Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Αναβολής αίτημα, Ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας.
Περίληψη:
Στοιχειοθέτηση εγκλήματος ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας. Αίτηση αναίρεσης κατά καταδικαστικής απόφασης για έλλειψη αιτιολογίας ως προς την απόρριψη αιτήματος κατηγορουμένου αναβολής της δίκης, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 343 εδ. α΄ ΠΚ και για σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Απόρριψη όλων των παραπάνω λόγων ως αβασίμων και της αίτησης αναίρεσης συνολικά.
Αριθμός 1770/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως και σύμφωνα με την 101/21.07.10 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο, Παναγιώτη Ρουμπή - Εισηγητή και Αθανάσιο Γεωργόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τζαγκουρνή, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση
του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ψ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αθανάσιο Αναγνωστόπουλο, για αναίρεση της με αριθμό 10071/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιανουαρίου 2010 αίτησή του περί αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 543/2010.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 343 εδ.α'του ΠΚ, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται ο δημόσιος υπάλληλος που ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο που εξαρτάται υπηρεσιακά από αυτόν εκμεταλλευόμενος αυτή τη σχέση. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως δημόσιος υπάλληλος νοείται εκείνος στον οποίο κατά το άρθρο 13 εδ. α' του αυτού ΠΚ έχει ανατεθεί νόμιμα έστω και προσωρινά, η άσκηση δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής ή άλλου νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή υπηρεσίας. Εξάλλου, εκμετάλλευση της υπηρεσιακής σχέσεως, στη συγκεκριμένη περίπτωση θεωρείται ακόμη και η εμμέσως έστω και σιωπηρώς ασκουμένης, ως εκ της ιδιότητας και της εξουσίας του υπαιτίου.
Συνεπώς, όταν υπάρχουν οι από την προαναφερόμενη διάταξη απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη στοιχειοθέτηση, αντικειμενικώς και υποκειμενικώς, του από αυτές προβλεπόμενου εγκλήματος της ασέλγειας με κατάχρηση εξουσίας, ιδίως δε η ιδιότητα του υπαιτίου ως δημόσιου υπαλλήλου και του παθόντος ως υπηρεσιακώς από αυτόν εξαρτημένου, το Δικαστήριο καταλήγει σε καταδικαστική για τον κατηγορούμενο κρίση, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εξάλλου η επιβεβλημένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, δεν αφορά μόνο την κυρία απόφαση αλλά και την παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία το Δικαστήριο απέρριψε αίτημα αναβολής της δίκης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ. Συνίσταται δε η κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της παρεμπίπτουσας αυτής αποφάσεως στην αναφορά των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, των αποδείξεων που τα θεμελίωναν, καθώς και των συλλογισμών με τους οποίους κατέληξε το Δικαστήριο στην απορριπτική του αιτήματος κρίση του (ΟλΑΠ 7/2005).
Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Ε' ΚποινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 10071/2009 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος κατατάχθηκε στο Σώμα της πρώην Αστυνομίας πόλεων την 6-10-1983 και από την 31-8-1999 υπηρετεί το τμήμα αλλοδαπών Αθηνών, με το βαθμό του Αρχιφύλακα. Στις 17-6-2003 ο κατηγορούμενος είχε διατεθεί να εκτελέσει υπηρεσία μεταγωγής προς απέλαση δυο αλλοδαπών γυναικών, που εκρατούντο, ήτοι της Θ και Τ που ήταν ρωσικής καταγωγής και υπηκοότητας. Την εν λόγω υπηρεσία θα εκτελούσε μαζί με τον Αστυφύλακα μάρτυρα Ε, αποσπασμένο προσωρινά στο τμήμα Αλλοδαπών Αθηνών, ο οποίος θα ήταν οδηγός του οχήματος με το οποίο θα εκτελούνταν η μεταφορά, η απέλαση δε είχε διαταχθεί με τις υπ'αριθμ. 255730/1-β/2003 και 255683/1-β/2003 αποφάσεις του Προϊσταμένου Υποδιεύθυνσης Αλλοδαπών Αττικής, όπως και η εξακολούθηση της κρατήσεώς τους μέχρι την εκτέλεση της απέλασης που θα πραγματοποιούνταν στις 17-6-2003 ώρα 9.45' από το αεροδρόμιο "...". Την προλεχθείσα ημερομηνία ο κατηγορούμενος και ο μάρτυρας αστυφύλακας Ε επιβιβάσθηκαν περί ώρα 6,05'στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο που όπως αναφέρθηκε οδηγούσε ο τελευταίος και κατευθύνθηκαν προς τα κρατητήρια της ... από όπου παρέλαβαν τις παραπάνω αλλοδαπές προκειμένου να εκτελεσθεί η απέλασή τους. Σε απόσταση 200 περίπου μέτρων από τα κρατητήρια και ενώ κατευθύνονταν προς το αεροδρόμιο, ο κατηγορούμενος ζήτησε από τον συνάδελφό του οδηγό του οχήματος να σταματήσει, πράγμα το οποίο αυτός έκαμε και μεταφέρθηκε (ο κατηγορούμενος) στα πίσω καθίσματα, υπέδειξε δε στη νεαρότερη κρατούμενη, η οποία αντέδρασε, να καθίσει στο μπροστινό κάθισμα του συνοδηγού όπως και έγινε. Έτσι ο κατηγορούμενος παρέμεινε στο πίσω κάθισμα μαζί με την κρατούμενη αλλοδαπή Τ και έδωσε εντολή στον συνάδελφό του οδηγό να συνεχίσει την πορεία του. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο κατηγορούμενος αναφέροντας ότι δήθεν είχε τα γενέθλιά του, άνοιξε ένα μπουκάλι ουΐσκυ το οποίο έφερε μαζί του από την αρχή της διαδρομής, και πώς παρατήρησε ο μάρτυρας οδηγός από το καθρεπτάκι του αυτοκινήτου, άρχισε να πίνει μαζί με την κρατούμενη αλλοδαπή, να τη θωπεύει και να τη φιλά. Κατά το χρόνο που έφθασαν στην έξοδο της Αττικής Οδού προς ..., ο κατηγορούμενος ζήτησε από τον οδηγό συνάδελφό του να στρίψει αριστερά με κατεύθυνση τα ... και να κινείται αργά μέχρι να εντοπίσει ένα χωματόδρομο. Σε απόσταση περίπου 300 μέτρων, εντόπισε ένα χωματόδρομο όπου του είπε - να σταματήσει, και αφού πάρει την άλλη αλλοδαπή κρατούμενη μαζί του, να τον περιμένει παρακάτω, εκτός του αυτοκινήτου, γιατί ήθελε να έρθει σε ερωτική συνεύρεση με την αλλοδαπή μέσα στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο, όπως και πράγματι έγινε εκμεταλλευόμενος την υπηρεσιακή σχέση που υπήρχε μεταξύ αυτού και της κρατούμενης αλλοδαπής. Μετά το πέρας της ερωτικής συνεύρεσης, ο κατηγορούμενος κάλεσε τον συνάδελφό του να μπει και πάλι στο υπηρεσιακό όχημα μαζί με την άλλη κρατούμενη αλλοδαπή και συνέχισαν την πορεία τους προς το αεροδρόμιο, όπου πραγματοποιήθηκε η απέλαση των αλλοδαπών γυναικών. Μετά την επιστροφή τους στην υπηρεσία ο μάρτυρας αστυφύλακας Ε ενημέρωσε αμέσως τους προϊσταμένους του, και ενεργήθηκε σε βάρος του κατηγορουμένου Ένορκη Διοικητική Εξέταση με την πρόταση της παραπομπής στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθυπαστυνόμων - Αρχιφυλάκων -Αστυφυλάκων με το ερώτημα της επιβολής της ποινής της "Απόταξης" για την ανωτέρω συμπεριφορά του. Τα όσα ισχυρίσθηκε ο κατηγορούμενος πρωτοδίκως, αρνούμενος την κατηγορία και αποδίδοντας τα όσα κατέθεσε ο Ε σε λόγους αντεκδικήσεως, επειδή λόγω της απειθαρχίας του εισηγήθηκε στον αρμόδιο προϊστάμενο του τμήματος Π (Ανθυπαστυνόμο) την μείωση των "ρεπό" του, δεν αποδείχθηκαν βάσιμα, διότι δεν επιβεβαιώνονται από καμία μαρτυρική κατάθεση ή έγγραφο. Αντίθετα, τα όσα κατέθεσε ο μάρτυρας Ε επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων συναδέλφων του στο παρόν Δικαστήριο. Ακόμα πρέπει να σημειωθεί ότι μετά την καταγγελία του άνω περιστατικού ο κατηγορούμενος τέθηκε υπό επιτήρηση κατά τη διάρκεια νέας μεταγωγής αλλοδαπών γυναικών προς το αεροδρόμιο, στην οποία συμμετείχε ως συνοδός μαζί με το συνάδελφό του ... στις 19-6-2003 κατά την οποία είχαν παρεκκλίνει της προγραμματισμένης διαδρομής, είχαν εξέλθει με τις αλλοδαπές από το υπηρεσιακό αυτοκίνητο και κάθισαν σε βραχώδη απομονωμένη παραλία της περιοχής .... Στη συνέχεια επιβιβάσθηκαν και πάλι στο υπηρεσιακό αυτοκίνητο και κατευθύνθηκαν προς την παραλιακή οδό, όπου τους σταμάτησαν οι συνάδελφοί τους αστυνομικοί και σε σωματική έρευνα που πραγματοποιήθηκε, βρέθηκαν στην κατοχή του κατηγορουμένου και κατασχέθηκαν όπως προκύπτει από την αναγνωσθείσα από 19-6-2003 σχετική έκθεση σωματικής έρευνας και κατάσχεσης δυο χειρόγραφα σημειώματα, στα οποία ήταν γραμμένες φράσεις ερωτικού περιεχομένου, προκειμένου να προχωρήσει κάποιος σε ερωτική συνεύρεση με γυναίκα, στην πολωνική και ελληνική γλώσσα καθώς επίσης και παρόμοιες φράσεις στη βουλγαρική και γιουγκοσλαβική γλώσσα. Κατόπιν αυτών, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος της αποδιδόμενης σ' αυτόν πράξης της ασέλγειας τελεσθείσας με κατάχρηση εξουσίας, όπως ειδικότερα προσδιορίζεται στο διατακτικό. Το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει ν' απορριφθεί το αίτημα που υποβλήθηκε από το συνήγορο του κατηγορουμένου για αναβολή της υποθέσεως προκειμένου να προσέλθει μάρτυρας υπερασπίσεως, εν όψει όλων όσων παραπάνω αποδείχθηκαν. Τούτο δε διότι, από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία κα τις καταθέσεις των μαρτύρων στο ακροατήριο, δύναται να οδηγηθεί σε ασφαλή κρίση περί της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου. Εξ' άλλου, ο κατηγορούμενος με δική του φροντίδα και επιμέλεια έχει υποχρέωση να προσάγει τους μάρτυρές του".
Ακολούθως το ως άνω Δικαστήριο όπου απέρριψε το αίτημα του κατηγορουμένου περί αναβολής της δικής τον κήρυξε ένοχο για την αξιόποινη πράξη της ασέλγειας που τέλεσε με κατάχρηση εξουσίας και του επέβαλε ποινή φυλάκισης, δυο ( 2 ) ετών, της οποίας την εκτέλεση ανέστειλε για τρία ( 3 ) έτη.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ.β', 26 παρ.ΐα, 27 και 343 εδ α' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και όλες τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας. Έξάλλου την ίδια απόφαση περιέχει στο τέλος του σκεπτικού της ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του αιτήματος του κατηγορουμένου για αναβολή της δικής στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο προκειμένου να προσέλθει μάρτυρας υπεράσπισης του (βλ. σελ. 7η του σκεπτικού της προσβαλλόμενης απόφασης). Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω οι από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. δ'και ε'του ΚΠοινΔ λόγοι, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 343 εδ.α'του ΠΚ, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Από το συνδυασμό των άρθρων 31, 170 § 2, 173 § 1 και 174 § 1 του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Β' του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι η σχετική ακυρότητα η οποία δημιουργείται, εκτός των λοιπών περιπτώσεων, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, από την ανάγνωση και τη στη συνέχεια λήψη της υπόψη από το Δικαστήριο μαζί με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, η έκθεση του πορίσματος της ένορκης διοικητικής εξέτασης ( ΕΔΕ ) που διενεργήθηκε σε βάρος του κατηγορουμένου, δεν ιδρύει το σχετικό λόγο αναίρεσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά καλύπτεται αν δεν προταθεί μέχρι πέρατος της διαδικασίας στο δεύτερο βαθμό. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του δευτοροβάθμιου δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας στο ακροατήριο αναγνώσθηκε μεταξύ των λοιπών εγγράφων η έκθεση πορίσματος ένορκης διοικητικής εξέτασης (υπ'αριθμ. 20 έγγραφο) και όχι ξεχωριστά κάποια κατάθεση ή απολογία του αναιρεσείοντος, ο δε εκπροσωπών τον κατηγορούμενο συνήγορος του ... δεν πρόβαλε κάποια αντίρρηση (βλ. σελ. 4η των πρακτικών). Επομένως η σχετική ακυρότητα που δημιουργήθηκε από την ανάγνωση της ως άνω έκθεσης του πορίσματος της ΕΔΕ καλύφθηκε και εντεύθεν ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, προβαλλόμενος λόγος αναίρεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Μετά απ' όλα τα ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28 Ιανουαρίου 2010 αίτηση του Ψ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ'αριθμ. 10071/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220 ) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα 18 Νοεμβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του 18 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ