Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1276 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Πλαστογραφία, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση.




Περίληψη:
Κακουργηματική πλαστογραφία λόγω ύψους ζημίας - οφέλους. Αίτηση αναίρεσης κατά βουλεύματος Συμβουλίου Εφετών που απέρριψε έφεση κατηγορουμένης κατά παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με λόγους την απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (απόρριψη αιτήματος αυτοπρόσωπης εμφάνισης κατηγορουμένης στο Συμβούλιο Εφετών) και έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απορρίπτει αίτηση.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1276/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Στ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο και Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1541/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα -κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 12 Οκτωβρίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1452/09.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη με αριθμό 75/16.2.2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω στο δικαστήριό σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 ΚΠΔ την υπ' αριθμ. 184/2009 αίτηση αναίρεσης της Χ κατά του υπ' αριθμ. 1541/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα : 1) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ' αριθμ. 1421/2009 βούλευμα του, παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών την πιο πάνω κατηγορουμένη αναιρεσείουσα προκειμένου να δικαστεί για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία της οποίας υπερβαίνουν το ποσό των 73000 ευρώ. Στη συνέχεια μετά από έφεση που άσκησε η παραπάνω αναιρεσείουσα κατηγορουμένη εκδόθηκε το υπ' αριθμ. 1541/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών με το οποίο απορρίφθηκε η έφεση αυτής και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. Κατά του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών στρέφεται πλέον η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη με την υπό κρίση αίτησή της. "Επειδή η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (άρθρα 473 παρ. 1 και 474 παρ. 1 ΚΠΔ) αφού ασκήθηκε την 12/10/2009 υπό του δικηγόρου Αθηνών Βασιλείου Χατζή Κωνσταντίνου δυνάμει εξουσιοδοτήσεως, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα είχε επιδοθεί στην αναιρεσείουσα κατηγορουμένη την 30/9/2009 και στον ως άνω αντίκλητο δικηγόρο την 2/10/2009. Επί πλέον ασκήθηκε η αναίρεση από δικαιούμενο σε άσκηση αυτής πρόσωπο (άρθρα 463, 482 ΚΠΔ) και περιέχει ως λόγους αναίρεσης απόλυτη ακυρότητα, έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο προσβαλλόμενο βούλευμα και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. 2) Έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστικού Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά απ' αυτά (ΑΠ 1010/1997 ΠΧ ΜΗ/354, ΑΠ 108/2000, ΠΧ Ν/313 ΑΠ 1560/2002 ΠΧ Ν Γ/536). Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, καθώς συμπληρωματικά και στο πρωτόδικο βούλευμα (ΑΠ 711/2000 ΠΧ ΝΑ/55, ΑΠ 1608/2001 ΠΧ ΝΒ/ 623, ΑΠ 2253/2002 ΠΧ ΝΓ/795). Περαιτέρω όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 περ. β ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει την εφαρμοσθείσα διάταξη, υπάγει εσφαλμένως σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όπως συμβαίνει όταν στο βούλευμα εμφιλοχωρούν, κατά την έκθεση και ανάπτυξη πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 1241/1998 ΠΧ ΜΘ/684, ΑΠ 418/ 1999 ΠΧ Ν/41). 2) Επειδή στην υπό κρίση περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, έκρινε ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε την παραπάνω αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία της οποίας υπερβαίνουν το ποσό των 73000 ευρώ. Δέχθηκε, δηλαδή το Συμβούλιο Εφετών, με αναφορά καθ' ολοκληρίαν στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και συγκεκριμένα από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά τη διενέργεια της κυρίας ανάκρισης και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και την απολογία της κατηγορουμένης προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη Χ ήταν παντρεμένη με το μηνυτή Ψ ο οποίος γεννήθηκε στην .... Από το γάμο αυτό ο οποίος λύθηκε το έτος 1988, προήλθε η θυγατέρα τους Ζ, η οποία διέμενε με τη μητέρα της στη .... Επίσης η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη υπήρξε φαρμακοποιός (ήδη είναι συνταξιούχος) και διατηρούσε φαρμακείο στην ..., ενώ ο μηνυτής επίσης φαρμακοποιός, διατηρούσε φαρμακείο στο .... Η κατηγορουμένη καθό χρόνο λειτουργούσε το φαρμακείο της βρέθηκε σε οικονομικό αδιέξοδο εξαιτίας των χρεών που παρουσίασε κατά την άσκηση του επαγγέλματος της, αλλά και εκ του γεγονότος ότι υπήρξε καρκινοπαθής και είχε υποβληθεί σε μαστεκτομή, καθώς και σε χειρουργική επέμβαση στο έντερο με παρά φύσει έδρα. Μάλιστα δε με την υπ' αρίθμ. 105/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε σε πτώχευση και ορίστηκε ως χρόνος παύσης των πληρωμών της η 30/9/2004. Ο μηνυτής, τον Απρίλιο του έτους 2004 μετέβη στην ..., όπου παρέμεινε για διάστημα ενός μηνός και όπως συνήθιζε πριν την αναχώρηση του από τη χώρα μας, παρέδωσε στην κόρη τους Ζ, η οποία διέμενε με την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, όλα τα προσωπικά του έγγραφα μεταξύ των οποίων και το μπλοκ των επιταγών του. Η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη αντιλαμβανόμενη αυτό, αφήρεσε από την τσάντα όπου εφυλλάσοντο τα μπλοκ των επιταγών από την κόρη τους Ζ και εν αγνοία του μηνυτή συμπλήρωσε πέντε (5) απ' αυτές, θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του στη θέση του εκδότη, ως ημερομηνία αυτή που εκάστοτε την εξυπηρετούσε, σε διαταγή της ιδίας ως εξής : 1) Στις 23/7/ 2004 την υπ' αρίθμ. ... δίγραμμη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εσύρετο από τον υπ' αρίθμ. ... λογαριασμό του μηνυτή, θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του μηνυτού στη θέση του εκδότη, καθώς και τη σφραγίδα του με τα στοιχεία "ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΝ ..., τηλ.: ...", θέτοντας ως τόπο έκδοσης την ..., ως χρόνο έκδοσης την 23/7/2004 και ως ποσό αυτό των 25000 ευρώ σε διαταγή της ιδίας, 2) Στις 6/8/2004 την υπ' αριθμ. ... δίγραμμη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία εσύρετο από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό του μηνυτή, θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του στη θέση του εκδότη, καθώς και τη σφραγίδα της επιχείρησης του, αναγράφοντας ως τόπο έκδοσης την ..., ως χρόνο έκδοσης την 6/8/2004 και ως ποσό αυτό των 25000 ευρώ σε διαταγή της ιδίας, 3) Στις 27/8/2004 την υπ' αριθμ. ... δίγραμμη επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία εσύρετο από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό του μηνυτού θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του στη θέση του εκδότη, καθώς και την ως άνω σφραγίδα της επιχείρησης του, αναγράφοντας ως τόπο έκδοσης την ..., ως χρόνο έκδοσης την 27/3/2004 και ως ποσό αυτό των 36763,70 ευρώ σε διαταγή της ιδίας, 4) Στις 19/8/2004 την υπ' αριθμ. ... δίγραμμη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία εσύρετο από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό του μηνυτού, θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του στη θέση του εκδότη, καθώς και την ως άνω σφραγίδα της επιχείρησης του, αναγράφοντας ως τόπο έκδοσης την ..., ως χρόνο έκδοσης την 19/8/2004 και ως ποσό αυτό των 19738,20 ευρώ σε διαταγή της ιδίας και 5) Στις 28/7/2004 την υπ' αριθμ. ... δίγραμμη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία εσύρετο από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό του μηνυτού, θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου στη θέση του εκδότη, καθώς και την ως άνω σφραγίδα της επιχείρησης του, αναγράφοντας ως τόπο έκδοσης την ..., ως χρόνο έκδοσης την 28/7/2004 και ως ποσό αυτό των 25000 ευρώ σε διαταγή της ιδίας. Στη συνέχεια η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη έκανε χρήση των ανωτέρω πέντε επιταγών μεταβιβάζοντας αυτές με οπισθογράφηση στην Εμπορική Τράπεζα, της οποίας οι αρμόδιοι υπάλληλοι παραπλανηθέντες, τις έλαβαν ως ενέχυρο και παρείχαν πίστωση σ' αυτήν (κατηγορουμένη) ισόποση με την αξία των επιταγών (αξία λόγω ενεχύρου), δηλαδή ποσού 131501,90 ευρώ. Οι ως άνω πλαστές επιταγές εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες πλην όμως δεν πληρώθηκαν ελλείψει επαρκούς διαθεσίμου υπολοίπου και σφραγίστηκαν νόμιμα. Κατόπιν τούτου η Εμπορική Τράπεζα βάσει των ανωτέρω πλαστών επιταγών, μετά από αίτηση της πέτυχε να εκδοθεί η υπ' αριθμ. 5702/2004 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος του μηνυτή με την οποία υποχρεούτο ο τελευταίος, πέραν των τόκων και δικαστικών εξόδων να καταβάλει στην παραπάνω τράπεζα το συνολικό ποσό των 131501,90 ευρώ. Ο μηνυτής κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής άσκησε ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατονομάζοντας ως πλαστογράφο την κατηγορουμένη πρώην σύζυγο του. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 72/2007 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία ακυρώθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής και κατ' εφαρμογή του άρθρου 38 ΚΠΔ διαβιβάστηκαν αντίγραφα της σχετικής δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ο οποίος άσκησε σε βάρος της κατηγορουμένης ποινική δίωξη διά το ως άνω αναφερόμενο ποινικό αδίκημα. Η κατηγορουμένη κατά την απολογία της στον ανακριτή αποδέχθηκε την ως άνω κατ' αυτής κατηγορία, αναφέροντας ότι εν αγνοία και χωρίς συναίνεση του παθόντος πρώην συζύγου της, προέβη στην κατάρτιση των ανωτέρω επιταγών, διότι αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα. 4) Επειδή, από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, ως αβάσιμη στην ουσία την έφεση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73000 ευρώ κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, το οποίο είχε παραπέμψει αυτήν στο ακροατήριο για την πράξη αυτή, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες έτσι ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ο λόγος δε αναίρεσης της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά το μέρος με το οποίο επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή αμφισβητείται η κρίση του Συμβουλίου, ως προς τι προκύπτει από κάθε αποδεικτικό στοιχείο, περιέχει ανεπίτρεπτη προσβολή της αναγόμενης στα πράγματα κρίσης του Συμβουλίου και πρέπει γι' αυτό να απορριφθεί ως απαράδεκτος. Περαιτέρω ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ότι το ως άνω βούλευμα έχει ελλιπείς και μη νόμιμες αιτιολογίες γιατί δεν απαντά στον ισχυρισμό της "ότι είχε την εκπεφρασμένη άλλως προκύπτουσα άλλως εικαζόμενη σύμφωνη γνώμη του πρώην συζύγου της για να χρησιμοποιήσει τις επιταγές που είχαν ήδη δοθεί. Εάν ο πρώην σύζυγος της δεν ήθελε να χρησιμοποιήσω τις επιταγές του δε θα άφηνε το μπλοκ των επιταγών στο σπίτι της στην απόλυτη διάθεση της" πρέπει να απορριφθεί γιατί κατά τα προεκτεθέντα αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων η οποία είναι ανέλεγκτος υπό του Αρείου Πάγου. Εξάλλου ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ότι το ως άνω βούλευμα στερείται αιτιολογίας αφού δε διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά που αποδίδονται σ' αυτήν ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση τελέστηκε υπ' αυτής κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, πρέπει να απορριφθεί γιατί στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως. Και τούτο γιατί το έγκλημα για το οποίο παραπέμφθηκε είναι πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία της οποίας υπερβαίνουν το ποσό των 73000 ευρώ και δεν έχει καμία σχέση με την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση του αδικήματος αυτού. Τέλος, το αίτημα της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για αυτοπρόσωπο εμφάνιση της στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών προς παροχή διευκρινίσεων και προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών της πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν, καθόσον η εκκαλούσα στην έκθεση της έφεσης της αναπτύσσει διεξοδικά και με πληρότητα τους ισχυρισμούς και τις απόψεις της, ώστε να μη συντρέχει λόγος να επαναλάβει αυτούς και προφορικά ενώπιον του ως άνω Συμβουλίου. Μετά από όλα αυτά πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης της αναίρεσείουσας κατηγορουμένης ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ' αυτήν τα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω 1) Να απορριφθεί η υπ' αριθμ. 184/2009 αίτηση αναίρεσης της Χ κατά του υπ' αριθμ. 1541/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην παραπάνω αναιρεσείουσα. Αθήνα, 14 Ιανουαρίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Ψάνης".

Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση από 12-10-2009 αίτηση της κατηγορουμένης Χ για αναίρεση του υπ' αριθμού 1541/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω.
Από το άρθρο 216 παρ. 1 ΠΚ το οποίο ορίζει ότι "όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει άλλον σχετικό με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών", προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικώς η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ως καταρτισθέν παρ' ετέρου ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, η οποία μπορεί να γίνει με την προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων, αριθμών ή σημείων. Η ίδια διάταξη ορίζει ότι "η χρήση του εγγράφου από αυτόν αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση". Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση και τη θέληση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και σκοπός του υπαιτίου να παραπλανήσει με χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή σχετικό με τη δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση δικαιώματος προστατευομένου από το νόμο. Εξάλλου, σύμφωνα με την παραγρ. 3 εδ. α' του ίδιου άρθρου "αν ο υπαίτιος των πράξεων (παράγραφος 1-2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών (73.000 ευρώ). Επίσης από το άρθρο 98 παρ. 1 του ΠΚ προκύπτει ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς μερικότερες πράξεις, διακρινομένες χρονικά μεταξύ τους που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της αποφάσεως για την τέλεσή τους και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα. Στην παραπάνω διάταξη, προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999 δεύτερη παράγραφος, σύμφωνα με την οποία η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος, που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος, λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος. Εξάλλου, έλλειψη της απαιτουμένης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ' ΚΠΔ υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστικού Συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και β) Αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από καθένα από αυτά, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικαστικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Δικαστήριο ή το Δικαστικό Συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης και όχι μόνο μερικά απ' αυτά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, καθώς συμπληρωματικά και στο πρωτόδικο βούλευμα. Περαιτέρω όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 περ. β ΚΠΔ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή όταν το Συμβούλιο, χωρίς να παρερμηνεύει την εφαρμοσθείσα διάταξη, υπάγει εσφαλμένως σ' αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχεται ότι προέκυψαν από την ανάκριση ή προανάκριση καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάστηκε εκ πλαγίου, όπως συμβαίνει όταν στο βούλευμα εμφιλοχωρούν, κατά την έκθεση και ανάπτυξη πραγματικών περιστατικών, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην υπό κρίση περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1541/2009 βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, έκρινε ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο ορθώς παρέπεμψε την παραπάνω αναιρεσείουσα κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικαστεί για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία της οποίας υπερβαίνουν το ποσό των 73000 ευρώ. Δέχθηκε, δηλαδή το Συμβούλιο Εφετών, με αναφορά καθ' ολοκληρίαν στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας και συγκεκριμένα από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού που συγκεντρώθηκε κατά τη διενέργεια της κυρίας ανάκρισης και ειδικότερα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, σε συνδυασμό με όλα τα έγγραφα που προσκομίστηκαν και την απολογία της κατηγορουμένης προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Η εκκαλούσα (ήδη αναιρεσείουσα) Χ ήταν παντρεμένη με το μηνυτή Ψ ο οποίος γεννήθηκε στην .... Από το γάμο αυτό ο οποίος λύθηκε το έτος 1988, προήλθε η θυγατέρα τους Ζ, η οποία διέμενε με τη μητέρα της στη .... Επίσης η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη υπήρξε φαρμακοποιός (ήδη είναι συνταξιούχος) και διατηρούσε φαρμακείο στην ..., ενώ ο μηνυτής επίσης φαρμακοποιός, διατηρούσε φαρμακείο στο .... Η κατηγορουμένη καθό χρόνο λειτουργούσε το φαρμακείο της βρέθηκε σε οικονομικό αδιέξοδο εξαιτίας των χρεών που παρουσίασε κατά την άσκηση του επαγγέλματος της, αλλά και εκ του γεγονότος ότι υπήρξε καρκινοπαθής και είχε υποβληθεί σε μαστεκτομή, καθώς και σε χειρουργική επέμβαση στο έντερο με παρά φύσει έδρα. Μάλιστα δε με την υπ' αρίθμ. 105/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κηρύχθηκε σε πτώχευση και ορίστηκε ως χρόνος παύσης των πληρωμών της η 30/9/2004. Ο μηνυτής, τον Απρίλιο του έτους 2004 μετέβη στην ..., όπου παρέμεινε για διάστημα ενός μηνός και όπως συνήθιζε πριν την αναχώρηση του από τη χώρα μας, παρέδωσε στην κόρη τους Ζ, η οποία διέμενε με την αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, όλα τα προσωπικά του έγγραφα μεταξύ των οποίων και το μπλοκ των επιταγών του. Η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη αντιλαμβανόμενη αυτό, αφήρεσε από την τσάντα όπου εφυλλάσοντο τα μπλοκ των επιταγών από την κόρη τους Ζ και εν αγνοία του μηνυτή συμπλήρωσε πέντε (5) απ' αυτές, θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του στη θέση του εκδότη, ως ημερομηνία αυτή που εκάστοτε την εξυπηρετούσε, σε διαταγή της ιδίας ως εξής : 1) Στις 23/7/ 2004 την υπ' αρίθμ. ... δίγραμμη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία εσύρετο από τον υπ' αρίθμ. ... λογαριασμό του μηνυτή, θέτοντας κατ1 απομίμηση την υπογραφή του μηνυτού στη θέση του εκδότη, καθώς και τη σφραγίδα του με τα στοιχεία "ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΝ ..., τηλ.: ...", θέτοντας ως τόπο έκδοσης την Αθήνα, ως χρόνο έκδοσης την 23/7/2004 και ως ποσό αυτό των 25000 ευρώ σε διαταγή της ιδίας, 2) Στις 6/8/2004 την υπ' αριθμ. ... δίγραμμη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία εσύρετο από τον ίδιο ως άνω λογαριασμό του μηνυτή, θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του στη θέση του εκδότη, καθώς και τη σφραγίδα της επιχείρησης του, αναγράφοντας ως τόπο έκδοσης την ..., ως χρόνο έκδοσης την 6/8/2004 και ως ποσό αυτό των 25000 ευρώ σε διαταγή της ιδίας, 3) Στις 27/8/2004 την υπ' αριθμ. ... δίγραμμη επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία εσύρετο από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό του μηνυτού θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του στη θέση του εκδότη, καθώς και την ως άνω σφραγίδα της επιχείρησης του, αναγράφοντας ως τόπο έκδοσης την ...., ως χρόνο έκδοσης την 27/3/2004 και ως ποσό αυτό των 36763,70 ευρώ σε διαταγή της ιδίας, 4) Στις 19/8/2004 την υπ' αριθμ. ... δίγραμμη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία εσύρετο από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμό του μηνυτού, θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του στη θέση του εκδότη, καθώς και την ως άνω σφραγίδα της επιχείρησης του, αναγράφοντας ως τόπο έκδοσης την ..., ως χρόνο έκδοσης την 19/8/2004 και ως ποσό αυτό των 19738,20 ευρώ σε διαταγή της ιδίας και 5) Στις 28/7/2004 την υπ' αριθμ. ... δίγραμμη επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία εσύρετο από τον υπ1 αριθμ. ... λογαριασμό του μηνυτού, θέτοντας κατ' απομίμηση την υπογραφή του τελευταίου στη θέση του εκδότη, καθώς και την ως άνω σφραγίδα της επιχείρησης του, αναγράφοντας ως τόπο έκδοσης την ...., ως χρόνο έκδοσης την 28/7/2004 και ως ποσό αυτό των 25000 ευρώ σε διαταγή της ιδίας. Στη συνέχεια η αναίρεσε ίου σα κατηγορουμένη έκανε χρήση των ανωτέρω πέντε επιταγών μεταβιβάζοντας αυτές με οπισθογράφηση στην Εμπορική Τράπεζα, της οποίας οι αρμόδιοι υπάλληλοι παραπλανηθέντες, τις έλαβαν ως ενέχυρο και παρείχαν πίστωση σ' αυτήν (κατηγορουμένη) ισόποση με την αξία των επιταγών (αξία λόγω ενεχύρου), δηλαδή ποσού 131501,90 ευρώ. Οι ως άνω πλαστές επιταγές εμφανίστηκαν νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες πλην όμως δεν πληρώθηκαν ελλείψει επαρκούς διαθεσίμου υπολοίπου και σφραγίστηκαν νόμιμα. Κατόπιν τούτου η Εμπορική Τράπεζα βάσει των ανωτέρω πλαστών επιταγών, μετά από αίτηση της πέτυχε να εκδοθεί η υπ' αριθμ. 5702/2004 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών σε βάρος του μηνυτή με την οποία υποχρεούτο ο τελευταίος, πέραν των τόκων και δικαστικών εξόδων να καταβάλει στην παραπάνω τράπεζα το συνολικό ποσό των 131501,90 ευρώ. Ο μηνυτής κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής άσκησε ανακοπή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατονομάζοντας ως πλαστογράφο την κατηγορουμένη πρώην σύζυγο του. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η υπ1 αριθμ. 72/2007 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία ακυρώθηκε η ανωτέρω διαταγή πληρωμής και κατ1 εφαρμογή του άρθρου 38 ΚΠΔ διαβιβάστηκαν αντίγραφα της σχετικής δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών ο οποίος άσκησε σε βάρος της κατηγορουμένης ποινική δίωξη διά το ως άνω αναφερόμενο ποινικό αδίκημα. Η κατηγορουμένη κατά την απολογία της στον ανακριτή αποδέχθηκε την ως άνω κατ' αυτής κατηγορία, αναφέροντας ότι εν αγνοία και χωρίς συναίνεση του παθόντος πρώην συζύγου της, προέβη στην κατάρτιση των ανωτέρω επιταγών, διότι αντιμετώπιζε τεράστια οικονομικά προβλήματα για τους λόγους που ήδη αναφέραμε...".
Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του, ως αβάσιμη στην ουσία την έφεση που είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη για την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73000 ευρώ κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, το οποίο είχε παραπέμψει αυτήν στο ακροατήριο για την πράξη αυτή, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του πιο πάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέα η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 περ. στ, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 98 και 216 παρ. 1 και 2 του ΠΚ τις οποίες έτσι ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου.
Ο λόγος δε αναίρεσης της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας κατά το μέρος με το οποίο επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων ή αμφισβητείται η κρίση του Συμβουλίου, ως προς τι προκύπτει από κάθε αποδεικτικό στοιχείο, περιέχει ανεπίτρεπτη προσβολή της αναγόμενης στα πράγματα κρίσης του Συμβουλίου και πρέπει γι' αυτό να απορριφθεί ως απαράδεκτος.
Περαιτέρω ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ότι το ως άνω βούλευμα έχει ελλιπείς και μη νόμιμες αιτιολογίες γιατί δεν απαντά στον ισχυρισμό της "ότι είχε την εκπεφρασμένη άλλως προκύπτουσα άλλως εικαζόμενη σύμφωνη γνώμη του πρώην συζύγου της για να χρησιμοποιήσει τις επιταγές που είχαν ήδη δοθεί. Εάν ο πρώην σύζυγος της δεν ήθελε να χρησιμοποιήσω τις επιταγές του δε θα άφηνε το μπλοκ των επιταγών στο σπίτι της στην απόλυτη διάθεση της" πρέπει να απορριφθεί γιατί κατά τα προεκτεθέντα αναφέρεται στην εκτίμηση των αποδείξεων η οποία είναι ανέλεγκτος υπό του Αρείου Πάγου.
Εξάλλου ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης ότι το ως άνω βούλευμα στερείται αιτιολογίας αφού δε διαλαμβάνονται τα πραγματικά περιστατικά που αποδίδονται σ' αυτήν ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση τελέστηκε υπ' αυτής κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, πρέπει να απορριφθεί γιατί στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως. Και τούτο γιατί το έγκλημα για το οποίο παραπέμφθηκε είναι πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία της οποίας υπερβαίνουν το ποσό των 73000 ευρώ και δεν έχει καμία σχέση με την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση του αδικήματος αυτού.
Τέλος ως το αίτημα της αναιρεσείουσας κατηγορουμένης για αυτοπρόσωπο εμφάνιση της στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών προς παροχή διευκρινίσεων και προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών της, που απορρίφθηκε ως κατ' ουσίαν αβάσιμο, "καθόσον η εκκαλούσα με την απολογία της και τα αναφερόμενα στην έκθεση της έφεσής της αναπτύσσει διεξοδικά και με πληρότητα τους ισχυρισμούς και τις απόψεις της, ώστε να μη συντρέχει λόγος να επαναλάβει αυτούς και προφορικά ενώπιον του ως άνω Συμβουλίου", το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με επιτρεπτή αναφορά στην περιέχουσα ως προς το ζήτημα αυτό την ως άνω πλήρη αιτιολογία εισαγγελική πρόταση. Γι' αυτό και ως προς το ζήτημα αυτό η σχετική αιτίαση της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμη και απορριπτέα.
Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α', β' και δ' του ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογία και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Μετά από αυτό και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 12 Οκτωβρίου 2009 αίτηση της Χ, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1541/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 23 Ιουνίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 24 Ιουνίου 2010.-
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή