Αριθμός 382/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές, Δήμητρα Κοκοτίνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αρετή Παπαδιά, Πελαγία Ακάσογλου, Δήμητρα Ζώη και Ιωάννα Μαργέλλου-Μπουλταδάκη, αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 22α Σεπτεμβρίου 2020, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος Ε. Ψ. του Β., κατοίκου ..., που παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής του ιδιότητος, δια δηλώσεως (ΚΠολΔ ... παρ.2) και κατέθεσε προτάσεις με το αίτημα της επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Του αναιρεσίβλητου: Α. Κ. του Ν., κατοίκου ..., που παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Μιχαήλ Τριαντάφυλλου, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 18-6-2015 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.
Εκδόθηκε η 166/2018 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου Την αναίρεση της ζητεί ο αναιρεσείων με την από 18-2-2019 αίτησή του και τους από 15-11-2019 πρόσθετους λόγους της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Εισηγητής ορίσθηκε η αρεοπαγίτης Αρετή Παπαδιά. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσίβλητου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στα δικαστικά έξοδα.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τις διατάξεις των άρθρων 553 παρ. 1 και 321 του ΚΠολΔ, που ορίζουν αντίστοιχα ότι "αναίρεση επιτρέπεται μόνο κατά των αποφάσεων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση" και ότι "όσες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο", συνάγεται ότι για να προσβληθεί με το ένδικο μέσο της αναίρεσης απόφαση του πρωτοβάθμιου πολιτικού δικαστηρίου, που εκδόθηκε, όπως στην προκείμενη περίπτωση, αντιμωλία των διαδίκων, πρέπει αυτή να είναι τελεσίδικη και ότι η πρωτοβάθμια απόφαση, η οποία υπόκειται σε έφεση γίνεται, αν δεν είναι κατά την έκδοσή της, τελεσίδικη, για κάποια αιτία, που έχει επέλθει όπως, μεταξύ άλλων, διότι έχει περάσει η προθεσμία για έφεση. Η προθεσμία της αναίρεσης, που κατ` άρθρο 564 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει από την επίδοση της απόφασης, ηρεμεί όσο διαρκεί η προθεσμία της έφεσης, δηλαδή αρχίζει αφού περάσει η προθεσμία της έφεσης, που είναι, στην περίπτωση που επιδόθηκε η πρωτοβάθμια απόφαση, κατά το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, τριάντα ημέρες. Δηλαδή η προθεσμία της αναίρεσης πρωτόδικης οριστικής απόφασης αρχίζει από την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης απόφασης. (ΑΠ 706/2020, ΑΠ 720/2019, ΑΠ 318/2017, ΑΠ 142/2016, ΑΠ 474/2016).
Στην προκείμενη περίπτωση υπόκεινται προς κρίση η από 18-2-2019 (αρ.εκθ. καταθ.26/19-2-2019) αίτηση αναιρέσεως και οι από 15-11-2019 (αρ. εκθ. καταθ.122/15-11-2019) πρόσθετοι λόγοι αυτής κατά της 166/2018, εκδοθείσας αντιμωλία των διαδίκων, απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Από την επί του επιδοθέντος αντιγράφου της αναιρεσιβαλλόμενης επισημείωση του Χ. Μ., δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε, με επιμέλεια του ενάγοντος - αναιρεσιβλήτου, στον αναιρεσείοντα- εναγόμενο στις 21-12--2018. Ακόμη, από το 12549/3-12-2019 πιστοποιητικό του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Αθηνών (Τμήμα Πολιτικών ενδίκων μέσων του Πρωτοδικείου Αθηνών) προκύπτει ότι μέχρι τις 19-02-2019, οπότε ασκήθηκε η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, δεν είχε ασκηθεί, κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, άλλο, πλην αυτής, ένδικο μέσο.
Συνεπώς, με την πάροδο της νόμιμης, κατά τα ανωτέρω, προθεσμίας της έφεσης, στις 21-01-2019, ημέρα Δευτέρα (ενόψει του ότι η 30η ημέρα συνέπιπτε με ημέρα Κυριακή), κατέστη τελεσίδικη η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, γεγονός, που, σημειωτέον, δεν αμφισβητεί ο αναιρεσίβλητος. Έτσι, στις 19-02-2019, οπότε κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, δεν είχαν παρέλθει τριάντα ημέρες, από την τελεσιδικία της προσβαλλόμενης απόφασης, στις 21--01-2019.
Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε εμπρόθεσμα και είναι παραδεκτή. Επίσης και οι ανωτέρω πρόσθετοι λόγοι ασκήθηκαν παραδεκτά με κατάθεση και επίδοση στον αναιρεσίβλητο στις 15-11-2019, δηλαδή τριάντα πλήρεις ημέρες πριν από την ορισθείσα για την αρχική δικάσιμο συζήτηση της αναίρεσης, στις 17-12-2019, κατ' άρθρο 569 ΚΠολΔ (βλ.την 7473/15-11-2019 έκθεση επίδοσης της Ν. Β., δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών).Επομένως, οι ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως και πρόσθετοι λόγοι, που ασκήθηκαν παραδεκτά, πρέπει, αφού συνεκδικασθούν,(ΚΠολΔ 249) να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητα των λόγων τους.
2. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων (ΚΠολΔ 561 παρ.2), προκύπτουν τα ακόλουθα: O ενάγων και ήδη αναιρεσίβλητος, δικηγόρος, με την από 18-6-2015 (αρ. εκθ. καταθ.225/2015) αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών ισχυρίσθηκε ότι δυνάμει της από 25-1-2012 προφορικής σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια μηνιαία αντιμισθία αορίστου χρόνου με τον εναγόμενο ήδη αναιρεσείοντα παρείχε τις νομικές του υπηρεσίες στο γραφείο του τελευταίου. Ότι στις 19-12-2014 ο εναγόμενος κατήγγειλε προφορικά τη μεταξύ τους σύμβαση χωρίς την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. Ότι η ανωτέρω καταγγελία είναι άκυρη, εφόσον έγινε προφορικά και χωρίς την καταβολή της αποζημίωσης απόλυσης. Σύμφωνα με το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε : Α) να αναγνωριστεί ότι συνδεόταν με τον εναγόμενο με σχέση έμμισθης εντολής με πάγια περιοδική αμοιβή αορίστου χρόνου και να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας και Β) να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλει : α) ποσό 9.770,81 ευρώ για δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας, β)ποσό 24.969 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 20-12-2014 έως τις 20-12-2015 (πιθανός χρόνος συζήτησης της αγωγής) ως παροχή ex lege, άλλως, σε περίπτωση που κριθεί έγκυρη η καταγγελία, ποσό 3.383,33 ευρώ ως αποζημίωση, απόλυσης, γ) ποσό 9.843,96 ευρώ, που αναλογεί σε ποσοστό 2/3 των ασφαλιστικών του εισφορών και δ) ποσό 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, όπως τα επί μέρους ποσά υπολογίζονται και αναφέρονται στην αγωγή, νομιμοτόκως με τις εκεί διακρίσεις. Ο ενάγων στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο παραδεκτά μετέτρεψε τα ανωτέρω καταψηφιστηκά αιτήματα σε αναγνωριστικά. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη 166/2018 απόφασή του το ως άνω υπό στοιχείο Ββ κύριο αίτημα απέρριψε ως μη νόμιμο, κρίνοντας ότι η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία και ότι η γενόμενη προφορικώς χωρίς έγγραφο τύπο στις 19-12-2014 καταγγελία από τον εναγόμενο ήταν άκυρη (χωρίς να διαλάβει σχετική αναγνωριστική της ακυρότητας της καταγγελίας διάταξη στο διατακτικό) και αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 7.943,75 ευρώ για επιδόματα αδείας, δώρα Πάσχα και Χριστουγέννων και ποσό 1.827,06 ευρώ για ΦΠΑ ποσοστού 23% επί αυτών, νομιμοτόκως κατά τις εκεί διακρίσεις ενώ απέρριψε τα λοιπά αγωγικά αιτήματα ως αβάσιμα κατ' ουσίαν. 3. Κατά το άρθρο 92 Α του ν.δ. 3026/1954 ''περί Κώδικος των δικηγόρων'', "Ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες με έμμισθη εντολή υπηρεσίες του αμείβεται με πάγια μηνιαία αμοιβή που καθορίζεται με ελεύθερη συμφωνία με τον εντολέα του". Εξ άλλου, με το άρθρο 42 του νόμου 4194/2013, ήτοι του νέου κώδικα περί δικηγόρων που ισχύει από 29-9-2013, "Έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες, ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή. Ο ίδιος δικηγόρος μπορεί επίσης να αναλαμβάνει υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον, αμειβόμενος είτε ανά υπόθεση είτε με άλλον τρόπο". Από τις διατάξεις αυτές καθίσταται σαφές ότι τόσο με το προϊσχύον νομικό πλαίσιο, όσο και με βάση το καθοριζόμενο από το νέο κώδικα περί δικηγόρων, σύμβαση έμμισθης εντολής υπάρχει στην περίπτωση κατά την οποία ο δικηγόρος, που παρέχει νομικές υπηρεσίες σταθερά και μόνιμα σε συγκεκριμένο εντολέα, αμείβεται γι' αυτές αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή.. Από τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ.4 και 5 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 κώδικα δικηγόρων, όπως η περ. δ` της παρ.5 είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 22 του ν. 723/1977 και ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με το νέο κώδικα δικηγόρων,(ν.4194/2013 άρθρο 166 αρ.2),συνάγεται ότι η από δικηγόρο παροχή νομικών υπηρεσιών με πάγια περιοδική αμοιβή θεωρείται ως σχέση απόλυτα προσωπικής εμπιστοσύνης και συνάπτεται με σύμβαση ιδιόμορφης, έμμισθης εντολής, η οποία λογίζεται πάντοτε ως σύμβαση αορίστου χρόνου. Κατά τις ίδιες ως άνω διατάξεις, που ίσχυαν κατά τον εδώ κρίσιμο χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης και με τις οποίες κρίνεται το κύρος αυτής, προκειμένου να διασφαλιστεί η ασφάλεια των συναλλαγών, ενόψει της αρχής της μη αναδρομικότητας του νόμου(άρθρο 2 ΑΚ), η σύμβαση έμμισθης εντολής δικηγόρου επιτρέπεται να καταρτισθεί ρητώς ή σιωπηρώς..(ΑΠ863/2018). Η ανωτέρω σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια μηνιαία αντιμισθία μπορεί να συναφθεί και μεταξύ δικηγόρων, του ενός ως εντολέα και του άλλου ως εντολοδόχου, της σύμβασης αυτής ρυθμιζομένης από τις διατάξεις των άρθρων 91, 92, 92 Α του ν.δ. 3026/1954 και των σε εκτέλεση του άρθρου 92 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα εκδιδομένων Υπουργικών αποφάσεων, με τις οποίες καθορίζονται τα ελάχιστα όρια αμοιβής αυτών (ΑΠ 1474/2018, ΑΠ 1329/2001, ΑΠ 937/1990).Περαιτέρω, κατά το άρθρο 43 παρ.1 του ν.4194/2013, που ισχύει από τη δημοσίευση αυτού στην ΕτΚ στις 27.9.2013, ''η πρόσληψη δικηγόρων με έμμισθη εντολή στον ιδιωτικό τομέα γίνεται με έγγραφη σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ αυτού και του εντολέα''. Κατά το άρθρο 46 παρ.2 του ν.4194/2013 - Κώδικα Δικηγόρων, που ισχύει κατά τον εδώ κρίσιμο χρόνο της καταγγελίας της ένδικης σύμβασης, και 167 ΑΚ,'' η σύμβαση μεταξύ έμμισθου δικηγόρου και εντολέα είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και λύεται α)... και δ) με καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα ή εντολοδόχο δικηγόρο.... Η καταγγελία με ποινή ακυρότητας είναι έγγραφη και σε αυτή αναφέρεται ο λόγος της απόλυσης, επιδίδεται δε με δικαστικό επιμελητή''. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμόστηκε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμόστηκε, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν το δικαστήριο προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθινή. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται.(ΟλΑΠ 1/2020, ΟλΑΠ 4/2018, ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία Ολ.ΑΠ 2/2019, ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ1/1999). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (Ολ ΑΠ 15/2006). Εξάλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 109/2020).
4.Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, παραδεκτώς επισκοπούμενη (ΚΠολΔ 561 αρ.2), το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα : Ότι ο ενάγων είναι δικηγόρος και υπό την ιδιότητά του αυτή συνήψε προφορικά με τον εναγόμενο στις 25-1-2012 σύμβαση, με βάση την οποία ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του, αποκλειστικά και μόνο για λογαριασμό του δικηγορικού γραφείου του εναγομένου, σε πελάτες και εντολείς αυτού, στον χώρο του εν λόγω γραφείου για πενθήμερο, τηρώντας ωράριο και υπό τις οδηγίες του εναγομένου και συνεργατών του. Ότι κατά τη συμφωνία ο ενάγων θα αμειβόταν με πάγια μηνιαία αμοιβή, η οποία καθορίσθηκε αρχικά στο ποσό των 1.125 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23%, ήτοι στο ποσό των 1.383,75 ευρώ, τον Απρίλιο του έτους 2012 καθορίσθηκε στο ποσό των 1.... ευρώ πλέον ΦΠΑ 23%, ήτοι στο ποσό των 1.537,50 ευρώ και τον Φεβρουάριο του έτους 2013 στο. ποσό των 1.450 ευρώ πλέον ΦΠΑ 23%, ήτοι στο ποσό των 1.783,50 ευρώ, σε όσες δε περιπτώσεις ανατίθετο σε αυτόν να παρίσταται στο δικαστήριο η αξία των γραμματίων προείσπραξης αφαιρούνταν από το ποσό της μηνιαίας αμοιβής του. Ότι τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τις νομίμως επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα αποδείξεις και τιμολόγια παροχής υπηρεσιών και ειδικότερα αποδεικνύεται ότι το. ποσό που λάμβανε κάθε μήνα, μετά την αφαίρεση των ποσών που είχε λάβει από τους εντολείς του ενάγοντος, αντιστοιχούν επακριβώς στην ανωτέρω μηνιαία συμφωνηθείσα αμοιβή; του. Ότι ειδικότερα ο ενάγων εξέδωσε τις κάτωθι; αποδείξεις παροχής υπηρεσιών: Α) Για το έτος 2012: 1) την υπ' αριθμ. .../31-1-2012. απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αναλογία της αμοιβής του, μηνός Ιανουαρίου 2012, ποσού 281,25 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 64,69 ευρώ, ήτοι 345,94 ευρώ και ειδικότερα από τις 20 εργάσιμες ημέρες του μήνα ο ενάγων απασχολήθηκε 5 εργάσιμες ημέρες και έλαβε 1.125 ευρώ (συμφωνηθείς μισθός) /20 ημέρες = 56,25 ευρώ Χ 5 ημέρες που εργάστηκε - 281,25 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 64,69 ευρώ = 345,94 ευρώ. 2) την υπ' αριθμ. .../17-2-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 128 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 29,44 ευρώ, ήτοι 157,44 ευρώ, ποσό το οποίο καταβλήθηκε απευθείας στον ενάγοντα από την ως άνω τράπεζα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Απριλίου 2012. 3) την υπ' αριθμ. .../29-2-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του, μηνός Φεβρουαρίου 2012, ποσού 1.125,25 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 258,75 ευρώ, ήτοι 1.383,75 ευρώ. 4) την υπ' αριθμ. .../8-3-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 128 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 29,44 ευρώ, ήτοι 157,44 ευρώ, ποσό το οποίο καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του, μηνός Απριλίου 2012. 5)την υπ' αριθμ. .../8-3-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 128 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 29,44 ευρώ, ήτοι 157,44 ευρώ, ποσό το οποίο καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Απριλίου 2012. 6) την υπ' αριθμ: .../8-3-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την εταιρεία με τη επωνυμία "...", ποσού 128 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 29,44 ευρώ, ήτοι 157,44 ευρώ, ποσό το οποίο καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω εταιρεία στον. ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Απριλίου 2012. 7) την υπ' αριθμ. .../30-3-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Μαρτίου 2012, ποσού 1.225,25 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 281,75 ευρώ, ήτοι 1.506,75 ευρώ, ποσό το οποίο έλαβε επειδή απασχολήθηκε επί πλέον ένα Σαββατοκύριακο. 8) την υπ' αριθμ. .../1-8-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του, του μηνός Απριλίου 2012, ποσού 738 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 169,74 ευρώ, ήτοι 907,74 ευρώ. Αναλυτικά ο μισθός του από τον Απρίλιο 2012, όπως προαναφέρθηκε, ανήλθε στο ποσό των 1.... ευρώ + ΦΠΑ. Οπότε, από την εν λόγω αμοιβή αφαιρέθηκαν οι αμοιβές που ο ενάγων έλαβε απευθείας από τις εντολείς του εναγομένου, ήτοι 1.... ευρώ - 128 (υπ' αριθμ. 2 απόδειξη) - 128 (υπ' αριθμ. 4 απόδειξη) - 128 (υπ' αριθμ. 5 απόδειξη) - 128 (υπ' αριθμ. 6 απόδειξη) - 738 ευρώ + ΦΠΑ, που ο ενάγων έλαβε με την εν λόγω ΑΠΥ. 9) την υπ' αριθμ. 246/8-8-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του των μηνών Μαΐου και Ιουνίου 2012, ποσού 2.500 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 575 ευρώ, ίσον 2.575 ευρώ, ήτοι 1.287,50 ευρώ για κάθε έναν από τους εν λόγω μήνες. 10) την υπ' αριθμ. .../29-8-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του των μηνών Ιουλίου και Αυγούστου 2012, ποσού 2.500 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 575 ευρώ, ίσον 2.575 ευρώ, ήτοι 1.287,50 ευρώ για κάθε έναν από τους εν λόγω μήνες. 11) την υπ' αριθμ. .../1-10-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του, μηνός Σεπτεμβρίου 2012, ποσού 1.... ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 287,50 ευρώ, ίσον 1.537,50 ευρώ. 12) την υπ' αριθμ. .../31-10-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του, μηνός Οκτωβρίου 2012, ποσού 1,... ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 287,50 ευρώ, ίσον 1.537,50 ευρώ). 13) την υπ' αριθμ. .../1-11-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του, μηνός Νοεμβρίου 2012, ποσού 1.... ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 287,50 ευρώ, ίσον 1.537,50 ευρώ. 14) την υπ' αριθμ. .../31-12-2012 απόδειξη παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Δεκεμβρίου ποσού 1.... ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 287,50 ευρώ, ίσον 1.537,50 ευρώ. Β) Για το έτος 2013: 1) το υπ' αριθμ. …/31-1-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Ιανουαρίου 2013, ποσού 1.... ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 287,50 ευρώ, ίσον 1.537,50 ευρώ. 2) το υπ' αριθμ. …/28-2- τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Φεβρουαρίου 2013, ποσού 1.450 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 333,50 ευρώ, ίσον 1.783,50 ευρώ, δεδομένου ότι τον μήνα αυτόν αναπροσαρμόσθηκε η πάγια αμοιβή του στο εν λόγω;ποσό. 3) το υπ' αριθμ. …/29-3- τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Μαρτίου 2013, ποσού 1.450,00 ευρώ + (ΦΠΑ-23%) 333,50 ευρώ, ίσον 1.783,50 ευρώ. 4) το υπ' αριθμ. …/1-5-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Απριλίου 2013, ποσού 1.450 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 333,50 ευρώ, ίσον 1.783,50 ευρώ. 5) το υπ' αριθμ. …/21-6-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Μαϊου 2013 ποσού 1.450 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 333,50 ευρώ, ίσον 1.783,50 ευρώ. 6) το υπ' αριθμ. …/1-7-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του, μηνός Ιουνίου 2013, ποσού 1.450 ευρώ + (ΦΠΑ23%) 333,50 ευρώ, ίσον 1.783,50 ευρώ. 7) το υπ' αριθμ. …/1-9-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Ιουλίου 2013, ποσού 1.450 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 333,50 ευρώ, ίσον 1.783,50 ευρώ. 8) το υπ' αριθμ. …/3-10-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Αυγούστου 2013, ποσού 1.450 ευρώ + (ΦΠΑ.23%) 333,50 ευρώ, ίσον 1.783,50 ευρώ. 9) το υπ' αριθμ. …/17-10-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 102 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 23,46 ευρώ, ίσον 125,46 ευρώ, ποσό το οποίο καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Νοεμβρίου 2013. 10) το υπ' αριθμ. …/6-11-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Σεπτεμβρίου 2013, ποσού 1.4.50 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 333,50 ευρώ, ήτοι 1.783,50 ευρώ. 11). το υπ' αριθμ. …./13-11-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την εταιρεία με την επωνυμία "...", ποσού 69 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ, το οποίο καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω εταιρεία στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Δεκεμβρίου 2013. 12) το υπ' αριθμ. …/29-11-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Οκτωβρίου 2013, ποσού 1.450 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 333,50 ευρώ, ήτοι 1.783,50 ευρώ. 13) το υπ' αριθμ. …/5-12-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 128 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 29,44 ευρώ, ήτοι 157,44 ευρώ, ποσό το οποίο καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Δεκεμβρίου 2013. 14) το υπ' αριθμ. …/20-12-2013 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Νοεμβρίου 2013, ποσού 1.348 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 310,04, ίσον 1.658,04 ευρώ. Αναλυτικά από την πάγια αμοιβή του, ποσού 1.450 ευρώ + ΦΠΑ, αφαιρέθηκε από τον εναγόμενο η αμοιβή που ο ενάγων έλαβε απευθείας, ως άνω, από την ΤΡΑΠΕΖΑ (...), ήτοι 1.450 - 102 ευρώ (υπ' αριθμ. 9 τιμολόγιο), ήτοι υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του, μηνός Δεκεμβρίου 2013, ποσού 1.253 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 288,19 ευρώ, ήτοι 1.541,19 ευρώ. Αναλυτικά από την πάγια αμοιβή του, ποσού 1.450,00 ευρώ + ΦΠΑ, αφαιρέθηκαν από τον εναγόμενο οι αμοιβές που ο ενάγων έλαβε απευθείας από την "ΤΡΑΠΕΖΑ (..." και την εταιρεία με την επωνυμία "...", ήτοι 1.450 ευρώ - 69 (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 11) - 128 (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 13), ήτοι 1.253 ευρώ + ΦΠΑ. Γ) Για το έτος 2014: 1) το υπ' αριθμ. …/9-1-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 69 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ, το οποίο, ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Ιανουαρίου 2014. 2) το υπ' αριθμ. …/Τ7-1-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 69 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του, μηνός Φεβρουαρίου 2014. 3) το υπ' αριθμ. …/20-1-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 69 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Φεβρουαρίου 2014. 4) το υπ' αριθμ. …/20-1-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 69 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Μαϊου 2014. 5) το υπ' αριθμ. …/20-1-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την εταιρεία με τη επωνυμία "...", ποσού 69 ευρώ +(ΦΠΑ 23%) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ. ποσό το οποίο καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω εταιρεία στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Μαΐου 2014. 6) το υπ' αριθμ. …/31-1-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Ιανουαρίου 2014, ποσού 1.381 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 317,63 ευρώ, ήτοι 1.698,63 ευρώ. Αναλυτικά από την πάγια αμοιβή του ενάγοντος, ποσού 1.450 ευρώ + ΦΠΑ αφαιρέθηκε από τον εναγόμενο η αμοιβή που έλαβε απευθείας από την "...", ήτοι 1.450 ευρώ - 69 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 1), ήτοι 1.381 ευρώ + ΦΠΑ. 7) το υπ' αριθμ. …/6-2-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 128 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 29,44 ευρώ, ήτοι 157,44 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Μαΐου 2014. 8.) το υπ' αριθμ. …/28-2-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Φεβρουαρίου 2014, ποσού 1.312 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 301,76 ευρώ, ήτοι 1613,76 ευρώ. Αναλυτικά από την πάγια αμοιβή του ποσού 1.450 ευρώ + ΦΠΑ αφαιρέθηκαν από τον εναγόμενο οι αμοιβές που ο ενάγων έλαβε απευθείας από την "...", ήτοι 1.450 ευρώ -69 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 2) - 69 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 3), ήτοι 1.312 ευρώ + ΦΠΑ. 9) το υπ' αριθμ. …/5-3-2014 τιμολόγιο παροχής.υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 69 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Μαΐου 2014. 10) το υπ' αριθμ. …/5-4-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την εταιρεία με τη επωνυμία "...", ποσού 69 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω εταιρεία στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του, μηνός Αυγούστου 2014. 11) το υπ' αριθμ. …/6-3-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Μαρτίου 2014, ποσού 1.450 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 333,50 ευρώ, ήτοι 1.783,50 ευρώ). 12) το υπ' αριθμ. …/14-4-014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Απριλίου 2014, ποσού 1.450 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 333,50 ευρώ, ήτοι 1.783,50 ευρώ. 13) το υπ' αριθμ. …/24.-4-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 128 ευρώ + (ΦΠΑ 23%") 29,44 ευρώ, ήτοι 157,44 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Αυγούστου 2014. 14) το υπ' αριθμ. …/25-4-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 59 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 13,57 ευρώ, ήτοι 72,57 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Μαΐου 2.014. 15) το υπ' αριθμ. …/29-4-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 59 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 13,57 ευρώ, ήτοι 72,57 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω• τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του, μηνός Μαΐου 2014. 16) το υπ' αριθμ. …/29-4-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 69 ευρώ + (ΦΠΑ 23%>) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του, μηνός Μαΐου 2014. 17) το υπ' αριθμ. …/29-4-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 138 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 31,74 ευρώ, ήτοι 169,74 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Αυγούστου 2014. 18) το υπ' αριθμ. 34/29-4-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 523 ευρώ + (ΦΠΑ 23%") 120,29 ευρώ, ήτοι 643,29 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Νοεμβρίου 2014. 19) το υπ' αριθμ. …/29-4-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την εταιρεία με τη επωνυμία "...", ποσού 331 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 76,13 ευρώ, ήτοι 407,13 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω εταιρεία στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Νοεμβρίου 2014. 20) το υπ' αριθμ. …/6-5-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "..." ποσού 219 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 50,37 ευρώ, ήτοι 269,37 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Μαΐου 2014. 21) το υπ' αριθμ. …/7-5-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την εταιρεία με τη επωνυμία "..." ποσού 214 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 49,22 ευρώ, ήτοι 263,22 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω εταιρεία στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Μαΐου 2014. 22) το υπ' αριθμ. …/30-5-2014 τιμολόγιο, παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Μαΐου 2014, ποσού 495 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 113,85 ευρώ, ήτοι 608,85 ευρώ. Αναλυτικά από την πάγια αμοιβή του, ποσού 1.450 ευρώ + ΦΠΑ αφαιρέθηκαν από τον εναγόμενο οι αμοιβές που ο ενάγων έλαβε απευθείας από τις ως άνω εταιρείες ήτοι 1.450 ευρώ - 69 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 4) - 69 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 5) - 128 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 7) - 69 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 9) - 59 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 14) - 59 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 15) - 69 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 16) - 219 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 20) - 214 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 21), ήτοι 495 ευρώ + ΦΠΑ. 23) το υπ' αριθμ. …/6-6-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την εταιρεία με την επωνυμία "...", ποσού 69 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω εταιρεία στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Σεπτεμβρίου 2014. 24) το υπ' αριθμ. …/30-6-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Ιουνίου 2014, ποσού 1.450 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 333,50 ευρώ, ήτοι 1.783,50 ευρώ. 25) το υπ' αριθμ. …/29-7-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 69 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας στον ενάγοντα από την ως άνω τράπεζα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Σεπτεμβρίου 2014. 26) το υπ' αριθμ. …/29-7-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 536 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 123,28 ευρώ, ήτοι 659,28 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Οκτωβρίου 2014. 27) το υπ' αριθμ. …/31-7-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Ιουλίου 2014, ποσού 1.450 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 333,50 ευρώ, ήτοι 1.783,50 ευρώ. 28) το υπ' αριθμ. …/29-8-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του, μηνός Αυγούστου 2014, ποσού 1.115, ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 256,45 ευρώ, ήτοι 1.371,45 ευρώ. Αναλυτικά από την πάγια αμοιβή του, ποσού 1450 ευρώ + ΦΠΑ αφαιρέθηκαν από τον εναγόμενο οι αμοιβές που ο ενάγων έλαβε απευθείας από τις ως άνω εταιρείες, ήτοι 1.450 ευρώ - 69 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 10) - 128 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 13) - 138 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 17), ήτοι 1.115 ευρώ + ΦΠΑ. 29) το υπ' αριθμ. …/19-9-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού. 69 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 15,87 ευρώ, ήτοι 84,87 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Νοεμβρίου 2014. 30) το υπ' αριθμ. …/30-9-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Σεπτεμβρίου 2014, ποσού 1.312 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 301,76 ευρώ, ήτοι 1.613,76 ευρώ. Αναλυτικά από την πάγια αμοιβή του, ποσού 1.450 ευρώ + ΦΠΑ αφαιρέθηκαν από τον εναγόμενο οι αμοιβές που ο ενάγων έλαβε απευθείας από τις ως άνω εταιρείες, ήτοι 1.450 ευρώ - 69 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 23) - 69 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 25), ήτοι 1.312 ευρώ + ΦΠΑ. 31) το υπ' αριθμ. 47/31-10-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που(εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του, μηνός Οκτωβρίου 2014, ποσού 914 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 210,22 ευρώ, ήτοι 1.124,22 ευρώ. Αναλυτικά από την πάγια αμοιβή του ποσού 1.450 ευρώ + ΦΠΑ αφαιρέθηκε από τον εναγόμενο η αμοιβή που ο ενάγων έλαβε απευθείας από την "...", ήτοι 1.450 ευρώ - 536 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 26), ήτοι 914 ευρώ + ΦΠΑ. 32) το υπ' αριθμ. …/18-11-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 256 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 58,88 ευρώ, ήτοι 3.14,88 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Δεκεμβρίου 2014. 33) το υπ' αριθμ. …/18-11-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς την "...", ποσού 128 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 29,44 ευρώ, ήτοι 157,44 ευρώ, το οποίο ποσό καταβλήθηκε απευθείας από την ως άνω τράπεζα στον ενάγοντα και αφαιρέθηκε από τη μισθοδοσία του μηνός Δεκεμβρίου 2014. 34) το υπ' αριθμ. …/28-11-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Νοεμβρίου 2014, ποσού 527 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 121,21 ευρώ, ήτοι 648,21 ευρώ. Αναλυτικά από την πάγια αμοιβή του, ποσού 1.450 ευρώ + ΦΠΑ, αφαιρέθηκαν από τον εναγόμενο οι αμοιβές που ο ενάγων έλαβε απευθείας από τις ως άνω εταιρείες, ήτοι 1.450 ευρώ - 523 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 18) -331 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 19) - 69 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αριθμ. 29), ήτοι, 527 ευρώ + ΦΠΑ. 35) το υπ' αριθμ. …/19-12-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών που εξέδωσε προς τον εναγόμενο για την αμοιβή του μηνός Δεκεμβρίου 2014, ποσού 892 ευρώ + (ΦΠΑ 23%) 205,16 ευρώ, ήτοι 1.097,16 ευρώ. Συγκεκριμένα από τις 25 ημέρες του εν λόγω μηνός ο ενάγων έλαβε αμοιβή για 22 ημέρες, οπότε η αναλογία του μισθού του ανήλθε στο ποσό των 1.450 ευρώ (συμφωνηθείς μισθός) /25 ημέρες, ήτοι 58 ευρώ Χ 22 ημέρες, ήτοι 1.276 ευρώ + (ΦΠΑ 23%). Από το ποσό αυτό των 1.276 ευρώ αφαιρέθηκαν από τον εναγόμενο οι αμοιβές που ο ενάγων έλαβε απευθείας από την "...",ήτοι 1.276 ευρώ -256 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αρ.32)-128 ευρώ (τιμολόγιο υπ' αρ.. 33)= 892 ευρώ + ΦΠΑ. Ότι, εφόσον η απασχόληση του ενάγοντος ως δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο του εναγομένου, απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινής του δραστηριότητας και τελούσε υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του εναγομένου, ο οποίος παρείχε οδηγίες και κατευθύνσεις και είχε τον τελικό λόγο στο νομικό χειρισμό όλων των υποθέσεων, ενώ ο ενάγων αμειβόταν με πάγια μηνιαία αντιμισθία, η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή της έμμισθης εντολής με πλήρη απασχόληση με πάγια μηνιαία αντιμισθία, που μπορεί να καταρτισθεί και μεταξύ δικηγόρων, του ενός ως εντολέως και του άλλου ως εντολοδόχου, της σύμβασης αυτής ρυθμιζόμενης από τις οικείες διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε συνήφθη με τον ενάγοντα σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, αλλά ότι συνήφθη σύμβαση παροχής νομικών υπηρεσιών, σύμφωνα με την οποία ο ενάγων, όπως και άλλοι δικηγόροι, ανέλαβε να εκτελεί εξ ονόματος των πελατών του εναγομένου και υπό την γενική καθοδήγηση και επίβλεψη του τελευταίου, όσες δικηγορικές εργασίες ο εναγόμενος ανέθετε σε αυτόν κατά περίπτωση και ο εναγόμενος ανέλαβε να καταβάλει στον ενάγοντα την αντιστοίχως συμφωνημένη αμοιβή. Ειδικότερα ο εναγόμενος επικαλείται την από 1-1-2013 σύμβαση μεταξύ αφενός του ιδίου και αφετέρου του ενάγοντος και άλλων δικηγόρων, στην παράγραφο 6 της οποίας προβλέπεται ότι: "Η αμοιβή των δικηγόρων, για την παροχή των υπηρεσιών που αναλαμβάνουν με την παρούσα σύμβαση θα καθορίζεται δυνάμει ad hoc προφορικής συμφωνίας των μερών ανάλογα προς τον όγκο και τη φύση των υποθέσεων, που θα καλούνται να χειριστούν κάθε φορά. Συμφωνείται ότι οι δικηγόροι δεν δικαιούνται οιασδήποτε επιπλέον αμοιβής, πέραν της ανωτέρω προφορικής συμφωνίας των μερών, για οποιοδήποτε λόγο και ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση δεν θεωρείται "μισθωτός" με πάγια αντιμισθία του δικηγορικού γραφείου του εντολέα, δικαιούνται δε αποζημίωση ή/και προκαταβολή για τα αναγκαία έξοδα, που γίνονται στο πλαίσιο της εκτέλεσης εντολής. Η εκκαθάριση θα γίνεται ανά μήνα, με την έκδοση από τους δικηγόρους σχετικού Τιμολογίου Παροχής Υπηρεσιών, στο όνομα του εντολέα, η δε καταβολή θα πραγματοποιείται με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό των δικηγόρων και θα αποδεικνύεται από το σχετικό παραστατικό της Τράπεζας". Ότι, όμως, από τις ανωτέρω αποδείξεις και τιμολόγια παροχής υπηρεσιών αποδεικνύεται ότι ο ενάγων αμειβόταν με πάγια μηνιαία αμοιβή, ανεξαρτήτως του όγκου και του είδους των υπηρεσιών που προσέφερε, διαφορετικά τα ποσά που λάμβανε μηνιαίως δεν θα αντιστοιχούσαν επακριβώς στα προαναφερόμενα ποσά της μηνιαίας αμοιβής του, αλλά θα υπήρχαν διακυμάνσεις ανάλογα με τις υποθέσεις που αναλάμβανε να διεκπεραιώσει. Ότι με βάση τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι η σχέση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή της έμμισθης εντολής με πάγια μηνιαία αντιμισθία και ότι στα πλαίσια της ανωτέρω σύμβασης μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, ο τελευταίος οφείλει στον ενάγοντα χρηματικά ποσά για επίδομα αδείας και δώρα εορτών. Ότι ο εναγόμενος στις 19-12-2014 κατήγγειλε προφορικά την ανωτέρω σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία χωρίς να επιδώσει σ' αυτόν οποιοδήποτε έγγραφο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.2 του ν.4194/2013. Με βάση τα περιστατικά αυτά το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε ότι ο εναγόμενος οφείλει στον ενάγοντα με βάση σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία τα εκεί χρηματικά ποσά για δώρα εορτών και επίδομα αδείας των ετών 2012, 2013 και 2014 και ότι η γενόμενη στις 19-12-2014 άτυπη καταγγελία ήταν άκυρη. Με τις ανωτέρω παραδοχές και κρίσεις το δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του ορθώς εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 63 παρ.4 και 5 του κυρωθέντος με το ν.δ. 3026/1954 Κώδικα Δικηγόρων, όπως η περ. δ` της παρ.5 είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 22 του ν. 723/1977 και ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με το νέο Κώδικα Δικηγόρων (άρθρο 166 παρ.2 του ν. 4194/2013), που ήταν εφαρμοστέα κατά τον, κατά τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης έμμισθης εντολής (25-1-2012), κατά τον οποίο κρίνεται το κύρος αυτής ως προς τον τύπο και ορθώς δεν εφάρμοσε το άρθρο 43 παρ.1 του ν.4194/2013, το οποίο ισχύει από τη δημοσίευση αυτού στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 27.9.2013, και το οποίο, ως εκ τούτου, δεν ήταν εφαρμοστέο στην προκείμενη περίπτωση. Εξάλλου, ορθώς κρίθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι μπορεί να συναφθεί μεταξύ δικηγόρων σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου με πάγια περιοδική αμοιβή, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη. Περαιτέρω, με πλήρεις και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες κατέληξε το Εφετείο στο ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα ως προς το κρίσιμο ζήτημα του είδους της καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων συμβάσεως, ήτοι ότι επρόκειτο για σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία και δεν παραβίασε τις ανωτέρω αναφερόμενες διατάξεις του άρθρου 92Α του ν.δ.3026/1954, που ίσχυε κατά το χρόνο κατάρτισης της ένδικης σύμβασης, και του άρθρου 42 του ν.4194/2013, που ήταν εφαρμοστέες, ευθέως ή εκ πλαγίου. Τούτο καθόσον, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης, ο αναιρεσίβλητος δικηγόρος κατά το ένδικο χρονικό διάστημα παρείχε τις νομικές του υπηρεσίες σταθερά και μόνιμα στον αναιρεσείοντα αποκλειστικά έναντι πάγιας μηνιαίας αντιμισθίας. Οι ανωτέρω παραδοχές, ως προς το πάγιο ποσό της μηνιαίας αντιμισθίας, είναι σαφείς και δεν αντιφάσκουν με την, κατά τις παραδοχές, έκδοση από τον αναιρεσείοντα αποδείξεων παροχής υπηρεσιών επιβαρυνόμενων με ΦΠΑ, που αφορά στην κατά τις διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας έκδοση του οικείου φορολογικού στοιχείου κατά την εξόφληση των αμοιβών, εφόσον, κατά τις παραδοχές, οι μηνιαίες καταβολές ήταν πάγιες, εναρμονισμένες απολύτως με το συμφωνημένα ποσά των μηνιαίων αντιμισθιών. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως κατά το πρώτο μέρος του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς οι πρόσθετοι λόγοι της αιτήσεως, πρώτος και δεύτερος από τους αριθμούς 1 και 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμοι, όπως και οι αντίθετες σ' αυτούς αιτιάσεις του αναιρεσείοντος.
5 Από τις διατάξεις των άρθρων 670 και 671 ΚΠολΔ, όπως αυτές ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 και έχουν εν προκειμένω εφαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 9 § 2 του ίδιου νόμου, ως εκ του χρόνου καταθέσεως της αγωγής (19-6-2015), συνάγεται ότι κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών αμοιβών δικηγόρων (για τις οποίες ίσχυαν κατά παραπομπή του άρθρου 681ΚΠολΔ οι ανωτέρω διατάξεις) το δικαστήριο λαμβάνει υπ` όψη και αποδεικτικά μέσα τα οποία δεν πληρούν τους όρους του νόμου και τα οποία εκτιμά ελευθέρως, χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει νομικούς κανόνες ως προς την αποδεικτική δύναμη αυτών, με εξαίρεση ως προς τη δικαστική ομολογία και τα δημόσια έγγραφα (ΑΠ363/2020). Εξάλλου, κατά την αληθή έννοια της διαχρονικού αστικού δικονομικού δικαίου διατάξεως του άρθρου 20 του ΕισΝΚΠολΔ, το επιτρεπτό της αποδείξεως δια μαρτύρων κρίνεται κατά το ισχύον κατά το χρόνο της δημιουργίας της αποδεικτέας δικαιολογικής σχέσεως δίκαιο, το οποίο και μόνο μπορούν να έχουν υπόψη τους οι ενδιαφερόμενοι για τη ρύθμιση της αποδείξεως της σχέσεώς τους αυτής (ΑΠ 364/2012). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του με το ν.4335/2015, με το οποίο ορίζεται ότι το δικαστήριο κρίνει ελεύθερα τα αποδεικτικά μέσα, και το άρθρο 671 ΚΠολΔ, που ισχύει στην ένδικη περίπτωση ως εκ του χρόνου άσκησης της αγωγής, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, συνάγεται ότι κάμπτεται η εφαρμογή του άρθρου 393 ΚΠολΔ, και είναι επιτρεπτή και η μαρτυρική απόδειξη κατά του περιεχομένου εγγράφου (ΑΠ 495/2002). Εξάλλου, από τη διάταξη του αριθμού 12 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται αν το δικαστήριο παραβίασε τους ορισμούς του νόμου σχετικά με τη δύναμη των αποδεικτικών μέσων, συνάγεται ότι ιδρύεται στην τελευταία αυτή περίπτωση λόγος αναίρεσης, και όταν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη δύναμη, που δεν την είχε κατά νόμο ή αρνήθηκε να αναγνωρίσει τέτοια δύναμη σε αποδεικτικό μέσο που δεσμευτικά ορίζει ο νόμος. Τέτοια περίπτωση συντρέχει εάν το δικαστήριο της ουσίας δεν προσέδωσε στη δικαστική ομολογία ή στα δημόσια έγγραφα την αυξημένη αποδεικτική δύναμη που τους προσδίδει ο νόμος (ΑΠ445/2019,ΑΠ 573/2018, ΑΠ 412/2011). Αν, όμως, τα αποδεικτικά μέσα εκτιμώνται ελεύθερα από το δικαστήριο της ουσίας, κατά τον κανόνα του άρθρου 340 ΚΠολΔ, δεν ελέγχεται αναιρετικά τέτοια εκτίμηση και δεν ιδρύεται ο αναιρετικός αυτός λόγος (ΑΠ 573/2018, ΑΠ 173/2016, ΑΠ128/2014). Με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά το δεύτερο μέρος του υπό στοιχείο i, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 12 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, με την επίκληση ότι το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε στο αποδεικτικό του πόρισμα περί κατάρτισης μεταξύ των διαδίκων σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία χωρίς να δεχθεί τον ισχυρισμό του εναγομένου, εδώ αναιρεσείοντος, περί σύμβασης εντολής με αμοιβή κατ' αποκοπή, η οποία αποδεικνύονταν από την από τον Οκτώβριο του έτους 2013 σύμβαση που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων προς ανταπόδειξη του αγωγικού ισχυρισμού περί σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία. Ο ερευνώμενος λόγος, κατά το μέρος του αυτό,(υπό στοιχείο I), είναι απαράδεκτος, διότι πρόκειται για διαφορά δικηγορικής αμοιβής στην οποία ίσχυαν κατά παραπομπή του άρθρου 681 ΚΠολΔ, ως εκ του χρόνου άσκησης της αγωγής, στις 19-6-2015, οι ανωτέρω διατάξεις 670 και 671ΚΠολΔ, σύμφωνα με τις οποίες το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, χωρίς να υποχρεούται να τηρήσει νομικούς κανόνες ως προς την αποδεικτική δύναμη και έτσι δεν ιδρύεται με το ανωτέρω πραγματικό η επικαλούμενη παραβίαση. Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο κατά το δεύτερο μέρος του, υπό στοιχείο ii, αποδίδεται στο δικαστήριο, κατ'επιτρεπτή νοηματική απόδοση, ότι έλαβε υπόψη αποδεικτικό μέσο που ο νόμος δεν επιτρέπει και συγκεκριμένα δικαστικά τεκμήρια κατά του περιεχομένου της προαναφερόμενης από τον Οκτώβριο του 2013 σύμβασης με αμοιβή κατ'αποκοπή ανεπιτρέπτως, αφού αποκλείεται η απόδειξη με μάρτυρες κατά του περιεχομένου της ανωτέρω σύμβασης, υποκείμενης στον περιορισμό των άρθρων 393 και 395 ΚΠολΔ. Όμως, η επικαλούμενη σύμβαση από Οκτώβριο του 2013 καταρτίστηκε υπό την ισχύ της διατάξεως του άρθρου 340 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την αντικατάσταση με την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν.4335/2015, και στην προκείμενη διαδικασία, ως εκ του χρόνου άσκησης της αγωγής, ίσχυε το άρθρο 671ΚΠολΔ, και επομένως είναι επιτρεπτά και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, επιτρεπτή δε είναι και η μαρτυρική απόδειξη κατά του περιεχομένου εγγράφου. Παρέπεται ότι το Δικαστήριο της ουσίας επιτρεπτά, με τη χρήση δικαστικών τεκμηρίων, κατέληξε σε πόρισμα αντίθετο του περιεχομένου της ανωτέρω σύμβασης, εφόσον δεν αποκλείονταν η μαρτυρική απόδειξη και δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικό μέσο που δεν επέτρεπε ο νόμος, όπως αβάσιμα παραπονείται ο αναιρεσείων. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αιτήσεως, κατά το δεύτερο μέρος του, υπό στοιχ.ii, κατ' ορθή νομική υπαγωγή από τον αριθμό 11α του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. 6. Κατά το άρθρο 46 παρ.2 του ν.4194/2013 Κώδικας Δικηγόρων, που εφαρμόζεται όσον αφορά την καταγγελία της ένδικης σύμβασης, που έγινε στις 19-12-2014, όπως προεκτέθηκε, η σύμβαση μεταξύ έμμισθου δικηγόρου και εντολέα είναι πάντοτε αορίστου χρόνου και λύεται, μεταξύ άλλων, με καταγγελία της σύμβασης από τον εντολέα ή εντολοδόχο δικηγόρο. Η καταγγελία με ποινή ακυρότητας είναι έγγραφη και σε αυτή αναφέρεται ο λόγος της απόλυσης, επιδίδεται δε με δικαστικό επιμελητή. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η καταγγελία της συμβάσεως έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία είναι τυπική δικαιοπραξία, αφού αυτή επί ποινή ακυρότητας πρέπει να γίνει εγγράφως, δηλαδή η δήλωση βουλήσεως του εντολέως περί καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία πρέπει να περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου και το τελευταίο αυτό να επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή στον εντολοδόχο. Σε περίπτωση κλονισμού της σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ εντολέα και εντολοδόχου από υπαιτιότητα του τελευταίου με συνέπεια την αδυναμία λειτουργίας της μεταξύ τους συνεργασίας και καταγγελίας της ένδικης σύμβασης εκ μέρους του εντολέως, δεν παρίσταται καταχρηστικό, κατά το άρθρο 281ΑΚ, το δικαίωμα του εντολοδόχου για αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω μη τήρησης του διαγραφόμενου από την ανωτέρω διάταξη έγγραφου τύπου. Περαιτέρω, κύρια θετική προϋπόθεση για την άσκηση του ένδικου μέσου της αναίρεσης είναι να υπάρχει στον αναιρεσείοντα έννομο συμφέρον. Το έννομο συμφέρον που απαιτείται για να ασκηθεί ένα ένδικο μέσο, επομένως και η αναίρεση, προκύπτει κυρίως από τη βλάβη που υπέστη ο διάδικος, ο οποίος επιδιώκει τον έλεγχο της απόφασης. Βλάβη του διαδίκου υπάρχει όταν βλάπτεται (ηττάται), δηλαδή όταν απορρίπτονται ολικά ή μερικά οι προτάσεις του ή γίνονται ολικά ή μερικά δεκτές έναντι αυτού αιτήσεις του αντιδίκου του. Η βλάβη, δηλαδή του αναιρεσείοντος πρέπει να υπάρχει σε σχέση με τον αντίδικό του για τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να περιέχει κάποια ευνοϊκή διάταξη. Το έννομο συμφέρον πρέπει να κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση (ΚΠολΔ 68), εφόσον δε δεν θεμελιώνεται από τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αναίρεσης και δεν προκύπτει από το διατακτικό της προσβαλλόμενης, ο αντίστοιχος λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Το έννομο δε συμφέρον του αναιρεσείοντος πρέπει να υπάρχει για κάθε ένα εκ των λόγων αναίρεσης. (ΑΠ1415/2019, ΑΠ 578/2019, ΑΠ 447/2019). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 559 αριθμός 8 περ. β' ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, νοούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, την ένσταση ή αντένσταση. Η παράλειψη όμως του δικαστηρίου να απαντήσει σε μη νόμιμο και άρα μη ασκούντα επιρροή στην έκβαση της δίκης ισχυρισμό, δεν ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθμός 8 ΚΠολΔ. λόγο αναιρέσεως.(ΟλΑΠ 8/2013, ΟλΑΠ 14/2004, ΑΠ 750/2020, ΑΠ 237/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης, ο αναιρεσείων, προς απόκρουση της αγωγής του αναιρεσιβλήτου, προέβαλε παραδεκτά με προφορική δήλωση στο ακροατήριο και καταχώριση στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως των ασκούμενων με την αγωγή αξιώσεων. Ειδικότερα επικαλέστηκε ότι ο ενάγων -εδώ αναιρεσίβλητος- με την παραβατική συμπεριφορά του έναντι αυτού,εναγομένου-αναιρεσείοντος προκάλεσε υπαιτίως την ολοσχερή άρση της εμπιστοσύνης του και κατέστησε τη συνεργασία τους απόλυτα αδύνατη, εξαναγκάζοντας αυτόν να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση προκειμένου να διασφαλίσει τα δικαιώματά του και ζήτησε την απόρριψη της αγωγής ως καταχρηστικής. Με το δεύτερο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 8 του άρθρου 559ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια, με την επίκληση ότι το δικαστήριο αγνόησε τον ανωτέρω ισχυρισμό του-ένσταση. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος- εναγομένου ως νικήσαντος διαδίκου κατά το μέρος που με την προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή του αντιδίκου του. Επίσης, κατά το μέρος που με την προσβαλλόμενη απόφαση έγινε δεκτή η αγωγή, αναγνωρίστηκε η ακυρότητα της καταγγελίας και η υποχρέωση του αναιρεσείοντος να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο τα εκεί αναφερόμενα χρηματικά ποσά για δώρα και επιδόματα αδείας, ο ανωτέρω περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής ισχυρισμός, αναφορικά με το κεφάλαια αυτά, δεν είναι νόμιμος και ως εκ τούτου δεν ασκούσε επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας που δεν απάντησε στον ανωτέρω ισχυρισμό, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559ΚΠολΔ. 7.Κατά το άρθρο 556 παρ.2 ΚΠολΔ αναίρεση δικαιούται να ασκήσει και ο διάδικος που νίκησε, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Νικήσας διάδικος είναι ο ενάγων, του οποίου έγιναν δεκτές οι αιτήσεις, με βάση το τυπικό κριτήριο ή ο εναγόμενος επί απόρριψης των αγωγικών αιτημάτων. Ο νικήσας διάδικος ασκεί αναίρεση, εφόσον έχει έννομο συμφέρον, η ύπαρξη του οποίου κρίνεται από την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τη γενική διάταξη του άρθρου 68, πρέπει δε τούτο να αναφέρεται στο αναιρετήριο για τη νομιμοποίησή του. Το έννομο συμφέρον, που πρέπει να είναι ατομικό και άμεσο, εξαρτάται από το αν η απόφαση αναπτύσσει δυσμενείς, για το νικήσαντα διάδικο, συνέπειες, όπως και όταν αυτός βλάπτεται από την αιτιολογία της απόφασης και συγκεκριμένα αν από αυτή δημιουργείται δεδικασμένο εις βάρος του σε άλλη δίκη, όταν δηλαδή η αιτιολογία αφορά στο νομικό συλλογισμό που αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του δικαιώματος ή της έννομης σχέσης που κρίθηκε και άρα φέρει αφ' εαυτής προσόντα διατακτικού, κατ' άρθρο 578 του ίδιου κώδικα (ΑΠ41/2016). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως, κατά το δεύτερο μέρος αυτής, ο αναιρεσείων επικαλούμενος βλάβη από τις περί ακυρότητας της από 19-12-2014 καταγγελίας αιτιολογίες της αναρεσιβαλλομένης λόγω του απορρέοντος από αυτές δεδικασμένου, που παρέχει στον εναγόμενο τη δυνατότητα να προβάλλει εκ νέου αξιώσεις κατ' αυτού, αποδίδει στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθμό 1 του άρθρου 559ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια για εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 36, 42 επ. 57επ. του ν.4194/2013 και άρθρο713ΑΚ περί καταγγελίας της ένδικης σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία από τον εντολέα αναιρεσείοντα. Ο λόγος αυτός είναι προεχόντως απαράδεκτος λόγω αοριστίας διότι δεν εκτίθεται το κατά την εκδοχή του αναιρεσείοντος υπαγωγικό σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας σε σχέση με τις ανωτέρω φερόμενες ως παραβιασθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις((Ολ.ΑΠ 9/2016, ΟλΑΠ 57/1990). Εξάλλου, το Δικαστήριο της ουσίας, δεχόμενο επί λέξει ότι "ο εναγόμενος στις 19-12-2014 κατήγγειλε προφορικά την ανωτέρω σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία χωρίς να επιδώσει σ' αυτόν οποιοδήποτε έγγραφο", με πλήρη, έστω και συνοπτική αιτιολογία, κατέληξε στο αποδεικτικό πόρισμα και απέρριψε εκ του πράγματος τον αρνητικό ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί καταγγελίας της ένδικης σύμβασης από τον αναιρεσίβλητο.
Συνεπώς, δεν παραβίασε με εσφαλμένη υπαγωγή την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 46 παρ.2 του ν.4194/2013, που ήταν εφαρμοστέα, και τα αντίθετα που υποστηρίζει ο αναιρεσείων, με το δεύτερο λόγο της αιτήσεώς του από τον αριθμό 1 του άρθρου 559ΚΠολΔ, είναι αβάσιμα.
8.Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθούν η κρινομένη αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι. Κατόπιν της ανωτέρω απόρριψης, το παραδεκτώς ασκούμενο με τις κατατεθείσες, στις 2-9-2020, προτάσεις αίτημα του αναιρεσείοντος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, (ΚΠολΔ 579) με την υποχρέωση του αναιρεσίβλητου ν` αποδώσει σ' αυτόν τα εκεί αναφερόμενα καταβληθέντα χρηματικά ποσά σε εκτέλεση της αναιρεσιβαλλόμενης απόφασης, καθίσταται άνευ αντικειμένου. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτού (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει την από 18-2-2019 αίτηση αναιρέσεως και τους από 15-11-2019 πρόσθετους λόγους αυτής κατά της 166/2018 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Απορρίπτει τους ανωτέρω αίτηση αναιρέσεως και πρόσθετους λόγους.
Απορρίπτει το με τις προτάσεις υποβληθέν αίτημα του αναιρεσείοντος περί επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της 166/2018 τελεσίδικης απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 18 Μαΐου 2021.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 3 Μαρτίου 2022.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ