Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1054 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Δωροδοκία.




Περίληψη:
Παθητική δωροδοκία αστυνομικού. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ορθή εφαρμογή νόμου. Απορρίπτει.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1054/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα, Ανδρέα Τσόλια, Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή και Γεώργιο Αδαμόπουλο, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 17 Μαρτίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ... που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Παπαδημητρίου, περί αναιρέσεως της 3325/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσ/νίκης. Με συγκατηγορούμενο τον ... .

Το Τριμελές Εφετείο Θεσ/νίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1624/2008.

Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 235 του ΠΚ, (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του ν. 2802/2000, που ισχύει από 3-3-2000), "τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους ο υπάλληλος, ο οποίος κατά παράβαση των καθηκόντων του ζητεί ή λαμβάνει, άμεσα ή με τη μεσολάβηση τρίτου, για τον εαυτό του ή για τρίτο ωφελήματα οποιασδήποτε φύσης ή δέχεται υπόσχεση τούτων, προκειμένου να προβεί σε ενέργεια ή παράλειψη που ανάγεται στα καθήκοντά του ή αντίκειται σε αυτά". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του από αυτήν προβλεπόμενου εγκλήματος της (παθητικής) δωροδοκίας (δωροληψίας) απαιτείται όπως, εκτός από την ιδιότητα του δράστη ως υπαλλήλου, κατά την έννοια των άρθρων 13α'και 263Α' του ΠΚ, α) τα δώρα ή ανταλλάγματα που δεν αρμόζουν σ' αυτόν, να δίδονται ή και να υπάρχει υπόσχεση τούτων, για μελλοντική ενέργεια ή παράλειψή του, χωρίς να ενδιαφέρει αν πραγματοποιήθηκε ή όχι ή μέλλουσα ενέργεια ή αν αυτός σκοπούσε σπουδαίως να εκτελέσει την εν λόγω ενέργεια και β) η ενέργεια ή παράλειψή του να περιλαμβάνεται στον κύκλο της αρμοδιότητάς του και να ανάγεται στην υπηρεσία του ή να αντίκειται στα καθήκοντά του, όπως αυτά διαγράφονται ή προκύπτουν από το νόμο ή τους υπηρεσιακούς κανονισμούς ή τις διαταγές ή οδηγίες των προϊσταμένων του ή την υπηρεσιακή του σχέση ή τη φύση της υπηρεσίας (Ολ. ΑΠ 6/1998, Ολ. ΑΠ 1778/1993). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσής της, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή ή αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να είναι αναγκαίο, για την πληρότητα της, να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχέτισης, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη δε ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διάταξης συντρέχει, όχι μόνο όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόσθηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισμα της απόφασης, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκείμενη περίπτωση το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασής του, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των κατ' είδος αναφερόμενων σ' αυτή αποδεικτικών μέσων, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι υπάλληλοι, στους οποίους νομίμως είχε ανατεθεί η άσκηση δημόσιας υπηρεσίας, στη Θεσσαλονίκη, κατά το χρονικό διάστημα από Μάρτιο του έτους 2004 έως 16-2-2005 απαίτησαν και δέχτηκαν δώρα και ανταλλάγματα για ενέργεια τους μελλοντική, η οποία ήταν αντίθετη στα καθήκοντα τους. Συγκεκριμένα περί τα μέσα Φεβρουαρίου του έτους 2004 οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι υπηρετούσαν στο Ι' Τμήμα Ασφαλείας(..., ο πρώτος με το βαθμό του ανθυπαστυνόμου και ο δεύτερος με το βαθμό του αστυφύλακα, συναντήθηκαν με τον τρίτο μάρτυρα κατηγορίας Μ1 σε κατάστημα κείμενο επί της οδού ... με την επωνυμία "...", κατόπιν πρωτοβουλίας και προηγηθέντος τηλεφωνήματος από τον πρώτο κατηγορούμενο προς τον εν λόγω μάρτυρα, με τον οποίο, σημειωτέο, ήταν γνωστοί κατά τα προηγούμενα έτη. Σημειώνεται ότι ο γιος του άνω μάρτυρος Μ2 τον εν λόγω χρόνο διατηρούσε κατάστημα (ΚΑΦΕ-ΙΝΤΕΡΝΕΤ) επί της οδού ... με την επωνυμία "...",τυπικά, αφού ο ίδιος ο μάρτυς-πατέρας του ασχολείτο στην ουσία με αυτό. Κατά τη συνάντηση αυτών ο πρώτος κατηγορούμενος είπε στον Μ1 ότι όλα τα καταστήματα που έχουν ηλεκτρονικά δίδουν χρήματα στην Ασφάλεια ..., για να έχουν λιγότερους ελέγχους και στη συνέχεια ευθέως και οι δύο κατηγορούμενοι του ζήτησαν να τους δίδει περί τα μέσα κάθε μήνα το ποσό των 500 ευρώ, το οποίο θα λαμβάνει ο δεύτερος από αυτούς, επιπλέον δε θα τους έδιδε και 700 ευρώ για την περίπτωση που θα επέτρεπε αυτός (μάρτυς) την διενέργεια, στο άνω κατάστημα, "ζαριών", με σκοπό να μην υφίσταται το κατάστημα αστυνομικούς ελέγχους, αλλά και για την περίπτωση που θα γινόταν τέτοιοι έλεγχοι, αυτός θα ειδοποιείτο από αυτούς. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το εν λόγω κατάστημα κατά το άνω χρονικό διάστημα είχε υποστεί ελάχιστους ελέγχους, καίτοι σ' αυτό διενεργούντο καθημερινώς απαγορευμένα παίγνια, και ενώ σε άλλα καταστήματα της περιοχής πράγματι αποδείχθηκε ότι διενεργούντο από το άνω τμήμα Ασφαλείας συχνότατοι έλεγχοι και προσάγονταν οι ιδιοκτήτες τους ενώπιον της δικαιοσύνης. Στην υπηρεσία εσωτερικών υποθέσεων Βορείου Ελλάδος είχε περιέλθει πληροφορία ότι αστυνομικοί του άνω Τμήματος Ασφαλείας πλησιάζουν καταστηματάρχες και ζητούν χρήματα, προκειμένου να μην τους ελέγχουν και να τους ειδοποιούν σε περίπτωση ελέγχου από άλλους αστυνομικούς. Κατά τη διενέργεια έρευνας για το αν αληθεύει η εν λόγω πληροφορία ο άνω μάρτυς (Μ1) επιβεβαίωσε πλήρως αυτή, όσον αφορά τους δύο κατηγορουμένους και τους ανέφερε ότι καθ' όλο το άνω χρονικό διάστημα, μηνιαίως, κατέβαλε, σε εκτέλεση της προαναφερόμενης συμφωνίας τους, το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως και ενίοτε και επιπλέον χρήματα, όταν επέτρεπε τη διενέργεια "ζαριών". Επιπλέον τους ομολόγησε ότι τρεις φορές ειδοποιήθηκε από το δεύτερο κατηγορούμενο ότι θα γίνει έλεγχος στο κατάστημα του, και έτσι αυτός απέφυγε τη σύλληψη και την παραπομπή του στον ενταύθα εισαγγελέα, μολονότι τελούνταν εντός του καταστήματος του τα πλημμελήματα της παραβάσεως των άρθρων 1,2,4 Ν.3037/02 και 7 του ΝΔ 29/71. Επίσης, αποδείχθηκε ότι μετά από προσημείωση του άνω μηνιαίως καταβαλλομένου ποσού των 500 ευρώ στον 2ο κατηγορούμενο(για λογαριασμό όμως και του πρώτου) στις 16-2-2005 συνελήφθη αυτός (2ος κατηγορούμενος) από αρμόδια αστυνομικά όργανα, που είχαν μεταβεί προς τούτο έξω του καταστήματος του τύποις Μ2 και στην ουσία Μ1 "επ' αυτοφώρω", έχων στην κατοχή του τα, προηγουμένως, όπως προειπώθηκε, προσημειωθέντα δέκα χαρτονομίσματα των 50 ευρώ, των οποίων την κατοχή, κατ' εκείνη τη στιγμή, δεν δικαιολόγησε στους συναδέλφους του αστυνομικούς. Αποδείχθηκε δηλαδή ότι οι εν λόγω κατηγορούμενοι ελάμβαναν κατά το άνω χρονικό διάστημα μηνιαίως συνολικά το ποσό των 500 ευρώ(δεν προκύπτει αν στη συνέχεια το μοιράζονταν κατ' ισομοιρία ή κατ' άλλο τρόπο), προκειμένου να έχει ο άνω υπεύθυνος του καταστήματος "..." ως προς την τέλεση πλημμεληματικών παραβάσεων, ενέργεια που αντίκειται στα καθήκοντα τους, ως αστυνομικών, όπως διαγράφονται από τους κείμενους νόμους και τους κανονισμούς της υπηρεσίας τους, που επιβάλλουν στους αστυνομικούς να ενεργούν για την πρόληψη και την καταστολή των εγκλημάτων, συναρτώμενη άλλωστε και προς την υπηρεσία τους, ως αστυνομικών οργάνων. Στην πιο πάνω κρίση το Δικαστήριο οδηγείται από την κατάθεση των πρώτου, δευτέρου των μαρτύρων κατηγορίας, την από 17-2-2005 αναγνωσθείσα, (χωρίς εναντίωση των κατηγορουμένων) ένορκη κατάθεση της ..., ενώπιον του Ανθ/μου ..., υπαλλήλου, σημειωτέο, του καταστήματος του Μ1 , αλλά και απ' αυτήν την κατάθεση του πέμπτου μάρτυρα κατηγορίας και από το επιλεγέν σημείο της "ότι ο 1ος κατηγορούμενος ήταν συχνά στα αυτόφωρα, ποτέ όμως δεν έφερε τον κατηγορούμενο το Μ1...)Επίσης και από τα αναγνωσθέντα(χωρίς εναντίωση των κατηγορουμένων) στο ακροατήριο αποσπάσματα των προανακριτικών καταθέσεων του τρίτου μάρτυρα κατηγορίας και αυτών των ανακριτικών, τα οποία νομίμως λαμβάνονται υπόψη για την περί ενοχής κρίση του Δικαστηρίου, σε συνδυασμό και με τα αναγνωσθέντα έγγραφα που βεβαιώνουν την "επ' αυτοφώρω" σύλληψη του δευτέρου κατηγορουμένου-και είναι μεν αληθές ότι ενώπιον του παρόντος αλλά και του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο τρίτος μάρτυρας κατηγορίας ανακάλεσε πλήρως όλες τις προηγούμενες καταθέσεις του (προανακριτικές και ανακριτικές), πλην όμως η αλήθεια, κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν είναι αυτή που κατέθεσε ενώπιον του και η οποία κρίνεται ότι είναι ψευδής, γι' αυτό ήδη διετάχθη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ' άρθρο 38 ΚΠΔ, η διαβίβαση των πρακτικών συνεδριάσεως και της απόφασης αυτών στον αρμόδιο Εισαγγελέα για τις δικές του ενέργειες. Ισχυρίζονται οι κατηγορούμενοι ότι δεν τέλεσαν την πράξη της παθητικής δωροδοκίας από κοινού, πλην όμως ο ισχυρισμός τους αυτός έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, οι δε εξετασθέντες από αυτούς μάρτυρες υπερασπίσεως δεν γνωρίζουν για τη δράση αυτών στο άνω Τμήμα Ασφαλείας. Ειδικότερα ο οψίμως προβαλλόμενος από το δεύτερο κατηγορούμενο (συνήθης σε παρόμοιες περιπτώσεις) ισχυρισμός περί συνάψεως δανείου μεταξύ αυτού και του άνω τρίτου μάρτυρος, προκειμένου να δικαιολογήσει το ευρεθέν σ' αυτόν ποσό των 500 ευρώ κατά την ημέρα συλλήψεως του, ως μέρος του ποσού των 1000 ευρώ, ούτε στη λογική αντέχει, ούτε αποδείχθηκε. Σημειωτέον ότι ο κατ' αυτόν δανειολήπτης(δηλαδή ο 3ος μάρτυς) σφόδρα απέκρουε αυτόν, τόσο προανακριτικώς, όσο και ανακριτικώς, και για πρώτη φορά κάνει λόγο για ύπαρξη δανείου ενώπιον τόσο του παρόντος όσο και του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, πλην όμως ψευδώς, όπως προειπώθηκε και για ευνόητους λόγους. Με βάση τα άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται σε βάρος των κατηγορουμένων η νομοτυπική μορφή της αποδιδόμενης σ' αυτούς κατηγορίας της παθητικής δωροδοκίας, από κοινού, κατ' εξακολούθηση και της υπόθαλψης εγκληματία (όσον αφορά τον β' κατηγορούμενο), όπως αυτές, κατά τα συνιστώντα τις αντικειμενικές και υποκειμενικές τους υποστάσεις πραγματικά περιστατικά στο διατακτικό της παρούσης περιγράφονται. Επίσης, αποδείχθηκε από την κατάθεση του 5ου μάρτυρα κατηγορίας, τα αναγνωσθέντα σχετικά έγγραφα αλλά και από τη μη ειδική άρνηση από πλευράς των κατηγορουμένων, η τέλεση από τους τελευταίους του αδικήματος της οπλοκατοχής, όπως αυτή, κατά τα συνιστώντα την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση πραγματικά περιστατικά στο διατακτικό της παρούσας περιγράφεται, αφού απεδείχθη συγκεκριμένα ότι αμφότεροι κατελήφθησαν, μετά από νομότυπη έρευνα αρμοδίων Αστυνομικών οργάνων να κατέχουν παρανόμως, ήτοι χωρίς άδεια της αρμόδιας αστυνομικής αρχής, ο μεν 1ος ένα πιστόλι,4 φυσίγγια διαμετρήματος 9mm, ένα μαχαίρι με λάμα 8,3 εκατοστά, 2 φιαλίδια εκτόξευσης αναισθητικής ουσίας(Body guard),ο δε 2ος ένα πιστόλι, δυο φυσίγγια διαμετρήματος 9mm και ένα φιαλίδιο εκτόξευσης αναισθητικής ουσίας. Επομένως, πρέπει οι κατηγορούμενοι να κηρυχθούν ένοχοι των άνω αξιόποινων πράξεων παθητικής δωροδοκίας, παράνομης οπλοκατοχής (αμφότεροι) και της υπόθαλψης εγκληματία ο δεύτερος, κατά τα και στο διατακτικό διαλαμβανόμενα". Ακολούθως το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με βάση τις παραπάνω παραδοχές, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα (πρώτο κατηγορούμενο) της αξιόποινης πράξης της (παθητικής) δωροδοκίας, κατ' εφαρμογή του άρθρου 235 ΠΚ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 2802/2000),από κοινού και κατ' εξακολούθηση, καθώς και της παράνομης οπλοκατοχής και αφού του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α' ΠΚ, του επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα πέντε (15) μηνών, για την πρώτη πράξη και οκτώ (8) μηνών για τη δεύτερη και κατά συγχώνευση δέκα εννέα (19) μηνών, την οποία ανέστειλε για τρία χρόνια. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των αξιόποινων πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13α, 98, 263Α, 235 ΠΚ (όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το ν. 2802/2000), 1 &&1α-δ,2α,β, 7 &&1,2,8α του ν. 2168/1993, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Η από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Ε' του ΚΠΔ αιτίαση του αναιρεσείοντος, κατά την οποία στο πόρισμα της προσβαλλομένης απόφασης εμφιλοχωρούν ασάφειες, αντιφάσεις και λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Αρειο Πάγο, ως προς την ορθή εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και να στερείται νόμιμης βάσης, αφού, όπως προκύπτει απ' αυτήν, κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της δωροδοκίας για όλο το χρονικό διάστημα από το μήνα Μάρτιο του έτους 2004 έως και την 16-2-2005, αν και, κατά το χρονικό διάστημα από 19-12-2004 έως 16-2-2005, υπηρετούσε στο ΙΖ' ΤΑΘ, στο οποίο είχε αποσπασθεί από το Ι' Τμήμα Ασφαλείας...και συνεπώς, ως αστυνομικός του τελευταίου αστυνομικού τμήματος δεν είχε το δικαίωμα να προβαίνει στον έλεγχο του παραπάνω καταστήματος, γιατί αυτός ήταν εκτός του κύκλου της λειτουργικής του αρμοδιότητας, κατ' άρθρο 243 παρ. 2 ΚΠΔ, είναι αβάσιμη, διότι, από τις παραδοχές της απόφασης, σαφώς, προκύπτει ότι το Δικαστήριο δέχεται ότι ο αναιρεσείων καθ' όλο το παραπάνω χρονικό διάστημα υπηρετούσε στο Ι' τμήμα Ασφαλείας ... και στο πλαίσιο της λειτουργικής του αρμοδιότητας ήταν να ενεργεί κάθε αναγκαία αστυνομική- προανακριτική πράξη για τη βεβαίωση της παράβασης του Ν. 3037/2002(άρθ. 1,2,4) και του Β,Δ.29/1971) στο κατάστημα παιγνίων που εκμεταλευόταν ο Μ1. Τέλος, οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, που, με την επίκληση του λόγου της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, είναι απαράδεκτες, αφού ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με τις παραδοχές αυτής και δεν συνιστά λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 510 του ΚΠΔ, η εσφαλμένη εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων και του περιεχομένου των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς σε κάθε μία από αυτά και η αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά. Αρκεί να προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν, όπως στην προκείμενη περίπτωση σαφώς βεβαιώνεται με την προσβαλλομένη απόφαση. Επομένως, οι από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' και Ε' του ΚΠΔ λόγοι της αιτήσεως, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά και αφού δεν υπάρχουν για έρευνα άλλοι λόγοι αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 29-9-2008 αίτηση του ..., για αναίρεση της με αριθμό 3325/2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 14 Απριλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή