιο Εφετών με την συμπλήρωση των πραγματικών περιστατικών ως προς την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της παράνομης κατακράτησης. Απόρριψη αίτησης αναίρεσης για τους ως άνω λόγους (άρθρο 484 παρ. 1 περ. β, δ και οι ΚΠΔ).




Αριθμός 956/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη, Αντιπρόεδρο, Νικόλαο Ζαΐρη και Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 14 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ...... και ήδη κρατουμένου στις Δικαστικές Φυλακές ......, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 55/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου με συγκατηγορούμενο τον Χ2.

Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Μαΐου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1081/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 401/01.08.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ, την υπ'αριθ. 496/26-5-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ1, κατοίκου ...... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης ......, κατά του υπ'αριθ. 55/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, εκθέτω δε ακόλουθα:
1. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Κορίνθου με το υπ'αριθ. 33/2008 βούλευμά του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου, που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ1, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων: α) της άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, που τελέσθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και β) της παράνομης κατακρατήσεως. Εναντίον του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση, η οποία απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη με το υπ'αριθ. 55/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτησή του, η οποία ασκήθηκε νομοτύπως, παραδεκτώς και εμπροθέσμως. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 19-5-2008, η δε αίτηση ασκήθηκε την 26-5-2008, δηλαδή μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 473 παρ. 1 ΚΠΔ δεκαήμερη προθεσμία, αυτοπροσώπως από τον ίδιο ενώπιον του Διευθυντή του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού, όπου κρατείται, συνετάγη δε από εκείνον η υπ'αριθ. 496/26-5-2008 έκθεση, όπου διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως και η υπέρβαση εξουσίας. Τέλος το προσβαλλόμενο βούλευμα υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως, αφού παραπέμπει τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο για κακούργημα, επεκτείνεται δε και στο συναφές πλημμέλημα.
Κατόπιν των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως.
2. Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β' ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξεως και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 299 παρ. 1 ΠΚ, άμεσος συνεργός στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση είναι εκείνος, που ηθελημένα παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και τη διάρκεια της κυρίας πράξεως, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτήν την συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του αμέσου συνεργού περιλαμβάνει τη θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη το εκτελούντος την κυρία πράξη και την γνώση της συγκεκριμένης πράξεως, στην οποία παρέχει την συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξεως (ΑΠ 1547/2007, 971/2007, ΑΠ 1471/2006). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 325 ΠΚ όποιος με πρόθεση κατακρατεί άλλον χωρίς τη θέλησή του ή του στερεί με άλλον τρόπο την ελευθερία της κινήσεώς του, τιμωρείται με φυλάκιση και, αν η κατακράτηση διήρκεσε μακρό χρονικό διάστημα, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της εννοίας του προβλεπομένου από αυτήν εγκλήματος της παράνομης κατακρατήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς, παράνομη αποστέρηση της ελευθερίας κινήσεως του παθόντα, έστω και για ελάχιστο χρόνο, χωρίς τη συναίνεσή του, η οποία πραγματώνεται, είτε με την κατακράτηση του παθόντα σε περίκλειστο χώρο, από τον οποίο εμποδίζεται ή, άλλως πως, αδυνατεί να εξέλθει, είτε με την καθ'οιονδήποτε τρόπο στέρηση της ελευθερίας κινήσεως αυτού στον χώρο, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των περιστατικών που πραγματώνουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή της παράνομης αποστερήσεως της ελευθερίας κινήσεως του παθόντα, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και συγκεκριμένα είτε συνεπεία μηχανικών εμποδίων, είτε συνεπεία σωματικής βίας, η απειλής βίας καθώς και ψυχολογικής επιδράσεως, αλλά και με παράλειψη, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15 ΠΚ (ΑΠ 396/2008, ΑΠ 1787/2007).
3. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, αρκεί να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΑΠ 1095/2007, ΑΠ 842/2007, ΑΠ 544/2005). β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού (ΑΠ 286/2006, ΑΠ 345/2006). Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, εφόσον όμως σ'αυτήν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 770/2007, ΑΠ 1071/2001). Είναι επίσης επιτρεπτή η συμπληρωματική (και όχι εξ ολοκλήρου) αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα.
Εξάλλου εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως (ΑΠ 1074/2006).
4. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, που το εξέδωσε, έκρινε, με αποκλειστικά δικές του σκέψεις, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα "από τις ένορκες, κατά την αυτεπαγγέλτως ενεργηθείσα προανάκριση και την εν συνεχεία χωρήσασα κυρία ανάκριση, η οποία περατώθηκε νομίμως, καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντος Ψ και των μαρτύρων Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ, Η, Θ, Κ, Λ και Μ, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που συνελέγησαν κατά την προανάκριση και κυρία ανάκριση και υπάρχουν στην δικογραφία, την υπ' αριθμ. πρωτ: ...... έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του βιολόγου υπαστυνόμου Α' ......, την από 27-11-2006 έκθεση αυτοψίας του ανθ/μου ......, την από 23-2-2007 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας νεκροτομής του ιατροδικαστή Αθηνών ...... και τις υπάρχουσες φωτογραφίες, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου εκκαλούντος και των λοιπών συγκατηγορουμένων του, οι οποίες λαμβάνονται και αυτές υπόψη και συνεκτιμώνται με τις λοιπές αποδείξεις, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 211 Α του ΚΠΔ, εφαρμόζεται μόνον στην κυρία διαδικασία και μάλιστα όταν το δικαστήριο αχθεί σε καταδικαστική απόφαση και όχι στην ενδιάμεση διαδικασία και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 560/2007 ΠΧρ ΝΗΜ37, ΑΠ 1413/98 ΠΧρ ΜΘ'.746), προκύπτουν τα εξής: Περί ώρα 22.50' της 26ης Νοεμβρίου 2006 ο αλβανός υπήκοος Ω, μαζί με τους ομοεθνείς φίλους του Β και Ε, μετέβησαν στο επί της οδού ...... αρ. ... της πόλεως της ......, κατάστημα καφέ - μπαρ με την επωνυμία "......", που διατηρούσε η Ν, εκ των συγκατηγορουμένων του εκκαλούντος κατηγορουμένου. Μετά ημίσεια περίπου ώρα ο εκ των ανωτέρω Ε ανεχώρησε από το ως άνω κατάστημα για την οικία, στην οποίαν διέμενε μετά του Ω, στο ......, ενώ παρέμειναν εκεί ο τελευταίος (Ω) και ο Β, συνεχίζοντας την διασκέδαση τους. Περί ώρα 01.00' της 27ης Νοεμβρίου 2006, εξ αιτίας της θραύσεως ποτηριών που ο ίδιος προκάλεσε, ο ως άνω Ω λογομάχησε εντόνως με την ανωτέρω ιδιοκτήτρια του ως άνω καταστήματος Νκαι θέλησε να αποχωρήσει, αρνούμενος να πληρώσει και τον λογαριασμό. Ένεκα τούτου και προδήλως εξ εκδικητικότητος και διαθέσεως τιμωρήσεώς του (Ω), η ειρημένη ιδιοκτήτρια του εν λόγω καφέ - μπαρ ειδοποίησε τηλεφωνικώς περί των διαδραματισθέντων τον φίλο της, επίσης αλβανό υπήκοο, Χ2, τον οποίον κάλεσε να μεταβεί εκεί για να επιληφθεί αυτός του γεγονότος.Μάλιστα, περί της τοιαύτης υπ' αυτής ειδοποιήσεως του προαναφερομένου Χ2, η καταστηματάρχης Ν ενημέρωσε την εργαζομένη στο κατάστημα αυτό, ούσα φίλη του Ω και διαμένουσα, από πενθημέρου περίπου, μετ' αυτού στην ίδια οικία, Α, προς την οποίαν συγκεκριμένως είπε "πρόσεχε καλά τον φίλο σου γιατί πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου Χ2 και θα γίνει της πουτάνας", φράση η οποία πρόδηλο είναι ότι ενέχει απειλή και εξαγγελία οπωσδήποτε μεγάλου κακού. Πράγματι ο Χ2, ανταποκρινόμενος στην κλήση της ανωτέρω και συνοδευμένος από δύο άτομα, ένα τον οποίων ήταν ο εν προκειμένω εκκαλών κατηγορούμενος Χ1, αμέσως κατέφθασε στο εν λόγω καφέ-μπαρ, πλην όμως δεν πρόλαβε εκεί τον Ω, γιατί ο τελευταίος μετά του φίλου του Β είχαν απέλθει. Ένεκα του τελευταίου τούτου (αποχωρήσεως από το κατάστημα του Ω) και προκειμένου να τον αναζητήσουν και να τον βρουν, οι ως άνω Ν, Χ2, Χ1 (εκκαλών) και ο μετά των δύο τελευταίων μεταβάς και συνοδεύων αυτούς στο ως άνω κατάστημα της πρώτης, αγνώστων εισέτι στοιχείων αλβανικής υπηκοότητος άνδρας, από κοινού ενεργώντας και με προς τούτο θέληση, ανάγκασαν την προαναφερομένη φίλη του Ω, Α, να επιβιβασθεί, παρά την θέληση της, μαζί τους σε αυτοκίνητο τύπου jeep και την κατακράτησαν παρανόμως, χωρίς να έχουν προς τούτο δικαίωμα, στερώντας, με προς τούτο θέληση και γνωρίζοντας ότι τούτο απαγορεύεται, την ελευθερία των κινήσεων της, για να την έχουν έτσι συνεχώς υπό την επιτήρηση τους και να την εμποδίσουν να ειδοποιήσει τον τελευταίο, ότι αυτοί τον αναζητούν και έσπευσαν σε αναζήτηση του (Ω), μεταβάντες προς τούτο στην οικία του στο ......, την οποίαν (οικία του) την υπέδειξε σ' αυτούς προδήλως η Ν, η οποία και την γνώριζε, λόγω του ότι στο παρελθόν την είχε επισκεφθεί μαζί με την ως άνω Α. Μάλιστα, για να καταστήσουν βέβαιο ότι θα εύρισκαν εκεί αυτόν (Ω) και προδήλως για να μη κινήσουν υποψίες ούτε στον ίδιο ούτε στον συγκάτοικο του Ε περί του, κατά τα κατωτέρω, σκοπού για τον οποίον τον αναζητούσαν, υπεχρέωσαν την ειρημένη Α, απειλώντας την ότι σε διαφορετική περίπτωση θα την σκοτώσουν, να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με τον συγκάτοικο του αυτόν (Ε), μετά του οποίου σημειωτέον διατηρούσε από εξαμήνου περίπου ερωτικό δεσμό, και να του ζητήσει να ξεκλειδώσει την θύρα της οικίας για να μπορεί αυτή, ως ούσα δήθεν μόνη της, να εισέλθει εκεί. Πράγματι οι προαναφερόμενοι Ν, Χ2, Χ1 (εκκαλών) και ο άγνωστος εισέτι στην ανάκριση άνδρας, μετέβησαν στην ανωτέρω οικία, ένθα διέμενε ο ως άνω Ω, όπου αφού έκρουσαν την θύρα της και τους άνοιξε ο εκ των ενοίκων αυτής Δ, εισήλθαν, εκτός της Ν, μετά της Α. Η τελευταία ακολουθούμενη από τον Χ2 κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο, όπου εγνώριζε ότι κοιμόταν ο Ε, προς τον οποίον ο πρώτος (Χ2) είπε "ε εσύ σήκω". Διότι η ανωτέρω Α του είπε ότι αυτός δεν ευθύνεται για τίποτα και να μην τον πειράξει, αλλά και διότι αυτός δεν ήταν εκείνος που αναζητούσε, δηλαδή ο Ω, κυρίως όμως διότι αντελήφθη στο κρεβάτι της κουζίνας της οικίας αυτής κάποιον σκεπασμένο με πάπλωμα να κοιμάται, ο εν λόγω Χ2, κατευθύνθηκε προς τον τελευταίο και τραβώντας το πάπλωμα διαπίστωσε ότι ήταν ο Ω, πράγμα που είπε και στους λοιπούς συνοδεύοντες αυτόν, δηλαδή τον εν προκειμένω εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ1 και τον έτερο άγνωστο εισέτι άνδρα. Ακολούθως ο Χ2 άδραξε τον Ω από την μπλούζα που φορούσε στο ύψος του στήθους, τον σήκωσε βιαίως από το κρεβάτι, τον πέταξε στο πάτωμα και τόσον με το εμπρόσθιο μέρος ενός πιστολιού, που έφερε μαζί του και έβγαλε από τα θυλάκιά του, όσον και με το άλλο χέρι του, αρχικώς τον κτυπούσε στο κεφάλι, ενώ στην συνέχεια και όταν ο τελευταίος έπεσε εμπρός από την θύρα της τουαλέτας τον κτυπούσε και με κλωτσιές στην κοιλιά και τα γεννητικά όργανα λέγοντας του "έχεις τόσο μεγάλα αρχίδια να προσβάλεις την Ν γιατί έσπασες τα ποτήρια; θα σου γαμήσω την Παναγία σου και την αδελφή σου", χωρίς ο τελευταίος να μπορεί να αντιδράσει τόσον εξ αιτίας της βιαιότητος των πληγμάτων που εδέχετο, όσον και της ζάλης του εξ αιτίας των ποτών που είχε καταναλώσει στο κατάστημα της Ν, κατά τα σχετικώς προεκτεθέντα. Πάντα τα ανωτέρω διεδραματίζοντο υπό τα όμματα της Α, την οποίαν κρατούσε για να μην μπορεί να αντιδράσει ένας εκ των συνοδευόντων τον ανωτέρω Χ2 και προς την οποίαν ο τελευταίος απευθυνόμενος της είπε "κοίτα πως τον χτυπάω, γιατί θα έρθει και η σειρά σου". Ακολούθως ο τελευταίος (Χ2) άδραξε με το αριστερό του χέρι από τα μαλλιά τον εν λόγω Ω, ενώ με το δεξί του χέρι, που κρατούσε το πιστόλι, συνέχισε να του καταφέρει πλήγματα στο εμπρόσθιο μέρος της κεφαλής του αποκαλώντας τον "μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα" και όταν ο τελευταίος έχασε τις αισθήσεις του τον έσυρε εντός της τουαλέτας, έθεσε την κάνη του πιστολιού που κρατούσε εν επαφή στην ινιακή χώρα του και δεξιά της μέσης γραμμής, ώστε να μην υπάρξει καμιά περίπτωση αστοχίας και πυροβόλησε αυτόν με αποτέλεσμα, η βολίδα να διαπεράσει την κεφαλή του και να εξέλθει στην μετωπιαία χώρα, προκαλώντας του κατάγματα των οστών της κεφαλής και καταστροφή και αιμορραγία της εγκεφαλικής ουσίας κατά μήκος του τραυματικού πόρου και υπαραχνοειδή αιμορραγία του εγκεφάλου και έτσι να τον θανατώσει, εκτελώντας τον στην κυριολεξία, όπως, όντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, είχε αποφασίσει αρχήθεν να πράξει και πράγματι έπραξε, επίσης όντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά τον χρόνον αυτόν εκτελέσεως της αποφάσεως του αυτής. Για την πράξη του δε αυτή με το προσβαλλόμενο βούλευμα, το οποίον κατά το κεφάλαιο του αυτό δεν προσβάλλεται, ο ανωτέρω δράστης της ανθρωποκτονίας παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίως καθορισθησομένου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφερείας του Εφετείου Ναυπλίου, για να δικασθεί ως υπαίτιος αυτής. Περαιτέρω από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται και τα εξής: Καθ' ον χρόνον διεδραματίζοντο στην οικία του θύματος τα εκτεθέντα περιστατικά της εν λόγω ανθρωποκτονίας ο εν προκειμένω εκκαλών κατηγορούμενος Χ1, που συνόδευε τον αυτουργό της ανωτέρω δολοφονίας Χ2, παρίστατο στον ανωτέρω τόπο φέροντας όπλο ανά χείρας και υπό τα όμματα του έλαβαν χώρα αυτά (εκτεθέντα περιστατικά της δολοφονίας) χωρίς ειδικώς ο εν προκειμένω κατηγορούμενος - εκκαλών Χ1- όχι μόνον να μην αντιδράσει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, για να αποτρέψει την θανάτωση του ως άνω Ω, αλλ' αντιθέτως με την απειλητική παρουσία του αφ' ενός μεν υπεχρέωσε, όπως ήθελε και εγνώριζε ότι έτσι επιτυγχάνει, τους ενοίκους της οικίας αυτής να μην αντιδράσουν, ώστε έτσι να διευκολυνθεί και να μπορέσει ο Χ2 μετά βεβαιότητος να εκτελέσει την θανάτωση του προαναφερομένου θύματος, που ο τελευταίος είχε προαποφασίσει, αφ' ετέρου είχε, με προς τούτο θέληση και γνωρίζοντας τον ανθρωποκτόνο σκοπό του ανωτέρω αυτουργού της ανθρωποκτονίας, απομονώσει και κατακρατούσε αδρανείς υπό την απειλή βίας και ότι θα τους σκοτώσει, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά σε άλλο δωμάτιο της εν λόγω οικίας του ανωτέρω θύματος τους μετ' αυτού (θύματος) συγκατοικούντες ομοεθνείς του Ε, Δ, Γ, Κ και Γ, αμέσως συνδράμοντας, κατά τα σχετικώς εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσης σκέψεως, έτσι τον εν λόγω αυτουργό της ανθρωποκτονίας να εκτελέσει, χωρίς φόβο ματαιώσεως και αποτυχίας εκ της επεμβάσεως τους για να αποτρέψουν την θανάτωση του συγκατοίκου τους, τον ανθρωποκτόνο σκοπό του, τον οποίον αυτός (Χ2) και πραγμάτωσε. Και τούτο γιατί η ηθελημένη υπ' αυτού παροχή της εκτεθείσης συνδρομής στον αυτουργό της εν λόγω ανθρωποκτονίας, και μάλιστα εν γνώσει του εκκαλούντος τούτου ότι αυτή παρέχεται κατά την διάρκεια εκτελέσεως της ανθρωποκτονίας, συνδέεται προς αυτήν κατά τρόπον ώστε χωρίς την τοιαύτη βοηθητική ενέργεια τούτου (εκκαλούντος) δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητος η διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες διεπράχθη, αφού οι συγκάτοικοι του θύματος τούτου όντες αριθμητικώς περισσότεροι θα μπορούσαν ευχερώς να εμποδίσουν τον δράστη είτε ακινητοποιώντας τον και αφοπλίζοντας τον είτε δια της αριθμητικής υπεροχής τους προκαλώντας του αμφιβολία περί της επιτυχίας του ανθρωποκτόνου σκοπού του και φόβο περί της τύχης του, με συνέπεια έτσι να παρίσταται ως μη βεβαία η υπ' αυτού τέλεση της ανθρωποκτονίας αυτής. Υπό τα εκτεθέντα και ως προκύπτοντα γενόμενα δεκτά πραγματικά αυτά περιστατικά σε συνδυασμό με τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσης σκέψεως διατάξεις και αιτιολογίες, προκύπτει ότι πληρούται η αντικειμενική και η υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της από κοινού μετ' αγνώστου εισέτι στην ανάκριση προσώπου α) εκ προθέσεως παροχής αμέσου (και όχι της απλής) συνεργείας του εκκαλούντος στην ανθρωποκτονία από πρόθεση που τέλεσε ο Χ2 σε βάρος του Ω και β) εκ προθέσεως υπ' αυτού παρανόμου και κατά συρροή κατακρατήσεως των Α, Ε, Δ, Γ και Γ, τα οποία (εγκλήματα αυτά) προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 45, 46 παρ. 1 εδ. β', 299 παρ.1, 325 του ΠΚ. Ειδικώς δ' ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι ο δράστης των ανωτέρω εγκλημάτων, προκύπτει από τον συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Α, Ε, Δ, Γ και Γ οι τρεις τελευταίοι των οποίων, τόσον στις αστυνομικές αρχές (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ: ...... έγγραφο του AT Βραχατίου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου), όσον κατά τις ενώπιον του Ανακριτού Κορίνθου καταθέσεις τους στις 22-1-2007, ήτοι μετά δίμηνο περίπου από της τελέσεως της εν λόγω ανθρωποκτονίας, κατέθεσαν ότι από την φωτογραφία του εν προκειμένω εκκαλούντος, που τους επεδείχθη, αναγνωρίζουν, όχι όμως αναμφιβόλως, τον τελευταίον ως έναν από εκείνους, οι οποίοι, όπως πάντες οι μάρτυρες αυτοί κατέθεσαν, συνόδευαν οπλισμένοι τον ως άνω αυτουργό της ανθρωποκτονίας, τους είχαν απομονώσει και ακινητοποιήσει σε άλλο δωμάτιο της οικίας του θύματος καθ' ον χρόνον ο αυτουργός τελούσε την ανθρωποκτονία και τους κατακρατούσαν παρανόμως, όπως επίσης είχαν κατακρατήσει παρανόμως και την πρώτη αυτών για να μην ειδοποιήσει το θύμα ότι το αναζητούν και αυτό διαφύγει. Το αυτό δε κατέθεσαν ενισχύοντας τις αμφιβολίες τους στις 8-2-2007, όταν εξετάσθησαν κατ' αναπαράσταση με τον κατηγορούμενο αυτόν. Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο τούτο ότι οι ανωτέρω μάρτυρες ανεζητήθησαν και προσήλθαν και εξετάσθησαν κατά την ανωτέρω ημερομηνία κατόπιν ενεργειών του κατηγορουμένου τούτου και όχι εξ ιδίας πρωτοβουλίας. Η κρίση αυτή, ότι δηλαδή ο εν λόγω κατηγορούμενος είναι ο δράστης των εν λόγω αξιοποίνων πράξεων, παρά τις εκφρασθείσες αμφιβολίες των ανωτέρω μαρτύρων στηρίζεται στους εξής λόγους: α) ότι δεν προκύπτει από κάποιο των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, ότι οι ανωτέρω μάρτυρες εγνώριζαν από προηγουμένως τον εκκαλούντα ή ότι είχαν κάποιο λόγο αρχικώς να ισχυρισθούν και μάλιστα ψευδώς ότι ο αυτός είναι ο δράστης των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, η δ' υπ' αυτών διατύπωση αμφιβολιών, ως διατυπώνονται στις καταθέσεις τους, δεν αναιρεί την αξία και την σημασία της καταθέσεως τους ότι αναγνωρίζουν στις φωτογραφίες αυτές τον εν λόγω δράστη, εν όψει μάλιστα και του διαδραμόντος από της τελέσεως των εγκλημάτων αυτών χρόνου, της ταραχής αυτών εκ της ενώπιον του δολοφονίας του ανωτέρω συγκατοίκου τους και κυρίως του ενδιαθέτου φόβου των τυχόν σε βάρος τους αντεκδικήσεων, ήτοι παραγόντων που δικαιολογούν την διατύπωση τοιούτων αμφιβολιών, β) ότι το αμέσως προαναφερθέν καθίσταται εναργέστερο από το υπό των ανωτέρω μαρτύρων κατατιθέμενο στις 22-10-2007 στον Ανακριτή Κορίνθου, ότι δεν αναγνωρίζουν μετά βεβαιότητος, κατά την κατ' αναπαράσταση μετ' αυτού εξέταση τους, ούτε ως άνω αυτουργό της ανθρωποκτονίας τον Χ2, καίτοι ανεπιφυλάκτως και ανενδοιάστως είχαν αναγνωρίσει αυτόν κατά την αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσα προανάκριση, γ) ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος και ο ως άνω αυτουργός της ειρημένης ανθρωποκτονίας κατά τον χρόνο τελέσεως των εν λόγω εγκλημάτων *ήσαν γνωστοί και μάλιστα είχαν κατηγορηθεί για από κοινού αρπαγή, συναγομένου εκ τούτου ότι είχαν κοινή έκνομη δράση, δ) ότι από την υπό του κατηγορουμένου τούτου προσκομιζόμενη, και εγχειρισθείσα στον Ανακριτή Κορίνθου την 8-2-2007, βεβαίωση της "Ο.Ε. ......-......", ότι ο κατηγορούμενος και ο υπ' αυτού προταθείς μάρτυς Ξ χρησιμοποίησαν το κέντρο διασκεδάσεως "......" στις 26 και 27 Νοεμβρίου 2006 για "ευήμερη" συναυλία, δεν προκύπτει ότι κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο τελέσεως των εν λόγω εγκλημάτων ο κατηγορούμενος αυτός ήταν εκεί συνεχώς και δεν απομακρύνθηκε ποτέ, ενώ ο υπ' αυτού προταθείς ως μάρτυς υπερασπίσεως Ξ δεν ευρέθη για να επιβεβαιώσει με την κατάθεση του τον σχετικό ισχυρισμό του και ε) ότι από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει, ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος ευρίσκετο κατά τον ειρημένο κρίσιμο χρόνο σε ορισμένο χώρο διάφορο του ανωτέρω ασχολούμενος με συγκριμένη υπόθεση. Τα αυτά προς τα ανωτέρω κατ' ορθήν επομένως ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε με το εκκαλούμενο βούλευμα του και το πρωτοβάθμιο συμβούλιο, κρίνοντας ότι υπό τα εκτεθέντα περιστατικά προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του, που δικαιολογούν την κατά τα άρθρα 109 στοιχ. α', 119, 122, 128 παρ.1, 309 παρ.1 στοιχ. ε' και 313 του ΚΠΔ παραπομπή του εν λόγω κατηγορουμένου - εκκαλούντος στο αρμόδιο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της περιφερείας του Εφετείου Ναυπλίου για να δικασθεί ως υπαίτιος των προαναφερομένων αξιοποίνων πράξεων. Επομένως, τα αντίθετα, που υποστηρίζει με τους σχετικούς λόγους της κρινομένης εφέσεως του ο εκκαλών κατηγορούμενος και που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ρηθεισών διατάξεων και εκτίμηση των αποδείξεων, είναι κατ' ουσίαν αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.
Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων της άμεσης συνεργείας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, που τελέσθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και της παράνομης κατακρατήσεως.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 33/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου, διέλαβε στο εν λόγω βούλευμά του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων της άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, που τελέσθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και της παράνομης κατακρατήσεως, για τις οποίες κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27, 46 παρ. 1β', 94, 299 παρ. 1 και 325 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντα: α) Το προσβαλλόμενο βούλευμα εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο ο αναιρεσείων αποστέρησε την ελευθερία κινήσεως των αναφερομένων σ'αυτό προσώπων, αφού, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές του, αφ'ενός μεν με απειλή βίας εξανάγκασε την Α να επιβιβασθεί παρά τη θέλησή της σε αυτοκίνητο τύπου ΤΖΙΠ, στο οποίο κατακρατήθηκε παρανόμως, αφετέρου δε, όταν έφθασε στην οικία του παθόντα Ω, με απειλή βίας, φέροντας μαζί του και επιδεικνύοντας όπλο, απομόνωσε σε ένα δωμάτιο της οικίας και στέρησε την ελευθερία των κινήσεων στους παθόντες Ε, Δ, Κ και Γ, β) Αναφορικά με την πράξη της άμεσης συνέργειας στην ανθρωποκτονία με πρόθεση, εκτίθενται στην αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, γνωρίζοντας την ανθρωποκτόνο πρόθεση του αυτουργού και με τη δική του πρόθεση να επιτευχθεί το εγκληματικό αποτέλεσμα, παρέσχε στον τελευταίο άμεση συνδρομή στην τέλεση και κατά τη διάρκεια της τελέσεως της ανθρωποκτονίας αυτής, με τις μνημονευόμενες στο βούλευμα συγκεκριμένες ενέργειές του και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή την βοηθητική συμπεριφορά του δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η εκ μέρους του αυτουργού θανάτωση του παθόντα Ω, υπό τις περιστάσεις, υπό τις οποίες διαπράχθηκε. Η αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι ο αυτουργός έθεσε την κάνη του πιστολίου που κρατούσε εν επαφή στην ινιακή χώρα του παθόντα και δεξιά της μέσης γραμμής, ώστε να μην υπάρξει καμία περίπτωση αστοχίας...." δεν δημιουργεί καμία ασάφεια ή αντίφαση ως προς την επομένη παραδοχή ότι ο αναιρεσείων "με την απειλητική παρουσία του αφενός μεν υποχρέωσε, όπως ήθελε και εγνώριζε ότι έτσι επιτυγχάνει, τους ενοίκους της οικίας αυτής να μην αντιδράσουν, έτσι ώστε να διευκολυνθεί και να μπορέσει ο Χ2 μετά βεβαιότητος να εκτελέσει την θανάτωση του προαναφερομένου θύματος, που ο τελευταίος είχε αποφασίσει, αφετέρου είχε, με προς τούτο θέληση και γνωρίζοντας τον ανθρωποκτόνο σκοπό του ανωτέρω αυτουργού της ανθρωποκτονίας, απομονώσει και κατακρατούσε αδρανείς υπό την απειλή βίας και ότι θα τους σκοτώσει, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά σε άλλο δωμάτιο της εν λόγω οικίας του ανωτέρω θύματος τους μετ'αυτού συγκατοικούντας ομοεθνείς του ... αμέσως συνδράμοντας, κατά τα σχετικώς εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσης σκέψεως, έτσι τον εν λόγω αυτουργό της ανθρωποκτονίας να εκτελέσει, χωρίς φόβο ματαιώσεως και αποτυχίας, εκ της επεμβάσεώς τους για να αποτρέψουν την θανάτωση του συγκατοίκου τους ...". γ) Στο προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνονται ιδιαίτερες εκτενείς σκέψεις με τις οποίες πλήρως και αιτιολογημένα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι δεν παρευρίσκετο στην οικία, όπου ο αυτουργός Χ2 προέβη στη θανάτωση του παθόντα Ω, αφού δεν αναγνωρίσθηκε από τους αυτόπτες μάρτυρες. δ) Πράγματι η ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στερείται παντελώς αιτιολογίας, αφού ανεπιτρέπτως παραπέμπει εξ ολοκλήρου στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, χωρίς να παραθέτει καμία απολύτως δική της σκέψη. Όμως το γεγονός αυτό δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή στην αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος, αφού το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου που το εξέδωσε, για να καταλήξει στην παραπεμπτική του κρίση, παραθέτει αποκλειστικά δικές του σκέψεις, χωρίς καμία απολύτως αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό και πλήρως αναιτιολόγητη εισαγγελική πρόταση, μόνο δε συμπληρωματικά και συνεπώς επιτρεπτώς αναφέρεται στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση. ε) Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα πλήττουν, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.
5. Από τις διατάξεις των άρθρων 317 παρ. 1 εδ. α' και 481 παρ. 1 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 316 παρ. 2, 318, 319 και 478 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, σαφώς συνάγεται ότι, όταν ασκηθεί έφεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, λόγω του μεταβιβαστικού αυτής αποτελέσματος, μεταβιβάζεται η υπόθεση από ουσιαστικής και νομικής πλευράς στο Συμβούλιο των Εφετών, το οποίο καθίσταται κυρίαρχο, κατά τρόπο ώστε να επαναλαμβάνεται και πάλι ενώπιον του Συμβουλίου αυτού η συζήτηση, όπως είχε εισαχθεί η κατηγορία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που είχε εκδώσει το εκκαλούμενο βούλευμα, η οποία (κατηγορία) έτσι κρίνεται σε δεύτερο βαθμό. Επομένως κάθε τυχόν ακυρότητα ή πλημμέλεια του πρωτοδίκου βουλεύματος καλύπτεται με την επί της ασκηθείσας εφέσεως έκδοση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο και μόνο υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως (ΑΠ 2309/2003, ΑΠ 1267/2001). Στην προκειμένη περίπτωση με τον συναφή λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αιτιάται ότι το πρωτόδικο υπ'αριθ. 33/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου περιείχε ελλειπείς αιτιολογίες, τις οποίες προέβαλε με ειδικό λόγο εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, το οποίο όμως με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δεν αποφάνθηκε επί του ειδικού αυτού λόγου εφέσεως, υπερβαίνοντας έτσι αρνητικώς την εξουσία του. Επίσης αιτιάται ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα για πρώτη φορά δέχθηκε ότι η πράξη της παράνομης κατακρατήσεως τελέσθηκε με την απειλή βίας, κάτι το οποίο δεν διαλαμβάνεται στο εκκαλούμενο υπ'αριθ., 33/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου, η συμπλήρωσε δε αυτή των πραγματικών περιστατικών και στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, καταδεικνύουν την έλλειψη αιτιολογίας του ανωτέρω πρωτοδίκου βουλεύματος και συνεπώς την ουσιαστική βασιμότητα του ειδικού λόγου εφέσεως. Όμως ο λόγος αυτός της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είτε εκτιμηθεί ως θετική και αρνητική υπέρβαση εξουσίας, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων, είτε εκτιμηθεί ότι προβάλλεται έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες ως άνω δικονομικές διατάξεις, γιατί και στην περίπτωση που εμφιλοχωρήσει τέτοια πλημμέλεια του πρωτοδίκου βουλεύματος, αφού έγινε τυπικά δεκτή η ασκηθείσα έφεσή του, ερευνήθηκε εκ νέου από ουσιαστικής και νομικής πλευράς η όλη κατηγορία από το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου με το ήδη προσβαλλόμενο βούλευμά του και συνεπώς αυτό δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον λόγο αυτό. Αξίζει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα αναφορά για πρώτη φορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι η πράξη της παράνομης κατακρατήσεως τελέσθηκε με την απειλή βίας, κάτι το οποίο δεν διαλαμβάνεται στο εκκαλούμενο υπ'αριθ. 33/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, αφού με την αναφορά αυτή το προσβαλλόμενο βούλευμα προσδιορίζει ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού της παράνομης κατακρατήσεως, για το οποίο διώχθηκε ο αναιρεσείων, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητα της αποδιδομένης σ'αυτόν πράξεως (ΑΠ 2154/2007, ΑΠ 1193/2003). Όλα δε αυτά ανεξαρτήτως του ότι, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 33/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου, στο διατακτικό αυτού ρητώς διαλαμβάνεται ότι η ανωτέρω πράξη της παράνομης κατακρατήσεως τελέσθηκε "με την απειλή άσκησης βίας".
Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Π ρ ο τ ε ί ν ω:
Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθ. 496/26-5-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ...... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης ......, κατά του υπ'αριθ. 55/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Και
Β) Να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 14 Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Στέλιος Κ. Γκρόζος"
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 26-5-2008 αίτηση του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Χ1 κατά του υπ' αριθμ. 55/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, το οποίο απέρριψε ως αβάσιμη στην ουσία την υπ' αριθμ. 3/7-3-2008 έφεση αυτού και επικύρωσε το υπ' αριθμ. 33/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου, με το οποίο ο εκκαλών είχε παραπεμφθεί μαζί με άλλους στο ακροατήριο του ΜΟΔ της περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου που θα ορισθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών Ναυπλίου, για να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων: α) της άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση που τελέσθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και β) της παραμονής κατακράτησης από κοινού κατά συρροή, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση. Γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω.
Για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με πρόθεση (άρθρο 299 παρ. 1 του ΠΚ) απαιτείται αντικειμενικώς μεν αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλομένης από το νόμο ενέργειας (οσάκις ο υπαίτιος της παράλειψης έχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επελεύσεως του εν λόγω εγκληματικού αποτελέσματος), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή της καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου. Για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά την παρ. 1 του άρθρου 299 ΠΚ απαιτείται όπως αυτός (δράστης) βρίσκεται σε ψυχική ηρεμία και δη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση. Η διαπιστούμενη στο βούλευμα (η απόφαση) ψυχραιμία, προμελέτη ή άλλη παρεμφερή έκφραση αποδεικνύει την ως άνω κατάσταση. Ο ανθρωποκτόνος σκοπός μπορεί να συναχθεί από τον επιδιωκόμενο σκοπό, από το μέσο ή όργανο που χρησιμοποιήθηκε, από το μέρος του σώματος του παθόντα και γενικά την κατεύθυνση του πυροβολισμού, από τον αριθμό των πυροβολισμών ή των σημείων του μαχαιρώματος του παθόντα και του αριθμού των μαχαιριών του κλπ. Η ανθρωποκτονία από πρόθεση δε είναι τετελεσμένη όταν επήλθε ο θάνατος του άλλου.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1β' ΠΚ με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται όποιος με πρόθεση παρέσχε άμεση συνδρομή στον δράστη κατά τη διάρκεια αυτής της πράξεως και στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 299 παρ. 1 ΠΚ, άμεσος συνεργός στο έγκλημα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση είναι εκείνος, που ηθελημένα παρέχει άμεση συνδρομή στον αυτουργό κατά την εκτέλεση και τη διάρκεια της κυρίας πράξεως, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, χωρίς αυτήν την συνδρομή, δεν θα ήταν με βεβαιότητα δυνατή η τέλεση του εγκλήματος υπό τις περιστάσεις που διαπράχθηκε, ενώ ο δόλος του αμέσου συνεργού περιλαμβάνει τη θέληση ή αποδοχή για άμεση υποστήριξη το εκτελούντος την κυρία πράξη και την γνώση της συγκεκριμένης πράξεως, στην οποία παρέχει την συνδρομή του, καθώς και ότι η τελευταία παρέχεται κατά την εκτέλεση της ίδιας πράξεως. Κατά τη διάταξη του άρθρου 325 ΠΚ όποιος με πρόθεση κατακρατεί άλλον χωρίς τη θέλησή του ή του στερεί με άλλον τρόπο την ελευθερία της κινήσεώς του, τιμωρείται με φυλάκιση και, αν η κατακράτηση διήρκεσε μακρό χρονικό διάστημα, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της εννοίας του προβλεπομένου από αυτήν εγκλήματος της παράνομης κατακρατήσεως απαιτείται, αντικειμενικώς, παράνομη αποστέρηση της ελευθερίας κινήσεως του παθόντα, έστω και για ελάχιστο χρόνο, χωρίς τη συναίνεσή του, η οποία πραγματώνεται, είτε με την κατακράτηση του παθόντα σε περίκλειστο χώρο, από τον οποίο εμποδίζεται ή, άλλως πως, αδυνατεί να εξέλθει, είτε με την καθ'οιονδήποτε τρόπο στέρηση της ελευθερίας κινήσεως αυτού στον χώρο, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των περιστατικών που πραγματώνουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και τη θέληση ή αποδοχή της παράνομης αποστερήσεως της ελευθερίας κινήσεως του παθόντα, η οποία μπορεί να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο και συγκεκριμένα είτε συνεπεία μηχανικών εμποδίων, είτε συνεπεία σωματικής βίας, η απειλής βίας καθώς και ψυχολογικής επιδράσεως, αλλά και με παράλειψη, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 15 ΠΚ. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν σ'αυτό περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, αρκεί να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. 'Ετσι δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού, το οποίο περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του αιτιολογικού. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξ ολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, εφόσον όμως σ'αυτήν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Είναι επίσης επιτρεπτή η συμπληρωματική (και όχι εξ ολοκλήρου) αναφορά στο πρωτόδικο βούλευμα. Εξάλλου εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε (ευθεία παραβίαση), καθώς και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στον συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός από τον 'Αρειο Πάγο ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 55/2008 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, που το εξέδωσε, έκρινε, με αποκλειστικά δικές του σκέψεις, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα "από τις ένορκες, κατά την αυτεπαγγέλτως ενεργηθείσα προανάκριση και την εν συνεχεία χωρήσασα κυρία ανάκριση, η οποία περατώθηκε νομίμως, καταθέσεις του πολιτικώς ενάγοντος Ψ και των μαρτύρων Α, Β, Γ, Δ, Ε, ΣΤ, Ζ, Η, Θ, Κ, Λ και Μ, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που συνελέγησαν κατά την προανάκριση και κυρία ανάκριση και υπάρχουν στην δικογραφία, την υπ' αριθμ. πρωτ: ...... έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του βιολόγου υπαστυνόμου Α' ......, την από 27-11-2006 έκθεση αυτοψίας του ανθ/μου ......, την από 23-2-2007 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας νεκροτομής του ιατροδικαστή Αθηνών ...... και τις υπάρχουσες φωτογραφίες, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου εκκαλούντος και των λοιπών συγκατηγορουμένων του, οι οποίες λαμβάνονται και αυτές υπόψη και συνεκτιμώνται με τις λοιπές αποδείξεις, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 211 Α του ΚΠΔ, εφαρμόζεται μόνον στην κυρία διαδικασία και μάλιστα όταν το δικαστήριο αχθεί σε καταδικαστική απόφαση και όχι στην ενδιάμεση διαδικασία και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, προκύπτουν τα εξής: Περί ώρα 22.50' της 26ης Νοεμβρίου 2006 ο Αλβανός υπήκοος Ω, μαζί με τους ομοεθνείς φίλους του Β και Ε, μετέβησαν στο επί της οδού ...... αρ. ... της πόλεως της ......, κατάστημα καφέ - μπαρ με την επωνυμία "......", που διατηρούσε η Ν, εκ των συγκατηγορουμένων του εκκαλούντος κατηγορουμένου. Μετά ημίσεια περίπου ώρα ο εκ των ανωτέρω Ε ανεχώρησε από το ως άνω κατάστημα για την οικία, στην οποίαν διέμενε μετά του Ω, στο ......, ενώ παρέμειναν εκεί ο τελευταίος (Ω) και ο Β, συνεχίζοντας την διασκέδαση τους. Περί ώρα 01.00' της 27ης Νοεμβρίου 2006, εξ αιτίας της θραύσεως ποτηριών που ο ίδιος προκάλεσε, ο ως άνω Ω λογομάχησε εντόνως με την ανωτέρω ιδιοκτήτρια του ως άνω καταστήματος Ν και θέλησε να αποχωρήσει, αρνούμενος να πληρώσει και τον λογαριασμό. Ένεκα τούτου και προδήλως εξ εκδικητικότητος και διαθέσεως τιμωρήσεώς του (Ω), η ειρημένη ιδιοκτήτρια του εν λόγω καφέ - μπαρ ειδοποίησε τηλεφωνικώς περί των διαδραματισθέντων τον φίλο της, επίσης Αλβανό υπήκοο, Χ2, τον οποίον κάλεσε να μεταβεί εκεί για να επιληφθεί αυτός του γεγονότος. Μάλιστα, περί της τοιαύτης υπ' αυτής ειδοποιήσεως του προαναφερομένου Χ2, η καταστηματάρχης Ν ενημέρωσε την εργαζομένη στο κατάστημα αυτό, ούσα φίλη του Ω και διαμένουσα, από πενθημέρου περίπου, μετ' αυτού στην ίδια οικία, Α, προς την οποίαν συγκεκριμένως είπε "πρόσεχε καλά τον φίλο σου γιατί πήρα τηλέφωνο τον φίλο μου Χ2 και θα γίνει της πουτάνας", φράση η οποία πρόδηλο είναι ότι ενέχει απειλή και εξαγγελία οπωσδήποτε μεγάλου κακού. Πράγματι ο Χ2, ανταποκρινόμενος στην κλήση της ανωτέρω και συνοδευμένος από δύο άτομα, ένα τον οποίων ήταν ο εν προκειμένω εκκαλών κατηγορούμενος Χ1, αμέσως κατέφθασε στο εν λόγω καφέ-μπαρ, πλην όμως δεν πρόλαβε εκεί τον Ω, γιατί ο τελευταίος μετά του φίλου του Β είχαν απέλθει. Ένεκα του τελευταίου τούτου (αποχωρήσεως από το κατάστημα του Ω) και προκειμένου να τον αναζητήσουν και να τον βρουν, οι ως άνω Ν, Χ2, Χ1 (εκκαλών) και ο μετά των δύο τελευταίων μεταβάς και συνοδεύων αυτούς στο ως άνω κατάστημα της πρώτης, αγνώστων εισέτι στοιχείων Αλβανικής υπηκοότητος άνδρας, από κοινού ενεργώντας και με προς τούτο θέληση, ανάγκασαν την προαναφερομένη φίλη του Ω, Α, να επιβιβασθεί, παρά την θέληση της, μαζί τους σε αυτοκίνητο τύπου jeep και την κατακράτησαν παρανόμως, χωρίς να έχουν προς τούτο δικαίωμα, στερώντας, με προς τούτο θέληση και γνωρίζοντας ότι τούτο απαγορεύεται, την ελευθερία των κινήσεων της, για να την έχουν έτσι συνεχώς υπό την επιτήρηση τους και να την εμποδίσουν να ειδοποιήσει τον τελευταίο, ότι αυτοί τον αναζητούν και έσπευσαν σε αναζήτηση του (Ω), μεταβάντες προς τούτο στην οικία του στο ......, την οποίαν (οικία του) την υπέδειξε σ' αυτούς προδήλως η Ν, η οποία και την γνώριζε, λόγω του ότι στο παρελθόν την είχε επισκεφθεί μαζί με την ως άνω Α. Μάλιστα, για να καταστήσουν βέβαιο ότι θα εύρισκαν εκεί αυτόν (Ω) και προδήλως για να μη κινήσουν υποψίες ούτε στον ίδιο ούτε στον συγκάτοικο του Ε περί του, κατά τα κατωτέρω, σκοπού για τον οποίον τον αναζητούσαν, υπεχρέωσαν την ειρημένη Α, απειλώντας την ότι σε διαφορετική περίπτωση θα την σκοτώσουν, να επικοινωνήσει τηλεφωνικώς με τον συγκάτοικο του αυτόν (Ε), μετά του οποίου σημειωτέον διατηρούσε από εξαμήνου περίπου ερωτικό δεσμό, και να του ζητήσει να ξεκλειδώσει την θύρα της οικίας για να μπορεί αυτή, ως ούσα δήθεν μόνη της, να εισέλθει εκεί. Πράγματι οι προαναφερόμενοι Ν, Χ2, Χ1 (εκκαλών) και ο άγνωστος εισέτι στην ανάκριση άνδρας, μετέβησαν στην ανωτέρω οικία, ένθα διέμενε ο ως άνω Ω, όπου αφού έκρουσαν την θύρα της και τους άνοιξε ο εκ των ενοίκων αυτής Δ, εισήλθαν, εκτός της Ν, μετά της Α. Η τελευταία ακολουθούμενη από τον Χ2 κατευθύνθηκε προς το δωμάτιο, όπου εγνώριζε ότι κοιμόταν ο Ε, προς τον οποίον ο πρώτος (Χ2) είπε "ε εσύ σήκω". Διότι η ανωτέρω Α του είπε ότι αυτός δεν ευθύνεται για τίποτα και να μην τον πειράξει, αλλά και διότι αυτός δεν ήταν εκείνος που αναζητούσε, δηλαδή ο Ω, κυρίως όμως διότι αντελήφθη στο κρεβάτι της κουζίνας της οικίας αυτής κάποιον σκεπασμένο με πάπλωμα να κοιμάται, ο εν λόγω Χ2, κατευθύνθηκε προς τον τελευταίο και τραβώντας το πάπλωμα διαπίστωσε ότι ήταν ο Ω, πράγμα που είπε και στους λοιπούς συνοδεύοντες αυτόν, δηλαδή τον εν προκειμένω εκκαλούντα κατηγορούμενο Χ1 και τον έτερο άγνωστο εισέτι άνδρα. Ακολούθως ο Χ2 άδραξε τον Ω από την μπλούζα που φορούσε στο ύψος του στήθους, τον σήκωσε βιαίως από το κρεβάτι, τον πέταξε στο πάτωμα και τόσον με το εμπρόσθιο μέρος ενός πιστολιού, που έφερε μαζί του και έβγαλε από τα θυλάκιά του, όσον και με το άλλο χέρι του, αρχικώς τον κτυπούσε στο κεφάλι, ενώ στην συνέχεια και όταν ο τελευταίος έπεσε εμπρός από την θύρα της τουαλέτας τον κτυπούσε και με κλωτσιές στην κοιλιά και τα γεννητικά όργανα λέγοντας του "έχεις τόσο μεγάλα αρχίδια να προσβάλεις την Ν γιατί έσπασες τα ποτήρια; θα σου γαμήσω την Παναγία σου και την αδελφή σου", χωρίς ο τελευταίος να μπορεί να αντιδράσει τόσον εξ αιτίας της βιαιότητος των πληγμάτων που εδέχετο, όσον και της ζάλης του εξ αιτίας των ποτών που είχε καταναλώσει στο κατάστημα της Ν, κατά τα σχετικώς προεκτεθέντα. Πάντα τα ανωτέρω διεδραματίζοντο υπό τα όμματα της Α, την οποίαν κρατούσε για να μην μπορεί να αντιδράσει ένας εκ των συνοδευόντων τον ανωτέρω Χ2 και προς την οποίαν ο τελευταίος απευθυνόμενος της είπε "κοίτα πως τον χτυπάω, γιατί θα έρθει και η σειρά σου". Ακολούθως ο τελευταίος (Χ2) άδραξε με το αριστερό του χέρι από τα μαλλιά τον εν λόγω Ω, ενώ με το δεξί του χέρι, που κρατούσε το πιστόλι, συνέχισε να του καταφέρει πλήγματα στο εμπρόσθιο μέρος της κεφαλής του αποκαλώντας τον "μαλάκα, μαλάκα, μαλάκα" και όταν ο τελευταίος έχασε τις αισθήσεις του τον έσυρε εντός της τουαλέτας, έθεσε την κάνη του πιστολιού που κρατούσε εν επαφή στην ινιακή χώρα του και δεξιά της μέσης γραμμής, ώστε να μην υπάρξει καμιά περίπτωση αστοχίας και πυροβόλησε αυτόν με αποτέλεσμα, η βολίδα να διαπεράσει την κεφαλή του και να εξέλθει στην μετωπιαία χώρα, προκαλώντας του κατάγματα των οστών της κεφαλής και καταστροφή και αιμορραγία της εγκεφαλικής ουσίας κατά μήκος του τραυματικού πόρου και υπαραχνοειδή αιμορραγία του εγκεφάλου και έτσι να τον θανατώσει, εκτελώντας τον στην κυριολεξία, όπως, όντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, είχε αποφασίσει αρχήθεν να πράξει και πράγματι έπραξε, επίσης όντας σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, κατά τον χρόνον αυτόν εκτελέσεως της αποφάσεως του αυτής. Για την πράξη του δε αυτή με το προσβαλλόμενο βούλευμα, το οποίον κατά το κεφάλαιο του αυτό δεν προσβάλλεται, ο ανωτέρω δράστης της ανθρωποκτονίας παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίως καθορισθησομένου Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφερείας του Εφετείου Ναυπλίου, για να δικασθεί ως υπαίτιος αυτής. Περαιτέρω από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται και τα εξής: Καθ' ον χρόνον διεδραματίζοντο στην οικία του θύματος τα εκτεθέντα περιστατικά της εν λόγω ανθρωποκτονίας ο εν προκειμένω εκκαλών κατηγορούμενος Χ1, που συνόδευε τον αυτουργό της ανωτέρω δολοφονίας Χ2, παρίστατο στον ανωτέρω τόπο φέροντας όπλο ανά χείρας και υπό τα όμματα του έλαβαν χώρα αυτά (εκτεθέντα περιστατικά της δολοφονίας) χωρίς ειδικώς ο εν προκειμένω κατηγορούμενος - εκκαλών Χ1 - όχι μόνον να μην αντιδράσει, καθ' οιονδήποτε τρόπο, για να αποτρέψει την θανάτωση του ως άνω Ω, αλλ' αντιθέτως με την απειλητική παρουσία του αφ' ενός μεν υπεχρέωσε, όπως ήθελε και εγνώριζε ότι έτσι επιτυγχάνει, τους ενοίκους της οικίας αυτής να μην αντιδράσουν, ώστε έτσι να διευκολυνθεί και να μπορέσει ο Χ2 μετά βεβαιότητος να εκτελέσει την θανάτωση του προαναφερομένου θύματος, που ο τελευταίος είχε προαποφασίσει, αφ' ετέρου είχε, με προς τούτο θέληση και γνωρίζοντας τον ανθρωποκτόνο σκοπό του ανωτέρω αυτουργού της ανθρωποκτονίας, απομονώσει και κατακρατούσε αδρανείς υπό την απειλή βίας και ότι θα τους σκοτώσει, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά σε άλλο δωμάτιο της εν λόγω οικίας του ανωτέρω θύματος τους μετ' αυτού (θύματος) συγκατοικούντες ομοεθνείς του Ε, Δ, Γ, Κ και Γ, αμέσως συνδράμοντας, κατά τα σχετικώς εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσης σκέψεως, έτσι τον εν λόγω αυτουργό της ανθρωποκτονίας να εκτελέσει, χωρίς φόβο ματαιώσεως και αποτυχίας εκ της επεμβάσεως τους για να αποτρέψουν την θανάτωση του συγκατοίκου τους, τον ανθρωποκτόνο σκοπό του, τον οποίον αυτός (Χ2) και πραγμάτωσε. Και τούτο γιατί η ηθελημένη υπ' αυτού παροχή της εκτεθείσης συνδρομής στον αυτουργό της εν λόγω ανθρωποκτονίας, και μάλιστα εν γνώσει του εκκαλούντος τούτου ότι αυτή παρέχεται κατά την διάρκεια εκτελέσεως της ανθρωποκτονίας, συνδέεται προς αυτήν κατά τρόπον ώστε χωρίς την τοιαύτη βοηθητική ενέργεια τούτου (εκκαλούντος) δεν θα ήταν δυνατή μετά βεβαιότητος η διάπραξη του εν λόγω εγκλήματος υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες διεπράχθη, αφού οι συγκάτοικοι του θύματος τούτου όντες αριθμητικώς περισσότεροι θα μπορούσαν ευχερώς να εμποδίσουν τον δράστη είτε ακινητοποιώντας τον και αφοπλίζοντας τον είτε δια της αριθμητικής υπεροχής τους προκαλώντας του αμφιβολία περί της επιτυχίας του ανθρωποκτόνου σκοπού του και φόβο περί της τύχης του, με συνέπεια έτσι να παρίσταται ως μη βεβαία η υπ' αυτού τέλεση της ανθρωποκτονίας αυτής. Υπό τα εκτεθέντα και ως προκύπτοντα γενόμενα δεκτά πραγματικά αυτά περιστατικά σε συνδυασμό με τις αναφερόμενες στην αρχή της παρούσης σκέψεως διατάξεις και αιτιολογίες, προκύπτει ότι πληρούται η αντικειμενική και η υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων της από κοινού μετ' αγνώστου εισέτι στην ανάκριση προσώπου α) εκ προθέσεως παροχής αμέσου (και όχι της απλής) συνεργείας του εκκαλούντος στην ανθρωποκτονία από πρόθεση που τέλεσε ο Χ2 σε βάρος του Ω και β) εκ προθέσεως υπ' αυτού παρανόμου και κατά συρροή κατακρατήσεως των Α, Ε, Δ, Γ και Γ, τα οποία (εγκλήματα αυτά) προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1 εδ. α', 27, 45, 46 παρ. 1 εδ. β', 299 παρ. 1, 325 του ΠΚ. Ειδικώς δ' ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι ο δράστης των ανωτέρω εγκλημάτων, προκύπτει από τον συνδυασμό των καταθέσεων των μαρτύρων Α, Ε, Δ, Γ και Γ οι τρεις τελευταίοι των οποίων, τόσον στις αστυνομικές αρχές (βλ. το υπ' αριθμ. πρωτ: ...... έγγραφο του AT Βραχατίου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Κορίνθου), όσον κατά τις ενώπιον του Ανακριτού Κορίνθου καταθέσεις τους στις 22-1-2007, ήτοι μετά δίμηνο περίπου από της τελέσεως της εν λόγω ανθρωποκτονίας, κατέθεσαν ότι από την φωτογραφία του εν προκειμένω εκκαλούντος, που τους επεδείχθη, αναγνωρίζουν, όχι όμως αναμφιβόλως, τον τελευταίον ως έναν από εκείνους, οι οποίοι, όπως πάντες οι μάρτυρες αυτοί κατέθεσαν, συνόδευαν οπλισμένοι τον ως άνω αυτουργό της ανθρωποκτονίας, τους είχαν απομονώσει και ακινητοποιήσει σε άλλο δωμάτιο της οικίας του θύματος καθ' ον χρόνον ο αυτουργός τελούσε την ανθρωποκτονία και τους κατακρατούσαν παρανόμως, όπως επίσης είχαν κατακρατήσει παρανόμως και την πρώτη αυτών για να μην ειδοποιήσει το θύμα ότι το αναζητούν και αυτό διαφύγει. Το αυτό δε κατέθεσαν ενισχύοντας τις αμφιβολίες τους στις 8-2-2007, όταν εξετάσθησαν κατ' αναπαράσταση με τον κατηγορούμενο αυτόν. Αξίζει να αναφερθεί στο σημείο τούτο ότι οι ανωτέρω μάρτυρες ανεζητήθησαν και προσήλθαν και εξετάσθησαν κατά την ανωτέρω ημερομηνία κατόπιν ενεργειών του κατηγορουμένου τούτου και όχι εξ ιδίας πρωτοβουλίας. Η κρίση αυτή, ότι δηλαδή ο εν λόγω κατηγορούμενος είναι ο δράστης των εν λόγω αξιοποίνων πράξεων, παρά τις εκφρασθείσες αμφιβολίες των ανωτέρω μαρτύρων στηρίζεται στους εξής λόγους: α) ότι δεν προκύπτει από κάποιο των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων, ότι οι ανωτέρω μάρτυρες εγνώριζαν από προηγουμένως τον εκκαλούντα ή ότι είχαν κάποιο λόγο αρχικώς να ισχυρισθούν και μάλιστα ψευδώς ότι ο αυτός είναι ο δράστης των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, η δ' υπ' αυτών διατύπωση αμφιβολιών, ως διατυπώνονται στις καταθέσεις τους, δεν αναιρεί την αξία και την σημασία της καταθέσεως τους ότι αναγνωρίζουν στις φωτογραφίες αυτές τον εν λόγω δράστη, εν όψει μάλιστα και του διαδραμόντος από της τελέσεως των εγκλημάτων αυτών χρόνου, της ταραχής αυτών εκ της ενώπιον του δολοφονίας του ανωτέρω συγκατοίκου τους και κυρίως του ενδιαθέτου φόβου των τυχόν σε βάρος τους αντεκδικήσεων, ήτοι παραγόντων που δικαιολογούν την διατύπωση τοιούτων αμφιβολιών, β) ότι το αμέσως προαναφερθέν καθίσταται εναργέστερο από το υπό των ανωτέρω μαρτύρων κατατιθέμενο στις 22-10-2007 στον Ανακριτή Κορίνθου, ότι δεν αναγνωρίζουν μετά βεβαιότητος, κατά την κατ' αναπαράσταση μετ' αυτού εξέταση τους, ούτε ως άνω αυτουργό της ανθρωποκτονίας τον Χ2, καίτοι ανεπιφυλάκτως και ανενδοιάστως είχαν αναγνωρίσει αυτόν κατά την αυτεπαγγέλτως διενεργηθείσα προανάκριση, γ) ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος και ο ως άνω αυτουργός της ειρημένης ανθρωποκτονίας κατά τον χρόνο τελέσεως των εν λόγω εγκλημάτων ήσαν γνωστοί και μάλιστα είχαν κατηγορηθεί για από κοινού αρπαγή, συναγομένου εκ τούτου ότι είχαν κοινή έκνομη δράση, δ) ότι από την υπό του κατηγορουμένου τούτου προσκομιζόμενη, και εγχειρισθείσα στον Ανακριτή Κορίνθου την 8-2-2007, βεβαίωση της "Ο.Ε. ......-......", ότι ο κατηγορούμενος και ο υπ' αυτού προταθείς μάρτυς Ξχρησιμοποίησαν το κέντρο διασκεδάσεως "......" στις 26 και 27 Νοεμβρίου 2006 για "ευήμερη" συναυλία, δεν προκύπτει ότι κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο τελέσεως των εν λόγω εγκλημάτων ο κατηγορούμενος αυτός ήταν εκεί συνεχώς και δεν απομακρύνθηκε ποτέ, ενώ ο υπ' αυτού προταθείς ως μάρτυς υπερασπίσεως Ξ δεν ευρέθη για να επιβεβαιώσει με την κατάθεση του τον σχετικό ισχυρισμό του και ε) ότι από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο δεν προκύπτει, ότι ο εν λόγω κατηγορούμενος ευρίσκετο κατά τον ειρημένο κρίσιμο χρόνο σε ορισμένο χώρο διάφορο του ανωτέρω ασχολούμενος με συγκριμένη υπόθεση. Τα αυτά προς τα ανωτέρω κατ' ορθήν επομένως ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων και εκτίμηση των αποδείξεων δέχθηκε με το εκκαλούμενο βούλευμα του και το πρωτοβάθμιο συμβούλιο, κρίνοντας ότι υπό τα εκτεθέντα περιστατικά προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του, που δικαιολογούν την κατά τα άρθρα 109 στοιχ. α', 119, 122, 128 παρ. 1, 309 παρ. 1 στοιχ. ε' και 313 του ΚΠΔ παραπομπή του εν λόγω κατηγορουμένου - εκκαλούντος στο αρμόδιο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της περιφερείας του Εφετείου Ναυπλίου για να δικασθεί ως υπαίτιος των προαναφερομένων αξιοποίνων πράξεων. Επομένως, τα αντίθετα, που υποστηρίζει με τους σχετικούς λόγους της κρινομένης εφέσεως του ο εκκαλών κατηγορούμενος και που ανάγονται στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ρηθεισών διατάξεων και εκτίμηση των αποδείξεων, είναι κατ' ουσίαν αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.
Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Περιφέρειας του Εφετείου Ναυπλίου, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των πράξεων της άμεσης συνεργείας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, που τελέσθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και της παράνομης κατακρατήσεως.
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 33/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου, διέλαβε στο εν λόγω βούλευμά του την κατά τα ανωτέρω απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των παραπάνω αξιοποίνων πράξεων της άμεσης συνέργειας σε ανθρωποκτονία με πρόθεση, που τελέσθηκε σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και της παράνομης κατακρατήσεως, για τις οποίες κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 14, 26, 27, 45, 46 παρ. 1β', 94, 299 παρ. 1 και 325 ΠΚ, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας αυτής δεν υπήρχε ανάγκη να διαληφθούν και τα αναφερόμενα στην κρινόμενη αίτηση επί πλέον στοιχεία. Ειδικότερα και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις του αναιρεσείοντος: α) Το προσβαλλόμενο βούλευμα εκθέτει τον τρόπο με τον οποίο ο αναιρεσείων αποστέρησε την ελευθερία κινήσεως των αναφερομένων σ'αυτό προσώπων, αφού, σύμφωνα με τις ουσιαστικές παραδοχές του, αφ'ενός μεν με απειλή βίας εξανάγκασε την Α να επιβιβασθεί παρά τη θέλησή της σε αυτοκίνητο τύπου ΤΖΙΠ, στο οποίο κατακρατήθηκε παρανόμως, αφετέρου δε, όταν έφθασε στην οικία του παθόντος Ω, με απειλή βίας, φέροντας μαζί του και επιδεικνύοντας όπλο, απομόνωσε σε ένα δωμάτιο της οικίας και στέρησε την ελευθερία των κινήσεων στους παθόντες Ε, Δ, Κ και Γ, β) Αναφορικά με την πράξη της άμεσης συνέργειας στην ανθρωποκτονία με πρόθεση, εκτίθενται στην αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, γνωρίζοντας την ανθρωποκτόνο πρόθεση του αυτουργού και με τη δική του πρόθεση να επιτευχθεί το εγκληματικό αποτέλεσμα, παρέσχε στον τελευταίο άμεση συνδρομή στην τέλεση και κατά τη διάρκεια της τελέσεως της ανθρωποκτονίας αυτής, με τις μνημονευόμενες στο βούλευμα συγκεκριμένες ενέργειές του και μάλιστα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε χωρίς αυτή την βοηθητική συμπεριφορά του δεν θα ήταν δυνατή με βεβαιότητα η εκ μέρους του αυτουργού θανάτωση του παθόντος Ω, υπό τις περιστάσεις, υπό τις οποίες διαπράχθηκε. Η αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι ο αυτουργός έθεσε την κάνη του πιστολίου που κρατούσε εν επαφή στην ινιακή χώρα του παθόντος και δεξιά της μέσης γραμμής, ώστε να μην υπάρξει καμία περίπτωση αστοχίας ..." δεν δημιουργεί καμία ασάφεια ή αντίφαση ως προς την επομένη παραδοχή ότι ο αναιρεσείων "με την απειλητική παρουσία του αφενός μεν υποχρέωσε, όπως ήθελε και εγνώριζε ότι έτσι επιτυγχάνει, τους ενοίκους της οικίας αυτής να μην αντιδράσουν, έτσι ώστε να διευκολυνθεί και να μπορέσει ο Χ2 μετά βεβαιότητος να εκτελέσει την θανάτωση του προαναφερομένου θύματος, που ο τελευταίος είχε αποφασίσει, αφετέρου είχε, με προς τούτο θέληση και γνωρίζοντας τον ανθρωποκτόνο σκοπό του ανωτέρω αυτουργού της ανθρωποκτονίας, απομονώσει και κατακρατούσε αδρανείς υπό την απειλή βίας και ότι θα τους σκοτώσει, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά σε άλλο δωμάτιο της εν λόγω οικίας του ανωτέρω θύματος τους μετ'αυτού συγκατοικούντας ομοεθνείς του ... αμέσως συνδράμοντας, κατά τα σχετικώς εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσης σκέψεως, έτσι τον εν λόγω αυτουργό της ανθρωποκτονίας να εκτελέσει, χωρίς φόβο ματαιώσεως και αποτυχίας, εκ της επεμβάσεώς τους για να αποτρέψουν την θανάτωση του συγκατοίκου τους ...". γ) Στο προσβαλλόμενο βούλευμα διαλαμβάνονται ιδιαίτερες εκτενείς σκέψεις με τις οποίες πλήρως και αιτιολογημένα απορρίφθηκε ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι δεν παρευρίσκετο στην οικία, όπου ο αυτουργός Χ2 προέβη στη θανάτωση του παθόντος Ω, αφού δεν αναγνωρίσθηκε από τους αυτόπτες μάρτυρες. δ) Πράγματι η ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση στερείται παντελώς αιτιολογίας, αφού ανεπιτρέπτως παραπέμπει εξ ολοκλήρου στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, χωρίς να παραθέτει καμία απολύτως δική της σκέψη ως προς τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά. Όμως το γεγονός αυτό δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή στην αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος, αφού το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου που το εξέδωσε, για να καταλήξει στην παραπεμπτική του κρίση, παραθέτει αποκλειστικά δικές του σκέψεις, χωρίς καμία απολύτως αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό και πλήρως αναιτιολόγητη εισαγγελική πρόταση, μόνο δε συμπληρωματικά και συνεπώς επιτρεπτώς αναφέρεται στο πρωτόδικο βούλευμα και στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση. ε) Όλες οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντα πλήττουν, με το πρόσχημα της ελλείψεως αιτιολογίας, την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου και για τον λόγο αυτό πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες. Επομένως οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β και δ του ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του προσβαλλόμενου βουλεύματος είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Από τις διατάξεις των άρθρων 317 παρ. 1 εδ. α' και 481 παρ. 1 ΚΠΔ, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 316 παρ. 2, 318, 319 και 478 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, σαφώς συνάγεται ότι, όταν ασκηθεί έφεση κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, λόγω του μεταβιβαστικού αυτής αποτελέσματος, μεταβιβάζεται η υπόθεση από ουσιαστικής και νομικής πλευράς στο Συμβούλιο των Εφετών, το οποίο καθίσταται κυρίαρχο, κατά τρόπο ώστε να επαναλαμβάνεται και πάλι ενώπιον του Συμβουλίου αυτού η συζήτηση, όπως είχε εισαχθεί η κατηγορία ενώπιον του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που είχε εκδώσει το εκκαλούμενο βούλευμα, η οποία (κατηγορία) έτσι κρίνεται σε δεύτερο βαθμό. Επομένως κάθε τυχόν ακυρότητα ή πλημμέλεια του πρωτοδίκου βουλεύματος καλύπτεται με την επί της ασκηθείσας εφέσεως έκδοση του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, το οποίο και μόνο υπόκειται στο ένδικο μέσο της αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με τον συναφή λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων αιτιάται ότι το πρωτόδικο υπ'αριθ. 33/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου περιείχε ελλειπείς αιτιολογίες, τις οποίες προέβαλε με ειδικό λόγο εφέσεως ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, το οποίο όμως με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δεν αποφάνθηκε επί του ειδικού αυτού λόγου εφέσεως, υπερβαίνοντας έτσι αρνητικώς την εξουσία του και υποπίπτοντας στον από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. στ' του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης. Επίσης αιτιάται ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα για πρώτη φορά δέχθηκε ότι η πράξη της παράνομης κατακρατήσεως τελέσθηκε με την απειλή βίας, κάτι το οποίο δεν διαλαμβάνεται στο εκκαλούμενο υπ'αριθ., 33/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου, η συμπλήρωσε δε αυτή των πραγματικών περιστατικών και στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος αυτού, καταδεικνύουν την έλλειψη αιτιολογίας του ανωτέρω πρωτοδίκου βουλεύματος και συνεπώς την ουσιαστική βασιμότητα του ειδικού λόγου εφέσεως. Όμως ο λόγος αυτός της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως είτε εκτιμηθεί ως θετική και αρνητική υπέρβαση εξουσίας, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων, είτε εκτιμηθεί ότι προβάλλεται έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες ως άνω δικονομικές διατάξεις, γιατί και στην περίπτωση που εμφιλοχωρήσει τέτοια πλημμέλεια του πρωτοδίκου βουλεύματος, αφού έγινε τυπικά δεκτή η ασκηθείσα έφεσή του, ερευνήθηκε εκ νέου από ουσιαστικής και νομικής πλευράς η όλη κατηγορία από το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου με το ήδη προσβαλλόμενο βούλευμά του και συνεπώς αυτό δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει στον λόγο αυτό. Αξίζει στο σημείο αυτό να τονισθεί ότι η κατά τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος αναφορά για πρώτη φορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι η πράξη της παράνομης κατακρατήσεως τελέσθηκε με την απειλή βίας, κάτι το οποίο δεν διαλαμβάνεται στο εκκαλούμενο υπ'αριθ. 33/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας, αφού με την αναφορά αυτή το προσβαλλόμενο βούλευμα προσδιορίζει ακριβέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος αυτού της παράνομης κατακρατήσεως, για το οποίο διώχθηκε ο αναιρεσείων, χωρίς να μεταβάλλεται η ταυτότητα της αποδιδομένης σ'αυτόν πράξεως. Όλα δε αυτά ανεξαρτήτως του ότι, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου επισκόπηση του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 33/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου, στο διατακτικό αυτού ρητώς διαλαμβάνεται ότι η ανωτέρω πράξη της παράνομης κατακρατήσεως τελέσθηκε "με την απειλή άσκησης βίας".
Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου παραδεκτού λόγου αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την υπ' αριθ. 496/26-5-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ...... και ήδη κρατουμένου στο Κατάστημα Κράτησης ......, κατά του υπ' αριθ. 55/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 26 Ιανουαρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή