Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 597 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Υπέρβαση εξουσίας, Έφεση Εισαγγελέα.




Περίληψη:
Σύμφωνα με το άρθρο 486 παρ. 3 του ΚΠΔ η έφεση του Εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Υπερέβη την εξουσία του το Εφετείο με το να απορρίψει αναιτιολόγητα την ένσταση περί απαραδέκτου, να δεχθεί την έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, η οποία δεν είχε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, και στη συνέχεια να καταδικάσει τον κατηγορούμενο. Αναιρεί την απόφαση η οποία είχε κηρύξει ένοχο τον κατηγορούμενο για ψευδή καταμήνυση. Απορρίπτει ως απαράδεκτη την έφεση.





ΑΡΙΘΜΟΣ 597/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Θεοδώρα Γκοϊνη, Βασίλειο Κουρκάκη, Βιολέττα Κυτέα και Ελευθέριο Μάλλιο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Οκτωβρίου 2007, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ......, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Καρύδα, περί αναιρέσεως της 656/2006 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πατρών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον ψ1, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Στασινόπουλο.
Το Τριμελές Εφετείο Πατρών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 13 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1740/2006.

Αφού άκουσε Τους πληρεξούσιους δικηγόρους των πιο πάνω διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Σύμφωνα με το άρθρο 229 παρ. 1 του ΠΚ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 6 του ν. 3327/2005, όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι' αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι' αυτήν, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τον απαρτισμό της έννοιας του εγκλήματος της ψευδούς καταμήνυσης απαιτείται, αντικειμενικώς, η καταμηνυόμενη πράξη ή αναφερόμενη στην αρχή πράξη να συνιστά έγκλημα ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (εντελούς γνώσης-επίγνωσης) ότι η ανωτέρω πράξη είναι ψευδής και τη θέληση αυτού να καταμηνύσει τον παθόντα ή να τον αναφέρει στην αρχή, με σκοπό να προκαλέσει την άσκηση εναντίον του ποινικής ή πειθαρχικής διώξεως, ανεξαρτήτως της επιτεύξεως του σκοπού αυτού. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της εφέσεως του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής αποφάσεως για ψευδή καταμήνυση, πρέπει, εκτός των άλλων, να εξειδικεύεται η καταμηνυθείσα πράξη, να αναφέρεται ο επιδιωκόμενος σκοπός και επιπλέον, δεδομένου ότι για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υπόστασης του ως άνω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος, δηλαδή γνώση του δράστη με την έννοια της βεβαιότητας (επίγνωσης), ότι η ανακοίνωση ή καταμήνυση είναι ψευδής, πρέπει να αιτιολογείται ειδικά με παράθεση των πραγματικών περιστατικών τα οποία δικαιολογούν τη γνώση αυτή, για να αποκλειστεί ότι ο δράστης ενήργησε από ενδεχόμενο δόλο, διότι στην περίπτωση αυτή δεν θα θεμελιωνόταν η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Από τις διατάξεις των άρθρων 474, 476 παρ.1 και 498 του ΚΠΔ προκύπτει ότι η έκθεση που περιέχει τη δήλωση ασκήσεως του ένδικου μέσου της εφέσεως πρέπει, καταρχήν, να διαλαμβάνει ορισμένο λόγο, όπως η κακή εκτίμηση των αποδείξεων. Ειδικά όμως προκειμένου για έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, σύμφωνα με την παράγρ. 3 του άρθρου 486 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 2 παράγρ. 19 του ν. 2408/1996 και ισχύει από 4/6/1996, (άρθρο 7 του νόμου αυτού), "η άσκηση έφεσης από τον εισαγγελέα πρέπει να αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα στη σχετική έκθεση (άρθρο 498), άλλως η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη". Από τη διατύπωση αυτή του νόμου προκύπτει σαφώς ότι η αξιούμενη αιτιολογία της ασκούμενης από τον εισαγγελέα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης αποτελεί πρόσθετο τυπικό όρο του κύρους του ένδικου αυτού μέσου, που ασκείται μετά την ισχύ του νόμου 2408/1996, ήτοι μετά τις 4 Ιουνίου 1996. Γίνεται πλέον φανερό ότι ο νομοθέτης δεν αρκείται όπως γινόταν δεκτό μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.2408/1996, στην τυπική επίκληση ως λόγου εφέσεως "της κακής εκτίμησης των αποδείξεων" από την εκκαλούμενη αθωωτική απόφαση, αλλά αξιώνει από τον Εισαγγελέα ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση του λόγου εφέσεως, στον οποίο πρέπει να εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που τον θεμελιώνουν. Όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αντί να απορρίψει ως απαράδεκτη την έφεση του Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας στη σχετική έκθεση, προβαίνει στην εξέταση της ουσίας της υποθέσεως και στην καταδίκη του κατηγορουμένου, υπερβαίνει την εξουσία του, οπότε ιδρύεται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως (βλ. Ολ.ΑΠ 9/2005). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά, το Τριμελές Εφετείο Πατρών, απέρριψε την ένσταση του κατηγορουμένου, ήδη αναιρεσείοντος, περί απαραδέκτου της υπ' αριθμ. 95/21-6-2005 έφεσης της Εισαγγελέως Πλημ/κών Αγρινίου, κατά της υπ' αριθμ. 1291/9-6-2005 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημ/κείου Αγρινίου και αφού δέχθηκε τυπικά την ως άνω έφεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών κατά της αθωωτικής αυτής αποφάσεως, στη συνέχεια, εξήτασε την ουσία της υποθέσεως και κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα για ψευδή καταμήνυση, τον οποίον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία. Στην ως άνω έκθεση εφέσεως της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αγρινίου, που συντάχθηκε ενώπιον της αρμόδιας γραμματέως του πρωτοδικείου, και την οποία παραδεκτά επισκοπεί ο 'Αρειος Πάγος για την εξέταση του προβαλλομένου πρώτου λόγου αναιρέσεως, αναφέρεται ότι η παραπάνω Εισαγγελέας δήλωσε ότι ασκεί έφεση κατά της 1291/2005 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου, με την οποία κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος για ψευδή καταμήνυση, ενώ έπρεπε να κηρυχθεί ένοχος, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, για την αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη που προαναφέρθηκε, καθόσον, "από τις καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων και τα υπ' αριθμ. ...... και από ....... έγγραφα της Δ/νσης Πολεοδομίας Αιτ/νίας και του Τοπικού Συμβουλίου του Τ.Δ. Αετόπετρας του Δήμου Θέρμου, αντίστοιχα, προέκυψε, ότι ο κατηγορούμενος κατήγγειλε προφορικά σε υπαλλήλους της Δ/νσεως Πολεοδομίας Αιτ/νίας, που είχαν μεταβεί στην ....... για διενέργεια αυτοψίας, ότι ο εγκαλών ψ1 κατασκεύασε τοιχίο, χωρίς άδεια της αρμόδιας αρχής, αν και γνώριζε ότι το αυθαίρετο αυτό κτίσμα δεν κατασκευάστηκε από αυτόν (εγκαλούντα). Στην καταγγελία προέβη ο κατηγορούμενος με αφορμή τη μετάβαση των υπαλλήλων της Δ/νσης Πολεοδομίας για διενέργεια αυτοψίας επί δικών του αυθαιρέτων κατασκευών κατόπιν καταγγελίας του εγκαλούντος, γεγονός που καταδεικνύει και το σκοπό της καταμήνυσης αυτής".
Η αιτιολογία όμως αυτή της έφεσης της Εισαγγελέως δεν είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης, και επομένως έπρεπε αυτή να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, διότι, καίτοι στρέφεται κατά αθωωτικής απόφασης, δεν περιέχει την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτεί ο νόμος, αφού δεν εκτίθεται σ' αυτήν ποιες είναι οι συγκεκριμένες πλημμέλειες της αθωωτικής απόφασης περί την εκτίμηση των αποδείξεων και από ποια συγκεκριμένα περιστατικά δικαιολογείται η άσκηση της εφέσεως. Ειδικότερα, δεν αιτιολογείται ειδικώς ο δόλος, δηλαδή η γνώση του ψεύδους της ανακοίνωσης. Σε σχέση με το στοιχείο αυτό η έφεση περιορίζεται να παραθέσει απλώς τη φράση "αν και γνώριζε", χωρίς όμως να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά εκείνα από τα οποία η Εισαγγελέας συνήγαγε την κρίση ότι ο αναιρεσείων τελούσε εν γνώσει, ότι το επίμαχο τοιχίο κατασκευάστηκε από τον εγκαλούντα. Κατά συνέπεια, υπερέβη την εξουσία του το εκδόσαν την προσβαλλόμενη απόφαση Εφετείο, με το να απορρίψει αναιτιολόγητα την ένσταση περί απαραδέκτου της έφεσης και στη συνέχεια με το να καταδικάσει τον αναιρεσείοντα και έτσι κατέστησε αυτήν αναιρετέα. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός λόγος της κρινομένης αιτήσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Η' του ΚΠΔ και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την περί ενοχής του αναιρεσείοντος διάταξή της για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης. Μετά ταύτα, μη συντρεχούσης περιπτώσεως παραπομπής της υποθέσεως για νέα συζήτηση, κατά το άρθρο 519 ΚΠΔ, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η ένδικη έφεση της Εισαγγελέως κατά της 1291/2005 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου.

Για τους λόγους αυτούς

Αναιρεί την υπ'αριθμ.656/2006 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πατρών κατά την περί ενοχής διάταξή της ως προς τον αναιρεσείοντα για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης.
Απορρίπτει ως απαράδεκτη την υπ' αριθμ. 95/05 έφεση της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Αγρινίου κατά της υπ' αριθμ. 1291/2005 αθωωτικής αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αγρινίου.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 5 Μαρτίου 2008. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 11 Μαρτίου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή