Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1140 / 2020    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 1140/2020

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Αλτάνα Κοκκοβού, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αγγελική Τζαβάρα, Θωμά Γκατζογιάννη, Χρήστο Τζανερρίκο - Εισηγητή και Γεώργιο Χριστοδούλου, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 27 Ιανουαρίου 2020, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην …. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Άγγελο Αγγελόπουλο με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Σ. του Μ., κατοίκου ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Κοντογιάννη με δήλωση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/1/2014 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Πατρών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 50/2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 219/2018 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πατρών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 2/1/2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 560 παρ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, αναίρεση κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και κατά των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, επιτρέπεται μόνο, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή κανόνας που ρυθμίζει τις βιοτικές σχέσεις, την κτήση δικαιωμάτων και τη γένεση υποχρεώσεων και επιβάλλει κυρώσεις. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ' αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε ως κακή εφαρμογή, ήτοι εσφαλμένη υπαγωγή σ' αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού (ΟλΑΠ 1/2016, ΟλΑΠ 2/2013, ΟλΑΠ 7/2006). Με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ' ουσία (ΟλΑΠ 28/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 7/2006). Εξάλλου, ο ν. 2472/1997 "Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα", ο οποίος εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προστασία του ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα της 28 Ιανουαρίου 1981, που κυρώθηκε από την Ελλάδα με το ν. 2068/1992, και προς την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 24.10.1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, έχει σκοπό, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 αυτού, τη θέσπιση των προϋποθέσεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα προς προστασία των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών των φυσικών προσώπων και ιδίως της ιδιωτικής ζωής. Στη διάταξη του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, όπως αυτή ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, δίνεται η έννοια των κρίσιμων ορισμών που έχουν σχέση με τις ειδικές ρυθμίσεις για τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) "Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα", κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων ... β) ..., γ) "Υποκείμενο των δεδομένων", το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων που χαρακτηρίζουν την υπόστασή του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική, δ) "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("επεξεργασία"), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή, ε) "Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα" ("αρχείο"), κάθε διαρθρωμένο σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι προσιτά με γνώμονα συγκεκριμένα κριτήρια, στ) ..., ζ) "Υπεύθυνος επεξεργασίας", οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο, η) "Εκτελών την επεξεργασία", οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, θ) "Τρίτος" κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, ι) "Αποδέκτης", το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι, ια) "Συγκατάθεση" του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο "επεξεργασίας" τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για το σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων, που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπευθύνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί, οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα, ιβ) "Αρχή", η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ του παρόντος νόμου". Με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 1 του ιδίου νόμου, ορίζεται ότι: "Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην εν όλω ή εν μέρει αυτοματοποιημένη επεξεργασία καθώς και στη μη αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο". Στη διάταξη του άρθρου 4 αυτού, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 1 και 2 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: "Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, πρόσφορα, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας, γ) να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση, δ) ... (παρ.1). Η τήρηση των διατάξεων της προηγουμένης παραγράφου βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας ...(παρ. 2)". Με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 2 αυτού, όπως το εδ. γ' της παρ. 2 τροποποιήθηκε με το άρθρο 34 παρ.1 του Ν. 2915/2001, ορίζεται ότι: "Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. (παρ.1). Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) Η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση σύμβασης, στην οποία συμβαλλόμενο μέρος είναι υποκείμενο δεδομένων.... β) ... γ)... δ) ... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών (παρ. 2). Με τη διάταξη του άρθρου 10, όπως η παρ. 3 αυτού τροποποιήθηκε με το άρθρο 25 του Ν. 3471/2006, ορίζεται ότι: "Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ' εντολή του (παρ. 1). Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου (παρ. 2). Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας ... (παρ. 3). Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικά εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ' εντολή του υπευθύνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν (παρ. 4)". Στις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 έως 3 αυτού ορίζεται ότι : "Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητά του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, β) τον σκοπό της επεξεργασίας, γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης (παρ.1). Εάν για τη συλλογή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ο υπεύθυνος επεξεργασίας ζητεί τη συνδρομή του υποκειμένου, οφείλει να το ενημερώσει ειδικώς και εγγράφως για τα στοιχεία της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, καθώς και για τα δικαιώματά του, σύμφωνα με τα άρθρα 11 έως και 13 του παρόντος νόμου... (παρ. 2). Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς (παρ.3). Με το άρθρο 12 παρ. 1 αυτού ορίζεται ότι: "Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως", ενώ στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι "Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να ζητεί και να λαμβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών. γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. δ) Τη λογική της αυτοματοποιημένης επεξεργασίας. Το δικαίωμα πρόσβασης μπορεί να ασκείται από το υποκείμενο των δεδομένων και με τη συνδρομή ειδικού. ε) Κατά περίπτωση, τη διόρθωση, τη διαγραφή ή τη δέσμευση (κλείδωμα) των δεδομένων των οποίων η επεξεργασία δεν είναι σύμφωνη προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου, ιδίως λόγω του ελλιπούς ή ανακριβούς χαρακτήρα των δεδομένων και στ) την κοινοποίηση σε τρίτους, στους οποίους έχουν ανακοινωθεί τα δεδομένα, κάθε διόρθωσης, διαγραφής ή δέσμευσης (κλειδώματος) που διενεργείται σύμφωνα με την περίπτωση ε', εφόσον τούτο δεν είναι αδύνατο ή δεν προϋποθέτει δυσανάλογες προσπάθειες (παρ. 2). Το δικαίωμα της προηγούμενης παραγράφου και τα δικαιώματα του άρθρου 13 ασκούνται με την υποβολή της σχετικής αίτησης στον υπεύθυνο της επεξεργασίας... (παρ. 3). Με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 εδ. α αυτού, ορίζεται ότι "το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν. Οι αντιρρήσεις απευθύνονται εγγράφως στον υπεύθυνο επεξεργασίας και πρέπει να περιέχουν αίτημα για συγκεκριμένη ενέργεια, όπως διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή...". Τέλος, με τις διατάξεις των άρθρων 22 και 23 του νόμου αυτού προβλέπονται, για την περίπτωση παραβίασης των διατάξεών του για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, και υπό τις οριζόμενες ειδικότερα προϋποθέσεις, ποινικές κυρώσεις, για όσες συμπεριφορές κρίνονται αξιόποινες, καθώς και υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη. Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει, ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9 Α Συντάγματος) και αφετέρου της διασφάλισης της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσης τους (άρθρο 5 Α Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων: α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπεύθυνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου, εκτός των περιπτώσεων που, κατά το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν. 2472/1997, εξαιρούνται από την υποχρέωση συγκατάθεσης. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ν. 2472/1997, καθιερώνεται βασική υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, για την ενημέρωση του υποκειμένου των προσωπικών δεδομένων, για την επεξεργασία των δεδομένων του, με σαφή και πρόσφορο τρόπο, ιδίως ως προς τα στοιχεία της ταυτότητάς του και της ταυτότητας του τυχόν εκπροσώπου του, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων, την ύπαρξη του δικαιώματος του υποκειμένου για πρόσβαση αυτού σε πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των δεδομένων του. Η ενημέρωση, όταν τα δεδομένα συλλέγονται απευθείας από το υποκείμενο αυτών, γίνεται κατά τη συλλογή τους. Η ενημέρωση γίνεται εγγράφως και μπορεί να περιλαμβάνεται και σε έντυπο αίτησης, με την οποία το υποκείμενο δηλώνει για συγκεκριμένο σκοπό τα προσωπικά του δεδομένα, αρκεί να πληροί τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. Ταυτόχρονα, η ενημέρωση, αποτελεί και δικαίωμα του υποκειμένου των δεδομένων. Το δικαίωμά του αυτό προστατεύεται με το άρθρο 12 του άνω νόμου. Η υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας και το δικαίωμα του υποκειμένου για την ενημέρωση, αποσκοπούν αφενός στην με ελεύθερη, ρητή, ειδική και με πλήρη επίγνωση δήλωση βουλήσεως του υποκειμένου των δεδομένων για παροχή της συγκατάθεσής του να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, όπως αξιώνεται από τα άρθρα 5 παρ. 1 και 2 περ. ια' του ν. 2472/1997, και γι' αυτό, άλλωστε, πρέπει να προηγείται της συγκατάθεσης, αφετέρου για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του υποκειμένου α) για πρόσβαση στις πληροφορίες σχετικές με την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων, ήτοι τη συλλογή και τον τρόπο αυτής, το σκοπό της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, την εξέλιξη της επεξεργασίας, τις μεταβολές, τις διορθώσεις των δεδομένων, την τυχόν κοινοποίηση σε τρίτους των δεδομένων, με την ικανοποίηση από την πλευρά του υπεύθυνου επεξεργασίας σχετικής αίτησής του, εντός των οριζόμενων προθεσμιών, και τη δυνατότητα του υποκειμένου να προσφύγει στην αρμόδια Αρχή για την ικανοποίηση του αιτήματός του, σύμφωνα με το άρθρο 12 του άνω νόμου και β) για την προβολή αντίρρησης, κατά το άρθρο 13 του νόμου αυτού, δηλαδή του δικαιώματος του υποκειμένου να προβάλει στον υπεύθυνο επεξεργασίας, οποτεδήποτε, έγγραφες αντιρρήσεις για την επεξεργασία των δεδομένων που το αφορούν και να ζητήσει συγκεκριμένη ενέργεια, όπως, ενδεικτικά, τη διόρθωση, προσωρινή μη χρησιμοποίηση, δέσμευση, μη διαβίβαση ή διαγραφή. Ειδικότερα, δε, ως προς το στοιχείο της ενημέρωσης για τους αποδέκτες των δεδομένων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, πρέπει να ενημερώνει το υποκείμενο είτε ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο του αποδέκτη, του οποίου έτσι θα προκύπτει η ταυτότητα, είτε, κατά ρητή αναφορά του νόμου, ως προς την κατηγορία των αποδεκτών, οπότε, σ' αυτή την περίπτωση, δεν προσδιορίζεται κάθε πρόσωπο της κατηγορίας, ώστε να προκύπτει η ταυτότητά του. Πληροί, δε, την απαιτούμενη, κατά το άρθρο 11 παρ. 1 περ. γ' του ν. 2472/1997, για τη νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων, προϋπόθεση της ενημέρωσης του υποκειμένου των δεδομένων, η αναφορά της κατηγορίας των αποδεκτών των δεδομένων, όπως ρητά αναγράφεται στην οικεία διάταξη. Όταν ο υπεύθυνος επεξεργασίας των δεδομένων μεταβιβάσει αυτά στον εκτελούντα την επεξεργασία, ο οποίος υπάγεται σε κάποια από τις αναφερόμενες κατηγορίες αποδεκτών για την οποία έχει γίνει η ενημέρωση, δεν είναι αναγκαίο ο υπεύθυνος επεξεργασίας να προβεί σε νέα ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, όταν ανακοινώσει στον εκτελούντα την επεξεργασία τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα του υποκειμένου. Τούτο, μάλιστα, διότι, ο εκτελών την επεξεργασία, ενεργεί την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας αυτών και όχι για δικό του λογαριασμό. Η αναφορά στο άρθρο 11 παρ. 1 περ. α' του ν. 2472/1997, ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να ενημερώσει το υποκείμενο για την ταυτότητά του "και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του", αφορά τον τυχόν εκπρόσωπο του υπεύθυνου επεξεργασίας, προς τον οποίο το υποκείμενο θα μπορεί να απευθύνεται για την άσκηση των δικαιωμάτων του και όχι τον εκτελούντα την επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του υποκειμένου για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας, Εξάλλου, ο εκτελών την επεξεργασία, δεν ταυτίζεται με τον "τρίτο", όπως ρητά εξειδικεύεται στο σχετικό ορισμό του άρθρου 2 περ. θ' του άνω νόμου. Έτσι, η πρόβλεψη του άρθρου 11 παρ. 3 περί υποχρέωσης του υπεύθυνου επεξεργασίας να ενημερώσει το υποκείμενο για την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτο, πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων στον τρίτο, δεν έχει εφαρμογή και για την περίπτωση μεταβίβασης των δεδομένων στον εκτελούντα την επεξεργασία για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας. Η ως άνω κρίση, εκτός της αναφοράς της ενημέρωσης σε "κατηγορίες αποδεκτών", στηρίζεται και στο ότι η ίδια διατύπωση διαλαμβάνεται και στο άρθρο 12 παρ. 2 περ. β' του νόμου αυτού, που ορίζει ότι, μεταξύ των πληροφοριών τις οποίες το υποκείμενο έχει δικαίωμα να λαμβάνει από τον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων, είναι και "οι κατηγορίες των αποδεκτών" των δεδομένων, χωρίς να απαιτεί συγκεκριμένη ταυτότητα του αποδέκτη. Επίσης, στηρίζεται και στο ότι, δεν θεσπίζεται υποχρέωση του υπεύθυνου επεξεργασίας, πέραν εκείνης της ενημέρωσης του υποκειμένου κατά τη συλλογή των δεδομένων περί των στοιχείων, που προαναφέρθηκαν, και για τη μεταγενέστερη ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων, σε κάθε είδους εξέλιξη της επεξεργασίας, χωρίς σχετική αίτηση του υποκειμένου των δεδομένων, εκτός της περίπτωσης που προαναφέρθηκε, της ενημέρωσης δηλαδή του υποκειμένου πριν από την ανακοίνωση των δεδομένων σε τρίτον. Προκειμένου, όμως, να εξασφαλίζονται οι αρχές της διαφάνειας, της ασφάλειας και προστασίας της ιδιωτικής ζωής του ατόμου από την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και να μπορεί το υποκείμενο να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα της πρόσβασης και των αντιρρήσεων, προβλέπεται με σαφήνεια, ότι το υποκείμενο των δεδομένων, μπορεί να υποβάλει αίτηση στον υπεύθυνο επεξεργασίας και να ζητήσει την αναλυτική ενημέρωση για όλα τα στοιχεία και την εξέλιξη της επεξεργασίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, για το χρονικό διάστημα από την προηγούμενη ενημέρωση ή πληροφόρησή του. Μεταξύ δε αυτών των στοιχείων, περιλαμβάνεται ασφαλώς και η πληροφόρησή του για την κοινοποίηση των δεδομένων σε συγκεκριμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, αρχή, υπηρεσία ή οργανισμό, που επεξεργάζεται τα δεδομένα για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (εκτελούντα την επεξεργασία) και το οποίο θα ανήκει στην κατηγορία αποδεκτών για την οποία έχει ενημερωθεί. Αντίστοιχη αυτοτελής υποχρέωση ενημέρωσης με εκείνη του υπεύθυνου επεξεργασίας δεν βαρύνει τον εκτελούντα την επεξεργασία, ενόψει του ότι αυτός ενεργεί για λογαριασμό και υπό την εποπτεία του υπεύθυνου επεξεργασίας, εκτός εάν και ο εκτελών την επεξεργασία των δεδομένων συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας τα δεδομένα, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους της εκτέλεσης της σχετικής σύμβασης ανάθεσης της επεξεργασίας για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (ΟλΑΠ 3/2020).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος της, προκύπτει ότι το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, που δίκασε ως Εφετείο, δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "...στις 08-12-2008 στην Πάτρα καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων η υπ' αριθ... σύμβαση προσωπικού δανείου, με το οποίο η εναγομένη παραχώρησε στον ενάγοντα το ποσό των 3.000,00 ευρώ πληρωτέο σε 36 μηνιαίες τοκοχρεωλυτικές δόσεις ποσού 92,77 ευρώ έκαστη για τους πρώτους 12 μήνες (σταθερό επιτόκιο), και κυμαινόμενου ποσού (περίπου 98,00 ευρώ) λόγω κυμαινόμενου επιτοκίου, για το υπόλοιπο διάστημα, πληρωτέας έκαστης δόσης κατά την 8η ημέρα εκάστου μηνός. Η εκταμίευση του δανείου έγινε στον ενάγοντα, δια καταθέσεως ολόκληρου του ποσού του δανείου στον υπ' αριθ. ... καταθετικό λογαριασμό, που τηρούσε στην εναγομένη, στον οποίο επίσης λογαριασμό του κατέβαλε τις μηνιαίες δόσεις προς αποπληρωμή του δανείου. Η εναγομένη στην εν λόγω σύμβαση προσωπικού δανείου έθεσε τον όρο με αριθμό 3 που ορίζει ότι "Στην με ειδική συμφωνία των συμβαλλομένων Πρόσθετη Πράξη της παρούσας ορίζεται αναλυτικά το συμφωνημένο ποσό εφ' άπαξ δαπάνης που χρεώνεται ο δανειολήπτης για τη χορήγηση και εξυπηρέτηση του δανείου κατά την εκταμίευση αυτού...", το οποίο ποσό όρισε με την Πρόσθετη Πράξη σε 165,00 ευρώ και τα παρακράτησε κατά την εκταμίευση του δανείου, ήτοι κατέβαλε στον ενάγοντα το ποσό των 2.835,00 ευρώ...Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατέβαλε στην εναγομένη για 35 μήνες, ανελλιπώς τις συμφωνηθείσες δόσεις του ανωτέρω δανείου, αρχομένης της πρώτης από την 13η-01-2009 και της τελευταίας την 07η-12-2011 και δεν κατέβαλε την τελευταία ημερολογιακή δόση. Την 09η-01-2012 η εναγομένη του απέστειλε μία επιστολή, με την οποία τον ενημέρωνε, ότι της οφείλει ακόμα το ποσό των 105,79 ευρώ και του ζητούσε να το καταβάλει άμεσα, άλλως θα εκινείτο εναντίον του δικαστικά, και ότι για περισσότερες πληροφορίες μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της στον αναγραφόμενο στην επιστολή τηλεφωνικό αριθμό. Ο ενάγων επικοινώνησε τηλεφωνικώς και δήλωσε, ότι δεν οφείλει πλέον κανένα ποσό, αφού έχει εξοφλήσει όλες τις μηνιαίες δόσεις, πλην της τελευταίας την οποία συμψηφίζει με το μεγαλύτερο ποσό των 165,00 ευρώ, το οποίο ισχυριζόταν ότι η εναγομένη του παρακράτησε παρανόμως ως έξοδα κατά την εκταμίευση του δανείου και ζήτησε να μην τον ξαναενοχλήσουν για το λόγο αυτό. Ακολούθως, η εναγομένη για την ανωτέρω οφειλή του αντιδίκου της διαβίβασε τα προσωπικά του δεδομένα, ήτοι το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο, την ημερομηνία γέννησης, το επάγγελμα, τη διεύθυνση κατοικίας και εργασίας, τους αριθμούς σταθερού τηλεφώνου του γραφείου και του σπιτιού, τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου και την πληροφορία της οφειλής του τόσο στη δική της εισπρακτική εταιρεία, όσο και σε άλλες εισπρακτικές εταιρείες. Ειδικότερα, διαβίβασε τα ανωτέρω προσωπικά του δεδομένα στις εισπρακτικές εταιρείες ... χωρίς προηγουμένως να τον ενημερώσει περί τούτου και έκτοτε, παρά τις έντονες και συνεχείς διαμαρτυρίες του ενάγοντος, συνέχισαν να τον καλούν προστηθέντες των ανωτέρω εταιρειών. Από τα μέσα Ιανουαρίου του 2011 και μέχρι σήμερα ο ενάγων έχει δεχθεί αλλεπάλληλες τηλεφωνικές οχλήσεις από τους ενδεικτικά αναφερόμενους τηλεφωνικούς αριθμούς: ... (από εισπρακτική εταιρεία ...), ... (από εισπρακτική εταιρεία ...), ... (από εισπρακτική εταιρεία ...), ... (από εισπρακτική εταιρεία ...). Από τα ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η διαβίβαση των προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος και των πληροφοριών από την εναγομένη προς τις ανωτέρω εισπρακτικές εταιρείες έγινε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση του ενάγοντος και ότι οι εταιρείες αυτές επεξεργάστηκαν τα εν λόγω στοιχεία χρησιμοποιώντας αυτά δια των προστηθέντων υπαλλήλων τους, οι οποίοι κάλεσαν τον ενάγοντα στους αριθμούς (σταθερού και κινητού) τηλεφώνου του, κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, για ληξιπρόθεσμη οφειλή προερχόμενη από την ως άνω σύμβαση προσωπικού δανείου. Η εναγομένη ισχυρίζεται ότι είχε τεθεί ο με αριθμό 12 όρος στην μεταξύ τους σύμβαση, ο οποίος αναφέρει "Ο Δανειολήπτης και ο εγγυητής παρέχουν στην Τράπεζα την ρητή και ανεπιφύλακτη συγκατάθεσή τους και εξουσιοδότηση να τηρεί σε ηλεκτρονικό ή μη αρχείο και να επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία δηλώθηκαν στην Τράπεζα με την υποβολή της αίτησης για την χορήγηση δανείου, τα οποία μπορούν να γνωστοποιούνται προς χρήση στις εταιρείες του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας καθώς και στα συνεργαζόμενα με την Τράπεζα φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως και τα δεδομένα που προκύπτουν από τη λειτουργία της παρούσας σύμβασης. Η Τράπεζα δικαιούται να επαληθεύει την ορθότητα των προσωπικών στοιχείων του Δανειολήπτη και του Εγγυητή είτε μέσω του Διατραπεζικού Αρχείου συναλλακτικής συμπεριφοράς της Τειρεσίας Α.Ε., είτε μέσω άλλων αρχείων που διατίθενται ελεύθερα σε δημόσια χρήση (π.χ. αρχείο τηλεφώνων ΟΤΕ κλπ).". Από την διατύπωση του ανωτέρω όρου συνάγεται ότι η ενημέρωση εκ μέρους τρίτων συνεργαζομένων με την εναγομένη επιχειρήσεων θα γίνεται στο πλαίσιο της προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών και όχι για θέματα που αφορούν την κίνηση του λογαριασμού του δανείου, ότι η όποια συγκατάθεσή του αφορούσε συγκατάθεση για ενημέρωση εκ μέρους τρίτων συνεργαζομένων εταιρειών για προώθηση αγαθών και υπηρεσιών και όχι συγκατάθεση για διαβίβαση προσωπικών του δεδομένων σε εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών. Από τον ανωτέρω όρο, ουδόλως αποδεικνύεται από την εναγόμενη, που έχει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης ως υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, ότι αυτή κατά τον παραπάνω χρόνο της συλλογής δεδομένων είχε ενημερώσει τον ενάγοντα κατά τρόπο σαφή για την ταυτότητα του υπευθύνου επεξεργασίας, την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, για τον σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείτο κατ' άρθρον 11 παρ. 1 α, β, γ Ν. 2472/1997. Η εναγομένη εξάλλου δεν επικαλέσθηκε, ούτε απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά την συλλογή των δεδομένων και πριν από τη διαβίβασή τους προς τις προαναφερόμενες εισπρακτικές εταιρείες. Επιπρόσθετα, στον ανωτέρω όρο της σύμβασης προσωπικού δανείου δεν γίνεται καμία αναφορά σε άλλες εταιρείες που θα τηρούν ή στις οποίες θα διαβιβάζονται τα προσωπικά δεδομένα του πιστούχου - ενάγοντος. Για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων, που αφορούν στην ενημέρωση του ενάγοντος από την εναγόμενη τράπεζα και την συγκατάθεση του πρώτου για την επεξεργασία και διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών του στοιχείων, η εναγομένη τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να τον ενημερώσει ειδικώς για τις εταιρείες ενημέρωσης οφειλετών, με τις οποίες συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα κ.λ.π) στις οποίες είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και οι οποίες θα τον καλούσαν προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του, γεγονός που δεν απεδείχθη ότι έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση. Άλλωστε, ως "συγκατάθεση" υπό την έννοια του ν. 2472/1997 ορίζεται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν, οι δε τυποποιημένοι σχετικά όροι που απαντώνται σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης αλλά προσχώρησης του καταναλωτή ώστε το εκάστοτε αίτημά του για λήψη πίστωσης να τύχει έγκρισης από την τράπεζα, δεν αρκεί προς θεμελίωση της συγκατάθεσης υπό την ανωτέρω έννοια. Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης (δια των προστηθέντων οργάνων της) προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σ' αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανά της, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση) των προσωπικών δεδομένων του, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωσή του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγόμενου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο ποσό των 5.869,40 ευρώ (που είναι το ελάχιστο ποσό κατά τον ως άνω νόμο, ήτοι το ισόποσο των 2.000.000 δραχμών) του πέραν αυτού αιτουμένου ποσού απορριπτομένου, καθόσον σκοπός του νομοθέτη δεν είναι ο πλουτισμός του υποκειμένου (εν προκειμένου του ενάγοντος) αλλά η συμμόρφωση των υπεύθυνων επεξεργασίας στις οριζόμενες από τις διατάξεις του Ν. 2472/1997, 3758/2009, ως τροποποιήθηκε με τον Ν. 4038/2012, υποχρεώσεις τους. Πρέπει, δε, να σημειωθεί, ότι ενώ όπως προαναφέρθηκε η υπαιτιότητα της εναγομένης τράπεζας τεκμαίρεται, η τελευταία δεν απέδειξε ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματός της πραγματικά γεγονότα, ως έδει, για να απαλλαγεί από την ευθύνη της..., απορριπτομένου του ισχυρισμού της περί ελλείψεως παθητικής της νομιμοποίησης ως ουσιαστικά αβάσιμου...". Με τις σκέψεις του αυτές, το Μονομελές Πρωτοδικείο, που δίκασε ως εφετείο, δέχθηκε την έφεση του ήδη αναιρεσίβλητου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, που είχε απορρίψει την ένδικη αγωγή αυτού, λόγω μη καταβολής του ανάλογου δικαστικού ενσήμου και αφού κράτησε και δίκασε αυτή, τη δέχθηκε, εν μέρει, ως, κατ' ουσίαν, βάσιμη και υποχρέωσε την ήδη αναιρεσείουσα, εναγομένη να καταβάλει στον ήδη αναιρεσίβλητο, ενάγοντα το ποσό των 5.869,40 ευρώ, νομιμοτόκως. Συμπερασματικά, κατά τις προπαρατεθείσες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: α) η αναιρεσείουσα δανείστρια Τράπεζα, κατά την κατάρτιση της μεταξύ αυτής και του δανειολήπτη αναιρεσίβλητου σύμβασης δανείου, συνέλεξε από τον ίδιο, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν, όπως τα στοιχεία του ονόματός του και τον αριθμό τηλεφώνου της οικίας του, καθώς, ακολούθως, και της εξέλιξης του ύψους της εκ του δανείου οφειλής, καθόσον το δάνειο δεν είχε ομαλή εξέλιξη, λόγω μη καταβολής από το δανειολήπτη αναιρεσίβλητο οφειλόμενης δόσης του δανείου, β) η αναιρεσείουσα, ως υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν το δανειολήπτη αναιρεσίβλητο, διαβίβασε τα ως άνω προσωπικά δεδομένα του τελευταίου, και την επεξεργασία τους, στις εισπρακτικές εταιρείες ... για να χρησιμοποιήσουν αυτά στην ενημέρωση του αναιρεσίβλητου για την οφειλή του και την υπενθύμιση της υποχρέωσης καταβολής αυτής στην αναιρεσείουσα, γ) η διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του αναιρεσίβλητου στις ανωτέρω εταιρείες, έγινε χωρίς η αναιρεσείουσα, υπεύθυνη επεξεργασίας αυτών, να ενημερώσει τον αναιρεσίβλητο, υποκείμενο των δεδομένων, ότι οι συγκεκριμένες εταιρείες θα είναι αποδέκτες των προσωπικών του δεδομένων, δ) στην υποβληθείσα για τη χορήγηση του δανείου αίτηση, που ο αναιρεσίβλητος συμπλήρωσε και υπέγραψε, αναγράφεται, εκτός των άλλων, ότι, ο δανειολήπτης παρέχει "...στην Τράπεζα την ρητή και ανεπιφύλακτη συγκατάθεσή του και εξουσιοδότηση να τηρεί σε ηλεκτρονικό ή μη αρχείο και να επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία δηλώθηκαν στην Τράπεζα με την υποβολή της αίτησης για την χορήγηση δανείου, τα οποία μπορούν να γνωστοποιούνται προς χρήση στις εταιρείες του Ομίλου της Εθνικής Τράπεζας καθώς και στα συνεργαζόμενα με την Τράπεζα φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως και τα δεδομένα που προκύπτουν από τη λειτουργία της παρούσας σύμβασης...". Υπό τα δεδομένα αυτά, η ενημέρωση του υποκειμένου προσωπικών δεδομένων στην κρινόμενη υπόθεση αναιρεσίβλητου, από την υπεύθυνη επεξεργασίας των δεδομένων, αναιρεσείουσα, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη σχετική αναγραφή στο έντυπο της αίτησης χορήγησης του δανείου, ότι αποδέκτες των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αναιρεσίβλητου δανειολήπτη, τα οποία αφορούν την είσπραξη των απαιτήσεων της αναιρεσείουσας Τράπεζας, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που αναλαμβάνονται με τη σύμβαση δανείου, είναι, εκτός των άλλων, και συνεργαζόμενα με την Τράπεζα φυσικά και νομικά πρόσωπα, όπως οι προαναφερθείσες εταιρείες, πληροί την απαιτούμενη, κατά τα γενόμενα δεκτά, ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων για τους αποδέκτες των προσωπικών του δεδομένων που συνελέγησαν κατά τη χορήγηση της πίστωσης και συνεπώς η ενέργεια αυτή της αναιρεσείουσας δεν συνιστούσε παραβίαση των ρυθμίσεων του άρθρου 11 παρ. 1 περ. γ' ν. 2472/1997. Και τούτο διότι, λαμβανομένου υπόψη ότι, οι ανωτέρω εταιρείες, με αντικείμενο την είσπραξη απαιτήσεων, στις οποίες διαβιβάστηκαν τα προσωπικά δεδομένα του ήδη αναιρεσίβλητου, ενάγοντος, θεσπίσθηκαν το πρώτον με το ν. 3578/2009, δηλαδή μετά την κατάρτιση της συμβάσεως δανείου μεταξύ των διαδίκων και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να αναγραφεί στην επίμαχη δανειακή σύμβαση ότι τα ως άνω δεδομένα θα διαβιβασθούν και σ' αυτές, εμπίπτουν στην έννοια των "συνεργαζομένων", με την αναιρεσείουσα, εναγομένη, τράπεζα νομικών προσώπων, αφού είχε αναθέσει, σ' αυτές, να εισπράττουν, για λογαριασμό της, από τους δανειολήπτες, οφειλέτες της, τις κατ' αυτών απαιτήσεις της. Επομένως, το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, που δίκασε κατ' έφεση και έκρινε ότι η αναιρεσείουσα Τράπεζα, όφειλε, εκτός από την πραγματοποιηθείσα κατά τη συλλογή των προσωπικών δεδομένων του αναιρεσίβλητου, να προβεί σε ενημέρωση αυτού για τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, κατά το χρόνο διαβίβασης αυτών στις ως άνω εισπρακτικές εταιρείες και με την παράλειψή της αυτή και την εν συνεχεία χρήση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα αυτού, από τις ως άνω εισπρακτικές εταιρείες, προκάλεσε σ' αυτόν ηθική βλάβη και θεμελίωσε την αξίωσή του για καταβολή χρηματικής ικανοποίησης, παραβίασε τους ανωτέρω κανόνες ουσιαστικού δικαίου, με εσφαλμένη υπαγωγή, σ' αυτούς, των ανελέγκτως γενόμενων δεκτών πραγματικών περιστατικών στον εφαρμοσθέντα ως άνω κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός δεύτερος αναιρετικός λόγος, που κατά το περιεχόμενό του, έστω και αν δεν γίνεται επίκληση, εναρίθμως, συγκεκριμένης αναιρετικής πλημμέλειας, εκτιμάται ως από τον αριθμό 1 εδ. α' άρθρου 560 ΚΠολΔ και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος της, με το οποίο, εσφαλμένα εφαρμόζοντας τους ανωτέρω κανόνες ουσιαστικού δικαίου, δέχθηκε την ένδικη αγωγή του αναιρεσίβλητου και του επιδίκασε το παραπάνω χρηματικό ποσό ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης. Ενώ, παρέλκει η έρευνα του πρώτου λόγου, με τον οποίο προβάλλεται η αναιρετική πλημμέλεια από την ίδια, ως άνω διάταξη, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, με το να επιδικάσει στον ήδη αναιρεσίβλητο, ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, το ποσό των ποσό 5.869,40, ως το ελάχιστο προβλεπόμενο από τη διάταξη της παρ. 2 άρθρου 23 του Ν. 2472/1997, η οποία, κατά την άποψη της αναιρεσείουσας, είναι ανεφάρμοστη, ως αντικειμένη στην παρ. 1 εδ. δ' του άρθρου 25 του Συντάγματος, υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και παραβίασε, ευθέως, τους ανωτέρω κανόνες ουσιαστικού δικαίου. Και τούτο διότι, η έρευνα του ανωτέρου (πρώτου) λόγου καθίσταται αλυσιτελής, δεδομένου ότι αυτός καταλαμβάνεται από την αναιρετική εμβέλεια του δευτέρου, που κρίθηκε βάσιμος, η παραδοχή του οποίου (δευτέρου λόγου) οδηγεί στην άρνηση της θεμελίωσης του (καθόλου) ενδίκου δικαιώματος του ήδη αναιρεσίβλητου, ενάγοντος, ήτοι της αξίωσής του να επιδιώξει να του επιδικασθεί τέτοια αποζημίωση. Σημειουμένου, εδώ ότι, η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση δεν θίγεται κατά το μέρος της, με το οποίο απορρίφθηκε το αγωγικό αίτημα του ήδη αναιρεσίβλητου να του επιδικασθεί το ποσό των 10.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, από την, κατ' αυτόν, παράνομη συμπεριφορά της ήδη αναιρεσείουσας, εναγομένης, συνισταμένη στην κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 6 του Ν. 3758/2009 και της .../25-06-2008, ανάθεση εντολής ενημέρωσης για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της, που απορρέουν από καταχρηστικό όρο του ενδίκου δανείου, διότι, κατά το κεφάλαιό της αυτό δεν προσβάλλεται, με αίτηση αναίρεσης, από τον ενάγοντα, ήδη αναιρεσίβλητο. Στη συνέχεια, πρέπει η υπόθεση, κατά το ανωτέρω μέρος της, να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, που δίκασε ως Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή εκτός εκείνης, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, που καταβλήθηκε από αυτή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης. Τα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης, πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους, μεταξύ των διαδίκων, επειδή η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 περ. β, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 579 παρ. 2 ΚΠολΔ: "Αν αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο 'Αρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση". Στην προκείμενη περίπτωση, η αναιρεσείουσα τράπεζα, ζήτησε με το αναιρετήριο, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση, που υπήρχε πριν από την εκούσια εκτέλεση της αναιρούμενης αποφάσεως, με την επιστροφή, με το νόμιμο τόκο, του συνολικού χρηματικού ποσού των 8.010 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο επιδικασθέν κεφάλαιο, τους αναλογούντες τόκους, επ' αυτού, μέχρι την ημερομηνία καταβολής του, στις 25-05-2018 και τα δικαστικά έξοδα. Η αίτηση αυτή είναι νόμιμη, στηριζόμενη στην διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 579 του ΚΠολΔ. Από το φωτοαντίγραφο της από 25-05-2018 απόδειξης του ήδη αναιρεσίβλητου, που επικαλείται και προσκομίζει η αναιρεσείουσα, αποδεικνύεται ότι αυτή κατέβαλε, αυθημερόν, στον αντίδικό της το ανωτέρω χρηματικό ποσό, και ο ίδιος δεν αμφισβητεί το γεγονός τούτο. Επομένως, εφόσον αποδεικνύεται, προαποδεικτικώς, εκούσια εκτέλεση της αναιρούμενης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να υποχρεωθεί ο αναιρεσίβλητος να αποδώσει στην αναιρεσείουσα το ανωτέρω χρηματικό ποσό, με το νόμιμο τόκο, από την επίδοση της παρούσας αποφάσεως (ΑΠ 2052/2014, ΑΠ 220/1992, ΑΠ 1451/1991), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 219/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το ανωτέρω μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ως άνω Δικαστήριο, που δίκασε ως Εφετείο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, εκτός εκείνης, που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου, το οποίο κατέβαλε, για την άσκηση της ένδικης αίτησης αναίρεσης.
Δέχεται την αίτηση της αναιρεσείουσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση.
Υποχρεώνει τον αναιρεσίβλητο να αποδώσει στην αναιρεσείουσα το ποσό των οκτώ χιλιάδων δέκα (8.010) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας απόφασης.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 12 Ιουνίου 2020.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 12 Νοεμβρίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή