Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1701 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία, Πραγματογνωμοσύνη.




Περίληψη:
Πλαστογραφία, Απάτη. Πότε υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα. Οι εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων δεν απαιτείται να μνημονεύονται ειδικώς διότι δεν αποτελούν εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης κα-τά την έννοια του άρθρου 183 ΚΠΔ αλλά επέχουν θέση εγγράφου. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.




Αριθμός 1701/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Γεώργιο Αδαμόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Μαΐου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1998/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2 και με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ...
.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 31/2009.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καλουδη με αριθμό 96/19.03.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ'άρθρ. 485 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 212/2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατοίκου ..., κατά του υπ'αριθμ. 1998/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τ'ακόλουθα:
Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε κατ'ουσία η υπ'αριθμ. 149/28-3-2008 έφεσή του κατά του υπ'αριθμ. 635/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (κακουργημάτων) κατηγορούμενος για τις αξιόποινες πράξεις: α) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κ.λ.π. και β) της απάτης κατ'εξακολούθηση κ.λ.π. (άρθρ. 13 εδ. γ', 45, 94 § 1, 98, 216 § 3 εδ. α' σε συνδ. με παρ. 1, 386 § 3 εδ. β' σε συνδ. με παρ. 1 Π.Κ,).
Β) Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρα 473 § 1, 474 και 482 § § 1 και 3 Κ.Π.Δ., με τη δήλωση του αναιρεσείοντα στο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για την οποία συντάχθηκε η προαναφερθείσα έκθεση, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα είχε επιδοθεί στον αναιρεσείοντα την 19-12-2008. Είναι κατά συνέπεια τυπικά δεκτή.
Με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων προβάλλει ως λόγο αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας.
Γ) 'Ελλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που απαιτείται κατ'άρθρ. 93 § 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει για το παραπεμπτικό βούλευμα, όταν σ'αυτό δεν εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη.
Δ) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών μνημονεύει κατ'είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπ'όψη και δέχεται ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά:
"Στη προκειμένη περίπτωση από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε από την κύρια ανάκριση και την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας σε συνδυασμό με τις απολογίες όλων των κατηγορουμένων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εγκαλών Ψ εργάζεται επί σειρά ετών ως δημοσιογράφος στο χώρο του αθλητικού ρεπορτάζ αλλά και ως παρουσιαστής αθλητικών ειδήσεων και γεγονότων σε πανελλαδικής εμβέλειας τηλεοπτικό σταθμό. Η κατηγορουμένη ΑΑ, που δεν έχει ασκήσει έφεση, τυγχάνει μέτοχος κατά ποσοστό 89% της εταιρίας με την επωνυμία "POΙΝT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.", που εδρεύει στην ..., η οποία έχει ως αντικείμενο μεταξύ άλλων την έκδοση, εκτύπωση και διακίνηση εφημερίδων και περιοδικών. Η ανωτέρω κατηγορουμένη ήταν Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας μέχρι την 3.1.2005, οπότε με το με ίδια ημερομηνία πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής ορίσθηκε ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ο πρώτος κατηγορούμενος - εκκαλών Χ1, που είχε δικαίωμα δέσμευσης και εκπροσώπησης της εταιρίας για όλες τις αρμοδιότητες με μόνη τη θέση της υπογραφής του κάτω από τη σφραγίδα της εταιρίας (βλ. το υπ1 αριθ. 811/9.2.2005 ΦΕΚ). Ο τρίτος κατηγορούμενος- εκκαλών Χ2, γιος της δεύτερης, τυγχάνει μέτοχος κατά ποσοστό 1% της ως άνω εταιρίας, ασχολείται με τη λειτουργία αυτής αλλά ουδέποτε μετείχε με οποιαδήποτε ιδιότητα στο Διοικητικό της Συμβούλιο. Η παραπάνω εταιρία εκδίδει τις εφημερίδες με τους τίτλους "..." και "...". Κατά τις αρχές του θέρους του έτους 2003 ο εγκαλών ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον κατηγορούμενο - εκκαλούντα Χ2 για τη σύναψη συμφωνίας παροχής δημοσιογραφικών υπηρεσιών στην παραπάνω εταιρία με τις ιδιότητες του συμβούλου έκδοσης και του δημοσιογράφου-αρθρογράφου. Στο πλαίσιο των συζητήσεων αυτών ο εγκαλών παρέδωσε το από 10-7-2003 κείμενο-πρόταση πλαισίου συνεργασίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις, που απαιτούσε ως ελάχιστη εγγύηση προκειμένου να δεσμευτεί με σύμβαση συνεργασίας. Μεταξύ των άλλων ο εγκαλών απαιτούσε την καταβολή σ'αυτόν ειδικής αμοιβής (πριμ μεταγραφής), ποσού 160.000 ευρώ, προκειμένου να αποχωρήσει από την εφημερίδα με τον τίτλο "...", στην οποία εργαζόταν μέχρι τότε, και να συνεργαστεί με τις παραπάνω εφημερίδες. Τελικά οι δύο πλευρές συμφώνησαν και την 18.7.2003, με την προοπτική υπογραφής μεταξύ τους ενός ιδιωτικού συμφωνητικού και την αναγραφή του ονόματος του εγκαλούντα στο δυναμικό των εφημερίδων, παραδόθηκε σ' αυτόν η υπ' αριθ. ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, εκδόσεως της παραπάνω εταιρίας, ποσού 85.000 ευρώ, ως προκαταβολή του πριμ μεταγραφής, που εξοφλήθηκε κατά την 21.7.2003, και για το λόγο αυτό ο εγκαλών υπέγραψε την υπ' αριθ. ... απόδειξη πληρωμής του ανωτέρω ποσού. Την 3.8.2003 ο εγκαλών άρχισε τη συνεργασία του με τις παραπάνω εφημερίδες. Επειδή ο εγκαλών δεν είχε λάβει το υπόλοιπο ποσό του πριμ μεταγραφής πίεζε τη δεύτερη κατηγορουμένη ΑΑ, η οποία τότε ήταν νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρίας αλλά και τους πρώτο και τρίτο των κατηγορούμενων- εκκαλούντων που απασχολούνταν στην ανωτέρω εταιρία και ειδικότερα ο πρώτος ως οικονομικός υπεύθυνος αυτής, να υπογραφεί το μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό. Τελικά την 17.3.2004 υπογράφηκε το από 11-7-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του εγκαλούντα και της δεύτερης κατηγορουμένης. Με το ανωτέρω συμφωνητικό συμφωνήθηκε ότι η εταιρία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε." είχε προσλάβει και απασχολούσε ως δημοσιογράφο τον εγκαλούντα με σχέση εξαρτημένης εργασίας και με τον περιορισμό να μην μπορεί να αποχωρήσει πριν την 11.7.2005, ότι για την απασχόληση του και εκτός της αμοιβής του ο εγκαλών είχε λάβει ως πριμ μεταγραφής στην εφημερίδα "..." το ποσό των 125.000 ευρώ, το οποίο ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει στην ανωτέρω εταιρία άμεσα και σε πρώτη ζήτηση, αν αποχωρούσε από την εργασία του πριν την 11.7.2005, και ότι η τελευταία ημερομηνία είχε την έννοια ότι ο εγκαλών δεσμευόταν να μην αποχωρήσει από την εργασία του πριν από την 11-7-2005. Στο παραπάνω συμφωνητικό δε γινόταν αναφορά στην υπογραφή κάποιου αξιόγραφου και ειδικότερα συναλλαγματικής, την οποία ο εγκαλών αποδέχτηκε, προκειμένου να δεσμευτεί με αυτήν για την άμεση επιστροφή του ποσού του πριμ μεταγραφής εφόσον αποχωρούσε πριν την 11.7.2005. Στο μεταξύ κατά την 4.2.2004 η δεύτερη κατηγορουμένη (που δεν έχει ασκήσει έφεση) κατέβαλε στον εγκαλούντα το ποσό των 15.000 ευρώ σε μετρητά και του παρέδωσε προς εξόφληση του ποσού των 60.000 ευρώ, που αφορούσε το πριμ μεταγραφής, την υπ'αριθ. ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, εκδόσεως της παραπάνω εταιρίας, ποσού 15.000 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 25-3-2004, και την υπ αριθ. ... επιταγή της ίδιας Τράπεζας, εκδόσεως ίδιας εταιρίας, ποσού 30.000 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 25.4.2004, οι οποίες πληρώθηκαν και για το λόγο αυτό επιστράφηκαν από τον εγκαλούντα. Η δεύτερη κατηγορουμένη (που δεν έχει ασκήσει έφεση) υποσχέθηκε ότι θα κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό των 35.000 ευρώ, που υπολειπόταν για την πλήρη εξόφληση του πριμ μεταγραφής, σε εύλογο χρονικό διάστημα. Κατά την 13.12.2004 έγινε νέα συνάντηση μεταξύ του εγκαλούντα και των κατηγορουμένων, κατά την οποία οι τελευταίοι παρέδωσαν στον πρώτο την υπ'αριθ. ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, εκδόσεως της ως άνω εταιρίας, ποσού 14.000 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31-1-2005, η οποία αφορούσε προκαταβολή προς τον εγκαλούντα των μισθών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου του έτους 2005, και την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 35.000 ευρώ με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 25.5.2005, που αφορούσε την εξόφληση του πριμ μεταγραφής. Σε αντίγραφο των ως άνω επιταγών σημειώθηκε ότι οι επιταγές αυτές θα πληρώνονταν μόνο εάν ο εγκαλών δεν αποχωρούσε από την εταιρία πριν την 11.7.2005. Η σημείωση αυτή υπογράφηκε τόσο από τον εγκαλούντα όσο και από την ως άνω δεύτερη κατηγορουμένη. Ο εγκαλών εμφάνισε προς πληρωμή τη δεύτερη ως άνω επιταγή, αυτή όμως δεν πληρώθηκε λόγω ανάκλησης και για το λόγο αυτό σφραγίσθηκε. Στις αρχές του έτους 2005 προέκυψαν διαφωνίες στη συνεργασία των δύο πλευρών και κατά την 7.1.2005 ο εγκαλών κοινοποίησε προς την ως άνω εταιρία τη με ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωση-πρόσκληση, με την οποία την καλούσε να του χορηγήσει αντίγραφο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που είχε υπογραφεί μεταξύ τους, το έγγραφο της γνωστοποίησης των όρων της σύμβασης αυτής, κατά τα οριζόμενα στο Π.Δ. 156/1994, καθώς και τα κυρωμένα αντίγραφα των αποδεικτικών κατάθεσης τους στις αρμόδιες υπηρεσίες και το επαγγελματικό του σωματείο. Ο πρώτος κατηγορούμενος -εκκαλών, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, δεν απάντησε. Κατά την 8.1.2005 ο εγκαλών απέστειλε με fax προς την εταιρία τη με ίδια ημερομηνία επιστολή του, με την οποία την καλούσε να αποσύρει την αναφορά του ονόματος του από το δυναμικό της εφημερίδας "...". Κατά την 10.1.2005 ο εγκαλών κοινοποίησε προς την ως άνω εταιρία τη με ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία και πρόσκληση με επιφύλαξη δικαιωμάτων, με την οποία ζητούσε ό,τι και στην παραπάνω επιστολή. Ο πρώτος κατηγορούμενος συμφώνησε με το αίτημα του εγκαλούντα και για το λόγο αυτό στο υπ'αριθ. ... φύλλο της εφημερίδας δεν αναγραφόταν το όνομα αυτού. Οι κατηγορούμενοι λόγω της αρνητικής εξέλιξης της συνεργασίας τους με τον εγκαλούντα και προκειμένου να αποκομίσει η ως άνω εταιρία παράνομο περιουσιακό όφελος, ποσού 125.000 ευρώ, το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου του έτους 2005 κατήρτισαν από κοινού μία συναλλαγματική, ποσού 125.000 ευρώ, στην οποία έθεσαν στη θέση του εκδότη τα στοιχεία της εταιρίας με την επωνυμία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε." και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου αυτής, ως τόπο έκδοσης και αποδοχής αυτής την ..., ως ημερομηνία έκδοσης και αποδοχής αυτής την 11-7-2003 και στη θέση του αποδέκτη κατ' απομίμηση και χωρίς δικαίωμα τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και την υπογραφή του εγκαλούντος Ψ, στη συνέχεια δε ο πρώτος κατηγορούμενος - εκκαλών έκανε χρήση της ως άνω πλαστής συναλλαγματικής προσκομίζοντας την, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μαζί με την από 27.1.2005 και με αριθμό κατάθεσης 85212005 αίτηση της παραπάνω εταιρίας για έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγκαλούντος. Η αίτηση της εταιρίας έγινε δεκτή και ο Δικαστής του ως άνω Δικαστηρίου, θεωρώντας ότι η ανωτέρω συναλλαγματική ήταν γνήσια, εξέδωσε την υπ'αριθ. 789/2005 Διαταγή Πληρωμής, με την οποία ο εγκαλών υποχρεώθηκε να καταβάλει στην παραπάνω εταιρία το ποσό των 125.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αιτήσεως μέχρι την εξόφληση και το ποσό των 3.380 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Μαζί με την ανωτέρω αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής ο πρώτος κατηγορούμενος, εκπροσωπώντας την ανωτέρω εταιρία, υπέβαλε προς το Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου και την από 27.1.2005 αίτηση προτίμησης, με την οποία ζητούσε την άμεση συζήτηση της αίτηση της εταιρίας επειδή δήθεν υπήρχαν σε βάρος του εγκαλούντος δυσμενή στοιχεία και υπήρχε άμεσος κίνδυνος να εκποιήσει τα μοναδικά του περιουσιακά στοιχεία, που μπορούσαν να είναι αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης. Προς ενίσχυση της αίτησης προτίμησης προσκόμισε κατάσταση με δυσμενή προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντα και ειδικότερα δεδομένα που αφορούσαν σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς ακινήτων για τα έτη 2002, 2003 και 2004. Κατά την 2.2.2005 ο εγκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 1.2.2005 ανακοπή, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της παραπάνω διαταγής πληρωμής, καθώς και την από 1.2.2005 και με αριθμό κατάθεσης 1306/2005 αίτηση αναστολής εκτέλεσης Διαταγής Πληρωμής, με την οποία ζητούσε να ανασταλεί η εκτέλεση της ως άνω Διαταγής Πληρωμής και να χορηγηθεί προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης αυτής. Με την από 3.2.2005 απόφαση ο Δικαστής του ίδιου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ο πρώτος κατηγορούμενος προσκόμισε την από 13.7.2003 πλαστή συναλλαγματική, θεωρώντας ότι η συναλλαγματική αυτή ήταν γνήσια απέρριψε την αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής. Κατά την 19.4.2005 συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της παραπάνω Διαταγής Πληρωμής, η οποία με την υπ'αριθ. 3917/2005 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου έγινε δεκτή και ανεστάλη η εκτέλεση της ως άνω διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 1.2.2005 ανακοπής του εγκαλούντος. Στο μεταξύ με την υπ'αριθ. ... κατασχετήρια έκθεση ακινήτων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ... κατασχέθηκαν δύο ακίνητα, ιδιοκτησίας του εγκαλούντος. Περίληψη της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης επιδόθηκε στον εγκαλούντα κατά την 7.2.2005. Ως ημερομηνία πλειστηριασμού ορίσθηκε η 30.3.2005. Ο εγκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση, με την οποία ζητούσε να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ. Η τελευταία αίτηση συζητήθηκε κατά την 24.3.2005 και ο Δικαστής του ως άνω Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ο πρώτος κατηγορούμενος προσκόμισε την ανωτέρω πλαστή συναλλαγματική, θεωρώντας ότι η συναλλαγματική αυτή ήταν γνήσια, με την υπ'αριθ. 2403/2005 απόφαση απέρριψε την αίτηση του εγκαλούντος και επέβαλε σε βάρος του το ποσό των 225 ευρώ ως δικαστικά έξοδα. Από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα προκύπτει ότι οι εκκαλούντες και η μη ασκήσασα έφεση τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατά συναυτουργία με χρήση κατ' εξακολούθηση (για τον πρώτο κατηγορούμενο), από την οποία ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, καθώς, με σκοπό να προσπορίσει η εταιρία με την επωνυμία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος από την 3-1-2005 τυγχάνει ο πρώτος κατηγορούμενος και αποκλειστικοί μέτοχοι αυτής είναι η δεύτερη κατηγορουμένη, κατά ποσοστό 99%, και ο τρίτος, κατά ποσοστό 1%, περιουσιακό όφελος, ποσού 125.000 ευρώ, βλάπτοντας την περιουσία του εγκαλούντος Ψ κατά το ίδιο ποσό, το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου του έτους 2005 κατήρτισαν από κοινού μία συναλλαγματική, ποσού 125.000 ευρώ, στην οποία έθεσαν στη θέση του εκδότη τα στοιχεία της εταιρίας με την επωνυμία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε." και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου αυτής, ως τόπο έκδοσης και αποδοχής αυτής την Αθήνα, ως ημερομηνία έκδοσης και αποδοχής αυτής την 11.7.2003 και στη θέση του αποδέκτη κατ' απομίμηση και χωρίς δικαίωμα τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και την υπογραφή του εγκαλούντα Ψ, στη συνέχεια δε ο πρώτος κατηγορούμενος έκανε χρήση της ως άνω πλαστής συναλλαγματικής προσκομίζοντας την, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, 1) ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μαζί με την από 27-1-2005 και με αριθμό κατάθεσης 852/2005 αίτηση της παραπάνω εταιρίας για έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγκαλούντα, 2) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 3- 2-2005 προκειμένου να απορριφθεί η από 1-2-2005 και με αριθμό κατάθεσης 1306/2005 αίτηση του εγκαλούντος για χορήγηση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και 3) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 24-3-2005 προκειμένου να απορριφθεί αίτηση του εγκαλούντα για αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, κατ'άρθρο 938 ΚΠολΔ, που επισπευδόταν σε βάρος του από την ως άνω εταιρία δυνάμει της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι η ως άνω συναλλαγματική είναι γνήσια και ότι ο εγκαλών την υπέγραψε κατά την 11.7.2003 όρθιος με τεντωμένο το χέρι του και σκυμμένο το κορμί του στο γραφείο του πρώτου κατηγορουμένου, ενώ η συναλλαγματική ήταν τοποθετημένη επάνω στο μάυρο δερμάτινο sous mains, που ήταν γεμάτο χαρτιά, δεν αποδείχθηκε από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την από 24.9.2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ..., που διορίστηκε με την υπ1 αριθ. 777/2007 Διάταξη του Ανακριτή του 14ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, " 1) Η υπογραφή Ψ, η οποία χαράσσεται εις την από 11.7.2003 συναλλαγματική και εις τη θέση του αποδεκτού, ποσού 125.000 ευρώ, εκδοθείσης υπό της POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε., δεν εχαράχθη δια της χειρός του Ψ αλλά υπό άλλου αγνώστου φυσικού προσώπου, δι 'ανεπιτυχούς απομιμήσεως ταύτης από γνήσιον υπόδειγμα υπογραφής του Ψ και 2) Δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά δυνάμενα να στοιχειοθετήσουν τη θέσιν ότι η υπό κρίσιν και έλεγχον υπογραφή ετέθη υπό τινός των κατηγορουμένων". Ο ως άνω πραγματογνώμονας κατηγορηματικά αναφέρει στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης ότι η υπογραφή στην από 11.7.2003 συναλλαγματική δεν τέθηκε από το Ψ και συνεπώς είναι πλαστή. Αναφέρει βέβαια ότι δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν τη θέση ότι η υπογραφή τέθηκε από κάποιον από τους κατηγορούμενους αλλά από τα από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα εκτιμώμενα στο σύνολο τους προκύπτει ότι οι μόνοι που είχαν συμφέρον να καταρτίσουν κάποιο πλαστό έγγραφο θέτοντας σ'αυτό κατ'απομίμηση και χωρίς δικαίωμα την υπογραφή του εγκαλούντος ήταν οι κατηγορούμενοι με τις ανωτέρω ιδιότητες τους. Εξάλλου, η από 20-3-2005 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ..., που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η υπό κρίση υπογραφή είναι γνήσια και τέθηκε από τον Ψ, ο οποίος κατά τη στιγμή της υπογραφής βρισκόταν πιθανότατα σε όρθια θέση σε σχέση με την επιφάνεια πάνω στη οποία ευρίσκετο το προς υπογραφή έντυπο και η οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν απολύτως επίπεδη ή λεία, δεν μπορεί να γίνει δεκτή διότι καταλήγει σε ένα συμπέρασμα, το οποίο βασίζεται σε πιθανότητες και πραγματικά γεγονότα, που δεν αποδεικνύονται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο εγκαλών βρισκόταν σε όρθια θέση σε σχέση με τη συναλλαγματική και αυτή ήταν τοποθετημένη σε επιφάνεια, που δεν ήταν λεία ή επίπεδη, αναφέρθηκε από τους κατηγορούμενους για πρώτη φορά στα απολογητικά τους υπομνήματα ενώπιον του Ανακριτή ενώ δεν έκαναν καμία αναφορά σ'αυτό στις από 16-6-2005 και 15-6-2005 εξηγήσεις τους, που κατέθεσαν κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Πρέπει να αναφερθεί ότι η έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης συντάχθηκε μετά από παραγγελία των κατηγορουμένων και για το λόγο αυτό δεν κρίνεται αξιόπιστη. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η υπογραφή στην ανωτέρω συναλλαγματική δεν τέθηκε από το Ψ, αλλά από τους κατηγορούμενους ενισχύεται από τις καταθέσεις των ..., κατοίκου ..., ..., κατοίκου ..., ..., κατοίκου ..., και ..., κατοίκου ..., που εξετάσθηκαν κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, οι οποίοι κατέθεσαν ότι η υπογραφή στην επίδικη συναλλαγματική είναι πλαστή, από τη βεβαίωση του ταξιδιωτικού γραφείου με την επωνυμία "GS TRAVEL", η οποία αναφέρει ότι ο εγκαλών "ταξίδεψε με το γραφείο αυτό στο ... κατά την 11.7. 2003 ημέρα Παρασκευή και επέστρεψε στην ... κατά την 14.7.2003 ημέρα Δευτέρα" και από το από 9.5.2005 έγγραφο του Προϊσταμένου των Υπηρεσιών Τύπου της ΟΥΕΦΑ, το οποίο αναφέρει ότι "με την παρούσα επιστολή θα θέλαμε να βεβαιώσουμε ότι ο κ. Ψ, Επικεφαλής του τμήματος Champions League του ... παρακολούθησε το ειδικό σεμινάριο της ΟΥΕΦΑ "οι υποχρεώσεις του εκπροσώπου τύπου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από ένα αγώνα Champion League" στο ... το διάστημα μεταξύ Παρασκευής 11 Ιουλίου και Κυριακής 13 Ιουλίου 2003". Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος - εκκαλών Χ1 τέλεσε την αξιόποινη πράξη της απάτης στο δικαστήριο κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, δεδομένου ότι με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με την ιδιότητα του ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε." από την 3-1-2005, με σκοπό να αποκομίσει η ανωτέρω εταιρία παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε την περιουσία του εγκαλούντα Ψκατά το ποσό των 125.000 ευρώ, αφού 1) την 27-1-2005 κατά την κατάθεση ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της με ίδια ημερομηνία αίτησης της ως άνω εταιρίας για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγκαλούντα Ψ επικαλέσθηκε και προσκόμισε ψευδή κατά περιεχόμενο αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα την ως άνω αναφερόμενη πλαστή συναλλαγματική, που είχε καταρτίσει από κοινού με τους λοιπούς κατηγορούμενους, και με τον τρόπο αυτό παραπλάνησε το Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου, ο οποίος την εξέλαβε ως γνήσια ως προς όλα τα στοιχεία της, με αποτέλεσμα να προβεί στην έκδοση της υπ' αριθ. 789/2005 Διαταγής Πληρωμής, με την οποία υποχρεωνόταν ο εγκαλών να καταβάλει στην ως άνω εταιρία το ποσό των 125.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αίτησης και 3.380 ευρώ ως δικαστικά έξοδα για την έκδοση αυτής, 2) κατά την 3.2.2005 κατά τη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) της από 1-2-2005 και με αριθμό κατάθεσης 1306/2005 αίτησης του εγκαλούντος για χορήγηση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης της παραπάνω Διαταγής Πληρωμής επικαλέστηκε και προσκόμισε την προαναφερθείσα πλαστή συναλλαγματική, που είχε καταρτίσει από κοινού με τους λοιπούς κατηγορούμενους, και με τον τρόπο αυτό παραπλάνησε το Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, ο οποίος την εξέλαβε ως γνήσια ως προς όλα τα στοιχεία της, και απέρριψε την υποβληθείσα αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής και 3) την 24.3.2005 κατά τη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) αίτησης του εγκαλούντος για αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, κατ' άρθρο 938 ΚΠολΔ, που επισπευδόταν σε βάρος του από την ως άνω εταιρία δυνάμει της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής, επικαλέστηκε και προσκόμισε την παραπάνω πλαστή συναλλαγματική, την οποία είχε καταρτίσει από κοινού με τους λοιπούς κατηγορούμενους, και με τον τρόπο αυτό παραπλάνησε το Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου, ο οποίος την εξέλαβε ως γνήσια και απέρριψε την υποβληθείσα αίτηση αναστολής της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, το παράνομο δε περιουσιακό όφελος που αποκόμισε η εταιρία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε" από τις ως άνω πράξεις του πρώτου κατηγορουμένου ανέρχεται στο ποσό των 125.000 ευρώ πλέον των ποσών των 3.380 ευρώ και 225 ευρώ, που επιδικάσθηκαν ως δικαστικά έξοδα σε βάρος του εγκαλούντος, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του τελευταίου. Τέλος, σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου - εκκαλούντος προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παράβαση του άρθρου 22 παρ. 4 και 6 του Ν. 2472/1997 γιατί την 27-1-2005 με την ιδιότητα του ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.", της οποίας ανέλαβε την εκπροσώπηση την 3-1-2005, υπέβαλε για λογαριασμό της ως άνω εταιρίας ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση για την κατά προτίμηση έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγκαλούντος βάσει της προαναφερόμενης πλαστής συναλλαγματικής, στην οποία αίτηση επισύναψε κατάσταση με δυσμενή προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντα και ειδικότερα δεδομένα που αφορούσαν κατασχέσεις και πλειστηριασμούς ακινήτων του, με την πράξη του δε αυτή σκόπευε να προσπορίσει στην ανωτέρω εταιρία παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού 125.000 ευρώ, με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του εγκαλούντα.
Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών στην κρίση ότι ορθώς παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος στο ακροατήριο με το πρωτόδικο βούλευμα, το οποίο και επικύρωσε.
Ε) Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων για τα οποία κρίνεται παραπεμπτέος στο ακροατήριο ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντα είναι αβάσιμες.
Ειδικώτερα είναι αβάσιμη, καθ'ότι στηριζόμενη σε ανύπαρκτη προϋπόθεση, η αιτίαση ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν μνημονεύει την από 24-9-2009 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου ... και ως εκ τούτου δεν την έλαβε υπ'όψη του, αφού όπως προκύπτει από την επισκόπηση του βουλεύματος, το Συμβούλιο Εφετών κάνει ειδική μνεία της παραπάνω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης στις σελίδες 15β και 16α και προκύπτει σαφώς ότι την έλαβε σοβαρώς υπ'όψη του. Αναφορικά με τις εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων ... και ..., σημειώνεται ότι αυτές δεν αποτελούν έκθεση πραγματογνωμοσύνης και δεν απαιτείται ιδιαίτερη αναφορά τους αλλά συμπεριλαμβάνονται στην έννοια των "εγγράφων", που αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπ'όψη. Σε κάθε περίπτωση για την έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ..., η οποία συνετάγη μετά από παραγγελία του αναιρεσείοντα και των συγκατηγορουμένων του, γίνεται μνεία και ειδική αξιολόγηση της αξιοπιστίας της στη σελ. 16α του βουλεύματος.
Αβάσιμες, κατά συνέπεια, είναι όλες οι αιτιάσεις που προβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και θα πρέπει αυτή να απορριφθεί και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ
Α) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 212/2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατοίκου ... κατά του υπ'αριθμ. 1998/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος του παραπάνω αναιρεσείοντα.
Αθήνα 25 Φεβρουαρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Παναγιώτης Ε. Νικολούδης"

Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. ε' ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφάρμοσε και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου 1998/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο τούτο μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, που κατ' είδος προσδιορίζονται, δέχτηκε ανελέγκτως τα εξής: Ο εγκαλών Ψ εργάζεται επί σειρά ετών ως δημοσιογράφος στο χώρο του αθλητικού ρεπορτάζ αλλά και ως παρουσιαστής αθλητικών ειδήσεων και γεγονότων σε πανελλαδικής εμβέλειας τηλεοπτικό σταθμό. Η κατηγορουμένη ΑΑ, που δεν έχει ασκήσει έφεση, τυγχάνει μέτοχος κατά ποσοστό 89% της εταιρίας με την επωνυμία "POΙΝT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.", που εδρεύει στην ..., η οποία έχει ως αντικείμενο μεταξύ άλλων την έκδοση, εκτύπωση και διακίνηση εφημερίδων και περιοδικών. Η ανωτέρω κατηγορουμένη ήταν Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ως άνω εταιρίας μέχρι την 3.1.2005, οπότε με το με ίδια ημερομηνία πρακτικό του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής ορίσθηκε ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ο πρώτος κατηγορούμενος - εκκαλών Χ1, που είχε δικαίωμα δέσμευσης και εκπροσώπησης της εταιρίας για όλες τις αρμοδιότητες με μόνη τη θέση της υπογραφής του κάτω από τη σφραγίδα της εταιρίας (βλ. το υπ1 αριθ. 811/9.2.2005 ΦΕΚ). Ο τρίτος κατηγορούμενος- εκκαλών Χ2, γιος της δεύτερης, τυγχάνει μέτοχος κατά ποσοστό 1% της ως άνω εταιρίας, ασχολείται με τη λειτουργία αυτής αλλά ουδέποτε μετείχε με οποιαδήποτε ιδιότητα στο Διοικητικό της Συμβούλιο. Η παραπάνω εταιρία εκδίδει τις εφημερίδες με τους τίτλους "..." και "...". Κατά τις αρχές του θέρους του έτους 2003 ο εγκαλών ήλθε σε διαπραγματεύσεις με τον κατηγορούμενο - εκκαλούντα Χ2 για τη σύναψη συμφωνίας παροχής δημοσιογραφικών υπηρεσιών στην παραπάνω εταιρία με τις ιδιότητες του συμβούλου έκδοσης και του δημοσιογράφου-αρθρογράφου. Στο πλαίσιο των συζητήσεων αυτών ο εγκαλών παρέδωσε το από 10-7-2003 κείμενο-πρόταση πλαισίου συνεργασίας με τους όρους και τις προϋποθέσεις, που απαιτούσε ως ελάχιστη εγγύηση προκειμένου να δεσμευτεί με σύμβαση συνεργασίας. Μεταξύ των άλλων ο εγκαλών απαιτούσε την καταβολή σ'αυτόν ειδικής αμοιβής (πριμ μεταγραφής), ποσού 160.000 ευρώ, προκειμένου να αποχωρήσει από την εφημερίδα με τον τίτλο "...", στην οποία εργαζόταν μέχρι τότε, και να συνεργαστεί με τις παραπάνω εφημερίδες. Τελικά οι δύο πλευρές συμφώνησαν και την 18.7.2003, με την προοπτική υπογραφής μεταξύ τους ενός ιδιωτικού συμφωνητικού και την αναγραφή του ονόματος του εγκαλούντα στο δυναμικό των εφημερίδων, παραδόθηκε σ' αυτόν η υττ1 αριθ. ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, εκδόσεως της παραπάνω εταιρίας, ποσού 85.000 ευρώ, ως προκαταβολή του πριμ μεταγραφής, που εξοφλήθηκε κατά την 21.7.2003, και για το λόγο αυτό ο εγκαλών υπέγραψε την υπ' αριθ. ... απόδειξη πληρωμής του ανωτέρω ποσού. Την 3.8.2003 ο εγκαλών άρχισε τη συνεργασία του με τις παραπάνω εφημερίδες. Επειδή ο εγκαλών δεν είχε λάβει το υπόλοιπο ποσό του πριμ μεταγραφής πίεζε τη δεύτερη κατηγορουμένη ΑΑ, η οποία τότε ήταν νόμιμη εκπρόσωπος της εταιρίας αλλά και τους πρώτο και τρίτο των κατηγορούμενων- εκκαλούντων που απασχολούνταν στην ανωτέρω εταιρία και ειδικότερα ο πρώτος ως οικονομικός υπεύθυνος αυτής, να υπογραφεί το μεταξύ τους ιδιωτικό συμφωνητικό. Τελικά την 17.3.2004 υπογράφηκε το από 11-7-2003 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του εγκαλούντα και της δεύτερης κατηγορουμένης. Με το ανωτέρω συμφωνητικό συμφωνήθηκε ότι η εταιρία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε." είχε προσλάβει και απασχολούσε ως δημοσιογράφο τον εγκαλούντα με σχέση εξαρτημένης εργασίας και με τον περιορισμό να μην μπορεί να αποχωρήσει πριν την 11.7.2005, ότι για την απασχόληση του και εκτός της αμοιβής του ο εγκαλών είχε λάβει ως πριμ μεταγραφής στην εφημερίδα "..." το ποσό των 125.000 ευρώ, το οποίο ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει στην ανωτέρω εταιρία άμεσα και σε πρώτη ζήτηση, αν αποχωρούσε από την εργασία του πριν την 11.7.2005, και ότι η τελευταία ημερομηνία είχε την έννοια ότι ο εγκαλών δεσμευόταν να μην αποχωρήσει από την εργασία του πριν από την 11-7-2005. Στο παραπάνω συμφωνητικό δε γινόταν αναφορά στην υπογραφή κάποιου αξιόγραφου και ειδικότερα συναλλαγματικής, την οποία ο εγκαλών αποδέχτηκε, προκειμένου να δεσμευτεί με αυτήν για την άμεση επιστροφή του ποσού του πριμ μεταγραφής εφόσον αποχωρούσε πριν την 11.7.2005. Στο μεταξύ κατά την 4.2.2004 η δεύτερη κατηγορουμένη (που δεν έχει ασκήσει έφεση) κατέβαλε στον εγκαλούντα το ποσό των 15.000 ευρώ σε μετρητά και του παρέδωσε προς εξόφληση του ποσού των 60.000 ευρώ, που αφορούσε το πριμ μεταγραφής, την υπ'αριθ. ... επιταγή της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, εκδόσεως της παραπάνω εταιρίας, ποσού 15.000 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 25-3-2004, και την υπ αριθ. ... επιταγή της ίδιας Τράπεζας, εκδόσεως ίδιας εταιρίας, ποσού 30.000 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 25.4.2004, οι οποίες πληρώθηκαν και για το λόγο αυτό επιστράφηκαν από τον εγκαλούντα. Η δεύτερη κατηγορουμένη (που δεν έχει ασκήσει έφεση) υποσχέθηκε ότι θα κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό των 35.000 ευρώ, που υπολειπόταν για την πλήρη εξόφληση του πριμ μεταγραφής, σε εύλογο χρονικό διάστημα. Κατά την 13.12.2004 έγινε νέα συνάντηση μεταξύ του εγκαλούντα και των κατηγορουμένων, κατά την οποία οι τελευταίοι παρέδωσαν στον πρώτο την υπ'αριθ. ... επιταγή της Τράπεζας Πειραιώς, εκδόσεως της ως άνω εταιρίας, ποσού 14.000 ευρώ, με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 31-1-2005, η οποία αφορούσε προκαταβολή προς τον εγκαλούντα των μισθών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου, Μαρτίου και Απριλίου του έτους 2005, και την υπ' αριθμ. ... επιταγή της ίδιας τράπεζας, ποσού 35.000 ευρώ με φερόμενη ημερομηνία έκδοσης την 25.5.2005, που αφορούσε την εξόφληση του πριμ μεταγραφής. Σε αντίγραφο των ως άνω επιταγών σημειώθηκε ότι οι επιταγές αυτές θα πληρώνονταν μόνο εάν ο εγκαλών δεν αποχωρούσε από την εταιρία πριν την 11.7.2005. Η σημείωση αυτή υπογράφηκε τόσο από τον εγκαλούντα όσο και από την ως άνω δεύτερη κατηγορουμένη. Ο εγκαλών εμφάνισε προς πληρωμή τη δεύτερη ως άνω επιταγή, αυτή όμως δεν πληρώθηκε λόγω ανάκλησης και για το λόγο αυτό σφραγίσθηκε. Στις αρχές του έτους 2005 προέκυψαν διαφωνίες στη συνεργασία των δύο πλευρών και κατά την 7.1.2005 ο εγκαλών κοινοποίησε προς την ως άνω εταιρία τη με ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωση-πρόσκληση, με την οποία την καλούσε να του χορηγήσει αντίγραφο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που είχε υπογραφεί μεταξύ τους, το έγγραφο της γνωστοποίησης των όρων της σύμβασης αυτής, κατά τα οριζόμενα στο Π.Δ. 156/1994, καθώς και τα κυρωμένα αντίγραφα των αποδεικτικών κατάθεσης τους στις αρμόδιες υπηρεσίες και το επαγγελματικό του σωματείο. Ο πρώτος κατηγορούμενος -εκκαλών, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, δεν απάντησε. Κατά την 8.1.2005 ο εγκαλών απέστειλε με fax προς την εταιρία τη με ίδια ημερομηνία επιστολή του, με την οποία την καλούσε να αποσύρει την αναφορά του ονόματος του από το δυναμικό της εφημερίδας "...". Κατά την 10.1.2005 ο εγκαλών κοινοποίησε προς την ως άνω εταιρία τη με ίδια ημερομηνία εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία και πρόσκληση με επιφύλαξη δικαιωμάτων, με την οποία ζητούσε ό,τι και στην παραπάνω επιστολή. Ο πρώτος κατηγορούμενος συμφώνησε με το αίτημα του εγκαλούντα και για το λόγο αυτό στο υπ'αριθ. ... φύλλο της εφημερίδας δεν αναγραφόταν το όνομα αυτού. Οι κατηγορούμενοι λόγω της αρνητικής εξέλιξης της συνεργασίας τους με τον εγκαλούντα και προκειμένου να αποκομίσει η ως άνω εταιρία παράνομο περιουσιακό όφελος, ποσού 125.000 ευρώ, το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου του έτους 2005 κατήρτισαν από κοινού μία συναλλαγματική, ποσού 125.000 ευρώ, στην οποία έθεσαν στη θέση του εκδότη τα στοιχεία της εταιρίας με την επωνυμία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε." και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου αυτής, ως τόπο έκδοσης και αποδοχής αυτής την ..., ως ημερομηνία έκδοσης και αποδοχής αυτής την 11-7-2003 και στη θέση του αποδέκτη κατ' απομίμηση και χωρίς δικαίωμα τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και την υπογραφή του εγκαλούντος Ψ, στη συνέχεια δε ο πρώτος κατηγορούμενος - εκκαλών έκανε χρήση της ως άνω πλαστής συναλλαγματικής προσκομίζοντας την, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μαζί με την από 27.1.2005 και με αριθμό κατάθεσης 85212005 αίτηση της παραπάνω εταιρίας για έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγκαλούντος. Η αίτηση της εταιρίας έγινε δεκτή και ο Δικαστής του ως άνω Δικαστηρίου, θεωρώντας ότι η ανωτέρω συναλλαγματική ήταν γνήσια, εξέδωσε την υπ'αριθ. 789/2005 Διαταγή Πληρωμής, με την οποία ο εγκαλών υποχρεώθηκε να καταβάλει στην παραπάνω εταιρία το ποσό των 125.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της αιτήσεως μέχρι την εξόφληση και το ποσό των 3.380 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Μαζί με την ανωτέρω αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής ο πρώτος κατηγορούμενος, εκπροσωπώντας την ανωτέρω εταιρία, υπέβαλε προς το Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου και την από 27.1.2005 αίτηση προτίμησης, με την οποία ζητούσε την άμεση συζήτηση της αίτηση της εταιρίας επειδή δήθεν υπήρχαν σε βάρος του εγκαλούντος δυσμενή στοιχεία και υπήρχε άμεσος κίνδυνος να εκποιήσει τα μοναδικά του περιουσιακά στοιχεία, που μπορούσαν να είναι αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης. Προς ενίσχυση της αίτησης προτίμησης προσκόμισε κατάσταση με δυσμενή προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντα και ειδικότερα δεδομένα που αφορούσαν σε κατασχέσεις και πλειστηριασμούς ακινήτων για τα έτη 2002, 2003 και 2004. Κατά την 2.2.2005 ο εγκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 1.2.2005 ανακοπή, με την οποία ζητούσε την ακύρωση της παραπάνω διαταγής πληρωμής, καθώς και την από 1.2.2005 και με αριθμό κατάθεσης 1306/2005 αίτηση αναστολής εκτέλεσης Διαταγής Πληρωμής, με την οποία ζητούσε να ανασταλεί η εκτέλεση της ως άνω Διαταγής Πληρωμής και να χορηγηθεί προσωρινή διαταγή αναστολής εκτέλεσης αυτής. Με την από 3.2.2005 απόφαση ο Δικαστής του ίδιου Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ο πρώτος κατηγορούμενος προσκόμισε την από 13.7.2003 πλαστή συναλλαγματική, θεωρώντας ότι η συναλλαγματική αυτή ήταν γνήσια απέρριψε την αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής. Κατά την 19.4.2005 συζητήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η αίτηση αναστολής εκτέλεσης της παραπάνω Διαταγής Πληρωμής, η οποία με την υπ'αριθ. 3917/2005 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου έγινε δεκτή και ανεστάλη η εκτέλεση της ως άνω διαταγής πληρωμής μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 1.2.2005 ανακοπής του εγκαλούντος. Στο μεταξύ με την υπ'αριθ. ... κατασχετήρια έκθεση ακινήτων του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ... κατασχέθηκαν δύο ακίνητα, ιδιοκτησίας του εγκαλούντος. Περίληψη της ως άνω κατασχετήριας έκθεσης επιδόθηκε στον εγκαλούντα κατά την 7.2.2005. Ως ημερομηνία πλειστηριασμού ορίσθηκε η 30.3.2005. Ο εγκαλών κατέθεσε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση, με την οποία ζητούσε να ανασταλεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 938 ΚΠολΔ. Η τελευταία αίτηση συζητήθηκε κατά την 24.3.2005 και ο Δικαστής του ως άνω Δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου ο πρώτος κατηγορούμενος προσκόμισε την ανωτέρω πλαστή συναλλαγματική, θεωρώντας ότι η συναλλαγματική αυτή ήταν γνήσια, με την υπ'αριθ. 2403/2005 απόφαση απέρριψε την αίτηση του εγκαλούντος και επέβαλε σε βάρος του το ποσό των 225 ευρώ ως δικαστικά έξοδα. Από όλα τα ανωτέρω αναφερόμενα προκύπτει ότι οι εκκαλούντες και η μη ασκήσασα έφεση τέλεσαν την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας κατά συναυτουργία με χρήση κατ' εξακολούθηση (για τον πρώτο κατηγορούμενο), από την οποία ο υπαίτιος σκόπευε να προσπορίσει σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον και το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, καθώς, με σκοπό να προσπορίσει η εταιρία με την επωνυμία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.", της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος από την 3-1-2005 τυγχάνει ο πρώτος κατηγορούμενος και αποκλειστικοί μέτοχοι αυτής είναι η δεύτερη κατηγορουμένη, κατά ποσοστό 99%, και ο τρίτος, κατά ποσοστό 1%, περιουσιακό όφελος, ποσού 125.000 ευρώ, βλάπτοντας την περιουσία του εγκαλούντος Ψ κατά το ίδιο ποσό, το πρώτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου του έτους 2005 κατήρτισαν από κοινού μία συναλλαγματική, ποσού 125.000 ευρώ, στην οποία έθεσαν στη θέση του εκδότη τα στοιχεία της εταιρίας με την επωνυμία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε." και την υπογραφή του νομίμου εκπροσώπου αυτής, ως τόπο έκδοσης και αποδοχής αυτής την ..., ως ημερομηνία έκδοσης και αποδοχής αυτής την 11.7.2003 και στη θέση του αποδέκτη κατ' απομίμηση και χωρίς δικαίωμα τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας και την υπογραφή του εγκαλούντα Ψ, στη συνέχεια δε ο πρώτος κατηγορούμενος έκανε χρήση της ως άνω πλαστής συναλλαγματικής προσκομίζοντας την, ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας, 1) ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών μαζί με την από 27-1-2005 και με αριθμό κατάθεσης 852/2005 αίτηση της παραπάνω εταιρίας για έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγκαλούντα, 2) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 3- 2-2005 προκειμένου να απορριφθεί η από 1-2-2005 και με αριθμό κατάθεσης 1306/2005 αίτηση του εγκαλούντος για χορήγηση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και 3) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την 24-3-2005 προκειμένου να απορριφθεί αίτηση του εγκαλούντα για αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, κατ'άρθρο 938 ΚΠολΔ, που επισπευδόταν σε βάρος του από την ως άνω εταιρία δυνάμει της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής. Ο ισχυρισμός των κατηγορουμένων ότι η ως άνω συναλλαγματική είναι γνήσια και ότι ο εγκαλών την υπέγραψε κατά την 11.7.2003 όρθιος με τεντωμένο το χέρι του και σκυμμένο το κορμί του στο γραφείο του πρώτου κατηγορουμένου, ενώ η συναλλαγματική ήταν τοποθετημένη επάνω στο μάυρο δερμάτινο sous mains, που ήταν γεμάτο χαρτιά, δεν αποδείχθηκε από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα. Ειδικότερα, σύμφωνα με την από 24.9.2007 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του ..., που διορίστηκε με την υπ1 αριθ. 777/2007 Διάταξη του Ανακριτή του 14ου Τακτικού Τμήματος Αθηνών, " 1) Η υπογραφή Ψ, η οποία χαράσσεται εις την από 11.7.2003 συναλλαγματική και εις τη θέση του αποδεκτού, ποσού 125.000 ευρώ, εκδοθείσης υπό της POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε., δεν εχαράχθη δια της χειρός του Ψ αλλά υπό άλλου αγνώστου φυσικού προσώπου, δι 'ανεπιτυχούς απομιμήσεως ταύτης από γνήσιον υπόδειγμα υπογραφής του Ψ και 2) Δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά δυνάμενα να στοιχειοθετήσουν τη θέσιν ότι η υπό κρίσιν και έλεγχον υπογραφή ετέθη υπό τινός των κατηγορουμένων". Ο ως άνω πραγματογνώμονας κατηγορηματικά αναφέρει στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης ότι η υπογραφή στην από 11.7.2003 συναλλαγματική δεν τέθηκε από το Ψ και συνεπώς είναι πλαστή. Αναφέρει βέβαια ότι δεν προέκυψαν στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν τη θέση ότι η υπογραφή τέθηκε από κάποιον από τους κατηγορούμενους αλλά από τα από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα εκτιμώμενα στο σύνολο τους προκύπτει ότι οι μόνοι που είχαν συμφέρον να καταρτίσουν κάποιο πλαστό έγγραφο θέτοντας σ'αυτό κατ'απομίμηση και χωρίς δικαίωμα την υπογραφή του εγκαλούντος ήταν οι κατηγορούμενοι με τις ανωτέρω ιδιότητες τους. Εξάλλου, η από 20-3-2005 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της ..., που καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η υπό κρίση υπογραφή είναι γνήσια και τέθηκε από τον Ψ, ο οποίος κατά τη στιγμή της υπογραφής βρισκόταν πιθανότατα σε όρθια θέση σε σχέση με την επιφάνεια πάνω στη οποία ευρίσκετο το προς υπογραφή έντυπο και η οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν απολύτως επίπεδη ή λεία, δεν μπορεί να γίνει δεκτή διότι καταλήγει σε ένα συμπέρασμα, το οποίο βασίζεται σε πιθανότητες και πραγματικά γεγονότα, που δεν αποδεικνύονται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Ειδικότερα, το γεγονός ότι ο εγκαλών βρισκόταν σε όρθια θέση σε σχέση με τη συναλλαγματική και αυτή ήταν τοποθετημένη σε επιφάνεια, που δεν ήταν λεία ή επίπεδη, αναφέρθηκε από τους κατηγορούμενους για πρώτη φορά στα απολογητικά τους υπομνήματα ενώπιον του Ανακριτή ενώ δεν έκαναν καμία αναφορά σ'αυτό στις από 16-6-2005 και 15-6-2005 εξηγήσεις τους, που κατέθεσαν κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης. Πρέπει να αναφερθεί ότι η έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης συντάχθηκε μετά από παραγγελία των κατηγορουμένων και για το λόγο αυτό δεν κρίνεται αξιόπιστη. Περαιτέρω, το γεγονός ότι η υπογραφή στην ανωτέρω συναλλαγματική δεν τέθηκε από το Ψ, αλλά από τους κατηγορούμενους ενισχύεται από τις καταθέσεις των ..., κατοίκου ..., ..., κατοίκου ..., ..., κατοίκου ..., και ..., κατοίκου ..., που εξετάσθηκαν κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης, οι οποίοι κατέθεσαν ότι η υπογραφή στην επίδικη συναλλαγματική είναι πλαστή, από τη βεβαίωση του ταξιδιωτικού γραφείου με την επωνυμία "GS TRAVEL", η οποία αναφέρει ότι ο εγκαλών "ταξίδεψε με το γραφείο αυτό στο ... κατά την 11.7. 2003 ημέρα Παρασκευή και επέστρεψε στην ... κατά την 14.7.2003 ημέρα Δευτέρα" και από το από 9.5.2005 έγγραφο του Προϊσταμένου των Υπηρεσιών Τύπου της ΟΥΕΦΑ, το οποίο αναφέρει ότι "με την παρούσα επιστολή θα θέλαμε να βεβαιώσουμε ότι ο κ. Ψ, Επικεφαλής του τμήματος Champions League του ... παρακολούθησε το ειδικό σεμινάριο της ΟΥΕΦΑ "οι υποχρεώσεις του εκπροσώπου τύπου πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από ένα αγώνα Champion League" στο ... το διάστημα μεταξύ Παρασκευής 11 Ιουλίου και Κυριακής 13 Ιουλίου 2003". Περαιτέρω, από τα ανωτέρω αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος - εκκαλών Χ1 τέλεσε την αξιόποινη πράξη της απάτης στο δικαστήριο κατ' εξακολούθηση, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, δεδομένου ότι με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος με την ιδιότητα του ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε." από την 3-1-2005, με σκοπό να αποκομίσει η ανωτέρω εταιρία παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε την περιουσία του εγκαλούντα Ψ κατά το ποσό των 125.000 ευρώ, αφού 1) την 27-1-2005 κατά την κατάθεση ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών της με ίδια ημερομηνία αίτησης της ως άνω εταιρίας για την έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγκαλούντα Ψ επικαλέσθηκε και προσκόμισε ψευδή κατά περιεχόμενο αποδεικτικά στοιχεία και συγκεκριμένα την ως άνω αναφερόμενη πλαστή συναλλαγματική, που είχε καταρτίσει από κοινού με τους λοιπούς κατηγορούμενους, και με τον τρόπο αυτό παραπλάνησε το Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου, ο οποίος την εξέλαβε ως γνήσια ως προς όλα τα στοιχεία της, με αποτέλεσμα να προβεί στην έκδοση της υπ' αριθ. 789/2005 Διαταγής Πληρωμής, με την οποία υποχρεωνόταν ο εγκαλών να καταβάλει στην ως άνω εταιρία το ποσό των 125.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αίτησης και 3.380 ευρώ ως δικαστικά έξοδα για την έκδοση αυτής, 2) κατά την 3.2.2005 κατά τη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) της από 1-2-2005 και με αριθμό κατάθεσης 1306/2005 αίτησης του εγκαλούντος για χορήγηση προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης της παραπάνω Διαταγής Πληρωμής επικαλέστηκε και προσκόμισε την προαναφερθείσα πλαστή συναλλαγματική, που είχε καταρτίσει από κοινού με τους λοιπούς κατηγορούμενους, και με τον τρόπο αυτό παραπλάνησε το Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, ο οποίος την εξέλαβε ως γνήσια ως προς όλα τα στοιχεία της, και απέρριψε την υποβληθείσα αίτηση χορήγησης προσωρινής διαταγής και 3) την 24.3.2005 κατά τη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων) αίτησης του εγκαλούντος για αναστολή της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, κατ' άρθρο 938 ΚΠολΔ, που επισπευδόταν σε βάρος του από την ως άνω εταιρία δυνάμει της προαναφερθείσας διαταγής πληρωμής, επικαλέστηκε και προσκόμισε την παραπάνω πλαστή συναλλαγματική, την οποία είχε καταρτίσει από κοινού με τους λοιπούς κατηγορούμενους, και με τον τρόπο αυτό παραπλάνησε το Δικαστή του ανωτέρω Δικαστηρίου, ο οποίος την εξέλαβε ως γνήσια και απέρριψε την υποβληθείσα αίτηση αναστολής της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης, το παράνομο δε περιουσιακό όφελος που αποκόμισε η εταιρία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε." από τις ως άνω πράξεις του πρώτου κατηγορουμένου ανέρχεται στο ποσό των 125.000 ευρώ πλέον των ποσών των 3.380 ευρώ και 225 ευρώ, που επιδικάσθηκαν ως δικαστικά έξοδα σε βάρος του εγκαλούντος, με αντίστοιχη περιουσιακή ζημία του τελευταίου. Τέλος, σε βάρος του πρώτου κατηγορουμένου - εκκαλούντος προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής για την παράβαση του άρθρου 22 παρ. 4 και 6 του Ν. 2472/1997 γιατί την 27-1-2005 με την ιδιότητα του ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρίας με την επωνυμία "POINT ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε.", της οποίας ανέλαβε την εκπροσώπηση την 3-1-2005, υπέβαλε για λογαριασμό της ως άνω εταιρίας ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αίτηση για την κατά προτίμηση έκδοση διαταγής πληρωμής σε βάρος του εγκαλούντος βάσει της προαναφερόμενης πλαστής συναλλαγματικής, στην οποία αίτηση επισύναψε κατάσταση με δυσμενή προσωπικά δεδομένα του εγκαλούντα και ειδικότερα δεδομένα που αφορούσαν κατασχέσεις και πλειστηριασμούς ακινήτων του, με την πράξη του δε αυτή σκόπευε να προσπορίσει στην ανωτέρω εταιρία παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού 125.000 ευρώ με αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη του εγκαλούντος". Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών επικύρωσε το 635/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για τις κακουργηματικές πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, της απάτης επί δικαστηρίου κατ' εξακολούθηση ως και της παράβασης των άρθρων 22 παρ.4 και 6 του ν.2473/1997. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθόσον σε αυτή αναφέρονται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία των εγκλημάτων τούτων, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο τούτο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 216 παρ. 1, 3, 386 παρ. 1, 3 ΠΚ και 22 παρ. 4 και 6 του ν. 2472/1997 που εφάρμοσε και τις οποίες δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, κρίνοντας ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικότερα η αιτίαση ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν μνημονεύεται η από 24-09-2009 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του δικαστικού γραφολόγου ... και ως εκ τούτου δεν την έλαβε υπόψη του είναι αβάσιμη, αφού από την επισκόπηση του βουλεύματος τούτου, το Συμβούλιο Εφετών κάνει ειδική μνεία της έκθεσης αυτής και έτσι σαφώς προκύπτει ότι την πραγματογνωμοσύνη αυτή την έλαβε υπόψη του. Περαιτέρω, όσον αφορά τις εκθέσεις των τεχνικών συμβούλων ..., ... και ..., δεν απαιτείται να γίνεται ειδική αναφορά σε αυτές, διότι δεν αποτελούν εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης κατά την έννοια του άρθρου 183 ΚΠΔ αλλά επέχουν θέση εγγράφων, τα οποία λήφθηκαν υπόψη, μάλιστα δε όσον αφορά την έκθεση της ..., γίνεται για αυτή μνεία στο βούλευμα τούτο. Επομένως και η τελευταία αιτίαση που προβάλλεται με την αίτηση αναίρεσης είναι αβάσιμη.
Συνεπώς, ο δια των αιτιάσεων αυτών προβαλλόμενος εκ του άρθρου 484 παρ.1 δ' του ΚΠΔ λόγος της αναίρεσης περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμοι. Επομένως, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 212/2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του 1998/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουνίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουλίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή