Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική πλαστογραφία και απάτη και απόρριψη των λόγων αναίρεσης: α) για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, β) για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τις επιβαρυντικές περιπτώσεις της κατ’ επάγγελμα τέλεσης και του αιτήματος για γραφολογική εξέταση των φερόμενων ως πλαστών εγγράφων. Απορρίπτει αίτηση.
Αριθμός 826/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -----
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λοζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 27 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ...., κατοίκου .... Καναδά και προσωρινά διαμένοντος στην ...., περί αναιρέσεως του με αριθμό 46/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 25 Φεβρουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 401/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 395/31.7.2008 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Αντωνίου Μύτη, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω ενώπιον το Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με το άρθρο 485§1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, κατά τις συνδεδυασμένως διατάξεις των αρθρ. 465§1, 473§1, 474, 482§1 στοιχ.α' και 484§1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., ασκηθείσαν αίτησιν αναιρέσεως υπό του κατηγορουμένου ...., κατοίκου .... Καναδά και προσωρινώς ... επί της οδού ....., κατά του υπ'αριθ. 46/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εξεδόθη κατόπιν εφέσεως κατά του υπ'αριθ. 2269/07 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επάγομαι τα ακόλουθα: Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθ. 2269/2007 βούλευμα του, παρέπεμψε τον κατηγορούμενο εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (επί κακουργημάτων) για να δικασθεί για τις αξιόποινες πράξεις: α)της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθησιν με σκοπό το όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, τελεσθείσαν υπό προσώπου κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και β)Απάτης κατ'εξακολούθησιν, τελεσθείσαν από πρόσωπο που διαπράττει την πράξιν κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποίαν το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (5.000.000 δρχ.), (αρθρ. 216§§1, 3 εδ.β', 386§§1, 3α, 98 Π.Κ.). Κατά του ως άνω βουλεύματος ησκήθη η με αριθ. 508/21-9-2007 έκθεσις εφέσεως του κατηγορουμένου επί της οποίας εξεδόθη το προσβαλλόμενο βούλευμα δια του οποίου απερρίφθη κατ'ουσίαν η παραπάνω έφεσις και επεκυρώθη το εκκαλούμενο ως άνω βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως ησκήθη νομοτύπως και εμπροθέσμως δια δηλώσεως του κατηγορουμένου ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Εφετείου Αθηνών και περιέχει συγκεκριμένο λόγο αναίρεσης και δη τον τοιούτο της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμέςνης αιτιολογίας (αρθρ. 484§1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.).II) Από την διάταξη του αρθρ. 216§1 Π.Κ., που αποβλέπει στην προστασία της ασφάλειας και ακεραιότητος των εγγράφων συναλλαγών, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς μεν η απ'αρχής κατάρτισις εγγράφου από τον υπαίτιο που το εμφανίζει ότι κατηρτίσθη από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων, υποκειμενικώς δε δόλος που περιλαμβάνει την γνώση και την θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με την χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή θεμελίωση, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος που προστατεύεται από τον νόμο. Έγγραφο, κατά την έννοια του αρθρ. 13 στοιχ.γ' Π.Κ., είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομο σημασία και κάθε που προορίζεται να αποδείξει ένα τέτοιο γεγονός (Α.Π. 814/2000 Ποιν.Χρ. ΝΑ' σελ. 130). Η πράξις της πλαστογραφίας που τιμωρείται εις βαθμόν πλημμελήματος, προσλαμβάνει τον κακουργηματικό χαρακτήρα όταν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ ή ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ, όπως προσδιορίσθηκε με το αρθρ. 14§2 περ.α', β' ν. 2721/1999, που ισχύει από 3-6-1999, η δε βλάβη απαιτείται να είναι υλικής μορφής μόνο. Το ποσό των 73.000 ευρώ ή 15.000 ευρώ συνιστά περιεχόμενο της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος σε βαθμό κακουργήματος, το δε μικρότερο ποσό στοιχειοθετεί έγκλημα πλαστογραφίας σε βαθμό πλημμελήματος (Α.Π. 759/99 Ποιν.Χρ. Ν' σελ. 324). Εξάλλου, για την στοιχειοθέτηση του, κατά το αρθρ. 386§§1, 3 Π.Κ., όπως η τελευταία ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξης αλλά και όπως αντικατεστάθη με το αρθρ. 1 §11 ν. 2408/96, εγκλήματος της κακουργηματικής απάτης, απαιτείται η πρόκληση και επέλευση βλάβης στην περιουσία τρίτου προσώπου, με σκοπό την απόκτηση παράνομου περιουσιακού οφέλους, η οποία επιτυγχάνεται με την παραπλάνηση του άλλου, δια της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή της αθέμιτης απόκρυψης ή παρασιώπησης αληθινών γεγονότων και τέλεση της πράξεως κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια, με την έννοια του αρθρ. 13 περ.στ' Π.Κ., που προσετέθη με το αρθρ. 1 §1 του ιδίου ν. 2408/96. Κατά την έννοια αυτή, τέλεση της πράξεως κατ'επάγγελμα υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός αυτού για τον πορισμό εισοδήματος. Με το αρθρ. 14 §4 ν. 2721/99 η διάταξη της παραγρ. 3 του αρθρ. 386, όπως είχε αντικατασταθεί (με το αρθρ. 1 §11 ν. 2408/96), αντικατεστάθη, εκ νέου και ορίσθη ότι η κακουργηματική απάτη προϋποθέτει διάπραξη της πράξεως κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και συνολικό όφελος ή συνολική ζημία μεγαλύτερη των 15.000 ευρώ ή μόνο συνολικό όφελος ή συνολική ζημία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ. Η διάταξη αυτή κατά το μέρος που προϋποθέτει πλέον, εκτός από την κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως και συνολικό όφελος ή συνολική ζημία μεγαλύτερη των 15.000 ευρώ, είναι ευνοϊκότερη της προηγούμενης ρυθμίσεως, αφού με αυτή εισάγεται πρόσθετος όροφος του κακουργηματικού χαρακτήρα της πράξεως (εκτός από την κατ'επάγγελμα κατά συνήθεια τέλεση και συνολική ζημία μεγαλύτερη των 15.000 ευρώ).Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το θεμελιωτικό στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος της απάτης, με περιεχόμενο το σκοπό αποκομίσεως παρανόμου περιουσιακού οφέλους δια τον αυτουργό ή τρίτο, δεν ταυτίζεται με το κατ'επάγγελμα, το οποίον συνιστά επιβαρυντική περίπτωση, προϋποθέτουσα τέλεση του βασικού αδικήματος της απάτης, εντεύθεν δε διαχωρίζεται ουσιαστικώς, όμως συνέχεται η εκδηλωθείσα ενδιάθετη βούληση του αυτουργού, την οποία οφείλει το Συμβούλιο ή δικαστήριο να εξειδικεύσει δι'αναφοράς σε πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν εκ της ανακρίσεως ή της διαδικασίας εις το ακροατήριο (Α.Π. 1307/2002 Ποιν.Χρ.ΝΓ σελ. 497).. Τα παραπάνω εγκλήματα είναι αυτοτελή και διαφέρουν μεταξύ τους λόγω της διαφορετικότητος του πληττομένου με κάθε ένα από αυτά εννόμου αγαθού. Επομένως οι παραπάνω πράξεις της χρήσης πλαστού εγγράφου και της απάτης συρρέουν πραγματικά και καμία από αυτές δεν απορροφάται από την άλλη, γιατί καμία απ'αυτές είναι αυτοτελής, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τα εξ αντικειμένου στοιχεία τους αποτελούνται από ιδιαίτερα περιστατικά και δεν αποτελεί η μία στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση της άλλης. Διαφορετικά, αν δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά ταυτίζονται, η απάτη ή η απόπειρα απάτης, συνισταμένη στην χρήση του πλαστού εγγράφου, αποτελεί την επιβαρυντική αυτή περίπτωση της απάτης και απορροφάται από αυτή (Α.Π. 911/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ' σελ. 419, Α.Π. 1559/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ' σελ. 535, Α.Π. 161/2001 Ποιν.Λογ. 2001 σελ. 141, Α.Π. 406/1996 Ποιν.Χρ. ΜΖ" σελ. 50). Εξ άλλου κατά το αρθρ. 183 Κ.Π.Δ., αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του Εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, κατά την διάταξη αυτή, υπόκειται στην απόλυτη κρίση του δικαστηρίου, του συμβουλίου ή του ανακρίνοντος και δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο, ενώ η αναιτιολόγητη απόρριψη του αιτήματος για πραγματογνωμοσύνη δεν συνεπάγεται ακυρότητα, ούτε ιδρύει αναιρετικό λόγο κατ'άρθρ. 484 Κ.Π.Δ. (Α.Π. 874/2004 Ποιν.Χρ. ΝΕ σελ. 415). Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των αρθρ. 243, 245, 309§1 στοιχ. δ', 312, 318 και 319§2 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η διάταξη ή μη περαιτέρω ανάκρισης ή προανάκρισης από το Συμβούλιο εφετών απόκειται στην κυριαρχική κρίση του, η οποία επίσης δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο. Σε περίπτωση όμως απορρίψεως αιτήματος που υποβάλλεται από τον Εισαγγελέα ή τον κατηγορούμενο για περαιτέρω ανάκριση ή προανάκριση προς τον σκοπό να ενεργηθούν ορισμένες ενέργειες σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα της κατηγορίας, πρέπει το Συμβούλιο να διαλάβει την κατά νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία σύμφωνα με την προσθήκη που έγινε με το αρθρ. 2§5 ν. 2408/96 στο αρθρ. 139 Κ.Π.Δ. Η αιτιολογία αυτή πάντως για την απόρριψη, έστω και σιωπηρώς, του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση ή προανάκριση θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που παραθέτει και εκτιμά με πληρότητα το Συμβούλιο (Α.Π. 1158/2001 Ποιν.Χρ. ΝΒ' σελ. 415, Α.Π. 691/97 Ποιν.Χρ. ΜΗ' σελ. 176. Εξ άλλου το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα αρθρ. 93§3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατ' άθρ. 484§1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή στην ουσιαστική ποινική διάταξη όπου εφηρμόσθη και εκρίθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα εις αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (Α.Π. 2253/2002 Ποιν.Χρ. ΝΓ' σελ. 795). Ill) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με παραδεκτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εις αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, εδέχθη ότι από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται ειδικώς, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εγκαλούσα κατά το έτος 2000, ενώ ήταν ακόμη φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών εξεδήλωσε στον κατηγορούμενο, ο οποίος τυγχάνει κάτοχος του Αγγλικού διπλώματος PROFICIENCY και έχει εργασθεί ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσης στην Σχολή ..., να παρακολουθήσει, μετά την λήψη του πτυχίου της, μεταπτυχιακό τμήμα αντίστοιχης αγγλόφωνης πανεπιστημιακής σχολής εξωτερικού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εγκαλούσα ήταν εγγονή του ...., με τον οποίο συμβίωνε επί σειρά ετών η μητέρα του κατηγορουμένου. Ο ανωτέρω, κατά τον προαναφερθέντα χρόνο (εντός του έτους 2000), παρέστησε, εν γνώσει ψευδώς, στην εγκαλούσα ότι ήταν ειδικός στην προετοιμασία μεταπτυχιακών σπουδαστών τόσο σε επίπεδο εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, όσο και κυρίως, στην διαμεσολάβηση και εν γένει επιμέλεια για την εγγραφή σε σχολή αλλοδαπού Πανεπιστημίου και παρακολούθηση μαθημάτων της σχολής αυτής μέσω του διαδικτύου. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος ανέφερε στην εγκαλούσα ότι είχε την δυνατότητα να μεσολαβήσει για την εγγραφή της στην εδρεύουσα στο Οντάριο του Καναδά σχολή εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, μέσω διαδικτύου "village English LTD" και στο μεταπτυχιακό τμήμα του Ποινικού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Βρετανικού Πανεπιστημίου του ESSEX, για την παρακολούθηση, μέσω διαδικτύου, μεταπτυχιακών μαθημάτων της σχολής αυτής. Στην συνέχεια δε και μετά την αποφοίτηση της εγκαλούσας από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ο ανωτέρω κατηγορούμενος διεβεβαίωσε αυτήν ότι επιμελήθηκε της εγγραφής και της ένταξης της στην αλλοδαπή σχολή "village English" και στο μεταπτυχιακό τμήμα του Πανεπιστημίου του Essex. Ακολούθως, από το έτος 2000 και μέχρι την 23-7-2004 ο κατηγορούμενος παρέδωσε στην εγκαλούσα τέσσαρα πλαστά έγγραφα, τα οποία βεβαίωναν αφ'ενός μεν ότι αυτή ήταν εγγεγραμμένη φοιτήτρια στο μεταπτυχιακό τμήμα της Νομικής Σχολής του βρετανικού Πανεπιστημίου του Essex, αφ'ετέρου δε ότι είχε ολοκληρώσει με επιτυχία την παρακολούθηση μαθημάτων αγγλικής γλώσσας στην Σχολή village English. Συγκεκριμένα τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα είναι τα εξής: α)ενημερωτικό σημείωμα σπουδών του τμήματος Νομικής Ποινικού Δικαίου του Βρετανικού Πανεπιστημίου του Essex που αναφέρει "Σας ενημερώνουμε ότι από τον Οκτώβριο 2003 μέχρι και σήμερα η ..... είναι ενεργή φοιτήτρια των προγραμμάτων σπουδών μας για μεταπτυχιακούς τίτλους στη Νομική (LL.H) με αριθ. μητρώου φοιτητή .... για το ακαδημαϊκό έτος 2003-2004", το οποίο φέρει ημερομηνία έκδοσης "...." και στο οποίο ο κατηγορούμενος έθεσε κατ'απομίμηση την υπογραφή του Διευθυντή σπουδών της Νομικής Σχολής του ανωτέρω Πανεπιστημίου ....., β) βεβαίωση του αυτού Πανεπιστημίου σε συνεργασία με την σχολή του αντίστοιχου Κολλεγίου του Stonebridge Μ. Βρεττανίας, στην οποία αναφέρεται: "Με το παρόν βεβαιώνεται ότι η κα ..... είναι εγγεγραμμένη ως φοιτήτρια πλήρους φοιτήσεως στο Τμήμα Νομικής (ειδικότερα: θεμελίωση του Αγγλικού Δικαίου και της εγκληματολογίας, μεταπτυχιακός τίτλος (MSc) - φοιτήτρια που αναμένεται να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εγκληματολογίας - Πρόγραμμα Σπουδών, Ιδιωτικής Έρευνας) του Κολλεγίου του Stonebridge, που συνδέεται με τη σχολή του Πανεπιστημίου του Essex, για το εαρινό εξάμηνο 2004 του ακαδημαϊκού έτους "2004-2005", το οποίο φέρει ημερομηνία έκδοσης "....." και στο οποίο ο κατηγορούμενο έθεσε κατ'απομίμηση την υπογραφή της υπεύθυνης του τμήματος Μητρώου Φοιτητών του ανωτέρω Πανεπιστημίου ...., γ) βεβαίωση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου του Essex, στην οποία αναφέρονται τα εξής "Με το παρόν βεβαιώνεται ότι από το 2003 μέχρι σήμερα η .... είναι πτυχιούχος φοιτήτρια του Ευρωπαϊκού προγράμματος στο Αγγλικό Δίκαιο LLM, για τον μεταπτυχιακό τίτλο με τηλεκμάθηση. Φοιτητική ταυτότητα .... αναμένεται να της παραδοθεί ο τίτλος σπουδών τον Οκτώβριο 2004 από το Ακαδημαϊκό Τμήμα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου μας", το οποίο φέρει ημερομηνία έκδοσης "....", στο οποίο έθεσε στην θέση της υπογραφής του εκδότη κατ'απομίμηση την υπογράφει του Διευθυντή Σπουδών του Νομικού Τμήματος ...., καθώς και πλαστή σφραγίδα του Πανεπιστημίου και δ) Πιστοποιητικό επιτυχίας του οργανισμού VILLAGE ENGLISH LTD, που εδρεύει στην πόλη Οντάριο του Καναδά, το οποίο αναφέρει τα εξής: "Με τον παρόν βεβαιώνεται ότι η ..... ολοκλήρωσε 1007 εβδομάδες του διετούς προγράμματος village English στο μόνιμο πρόγραμμα ΑΓΓΛΙΚΑ ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ/ΑΓΓΛΙΚΑ ΩΣ ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ επίπεδο ACELP 5" με ημερομηνία έκδοσης "19-6-2000" και στο οποίο έθεσε κατ'απομίμηση, στην θέση της υπογραφής του εκδότη, την υπογραφή του διευθυντή του Οργανισμού .... καθώς και πλαστή σφραγίδα του ως άνω οργανισμού. Τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα ο κατηγορούμενος παρέδωσε στην εγκαλούσα, ενώ κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα (2000- 23-7-2004) απέσπασε από αυτήν συνολικά το χρηματικό ποσό των 17.000 ευρώ, το οποίο ζήτησε και έλαβε από την ανωτέρω ως δήθεν δίδακτρα φοίτησης και ως αμοιβή του για τις προσφερθείσες σ'αυτήν υπηρεσίες, ενώ στην πραγματικότητα ο κατηγορούμενος ουδόλως μερίμνησε για την εγγραφή της εγκαλούσας στις ανωτέρω σχολές. Ο κατηγορούμενος στην απολογία του και στην έκθεση έφεσης ισχυρίζεται ότι τα ανωτέρω έγγραφα ήσαν γνήσια, ότι περιήλθαν στα χέρια της εγκαλούσας χωρίς δική του μεσολάβηση και ότι το μόνο ποσό που έλαβε από την εγκαλούσα είναι αυτό των 125 - 130 ευρώ, που αφορά δίδακτρα για μαθήματα που της παρέδωσε στα πλαίσια ενός γκρουπ για την λήψη από αυτή του διπλώματος Lower. Όμως ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου, καθόσον αφορά την πράξη της πλαστογραφίας, δεν ευσταθεί, δεδομένου ότι αυτός δεν δύναται να εξηγήσει πειστικά για ποίο λόγο η εγκαλούσα ενεκάλεσε αυτόν για την πράξιν της πλαστογραφίας, επικαλούμενη πλαστότητα των προαναφερθέντων εγγράφων, την στιγμή που η ύπαρξη των τυχόν γνησίων εγγράφων ωφελούσε αυτήν. Επίσης, όσον αφορά την πράξιν της απάτης, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι, ανεξάρτητα από την διδασκαλία της Αγγλικής γλώσσας, ο κατηγορούμενος εμφανιζόταν στην εγκαλούσα ότι επιμελούνταν όλης της διαδικασίας που απαιτούνταν για την απόκτηση των σχετικών τίτλων σπουδών από τις ανωτέρω αλλοδαπές σχολές. Περαιτέρω, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε: α) ότι την πλαστογραφία τέλεσε κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής και την υποδομή που είχε διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, επί πλέον δε από την επανειλημμένη, κατά τα άνω, τέλεση της πράξης αυτής, προκύπτει σταθερή ροπή του για την διάπραξη της, ως στοιχείο της προσωπικότητας του και β) ότι την απάτη διέπραξε κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της απάτης καθώς και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει, κατά τα εκτιθέμενα, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, επί πλέον δε από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του προς διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Με τις παραδοχές όμως αυτές το Συμβούλιο εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του ελλιπείς και ασαφείς αιτιολογίες σχετικά με τα στοιχεία των αποδιδόμενων στον αναιρεσείοντα εγκλημάτων της απάτης και της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, καθόσον ειδικότερα: α)όσον αφορά την πράξιν της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, ουδόλως αναφέρονται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει αφ'ενός μεν η πλαστότης των προαναφερομένων εγγράφων και αφ'ετέρου ότι ο αναιρεσείων προέβη εις την εξ'υπαρχής κατάρτισιν τούτων και συγκεκριμένα περί του αν ολόκληρο το περιεχόμενο αυτών συνεπληρώθη από τον ανερεσείοντα ή η πράξις του εξαντλείται μόνον εις την κατ'απομίμησιν θέσιν της υπογραφής των αναφερομένων εις αυτά υπευθύνων προσώπων, δεχόμενον μόνον ότι τα έγγραφα αυτά απλώς παρεδόθησαν υπ'αυτού εις την εγκαλούσα, ενώ εις το διατακτικό επαναλαμβάνεται ακριβώς η σχετική κατηγορία όπως απηγγέλθη εις τον αναιρεσείοντα υπό του Ανακριτού. Β) Περαιτέρω, ενώ δεν παρατίθενται τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η πλαστότης των εν λόγω εγγράφων και εν όψει του υπό του κατηγορουμένου προβληθέντος ισχυρισμού περί της γνησιότητας των δια του Συμπληρωματικού υπομνήματος του, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε σιωπηρώς και αναιτιολογήτως το αίτημα του αναιρεσείοντος για περαιτέρω ανάκριση προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη ώστε να διαπιστωθεί η πλαστότης ή μη τούτων, αφού, όπως προανεφέρθη, το Συμβούλιο με την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που παραθέτει, δεν αιτιολογεί πλήρως την κρίση του για την συνδρομή σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου και την παραπομπή αυτού εις το ακροατήριο για την πράξιν που του αποδίδεται και ως εκ τούτου δεν είναι αιτιολογημένη η σιωπηρή απόρριψη του ως άνω αιτήματος, γ)εν σχέσει με την πράξιν της απάτης, πέραν των φερομένων ως ψευδών διαβεβαιώσεων του κατηγορουμένου περί του ότι ούτος επεμελήθη της εγγραφής και της ένταξης της στην αλλοδαπή σχολή "village English" και στα μεταπτυχιακό τμήμα του Πανεπιστημίου του Essex, ως προς τα υπόλοιπα φερόμενα ως ψευδή γεγονότα, δεν προκύπτει ότι αξιολογήθηκαν μετά των λοιπών αποδείξεων τα υπ'αυτού, δια του απολογητικού υπομνήματός του, προσκομισθέντα έγγραφα που αναφέρονται τόσον εις την επαγγελματικήν ενασχόλησίν του όσον και εις την, εν σχέσει με τον φερόμενον ως χρόνον τελέσεώς της, συνεχή παραμονήν του εις την αλλοδαπήν. δ)Περαιτέρω, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχεται ότι συντρέχουν εις το πρόσωπο του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των προαναφερομένων πράξεων, ουδόλως εκτίθενται εις αυτό τα πραγματικά περιστατικά και αντίστοιχες σκέψεις του Συμβουλίου που αξιώνει ο νόμος για την στοιχειοθέτηση των επιβαρυντικών αυτών περιστάσεων, δηλαδή περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ότι από την επανειλημμένη τέλεση πράξεων απάτης και πλαστογραφίας προκύπτει σκοπός του αναιρεσείοντος προς πορισμό εισοδήματος ή σταθερή ροπή αυτού προς διάπραξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων ως στοιχείον της προσωπικότητας του, δεδομένου ότι δεν αρκεί η μνεία μόνο της νομικής ορολογίας. Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω ο από το αρθρ. 484§1 στοιχ. δ' προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι βάσιμος και ως τοιούτος πρέπει να γίνει δεκτός και συνακόλουθα η υπό κρίσιν αίτησις αναιρέσεως είναι βάσιμη κατ'ουσίαν και γι'αυτό πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο αφού είναι δυνατή η συγκρότηση του από άλλους δικαστάς, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (αρθρ. 485§1, 519 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνω: Να γίνει δεκτή, ως κατ'ουσίαν βάσιμη, η υπ'αριθ. 39/25-2-2008 αίτησις αναιρέσεως του ...., κατοίκου ... Καναδά και προσωρινώς ....., κατά του υπ'αριθ. 46/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο ως άνω βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεσις για νέα κρίση εις το αυτό Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστάς. Αθήναι τη 17η Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αντώνιος Μύτης".
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην προαναφερόμενη έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά την έννοια της διατάξεως του αρ. 216 παρ. 1 Π.Κ. για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας ή της αποδεικτικής του ισχύος με μεταβολή του περιεχομένου του με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων αριθμών ή σημείων, υποκειμενικά δε δόλος του υπαιτίου, που ενέχει την γνώση και την θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επί πλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπός του δράστη όπως με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση εννόμως προστατευομένου δικαιώματος.
Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. και β) αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (η παρ. 3 αρ. 216 ΠΚ, ως ετροποποιήθη με αρ. 14 παρ. 2 και 2β Ν. 2721/99 και ισχύει από 3-6-1999). Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστου ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για την θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δρχ. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου (όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 14 παρ.2α' και 2β' Ν.2721/1999 και ισχύει από 3.6.1999) επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (5.000.000 δρχ.) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (25.000.000 δρχ.). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που ανάγονται στο παρόν ή στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω από το άρθρο 98 ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι το τελούμενο από το ίδιο πρόσωπο και απαρτιζόμενο από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικώς, μεταξύ τους, οι οποίες προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και η κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος. Επί της κατ' εξακολούθηση απάτης για το χαρακτηρισμό αυτής ως κακουργήματος με βάση το ως άνω ποσό του οφέλους ή της βλάβης λαμβάνεται υπόψη, το συνολικό όφελος αυτού ή η συνολική ζημία των παθόντων αν ο δράστης με τις μερικότερες πράξεις απέβλεπε στο αποτέλεσμα αυτό. Έξάλλου έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης του παραπεμπτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων για την συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από την ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία αυτά υπήχθησαν και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για την πράξη για την οποία ασκήθηκε κατ1 αυτού ποινική δίωξη. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από τη ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών.
Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση και επιπρόσθετα στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος, αλλά και με ίδιες σκέψεις, δέχθηκε ότι από τις καταθέσεις των εξετασθέντων στην ανάκριση μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα εξής: "Η εγκαλούσα κατά το έτος 2000, ενώ ήταν ακόμη φοιτήτρια της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών εξεδήλωσε στον εκκαλούντα, ο οποίος τυγχάνει κάτοχος του αγγλικού διπλώματος PROFICIENCY και έχει εργασθεί ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας στη Σχολή ....., να παρακολουθήσει μετά τη λήψη του πτυχίου της μεταπτυχιακό τμήμα αντίστοιχης αγγλόφωνης πανεπιστημιακής σχολής του εξωτερικού. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εγκαλούσα ήταν εγγονή του ...., με τον οποίο συμβίωνε επί σειρά ετών η μητέρα του εκκαλούντος. Ο ανωτέρω κατά τον προαναφερθέντα χρόνο (εντός του έτους 2000) παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς στην εγκαλούσα ότι ήταν ειδικός στην προετοιμασία μεταπτυχιακών σπουδαστών τόσο σε επίπεδο εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας, όσο, και κυρίως, στη διαμεσολάβηση και εν γένει επιμέλεια για την εγγραφή σε σχολή αλλοδαπού πανεπιστημίου και παρακολούθηση μαθημάτων της σχολής αυτής μέσω του διαδικτύου. Συγκεκριμένα ο εκκαλών ανέφερε στην εγκαλούσα ότι είχε τη δυνατότητα να μεσολαβήσει για την εγγραφή της στην εδρεύουσα στο Οντάριο του Καναδά σχολή εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας μέσω διαδικτύου "Village English LTD" και στο μεταπτυχιακό τμήμα του ποινικού δικαίου της Νομικής Σχολής του Βρετανικού Πανεπιστημίου του Essex, για την παρακολούθηση μέσω διαδικτύου μεταπτυχιακών μαθημάτων της σχολής αυτής. Στη συνέχεια δε και μετά την αποφοίτηση της εγκαλούσας από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ο ανωτέρω εκκαλών διαβεβαίωσε αυτήν ότι επιμελήθηκε της εγγραφής και της ένταξής της στην αλλοδαπή σχολή "Village English" και στο μεταπτυχιακό τμήμα του Πανεπιστημίου του Essex. Ακολούθως, από το έτος 2000 μέχρι την .... ο εκκαλών παρέδωσε στην εγκαλούσα τέσσερα πλαστά έγγραφα, τα οποία βεβαίωναν αφενός μεν ότι αυτή ήταν εγγεγραμμένη φοιτήτρια στο μεταπτυχιακό τμήμα της Νομικής Σχολής του Βρετανικού Πανεπιστημίου του Essex, αφετέρου δε ότι είχε ολοκληρώσει με επιτυχία την παρακολούθηση μαθημάτων αγγλικής γλώσσας στη Σχολή Village English. Συγκεκριμένα τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα είναι τα εξής: α) ενημερωτικό σημείωμα σπουδών του τμήματος Νομικής - Ποινικού Δικαίου του Βρετανικού Πανεπιστημίου του Essex που αναφέρει "Σας ενημερώνουμε ότι από τον Οκτώβριο 2003 μέχρι και σήμερα η .... είναι ενεργή φοιτήτρια των προγραμμάτων σπουδών μας για μεταπτυχιακούς τίτλους στη Νομική (LL.M.) με αρ. μητρώου φοιτητή .... για το ακαδημαϊκό έτος 2003 - 2004", το οποίο φέρει ημερομηνία έκδοσης "....." και στο οποίο ο εκκαλών έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή του Διευθυντή Σπουδών της Νομικής Σχολής του ανωτέρω Πανεπιστημίου ...., β) βεβαίωση του αυτού Πανεπιστημίου σε συνεργασία με τη Σχολή του αντίστοιχου Κολλεγίου του Stonebridge Μ. Βρετανίας, στην οποία αναφέρεται: "Με το παρόν βεβαιώνεται ότι η κα .... είναι εγγεγραμμένη ως φοιτήτρια πλήρους φοιτήσεως στο τμήμα της Νομικής (Ειδικότητα: Θεμελίωση του Αγγλικού Δικαίου και της Εγκληματολογίας, μεταπτυχιακός τίτλος (MSc)- φοιτήτρια που αναμένεται να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εγκληματολογίας - Πρόγραμμα Σπουδών Ιδιωτικής Έρευνας) του Κολλεγίου του Stonebridge, που συνδέεται με τη σχολή του Πανεπιστημίου του Essex, για το εαρινό εξάμηνο 2004 του ακαδημαϊκού έτους 2004-2005", το οποίο φέρει ημερομηνία έκδοσης "...." και στο οποίο ο εκκαλών έθεσε κατ' απομίμηση την υπογραφή της υπεύθυνης του Τμήματος - Μητρώου Φοιτητών του ανωτέρω Πανεπιστημίου ...., γ) βεβαίωση της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου του Essex, στην οποία αναφέρονται τα εξής: "Με το παρόν βεβαιώνεται ότι από το 2003 μέχρι σήμερα η .... είναι πτυχιούχος φοιτήτρια του Ευρωπαϊκού Πραγράμματος στο Αγγλικό Δίκαιο LLM, για τον μεταπτυχιακό τίτλο με τηλε-εκμάθηση. Φοιτητική ταυτότητα ....αναμένεται να της παραδοθεί ο τίτλος σπουδών τον Οκτώβριο 2004 από το Ακαδημαϊκό Τμήμα της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου μας", το οποίο φέρει ημερομηνία έκδοσης ".....", στο οποίο έθεσε στην θέση της υπογραφής του εκδότη κατ' απομίμηση την υπογραφή του Διευθυντή Σπουδών του Νομικού Τμήματος ...., καθώς και πλαστή σφραγίδα του Πανεπιστημίου και δ) πιστοποιητικό επιτυχίας του Οργανισμού "VILLAGE ENGLISH LTD", που εδρεύει στην πόλη Οντάριο του Καναδά, το οποίο αναφέρει τα εξής: "Με το παρόν βεβαιώνεται ότι η ..... ολοκλήρωσε 107 εβδομάδες του διετούς προγράμματος Village English στο μόνιμο πρόγραμμα ΑΓΓΛΙΚΑ ΩΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΓΛΩΣΣΑ/ ΑΓΓΛΙΚΑ ΩΣ ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ, Επίπεδο ACELP 5", με ημερομηνία έκδοσης "....." και στο οποίο έθεσε κατ' απομίμηση, στην θέση της υπογραφής του εκδότη, την υπογραφή του διευθυντή του Οργανισμού .....καθώς και πλαστή σφραγίδα του ως άνω Οργανισμού. Τα ανωτέρω πλαστά έγγραφα ο εκκαλών παρέδωσε στην εγκαλούσα, ενώ κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα (2000/23-7-2004) απέσπασε από αυτόν συνολικά το χρηματικό ποσό των 17.000 Euro, το οποίο ζήτησε και έλαβε από την ανωτέρω ως δήθεν δίδακτρα φοίτησης και ως αμοιβή του για τις προσφερθείσες σ' αυτήν υπηρεσίες, ενώ στην πραγματικότητα ο εκκαλών ουδόλως μερίμνησε για την εγγραφή της εγκαλούσας στις ανωτέρω σχολές. Ο εκκαλών στην απολογία του και στην έκθεση έφεσης ισχυρίζεται ότι τα ανωτέρω έγγραφα ήσαν γνήσια, ότι περιήλθαν στα χέρια της εγκαλούσας χωρίς δική του μεσολάβηση και ότι το μόνο ποσό που έλαβε από την εγκαλούσα είναι αυτό των 125-130 Euro, που αφορά δίδακτρα για μαθήματα που της παρέδωσε στα πλαίσια ενός γκρουπ για τη λήψη από αυτή του διπλώματος Lower. Πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός του κατηγορουμένου, καθόσον αφορά την πράξη της πλαστογραφίας, δεν ευσταθεί δεδομένου ότι αυτός δεν δύναται να εξηγήσει πειστικά για ποίο λόγο η εγκαλούσα ενεκάλεσε αυτόν για την πράξη της πλαστογραφίας επικαλούμενη πλαστότητα των προαναφερθέντων εγγράφων, τη στιγμή που η ύπαρξη των τυχόν γνησίων εγγράφων ωφελούσε αυτήν. Επίσης, όσον αφορά την πράξη της απάτης, από τα έγγραφα της δικογραφίας, προκύπτει ότι, ανεξάρτητα από την διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας, ο εκκαλών εμφανιζόταν στην εγκαλούσα ότι επιμελούνταν όλης της διαδικασίας που απαιτούνταν για την απόκτηση των σχετικών τίτλων σπουδών από τις ανωτέρω αλλοδαπές σχολές". Περαιτέρω, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε: α) ότι την πλαστογραφία τέλεσε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής και την υποδομή που είχε διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, επί πλέον δε από την επανειλημμένη, κατά τα άνω, τέλεση της πράξης αυτής, προκύπτει σταθερή ροπή του για την διάπραξη της, ως στοιχείο της προσωπικότητας του και β) ότι την απάτη διέπραξε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης της απάτης καθώς και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει, κατά τα εκτιθέμενα, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, επί πλέον δε από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής προκύπτει σταθερή ροπή του προς διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης από τον αναιρεσείοντα - κατηγορούμενο των αποδιδόμενων σ'αυτόν αξιοποίνων πράξεων α) της πλαστογραφίας με χρήση κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία άνω των 15.000 ευρώ, κατ' εξακολούθηση και β) της απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 15.000 ευρώ κατ' εξακολούθηση και για τον λόγο αυτό απέρριψε την έφεση που ασκήθηκε από αυτόν κατά του με αριθμό 2.269/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το βούλευμα αυτό.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή της κατηγορουμένης στο ακροατήριο, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ.1, 3β και 386 παρ. 1, 3α του Π.Κ τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, α) όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της απάτης, με τις παραδοχές ότι ο αναιρεσείων παρέστησε διαφορετικής υφής ψεύδη στην μηνύτρια από τα οποία εξαπατήθηκε η τελευταία να του καταβάλει το παραπάνω συνολικά ποσό ήτοι: 1) το ότι είχε επιμεληθεί της εγγραφής της και της ένταξης της τελευταίας στην εδρεύουσα στο Οντάριο του Καναδά σχολής εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας μέσω διαδικτύου "Village English LTD" και η οποία παράσταση του ως άνω ψευδούς γεγονότος έλαβε χώρα εντός του έτους 2000, αλλά πάντως πριν από τις 19-6-2000, ότε ο αναιρεσείων παρέδωσε στην μηνύτρια το με την παραπάνω ημερομηνία πιστοποιητικό επιτυχούς παρακολούθησης της στην σχολή αυτή, 2) ότι είχε ολοκληρώσει με επιτυχία την παρακολούθηση στην ως άνω Σχολή που έλαβε χώρα με την παράδοση σ' αυτή του ως άνω πλαστού πιστοποιητικού, 3) ότι ήταν εγγεγραμμένη φοιτήτρια στο μεταπτυχιακό τμήμα της Νομικής Σχολής του Βρετανικού Πανεπιστημίου του Essex, που έλαβε χώρα με την παράδοση σ' αυτή των από ... και ... πιστοποιητικών του εν λόγω Πανεπιστημίου, 4) ότι είχε περατώσει τις σπουδές της στο παραπάνω Πανεπιστήμιο με την παράδοση σ' αυτή της από ..... βεβαίωσης της Συγκλήτου του ως άνω Πανεπιστημίου, β) όσον αφορά την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας, με την μνεία των ημερομηνιών έκδοσης των σ' αυτή αναφερόμενων τεσσάρων πλαστών πιστοποιητικών, τα οποία δέχθηκε το Συμβούλιο ότι κατάρτισε ο αναιρεσείων κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2000 μέχρι την 23-7-2004. Επίσης αιτιολογούνται οι επιβαρυντικές περιστάσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των ως άνω συρρεόντων αληθώς αξιοποίνων πράξεων της πλαστογραφίας και απάτης, με την αναφορά στο σκεπτικό ότι από την επανειλημμένη, κατά τα ως άνω γενόμενα δεκτά, τέλεση των ως άνω πράξεων, προκύπτει σκοπός του αναιρεσείοντα για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή του προς διάπραξη των εγκλημάτων αυτών, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Συνακόλουθα οι από τα άρθρο 484 παρ. 1δ' του ΚΠΔ κατ' εκτίμηση πρώτος, δεύτερος, τέταρτος και πέμπτος λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι α) δεν προκύπτει από ποιά αποδεικτικά στοιχεία το Συμβούλιο σχημάτισε την παραπάνω για παραπομπή του αναιρεσείοντα στο ακροατήριο κρίση του για να δικασθεί για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και β) δεν αιτιολογούνται οι επιβαρυντικές περιπτώσεις της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης των ως άνω αξιόποινων πράξεων, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
ΙΙ. Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 245, 308 παρ. 1, 309 παρ. 1 εδ. δ', 312, 316 παρ. 2, 318 και 319 Κ.Π.Δ. προκύπτει ότι η ανάγκη ή μη συμπληρώσεως της ανακρίσεως (ή προανακρίσεως) και η διάταξη περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεωςαπόκειται στην κυριαρχική εκτίμηση του Δικαστικού Συμβουλίου, η οποία δεν υπόκειται κατά τούτο στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Σε περίπτωση όμως απορρίψεως αιτήματος, που έχει υποβληθεί από τον εισαγγελέα ή τους διαδίκους, για τη διενέργεια περαιτέρω ανακρίσεως ή προανακρίσεως, προκειμένου να διεξαχθεί συγκεκριμένη ανακριτική ενέργεια, σε σχέση με συγκεκριμένο ζήτημα της κατηγορίας, το Συμβούλιο οφείλει να αιτιολογήσει την απορριπτική του κρίση ειδικώς και εμπεριστατωμένως. Η αιτιολογία πάντως αυτή, για την απόρριψη, έστω και σιωπηρώς, του αιτήματος που υποβάλλει ο κατηγορούμενος για περαιτέρω ανάκριση ή προανάκριση, θεωρείται ότι υπάρχει στην περίπτωση που το Συμβούλιο αποφαίνεται οριστικά επί της ουσίας και αιτιολογείται η ύπαρξη σοβαρών και επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που με πληρότητα παραθέτει και εκτιμά το Συμβούλιο. Κατ' ακολουθία είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, ο κατ' εκτίμηση από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. α' και δ' του ίδιου Κώδικα, τρίτος λόγος αναίρεσης με τον οποίο αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της απόρριψης σιωπηρώς των από 21-9-2007 και 19-10-2007 αιτήσεων του αναιρεσείοντα, με τις οποίες αυτός ζήτησε τη διεξαγωγή συμπληρωματικής κύριας ανάκρισης προς το σκοπό διενέργειας ειδικής γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα τέσσερα πιστοποιητικά ήταν πλαστά και ποιός ο πλαστογράφος, αφού, όπως προαναφέρθηκε, το Συμβούλιο κατά την εκτίμηση των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων, που παραθέτει, πλήρως αιτιολογεί την κρίση του για την συνδρομή επαρκών ενδείξεων ενοχής του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου και την παραπομπή αυτού για τις πράξεις που του αποδίδονται.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25.2.2008 αίτηση του ....., κατοίκου .... Καναδά και προσωρινά διαμένοντος στην ...., για αναίρεση του 46/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 3 Μαρτίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ