Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 649 / 2021    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)


ΑΡΙΘΜΟΣ 649/2021

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

A' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ιωάννα Κλάπα-Χριστοδουλέα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της συνθέσεως), Γεώργιο Καλαμαρίδη-Εισηγητή, Ευστάθιο Νίκα, Κυριάκο Μπαμπαλίδη και Σοφία Πολύζου-Θεοχαρίδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 16 Ιουλίου 2021, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαριάννας Ψαρουδάκη και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Ν. Κ. του Ι., κατοίκου ..., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Μπέσκα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 323/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κιλκίς, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην υπ' αρ....-4-2021 αίτησή της αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 439/2021.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη αίτηση για την αναίρεση της 323/8-12-2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς, με την οποία η αναιρεσείουσα καταδικάστηκε σε χρηματική ποινή 1.500 ευρώ για το αδίκημα της αντιποίησης δικηγορίας κατ' εξακολούθηση, ασκήθηκε νομότυπα, δεδομένου ότι ασκήθηκε από την ίδια με δήλωσή της στη γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, στην περιφέρεια του οποίου κατοικεί (βλ. την ...-4-2021 σχετική έκθεση) και εμπρόθεσμα, καθώς η προσβαλλόμενη ως άνω απόφαση καταχωρίστηκε στο Ειδικό Βιβλίο στις 23-2-2021, πλην όμως η προθεσμία άσκησης της αναίρεσης τελούσε σε αναστολή από 24-2-2021 έως και 6-4-2021 με τις ΚΥΑ υπ' αριθμ. Δ1α/Γ.Π.οικ.10969/20-2-2021 (Β' 648), Δ1α/Γ.Π.οικ.12639/27-2-2021 (Β' 793), Δ1α/Γ.Π.οικ.13805/3-3-2021 (Β' 843), Δ1α/Γ.Π.οικ.14453/6-3-2021 (Β' 895), Δ1α/Γ.Π.οικ.16320/13-3-2021 (Β' 996), Δ1α/Γ.Π.οικ. 17698/20-3-2021 (Β' 1076), Δ1α/Γ.Π.οικ.18877/27-3-2021 (Β' 1194) περί αναστολής των νομίμων προθεσμιών άσκησης της προβλεπόμενων από τον ΚΠοινΔ ενδίκων μέσων για λόγους δημόσιας υγείας έναντι του COVID-19, ήρθη δε η αναστολή αυτή στις 6-4-2021 με το άρθρο 14 της ΚΥΑ Δ1α/Γ.Π.οικ.20651/3-4-2021 (Β' 1308) και άρχισε να τρέχει η προθεσμία από την επομένη, ήτοι από 7-4-2021, σύμφωνα με το άρθρο 84 παρ. 1 του Ν. 4790/2021, προσαυξανόμενη κατά 10 επί πλέον ημέρες, οπότε ασκήθηκε στις 28-4-2021, δηλαδή εμπρόθεσμα (άρθρ. 466 παρ. 1, 474 παρ. 1 και 473 παρ. 1 ΚΠοινΔ). Εφόσον δε, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε από πρόσωπο που είχε το σχετικό έννομο συμφέρον, κατά απόφασης υποκείμενης στο συγκεκριμένο ένδικο μέσο και περιλαμβάνει ορισμένους λόγους αναίρεσης και συγκεκριμένα την απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, την παράβαση των διατάξεων για τη δημοσιότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρ. 462, 464, 466, 474 παρ. 1 και 4, 504 παρ. 1, 505 παρ. 1α, 510 παρ. 1 στοιχ. Α', Γ', Δ' και Ε' ΚΠοινΔ), είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της. Κατά τη διάταξη του άρθρου 175 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης του εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, "1. Όποιος με πρόθεση αντιποιείται την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή με χρηματική ποινή. 2. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την αντιποίηση της άσκησης δικηγορίας, καθώς επίσης και για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα". Κατά δε την ταυτάριθμη διάταξη του νέου ΠΚ, που ισχύει από 1-7-2019, "1. Όποιος με πρόθεση αντιποιείται την άσκηση κάποιας δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής υπηρεσίας τιμωρείται με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας. 2. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται και για την αντιποίηση άσκησης υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού ή άλλης θρησκείας γνωστής στην Ελλάδα, καθώς και για την αντιποίηση της άσκησης δικηγορίας". Η τελευταία αυτή διάταξη είναι επιεικέστερη της αντίστοιχης διάταξης του προϊσχύσαντος ΠΚ και εφαρμόστηκε στην συγκεκριμένη υπόθεση κατ' άρθρο 2 του ΠΚ, αφού, ναι μεν η νομοτυπική μορφή του εγκλήματος δεν έχει αλλάξει, προβλέπεται, όμως, για την παράβασή της χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας, αντί της φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή χρηματικής ποινής, που προβλεπόταν προηγουμένως. Τιμωρείται, δηλαδή, η παράβαση της ως άνω διάταξης ελαφρύτερα. Περαιτέρω, ως δικηγορική υπηρεσία νοούνται εκείνες οι δραστηριότητες, οι οποίες μόνο από δικηγόρο μπορούν να πραγματοποιηθούν. Έτσι, αντιποίηση δικηγορίας συνιστά η άσκηση καθηκόντων δικηγόρου, η ίδρυση και λειτουργία δικηγορικού γραφείου από πρόσωπο που δεν είναι δικηγόρος, με σκοπό τη διεκπεραίωση δικαστικών και εξωδίκων υποθέσεων, όπως και η επίκληση ή η οιαδήποτε χρήση του τίτλου ή της ιδιότητας του δικηγόρου από πρόσωπο που δεν κατέχει τέτοιο τίτλο και δεν έχει την ιδιότητα αυτή. Εξ άλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 1 του Κώδικα περί Δικηγόρων (Ν. 4194/2013) "Όποιος, χωρίς να έχει την ιδιότητα του δικηγόρου, εμφανίζεται με αυτήν και διενεργεί πράξεις που ανήκουν αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του δικηγορικού λειτουργήματος ή υπόσχεται τη διενέργεια τέτοιων πράξεων, ακόμα και εάν διορίζει για αυτό δικηγόρο της εκλογής τους, τιμωρείται κατά το άρθρο 175 του Ποινικού Κώδικα, όπως εκάστοτε ισχύει, εκτός αν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 1 και 4 του ίδιου πιο πάνω Κώδικα, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 του Ν. 4205/2013, "1. Ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ενώπιον δικαστών με την ιδιότητά τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης, το στάδιο της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς ή της εξωδικαστικής διαμεσολάβησης ή δικαστικής μεσολάβησης ή της διαδικασίας της εκούσιας δικαιοδοσίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι διαδικασίες παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή έκδοση διαταγής πληρωμής, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα
ΙΙΙ, οι οποίες προορίζονται για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ), του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Προνοίας - Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του Ν. 2915/2001, όπου ισχύει. 2...3...4. Ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων, καθώς και για την παράστασή του κατά τη συζήτηση των ανωτέρω ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. Επίσης, για την παράσταση ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων κάθε βαθμού, των ανακριτών ή ανακριτικών υπαλλήλων ή δικαστικών συμβουλίων, οφείλει να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η παράστασή του δεν γίνεται δεκτή...". Περαιτέρω, η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης, όταν σε αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη δε τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο (ΑΠ 215/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κιλκίς δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων σ' αυτήν κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (ένορκη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας στο ακροατήριο και έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο) ότι αποδείχθηκαν κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα: "Δυνάμει της υπ' αριθμ. 3847/26-9-2008 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, η κατηγορουμένη, που ήταν δικηγόρος Θεσσαλονίκης με Α.Μ. ..., καταδικάστηκε για τα ποινικά αδικήματα της ενεργητικής δωροδοκίας, της παράβασης του νόμου περί μεσαζόντων κατ' εξακολούθηση και της χρήσης πλαστού. Κατόπιν άσκησης έφεσης εκ μέρους της, με την υπ' αριθμ. 1302-1303/23-9-2010 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης καταδικάστηκε για τα ίδια ως άνω αδικήματα σε συνολική ποινή φυλάκισης δεκατεσσάρων μηνών, της οποίας η εκτέλεση ανεστάλη επί τριετία. Η δε αίτηση αναίρεσης που η ίδια άσκησε κατά της ως άνω (δευτεροβάθμιας) απόφασης, απορρίφθηκε με την υπ' αρ. 1130/12-7-2011 απόφαση του ΣΤ' τμήματος του Αρείου Πάγου. Κατόπιν τούτων, με την υπ' αρ. .../4-7-2012 απόφαση της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Δικηγορικού Λειτουργήματος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εκδόθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1 περ. 2 και 80 παρ. 1 και 3 του ΝΔ 3026/1954 "περί του Κώδικος Δικηγόρων" (ΦΕΚ Α'235), διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας της κατηγορουμένης. Η δε υπ' αριθμ. .../27-9-2013 αίτηση επαναδιορισμού της ίδιας ως δικηγόρου, απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. .../8-10-2013 απόφαση της Προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Διοίκησης Δικαιοσύνης του άνω Υπουργείου, κατά της οποίας η κατηγορουμένη άσκησε την από 9-10-2013 αίτηση ακύρωσης. Ωστόσο, η τελευταία απορρίφθηκε με την υπ' αριθμ. 1524/1-6-2017 απόφαση του Γ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Εξ άλλου, συνεπεία της ανωτέρω αμετάκλητης ποινικής καταδίκης της και της συνακόλουθης αυτοδίκαιης αποβολής της δικηγορικής της ιδιότητας, η κατηγορουμένη, ήδη από τις 15-3-2012, διεγράφη από τα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, όπου ήταν εγγεγραμμένη. Ωστόσο, η εν λόγω διαγραφή της δεν γνωστοποιήθηκε στους λοιπούς δικηγορικούς συλλόγους παρά μόνο τρία και πλέον έτη αργότερα με το υπ' αριθμ. πρωτ. .../21-12-2015 έγγραφο του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Έτσι, μέχρι και την κοινοποίηση του εν λόγω εγγράφου στο Δικηγορικό Σύλλογο Κιλκίς, η κατηγορουμένη εξακολουθούσε να εμφαίνεται ως εν ενεργεία δικηγόρος στο σχετικό ηλεκτρονικό σύστημα του αρμόδιου για την έκδοση γραμματίων προείσπραξης εισφορών και ενσήμων τμήματός του (Δικηγορικού Συλλόγου Κιλκίς), δοθέντος και του ότι αυτό δεν ήταν συνδεδεμένο με το αντίστοιχο σύστημα του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Εκμεταλλευόμενη τούτο το γεγονός, η κατηγορουμένη, που, παρά την απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας και τη διαγραφή της από τα μητρώα του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, συνέχιζε να ασκεί δικηγορία, αναλαμβάνοντας το χειρισμό πολιτικών και ποινικών υποθέσεων, κατά την εκδίκαση των οποίων παρίστατο ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων, προσερχόταν στη Γραμματεία του Δικηγορικού Συλλόγου Κιλκίς με την ιδιότητα της δικηγόρου και εξέδιδε στο όνομά της, ως Δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, τα οποία ακολούθως προσκόμιζε στα διάφορα δικαστήρια, ενώπιον των οποίων είτε παρίστατο, είτε κατέθετε δικόγραφα. Μάλιστα, στην έκδοση των εν λόγω γραμματίων η ίδια προέβαινε, μολονότι, ενόψει των νομικών της γνώσεων και της προηγούμενης άσκησης του λειτουργήματος της δικηγόρου, γνώριζε ότι δεν είχε δικαίωμα να προβεί, αφού, όπως με σαφήνεια προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 96 παρ. 1 και 4 του ν.δ. 3026/1954 (ΦΕΚ Α' 235) και, μετά την κατάργησή της, από εκείνη του άρθρου 61 παρ. 1, 2 και 4 του ν. 4194/2013 (ΦΕΚ Α' 208/27-9-2013), τέτοιου είδους γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων υπέρ των κατά τόπους δικηγορικών συλλόγων, των ταμείων και των λογαριασμών αλληλοβοήθειας και ενίσχυσης των δικηγόρων, εκδίδουν μόνο οι εν ενεργεία δικηγόροι, ενόψει των διαδικαστικών πράξεων και των παραστάσεων, που πραγματοποιούν ενώπιον των δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα από 24-9-2013 έως 14-9-2015, η κατηγορουμένη, ενεργώντας κατά τον προδιαληφθέντα τρόπο, εξέδωσε τα κάτωθι γραμμάτια: 1) το με αριθμό .../24-9-2013 με εντολέα τον Χ. Κ. για παράσταση ενώπιον του Εφετείου (Ειδικές διαδικασίες), 2) το με αριθμό ...24-9-2013 με εντολέα τον Χ. Κ. για παράσταση ενώπιον του Εφετείου (Ειδικές Διαδικασίες), 3) το με αριθμό ...22-11-2013 με εντολέα τον Ι. Π. για παράσταση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, 4) το με αριθμό ...22-11-2013 με εντολέα τον Α. Σ. για έφεση κατά απόφασης Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, 5) το με αριθμό .../22-11-2013 με εντολέα τον Α. Κ. για αίτηση αναστολής ποινής, 6) το με αριθμό ...22-11-2013 με εντολέα τον Α. Σ. για παράσταση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, 7) το με αριθμό .../22-11-2013 με εντολέα τον Α. Σ. για αίτηση συγχώνευσης ποινών, 8) το με αριθμό .../22-11-2013 με εντολέα των Α. Σ. για παράσταση ενώπιον Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, 9) το με αριθμό .../17-1-2014 με εντολέα την Κ. Χ. για παράσταση ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, 10) το με αριθμό .../18-2-2014 με εντολέα τον Τ. Ν. για παράσταση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου, 11) το με αριθμό .../6-6-2014 με εντολέα τον Π. Γ. για παράσταση ενώπιον Μονομελούς Πλημμελειοδικείου, 12) το με αριθμό ...10-10-2014 με εντολέα την Ε. Μ. για αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς, 13) το με αριθμό ...24-10-2014 με εντολέα τη Σ. Γ. για παράσταση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κιλκίς, 14) το με αριθμό .../3-2-2015 με εντολέα την Χ. για παράσταση ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς, 15) το με αριθμό .../2-3-2015 με εντολέα τον Η. Χ. για παράσταση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς (ασφαλιστικά μέτρα), 16) το με αριθμό .../24-3-2015 με εντολέα τον Σ. για παράσταση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κιλκίς (αυτοκίνητα), 17) το με αριθμό .../18-6-2015 με εντολέα τον B. L. για παράσταση σε προσωρινή διαταγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (ασφαλιστικά μέτρα), 18) το με αριθμό .../7-9-2015 με εντολέα την Μ. Χ. για κατάθεση αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κιλκίς και 19) το με αριθμό .../14-9-2015 με εντολέα την Μ. Χ. για παράσταση ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κιλκίς. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η κατηγορουμένη, με περισσότερες πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, με πρόθεση αντιποιήθηκε την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, αφού, ενώ γνώριζε πως δεν διατηρεί πλέον την ιδιότητα του δικηγόρου και πως δεν είναι πλέον εν ενεργεία μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης ή άλλου δικηγορικού συλλόγου του Κράτους (διότι, σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα κατέθετε την προειρημένη υπ' αριθμ. .../27-9-2013 αίτηση περί επαναδιορισμού της ως δικηγόρου), εμφανιζόταν ενώπιον του αρμόδιου υπαλλήλου (ταμία) του Δικηγορικού Συλλόγου Κιλκίς ως έχουσα την άνω ιδιότητα και διενεργούσε πράξεις, που προσιδιάζουν αποκλειστικά σε δικηγόρους. Επικαλούνταν, επομένως, και έκανε ενώπιον τρίτου χρήση του τίτλου και της ιδιότητας του δικηγόρου, μολονότι, δεν τη διέθετε. Η δε συμπεριφορά της αυτή στοιχειοθετεί αντικειμενικά και υποκειμενικά την αξιόποινη πράξη της αντιποίησης της άσκησης δικηγορίας κατ' εξακολούθηση (πρβλ. ΑΠ 1939/2004 ΠοινΛογ 2004, 2344, ΑΠ 474/2003 ΠοινΛογ 2003, 522) και δεν συνιστά απλά απόπειρα τέλεσής της, όπως η ίδια διατείνεται. Όσον αφορά δε στον ισχυρισμό της ότι βρισκόταν σε πραγματική, άλλως δε σε νομική πλάνη, διότι, κατόπιν επικοινωνίας της με το Υπουργείο Δικαιοσύνης, θεωρούσε ότι μπορούσε να εκδίδει γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων στο όνομά της, αφού οι ίδιοι οι υπάλληλοι του εν λόγω Υπουργείου, μετά την απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας εκ μέρους της, την ενέγραψαν εκ νέου στα οικεία μητρώα δικηγόρων, τούτος (ισχυρισμός) πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν επιβεβαιώθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Αντίθετα, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, αφενός μεν η αίτηση επαναδιορισμού της κατηγορουμένης ως δικηγόρου απορρίφθηκε, αφετέρου δε η συνέχιση της δυνατότητάς της να εκδίδει στο όνομά της και υπό την ιδιότητα της δικηγόρου (την οποία είχε απολέσει) γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων από τη γραμματεία του ενταύθα Δικηγορικού Συλλόγου οφείλεται σε ελλιπή μηχανοργάνωση των κατά τόπους δικηγορικών συλλόγων, και δη στο γεγονός πως, κατά τα έτη 2013-2015, τα σχετικά με την έκδοση γραμματίων προείσπραξης συστήματα αυτών δεν ήταν ηλεκτρονικά συνδεδεμένα μεταξύ τους, με συνέπεια το οικείο σύστημα του Δικηγορικού Συλλόγου Κιλκίς να μην ενημερωθεί εγκαίρως για την από 15-3-2012 διαγραφή της κατηγορουμένης από τον Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης, όπου ήταν εγγεγραμμένη. Με βάση τα εν λόγω πραγματικά περιστατικά, από τα οποία σαφώς προκύπτει πως η κατηγορουμένη, κατά το προαναφερόμενη χρονικό διάστημα, εξέδιδε το όνομά της γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, παριστάνοντας εν γνώσει της ψευδώς σε τρίτο πως τυγχάνει εν ενεργεία δικηγόρος, μολονότι είχε απολέσει τη σχετική ιδιότητα, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη του προβλεπόμενου από της διατάξεις του άρθρου 175 παρ. 1-2 του νέου ΠΚ αδικήματος της αντιποίησης της άσκησης δικηγορίας κατ' εξακολούθηση, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό". Με βάση δε τις παραδοχές αυτές το δικαστήριο της ουσίας καταδίκασε την αναιρεσείουσα σε χρηματική ποινή 1.500 ευρώ. Με αυτά που δέχθηκε το ως Εφετείο δικάζον Τριμελές Πλημμελειοδικείο Κιλκίς διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθώς εκθέτει σ' αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και τα οποία πράγματι συγκροτούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος για το οποία κηρύχθηκε ένοχη η αναιρεσείουσα και τα οποία περιστατικά ορθώς υπήγαγε στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 14, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 79, 98, 175 παρ. 1, 2 του νέου ΠΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 57 και 80 του παλαιού ΠΚ και με το άρθρο 9 παρ. 1α του Κώδικα Δικηγόρων (Ν. 4194/2013), τις οποίες ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με την παραδοχή δηλαδή ασαφών ελλιπών ή αντιφατικών αιτιολογιών ώστε να στερείται η απόφαση νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, διαλαμβάνονται στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα στοιχεία που απαρτίζουν την νομοτυπική υπόσταση του εγκλήματος της αντιποίησης δικηγορίας, την οποία τέλεσε η αναιρεσείουσα κατ' εξακολούθηση και συγκεκριμένα ο τρόπος τέλεσης της αξιόποινης αυτής πράξης στην τετελεσμένη μορφή της κατά χρόνο, τόπο και λοιπές περιστάσεις. Έτσι, σύμφωνα με τις παραδοχές του Δικαστηρίου, η αναιρεσείουσα, παρά τη διαγραφή της από το Δικηγορικό Σύλλογο Θεσσαλονίκης και την απώλεια της δικηγορικής της ιδιότητας, συνέχιζε να ασκεί δικηγορία, αναλαμβάνοντας το χειρισμό πολιτικών και ποινικών υποθέσεων. Εμφανιζόταν δε στον αρμόδιο υπάλληλο του Δικηγορικού Συλλόγου Κιλκίς και δηλώνοντάς του ψευδώς την ιδιότητα της δικηγόρου-μέλους του Δικηγορικού Συλλόγου της Θεσσαλονίκης, εξέδιδε στο όνομά της γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων, τα οποία στη συνέχεια προσκόμιζε στα διάφορα δικαστήρια, ενώπιον των οποίων είτε παρίστατο, είτε κατέθετε δικόγραφα. Δεν δημιουργείται, επομένως, η οποιαδήποτε ασάφεια ή αντίφαση σχετικά με τη μορφή του συγκεκριμένου εγκλήματος ως τετελεσμένου, το οποίο, άλλωστε, σύμφωνα και με τις προαναφερθείσες νομικές σκέψεις, θεωρείται τετελεσμένο και με την επίκληση και χρήση του τίτλου ή της ιδιότητας του δικηγόρου ενώπιον τρίτου από πρόσωπο που δεν έχει την ιδιότητα αυτή, στην προκειμένη δε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε και, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, η αναιρεσείουσα εμφανίστηκε 19 φορές ενώπιον του αρμοδίου υπαλλήλου του Δικηγορικού Συλλόγου Κιλκίς, δηλώνοντας την ιδιότητα του δικηγόρου, την οποία είχε απολέσει και εκδίδοντας στο όνομά της αντίστοιχο αριθμό γραμματίων προείσπραξης εισφορών και ενσήμων, τα οποία μόνο για τους εν ενεργεία δικηγόρους εκδίδονται. Κατά συνέπεια, όσα αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου της αίτησης αναίρεσης περί παραβίασης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ και συγκεκριμένα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ασαφείς αιτιολογίες σχετικά με το αν το αδίκημα, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχη, ήταν τελεσμένο ή σε απόπειρα, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ως αβάσιμος, επίσης, πρέπει να απορριφθεί και ο πρώτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, κατά το δεύτερο σκέλος του, περί παράβασης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' ΚΠοινΔ (και όχι του στοιχ. Δ', που επικαλείται), με την ειδικότερη αιτίαση τη αναιρεσείουσας ότι το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα την προανακριτική της απολογία. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης, μεταξύ των αναγνωστέων εγγράφων δεν περιλαμβάνεται και η προανακριτική απολογία της αναιρεσείουσας, ούτε, άλλωστε, ο πληρεξούσιος δικηγόρος της, ο οποίος την εκπροσώπησε στη δίκη εκείνη, υπέβαλε αίτημα ανάγνωσης της απολογίας της αυτής. H ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της απόφασης, που επιβάλλεται από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 171 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητας για καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξης ή στη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγήσουν στο ειδικότερο ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά τη ρητή ή σιωπηρή απόρριψή τους (ΑΠ 533/2020). Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση του αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και συνεπώς, της κατηγορίας, ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια και γι' αυτό το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του, αλλά απαντά σε τέτοιο ισχυρισμό με την αιτιολογία επί της ενοχής (ΑΠ 533/2020, ΑΠ 2036/2019).
Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα, επικαλούμενη την παράβαση του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση, με το δεύτερο αναιρετικό λόγο, την αιτίαση ότι δεν απαντήθηκε από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ο αυτοτελής ισχυρισμός που προέβαλε στο ακροατήριο με σαφήνεια και πληρότητα, όπως καταγράφηκε και στα πρακτικά της απόφασης και ειδικότερα ο ισχυρισμός της ότι δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της αντιποίησης δικηγορίας. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν είναι αυτοτελής, αλλά συνιστά αρνητικό της κατηγορίας ισχυρισμό και συνεπώς το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει ειδικά επ' αυτού και μάλιστα με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ωστόσο, απάντησε το Δικαστήριο με την με την κύρια επί της ενοχής για την ως άνω πράξη πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του.
Συνεπώς, ο τα αντίθετα υποστηρίζων δεύτερος λόγος της αναίρεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 358, 362 παρ. 1 και 367 ΚΠοινΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη και η συνεκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας, ως αποδεικτικού μέσου, εγγράφου που δεν αναγνώσθηκε κατά την προφορική συζήτηση στο ακροατήριο, συνιστά απόλυτη ακυρότητα και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναίρεσης, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του, κατά το άρθρο 358 του ΚΠοινΔ, δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις, παρατηρήσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό μέσο, ενώ παραβιάζονται επίσης και οι αρχές περί προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και κατ' αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας και εκ της οποίας παραβίασης δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Γ' ΚΠοινΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 192/2020, ΑΠ 82/2020).
Εν προκειμένω, η αναιρεσείουσα, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης, επικαλούμενη την παράβαση του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α' και Γ' ΚΠοινΔ, αιτιάται το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο ότι, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έλαβε υπόψη του αμέσως και ευθέως και στήριξε κυρίως επ' αυτής την κρίση του περί της ενοχής της για την ανωτέρω πράξη, την προανακριτική κατάθεση της μάρτυρος Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Κιλκίς, μνημονεύοντας μάλιστα αυτήν σε δύο σημεία του σκεπτικού της απόφασής του, η οποία, όμως κατάθεση, όπως ισχυρίζεται, δεν αναγνώστηκε στο ακροατήριο, ούτε περιλαμβάνεται ως αναγνωστέο έγγραφο στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, τα οποία αναγνώσθηκαν, με αποτέλεσμα να επέλθει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και να παραβιασθεί έτσι η αρχή της προφορικότητας της διαδικασίας. Ωστόσο, η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη, ως στηριζόμενη σε αναληθή προϋπόθεση. Και τούτο διότι, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης, καθώς και της προσβαλλόμενης απόφασης, το κείμενο της οποίας εκτέθηκε ανωτέρω, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του, όπως αναφέρεται στο προοίμιο του σκεπτικού του, την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα ενσωματωμένα στην απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα την ένορκη κατάθεση ενώπιόν του της Α. Ε., Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγους Κιλκίς, όπως και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, όχι όμως την προανακριτική κατάθεση της ως άνω μάρτυρος, η οποία ούτε μνημονεύεται, έστω και ακροθιγώς, στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασης, ούτε επίσης περιλαμβάνεται στα αναγνωσθέντα στο ακροατήριο έγγραφα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της δευτεροβάθμιας δίκης, ο Προεδρεύων του Δικαστηρίου, μετά την εξέταση της ως άνω μάρτυρος, ρώτησε το συνήγορο της κατηγορουμένης-αναιρεσείουσας εάν θέλει να προβεί σε δηλώσεις, εξηγήσεις και παρατηρήσεις σχετικά με την κατάθεση αυτής και εκείνος απάντησε αρνητικά. Επομένως, δεν συνέτρεξε εν προκειμένω περίπτωση αποστέρησης της κατηγορουμένης από το δικαίωμά της να εκθέσει τις απόψεις της και να προβεί σε παρατηρήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό μέσο, ούτε περίπτωση αποστέρησης αυτής από την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισής της, που της παρέχονται από το νόμο, ούτε και περίπτωση παραβίασης των αρχών περί προφορικότητας της συζήτησης στο ακροατήριο και κατ' αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητας της διαδικασίας, όσα δε αντίθετα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα με τον ως άνω αναιρετικό λόγο είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω και επειδή δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς εξέταση, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 578 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση της Ν. Κ., κατοίκου ..., για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθμ. ...-4-2021 έκθεση ενώπιον της Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, για την αναίρεση της 323/2020 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Κιλκίς.
Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 30 Ιουλίου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 2 Αυγούστου 2021.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή