Αριθμός 56/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Χρυσούλα Πλατιά -Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 31 Οκτωβρίου 2022, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία …, που εδρεύει στη … και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Σ. Τ. του Π., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Σεραφείμ Ερίνη, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "…" και τον διακριτικό τίτλο "…" που εδρεύει στην πόλη των Αθηνών και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Κωστή, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 30-12-2013 αγωγή της ήδη πρώτης αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 1456/2016 του ίδιου Δικαστηρίου, 2723/2017 μη οριστική και 399/2021 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της υπ' αριθ. 399/2021 τελεσίδικης απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και της υπ' αριθ. 2723/2017 μη οριστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 5-3-2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 553 παρ. 1β και παρ. 2 ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση κατά των οριστικών αποφάσεων που περατώνουν όλη τη δίκη ή μόνο τη δίκη για την αγωγή ή την ανταγωγή. Αν η απόφαση είναι κατά ένα μέρος οριστική δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά των οριστικών διατάξεων πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη. Αν προσβληθεί με αναίρεση η οριστική απόφαση θεωρούνται ότι έχουν προσβληθεί και οι μη οριστικές, που έχουν εκδοθεί προηγουμένως και αν δεν απευθύνεται ρητώς εναντίον τους η αναίρεση. Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση απόφασης εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής εφόσον αφορά τα κεφάλαια της ίδιας αγωγής, δεν επιτρέπεται αναίρεση ούτε κατά της οριστικής διάταξης πριν εκδοθεί οριστική απόφαση στη δίκη και επιπλέον η αναίρεση αυτή κατά το μέρος που αφορά την οριστική διάταξη της εν μέρει οριστικής απόφασης, πρέπει να απευθύνεται κατά της εν μέρει οριστικής αυτής απόφασης, γιατί η οριστική αυτή διάταξη δεν θεωρείται ότι συμπροσβάλλεται, αν δεν απευθύνεται κατ' αυτής η αναίρεση (ΑΠ 1271/2020, ΑΠ 1054/2019, ΑΠ 2152/2014). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 556 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι δικαίωμα αναίρεσης έχει, μεταξύ άλλων προσώπων, και ο εκκαλών, εφόσον νικήθηκε ολικά ή εν μέρει στη δίκη που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Τέλος, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 566 παρ. 1 και 577 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα προκύπτει ότι είναι απαράδεκτη η αίτηση αναίρεσης, η οποία δεν περιέχει λόγο αναίρεσης, ενώ αυτό ισχύει και για έκαστο από τους διαδίκους, με συνέπεια να είναι απαράδεκτη η αίτηση ως προς τον αναιρεσείοντα ή τον αναιρεσίβλητο, για τον οποίο δεν περιέχεται λόγος αναίρεσης (ΑΠ 932/2018, ΑΠ 824/2013, ΑΠ 999/2012).
ΙΙ. Από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, που παραδεκτώς επισκοπούνται, κατ' άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, προκύπτουν επί της διαδικαστικής πορείας της υπόθεσης τα ακόλουθα: Η εταιρία με την επωνυμία "…" (ήδη αναιρεσίβλητη) άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης κατά ένδεκα (11) εναγομένων (φυσικών και νομικών προσώπων), στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ήδη δεύτερος αναιρεσείων Σ. Τ., την από 30.12.2013 αγωγή της, με την οποία, επικαλούμενη ότι είναι νόμιμος φορέας διοίκησης και διαχείρισης της Βιομηχανικής …, έχοντας αναλάβει την μέριμνα τόσο για την λειτουργία των κοινόχρηστων υποδομών της ως άνω περιοχής, όσο και για τον επιμερισμό και είσπραξη των κοινόχρηστων δαπανών, ζήτησε να υποχρεωθεί, μεταξύ άλλων, και ο ως άνω εναγόμενος, που κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 31.12.2012 είχε εγκαταστήσει και λειτουργούσε στην ως άνω περιοχή ατομική επιχείρηση (…) χωρίς όμως να καταβάλλει την συμφωνημένη αναλογία συμμετοχής του στις κοινόχρηστες δαπάνες, να της καταβάλει νομιμοτόκως το ποσό των 297.071,42 ευρώ για την ως άνω αιτία, ευθυνόμενος κυρίως ενδοσυμβατικά και επικουρικώς κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την υπ' αριθ. 1456/2016 απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή κατά την κύρια βάση της, ως προς τον ανωτέρω εναγόμενο (ήδη δεύτερο αναιρεσείοντα) και υποχρέωσε αυτόν να καταβάλει στην ενάγουσα νομιμοτόκως το ανωτέρω ποσό. Κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο ως άνω εναγόμενος άσκησε την από 30.3.2016 έφεσή του ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Ακολούθως, η εταιρία "…" (μη διάδικος στη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο), επικαλούμενη ότι έχει συσταθεί νομίμως με το υπ' αριθ. 30454/13.10.2016 καταστατικό σύστασης ανώνυμης εταιρίας του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε. Σαραγιώτη από συγχώνευση της ως άνω ατομικής επιχείρησης του δεύτερου αναιρεσείοντος και της Μονοπρόσωπης Εταιρίας με την επωνυμία "…" και ότι έχει υποκατασταθεί στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των ως άνω συγχωνευθέντων, κατέθεσε την 14.12.2016 ενώπιον του ως άνω Εφετείου το με ημερομηνία 10.12.2016 δικόγραφο πρόσθετων λόγων έφεσης κατά της ανωτέρω απόφασης (1456/2016) του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης, με την υπ' αριθ. 2723/2017 εν μέρει οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων την έφεση του ως άνω εναγομένου (ήδη δεύτερου αναιρεσείοντος) και τους ανωτέρω πρόσθετους λόγους αυτής (που κατατέθηκαν από την ήδη πρώτη αναιρεσείουσα εταιρία) καθώς και τις εφέσεις των λοιπών εναγομένων, απέρριψε τους πρόσθετους λόγους έφεσης ως απαράδεκτους γιατί από τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν προέκυπτε ότι έγινε κοινοποίηση του ως άνω δικογράφου στην εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσίβλητη) εντός της οριζόμενης από το νόμο (άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ) προθεσμίας των 30 ημερών πριν τη δικάσιμο και, στη συνέχεια, αφού δέχθηκε τυπικά τις εφέσεις, ανέβαλε την έκδοση της οριστικής απόφασής του και διέταξε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από τον ορισθέντα πραγματογνώμονα (χημικό μηχανικό), προκειμένου να διενεργηθούν όσα αναφέρονται στο διατακτικό της. Ακολούθως, μετά τη διενέργεια της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, με την από 20.6.2019 κλήση της ενάγουσας-εφεσίβλητης (ήδη αναιρεσίβλητης) εταιρίας, που εστράφη καθ' όλων των εκκαλούντων εναγομένων (στους οποίους περιλαμβάνεται και ο δεύτερος αναιρεσείων) καθώς και της καταθέσασας το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης, εταιρίας "…" (ήδη πρώτης αναιρεσείουσας), εισήχθησαν όλες οι εφέσεις των εναγομένων προς εκδίκαση ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, το οποίο, με την, εκδοθείσα αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, υπ' αριθ. 399/2021 τελεσίδικη απόφασή του, μεταξύ άλλων, απέρριψε την από 20.6.2019 κλήση της αναιρεσίβλητης εταιρίας ως απαράδεκτη κατά το μέρος που εστράφη κατά της πρώτης αναιρεσείουσας εταιρίας και απέρριψε κατ' ουσίαν την έφεση του δεύτερου αναιρεσείοντος. Κατά της τελεσίδικης αυτής απόφασης του ως άνω Εφετείου καθώς και κατά της προεκδοθείσας υπ' αριθ. 2723/2017 εν μέρει οριστική απόφασής του ως προς τη διάταξή της με την οποία απορρίφθηκαν ως απαράδεκτοι οι ανωτέρω πρόσθετοι λόγοι έφεσης, η καταθέσασα το δικόγραφο των πρόσθετων αυτών λόγων, εταιρία "…" και ο εναγόμενος-εκκαλών Σ. Τ. άσκησαν την υπό κρίση αίτηση αναίρεσης. Η αίτηση αυτή, κατά το μέρος που ασκείται από την πρώτη αναιρεσείουσα εταιρία, ως καταθέσασα τους πρόσθετους λόγους έφεσης, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, παραδεκτώς στρέφεται κατά της ως άνω οριστικής διάταξης της προαναφερόμενης εν μέρει οριστικής απόφασης του Εφετείου (άρθρο 553 παρ. 1 περ. β' εδ. β' ΚΠολΔ), με την οποία απορρίφθηκαν οι ως άνω πρόσθετοι λόγοι. Η ίδια αίτηση, όμως, κατά το μέρος που ασκείται από το δεύτερο αναιρεσείοντα, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατά τα εκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, γιατί δεν περιέχει λόγο αναίρεσης που να αφορά αυτόν ως ηττηθέντα εκκαλούντα-εναγόμενο, του οποίου η από 30.3.2016 έφεση απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ' ουσίαν με την προσβαλλόμενη τελεσίδικη απόφαση (399/2021).
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 2 του ΚΠολΔ, πρόσθετοι λόγοι έφεσης ως προς τα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, ασκούνται μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και, αφού συνταχθεί έκθεση κάτω από το δικόγραφο αυτό, κοινοποιείται στον εφεσίβλητο τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης. Κατά τη σαφή γραμματική διατύπωση της ανωτέρω διάταξης, για την άσκηση των προσθέτων λόγων της έφεσης απαιτείται να συντελεσθούν και οι δύο ως άνω, συμπλεκτικώς οριζόμενες, διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή της κατάθεσης του περιέχοντος αυτούς δικογράφου στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και της κοινοποίησης στον εφεσίβλητο, οι οποίες αποτελούν την έγγραφη προδικασία της άσκησης, κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ, και, εφόσον δεν ορίζεται άλλως, πρέπει αμφότερες να λάβουν χώρα πριν από την τιθέμενη αποκλειστική προθεσμία των τριάντα ημερών προ της συζήτησης της έφεσης. Επομένως και η επίδοση του οικείου δικογράφου, με την οποία δεν προπαρασκευάζεται απλώς η συζήτηση αλλά ολοκληρώνεται η διαδικασία άσκησης των προσθέτων λόγων, πρέπει να γίνει εμπροθέσμως, ως ανωτέρω, με την κύρωση του απαραδέκτου αυτών, ως διαδικαστικής πράξης (άρθρα 111 παρ. 2, 151 ΚΠολΔ), σε περίπτωση παράλειψης ή εκπροθέσμου, πράγμα που λαμβάνεται υπόψη από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως Κατά συνέπεια, η ανύπαρκτη, εκπρόθεσμη ή ελαττωματική επίδοση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης δεν θεραπεύονται από την συμπεριφορά του εφεσίβλητου (όπως π.χ. την αδιαμαρτύρητη παράστασή του κατά τη συζήτηση), αλλά οδηγούν αυτεπαγγέλτως σε απαράδεκτο του δικογράφου (ΟλΑΠ 27/2007, ΟλΑΠ 33/1990, ΑΠ 1054/2021, ΑΠ 660/2005, ΑΠ 659/2005, ΑΠ 611/2005). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 του ΚΠολΔ "αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο". Υπό τον όρο "απαράδεκτο" νοείται το δικονομικό απαράδεκτο, αυτό, δηλαδή, που δημιουργείται από την αθέτηση-παραβίαση δικονομικής διάταξης, με αποτέλεσμα η δικονομική ενέργεια να στερείται των αναγκαίων προϋποθέσεων του κύρους της. Μέσω του ανωτέρω αναιρετικού λόγου ελέγχεται, πλην άλλων, το παραδεκτό άσκησης και των προσθέτων λόγων έφεσης (ΑΠ 1054/2021, ΑΠ 532/2020, ΑΠ 503/2018). IV. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη εν μέρει οριστική απόφαση (2723/2017), το περιεχόμενο της οποίας παραδεκτώς επισκοπείται, το Εφετείο δέχθηκε ότι οι από 10.12.2006 πρόσθετοι λόγοι έφεσης της πρώτης αναιρεσείουσας εταιρίας ασκήθηκαν με ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου (με αριθ. έκθ. κατάθ. 2559/14.12.2016), πλην όμως από τα προσκομισθέντα έγγραφα δεν προέκυπτε ότι έγινε κοινοποίηση του ως άνω δικογράφου στην εφεσίβλητη (ήδη αναιρεσίβλητη) και μάλιστα τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης (27.1.2017) ούτε, άλλωστε, η πρώτη αναιρεσείουσα επικαλέστηκε στις προτάσεις της σχετικό αποδεικτικό επίδοσης, αλλά ούτε και προσκόμισε τούτο. Κατόπιν αυτών, το Εφετείο, κατ' αυτεπάγγελτη έρευνα, απέρριψε ως απαράδεκτους τους ως άνω πρόσθετους λόγους έφεσης. Έτσι που έκρινε το Εφετείο, δεν κήρυξε παρά το νόμο απαράδεκτο και, επομένως, ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ πρώτος λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται από την πρώτη αναιρεσείουσα στην προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, οι αιτιάσεις αυτής ότι παρά το νόμο το Εφετείο, κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα, απέρριψε ως απαράδεκτους τους κατατεθέντες από την ίδια πρόσθετους λόγους έφεσης, γιατί από τη συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης προέκυπτε ότι η τελευταία είχε λάβει γνώση του περιεχομένου του δικογράφου αυτού, αφού εντός της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών είχε κοινοποιήσει αντίγραφό του σ' αυτήν (πρώτη αναιρεσείουσα) με τη νέα εγγύτερη χρονικά δικάσιμο (της 27.1.2017) που είχε ορισθεί με επιμέλειά της, όπως το γεγονός αυτό το είχε επικαλεσθεί η ίδια με τις τότε κατατεθείσες στο Εφετείο προτάσεις της, προσκομίζοντας και το σχετικό αποδεικτικό επίδοσης, δεν ασκούν έννομη επιρροή, καθόσον από την ανωτέρω εκτιθέμενη συμπεριφορά της αναιρεσίβλητης, προκύπτει μεν ότι αυτή είχε λάβει γνώση του ως άνω δικογράφου, αλλά δεν προκύπτει ότι πράγματι της είχε κοινοποιηθεί το εν λόγω δικόγραφο, λαμβανομένου υπόψη ότι η μη επίδοση του δικογράφου των πρόσθετων λόγων έφεσης στην εφεσίβλητη δεν θεραπεύεται από την συμπεριφορά της τελευταίας κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αλλά οδηγεί αυτεπαγγέλτως σε απαράδεκτο του δικογράφου αυτού κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη στην παράγραφο
ΙΙΙ της παρούσας. V. Ο αναιρετικός λόγος του αριθμού 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προϋποθέτει ουσιαστική κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και ελλείψεις ή ασάφειες στη διατύπωση της ελάσσονος πρότασης της προσβαλλόμενης απόφασης σε ζήτημα που ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης. Επομένως, ο λόγος αυτός αναίρεσης δεν ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν εισήλθε στην ουσία της διαφοράς και δεν διατύπωσε αποδεικτικό πόρισμα (ΟλΑΠ 3/1997, ΑΠ 90/2021, ΑΠ 312/2021, ΑΠ 696/2021, ΑΠ 896/2021). Στην προκείμενη περίπτωση, η πρώτη αναιρεσείουσα εταιρία, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης (κατ' εκτίμηση αυτού), υπό την επίκληση του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, προσάπτει στις δύο ως άνω προσβαλλόμενες αποφάσεις του Εφετείου την πλημμέλεια ότι περιέχουν ελλιπείς αιτιολογίες ως προς την κήρυξη του απαραδέκτου της συμμετοχής της στην κατ' έφεση δίκη τόσο ως καταθέσασα το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων έφεσης, όσο και ως καθ' ης στην από 20.6.2019 κλήση της εφεσίβλητης εταιρίας. Ο λόγος, όμως, αυτός, κατά τα διαλαμβανόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, είναι πρωτίστως απαράδεκτος, εφόσον, στην συγκεκριμένη περίπτωση ως προς τους πρόσθετους λόγους έφεσης, το Εφετείο δεν εισήλθε στην κατ` ουσίαν διερεύνηση της υπόθεσης αλλά, όπως προεκτέθηκε, με την υπ' αριθ. 2723/2017 προσβαλλόμενη (εν μέρει οριστική) απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτους τους πρόσθετους αυτούς λόγους της πρώτης αναιρεσείουσας, ενώ και με την υπ' αριθ. 399/2021 προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε την κλήση της αναιρεσίβλητης ως απαράδεκτη κατά το μέρος που εστράφη κατά της ως άνω αναιρεσείουσας. VΙ. Κατ' ακολουθίαν τούτων, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος, για την άσκηση αυτής, παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5.3.2021 αίτηση για αναίρεση των υπ' αριθ. 399/2021 και 2723/2017 αποφάσεων του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ανωτέρω αίτησης, παραβόλου.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 28 Νοεμβρίου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 16 Ιανουαρίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ