Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 760 / 2009    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Φοροδιαφυγή, Υπέρβαση εξουσίας.




Περίληψη:
Φοροδιαφυγή. Καταδικαστική απόφαση για παράβαση του άρθρου 19 του Ν 2523/1997 και απόρριψη λόγων αναίρεσης (α) για απόλυτη ακυρότητα λόγω μη τήρησης των διατάξεων που καθορίζουν την της ποινικής δίωξης, εσφαλμένη ερμηνεία της παραπάνω διάταξης και υπέρβαση εξουσίας, (β) απόρριψη λόγων αναίρεσης για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας λόγω λήψεως υπόψη ισχυρισμών του πολιτικώς ενάγοντος χωρίς να έχει παραστεί νομίμως στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου και λόγω μη δόσεως τελευταία του λόγου στον συνήγορο του κατηγορούμενου, ως αβασίμου και (γ) απόρριψη λόγου για έλλειψη αιτιολογίας του αυτοτελούς ισχυρισμού για αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 83 2α ΠΚ.




Αριθμός 760/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα - Εισηγήτρια, Ανδρέα Τσόλια, Ιωάννη Παπουτσή και Ανδρέα Δουλγεράκη, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου, για να δικάσει την αίτηση των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) ... και 2) ..., που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Κωνσταντίνο Κοσμάτο, περί αναιρέσεως της 7393/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Ιουλίου 2008 αίτησή τους αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1339/2008.

Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο άρθρο 21 παρ. 2 εδάφια, β' και γ' του N. 2523/ 1997 σχετικά με την έναρξη της ποινικής δίωξης επί των περιπτώσεων του άρθρου 19, ορίζεται ότι, "κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμοδίας Δ.Ο.Υ. ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του ν. 2343/1995. Στις περιπτώσεις του προηγουμένου εδαφίου η μηνύτρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου. Επηκολούθησε η δικονομικού χαρακτήρα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 40 του Ν. 3220/2004 με την οποία προστέθηκε εδάφιο δ' στην παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου 21 του Ν. 2523/1997 κατά την οποία "ειδικά, όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγουμένου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου άρθρου". Περαιτέρω από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι για την άσκηση ποινικής διώξεως κατά του υπαιτίου του εγκλήματος αυτού απαιτείται απλή αίτηση του προϊσταμένου της αρμόδιας Οικονομικής Υπηρεσίας προς τον Εισαγγελέα της έδρας της, χωρίς να απαιτείται και πράξη καταθέσεως της αιτήσεως αυτής, όπως προβλέπει το άρθρο 41 Κ.Π.Δ., πράγμα που θα όριζε ρητώς ο νομοθέτης εάν ήθελε οπωσδήποτε τη σύνταξη εκθέσεως καταθέσεως της αιτήσεως αυτής. Στην προκειμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της αναίρεσης προβάλλεται κατ' εκτίμηση του δικογράφου η αιτίαση ότι το εκδόν την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστήριο κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και καθ' υπέρβαση εξουσίας καταδίκασε τους αναιρεσείοντες για αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων, αφού προέβη στην κατ' ουσίαν έρευνα της υποθέσεως χωρίς να ερευνήσει προηγουμένως αν υπάρχουν οι δικονομικές προϋποθέσεις τις οποίες τάσσει ο νόμος για την παραδεκτή άσκηση της ποινικής δίωξης. Ειδικότερα προβάλλεται ότι κατ' εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε ως αβάσιμους τους παρακάτω ισχυρισμού τους, τους οποίους είχε προβάλλει ο εκπροσωπείσας αυτούς συνήγορός τους πριν την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας: α) στην παρούσα υπόθεση αποκλειστική αρμοδιότητα για την διενέργεια του ελέγχου και την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς είχε ο αρχικά Προϊστάμενος του ΕΘΕΚ και όχι ο Προϊστάμενος του ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας και μετέπειτα ο Προϊστάμενος των Ειδικών Συνεργείων Ελέγχου. Έτσι, η διενέργεια του ελέγχου, η σύνταξη του πορίσματος αυτού και εντέλει η υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς - βάσει των οποίων ασκήθηκε σε βάρος των εκκαλούντων η ποινική δίωξη - έλαβε χώρα από αναρμόδιο προς τούτο όργανο και συγκεκριμένα από τον Προϊστάμενο του ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας και συνεπώς καθιστά άκυρη την σε βάρος τους ποινική δίωξη β) η σε βάρος των εκκαλούντων ασκηθείσα ποινική δίωξη είναι απαράδεκτη γιατί στην με αριθ. πρωτ. 17207//ΤΔΙΚ/1531/19-11-2003 μηνυτήρια αναφορά του Διευθυντή του ΣΔΟΕ Περιφερειακής Διεύθυνσης Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία έχει το χαρακτήρα αίτησης του άρθρου 41 ΚΠοινΔ, λείπει η απαιτούμενη έκθεση κατάθεσης, γεγονός που συνεπάγεται την. απόλυτη ακυρότητα για μη τήρηση των διατάξεων, που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής δίωξης, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 1 εδ β' και 176 παρ. 1 του ΚΠοινΔ γ) η τελευταία (ποινική δίωξη) στηρίζεται στην νομικά πλημμελή και άκυρη υπ' αριθ. 1531/2003 έκθεση ελέγχου, και επομένως, πρέπει να παύσει η σε βάρος των εκκαλούντων ποινική δίωξη μέχρι την σύνταξη νέας έκθεσης ελέγχου από την φορολογική αρχή, κατά τους νόμιμους τύπους, αφού προηγουμένως ακολουθηθεί και η υποχρεωτική και μη τηρηθείσα διαδικασία της προηγούμενης ακρόασής τους και δ) η ποινική δίωξη στηρίζεται στην υπ'αριθ. 1531/2003 έκθεση ελέγχου, με την οποία καταλογίσθηκαν σε βάρος της εταιρίας των εκκαλούντων οι επίδικες παραβάσεις για τις χρήσεις 2000 και 2001 και εκδόθηκαν οι υπ' αριθ. 274/2003 και 275/2003 αποφάσεις επιβολής προστίμου, οι οποίες όμως, μετά την ανατροπή τους με τις υπ' αριθ. 1524/2006 και 1525/2006 αποφάσεις του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης απέβαλλαν κάθε ισχύ και νόμιμο έρεισμα, με αποτέλεσμα να έχει εκλείψει η δικονομική αυτή προϋπόθεση για την έγκυρη άσκηση της ποινικής δίωξης, σε κάθε περίπτωση δε, η συγκεκριμένη φορολογική διαφορά περαιώθηκε διοικητικά με την έκδοση των παραπάνω αποφάσεων του Τρ. Διοικ. Πρωτ. Θεσ/νίκης. Τους παραπάνω ισχυρισμούς περί ακυρότητας της ασκηθείσας κατά των αναιρεσειόντων ποινικής δίωξης απέρριψε του Τριμελές Πλημ/κείο, με τη παρακάτω αιτιολογία: Εν προκειμένω τηρήθηκε η, για την παράβαση του άρθρου 19 παρ. 1 - 4 ν. 2523/1997, προβλεπόμενη διαδικασία, όσον αφορά στο έγκλημα της φοροδιαφυγής, που τελείται με την έκδοση ή την αποδοχή πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων - παρά τα ως άνω αντίθετα υποστηριζόμενα από το συνήγορο των εκκαλούντων - κατηγορουμένων - δοθέντος του ότι, η σε βάρος των τελευταίων ποινική δίωξη έλαβε χώρα βάσει της σχετικής προβλεπόμενης μηνυτήριας αναφοράς, προς τον αρμόδιο Εισαγγελέα, του Προϊσταμένου του ΣΔΟΕ Κεντρικής Μακεδονίας, που ήταν αρμόδιο προς τούτο όργανο, όπως ρητά ορίζεται στην προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 21 του παρόντος νόμου (όπου και αναφέρονται διαζευκτικά οι αρμόδιες, για την υποβολή της εν λόγω μηνυτήριας αναφοράς, αρχές, μεταξύ δε των οποίων και ο Προϊστάμενος του Σ.Δ.Ο.Ε., καθόσον, η εν λόγω υπηρεσία διενήργησε το σχετικό έλεγχο), μη έχοντος μετά ταύτα του Προϊσταμένου του ΕΘΕΚ αποκλειστική αρμοδιότητα προς τούτο και συγκεκριμένα προς υποβολή της επίδικης μηνυτήριας αναφοράς. Πέραν τούτου, δεν απαιτείται και πράξη κατάθεσης της μηνυτήριας αναφοράς (ή αίτησης) της υπηρεσίας, που διενήργησε το σχετικό έλεγχο, κατά τη διάταξη του άρθρου 41 Κ.Π.Δ., δεδομένου του ότι, εάν ο νομοθέτης ήθελε τη σύνταξη έκθεσης κατάθεσης της τελευταίας, τούτο, ως αναγκαίος όρος, θα οριζόταν ρητά στην εν λόγω διάταξη. Ο ισχυρισμός περί του ότι πάσχει η επίδικη με αριθ. 1531/2003 έκθεση ελέγχου, για το λόγο ότι δεν τηρήθηκε η υποχρεωτική διαδικασία της προηγούμενης ακρόασης των εκκαλούντων, ενώ την ίδια πλημμέλεια φέρει και η συνταχθείσα κατ' επανάληψη της διαδικασίας, με αριθμ. 2026/2006 έκθεση ελέγχου (η οποία και υφίσταται), υποβάλλεται αλυσιτελώς, δοθέντος του ότι το εν λόγω γεγονός δεν επηρεάζει την παρούσα ποινική υπόθεση και συνεπώς τυγχάνει απορριπτέος. Τέλος - σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα από τα άρθρα 17 και 18 του νόμου εγκλήματα (φοροδιαφυγής για παράλειψη υποβολής ή για υποβολή ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος και της φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών αντίστοιχα), στα οποία η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή, που ασκήθηκε, ή σε περίπτωση μη άσκησης της τελευταίας, πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση της, κατά της εν λόγω εγγραφής - επί του προβλεπομένου από το προαναφερθέν άρθρο 19 του ιδίου νόμου εγκλήματος, η ποινική δίωξη, όπως προεκτέθηκε, ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου των αρμοδίων αρχών. Με τα δεδομένα αυτά, ο πιο πάνω ισχυρισμός του συνηγόρου των εκκαλούντων - στους οποίους και αποδίδεται το έγκλημα της φοροδιαφυγής, με αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων - περί του ότι, η συγκεκριμένη φορολογική διαφορά περαιώθηκε διοικητικά, αφού οι σχετικές αποφάσεις επιβολής προστίμου, που αφορούσαν τα επίδικα φερόμενα ως εικονικά φορολογικά στοιχεία, ανατράπηκαν με τις πιο πάνω αποφάσεις του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, και έτσι απέβαλλαν κάθε ισχύ και νόμιμο έρεισμα, καθώς και ότι εξέλειψε πλέον η σχετική δικονομική προϋπόθεση για την έγκυρη άσκηση της ποινικής δίωξης, αλυσιτελώς προβάλλεται επίσης και ως εκ τούτου κρίνεται απορριπτέος. Έτσι κρίνοντας το Τριμελές Πλημ/κείο το μεν ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις παραπάνω διατάξεις σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, το δε δεν υπερέβη αρνητικά την εξουσία του με το να μην κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη κατά των αναιρεσειόντων αλλά να προχωρήσει στην κατ' ουσίαν έρευνα της υπόθεσης και καταδικάσει τους αναιρεσείοντες, και είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο από το άρθρ. 510 § 1 στοιχ. Ε και Η του Κ.Π.Δ. ο αντίθετος πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης.
Με τον δεύτερο λόγο της αιτήσεως αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α του Κ.Π.Δ. πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παράνομης παράστασης σ'αυτό της πολιτικής αγωγής άλλως λόγω παραβάσεως των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση των κατηγορουμένων άλλως για υπέρβαση εξουσίας, με τις ειδικότερες αιτιάσεις ότι παρανόμως το Ελληνικό Δημόσιο παρέστη το πρώτο ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, ως και ότι παρανόμως και καθ' υπέρβαση εξουσίας δόθηκε ο λόγος σε μη διάδικο σε αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ., κατά την οποία εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνεις τους διαδίκους τον λόγο όταν το ζητήσουν. Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της με αριθμό 46176/2006 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, το Ελληνικό Δημόσιο, δεν είχε δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στην πρωτοβάθμια δίκη. Όπως δε προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, μετά την υποβολή και ανάπτυξη από το συνήγορο των κατηγορουμένων των ενστάσεων ακυρότητας της ποινικής δίωξης και του αιτήματος κήρυξης απαράδεκτης της ποινικής δίωξης ζήτησε και πήρε το λόγο η ευρισκόμενη στο ακροατήριο δικαστική αντιπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία και ζήτησε να απορριφθούν οι παραπάνω ισχυρισμοί. Στη συνέχεια το Δικαστήριο αφού προηγουμένως είχε δώσει το λόγο στον Εισαγγελέα και τον συνήγορο των κατηγορουμένων δημοσίευσε την με τον ίδιο αριθμό με την προσβαλλόμενη παρεμπίπτουσα απόφασή του με την οποία απέρριψε ως αβάσιμους τους παραπάνω ισχυρισμούς του συνηγόρου των κατηγορουμένων περί ακυρότητας της ποινικής δίωξης και κήρυξης απαράδεκτης της τελευταίας. Μετά την απαγγελία της παραπάνω απόφασης η Πρόεδρος ανάφερε ότι είναι προφανές ότι από παραδρομή δόθηκε ο λόγος στη δικαστική αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, επί των προαναφερομένων αυτοτελών ισχυρισμών των εκκαλούντων. Στη συνέχεια ζήτησε και έλαβε το λόγο ο συνήγορος των κατηγορουμένων ο οποίος πρότεινε την ένσταση ακυρότητας της διαδικασίας λόγω του ότι η δικαστική αντιπρόσωπος δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής η οποία έγινε δεκτή και κατόπιν δόθηκε ο λόγος σ'αυτήν επί των ισχυρισμών των εκκαλούντων. Μετά από αυτά, η δικαστική αντιπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου αφού πήρε το λόγο από τη Πρόεδρο δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης από τον αντίκτυπο που είχε στην αξιοπιστία και το κύρος των οργάνων του η σε βάρος του αξιόποινη πράξη των κατηγορουμένων και ζήτησε ως χρηματική ικανοποίηση να καταβάλλουν οι εκκαλούντες το ποσό των 5.000 ευρώ. Το Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση ακυρότητας της διαδικασίας διαλαμβάνοντας στο σκεπτικό της παρεμπίπτουσα απόφασής του ότι από παραδρομή δόθηκε ο λόγος στην ως άνω δικαστική αντιπρόσωπο, και ότι ήταν προφανές ότι δεν ελήφθηκε υπόψη του η πρότασή της ν' απορριφθούν οι ως άνω ισχυρισμοί των κατηγορουμένων, και κατόπιν σχετικής προτάσεως του Εισαγγελέως διέταξε την αποβολή της εν λόγω πολιτικής αγωγής εκ του λόγου ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν είχε παραστεί στην πρωτόδικη δίκη, ούτε είχε υποβάλλει κατ' αυτήν, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής. Εν όψει των παραπάνω, εφόσον από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, τα οποία δεν προσβάλλονται ως πλαστά προκύπτει ότι η αντιπρόσωπος του Ελληνικού Δημοσίου δεν δήλωσε παράσταση πολιτικής αγωγής πριν λάβει τον λόγο από την Πρόεδρο επί των ενστάσεων που πρότεινε ο συνήγορος των κατηγορουμένων το Δικαστήριο δεν υπέπεσε στην από το άρθρο 510 § 1Α του Κ.Π.Δ. πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας στο ακροατήριο την οποία ιδρύει α) η κατά το άρθρο 171 § 2 Κ.Π.Δ. παράνομη παράσταση της πολιτικής αγωγής σ'αυτό (ακροατήριο), αφού για να κρίνει αυτό το παράνομο της εν λόγω παράστασης, έπρεπε να έχει προηγηθεί δήλωση του Ελληνικού Δημοσίου, για παράσταση αυτού ως πολιτικώς ενάγοντος αποτυπούμενη στα πρακτικά σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 68 του Κ.Π.Δ. υπό τον τίτλο άσκησης και διατύπωσης της πολιτικής αγωγής, πράγμα το οποίο κατά τ' ανωτέρω δεν συνέβη στην προκειμένη περίπτωση, β) η παραβίαση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του κατηγορουμένου που προβλέπεται από το άρθρ. 171 § 1 περ. δ' του Κ.Π.Δ., ούτε υπερέβη την εξουσία του με το να δώσει (από παραδρομή) τον λόγο στην αντιπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου χωρίς να είναι διάδικος, αφού κατά τ' ανωτέρω, σύμφωνα με τα πρακτικά, σε κανένα σημείο της διαδικασίας δεν στερήθηκαν οι κατηγορούμενοι των υπερασπιστικών δικαιωμάτων τους και αυτό ανεξάρτητα του ότι, δεν προκύπτει ότι ο συνήγορος των αναιρεσειόντων μετά τη δόση του λόγου από την Πρόεδρο στην ως άνω δικαστική αντιπρόσωπο του Δημοσίου έκανε χρήση της παρεχομένης από τη διάταξη του άρθρου 335 § 2 του Κ.Π.Δ. δυνατότητας να ασκήσει προσφυγή σε ολόκληρο το δικαστήριο.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 333 παρ. 2 και 3 και 335 παρ. 2 του Κ.Π.Δ., συνάγεται ότι οσάκις ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει κατ' αίτηση των διαδίκων τον λόγο σ' αυτούς, προκειμένου να προβούν σε δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για κάθε θέμα που αφορά τη συζητούμενη υπόθεση, αν εκείνος που ζήτησε και έλαβε τον λόγο είναι ο κατηγορούμενος, δεν υποχρεούται, μετά την απάντηση του Εισαγγελέα και των διαδίκων, να δώσει εκ νέου σε αυτόν (κατηγορούμενο) τελευταίοι το λόγο. Μόνο δε αν ζητήσει ο κατηγορούμενος και πάλι το λόγο και δεν του δοθεί από τον διευθύνοντα τη ζήτηση και προσφύγει αυτός αμέσως, μη αποδεχόμενος τη προεδρική διάταξη, σε ολόκληρο το δικαστήριο και τούτο αρνηθεί να του δώσει το λόγο, επέρχεται, κατ' άρθρο 170 παρ. 2, ακυρότητα, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης. Εξ' άλλου από τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 463 του Κ.Π.Δ., η οποία ορίζει ότι "Σε κάθε περίπτωση είναι απαραίτητο ο δικαιούμενος να έχει συμφέρον για την άσκηση του ενδίκου μέσου", συνάγεται ότι και για την προβολή κάποιου λόγου αναίρεσης πρέπει ο αναιρεσείων να έχει συμφέρον να τον προβάλει, διαφορετικά είναι απορριπτέος ο λόγος αυτός ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη υπόθεση, από τα πρακτικά της δίκης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτουν τα ακόλουθα: Μετά την απαγγελία της απόφασης, η οποία απέρριψε την ένσταση περί απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας που είχαν υποβάλει δια του συνηγόρου τους οι κατηγορούμενοι, ο συνήγορος των τελευταίων, αφού ζήτησε και πήρε τον λόγο από την Πρόεδρο, υπέβαλε αίτημα να καταγραφεί στα πρακτικά η χρονική διαδικασία των γεγονότων. Στη συνέχεια η Εισαγγελέας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο πρότεινε την αποβολή της πολιτικής αγωγής. Μετά από αυτά το Δικαστήριο εξέδωσε και δημοσίευσε με παρόντες τους διαδίκους την με τον ίδιο αριθμό με την προσβαλλόμενη απόφασή του με την οποία δέχθηκε τις αντιρρήσεις που υπέβαλε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων - κατηγορουμένων κατά της δήλωσης περί παράστασης πολιτικής αγωγής του Ελληνικού Δημοσίου και διέταξε την αποβολή της πολιτικής αγωγής. Συνακόλουθα, δεδομένου ότι από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η παραπάνω παρεμπίπτουσα απόφαση δεν προκύπτει ότι ο συνήγορος των αναιρεσειόντων είχε ζητήσει να λάβει εκ νέου τον λόγο πριν από την απαγγελία της ως άνω παρεμπίπτουσας απόφασης, ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α δεύτερος λόγος αναίρεσης με τον οποίο βάλλεται η προσβαλλόμενη απόφαση, για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο λόγω παραβιάσεως της διάταξης του άρθρου 333 § 3 του Κ.Π.Δ. που αναφέρεται στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου ανεξάρτητα από το ότι προβάλλεται χωρίς έννομο συμφέρον εν όψει της αμέσως προηγηθείσας από τον ως άνω συνήγορο υποβολής ένστασης απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας για παράσταση του Ελληνικού Δημοσίου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η επιβαλλομένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της αποφάσεως πρέπει να υπάρχει, όχι μόνον ως προς τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς οι ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Π.Δ., στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του και τείνουν εις την άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή την μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν ή εις την εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής. Οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για την θεμελίωση τους κατά την οικεία διάταξη, ώστε να μπορέσει ο δικαστής, ύστερα από αξιολόγηση, να κάμει δεκτούς ή να τους απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση ο συνήγορος των ήδη αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων μετά τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας ζήτησε επί λέξει "να τους αναγνωρισθούν ελαφρυντικά καθώς ο πρώτος έχει σοβαρό πρόβλημα υγείας, ενώ και οι δύο είναι οικογενειάρχες με ανήλικα τέκνα, εργάζονται ως επιχειρηματίες και συναλλάσσονται και με το Δημόσιο και δεν έχουν καταδικαστεί άλλη φορά αμετάκλητα". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τον παραπάνω αυτοτελή ισχυρισμό με την εξής αιτιολογία: "Ο ως άνω υποβληθείς από το συνήγορο των εκκαλούντων - κατηγορούμενων αυτοτελής ισχυρισμός περί αναγνώρισης σ'αυτούς της ελαφρυντικής περίστασης του πρότερου έντιμου βίου τους (άρθρο 84 2α ΠΚ), τυγχάνει κατά κρίση του Δικαστηρίου αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, δοθέντος του ότι ο πρότερος έντιμος βίος των παραπάνω πρέπει να ανάγεται σε όλες τις μορφές της συμπεριφοράς τους, ήτοι ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και εν γένει κοινωνική ζωή. Πλην όμως, στην προκειμένη περίπτωση, από οιοδήποτε αποδεικτικό μέσο (σημειουμένου ότι η εξετασθείσα μάρτυράς τους δεν κατέθεσε οτιδήποτε σχετικά με τα εν λόγω περιστατικά), δεν προέκυψε ότι, οι τελευταίοι μέχρι το χρόνο που τέλεσαν το παραπάνω έγκλημα, έζησαν πράγματι, έντιμη ατομική, οικογενειακή επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή. Και τούτο γιατί, το ότι αυτοί έχουν λευκό ποινικό μητρώο, είναι οικογενειάρχες με ανήλικα τέκνα και ο πρώτος αντιμετωπίζει πρόβλημα υγείας, δε αρκούν από μόνα τους προς θεμελίωση του εν λόγω ισχυρισμού τους, καθόσον, δεν αποδείχθηκε καθ'οιονδήποτε τρόπο, ούτε εξακριβώθηκε η εν γένει συμπεριφορά τους, σε όλες τις ως άνω εκφάνσεις και μορφές της. Η αιτιολογία της παραπάνω παρεμπίπτουσας απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου πληρεί την από τις διατάξεις του Συντάγματος και του άρθρου 139 του ΚΠΔ αξιούμενη προϋπόθεση να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη και πρέπει να απορριφθεί ο τελευταίος από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Δ' περί του αντιθέτου λόγος αναίρεσης ως αβάσιμος.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 10/7/2008 αίτηση των: α) ... και β) ... για αναίρεση της 7393/2008 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.

Καταδικάζει καθένα από τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 17 Μαρτίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή