Αριθμός 1255/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β2' Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Χριστόφορο Κοσμίδη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Γεώργιου Γιαννούλη), Απόστολο Παπαγεωργίου, Παναγιώτη Κατσιρούμπα, Σοφία Καρυστηναίου και Δήμητρα Κοκοτίνη, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση, στο Κατάστημά του, την 12η Μαΐου 2015, με την παρουσία και της γραμματέως Σπυριδούλας Τζαβίδη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Οργανισμός Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου Α.Ε." (ΟΠΑΠ Α.Ε.) που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Κώστα Παπαδημητρίου και κατέθεσε προτάσεις.
ΤΩΝ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. Λ. Σ., κατοίκου ..., έως και 21. Π. Μ. του Μ., κατοίκου ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Νικολάου Σωτηρακόπουλου και κατέθεσαν προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28-5-2009 αγωγή των ήδη αναιρεσίβλητων, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 123/2010 οριστική του ιδίου δικαστηρίου και 5480/2013 Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης, ζήτησε η ήδη αναιρεσείουσα με την από 10-3-2014 αίτησή της και τους από 4-11-2014 πρόσθετους λόγους επ' αυτής.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Σοφία Καρυστηναίου, ανέγνωσε την από 5-12-2014 έκθεση, του κωλυομένου να μετάσχει στη σύνθεση του παρόντος Δικαστηρίου, Αρεοπαγίτη Δημητρίου Κόμη, με την οποία εισηγείται να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να απορριφθεί ο πρόσθετος λόγος.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης και του πρόσθετου λόγου επ' αυτής. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσίβλητων ζήτησε την απόρριψή τους, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 559 αρ.16 περ. α' ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, ύστερα από αυτεπάγγελτη ή κατά πρόταση διαδίκου έρευνα για τη συνδρομή ή όχι των προϋποθέσεων αυτού. Τα δε άρθρα 321, 322 παρ.1, 324 και 331 ΚΠολΔ ορίζουν ότι όσες οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο (ΚΠολΔ 321). Το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Το δεδικασμένο εκτείνεται, επίσης, και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά (ΚΠολΔ 322 παρ.1). Δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΚΠολΔ 324). Ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα ίδια πραγματικά περιστατικά, που συγκρότησαν την ιστορική βάση της πρώτης αγωγής και με την ίδια νομική διάταξη στηρίζουν και τη μεταγενέστερη αγωγή. Ενώ η ταυτότητα της νομικής αιτίας προϋποθέτει θεμελίωση και των δύο αγωγών στο ίδιο νομικό γεγονός (νομικό κανόνα), που αφορά τη διένεξη των διαδίκων. Αν η κρίση περί δεδικασμένου στηρίζεται μόνον επί διαδικαστικών εγγράφων, προς διακρίβωση της βασιμότητας ή μη του λόγου ελέγχεται και η εκτίμηση του περιεχομένου τους, ενώ από τον Άρειο Πάγο επισκοπείται και η απόφαση, από όπου απορρέει το δεδικασμένο και με βάση αυτή ελέγχεται η παραδοχή του δικαστηρίου για συγκεκριμένη έννομη σχέση. Ο Άρειος Πάγος ελέγχει μόνο την ψευδή ερμηνεία ή εσφαλμένη εφαρμογή των περί δεδικασμένου διατάξεων σε σχέση με όσα γίνονται ανελέγκτως δεκτά, ήτοι αν αυτά συνιστούν την έννοια του δεδικασμένου και σε καταφατική περίπτωση αν αυτό έχει την έκταση και τα αποτελέσματα που του προσέδωσε η απόφαση, ενώ διαφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, ως κρίση περί τα πράγματα, η συνδρομή ή όχι των περιστατικών ως προς την ταυτότητα της διαφοράς. Το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ' ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα (ΚΠολΔ 331). Στην υπόθεση που κρίνεται, οι ενάγοντες με την αγωγή τους, μετά από επιτρεπτή επισκόπηση του δικογράφου της, εκθέτουν ότι εργάζονταν με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας στον εναγόμενο Οργανισμό, αποχώρησαν το 2006 και τους καταβλήθηκε αποζημίωση κατά την αποχώρησή τους, στην οποία υπολογίσθηκε το πριμ παραγωγικότητας, ενώ, μετά από συμβιβασμό, συνυπολογίσθηκε και η καταβληθείσα αναδρομικά διαφορά υπερωριών, όπως αυτή είχε τελεσίδικα κριθεί με τις υπ αριθ. 250, 251 και 252/2005 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Περιστερίου και τις υπ' αριθ. 732 και 755/2005 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Πλην όμως, εκθέτουν ότι αυτός ο τρόπος υπολογισμού ήταν λανθασμένος και ζητούν την καταβολή σ' αυτούς επιπλέον ποσού αποζημίωσης συνταξιοδοτήσεως στον καθένα, προβαίνοντας σε εκ νέου υπολογισμό του πριμ παραγωγικότητας με συνυπολογισμό σ' αυτό, επιπλέον της ήδη προσαυξημένης με το ίδιο το πριμ παραγωγικότητας αμοιβής τους, της εκ νέου προσαύξησης του ωρομισθίου υπερωριών με την αναλογία της διαφοράς αμοιβής υπερωριών που καταβλήθηκε λόγω του πριμ παραγωγικότητας. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε, μετά από εκτίμηση των αποδείξεων, εκτός άλλων, και τα ακόλουθα που ενδιαφέρουν εδώ : "Οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι προσλήφθηκαν από την εναγόμενη, ήδη αναιρεσείουσα ανώνυμη εταιρεία και απασχολούνται σ' αυτή ως υπάλληλοι, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ανήκουν στο τακτικό προσωπικό της και αμείβονται σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες Επιχειρησιακές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΕΣΣΕ). Η εναγομένη από το έτος 1990 και εντεύθεν καταβάλλει στο τακτικό προσωπικό της, παροχή υπό τον τίτλο "πριμ παραγωγικότητας". Συγκεκριμένα, με το άρθρο 29 της από 5-7-1994 ΕΣΣΕ ορίζεται ότι "Για τους διαγωνισμούς ΠΡΟ-ΠΟ και ΛΟΤΤΟ και ΠΡΟΤΟ καταβάλλεται στο προσωπικό του ΟΠΑΠ τον πρώτο μήνα του επόμενου χρόνου εφάπαξ πριμ παραγωγικότητας, ίσο με τα 2/3 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στις 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου χρόνου της καταβολής, επί του οποίου υπολογίζεται ποσοστό 5% για κάθε εβδομάδα διεξαγωγής διαγωνισμών, προσαυξανόμενων (των εβδομάδων) κατά 50%. Στη συνέχεια τα ως άνω ποσοστά αυξήθηκαν διαδοχικά με μεταγενέστερες ΕΣΣΕ (άρθρο 29 των από 1-1-2003, από 3-12-2004 και από 17-7-2006 ΕΣΣΕ). Το πριμ παραγωγικότητας χορηγεί η εναγομένη στους εργαζόμενους συνεχώς από το έτος 1990 και μέχρι την κατάθεση της ένδικης αγωγής, υπόκειται δε στις νόμιμες κρατήσεις υπέρ του φορέα ασφάλισης των εργαζομένων σ' αυτήν και υπολογίζεται, επίσης, στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές τους, προκειμένου να υπολογισθεί η νόμιμη αποζημίωση κατά τη συνταξιοδότηση τους". Περαιτέρω, το Εφετείο δέχθηκε, ότι "Η εναγομένη, όμως, δεν αποδεχόταν το πάγιο αίτημα του Συλλόγου του Προσωπικού της, για συνυπολογισμό της εν λόγω παροχής (πριμ παραγωγικότητας) στην εξεύρεση της δικαιούμενης από τους υπαλλήλους αμοιβής για υπερεργασία και υπερωριακή απασχόληση, θεωρώντας ότι, επειδή το πριμ παραγωγικότητας υπολογίζεται σε ετήσια βάση και καταβάλλεται άπαξ του έτους και συγκεκριμένα κάθε Ιανουάριο, δεν αποτελεί μέρος των καταβαλλομένων αποδοχών των υπαλλήλων και επομένως δεν συνυπολογίζεται κατά τον υπολογισμό του καταβαλλόμενου ωρομισθίου, με βάση το οποίο αμείβονται, σύμφωνα με το νόμο, οι ώρες υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης. Κατόπιν αυτού, οι ενάγοντες άσκησαν αγωγές, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Περιστερίου, κατά της εναγομένης, με τις οποίες ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους καταβάλει τα αναφερόμενα στις αγωγές αυτές χρηματικά ποσά για τα έτη 1998 έως και 2000, οφειλόμενα σ' αυτούς, λόγω διαφοράς μεταξύ καταβληθείσας και καταβλητέας αμοιβής και αποζημίωσης για παρασχεθείσα υπερωριακή απασχόληση προκύπτουσας λόγω συνυπολογισμού και του καταβληθέντος πριμ παραγωγικότητας. Επί των αγωγών αυτών - συνεχίζει Εφετείο - εκδόθηκαν οι 732/2005 και 733/2005 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών και οι 250/2005, 251/2005 και 252/2005 αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Περιστερίου, που έγιναν τελεσίδικες και από τις οποίες προκύπτει δεδικασμένο περί του ότι το πριμ παραγωγικότητας, που καταβάλλεται από την εναγομένη στους ενάγοντες, αποτελεί τακτικές αποδοχές και για το λόγο αυτό πρέπει να συνυπολογίζεται στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές τους για την εξεύρεση του ωρομισθίου, κατά τον υπολογισμό της αμοιβής και της αποζημίωσης για την πραγματοποιηθείσα υπερωριακή εργασία. Μετά την έκδοση των παραπάνω αποφάσεων του Ειρηνοδικείου Αθηνών (30-6-2005), το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγομένης, κατά τη συνεδρίασή του στις 17-5-2006 (απόφαση 260/19-5-2006) αποφάσισε ομόφωνα να καταβάλει στους ενάγοντες, υπαλλήλους της εναγομένης, το ποσό στο οποίο ανέρχονταν οι αιτούμενες με τις ως άνω πέντε (5) αγωγές αξιώσεις τους, για τα έτη 1998 και 1999, με το νόμιμο τόκο. Ακολούθως, το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγομένης, κατά τη συνεδρίασή του στις 20-6-2006 (απόφαση 310/20-6-2006) αποφάσισε ομόφωνα την καταβολή στους εργαζόμενους στην εναγομένη (μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες) του ποσού των 2.137.328 ευρώ, στο οποίο ανέρχονταν οι αιτούμενες με τις προαναφερθείσες αγωγές αξιώσεις των εναγόντων για τα έτη 1998 και 1999. Με την ίδια απόφαση, το ΔΣ της εναγομένης εξουσιοδότησε τον Πρόεδρο του ΔΣ και τον Διευθύνοντα Σύμβουλο να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις με τους εργαζόμενους για την οριστική διευθέτηση της διαφοράς των επόμενων ετών 2000 έως 2005, με εξώδικο συμβιβασμό μέχρι του ποσού των 7.200.000 ευρώ. Μετά από αυτά, το Διοικητικό Συμβούλιο των εργαζομένων αποφάσισε ότι, εφόσον καταβληθούν από την εταιρεία σε όλους τους δικαιούχους τα οφειλόμενα ποσά για τα έτη 1998 και 1999, με τους νόμιμους τόκους και το σύνολο των δικαστικών δαπανών που επιδικάστηκαν, καθώς και τα οφειλόμενα ποσά για τα έτη 2000 έως 2005, τότε θα θεωρήσουν ότι άπαντες εξοφλήθηκαν πλήρως και ολοσχερώς και ότι ουδεμία αξίωση θα διατηρούν κατά της εταιρείας από την αιτία αυτή, παραιτούμενοι των δικογράφων και κάθε δικαιώματος και ειδικότερα των αγωγών, που είχαν ασκήσει και εκκρεμούσαν για τα επόμενα έτη 2000 - 2005 και ότι τούτο θα δηλωθεί εγγράφως από κάθε δικαιούχο κατά την είσπραξη των οφειλομένων ποσών. Την απόφασή του αυτή, το Διοικητικό Συμβούλιο των εργαζομένων γνωστοποίησε στην εναγομένη, στην οποία γνωστοποίησε, επίσης, και ότι οι αξιώσεις των εργαζομένων από τον συνυπολογισμό του πριμ παραγωγικότητας κατά τον υπολογισμό των υπερωριών, που πραγματοποίησαν από 1-1-2000 έως 31-12-2005, ανέρχονταν σε 5.449.792,42 ευρώ το κεφάλαιο και 2.452.406,40 ευρώ οι αναλογούντες τόκοι, ήτοι συνολικά σε 7.902.198,82 ευρώ. Το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγόμενης εταιρείας θεώρησε πολλαπλώς συμφέρουσα την εξωδικαστική συμβιβαστική λύση και αποφάσισε ομόφωνα και ενέκρινε την καταβολή του ως άνω ποσού των 5.449.792,42 ευρώ (ατόκως) και ότι αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της απόφασης αυτής ήταν η εκ μέρους ενός εκάστου των υπαλλήλων, μελών του Συλλόγου Υπαλλήλων ΟΠΑΠ ΑΕ, έγγραφη ανεπιφύλακτη παραίτηση από κάθε δικόγραφο και σχετικό δικαίωμα, πριν την είσπραξη του αναλογούντος στον καθένα ποσού. Τον εξώδικο αυτό συμβιβασμό αποδέχθηκαν και οι ενάγοντες, οι οποίοι εισέπραξαν το ποσό που εδικαιούντο να λάβουν ως διαφορά μεταξύ της καταβληθείσας και της καταβλητέας αμοιβής για την υπερωριακή απασχόληση τους, λόγω μη συνυπολογισμού του πριμ παραγωγικότητας κατά τον υπολογισμό του καταβαλλόμενου ωρομισθίου, με το οποίο αμείβονταν οι ώρες υπερωριακής απασχόλησης κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1998 έως 31-12-2005. Οι ενάγοντες, πριν από την καταβολή του ως άνω ποσού, υπέγραψαν και υπέβαλαν στην εναγομένη, όπως είχε συμφωνηθεί, τις σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις, με τις οποίες δήλωναν ότι εξοφλήθηκαν πλήρως και ολοσχερώς και ότι ουδεμία αξίωση διατηρούν κατά της εταιρείας σχετικά με τα ποσά που διεκδικούσαν και τα οποία προκύπτουν από τον υπολογισμό του πριμ παραγωγικότητας στις υπερωρίες των ετών 1998 έως και 2005 και ότι παραιτούνται ρητά από τα δικόγραφα και το δικαίωμα των αγωγών, που έχουν καταθέσει με αριθ. 522 έως 527/29-12-2005 και 150 έως 152/3-4-2006. Από τις υπεύθυνες αυτές δηλώσεις -όπως δέχεται επίσης το Εφετείο- προκύπτει σαφώς, ότι οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από τα δικόγραφα των άνω αγωγών και όχι από το δικόγραφο της ένδικης από 28-5-2009 αγωγής, καθώς (παραιτήθηκαν) και από το δικαίωμα που άσκησαν με τις αγωγές αυτές και αφορά τον συνυπολογισμό του πριμ παραγωγικότητας κατά τον υπολογισμό του καταβαλλόμενου ωρομισθίου, με το οποίο αμειβόταν η υπερωριακή απασχόληση και δεν παραιτήθηκαν από το δικαίωμα που άσκησαν με την ένδικη αγωγή τους, το οποίο αφορά τη διαφορά του πριμ παραγωγικότητας λόγω της αύξησης των τακτικών αποδοχών τους μετά τον συνυπολογισμό του εν λόγω πριμ". Έτσι το Εφετείο επικύρωσε, με απόρριψη των σχετικών λόγων της εφέσεως της εναγομένης, την πρωτόδικη απόφαση (123/2010 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), που είχε δεχθεί τα ίδια. Με το να δεχθεί, όμως, το Εφετείο, ότι από τις παραπάνω τελεσίδικες αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών και του Ειρηνοδικείου Περιστερίου παράγεται δεδικασμένο για την ένδικη αγωγή, έσφαλλε, διότι αφ' ενός η ένδικη αγωγή δεν έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία και αφ' ετέρου η διεξαγόμενη δίκη δεν έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στις δίκες εκείνες, δηλαδή δεν κρίνεται η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό που κρίθηκε με τις ειρημένες αποφάσεις του Ειρηνοδικείου Αθηνών και του Ειρηνοδικείου Περιστερίου. Ειδικότερα, 1) το αντικείμενο και τα αιτήματα της ενεστώσας δίκης αφορούν τη διαφορά ποσού αποζημίωσης συνταξιοδότησης και τον τρόπο υπολογισμού της, στην οποία οι ενάγοντες ζητούν να συνυπολογισθεί η νέα αύξηση του ποσού των υπερωριών λόγω του πριμ παραγωγικότητας, στο ίδιο το πριμ παραγωγικότητας και ακολούθως να προστεθεί εκ νέου στις τακτικές αποδοχές τους (να σημειωθεί ότι εκθέτουν ότι για την καταβολή αποζημίωσης λόγω συνταξιοδότησης, ήδη είχε υπολογισθεί η λόγω του πριμ παραγωγικότητας αύξηση των τακτικών αποδοχών τους, λόγω της αυξήσεως του ποσού των υπερωριών) και 2) το αντικείμενο και τα αιτήματα των αγωγών, επί των οποίων εκδόθηκαν οι πιο πάνω αποφάσεις, δεν είχαν την αυτή ιστορική και νομική αιτία με τα αιτήματα της κρινόμενης αγωγής, διότι αφορούσαν το συνυπολογισμό του ετησίως καταβαλλόμενου πριμ παραγωγικότητας που αναλογούσε σε καθένα από τους ενάγοντες στον υπολογισμό της αμοιβής των υπερωριών που οι ενάγοντες πραγματοποίησαν στη διάρκεια του έτους γι' αυτό και κρίθηκε ότι έπρεπε να καταβληθεί συμπληρωματική αμοιβή ως διαφορά αμοιβής υπερωριών. Οι αποφάσεις αυτές, ανεξαρτήτως της δυναμένης να αμφισβητηθεί ορθότητάς τους, διότι θέτουν ως βάση του υπολογισμού της αμοιβής και της προσαύξησης των υπερωριών τις τακτικές αποδοχές και όχι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο, όπως θα έπρεπε (ΑΠ 699/15), αποτελούν δεδικασμένο μόνο ως προς το κριθέν από αυτές ζήτημα του συνυπολογισμού του καταβαλλόμενου πριμ παραγωγικότητας στις τακτικές αποδοχές για την εξεύρεση του ωρομισθίου για την αμοιβή των υπερωριών και όχι για τα ζητήματα που τίθενται με την υπό κρίση αγωγή. Επομένως, οι πρώτος και δεύτερος από τους λόγους της αιτήσεως, ενιαίως εκτιμώμενοι, με τους οποίους επισημαίνονται τα παραπάνω και αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, είναι βάσιμοι. Κατόπιν αυτών, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου δικαστηρίου, του οποίου η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, είναι εφικτή (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Η έρευνα των υπολοίπων, καθώς και των προσθέτων λόγων αναιρέσεως αποβαίνει περιττή. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι αναιρεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημα αυτής (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ την 5480/2013 απόφαση του Εφετείου Αθηνών.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές.-Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους αναιρεσίβλητους να πληρώσουν στην αναιρεσείουσα δύο χιλιάδες επτακόσια (2.700), για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 9 Ιουνίου 2015.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 21 Οκτωβρίου 2015.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ