Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1388 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Βιασμός, Αποπλάνηση ανηλίκου, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
Πότε υπάρχει αιτιολογία στο παραπεμπτικό βούλευμα. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για βιασμό κατ’ εξακολούθηση και αποπλάνηση ανηλίκου νεοτέρου των 13 ετών, όχι όμως και των 10 ετών κατ’ εξακολούθηση. Ο βιασμός και η αποπλάνηση ανηλίκου συρρέουν αληθώς. Απορρίπτει αίτηση αναιρέσεως.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1388/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 856/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 11 Δεκεμβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 294/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 191/14-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω κατ'αρθρ 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 168/2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 856/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών , με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 14/2005 έφεση του κατά του με αριθμ. 120/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για να δικαστεί βιασμό κατ' εξακολούθηση και για αποπλάνηση παιδιού που συμπλήρωσε το 10 έτος όχι όμως και το 13 ο κατ' εξακολούθηση και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας, της απόλυτης ακυρότητας του άρθρου 171 αρθ,1 ΚΠΔ , της εσφαλμένης εφαρμογής και ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, και της υπέρβασης εξουσίας (άρθρ. 484 & 1 α, β, δ και στ ΚΠΔ) Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στην αίτηση αναίρεσης Α. Στο ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι αναιρετέο γιατί κάνει γενικόλογη αναφορά στα πραγματικά περιστατικά με εντελώς τυπική αιτιολογία με αυθαίρετη ερμηνεία περιστατικών και με παράλειψη απάντησης στον ισχυρισμό του αναιρεσείοντα περί της στυτικής αδυναμίας του Β. Στο ότι απέρριψε το αίτημά του για αυτοπρόσωπη εμφάνιση χωρίς αιτιολογία με συνέπεια να παραβιαστεί το δικαίωμα ακρόασης του Γ. Στο ότι το δικαστικό συμβούλιο εφάρμοσε λανθασμένα τις διατάξεις του άρθρου 336 και 339 τα οποία απαιτούν για την συγκρότηση τους επιδίωξη γενετήσιας ικανοποίησης, επιδίωξη η οποία στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε λόγω αδυναμίας αντίληψης της πραγματικότητας και γιατί βρισκόταν σε κατάσταση ανηδονίας και περαιτέρω αναφέρεται σαν λόγος και η μη αντιμετώπιση του θέματος του άρθρου 34 ΠΚ λόγω του ότι ο αναιρεσείων τέλεσε την πράξη του υπό καθεστώς νοσηρής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών του.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 336 παρ.1 του ΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1419/1984, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται : α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλου, ή σε ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως, παρά τη θέλησή του και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με σωματική βία, ή με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου, ή και με τους δύο αυτούς τρόπους. Σωματική βία είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και αναγκάζει το πρόσωπο να υποστεί ακουσίως σαρκική μείξη, ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη και Απειλή βίας είναι κάθε απειλή αμέσου και σπουδαίου κινδύνου που στρέφεται τόσο κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος αυτού υφισταμένου την απειλή βίας και μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο περί επικειμένου κινδύνου κατ' αυτού έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται σαν αστήρικτη ή ακόμη και μη δυναμένη να δημιουργήσει τις καταστάσεις που ο απειλούμενος υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής αρκεί που ο απειλούμενος κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί (ΑΠ 104/1979 ΠΧ ΚΘ 382, ΑΠ 438/2000 ΠΧ Ν916). Υποκειμενικά δε απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη βούληση του δράστη να εξαναγκάσει άλλον στις παραπάνω ενέργειες με τον ένα ή τον άλλο από τους προαναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο μαζί, και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί σε αυτό. Εξάλλου κατά τη διάταξη του αρθρ. 339 παρ. 1 ΠΚ, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται α) με κάθειρξη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα όχι όμως και τα δέκα τρία έτη και γ) με φυλάκιση αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα τρία έτη. Από τη διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς από οιαδήποτε άποψη πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε, κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10,13 ή 15 ετών. Με την έννοια αυτή έχει κριθεί ότι και στις δυο περιπτώσεις (336 και 339) αποτελούν ασελγείς πράξεις όχι μόνον η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες ο πράξεις οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη . 'Ετσι έχει κριθεί ότι αποτελούν ασελγείς πράξεις με την παραπάνω έννοια και οι ψαύσεις και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος, του θύματος ο εναγκαλισμός και η καταφίληση στο πρόσωπο και στο σώμα εφ' όσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας, η θωπεία του γεννητικού μορίου, η προστριβή του πέους στο σώμα του θύματος (Α Π 49/86, ΑΠ 105/1998, Π.Χρ. ΜΗ/754, ΑΠ 282/2002 Π.Χ. ΝΒ 920,ΑΠ 2056/2006, ΑΠ 1552/2001, ΑΠ 983/2001) και τέλος μεταξύ του βιασμού και της αποπλάνησης υπάρχει αληθής κατ' ιδέα συρροή καθ' όσον μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα προσβαλλομένων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο καθ' όσον δεν αποτελεί κανένα συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τέλεσης του άλλου (ΑΠ 183/84 ΠΧ ΛΔ 751). Συγκεκριμένα στο έγκλημα του βιασμού προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας ενώ στην αποπλάνηση παιδιών προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας από γενετήσιες προσβολές (ΑΠ 660/1998 ΠΧ ΜΘ 231 ).
Στη προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε με το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του ότι, από τα αποδεικτικά στοιχεία, που μνημονεύει κατά το είδος τους προέκυψαν τα ακόλουθα:
Ο κατηγορούμενος έγγαμος ηλικίας 79 ετών κατοικεί στον ....... Βοιωτίας σε ισόγεια οικία στον περίβολο της οποίας υπάρχει αφοδευτήριο και αχυρώνας. Απέναντι διαμένει η οικογένεια Γ1 και Γ2 με την κόρη τους Γ η οποία γεννήθηκε τις 2-2-1993. Κατά το διάστημα από τον Μάιο και μετά του έτους 2004 γείτονες του κατηγορουμένου αντιλήφθηκαν ύποπτες κινήσεις του κατηγορουμένου και συχνές επισκέψεις της ανήλικης στο σπίτι του κατηγορουμένου και για το λόγο αυτό από μέρους της οικογένειας Δ του έγινε και ανώνυμη τηλεφωνική προειδοποίηση περί του ότι είχε υποπέσει στην αντίληψή τους η επιμεμπτή συμπεριφορά του ώστε να σταματούσε Όμως αυτός συνέχισε την ίδια συμπεριφορά οπότε βλέποντας τις 22-7-2004 και περί ώρα 20.00 ότι ο κατηγορούμενος είχε μπει στον αχυρώνα όπως επίσης και η ανήλικη, ο Δ1 πήγε στον αχυρώνα απ' όπου ακούγονταν ψίθυροι, άνοιξε την ανασφάλιστη πόρτα και κατέλαβε επ' αυτοφώρω τον κατηγορούμενο να έχει κατεβασμένο το παντελόνι και το εσώρουχο του μέχρι τα γόνατα και με το πέος του σε μερική στύση, να έχει αγκαλιάσει την ανήλικη και να της έχει ακουμπήσει το κεφάλι της στην κοιλιά του . Στην επιθετική και επιπλητική συμπεριφορά του Δ1 ο κατηγορούμενος σαστισμένος τον ρώτησε πως μπήκε μέσα και να μην φωνάζει. Την επομένη ο Δ1 ενημέρωσε την μητέρα της ανήλικης και αυτή με τη σειρά της ενημέρωσε τον πατέρα της με κάποια μικρή καθυστέρηση προκειμένου ν' αποφεύγονταν τα χειρότερα. Η ανήλικη μετά από αυτό αποκάλυψε στους γονείς της ότι αυτό γινόταν από τον Μάιο και ότι περί το Πάσχα ο κατηγορούμενος την κάλεσε στο σπίτι του ενώ αυτή έπαιζε με την πρόφαση ότι κάτι ήθελε να της πει . Όταν η ανήλικη μπήκε στο σπίτι ο κατηγορούμενος κατέβασε το παντελόνι του και το εσώρουχο και έπιασε το χέρι της ανήλικης και το έθεσε στο γεννητικό του όργανο και στην αντίδρασή της όπως την κρατούσε αφ' ενός δεν την άφησε ν' απομακρυνθεί και αφ' ετέρου την απείλησε να μη φωνάξει γιατί θα καλούσε την αστυνομία να την συλλάβει και ότι θα την κτυπούσε οπουδήποτε και αν την εύρισκε στο χωριό, όπως επίσης και ότι δεν έπρεπε να πει τίποτε στους γονείς της. Μετά ταύτα και εξακολουθητικά ο κατηγορούμενος την καλούσε τόσο στο σπίτι όσο και στον αχυρώνα επισείοντας την απειλή της αστυνομίας και του ξυλοδαρμού της και την εξανάγκαζε να θωπεύει τα γεννητικά του όργανα και συγχρόνως την θώπευε και την καταφιλούσε σε διάφορα σημεία του σώματος της και στα γεννητικά της όργανα. Μάλιστα κάποια φορά της ζήτησε να του φιλήσει τα γεννητικά του όργανα και όταν η ανήλικη αρνήθηκε της έπιασε το κεφάλι και το κατηύθυνε στα γεννητικά του όργανα όπου το κράτησε για αρκετή ώρα. Επίσης κατ' επανάληψη προσέτριψε το πέος του στο σώμα της ανήλικης όπως επίσης έβαλε και το δάκτυλο του στο κόλπο της. Με τα παραπάνω δεκτά και εκτενώς εκτιθέμενα στο προσβαλλόμενο βούλευμα στο οποίο περιέχεται και εκτίθενται κατ' είδος τα αποδεικτικά στοιχεία το βούλευμα περιέχει πλήρη σαφή και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογία. Επίσης το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρει και απαντά στους διάφορους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου πλην του στην έκθεση αναίρεσης αναφερομένου του άρθρου 34 ΠΚ γιατί τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε με συγκεκριμένο τρόπο ώστε να χρήζει απάντησης δεδομένου ότι η κατά τρόπο συγκεκαλυμμένο και πλάγιο περί του ότι ο κατηγορούμενος έπασχε από ασθένειες που αποκλείουν την λειτουργία στύσης και τα περί του ότι εμφάνιζε συμπτώματα άνοιας δεν συγκροτούν την έννοια της προβολής συγκεκριμένου ισχυρισμού στον οποίο το συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να δώσει απάντηση γιατί όλα τα παραπάνω εκτιμώνται μέσα στα πλαίσια της άρνησης της κατηγορίας και όχι σαν συγκεκριμένος ισχυρισμός . Περαιτέρω η προβολή του ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει στυτική δυνατότητα ή εμφανίζει ανηδονία πρέπει να παρατηρηθεί ότι και αυτά εντασσόμενα στην γενική άρνηση της κατηγορίας και δεν αποτελούν ισχυρισμούς στους οποίους πρέπει το συμβούλιο ν' αναφερθεί , πέρα του ότι και αυτά να συμβαίνουν δεν ερευνάται η αντικειμενική δυνατότητα της πραγματοποίησης της συνουσίας άλλα τον αν έλαβαν χώρα οι ασελγείς κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 336 και 339 ΠΚ πράξεις . Περαιτέρω ως προς τα αναφερόμενα περί του ότι έλαβε απόλυτη ακυρότητα γιατί αναιτιολόγητα του απέρριψε αίτηση περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης στο Συμβούλιο πρέπει ν' λεχθεί ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα και δη στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα αναπτύσσονται εκτενώς οι λόγοι για τους οποίους έπρεπε ν' απορριφθεί και απορρίφθηκε από το Συμβούλιο η αίτηση του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του και για τους ίδιους οποίους λόγους πρέπει να απορριφθεί και από το συμβούλιο σας το επαναλαμβανόμενο αίτημα του περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης γιατί με την απολογία του και τα υπομνήματα του στα διάφορα στάδια της διαδικασίας επαρκώς προέβαλλε τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς και επιχειρήματα του πλέον του ότι η εμφάνιση του με κανένα τρόπο δεν είναι δυνατόν να αναιρέσει την αυτόφωρη κατάληψη του από τον Δ1.
Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί.

Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Α Να απορριφθεί η με αριθμ. 168/11-12-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 856/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών Β Να απορριφθεί η αίτησή του για αυτοπρόσωπη εμφάνιή του στο Συμβούλιό σας. Γ Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντα.
Αθήνα την 25-4-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
ΕΠΕΙΔΗ, κατά το άρθρο 336 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 9 του ν. 1419/1984, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, απαιτείται: α) εξαναγκασμός κάποιου, ανεξαρτήτως φύλλου, σε ανοχή ή σε επιχείρηση ασελγούς πράξεως, παρά τη θέλησή του και β) ο εξαναγκασμός του προσώπου αυτού να γίνεται με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου ή και με τους δύο αυτούς τρόπους. Σωματική βία είναι η φυσική δύναμη, η οποία δεν μπορεί να αποκρουσθεί και αναγκάζει το πρόσωπο να υποστεί ακουσίως σαρκική μείξη ή να ανεχθεί ή να επιχειρήσει ασελγή πράξη και απειλή βίας είναι κάθε απειλή άμεσου και σπουδαίου κινδύνου που στρέφεται τόσο κατά του σώματος, της ζωής ή άλλου ουσιώδους δικαιώματος αυτού και μπορεί να εμποιήσει στον απειλούμενο φόβο για επικείμενο κίνδυνο κατ' αυτού, έστω και αν αντικειμενικά και υπό άλλες συνθήκες η απειλή αυτή κρίνεται ως αστήρικτη ή ακόμη και μη δυνάμενη να δημιουργήσει τις καταστάσεις, τις οποίες εκείνος που απειλείται υπέλαβε κατά τον χρόνο της απειλής, αρκεί που ο απειλούμενος, κατά τον χρόνο που υφίσταται την απειλή, πιστέψει ότι η απειλή αυτή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, ο οποίος συνίσταται στη βούληση του δράστη να εξαναγκάσει άλλον στις παραπάνω ενέργειες με τον ένα ή τον άλλο από τους προαναφερόμενους τρόπους ή και με τους δύο μαζί και περιλαμβάνει τη γνώση ότι ο άλλος δεν συναινεί σε αυτό. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται α) με κάθειρξη, τουλάχιστον δέκα ετών, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών αν ο παθών συμπλήρωσε τα δέκα, όχι όμως και τα δεκατρία έτη. Από τη διάταξη αυτή, που έχει ως σκοπό την προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αυτού, απαιτείται η τέλεση ασελγούς από οιαδήποτε άποψη πράξεως με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών, κατά τις σχετικές ως προς την ηλικία διακρίσεις, η οποία αντικειμενικά μεν προσβάλλει το κοινό αίσθημα της αιδούς και την περί των ηθών κοινή αντίληψη, υποκειμενικά δε κατευθύνεται στην ικανοποίηση ή διέγερση της γενετήσιας ορμής και επιθυμίας του δράστη, ο οποίος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να γνωρίζει ότι το πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται η πράξη του έχει ηλικία κατώτερη των 10, 13 ή 15 ετών. Με την έννοια αυτή, έχει κριθεί ότι και στις δύο περιπτώσεις (άρθρων 336 και 339) αποτελούν ασελγείς πράξεις όχι μόνο η συνουσία και η παρά φύση ασέλγεια, αλλά και όλες οι πράξεις, οι οποίες αντικειμενικώς μεν προσβάλλουν το αίσθημα της αιδούς και των ηθών, υποκειμενικά δε κατευθύνονται στην ικανοποίηση ή την διέγερση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη. Έτσι, έχει κριθεί ότι αποτελούν ασελγείς πράξεις με την παραπάνω έννοια και οι ψαύσεις και οι θωπείες των γεννητικών οργάνων ή άλλων απόκρυφων μερών του σώματος του θύματος, ο εναγκαλισμός και το καταφίλημα στο πρόσωπο και στο σώμα, εφ' όσον κατατείνουν στη διέγερση ή ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του δράστη, αφού και αυτές προσβάλλουν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας, η θωπεία του γεννητικού μορίου, η προστριβή του πέους στο σώμα του θύματος και τέλος, μεταξύ του βιασμού και της αποπλανήσεως υπάρχει αληθής κατ' ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα προσβαλλόμενων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο, αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τελέσεως του άλλου. Συγκεκριμένα, στο έγκλημα του βιασμού, προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας, ενώ στην αποπλάνηση παιδιών, προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας, από γενετήσιες προσβολές. Τέλος, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται να αναφέρεται το περιεχόμενο κάθε αποδεικτικού στοιχείου και τι προκύπτει απ' αυτό και να προσδιορίζονται οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία επιτρεπτώς γίνεται με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, καλύπτει δε η αναφορά αυτή και το στοιχείο της μνείας των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στην πρόταση αυτή. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το βούλευμα, το οποίο αναιρεσιβάλλεται, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ανελέγκτως, ότι, από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει κατ' είδος, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά το έτος 2004, και σε χρόνο πριν το Πάσχα του ιδίου έτους, η ανήλικη, 11χρονη (τότε) Γ δέχθηκε, ενώ έπαιζε στον περίβολο της οικίας της, στο ....... Βοιωτίας, κάλεσμα από τον 79χρονο γείτονά της Χ1, κατηγορούμενο, να προσέλθει στην οικία του, προκειμένου "να της πει κάτι". Όταν η ανήλικη εισήλθε στην οικία του προαναφερομένου, αυτός κατέβασε ενώπιόν της το παντελόνι του και το εσώρουχό του, ξεγυμνώνοντας έτσι τα γεννητικά του όργανα, και αφού έπιασε τα χέρια της ειρημένης ανήλικης, τα έθεσε πάνω σ' αυτά (γεννητικά όργανά του), προς ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του, τελώντας σε γνώση της ηλικίας της ανωτέρω παθούσας. Η 11χρονη Γ αντέδρασε και ηθέλησε να απομακρυνθεί, πλην όμως, ο κατηγορούμενος δεν της το επέτρεψε, καθ' ότι της κράτησε τα χέρια λέγοντάς της συγχρόνως να μη φωνάζει και να παραμείνει εκεί, άλλως θα καλούσε την αστυνομία να την συλλάβει, προς δε θα την κτυπούσε όταν και όπου θα την εύρισκε στο χωριό και θραύοντας έτσι την αντίστασή της και εξουδετερώνοντας την βούληση αυτής, την εξανάγκασε να παραμείνει στην οικία του και σε επαφή με τα γεννητικά όργανά του, δηλαδή να υποστεί τις προαναφερόμενες ασελγείς πράξεις του, αποσκοπώντας αυτός στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του (σε ηδονισμό). Την απείλησε ακόμη με επικείμενο κίνδυνο του σώματός της, ήτοι με ξυλοδαρμό, στην περίπτωση που τυχόν επιχειρούσε να αναφέρει τα ανωτέρω στους γονείς της. Η περιπέτεια όμως της ανήλικης Γδεν είχε τελειώσει με την προαναφερθείσα αποτρόπαια πράξη του κατηγορουμένου, καθ' όσον εξακολούθησε η παράνομη και βάναυση συμπεριφορά του τελευταίου. Έτσι, τόσο στην κρεβατοκάμαρα της οικίας του, όσο και στην αποθήκη - αχυρώνα που ευρίσκεται στον περίβολο (αυλή) αυτής, εξανάγκαζε αυτός εξακολουθητικά, μέχρι και την 22α Ιουλίου 2004, την ανήλικη (11χρονη) Γ, να προσέρχεται (και), με απειλή, προοιωνίζουσα σπουδαίο και άμεσο κίνδυνο και δη ότι θα την καταγγείλει στην Αστυνομία και θα την κτυπήσει σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς της στις ορέξεις του, να του θωπεύει κάθε φορά τα ξεγυμνωμένα γεννητικά όργανά του, ενώ αυτός συγχρόνως την θώπευε και τη φιλούσε σε όλο το σώμα της και στα απόκρυφα αυτής σημεία, όπως στα γεννητικά της όργανα. Μάλιστα, σε κάποια από τις συναντήσεις τους, ο κατηγορούμενος ζήτησε από την προειρημένη να του φιλήσει τα γεννητικά όργανα και, όταν αυτή αρνήθηκε, ο ανωτέρω της πίεσε και οδήγησε το κεφάλι της στα γεννητικά όργανά του, όπου και το κράτησε αρκετή ώρα. Ακόμη, κατ' επανάληψη και προς ηδονισμό πάντοτε, έτριβε αυτός το πέος του στο σώμα της ανήλικης ενώ εισήγαγε και το δάκτυλό του στον κόλπο της, προκαλώντας της έντονο πόνο. Εν τω μεταξύ, τα καλέσματα του κατηγορουμένου προς την 11χρονη Γ και οι μετά ταύτα συναντήσεις στην οικία του πρώτου, υπέπεσαν στην αντίληψη των γειτόνων και δη στους Δ1, Δ2, ......, Δ3 και έγιναν αντικείμενο συζητήσεων. Μάλιστα, πραγματοποιήθηκε και (ανωνύμως) τηλεφώνημα της Δ2 προς τον κατηγορούμενο, προκειμένου να αποτρέψει την συνέχιση της νοσηρής αυτής καταστάσεως του τελευταίου σε βάρος της ανήλικης Γ, πλην όμως ματαίως, καθ' όσον ο ανωτέρω συνέχισε την επίμεμπτη συμπεριφορά του. Έτσι, στις 22 Ιουλίου 2004, ο κατηγορούμενος κατελήφθη από τον γείτονά του Δ1, εντός της αποθήκης - αχυρώνα που αυτός διατηρεί στον περίβολο της οικίας του (στο .... Βοιωτίας) να έχει εναγκαλισθεί την ως άνω ανήλικη με κατεβασμένα το παντελόνι του και το εσώρουχό του, μέχρι τα γόνατά του και ξεγυμνωμένα τα γεννητικά όργανά του, δηλαδή να ευρίσκεται σε επαφή το σώμα του με αυτό της ανήλικης προς ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του. Ακολούθησε λεκτική επίθεση του προειρημένου αυτόπτη μάρτυρα Δ1 προς τον κατηγορούμενο, τον οποίο δριμέως επιτίμησε για την αποτρόπαια πράξη του και έτσι τερματίστηκε η εγκληματική δράση του ανωτέρω. Στη συνέχεια (23.7.2004) ενημερώθηκαν οι γονείς της παθούσας και η τελευταία, αφού πλέον με την εξέλιξη αυτή των γεγονότων, ξεπέρασε τους φόβους της, ανέφερε με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες την παράνομη σε βάρος της συμπεριφορά του κατηγορουμένου. Προς δε, εξετάστηκε από την ιατρό..... (χειρουργό - γυναικολόγο) και τον ιατροδικαστή ........ και διαπιστώθηκε εντομή (κατά την πρώτη ιατρό, ρήξη) του παρθενικού της υμένα στην περιοχή της 5ης ώρας, γεγονός που οφείλεται στην εισχώρηση του δακτύλου του κατηγορουμένου στον κόλπο της ανήλικης Γ (βλ. καταθέσεις της παθούσας, των γονέων της, του Δ1, προς δε των Δ2, Δ3 και λοιπών και τις ιατροδικαστικές εκθέσεις). Ο κατηγορούμενος βέβαια αρνείται τις κατ' αυτού κατηγορίες, ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι λόγω της ηλικίας του και βεβαρημένης υγείας (διαβήτης, αγγειοπάθεια κλπ. - βλ. τις ιατρικές βεβαιώσεις και εξετάσεις), ελλείπει σ' αυτόν η στυτική ικανότητα για να εκπληρώσει σεξουαλικές πράξεις, επιχειρώντας έτσι να αποδυναμώσει την αποδιδόμενη σ' αυτόν κατηγορία. Πλην όμως, αβασίμως υποστηρίζει τα ανωτέρω, καθ' όσον και αληθών υποτιθεμένων, ουδεμία ασκούν επιρροή στις κατ' αυτού κατηγορίες, αφού στην προκειμένη περίπτωση αποδίδεται σ' αυτόν ότι με βία και απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου εξανάγκασε την 11χρονη Γ, όχι σε συνουσία (εξώγαμη), αλλά σε ανοχή ασελγών σε βάρος της πράξεων, που, όπως προαναφέρεται και προκύπτει, συνιστούν ανάλογες και ισοδύναμες με τη συνουσία πράξεις (επαφή των γεννητικών οργάνων του με το σώμα του θύματός του και δη σε απόκρυφα σημεία αυτής για ηδονισμό, εξακολουθητική προστριβή του πέους του στο σώμα της άνω ανήλικης και δη στα γεννητικά της όργανα για τον ίδιο ως άνω σκοπό, ψαύση και θωπείες επί του σώματος της ανήλικης και εισαγωγή του δακτύλου του, στον κόλπο αυτής, για την ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του και ορμής, θωπεία των γεννητικών οργάνων του δράστη, κατ' απαίτησή του, από το 11χρονο παιδί κ.λ.π. Κατ' ακολουθίαν, οι προαναφερόμενες πράξεις του κατηγορουμένου συνιστούν, όπως προεξετέθη, τα εγκλήματα του βιασμού και της αποπλανήσεως παιδιού και όχι της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, του άρθρου 337 Π.Κ. και συνεπώς απορρίπτεται και ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου. Επισημαίνεται ότι οι προταθέντες και εξετασθέντες μάρτυρες υπερασπίσεως ουδέν βάσιμο στοιχείο εισέφεραν. Τα όσα ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος δεν αναιρούν τα σε βάρος του στοιχεία και τις αποδιδόμενες σ' αυτόν κατηγορίες. Αντιθέτως επιρρωνύουν αυτές (βλ. όλες τις καταθέσεις μαρτύρων και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα)". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών και απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διωκόμενων εγκλημάτων, για τα οποία ο αναιρεσείων κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 336 παρ. 1 και 339 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Για την πληρότητα της αιτιολογίας, το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται και απαντά στους διάφορους ισχυρισμούς του κατηγορουμένου, πλην του αναφερομένου στην έκθεση αναιρέσεως ισχυρισμού της συνδρομής στο πρόσωπό του των προϋποθέσεων του άρθρου 34 του Ποινικού Κώδικα, διότι τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε με συγκεκριμένο τρόπο ώστε να απαιτείται απάντηση σ' αυτόν, αφού η κατά τρόπο έμμεσο επίκληση του ότι ο κατηγορούμενος έπασχε από ασθένειες που αποκλείουν τη λειτουργία στύσεως και του ότι εμφάνιζε συμπτώματα άνοιας, δεν συγκροτούν την έννοια της προβολής συγκεκριμένου ισχυρισμού στον οποίο το Συμβούλιο Εφετών ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει, διότι όλα τα παραπάνω εκτιμώνται στα πλαίσια της αρνήσεως της κατηγορίας και όχι ως συγκεκριμένος ισχυρισμός. Περαιτέρω σχετικά με την προβολή του ισχυρισμού του κατηγορουμένου, ότι αυτός δεν έχει στυτική ικανότητα και εμφανίζει ανηδονία, πρέπει να παρατηρηθεί ότι στον ισχυρισμό αυτόν, εντασσόμενο στη γενική άρνηση της κατηγορίας, και μη αποτελούντα αυτοτελή ισχυρισμό, το Συμβούλιο απήντησε με σαφήνεια, αν και δεν ήταν υποχρεωμένο προς τούτο, δεχθέν ότι εν προκειμένω, δεν ερευνάται η αντικειμενική δυνατότητα της πραγματοποιήσεως της συνουσίας, αλλά το εάν έλαβαν χώρα οι ασελγείς πράξεις, σύμφωνα με τις παραπάνω διατάξεις. Περαιτέρω, ως προς τον λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 α' του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με τον οποίο έλαβε χώρα απόλυτη ακυρότητα, διότι αναιτιολόγητα με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε η αίτηση του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο Εφετών, πρέπει να λεχθεί ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα και δη στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση αναπτύσσονται εκτενώς οι λόγοι για τους οποίους έπρεπε να απορριφθεί και απορρίφθηκε από το Συμβούλιο η αίτηση του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του. Ειδικότερα στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση αναφέρονται, σχετικά με το ως άνω αίτημα, τα επόμενα: "Τέλος, όσον αφορά το αίτημά του για αυτοπρόσωπη ενώπιόν σας εμφάνιση προς παροχή διευκρινίσεων, διασαφήσεων κλπ, είναι μεν νόμιμο, στηριζόμενο στις διατάξεις; των άρθρων 309 και 318 ΚΠΔ, πλην όμως πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν γιατί ο εκκαλών αναπτύσσει διεξοδικώς και με πληρότητα τους ισχυρισμούς, τις απόψεις κλπ. με την έκθεση εφέσεώς του και με όσα έχει σ' αυτή διαλάβει, προς δε και με τα στη δικογραφία υπομνήματά του και έτσι δεν συντρέχει λόγος να επαναλάβει αυτούς και προφορικά ενώπιόν σας". Επομένως και ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος.
ΕΠΕΙΔΗ, ο αναιρεσείων, με την αίτηση αναιρέσεως, ζητεί να εμφανισθεί ενώπιον του Συμβουλίου τούτου με τον συνήγορό του, προκειμένου να διαπιστωθεί η κατάστασή του και να προβεί στην προφορική ανάπτυξη της υποθέσεως. Το αίτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους πιο πάνω λόγους, που απορρίφθηκε και το αντίστοιχο από το Συμβούλιο Εφετών, αφού, όπως προαναφέρεται, ο κατηγορούμενος, με την απολογία του και τα υπομνήματά του στα διάφορα στάδια της διαδικασίας, επαρκώς προέβαλε τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του και τα επιχειρήματά του.
ΕΠΕΙΔΗ, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την 168/11.12.2006 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του 856/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, καθώς και την αίτηση του παραπάνω αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου τούτου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Μαρτίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2008.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή