Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Λαθρεμπορία, Εισαγγελική Πρόταση, Συρροή εγκλημάτων.
Περίληψη:
Αναίρεση κατά βουλεύματος που παραπέμπει τον κατηγορούμενο για κακουργηματική πλαστογραφία και λαθρεμπορία - εφαρμόζονται οι διατάξεις περί συνάφειας του Κ.Π.Δ. . Παραδεκτή η αναίρεση και κατά της πλημμεληματικής πράξης. Συρροή πλαστογραφίας και λαθρεμπορίας. Επάρκεια αιτιολογίας ως προς της έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων. Παραδεκτή η καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, εισαγγελική πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών. Απορρίπτει.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1217/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαρτίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 99/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου. Με συγκατηγορούμενο τον Χ2. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία που εδρεύει στην Ρόδο με την επωνυμία "........ ΕΠΕ".
Το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 2 Νοεμβρίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1938/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αντώνιου Μύτη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 11/14.1.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ'άρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 3/2-11-2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του με αριθμ. 99/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία της η με αριθμ. 6/2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 27/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί α) για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση από κοινού με άλλο με σκοπό παράνομο περιουσιακό όφελος με ζημία τρίτου που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και για λαθρεμπορία από κοινού και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους της, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης ( άρθρ. 484 & 1β και δ, ΚΠΔ).
Κατά διάταξη του άρθρου 482 &1 ΚΠΔ ''ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα . Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται για ένα από αυτά '' προκύπτει ότι άσκηση αναίρεσης επιτρέπεται μόνο για κακουργήματα και ότι για πλημμελήματα επιτρέπεται αν αυτά συρρέουν ή είναι συναφή με το κακούργημα και η αίτηση αναίρεσης στρέφεται εναντίον όλων. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 172 & του Ν 2960/2001 ''Περί Εθνικού τελωνειακού Κώδικα'' κατά την οποία προκύπτει ότι ''Εάν συρρέουν και άλλα αδικήματα σε βαθμό κακουργήματος , δεν εφαρμόζονται οι περί συνάφειας ορισμοί της Ποινικής Δικονομίας άλλα το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας χωρίζεται και εισάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ''το οποίο προβλέπει για την πράξη της λαθρεμπορίας παραπομπή στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου με απ' ευθείας κλήση, προκύπτει ότι στην περίπτωση που με το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας συρρέει άλλο αδίκημα σε βαθμό κακουργήματος το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας χωρίζεται και εισάγεται με απ' ευθείας κλήση στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Πλημμελειοδικείου αποκλειόμενης της περάτωσης της ανάκρισης για το πλημμέλημα αυτό με παραπεμπτική πρόταση. Σε περίπτωση δε κατά την οποία προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή του κατηγορουμένου του χωριζόμενου συρρέοντος κακουργήματος, η κυρία ανάκριση περατώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του 308&1 ΚΠΔ, με βούλευμα εναντίον του οποίου επιτρέπεται άσκηση ενδίκων μέσων έφεσης και αναίρεσης . Σε περίπτωση κατά την οποία από προφανή παραδρομή δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του άρθρου 172 &6 του Ν. 2960 /2001 και το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας δεν χωρίστηκε από το συναφές και συρρέον κακούργημα και εκδόθηκε και για τις δύο πράξεις παραπεμπτικό βούλευμα το οποίο επικυρώθηκε από βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και πάλι κατά παράβαση της παραπάνω διάταξης δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι καθιδρύεται δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει και για το πλημμέλημα της λαθρεμπορίας αίτηση αναίρεσης στηρίζοντας το δικαίωμα του στο ότι επιτρέπεται αναίρεση και για τα συρρέοντα συναφή πλημμελήματα αφού στην προκειμένη περίπτωση από ρητή διάταξη του παραπάνω άρθρου η συρροή και η συνάφεια διακόπτονται με τον τρόπο ο οποίος περιγράφεται στις παραπάνω διατάξεις και ως εκ τούτου η αίτηση αναίρεσης του αιτούντος όσον αφορά το συρρέον πλημμέλημα της λαθρεμπορίας πρέπει να απορριφθεί κατά τις διατάξεις του άρθρου 476&1 ΚΠΔ σαν απαράδεκτη καθ' όσον στρέφεται κατά πλημμελήματος κατά του οποίου δεν επιτρέπεται αναίρεση (Α Π 1401/2004 ).
Εάν όμως το Συμβούλιο σας θεωρήσει ότι η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε παραδεκτά όπως παραδεκτά ασκήθηκε κατά του κακουργήματος της πλαστογραφίας ως προς την ουσία εκθέτω τα παρακάτω.
Οι επικαλούμενοι λόγοι αναίρεσης συνίστανται όπως αναφέρεται στην αίτηση αναίρεσης, στο ότι α)στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις προς στήριξη της κατηγορίας όπως δεν εκτίθενται και οι συγκροτούντες τόσο το έγκλημα της πλαστογραφίας όσο και το έγκλημα της λαθρεμπορίας όροι και β) ότι οι διατάξεις περί λαθρεμπορίας ως ειδικές σε σχέση με την διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ κατισχύουν και έτσι λόγω της ειδικότητας δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση οι διατάξεις για πλαστογραφία άλλα της λαθρεμπορίας. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η διάταξη της τελευταίας παραγράφου ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν.2408/1996 παρ. 1 κατά τις οποίες "όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών" και η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1472α του Ν.2721/99 κατά την οποία '' εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ ( 73.370 ευρώ) '' Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος χάριν της προστασίας των υπομνημάτων τα οποία αποτελούν διακινούμενα έγγραφα με ουσιώδες περιεχόμενο και από τα οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η κατάρτιση εξ υπαρχής εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου του καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με στόχο να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον, με βλάβη τρίτου, περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, χωρίς να ασκεί επιρροή ή επέλευση του περιουσιακού οφέλους ή βλάβη του τρίτου. Ως έγγραφο δε κατά την έννοια του νόμου είναι κατ' άρθρο 13 εδ. γ' του Π.Κ κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται ν' αποδείξει τέτοιο γεγονός. Κατά δε τις διατάξεις του άρθρου 155 &1 α και β και 2γ του Ν 2960 /2001 '' περί Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα '' κατά τις οποίες '' 1. Λαθρεμπορία είναι α) Η εντός του τελωνειακού εδάφους εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων υποκειμένων σε δασμούς και λοιπές επιβαρύνσεις που εισπράττονται στα Τελωνεία χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής αρχής ή σε άλλο από τον ορισμένο παρ' αυτής τόπο η χρόνο. β) οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσεις το Ελληνικό Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή 'Ενωση, των υπ' αυτών εισπρακτέων δασμών, φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων από τα εισαγόμενα ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθηκαν κατά χρόνο και τόπο διάφορο εκείνου που ορίζει ο νόμος και 2 γ κάθε έλλειψη εμπορευμάτων από αποθήκες αποταμίευσης με σκοπό να στερήσεις το Δημόσιο από τους εισπρακτέους δασμούς ,φόρους και λοιπές επιβαρύνσεις επί των ελλειπόντων εκτός αν το σύνολο τους δεν υπερβαίνει το ύψος των 1500 ευρώ και καταβληθούν εντός 48 ωρών από την αποκάλυψη και βεβαίωση του ελλείμματος ...'' προκύπτει ότι λαθρεμπορία κατά την έννοια του Τελωνειακού Κώδικα είναι κάθε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Δημόσιο ή την Ευρωπαϊκή 'Ενωση από τέλη ,δασμούς και φόρους όπως και κάθε έλλειμμα από αποθήκες στις οποίες αποταμιεύονται προϊόντα ή αντικείμενα υπό καθεστώς απαλλαγής τελών δασμών και φόρων.
Περαιτέρω ορίζεται από το άρθ. 100 παρ.1 στ' Β περ. γ' και δ' του ιδίου άνω Κώδικα ότι " η κατά το άρθρο 100 λαθρεμπορία τιμωρείται : Α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξ μηνών... Β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους στις εξής περιπτώσεις : α) ... β) ... γ) Εάν οι δασμοί, φόροι, τέλη ή δικαιώματα ων στερήθηκε το Δημόσιον ανέρχονται σε σημαντικό ποσό και δ) Εάν ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα".. Μεταξύ του εγκλήματος της πλαστογραφίας (άρθρ. 216 παρ. 1) και της λαθρεμπορίας υπό την περιγραφείσα έννοια υπάρχει αληθής και όχι φαινομένη συρροή αφού με το καθένα απ' αυτά προσβάλλεται διαφορετικό έννομο αγαθό. Ειδικότερα με το πρώτο έγκλημα προσβάλλεται γενικά η σχετική με τα υπομνήματα πίστη όπως και κάθε τι σχετικά με την κατάρτιση και διαφύλαξη του εγγράφου χάριν της ομαλότητας και της ασφάλειας των συναλλαγών, ενώ με το δεύτερο έγκλημα σκοπείται η προστασία και η διαφύλαξη της δημόσιας περιουσίας, το πρώτο δε έγκλημα δεν αποτελεί αναγκαίο κατά νόμο μέσο προς τέλεση του δευτέρου ή επιβαρυντική περίσταση τούτου για να απορροφάται το πρώτο από το δεύτερο (ΑΠ 26/2003, ΑΠ 1741/2003, ΑΠ 1757/2001, ΑΠ 932/ 2000, ΑΠ 1905/2000).
Εξάλλου η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως στο απαλλακτικό βούλευμα από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν εκθέτει σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων προς συγκρότηση όλων ή μερικών από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος, για το οποίο έκρινε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα περιστατικά αυτά προέκυψαν και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση. ( ΑΠ Ολ. 2/2002,ΑΠ 814/2000 ΑΠ 1167/2000 ΑΠ 854/2004ΑΠ 1504/2004ΑΠ 1984/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Ο αναιρεσείων είναι εταίρος και διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία '' ..... ΕΠΕ με έδρα την νήσο.... , 6ο χιλ. ..... και διατηρεί αποθήκη αλκοολούχων ποτών στην θέση '' ...... Ρόδου '' ενώ παράλληλα ασκεί και το επάγγελμα του εκτελωνιστή. Η παραπάνω εταιρεία διαθέτει άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή με δραστηριότητα την παραλαβή αποθήκευση και αποστολή αλκοολούχων ποτών. Η παραπάνω εταιρεία φέρεται ότι από τον Νοέμβριο του 2003 μέχρι τον Οκτώβριο του 2004 απέστειλε στις Βελγικές εταιρείες .... και ...... 122.400 λίτρα άνυδρα 35446,00 οινοπνευματώδη ποτά και 514.128 λίτρα και 149599,52 οινοπνευματώδη ποτά αντίστοιχα για τα οποία επιστράφηκαν στις αρμόδιες τελωνειακές αρχές Ρόδου 32 αντίτυπα από τα εις πενταπλούν εκδιδόμενα ΣΔΑ, συνοδευτικά αποδεικτικά έγγραφα. Από τον δειγματοληπτικό έλεγχο και την δασταύρωση που έγινε από μέρους; των αρμοδίων Τελωνειακών αρχών Ρόδου με τον έλεγχο 3 συνοδευτικών εγγράφων για κάθε εταιρεία για την κανονικότητα των αποστολών και την επιβεβαίωση της άφιξης των στις αποθήκες των παραληπτριών εταιρειών προέκυψε ότι δεν έγιναν ποτέ τέτοιες αποστολές και αφίξεις τέτοιων εμπορευμάτων στις φορολογικές αποθήκες των παραπάνω εταιρειών, ότι ο αποστολέας (αναιρεσείων) είναι άγνωστος στην εταιρεία ...... και ότι η εταιρεία αυτή δεν είχε παραλάβει ποτέ τέτοια προϊόντα από την Ελλάδα και ότι οι σφραγίδες του φορολογικού γραφείου ...... και του Τελωνείου Antwerpen που υπήρχαν και στα 6 συνοδευτικά έγγραφα ήταν πλαστές . Περαιτέρω διαπιστώθηκε από την παραβολή και εξέταση των σφραγίδων ότι και στα υπόλοιπα συνοδευτικά έγγραφα ήταν όμοιες με τις βεβαιωμένες ως πλαστές κατά τα άνω και επομένως και αυτές ήταν πλαστές. Περαιτέρω διαπιστώθηκε ότι από την αποθήκη του αναιρεσείοντα οι ποσότητες αυτές των αναφερομένων στα 32 συνοδευτικά έγγραφα αποστολής ανύδρων και οινοπνευματωδών ποτών εξήχθησαν και φορτώθηκαν σε μεταφορικά μέσα του μη ασκήσαντος αναίρεση δευτέρου κατηγορουμένου για μεταφορά, όμως αυτά δεν έφθασαν και δεν παραδόθηκαν ποτέ στις φερόμενες στα συνοδευτικά έγγραφα παραπάνω παραλήπτριες εταιρείες αλλά διοχετεύτηκαν στην ελεύθερη αγορά από τους κατηγορουμένους χωρίς την καταβολή των τελών δασμών και φόρων που έπρεπε να είχαν καταβληθεί από τον αναιρεσείοντα στο Ελληνικό Δημόσιο και των οποίων το ύψος ανέρχεται στο ύψος των 2.771.118 ευρώ ποσό το οποίο ζημιώθηκε το Ελληνικό Δημόσιο. Επίσης το προσβαλλόμενο βούλευμα κάνει σκέψεις σχετικά με την κατ' αυτό προκύπτουσα από τα αποδεικτικά στοιχεία υπαιτιότητα του αναιρεσείοντα οποίος προσπάθησε να μετακυλίσει τις ευθύνες του, το μεν στον μεταφορέα ,το δε στις αρμόδιες Τελωνειακές αρχές ισχυρισθείς ότι είχε πέσει θύμα απάτης μέσω Internet και ότι οι Τελωνειακές αρχές όφειλαν να ελέγξουν τα στοιχεία των αλλοδαπών εταιρειών με τις οποίες αυτός ισχυρίστηκε ότι έκανε συναλλαγές και των οποίων την ύπαρξη και την γνησιότητα των σφραγίδων τους τον είχαν βεβαιώσει,. χωρίς όμως να δίδει πειστικές απαντήσεις περί του ποιος έθεσε τις σφραγίδες στα συνοδευτικά έγγραφα και που πήγε η ποσότητα του άνυδρου οινοπνεύματος και των οινοπνευματωδών ποτών που εξήχθησαν από τις αποθήκες του και οι οποίες ποσότητες αφού αποδεδειγμένα δεν παραλήφθηκαν ποτέ από τις παραλήπτριες εταιρείες διοχετεύτηκαν στην αγορά χωρίς την καταβολή των τελών και φόρων που έπρεπε να είχαν καταβληθεί προηγουμένως στο Ελληνικό Δημόσιο.
Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ότι ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι καμία αντίφαση δεν παρατηρείται στο σκεπτικό ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος και ότι δεν δημιουργείται καμιά ακυρότητα από την αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος όπως και έλλειψη αιτιολογίας με την μη αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση του Εισαγγελέα γιατί η πρόταση του εισαγγελέα ενσωματώνεται στο βούλευμα και αποτελεί με αυτό ένα ενιαίο σύνολο.
Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω:
Α Να απορριφθεί η με αριθμ. 3/2-11-2007 αίτηση του Χ1 , για αναίρεση του με αριθμ. 99/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο απορρίφθηκε στην ουσία της η με αριθμ. 6/2007 έφεση του κατά του με αριθμ. 27/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου. Β Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα.
Αθήνα την 21-12-2007
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου
Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη με αριθμό 3 από 2 Νοεμβρίου 2007 αίτηση αναιρέσεως, κατά του υπ' αριθμό 99/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 27/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Δωδεκανήσου, προκειμένου να δικαστεί για τις πράξεις α) της κακουργηματικής πλαστογραφίας με χρήση από κοινού και κατ' εξακολούθηση, με σκοπό το παράνομο περιουσιακό όφελος και με ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και β) της λαθρεμπορίας, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, ( άρθρα 463, 473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της. Από το άρθρο 216 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας, απαιτείται αντικειμενικώς μεν, από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ότι καταρτίσθηκε από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε, δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση πραγματώσεως των περιστατικών που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση και σκοπός του δράστη να παραπλανήσει με τη χρήση πλαστού άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, όπως είναι εκείνο το γεγονός, το οποίο είναι πρόσφορο για τη δημιουργία, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ή όχι η παραπλάνηση. Η χρήση πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου από τον πλαστογράφο, αποτελεί επιβαρυντική περίσταση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 216. Κατά δε το εδάφιο α της παρ.3 του αυτού άρθρου, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α του Ν. 2408/1996 και διαμορφώθηκε εκ νέου με το άρθρο 14 παρ. 2β του Ν. 2721/1999, το οποίο άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, η πιο πάνω πράξη της πλαστογραφίας προσλαμβάνει τη μορφή κακουργήματος, εφόσον ο υπαίτιος των πιο πάνω πράξεων, σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλον και το παράνομο περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προκλήθηκε, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. ή των 73.000 ευρώ, σύμφωνα με την επίσημη αντιστοιχία που καθορίστηκε με άρθρο 5 του Ν. 2943/2001, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός επιτεύχθηκε ή όχι. Ο τρίτος, με βλάβη του οποίου επιδιώκεται το περιουσιακό όφελος, όσο και ο άλλος, τον οποίο σκόπευε να βλάψει ο δράστης (που μπορεί να είναι πρόσωπο φυσικό ή νομικό ή το Δημόσιο), καθώς, και η βλάβη του τρίτου, πρέπει, για την πληρότητα της αιτιολογίας του, να μνημονεύονται ειδικώς στο παραπεμπτικό βούλευμα ή την καταδικαστική απόφαση, ή να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία σαφώς να συνάγεται τούτο. Ως περιουσιακό όφελος νοείται η βελτίωση της περιουσιακής κατάστασης του δράστη ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεται με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελούμενου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με την αποσόβηση της μείωσης της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία, από μόνη της, αρκεί για τη θεμελίωση της πλαστογραφίας, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δραχμές. Ζημιούμενος αμέσως από το έγκλημα της πλαστογραφίας δεν είναι μόνο εκείνος του οποίου πλαστογραφήθηκε η υπογραφή ή νοθεύτηκε το έγγραφο του οποίου είναι εκδότης, αλλά και όποιος ζημιώνεται αμέσως από τη χρήση του. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 100 παρ.1 του Ν. 1165/1918 "Περί Τελωνειακού Κώδικα" όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του α.ν. 2081/1939 και ίσχυε μέχρι της καταργήσεως της, με το άρθρο 184 παρ.1 περ. α' του Νόμου 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας" λαθρεμπορία είναι: α) η εντός των συνόρων του Κράτους εισαγωγή ή εξ αυτού εξαγωγή εμπορευμάτων που υπόκεινται είτε σε εισαγωγικό δασμό είτε σε εισπραττόμενο στα Τελωνεία τέλος, φόρο ή δικαίωμα, χωρίς γραπτή άδεια της αρμόδιας Τελωνειακής αρχής, ή σε άλλον, παρά τον ορισμένο απ' αυτή, τόπο ή χρόνο και β) κάθε οποιαδήποτε ενέργεια που αποσκοπεί να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τους δασμούς, τέλη, φόρους και δικαιώματα που πρέπει να εισπραχθούν από αυτό για τα εισαγόμενα από την αλλοδαπή ή εξαγόμενα εμπορεύματα και αν ακόμη αυτά εισπράχθησαν σε χρόνο και τόπο διαφορετικό από εκείνον που ορίζεται από το νόμο. Ως λαθρεμπορία, κατά την παρ.2 περ. Θ' του ίδιου άρθρου, όπως προστέθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 2086/1952, θεωρείται και η αγορά, η πώληση και κατοχή εμπορευμάτων που εισήχθησαν ή τέθηκαν σε κατανάλωση κατά τρόπο που συνιστά το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Στην τελευταία αυτή περίπτωση καθιδρύεται αυτοτελής νομοτυπική μορφή του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, του οποίου η αντικειμενική υπόσταση συνίσταται στην αγορά, πώληση ή κατοχή από πρόσωπα, εκτός του εισαγωγέα, εμπορευμάτων που υπόκεινται σε εισαγωγικό δασμό ή εισπραττόμενο στο Τελωνείο τέλος, φόρο, δικαίωμα, που έχουν εισαχθεί εντός των συνόρων του Ελληνικού Κράτους, χωρίς την γραπτή άδεια της Τελωνειακής αρχής, υποκειμενικώς δε, στην περίπτωση αυτή, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της λαθρεμπορίας, απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη γνώση του υπαιτίου ότι το εμπόρευμα, που αγόρασε, πώλησε ή κατέχει είναι προϊόν λαθρεμπορίας κατά την πιο πάνω έννοια, καθώς και στη θέληση αυτού να αποστερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από τον οφειλόμενο εισαγωγικό δασμό, φόρο, τέλος η δικαίωμα. Εάν η λαθρεμπορία θεμελιώνεται στην κατοχή από τον υπαίτιο του λαθρεμπορεύματος τότε αυτή συνιστά έγκλημα διαρκείας, με την έννοια ότι ο χρόνος τελέσεώς του διαρκεί μέχρι να παύσει η παράνομη κατάσταση. Εξ' άλλου, μεταξύ της πλαστογραφίας του άρθρου 216 παρ.1 και της λαθρεμπορίας, υπάρχει αληθής και όχι φαινομένη συρροή, αφού, με το καθένα από αυτά, προσβάλλεται διαφορετικό έννομο αγαθό. Ειδικότερα, με το πρώτο από αυτά, προσβάλλεται γενικά η σχετική με τα υπομνήματα πίστη, όπως και κάθε τι σχετικά με την κατάρτιση και τη διαφύλαξη του εγγράφου, χάριν των συναλλαγών, ενώ, με το δεύτερο έγκλημα, σκοπείται η προστασία και η διαφύλαξη της δημόσιας περιουσίας, και το πρώτο δεν αποτελεί αναγκαίο κατά νόμο μέσο προς τέλεση του δεύτερου ή επιβαρυντική περίσταση τούτου, για να απορροφάται το πρώτο από το δεύτερο (Ολ. ΑΠ 179/1990, 180/1990). Τέλος, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς, κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι, κατ' επιλογή, μερικά εξ αυτών. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά, που δέχθηκε, στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Δωδεκανήσου, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, και, μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος είναι εταίρος και διαχειριστής της εταιρείας με την επωνυμία ".... Ε.Π.Ε" με έδρα τη νήσο ... στο 60 χιλιόμετρο ...-...., στην περιοχή ......, ενώ παράλληλα από 19-12-1984, ασκεί νόμιμα το επάγγελμα του εκτελωνιστή στην τελωνειακή περιφέρεια Δωδεκανήσου. Για τη φορολογική αποθήκη αλκοολούχων ποτών, που διατηρεί ο εκκαλών στη θέση "..... Ρόδου", έχει εκδοθεί από το Τελωνείο Ρόδου η υπ' αριθμό ... άδεια επ' ονόματι της εταιρείας ...... Ε.Π.Ε. Ακόμη η ως άνω εταιρεία διαθέτει και την υπ' αριθμό ....... άδεια εγκεκριμένου αποθηκευτή, που εκδόθηκε από την Τελωνειακή Περιφέρεια Δω/νήσου με δραστηριότητα την παραλαβή - κατοχή - αποστολή αλκοολούχων ποτών επ' ονόματι της εταιρείας. Η ως άνω εταιρεία εφέρετο, κατά το διάστημα από τον Νοέμβριο του έτους 2003 έως τον Οκτώβριο του έτους 2004, να έχει αποστείλει από την φορολογική της αποθήκη που προαναφέρθηκε 122.400 λίτρα άνυδρα και 35446,00 οινοπνευματώδη ποτά στην Βελγική εταιρεία ....... και 514.128 λίτρα άνυδρα και 149599, 52 οινοπνευματώδη ποτά στην Βελγική εταιρεία .... . Τούτο προέκυψε από το ότι, στην Υπηρεσία του Τελωνείου Ρόδου, είχαν επιστραφεί 32 αντίτυπα Νο3 των παραπάνω αποστολών αποδεικτικών εγγράφων, μέσω των οποίων, στην πράξη και σύμφωνα με το νόμο, επιστοποιείτο η παραλαβή από τις αποθήκες των ως άνω εταιρειών στο Βέλγιο, καθόσον σ' αυτά πρέπει να αποδεικνύεται με πράξη η παραλαβή και να υπάρχει θεώρηση με υπηρεσιακή σφραγίδα από τους αρμόδιους υπαλλήλους των Τελωνειακών Βελγικών Αρχών της παραλαβής. Στα πλαίσια της αμοιβαίας συνδρομής, οι Τελωνειακοί υπάλληλοι, τους οποίους φαίνεται να παραξένεψε και το γεγονός πως εταιρείες από το Βέλγιο παρήγγειλαν και παρέλαβαν αλκοολούχα ποτά από την μακρινή στο Βέλγιο Ρόδο, επιβαρυνόμενοι ως παραλήπτες και τα έξοδα της μακρινής απόστασης, απευθύνθηκαν στις αρμόδιες αρχές του Βελγίου για τη διαπίστωση της κανονικότητας των αποστολών, βάσει του άρθρου 16 παρ. 4 του Ν. 2960/01 και σύμφωνα με την υπ' αριθμ. Φ4 32/277/9-6-03 Δ.Υ.Ο. μέσω του Υπουργείου Οικονομικών, δεδομένου ότι έπρεπε να ελεγχθεί, αν όντως, τα ως άνω προϊόντα είχαν αποσταλεί από τη Ρόδο στο Βέλγιο, ώστε να μην υπόκεινται στον Ειδικό φόρο κατανάλωσης, δεδομένου ότι η μεταφορά από αφορολόγητη σε αφορολόγητη αποθήκη από δύο κράτη μέλη της ευρωπαϊκής ένωσης, όπως είναι η Ελλάδα και το Βέλγιο, δεν επιβαρύνεται με τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης. Ειδικότερα, α) με το υπ' αριθμ. ..... έγγραφο του Τελωνείου Ρόδου, ζητήθηκαν πληροφορίες για την κανονικότητα των αποστολών δειγματοληπτικά σε (3) ΣΔΕ με παραλήπτη στο Βέλγιο την .....και για την επιβεβαίωση της άφιξης ή μη των αλκοολούχων ποτών στον προορισμό τους, στη φορολογική αποθήκη του Βελγίου β) με το υπ' αριθμ. ...... έγγραφο του ίδιου Τελωνείου, ζητήθηκαν πληροφορίες για την κανονικότητα των αποστολών δειγματοληπτικά σε άλλα (3) ΣΔΕ, με παραλήπτη στο Βέλγιο την ....... και την επιβεβαίωση της άφιξης ή μη των αλκοολούχων ποτών στον προορισμό τους, στη φορολογική αποθήκη του Βελγίου και γ) με τα υπ' αριθμ. .... και ...... έγγραφά του, το ίδιο Τελωνείο ζήτησε πληροφορίες για την κανονικότητα των αποστολών και τη γνησιότητα των σφραγίδων που αφορούσαν συνολικά (31) ΣΔΕ.
Στο κοινοποιηθέν προς το Τελωνείο με το υπ' αριθμ. ....... έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών απαντητικό έγγραφο των Βελγικών Αρχών δεν επιβεβαιώνεται η κανονικότητα των αποστολών, με την ένδειξη ότι ο αποστολέας των προϊόντων που αφορούν (3) ΣΔΕ προς την εταιρεία ....... είναι άγνωστος στην εταιρεία αυτή και ότι η εταιρεία δεν έχει παραλάβει ποτέ προϊόντα από την Ελλάδα. Στο υπ' αριθμ. ....... έγγραφο του Υπουργείου Οικονομικών, με το οποίο διαβιβάσθηκε ενδιάμεση απάντηση με πρόχειρη μετάφραση, οι Βελγικές Αρχές αναφέρουν ότι είναι βέβαιο ότι πρόκειται για περιπτώσεις απάτης και ότι οι σφραγίδες του φορολογικού γραφείου ...... είναι πλαστές, όπως πλαστές είναι και η σφραγίδα του Τελωνείου Antwerpen (Dauane Antwerpen) που ήταν τοποθετημένη στα 6 ΣΔΕ με παραλήπτρια την ...... Οι ίδιες ακριβώς σφραγίδες είχαν τοποθετηθεί και σ' όλα τα υπόλοιπα ΣΔΕ και επομένως είναι πλαστές και αυτές. Ετσι αποδείχθηκε ότι α 32 ΣΔΕ αποστολής οινοπνευματωδών ποτών από την εταιρεία ....... ΕΠΕ προς τις Βελγικές εταιρείες .... και ........ ουδέποτε έφθασαν σ' αυτές, προφανώς δε οι ως άνω ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών που εφέροντο ότι απεστάλησαν στο εσωτερικό τους χώρο, με αποτέλεσμα να διαφύγουν φορολογικές επιβαρύνσεις ποσού 2.771.118,07 ευρώ συνολικά, καθόσον η αξία των CIF των οινοπνευματωδών ποτών ανέρχεται σε 4.379.356,68 ευρώ για τις 632.528 φιάλες οινοπνευματωδών ποτών που αντιστοιχούν σε λύτρα άνυδρα 185062,52 και να υποστεί ζημία το ελληνικό Δημόσιο κατά το ποσό των διαφυγόντων δασμών που προαναφέρεται. Την πλαστογράφηση των ως άνω σφραγίδων, που είχαν τεθεί στο ΣΔΕ τότε, προφανώς ετέλεσε ο εκκαλών από κοινού με τον συγκατηγορούμενό του Χ2, καθόσον αυτός είχε συμφέρον να παραπλανήσει με την χρήση αυτού τις Ελληνικές και Βελγικές Τελωνειακές Αρχές ότι νόμιμα είχε πωλήσει στις ως άνω Βελγικές Εταιρείες τις παραπάνω ποσότητες αλκοολούχων ποτών διετέθησαν στο εσωτερικό της χώρας. Αλλωστε ο ίδιος ο εκκαλών, μέσω του Internet, καθώς ισχυρίζεται είχε πληροφορηθεί την ύπαρξη των ως άνω εταιρειών στο Βέλγιο, ως εκτελωνιστής δε από χρόνια και ως έχων άδεια φορολογικής αποθήκης, εγνώριζε οπωσδήποτε τους κινδύνους που ελλοχεύονται σε μια διαδικαστική συνεργασία και φυσικά και την απέφυγε, ωστόσο όμως την επικαλείται αποκλειστικά και μόνο για να αποσείσει την ευθύνη του, μετακυλίοντάς την μάλιστα στους τελωνειακούς υπαλλήλους του Τελωνείου Ρόδου, ισχυριζόμενος ότι αυτός ήταν γνώστης της ως άνω συναλλαγής του, αν την είχαν εγκρίνει εκ των προτέρων, ότι οι Τελωνειακές Αρχές της Ρόδου όφειλαν να ελέγξουν τα στοιχεία της Δ/νσης των αλλοδαπών Εμπορικών εταιρειών, με τις οποίες αυτός προέβη σε συναλλαγή, ως ιδιώτης έμπορος, πριν του δώσουν την έγκρισή τους να συναλλαγεί μ' αυτές, καθώς και επίσης και ότι οι τελωνειακοί υπάλληλοι του Τελωνείου Ρόδου τον είχαν διαβεβαιώσει ότι οι σφραγίδες και οι υπογραφές των υπευθύνων των ως άνω Βελγικών Εταιρειών και Βελγικών Τελωνείων ήταν γνήσιες. Οι ως άνω όμως τελωνιακοί υπάλληλοι καμμιά υποχρέωση δεν είχαν να προβούν σε έλεγχο των ως άνω Βελγικών Εταιρειών πριν καν συνεργασθεί μ' αυτές ο εκκαλών, ούτε εγνώριζε την πλαστότητα ή μη των σφραγίδων και υπογραφών των Βελγικών εταιρειών και τελωνείου ούτε καν την ύπαρξη των ως άνω Βελγικών εταιρειών εγνώριζαν ούτε ήταν υποχρεωμένοι να γνωρίζουν. Μόνο όταν προσκομίσθηκαν από τον εκκαλούντα τα προαναφερόμενα ΣΔΕ, προέβησαν στον ενδεδειγμένο έλεγχο και διαπίστωσαν όλα τα προαναφερόμενα. Αλλά, κι' αν ακόμη γίνει δεκτό ότι υπήρξε, ακόμη και με ευθύνη τους, καθυστέρηση της διαδικασίας ελέγχου εκ μέρους των τελωνειακών υπαλλήλων, αυτό καθ' αυτό το γεγονός αυτό δεν απαλλάσσει από τη δική του ευθύνη για τις πράξεις που του αποδίδονται του εκκαλούντα, όπως δεν τον απαλλάσσει της ευθύνης του και το γεγονός που επικαλείται, ότι, σε έλεγχο που έγινε την 30/12/03 από το ΣΔΟΕ Ρόδου σε άλλες εξαγωγές ποτών, αυτές ήταν νόμιμες, γιατί αυτές αφορούν άσχετο γεγονός, καθώς και το γεγονός ότι οι υπάλληλοι Γ1, Γ2 και Γ3 δεν διαπίστωσαν κάποια παρατυπία σε βάρος του, αφού η επίκληση του ισχυρισμού του αυτού διαψεύδεται από τις από 9/6/05 καταθέσεις των Γ1 και Γ3. Κατά συνέπεια των προαναφερομένων, ορθώς εκρίθησαν σοβαρές οι ενδείξεις και μη χρήζουσες περαιτέρω κυρίας ανάκρισης σε βάρος του εκκαλούντος με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Ρόδου για τις πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση από κοινού, με συνολικό όφελος περιουσιακό άνω των 73.000 ευρώ και της λαθρεμπορίας από κοινού και, συνεπώς, ως προς τα κεφάλαια αυτά, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν επικυρουμένου κατά το μέρος αυτό του προσβαλλομένου βουλεύματος επιβαλλομένων των δικαστικών εξόδων στον εκκαλούντα". Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος- κατηγορούμενου και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Δωδεκανήσου, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος α) πλαστογραφίας με χρήση, σε βαθμό κακουργήματος, από την οποία το συνολικό όφελος που επιδίωξε και αντίστοιχα η συνολική περιουσιακή ζημία που προξένησε, υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ και β) της λαθρεμπορίας. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, διέλαβε την επιβαλλόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία αυτός παραπέμφθηκε στο ακροατήριο, επίσης δε τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά, στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 14, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 98, 216 παρ.1 και 3α του ΠΚ, όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ.4 του Ν. 2721/1999, και άρθρο 100 παρ. 1 του ν.1165/1918, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με άρθρο 1 του α. ν 2081/1939 και ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με το ν. 2960/2001, τις οποίες σωστά εφάρμοσε και ερμήνευσε και δεν παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές ή διατάξεις.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, περί εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, (άρθρο 484 παρ.1 περ. β και δ του Κ.Π.Δ), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, εκτίθεται στο σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, σε συνδυασμό με το διατακτικό του, με πληρότητα και σαφήνεια, και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, ότι το Συμβούλιο Εφετών, εκτίμησε το σύνολο των αποδεικτικών μέσων και αναφέρει λεπτομερώς και αναλυτικά με ποιο τρόπο ο αναιρεσείων, με την ιδιότητα του μετόχου και διαχειριστή της εδρεύουσας στη Ρόδο εταιρείας, με την επωνυμία "....... Ε.Π.Ε", φέρεται η ως άνω εταιρεία, στο κρίσιμο χρονικό διάστημα από το μήνα Νοέμβριο 2003 έως το μήνα Οκτώβριο του 2004, να έχει αποστείλει από τη φορολογική της αποθήκη τριάντα δυο (32) Συνοδευτικά Διοικητικά 'Εγγραφα,(ΣΔΕ), που αφορούσαν στην πώληση, υπό καθεστώς αναστολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, από την ως άνω εταιρεία, που εκπροσωπούσε ο κατηγορούμενος, τις αναφερόμενων σ' αυτά, κατ' είδος και ποσοτήτων οινοπνευματωδών ποτών, σε δυο διαφορετικές εταιρείες με έδρα το Βέλγιο, και συγκεκριμένα στην.... και στην ...., όπως διαπιστώθηκε από έλεγχο που πραγματοποίησαν οι υπηρεσίες του Τελωνείου Ρόδου. Αιτιολογείται επίσης, η παραδοχή, ότι ο κατηγορούμενος, ήταν εκείνος ο οποίος είχε συντάξει και υπογράψει τα ως άνω έγγραφα, στα οποία είχε θέσει την υπογραφή και τη σφραγίδα των εκπροσώπων των αλλοδαπών εταιρειών, ώστε να εμφανίζονται οι εταιρείες αυτές, ως αγοράστριες των αναφερομένων προϊόντων, όπως επίσης, αιτιολογείται η παραδοχή ότι όχι μόνο τα φερόμενα ως εξαχθέντα εμπορεύματα, δεν είχαν εξαχθεί και πολύ περισσότερο παραληφθεί από τις φερόμενες αγοράστριες εταιρείες, όπως αυτές βεβαίωσαν εγγράφως τις αρμόδιες ελληνικές αρχές και συγκεκριμένα το Τελωνείο Ρόδου με το οποίο αντάλλαξε αλληλογραφία, αλλά και ότι αυτά είχαν διατεθεί στο εσωτερικό της Χώρας, με αποτέλεσμα να στερήσει το Ελληνικό Δημόσιο από την είσπραξη των αναλογούντων δασμών και τελών της τάξεως των 2.771.118,07 ευρώ. Ενόψει αυτών, αμφότεροι οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτηση στο σύνολό της. Οι λοιπές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, με τις οποίες, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η, επί της ουσίας, αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Μετά από αυτά, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων, στα δικαστικά έξοδα. (άρθρο 583 παρ.1 του Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την με αριθμό 3/2-11--2007 αίτηση του Χ1 , για αναίρεση του υπ' αριθμό 99/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Δωδεκανήσου και Επιβάλλει σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι ( 220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 9 Μαϊου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ