Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 852 / 2019    (Α2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 852/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α2' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Ιωσήφ Τσαλαγανίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αβροκόμη Θούα, Γεώργιο Αποστολάκη, Θεόδωρο Κανελλόπουλο - Εισηγητή και Κυριάκο Οικονόμου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 14 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Α. Σ. του Φ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αντώνιο Κουδρόγλου, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσίβλητης: Α. Δ. του Χ., κατοίκου .... Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Φιλοποίμενα Καρδαρά.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 26-7-2010 αγωγή της ήδη αναιρεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 19474/2013 του ίδιου Δικαστηρίου και 2491/2017 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί ο αναιρεσείων με την από 27-12-2017 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792§2, 961, 962 και 1113 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν απ' αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού (ΑΠ 1121/2017, ΑΠ 2191/2007). Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν εκ των κοινωνών, δεν αποκλείεται όμως να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρο 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του κατά τα άρθρα 914 ή και 1099 ΑΚ, αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς (ΑΠ 362/2010) ή πολύ περισσότερο αν τους απέβαλε από τη συννομή του κοινού (ΑΠ 1121/2017, ΑΠ 767/2014). Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσεως κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 802/2017, ΑΠ 187/2015). Κατά τα λοιπά ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του το κοινό πράγμα είναι κατ' αρχήν αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή προκειμένου για ακίνητο διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον με τον τρόπο αυτό αποκλείει στην πράξη τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 276/2016, ΑΠ 767/2014).
Συνεπώς, στη σχετική αγωγή αποζημιώσεως, καθώς και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που θα εκδοθεί, αρκεί, για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής, να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η επ` αυτού μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε κατά τον επίδικο χρόνο αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και επίσης, το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, συνιστάμενο στην αξία αυτής, η οποία προκειμένου περί αστικού ακινήτου ταυτίζεται με την μισθωτική αξία του μεριδίου του εκτός χρήσεως κοινωνού, της οποίας, συνεπώς αρκεί η αναφορά (ΑΠ 187/2015, ΑΠ 564/2012, ΑΠ 362/2010, ΑΠ 1761/2008). Άλλο στοιχείο δεν απαιτείται να αναφέρεται στην αγωγή και ειδικότερα άλλη έννομη σχέση, βάσει της οποίας ο εναγόμενος συγκοινωνός κάνει χρήση του κοινού πράγματος και κατά τη μερίδα του ενάγοντος, αλλά εναπόκειται στον εναγόμενο η προβολή ισχυρισμού (ενστάσεως), ότι κατέχει το κοινό πράγμα κατά το πέραν της μερίδας του ποσοστό βάσει ορισμένης έννομης σχέσης και ότι, συνακόλουθα, δεν υποχρεούται στην καταβολή της αξιούμενης με την αγωγή αποζημιώσεως (ΑΠ 564/2012, ΑΠ 1480/2000). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης, αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (Ολ ΑΠ 18/2008, ΟλΑΠ 7/2006). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση, και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την ως άνω διάταξη προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ' αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (AΠ 802/2017). Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 14-7-1988, ο οποίος... λύθηκε με τη με αριθμ. 12070/2010 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης... Κατά τη διάρκεια του γάμου τους, οι διάδικοι, με το με αριθμ. ….78/1997 συμβόλαιο αγοραπωλησίας... της συμβ/φου Ε. Κ. Χ., που μεταγράφηκε νόμιμα, κατέστησαν... συγκύριοι, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, επί ενός αγροτεμαχίου,... έκτασης 5.940 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στο Δήμο ...,... Στην αγορά προέβησαν προκειμένου να εγκατασταθεί σ' αυτό η ασκούμενη από τον εναγόμενο, στο όνομά του, επιχείρηση, με αντικείμενο την πώληση και εμπορία ειδών επιπλοποιίας,..., ενώ καμία μεταξύ τους συμφωνία δεν υπήρξε για κτήση του ακινήτου από την ενάγουσα, κατά ποσοστό 50%, με την ιδιότητα της έμμεσης αντιπροσώπου του εναγόμενου, με συνακόλουθη υποχρέωση, περαιτέρω, μεταβίβασής του σε αυτόν. Τα έτη 1998 -1999, και το έτος 2005, στο ανωτέρω αγροτεμάχιο, αναγέρθηκε και επεκτάθηκε, αντίστοιχο, κτίριο, τελικού εμβαδού 1.000 τ.μ., περίπου, ... Το κτίριο αυτό αποτελείται από έκθεση - εμπορικό χώρο, αποθήκες, τρία γραφεία, και o λοιπός χώρος του αγροτεμαχίου χρησιμοποιείται για τις ανάγκες δραστηριότητας της επιχείρησης (χώρος στάθμευσης οχημάτων, φορτηγών κ.λ.π.). Με τη συναίνεση της ενάγουσας, το επίκοινο ακίνητο χρησιμοποιούταν από την προαναφερθείσα επιχείρηση, στην οποίο απασχολούταν και αυτή, ενώ η κερδοφορία της επιχείρησης αποτελούσε τη μοναδική πηγή εσόδων της οικογένειας των διαδίκων. Αρχές Οκτωβρίου του έτους 2008, η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διασπάστηκε. Έκτοτε, ο εναγόμενος χρησιμοποιεί, αποκλειστικά, όλο το επίκοινο ακίνητο, για την εγκατάσταση της επιχείρησής του έως και τον Ιούλιο 2010, που αποτελεί τον ένδικο χρόνο. Επομένως, εφόσον ο εναγόμενος έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, η ενάγουσα έχει ανάλογη, προς το ποσοστό του δικαιώματός της, μερίδα από το όφελος, που ο εναγόμενος αποκόμισε και αντίστοιχα εξοικονόμησε, με την αποφυγή ισόποσης δαπάνης για την εκμίσθωση της ανάλογης μερίδας της ενάγουσας, γιο το χρονικό διάστημα από Οκτώβριο 2008 έως και Ιούλιο 2010. Ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι η ενάγουσα δεν αξίωσε τη σύγχρηση του επικοίνου ούτε ο ίδιος εμπόδισε τη σύγχρηση του επικοίνου από την ενάγουσα, είναι αλυσιτελής... Ακόμη και αν η ενάγουσα δεν πρόβαλε αξίωση σύγχρησης η συγκύρια - ενάγουσα έχει ανάλογη του δικαιώματός της μερίδα από το ανωτέρω όφελος του εναγομένου, το οποίο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν παρεμπόδισε την ενάγουσα να χρησιμοποιεί ανάλογη μερίδα αυτής, αλλά αρκεί η προαναφερθείσα αποκλειστική χρήση του. Δεν αποδείχθηκε, ούτε, μονομερής, οιονεί περιορισμένη, ανάλογη της μερίδας του εναγόμενου, χρήση του ανωτέρω επικοίνου ακινήτου, είτε άτυπα είτε μετά από σχετική ρύθμιση της χρήσης αυτού. Το όφελος που ο εναγόμενος απεκόμισε και δικαιούται η ενάγουσα συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας της, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα ως αποζημίωση..., ωφέλεια και εξοικονόμηση δαπάνης μίσθωσης της μερίδας της ενάγουσας. Το ένδικο ακίνητο βρίσκεται μπροστά στη ..., ενώ όπισθεν αυτού διέρχεται η ... και στην περιοχή υπάρχουν βιοτεχνικές και εμπορικές επιχειρήσεις..... Η μισθωτική αξία του όλου ακινήτου, με βάση τις μισθωτικές συνθήκες, που κρατούσαν κατά τον ως άνω χρόνο χρήσης, ήτοι οπό Οκτώβριο 2008 έως και Ιούλιο 2010, μεταξύ των οποίων και η αρχόμενη ημεδαπή οικονομική κρίση,.., λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση του επίκοινου αγροτεμαχίου και του οικοδομήματος, που αποτελεί συστατικό αυτού, ανερχόταν στο ποσό των 2.500,00 ευρώ μηνιαίως. Επομένως, ο εναγόμενος, ο οποίος έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, για την εγκατάσταση της επιχείρησής του, το ανωτέρω ένδικο χρονικό διάστημα, οφείλει να αποδώσει στην ενάγουσα, το αναλογούν στη μερίδα της όφελος που αποκόμισε, με την εξοικονόμηση αντίστοιχης δαπάνης, που θα δαπανούσε για τη μίσθωσή της, και στερήθηκε η ενάγουσα, και ανέρχεται στο ποσό των 27.500,00 ευρώ (1.250,00 ευρώ Χ 22 μήνες)". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, και αφού δέχθηκε, επίσης, την προβληθείσα από τον εναγόμενο ένσταση συμψηφισμού ανταπαίτησης ποσού 11.000 ευρώ, λόγω αποκλειστικής χρήσης από την ενάγουσα έτερου κοινού ακινήτου (διαμερίσματος) των διαδίκων, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε κρίνει διαφορετικά (ως προς τη μισθωτική αξία του επίδικου επίκοινου ακινήτου), δέχθηκε, στη συνέχεια, εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο (αναιρεσείοντα) να καταβάλει στην ενάγουσα (αναιρεσίβλητη) το ποσό των 16.500 ευρώ (27.500 -11.000), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 785, 786 και 787 ΑΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, καθόσον μόνη η παραδοχή της προσβαλλόμενης ότι στην αγορά του συγκεκριμένου ακινήτου προέβησαν οι διάδικοι προκειμένου να εγκατασταθεί σε αυτό η ασκούμενη από τον εναγόμενο επιχείρηση και ότι, πράγματι, με τη συναίνεση της ενάγουσας, το εν λόγω κοινό ακίνητο εχρησιμοποιείτο από την προαναφερθείσα επιχείρηση του εναγομένου, δεν αναιρεί το δικαίωμα της ενάγουσας, και αν ακόμη δεν πρόβαλε αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσει από τον αναιρεσείοντα, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός της μερίδα από το όφελος που εκείνος αποκόμισε. Εξάλλου, με αυτά που δέχθηκε το Εφετείο δεν στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσης, αφού από το αιτιολογικό αυτής προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, ενώ έχει και τις αναγκαίες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, επαρκές και χωρίς αντιφάσεις, ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, δηλαδή της συγκυριότητας των διαδίκων και των μερίδων αυτών επί του κοινού ακινήτου, της αποκλειστικής χρήσης, κατά την επίδικη χρονική περίοδο, του εν λόγω ακινήτου από τον εναγόμενο και του τρόπου χρήσης αυτού, καθώς και της ωφέλειας που ο τελευταίος αποκόμισε από την αποκλειστική αυτή χρήση, η οποία ταυτίζεται με τη μισθωτική αξία της μερίδας της ενάγουσας. Επομένως, ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τους αρ. 1 και 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Ο ίδιος ως άνω λόγος, καθό μέρος με αυτόν ο αναιρεσείων προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση παράλειψη εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 810, 819 ΑΚ είναι απαράδεκτος κατά το άρθρ. 562 παρ. 2 ΚΠολΔ, αφού ο αναιρεσείων δεν ισχυρίζεται, αλλά ούτε και από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων προκύπτει, ότι προέβαλε στο Δικαστήριο της ουσίας ισχυρισμό, ότι έκανε χρήση του κοινού δυνάμει άτυπης σύμβασης χρησιδανείου με την αναιρεσίβλητη, ενώ η επίκληση των περί νομής διατάξεων είναι αλυσιτελής, αφού και χωρίς κακή πίστη ο αναιρεσείοων υποχρεούται, κατά τις παραπάνω νομικές σκέψεις, να αποδώσει στην αναιρεσίβλητη το όφελος που αποκόμισε από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου (ΑΠ 767/2014).
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τον αναιρεσείοντα για την άσκηση αυτής παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-12-2017 αίτηση του Α. Σ. για αναίρεση της 2491/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος για την άσκηση της ανωτέρω αίτησης παραβόλου.
Επιβάλλει στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Μαρτίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 17 Ιουλίου 2019.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή