Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εισαγγελική Πρόταση.
Περίληψη:
Αιτιολογία παραπεμπτικού βουλεύματος. Υπάρχει και όταν το Συμβούλιο παραπέμπει στην Εισαγγελική πρόταση που είναι αιτιολογημένη. Αρκεί να αναφέρει όλα τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη χωρίς να απαιτείται να αναφέρει από ποιον διάδικο προσκομίσθηκαν. Απορρίπτει αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 14/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
E' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη και Βιολέττα Κυτέα - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Δεκεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1241/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1) Ψ1 και 2) Ψ2, κατοίκους ...
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων -κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 17.7.2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1210/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη με αριθμό 362/2.11.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Ι. Eισάγω στο Συμβούλιό Σας, σύμφωνα με το ά. 485 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., την 149/17-7-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 η οποία ασκήθηκε για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Κ. Μιχαλόπουλο σύμφωνα με την από 15-7-2009 νομότυπη εξουσιοδότηση του προς αυτόν που προσκόμισε και προσαρτάται, κατά του 1241/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα ακόλουθα:
ΙΙ. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 5047/2004 βούλευμά του παρέπεμψε τον ήδη αναιρεσείοντα κατηγορούμενο στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημιά συνολικά άνω των 5.000.000 δρχ.
Κατά του βουλεύματος αυτού αυτός άσκησε την 41/2005 έφεσή του η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη στην ουσία της από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 336/2006 βούλευμά του. Κατά του βουλεύματος αυτού ο ήδη αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την 138/2006 αίτησή του αναιρέσεως επικαλούμενος απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του α. 386 του ΠΚ. Η αίτησή του αυτή έγινε δεκτή από τον Άρειο Πάγο ο οποίος με την 1138/2007 απόφασή του σε Συμβούλιο αναίρεσε το βούλευμα αυτό για απόλυτη ακυρότητα και συγκεκριμένα επειδή δεν του γνωστοποιήθηκε το πέρας της συμπληρωματικής κυρίας ανακρίσεως στην διεύθυνση κατοικίας που είχε δηλώσει . Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών επανήλθε και με το 1241/2009 βούλευμά του : α) απέρριψε την έφεσή του κατά του 5047/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και β) διόρθωσε και επαναδιατύπωσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη με την ακόλουθη μορφή : "Στην Καλλιθέα Αττικής στις ..., ενεργώντας κατ' επάγγελμα και συνήθεια, με σκοπό ν' αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος μεγαλύτερο των 15.000 ευρώ, έβλαψε την ξένη περιουσία προκαλώντας ζημία μεγαλύτερη επίσης των 15.000 ευρώ, πείθοντας κάποιους σε πράξη με εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών. Συγκεκριμένα, τυγχάνων πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της εδρεύουσας στην Καλλιθέα Αττικής (οδός Ελ. Βενιζέλου αρ. 4) εταιρείας με την επωνυμία "ΑΚΤΙΟΝ - ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ" και με διακριτικό τίτλο "ΑΚΤΙΟΝ ΑΕΛΔΕ" παρέστησε στις εγκαλούσες Ψ1 και Ψ2 (μητέρα και θυγατέρα, αντίστοιχα, από τις οποίες η πρώτη έχει ήδη αποβιώσει από το έτος 2004) ότι η εν λόγω εταιρεία του μπορούσε να επενδύσει τα χρήματα τους (αποταμιεύσεις τους σε Τράπεζα, που προήρχοντο από πώληση διαμερίσματος τους) με εξαιρετικά προσοδοφόρο τρόπο, αγοράζοντας για λογαριασμό τους μετοχές εταιρειών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και άλλες κινητές αξίες και περαιτέρω ότι, μπορούσε να διαχειριστεί το χαρτοφυλάκιο τους, διασφαλίζοντας γι' αυτές εγγυημένη ετήσια απόδοση 23% επί των κεφαλαίων τους, κατέχοντας τους οικείους τίτλους. Όμως οι παραστάσεις αυτές του κατηγορουμένου ήταν καθ' ολοκληρίαν εν γνώσει του ψευδείς, δεδομένου ότι η ως άνω εταιρεία του - σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 §1 θ' του Ν. 2396/96, σε συνδυασμό προς την υπ' αριθμ. 8072/ΦΕΚ Β'137/18-2-98 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς - είχε, όπως και κάθε ανάλογη επιχείρηση (ΕΛΔΕ), δικαίωμα μόνον λήψης και διαβίβασης εντολών εκ μέρους επενδυτών (πελατών τους) προς τα μέλη του Χ.Α.Α. για κατάρτιση συναλλαγών επί κινητών αξιών και μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και δεν νομιμοποιείτο να κατέχει κεφάλαια, κινητές αξίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκαν σε πελάτες της, ούτε πολύ περισσότερο να διαχειρίζεται αυτά πραγματοποιώντας απ' ευθείας επενδυτικές συναλλαγές στο Χ.Α.Α. Ουδεμία δε εγγύηση για σταθερά υψηλή απόδοση επενδεδυμένων κεφαλαίων μπορεί να παράσχει ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή η εταιρεία του. Έτσι, με τον προεκτεθέντα απατηλό τρόπο έπεισε τις εγκαλούσες να του καταβάλουν αρχικά (στις 14-5-1998) χρηματικό ποσό 15.000.000 δραχμών, το οποίο στη συνέχεια, κατά την ανανέωση της μεταξύ τους συμβάσεως στις 14-5-2000, ανήλθε στο ποσό των 18.220.000 δραχμών, κατόπιν νεώτερων καταβολών εκ μέρους των εγκαλουσών. Από το ποσό αυτό (των 18.220.000 δρχ.) ο κατηγορούμενος απέδωσε σταδιακά, το έτος 2001, στις παθούσες συνολικό ποσό 2.500.000 δρχ. και έτσι η τελική ζημία που αυτές υπέστησαν ανήλθε τελικά στο ποσό των 15.720.000 (= 18.220.000 -2.500.000) δρχ. ή 46.221,60 ευρώ, το οποίο αυτός - όπως είχε προαποφασίσει - ιδιοποιήθηκε και ωφελήθηκε παράνομα, χωρίς μάλιστα να προβεί σε οποιαδήποτε διαβίβαση εντολής για κάποια επένδυση για λογαριασμό των εγκαλουσών. Στην ανωτέρω πράξη του σε βάρος των εγκαλουσών, ο κατηγορούμενος προέβη ενεργώντας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, δηλαδή με σκοπό να ποριστεί εισόδημα για βιοπορισμό και έχοντας αναπτυγμένη και σταθερή ροπή στη διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας του, όπως προκύπτει από την υποδομή που είχε δημιουργήσει για το σκοπό αυτό με τη σύσταση της ως άνω εταιρείας - η λειτουργία της οποίας, κατόπιν σχετικών καταγγελιών, ανεστάλη με την από 25/10/2001 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς - καθώς και από την επανειλημμένη τέλεση ανάλογων πράξεων απάτης σε βάρος και άλλων προσώπων, μεταξύ των οποίων ο Θ1 από τον οποίο απέσπασε και ωφελήθηκε παράνομα το ποσό των 24.000.000 δραχμών".
Το βούλευμα αυτό επιδόθηκε στον κατηγορούμενο στις 7-7-2009, όπως προκύπτει από το σχετικό αποδεικτικό του δικαστικού επιμελητή της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών ..., και αυτός στις 17-7-2009 εμπρόθεσμα, δηλ. εντός της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας από την επίδοση (α. 473 παρ. 1 του ΚΠΔ ), άσκησε την παραπάνω αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών. Ο κατηγορούμενος με την παραπάνω αίτηση αναιρέσεώς του στρέφεται κατά του τελεσιδίκου αυτού βουλεύματος και ζητά την εξαφάνισή του για έλλειψη αιτιολογίας ( α. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠΔ ) . Επειδή η αίτηση αυτή αναιρέσεως είναι νομότυπη, εμπρόθεσμη και παραδεκτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία της.
ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του Π.Κ. "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία, ως παραγωγός αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια, με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή οι συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται εις το παρελθόν ή εις το παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωσιν της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την ψευδή κατάσταση που εμφανίζει ο δράστης που έχει ήδη λάβει την απόφαση να μη εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιούται το έγκλημα της απάτης (Α.Π. 1054/2005 Π Λογ 2005 σελ. 931 κ. ά). Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν.2721/1999, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ), είτε χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' του ΠΚ, : α) κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος (ΑΠ 974/2006, ΑΠ 1564/2006, ΑΠ 2443/2003 ) και β) κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση αυτού προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς αυτό ως στοιχείο της προσωπικότητάς του (ΑΠ 974/2006, ΑΠ 957/2005, ΑΠ 1298/2006 ). Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα (ΑΠ 1073/2006, ΑΠ 1560/2002 ΠΧ' 2003.536, ΑΠ 1011/2000 ΠΧ' 2001.244). Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση (ΑΠ 2253/2002 ΠΧ' 2003.795).
ΙV. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των μαρτύρων σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης και τα υπόλοιπα έγγραφα, προέκυψαν τα ακόλουθα ουσιώδη και κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος υπήρξε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της εδρεύουσας στην Καλλιθέα Αττικής (οδός Ελ. Βενιζέλου αρ. 4) εταιρείας με την επωνυμία "ΑΚΤΙΟΝ - ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ" και με διακριτικό τίτλο "ΑΚΤΙΟΝ ΑΕΛΔΕ". Στις ... οι εγκαλούσες Ψ1 και Ψ2 (μητέρα και θυγατέρα, αντίστοιχα, από τις οποίες η πρώτη έχει ήδη αποβιώσει από το έτος 2004), κατόπιν προτροπών οικογενειακών φίλων και της εργαζόμενης στην εταιρεία Ε1, επισκέφθηκαν τα γραφεία της εταιρείας όπου ο κατηγορούμενος τις διαβεβαίωσε ότι η εν λόγω εταιρεία του μπορούσε να επενδύσει τα χρήματα τους (αποταμιεύσεις τους σε Τράπεζα, που προήρχοντο από πώληση διαμερίσματος τους) με εξαιρετικά προσοδοφόρο τρόπο, αγοράζοντας για λογαριασμό τους μετοχές εταιρειών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και άλλες κινητές αξίες και περαιτέρω ότι, μπορούσε να διαχειριστεί το χαρτοφυλάκιο τους, διασφαλίζοντας γι' αυτές εγγυημένη ετήσια απόδοση 23% επί των κεφαλαίων τους, κατέχοντας τους οικείους τίτλους. Όμως οι παραστάσεις αυτές του κατηγορουμένου ήταν καθ' ολοκληρίαν εν γνώσει του ψευδείς, δεδομένου ότι η ως άνω εταιρεία του - σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 §1 θ' του Ν. 2396/96, σε συνδυασμό προς την υπ' αριθμ. 8072/ΦΕΚ Β'137/18-2-98 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς - είχε, όπως και κάθε ανάλογη επιχείρηση (ΕΛΔΕ), δικαίωμα μόνον λήψης και διαβίβασης εντολών εκ μέρους επενδυτών (πελατών τους) προς τα μέλη του Χ.Α.Α. για κατάρτιση συναλλαγών επί κινητών αξιών και μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και δεν νομιμοποιείτο να κατέχει κεφάλαια, κινητές αξίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκαν σε πελάτες της, ούτε πολύ περισσότερο να διαχειρίζεται αυτά πραγματοποιώντας απ' ευθείας επενδυτικές συναλλαγές στο Χ.Α.Α. Ουδεμία δε εγγύηση για σταθερά υψηλή απόδοση επενδεδυμένων κεφαλαίων μπορεί να παράσχει ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή η εταιρεία του. Έτσι, με τον προεκτεθέντα απατηλό τρόπο έπεισε τις εγκαλούσες να του καταβάλουν αρχικά (στις 14-5-1998) χρηματικό ποσό 15.000.000 δραχμών (ίδ. αντίγραφο της υπ' αριθμ. ... επιταγής της EUROBANK). To ποσό δε αυτό στη συνέχεια, κατά την ανανέωση της μεταξύ τους συμβάσεως στις 14-5-2000, ανήλθε στο ποσό των 18.220.000 δραχμών, κατόπιν νεώτερων καταβολών εκ μέρους των εγκαλουσών. Σημειώνεται ότι κατά τη νέα σύμβαση, στις 14-5-2000, ο κατηγορούμενος πιστοποίησε και εγγράφως την καταβολή του ποσού των 18.220.000 δρχ. (=53.470,29 ευρώ) καθώς και την δήθεν εγγυημένη απόδοση του κεφαλαίου σε ποσοστό 23% (ίδ. από 14-5-00 έγγραφο άνευ υπογραφών που προσκόμισαν οι εγκαλούσες δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους). Από το ποσό αυτό (των 18.220.000 δρχ.) ο κατηγορούμενος απέδωσε σταδιακά, το έτος 2001, στις παθούσες συνολικό ποσό 2.500.000 δρχ.-(ίδ. από 30-9-05 κατάθεση Ψ1) και έτσι η τελική ζημία που αυτές υπέστησαν ανήλθε τελικά στο ποσό των 15.720.000 (= 18.220.000 - 2.500.000) δρχ. ή 46.221,60 ευρώ. Το χρηματικό αυτό ποσό ιδιοποιήθηκε και ωφελήθηκε παράνομα ο κατηγορούμενος - όπως είχε προαποφασίσει - χωρίς μάλιστα να προβεί σε οποιαδήποτε διαβίβαση εντολής για κάποια επένδυση για λογαριασμό των εγκαλουσών, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ.... έγγραφο του Κεντρικού Αποθετηρίου Αθηνών (σύμφωνα με το οποίο, μετά από σχετικές αναζητήσεις, δεν βρέθηκε μερίδα και λογαριασμός αξιών με τα στοιχεία των εγκαλουσών).
Στην ανωτέρω πράξη του σε βάρος των εγκαλουσών, ο κατηγορούμενος προέβη ενεργώντας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, δηλαδή με σκοπό να ποριστεί εισόδημα για βιοπορισμό και έχοντας αναπτυγμένη και σταθερή ροπή στη διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας του, όπως προκύπτει από την υποδομή που είχε δημιουργήσει για το σκοπό αυτό με τη σύσταση της ως άνω εταιρείας - η λειτουργία της οποίας, κατόπιν σχετικών καταγγελιών, ανεστάλη με την από 25/10/2001 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς -καθώς και από την επανειλημμένη τέλεση ανάλογων πράξεων απάτης σε βάρος και άλλων προσώπων, μεταξύ των οποίων ο Θ1 από τον οποίο απέσπασε και ωφελήθηκε παράνομα το ποσό των 24.000.000 δραχμών (ίδ. από 20-1-2002 κατάθεση Θ1).
Συνεπώς, κατ' ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, καθίσταται πρόδηλο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντα κατηγορουμένου για την εν προκειμένω αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 15.000 ευρώ και - επομένως -ορθά κρίθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι αυτός πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του ενταύθα Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, για να δικαστεί για τη συγκεκριμένη πράξη. Κατά συνέπεια, η παρούσα έφεση κρίνεται ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί ως τέτοια, ενώ συγχρόνως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 319 §3 του ΚΠΔ, πρέπει να επικυρωθεί το πρωτόδικο βούλευμα και να επιβληθούν (κατ' άρθρο 583 §1 του ΚΠΔ) τα οικεία δικαστικά έξοδα - εκ 220 ευρώ - σε βάρος του εκκαλούντα κατηγορουμένου.
Περαιτέρω, από τη θεώρηση της διαλαμβανόμενης στο διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος κατηγορίας προκύπτουν σφάλματα επιδεχόμενα διορθώσεως αναφορικά ιδίως με τον χρόνο τέλεσης της πράξης και το ύψος της ζημίας που επήλθε στην περιουσία των εγκαλουσών. Ειδικότερα, ο χρόνος τέλεσης της πράξης ανάγεται (ορθά) σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στις 14-5-1998, όταν το πρώτον έλαβαν χώρα οι απατηλές παραστάσεις (ενώ συγχρόνως πραγματοποιήθηκε και η καταβολή του αρχικού ποσού των 15.000.000 δρχ.) και όχι στις 14-5-2000, οπότε καταρτίστηκε νέα σύμβαση και προσδιορίστηκε το έως τότε καταβληθέν ποσό σ' αυτό των 18.220.000 δρχ. Εξάλλου, στο πρωτόδικο βούλευμα (στο κεφάλαιο της κατηγορίας) προσδιορίζεται η εκ της απάτης επελθούσα ζημία στο ποσό των 18.220.000 δρχ., ενώ θα πρέπει να αφαιρεθεί το χρηματικό ποσό των 2.500.000 δρχ. που απέδωσε ο κατηγορούμενος στις εγκαλούσες το έτος 2001, δηλαδή να προσδιοριστεί το ποσό της ζημίας σ' αυτό των 15.720.000 δρχ. (= 18.220.000 - 2.500.000) ή 46.221,60 ευρώ. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να διορθωθεί και να επαναδιατυπωθεί η προκείμενη σε βάρος του κατηγορουμένου κατηγορία στο σύνολο της, δηλαδή και ως προς τα προαναφερθέντα σημεία, αλλά και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες παραδοχές των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την υπόθεση - δικαίωμα που έχει το παρόν Συμβούλιο κατ' άρθρο 317 του ΚΠΔ.
Το βούλευμα αυτό του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκθέτει: α) με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση β) τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά γ) τις αποχρώσες ενδείξεις ενοχής που δικαιολογούν την παραπομπή στο ακροατήριο και δ) τις σκέψεις με τις οποίες έχει υπαγάγει ορθά τα πραγματικά αυτά περιστατικά στην διάταξη περί απάτης του α. 386 παρ. 1 και 3 του Π.Κ. χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε πλαγίως. Συγκεκριμένα αναφέρει: α) τις ψευδείς παραστάσεις του κατηγορουμένου προς τις παθούσες β) την αλήθεια που αυτός γνώριζε γ) την παραπλάνηση από τις παραστάσεις αυτές των παθουσών δ) την περιουσιακή διάθεση εκ μέρους τους προς αυτόν ε) την ιδιοποίηση των ποσών που του δόθηκαν στον σκοπό του για πορισμό εισοδήματος από την δραστηριότητά του με βάση την υποδομή που είχε διαμορφώσει και ζ) την ροπή του σε τέλεση αναλόγων πράξεων . Ακόμα το ίδιο βούλευμα έχει λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει καθώς και τα έγγραφα της δικογραφίας χωρίς για την σχετική αιτιολογία να ήταν αναγκαίο να αναφέρει, όπως διατείνεται ο αναιρεσείων, ποιος προσκόμισε τα έγγραφα αυτά (ΑΠ 1151/2006, ΑΠ 1071/2005). Με βάση τα δεδομένα αυτά η αίτηση αυτή αναιρέσεως του κατηγορουμένου είναι αβάσιμη και για το λόγο αυτό πρέπει να απορριφθεί και να επιβληθούν σ' αυτόν τα δικαστικά έξοδα (α. 583 παρ. 1, όπως αντ. από το α. 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, σε συνδ. με το α. 3 παρ. 3 του Ν. 773/1977 και την 58553/19/28-6-2006 Α.Υ. Οικονομικών και Δικαιοσύνης).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω: Α) Να απορριφθεί η 149/17-7-2009 αίτηση αναιρέσεως του Χ1 κατοίκου ... κατά του 1241/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και Β) Να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 22 Οκτωβρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Αθανάσιος Κ. Κατσιρώδης
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγον αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες εκρίθη ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Δια την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα κατ' είδος γενικά, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά εξ ενός εκάστου (εξ) αυτών ούτε είναι απαραίτητη ή αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο έλαβεν υπ' όψη του και συνεξετίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, και όχι μόνο μερικά εξ αυτών κατ' επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις (του Συντ. και του ΚΠΔ) αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν και εφ' όσον αυτή είναι σαφής και πλήρης, όσον αφορά τα προκύψαντα από την ανάκριση και την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά ως και τις σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήτο άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το τελευταίο αυτό των ιδίων περιστατικών αποδείξεων και συλλογισμών (ενώ η εισαγγελική πρόταση μπορεί να αναφέρεται και εις τις πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες του πρωτοδίκου βουλεύματος, συμπληρωματικά). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 1241/2009 βούλευμα αυτού (Συμβουλίου Εφετών Αθηνών), με αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβεν υπ' όψη του, εδέχθη τα εξής: "Από την συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν στη δικογραφία - δηλαδή των έγκληση, τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν, τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και τις απολογίες που λήφθηκαν, σε συνδυασμό προς την υπό κρίση έφεση - προκύπτουν με σαφήνεια τα εξής ουσιώδη περιστατικά: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος υπήρξε πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της εδρεύουσας στην Καλλιθέα Αττικής (οδός Ελ. Βενιζέλου αρ. 4) εταιρείας με την επωνυμία "ΑΚΤΙΟΝ - ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ ΕΝΤΟΛΩΝ" και με διακριτικό τίτλο "ΑΚΤΙΟΝ ΑΕΛΔΕ". Στις ... οι εγκαλούσες Ψ1 και Ψ2 (μητέρα και θυγατέρα, αντίστοιχα, από τις οποίες η πρώτη έχει ήδη αποβιώσει από το έτος 2004), κατόπιν προτροπών οικογενειακών φίλων και της εργαζόμενης στην εταιρεία Ε1, επισκέφθηκαν τα γραφεία της εταιρείας όπου ο κατηγορούμενος τις διαβεβαίωσε ότι η εν λόγω εταιρεία του μπορούσε να επενδύσει τα χρήματα τους (αποταμιεύσεις τους σε Τράπεζα, που προήρχοντο από πώληση διαμερίσματος τους), με εξαιρετικά προσοδοφόρο τρόπο, αγοράζοντας για λογαριασμό τους μετοχές εταιρειών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και άλλες κινητές αξίες και περαιτέρω ότι, μπορούσε να διαχειριστεί το χαρτοφυλάκιο τους, διασφαλίζοντας γι' αυτές εγγυημένη ετήσια απόδοση 23% επί των κεφαλαίων τους, κατέχοντας τους οικείους τίτλους. Όμως οι παραστάσεις αυτές του κατηγορουμένου ήταν καθ' ολοκληρίαν εν γνώσει του ψευδείς, δεδομένου ότι η ως άνω εταιρεία του - σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 §1 θ' του Ν. 2396/96, σε συνδυασμό προς την υπ' αριθμ. 8072/ΦΕΚ Β' 37/18-2-98 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς - είχε, όπως και κάθε ανάλογη επιχείρηση (ΕΛΔΕ), δικαίωμα μόνον λήψης και διαβίβασης εντολών εκ μέρους επενδυτών (πελατών τους) προς τα μέλη του Χ.Α.Α. για κατάρτιση συναλλαγών επί κινητών αξιών και μεριδίων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων και δεν νομιμοποιείτο να κατέχει κεφάλαια, κινητές αξίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκαν σε πελάτες της, ούτε πολύ περισσότερο να διαχειρίζεται αυτά πραγματοποιώντας απ' ευθείας επενδυτικές συναλλαγές στο Χ.Α.Α. Ουδεμία δε εγγύηση για σταθερά υψηλή απόδοση επενδεδυμένων κεφαλαίων μπορεί να παράσχει ο ίδιος ο κατηγορούμενος ή η εταιρεία του. Έτσι, με τον προεκτεθέντα απατηλό τρόπο, έπεισε τις εγκαλούσες να του καταβάλουν αρχικά (στις 14-5-1998) χρηματικό ποσό 15.000.000 δραχμών (ίδ. αντίγραφο της υπ' αριθμ. ... επιταγής της EUROBANK). To ποσό δε αυτό στη συνέχεια, κατά την ανανέωση της μεταξύ τους συμβάσεως στις 14-5-2000, ανήλθε στο ποσό των 18.220.000 δραχμών, κατόπιν νεώτερων καταβολών εκ μέρους των εγκαλουσών. Σημειώνεται ότι κατά τη νέα σύμβαση, στις 14-5-2000, ο κατηγορούμενος πιστοποίησε και εγγράφως την καταβολή του ποσού των 18.220.000 δρχ. (=53.470,29 ευρώ) καθώς και την δήθεν εγγυημένη απόδοση του κεφαλαίου σε ποσοστό 23% (ίδ. από 14-5-00 έγγραφο άνευ υπογραφών που προσκόμισαν οι εγκαλούσες δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τους). Από το ποσό αυτό (των 18.220.000 δρχ.) ο κατηγορούμενος απέδωσε σταδιακά, το έτος 2001, στις παθούσες συνολικό ποσό 2.500.000 δρχ. (ίδ. από 30-9-05 κατάθεση Ψ1) και έτσι η τελική ζημία που αυτές υπέστησαν ανήλθε τελικά στο ποσό των 15.720.000 (= 18.220.000 - 2.500.000) δρχ. ή 46.221,60 ευρώ. Το χρηματικό αυτό ποσόν ιδιοποιήθηκε και ωφελήθηκε παράνομα ο κατηγορούμενος - όπως είχε προαποφασίσει - χωρίς μάλιστα να προβεί σε οποιαδήποτε διαβίβαση εντολής για κάποια επένδυση για λογαριασμό των εγκαλουσών, όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ.... έγγραφο του Κεντρικού Αποθετηρίου Αθηνών (σύμφωνα με το οποίο, μετά από σχετικές αναζητήσεις, δεν βρέθηκε μερίδα και λογαριασμός αξιών με τα στοιχεία των εγκαλουσών). Στην ανωτέρω πράξη του σε βάρος των εγκαλουσών, ο κατηγορούμενος προέβη ενεργώντας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, δηλαδή με σκοπό να ποριστεί εισόδημα για βιοπορισμό και έχοντας αναπτυγμένη και σταθερή ροπή στη διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητάς του, όπως προκύπτει από την υποδομή που είχε δημιουργήσει για το σκοπό αυτό με τη σύσταση της ως άνω εταιρείας - η λειτουργία της οποίας, κατόπιν σχετικών καταγγελιών, ανεστάλη με την από 25/10/2001 απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς - καθώς και από την επανειλημμένη τέλεση ανάλογων πράξεων απάτης σε βάρος και άλλων προσώπων, μεταξύ των οποίων ο Θ1, από τον οποίο απέσπασε και ωφελήθηκε παράνομα το ποσό των 24.000.000 δραχμών (ίδ. από 20-1-2002 κατάθεση Θ1).
Συνεπώς, κατ' ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, καθίσταται πρόδηλο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντα κατηγορουμένου για την εν προκειμένω αποδιδόμενη σ' αυτόν αξιόποινη πράξη της απάτης κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 15.000 ευρώ και - επομένως - ορθά κρίθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι αυτός πρέπει να παραπεμφθεί στο ακροατήριο του ενταύθα Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, για να δικαστεί για τη συγκεκριμένη πράξη. Κατά συνέπεια, η παρούσα έφεση κρίνεται ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί ως τέτοια, ενώ συγχρόνως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 319 §3 του ΚΠΔ, πρέπει να επικυρωθεί το πρωτόδικο βούλευμα και να επιβληθούν (κατ' άρθρο 583 §1 του ΚΠΔ) τα οικεία δικαστικά έξοδα - εκ 220 ευρώ - σε βάρος του εκκαλούντα κατηγορουμένου. Περαιτέρω, από τη θεώρηση της διαλαμβανόμενης στο διατακτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος κατηγορίας προκύπτουν σφάλματα επιδεχόμενα διορθώσεως αναφορικά ιδίως με τον χρόνο τέλεσης της πράξης και το ύψος της ζημίας που επήλθε στην περιουσία των εγκαλουσών. Ειδικότερα, ο χρόνος τέλεσης της πράξης ανάγεται (ορθά)σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στις 14-5-1998, όταν το πρώτον έλαβαν χώρα οι απατηλές παραστάσεις (ενώ συγχρόνως πραγματοποιήθηκε και η καταβολή του αρχικού ποσού των 15.000.000 δρχ.) και όχι στις 14-5-2000, οπότε καταρτίστηκε νέα σύμβαση και προσδιορίστηκε το έως τότε καταβληθέν ποσό σ' αυτό των 18.220.000 δρχ. Εξάλλου, στο πρωτόδικο βούλευμα (στο κεφάλαιο της κατηγορίας) προσδιορίζεται η εκ της απάτης επελθούσα ζημία στο ποσό των 18.220.000 δρχ., ενώ θα πρέπει να αφαιρεθεί το χρηματικό ποσό των 2.500.000 δρχ. που απέδωσε ο κατηγορούμενος στις εγκαλούσες το έτος 2001, δηλαδή να προσδιοριστεί το ποσό της ζημίας σ' αυτό των 15.720.000 δρχ. (18.220.000 -2.500.000) ή 46.221,60 ευρώ. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να διορθωθεί και να επαναδιατυπωθεί η προκείμενη σε βάρος του κατηγορουμένου κατηγορία στο σύνολο της, δηλαδή και ως προς τα προαναφερθέντα σημεία, αλλά και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες παραδοχές των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την υπόθεση - δικαίωμα που έχει το παρόν Συμβούλιο κατ' άρθρο 317 του ΚΠΔ".
Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άνω, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο παρεπέμφθη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, ως και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 27, 386 παρ. 1-3 ΠΚ και ειδικότερα, τα αποδεικτικά μέσα όλα, τα οποία έλαβεν υπ' όψη και δη "τα έγγραφα που προσκομίστηκαν", χωρίς να απαιτείται να αναφέρει από ποίον έχουν προσκομισθεί, όπως αβασίμως υποστηρίζει ο αναιρεσείων.
Συνεπώς, ο σχετικός μόνος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίον ο αναιρεσείων προβάλλει την εκ του άρθρου 484 παρ. 1 δ' ΚΠΔ αιτίαση, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, εκ του ότι κυρίως δεν αναφέρει "εάν τα έγγραφα που προσκομίστηκαν είναι από τους μηνυτάς ή από τους κατηγορουμένους" και ούτω δημιουργείται ασάφεια, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Καθ' ό μέρος δε, υπό την επίκληση του άνω λόγου προβάλλονται αιτιάσεις κατά της ουσιαστικής κρίσεως του δικαστηρίου, και δη ότι αναφέρονται "περιστατικά τα οποία δεν απεδείχθησαν, αλλά τα αποδειχθέντα είναι παντελώς ξένα και αντίθετα με τα αναγραφόμενα εις το σκεπτικό και το διατακτικό του βουλεύματος", αυτός (ο λόγος) είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, γιατί βάλλουν κατά των ουσιαστικών παραδοχών του βουλεύματος. Κατ' ακολουθίαν αυτών, πρέπει να απορριφθεί η κρινομένη αίτηση αναιρέσεως ως αβάσιμη κατ' ουσίαν, καταδικασθεί δε ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 149/17 Ιουλίου 2009 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθ. 1241/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 17 Δεκεμβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 8 Ιανουαρίου 2010.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ