Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Ισχυρισμός αυτοτελής, Πλαστογραφία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Κακουργηματική υπεξαίρεση κατ' εξακολούθηση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και πλαστογραφία με χρήση με σκοπό παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού άνω των 73.000 ευρώ. Απορρίπτει αναίρεση βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως με την έννοια του σφάλματος ως προς το εάν ο δράστης του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις ιδιοποίησης στο επελθόν αποτέλεσμα για να λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επιμέρους πράξεων για την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης. Απόρριψη λόγου αναίρεσης για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου όσον αφορά αυτοτελή ισχυρισμό για έλλειψη αξιοποίνου υπεξαίρεσης κατά του άρθρο 379 παρ. 1 ΠΚ.
Αριθμός 2088/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου - Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 266/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την εταιρεία με την επωνυμία "EMC ΕΛΛΑΣ Α.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ", που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 30 Μαρτίου 2009 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 582/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού με αριθμό 180/18.05.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ' αρθρ. 485 §1 ΚΠΔ την με αριθμ. 56/30-3-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του με αριθμ. 266/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 548 /2008 έφεση του κατά του με αριθμ. 2543/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για υπεξαίρεση κατ'εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας με ποσό που υπερβαίνει τις 73.000 ευρώ και για πλαστογραφία με χρήση κατ'εξακολούθηση με ποσό που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από πληρεξούσιο του κατηγορουμένου που είχε προς τούτο ειδική εντολή η οποία προσαρτάται στην αίτηση αναίρεσης και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματικές πράξεις και περιέχει συγκεκριμένους λόγους, της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας, της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης και υπέρβασης εξουσίας ( αρθρ. 484 §1 δ, β και στ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στην αίτηση Το προσβαλλόμενο βούλευμα, Δεν περιέχει την επιβαλλόμενη αιτιολογία διότι αφ'ενός μεν δεν περιέχει δικές του σκέψεις αλλά αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωμένη πρόταση του Εισαγγελέα η οποία δεν προβαίνει στην αναλυτική έκθεση των αποδεικτικών στοιχείων άλλα αναφέρεται στο περιεχόμενο του πρωτόδικου βουλεύματος στο οποίο παραπέμπει χωρίς να το ενσωματώνει, δεν περιέχει αιτιολογία σχετικά με την κατ'εξακολούθηση τέλεση της πράξης της υπεξαίρεσης και δεν αναφέρει τα αποδεικτικά μέσα κατ'είδος χωριστά. Εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 375 §1-3 ΠΚ και τον παρέπεμψε για να δικαστεί και για την κακουργηματική πράξη της υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθηση η οποία δεν στοιχειοθετείται γιατί οι αποδιδόμενες σ'αυτόν επί μέρους πράξεις της υπεξαίρεσης διατηρούν την αυτοτέλεια τους και λόγω του ποσού τους είναι πλημμεληματικού χαρακτήρα και έχουν υποπέσει σε παραγραφή λόγω παρόδου πενταετίας από τής τέλεσης τους και ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε τον ισχυρισμό του για εξάλειψη του αξιοποίνου λόγω του ότι με την από 3-4-2007 εξώδικη πρόσκληση δήλωση του προς την παθούσα δήλωσε ότι προτίθεται να της αποδώσει ολόκληρο το ποσό των 520.000 ευρώ το οποίο φερόταν ότι την είχε ζημιώσει μέχρι την ημερομηνία αυτή και ότι συνήνεσε να διαταχθεί συντηρητική κατάσχεση κάθε κινητής και ακίνητης περιουσίας του και ότι η παθούσα αρνήθηκε και περαιτέρω αναφέρει ότι το βούλευμα εσφαλμένα εκτίμησε και υπήγαγε την δήλωση του αυτή στη διάταξη του άρθρου 379 §2 ΠΚ και όχι στην διάταξη του άρθρου 379 §1 ΠΚ η οποία και έπρεπε να εφαρμοστεί.
Κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1 ΠΚ, για τη συγκρότηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται παράνομη ιδιοποίηση ξένου (ολικά ή εν μέρει) κινητού πράγματος που έχει περιέλθει στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο. Το πράγμα είναι ξένο, όταν ευρίσκεται σε ξένη με το δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα. Η ιδιοποίηση θεωρείται παράνομη, όταν γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή όταν ο δράστης κατακρατεί το κινητό πράγμα και το ιδιοποιείται, χωρίς δικαίωμα που αναγνωρίζεται από το νόμο και με δόλια προαίρεση να το κάνει δικό του. Το έγκλημα της υπεξαίρεσης προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα, αν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δραχμών (τελ. εδάφιο της παρ. 1 άρθ. 375 ΠΚ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α ν. 2721/1999). Ακόμη η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, αν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας και το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω μιας από τις περιοριστικώς αναφερόμενες ιδιότητες του δράστη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και αυτή του διαχειριστή ξένης περιουσίας (άρθ. 375 παρ. 2, όπως η παρ. αυτή αντικατ. με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996). Την εξουσία αυτή μπορεί να την αντλεί από το νόμο ή τη σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η de facto άσκηση αυτής (ΑΠ 46/1998, ΑΠ 666/2001). Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ'εξακολούθηση, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος (αν είναι ιδιαίτερα μεγάλη) και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης ως κακουργήματος ή πλημμελήματος, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 98 του ΠΚ, λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου της πράξεως, αν ο δράστης απέβλεψε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό.
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, και ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα γίνεται δεκτό ότι υπάρχει επιβαλλόμενη αιτιολογία και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ' ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν με την προϋπόθεση ότι στην πρόταση εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και την προανάκριση και από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Όταν δε ασκείται έφεση κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος από τον κατηγορούμενο, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο έχει μεν την δυνατότητα να στηρίξει τις δικές του σκέψεις και να παραπέμψει συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα, δεν συγχωρείται όμως το Συμβούλιο να μην διαλάβει τίποτε για τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις με τις οποίες αποφάνθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις βάσει των οποίων υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις διατάξεις που εφάρμοσε γιατί με τον τρόπο αυτό εκμηδενίζεται η δικαιοδοτική του εξουσία και το Συμβούλιο με τον τρόπο αυτό απεκδύεται της επιβαλλομένης σ' αυτό προβλεπόμενης από το νόμο δευτέρου βαθμού κρίσης η οποία έχει ανάγκη από δική της αιτιολογία για την αντιμετώπιση των παραπόνων του κατηγορουμένου κατά της παραπεμπτικής κρίσης του πρωτοβάθμιου Συμβουλίου (ΑΠ 678/2006, ΑΠ 236/2005, ΑΠ 678/2006, ΑΠ 1151/2006, ΑΠ 2253/2002, ΑΠ 1155/2000 ΑΠ 711/2000) Στην προκειμένη περίπτωση κατά του κατηγορουμένου ασκήθηκε ποινική δίωξη για υπεξαίρεση ιδιαίτερα μεγάλης αξίας κατ'εξακολούθηση από διαχειριστή ξένης περιουσίας ποσού μεγαλυτέρου των 73.000 ευρώ και για πλαστογραφία με χρήση κατ εξακολούθηση με σκοπό περιουσιακό όφελος το οποίο υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ από τα ανέλεγκτα δε γενόμενα κατ' ουσία δεκτά προέκυψαν τα ακόλουθα Ο αναιρεσείων υπάλληλος επί δανεισμώ της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΑΕ (ΕΑΒ) της οποίας ήταν προϊστάμενος των οικονομικών υπηρεσιών στην θυγατρική της εταιρείας EMC EΛΛΑΣ ΑΕ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων και την εν γένει οικονομική διαχείριση με περισσότερες πράξεις αναλήψεις μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος WEB -BANΚING, πλέον των 250, ανέλαβε, μετέφερε και κατέθεσε από τον με αριθμ. τραπεζικό λογαριασμό ... που η εγκαλούσα διατηρούσε στην τράπεζα ΑΛΦΑ BANK και τον οποίο χειριζόταν ο αναιρεσείων στον με αριθμ. ... προσωπικό του λογαριασμό και στον με αριθμ. ... κοινό λογαριασμό με την σύζυγο του με 4 καταθέσεις, και σε άλλο κοινό λογαριασμό με την σύζυγο του που διατηρούσε στην Εθνική Τράπεζα με 10 καταθέσεις, και στον λογαριασμό του στην Εθνική Τράπεζα με 15 καταθέσεις ποσά ύψους 358.000 περίπου ευρώ τα οποία ενσωμάτωσε στην δική του περιουσία Ωσαύτως με τον ίδιο τρόπο ανέλαβε από το παραπάνω λογαριασμό της παθούσας και κατέθεσε σε λογαριασμό τρίτων για λογαριασμό του διάφορα ποσά τα οποία και αυτά ενσωμάτωσε στην δική του περιουσία και συγκεκριμένα στον τραπεζικό λογαριασμό τής ΑΑ στην ΑΛΦΑ BANK με 62 καταθέσεις το συνολικό ποσό των 150.000 ευρώ στον λογαριασμό της δικηγόρου του ΒΒ με 12 καταθέσεις το ποσό των 7.611 ευρώ, στον λογαριασμό τής εταιρείας μίσθωσης αυτοκινήτων AUTO BEST 43.107,36 ευρώ. Επίσης με τον τρόπο αυτό επέστρεψε στην εγκαλούσα το από αυτόν οφειλόμενο σ'αυτή ποσό των 1.000 ευρώ, όπως επίσης επέστρεψε και στην εργαζόμενη στην εγκαλούσα εταιρεία υπάλληλο ΓΓ το ποσό των 1.000 ευρώ το οποίο της όφειλε και το οποίο ανέλαβε από τον παραπάνω λογαριασμό όπως επίσης ανέλαβε για δήθεν εξόφληση ανύπαρκτων λογαριασμών της εγκαλούσας το ποσό των 169.000 ευρώ το οποίο ιδιοποιήθηκε ήτοι συνολικά με τον παραπάνω τρόπο ανέλαβε από τον λογαριασμό της εγκαλούσας συνολικά το ποσό των 150.000 ευρώ περίπου κατά το επίδικο διάστημα το οποίο και ιδιοποιήθηκε.
Στο προσβαλλόμενο βούλευμα εκτίθενται αναλυτικά όλη η κίνηση των αναλήψεων και καταθέσεων όπως και οι λογαριασμοί στους οποίους ο αναιρεσείων μετέφερε και κατέθεσε τα χρηματικά ποσά τα οποία ανέλαβε όπως επίσης αναφέρονται ονομαστικά και οι μάρτυρες από τις καταθέσεις των οποίων προέκυψε η δραστηριότητα του όπως επίσης και η χρονολογική σειρά των επί μέρους πράξεων του οι οποίες στο σύνολο τους υπερβαίνουν σε αριθμό τις 380 αναλήψεις και καταθέσεις, αριθμός ο οποίος καταδεικνύει το ότι ο αναιρεσείων ενήργησε βάσει σχεδίου και την επιτυχία του όσο μεγαλυτέρου οφέλους μπορούσε να έχει στο οποίο συνολικά από την αρχή απέβλεπε.
Περαιτέρω ως προς την πράξη της πλαστογραφίας ο αναιρεσείων στην αναίρεση του δεν αναφέρει, δεν εκθέτει και δεν αναπτύσσει ιδιαίτερους λόγους οι οποίοι να προσιδιάζουν στο σκέλος αυτό ώστε βάσιμα μπορεί να υποστηριχθεί ότι για την πράξη αυτή δεν υφίσταται υποχρέωση απάντησης αφού δεν υπάρχει αναιρετικός λόγος αν και πρέπει ν'αναφερθεί ότι και η πράξη αυτή εκτίθεται με όλα τα στοιχεία της όπως επίσης περιέχεται πλήρης και σαφής αιτιολογία.
Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα με σαφή πλήρη, κατά τρόπο ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις εξέθεσε τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτει ότι ορθά ερμηνεύτηκαν και ορθά εφαρμόστηκαν οι ποινικές διατάξεις βάσει των οποίων ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, όπως επίσης απάντησε και επί του ισχυρισμού για την εξάλειψη του αξιοποίνου κατά τις διατάξεις του άρθρου 379 §2 ΠΚ και για το οποίο ουδόλως τίθεται θέμα λόγω του ότι από τον αναιρεσείοντα δεν έγινε επιστροφή του ποσού και πλήρης ικανοποίηση της παθούσας αλλά και διότι η κατηγορία είναι σε βαθμό κακουργήματος, όπως επίσης δεν τίθεται θέμα εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 379 §1 όπως αναφέρει ο αναιρεσείων γιατί σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 379 του ΠΚ, το αξιόποινο της υπεξαίρεσης εξαλείφεται, αν ο υπαίτιος με δική θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα, γεγονός το οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν έλαβε χώρα διότι ούτε επιστροφή όλου του ποσού έγινε, ούτε εντελής ικανοποίηση της παθούσας έγινε πριν εξετασθεί καθ'οιονδήποτε τρόπο ο αναιρεσείων δεδομένου ότι για την εξάλειψη του αξιόποινου της υπεξαίρεσης λόγω εμπράκτου μετανοίας που επικαλείται, και η οποία συνιστά προσωπικό λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου, δεν αρκεί μόνο η ικανοποίηση εκείνου που ζημιώθηκε, πριν να εξετασθεί ο υπαίτιος από την αρχή, αλλά απαιτείται η ικανοποίηση αυτή να έγινε με την ελεύθερη θέληση και βούληση του δράστη, (ΑΠ 1703/2001 ΑΠ 1144/1998). Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αναίρεση πρέπει ν'απορριφθεί.
Διά ταύτα Προτείνω:
Να απορριφθεί η με αριθμ. 56/30-3-2009 αίτηση του Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση του με αριθμ. 266/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, Και, Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα την 15-5-2009
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός" .
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α' και 2 εδ. α του Π.Κ., όπως η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2408/1996, συνάγεται ότι το έγκλημα της υπεξαιρέσεως πραγματώνεται αντικειμενικά με την από το δράστη παράνομη, χωρίς δηλαδή τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ'αυτόν από το νόμο, ιδιοποίηση ξένου εν όλω ή εν μέρει κινητού πράγματος, που περιήλθε ή βρίσκεται με οποιοδήποτε τρόπο στην κατοχή του, υποκειμενικά δε με τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο, δηλαδή δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη κατά την έννοια του Α.Κ. και τη θέληση αυτού να το ενσωματώσει στην περιουσία του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Για την κακουργηματική μορφή της υπεξαιρέσεως απαιτείται επί πλέον το αντικείμενο αυτής είτε να υπερβαίνει η αξία του το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ) κατά το οριζόμενο στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 375 παρ. 1 Π.Κ., που προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 β' του ν. 2721/1999, είτε να είναι ιδιαίτερης μεγάλης αξίας και να το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγο ανάγκης ή λόγω των περιοριστικά αναφερομένων στην παρ. 2 του άρθρου 375 Π.Κ., όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του ν. 2408/1996, ιδιοτήτων αυτού, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνη του εντολοδόχου και του διαχειριστή ξένης περιουσίας. Επιβαρυντική περίσταση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως υπάρχει κατά τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 2 εδάφιο β' του Π.Κ., όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3 β' του ν. 2721/1999, όταν η συνολική αξία του αντικειμένου αυτής υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Ως διαχειριστής νοείται αυτός που ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά και νομικές πράξεις επί περιουσιακών στοιχείων του εντολέα, με εξουσία αντιπροσωπεύσεως τούτου, την οποία μπορεί να έχει από το νόμο ή από σύμβαση, χωρίς να αποκλείεται και η άσκηση διαχειρίσεως "εν τοις πράγμασι". Κατοχή, κατά την έννοια του άρθρου 375 παρ. 1 Π.Κ. που διαφέρει στην προκειμένη περίπτωση της αντίστοιχης έννοιας του άρθρου 974 Α.Κ., δεν είναι μόνο η σχέση φυσικής εξουσιάσεως του πράγματος από τον κατέχοντα αυτό κατά τη βούλησή του, αλλά και η πραγματική σχέση που καθιστά δυνατή κατά τις αντιλήψεις των συναλλαγών την εξουσίαση του πράγματος από το δράστη κατά τη βούλησή του. Αν πρόκειται για χρήματα, που επίσης μπορεί να είναι υλικό αντικείμενο υπεξαιρέσεως, η απόκτηση της κατοχής τους υπό την παραπάνω έννοια δεν πραγματοποιείται μόνο με την παράδοσή τους στο δράστη, αλλά και με τη λογιστική μεταφορά τους είτε στον προσωπικό λογαριασμό του δράστη σε Τράπεζα, με την οποία γίνεται αυτός δικαιούχος και αποκτά δικαίωμα ανάληψής τους κατά τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", είτε με τη λογιστική μεταφορά τους σε κοινό λογαριασμό κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 1 ν. 5638/1932 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 ν.δ. 951/1971 στον οποίο ο δράστης είναι συνδικαιούχος με δικαίωμα αναλήψεως χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών συνδικαιούχων των κατατεθειμένων σ'αυτόν χρημάτων, είτε σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτου από τον οποίο θα αναλαμβάνονταν τα κατατιθέμενα από τον δράστη χρήματα με βάση τη μεταξύ των έννομη σχέση. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1, 3 του Π.Κ., το εδάφιο α' της παρ. 3 ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2721/1999, όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον, σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των παραγράφων 1-2 σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών (ευρώ 73.000). Για τη συγκρότηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας η κατάρτιση πλαστού εγγράφου συντελείται με την εκ μέρους του δράστη έκδοση του εγγράφου στο όνομα άλλου ως εάν είχε από τον άλλο καταρτισθεί και εκδοθεί ή με την κατ' απομίμηση θέση της υπογραφής άλλου σε υπάρχον έγγραφο ή με την κατάχρηση της εν λευκώ υπογραφής άλλου. Η νόθευση συνίσταται στην αλλοίωση του περιεχομένου γνησίου κατ' αρχήν εγγράφου είτε από τρίτο πλην του εκδότη, πρόσωπο, είτε από τον ίδιο τον εκδότη όταν δεν έχει πλέον εξουσία μεταβολής της έννοιας του εγγράφου, διότι προέκυψε δικαίωμα τρίτου στη διατήρηση του αρχικού περιεχομένου. Στη νόθευση απαιτείται υλική επέμβαση σε υφιστάμενο ήδη έγγραφο. Για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται δόλος που περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την πράξη και τη θέληση ή αποδοχή πραγματώσεως των περιστατικών αυτών και επί πλέον το σκοπό του δράστη να παραπλανήσει άλλον με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή κατάργηση δικαιώματος ή έννομης σχέσης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως, αδιαφόρου όντος αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε, ενώ για τη θεμελίωση της προβλεπομένης στην παρ. 3 εδαφ. α του άρθρου 216 Π.Κ. βαρύτερης μορφής της πράξης, που τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται, πρόσθετος σκοπός του υπαιτίου να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος με βλάβη τρίτου ή να βλάψει άλλον, υπό την προϋπόθεση ότι το συνολικό όφελος ή η συνολική βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Περαιτέρω από το άρθρο 98 παρ. 1 του Π.Κ. προκύπτει, ότι κατ' εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο το οποίο τελείται από το ίδιο πρόσωπο και απαρτίζεται από περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, που προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς εκτέλεση απόφασης. Από τη διάταξη του άρθρου 98 παρ. 2 Π.Κ. όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999 και ισχύει από 3/6/1999, προκύπτει ότι η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Σε περίπτωση υπεξαίρεσης κατ' εξακολούθησιν, αν όλες οι μερικότερες πράξεις τελέσθηκαν μετά την ισχύ του ν. 2721/1999, για την κρίση σχετικά με την αξία του πράγματος και για τον ποινικό χαρακτήρα της πράξης, αρκεί και λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξία του αντικειμένου όλων των επί μέρους πράξεων, αν βέβαια ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 379 Π.Κ. το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαιρέσεως εξαλείφεται αν ο υπαίτιος με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε, χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου, το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος. Από τη διάταξη αυτή και εξ αντιδιαστολής της από τη διάταξη της παρ. 2 του ιδίου άρθρου, η οποία ορίζει ότι ο υπαίτιος της υπεξαιρέσεως εφόσον η πράξη αυτή δεν τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, απαλλάσσεται από κάθε ποινή αν ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα με τη θέλησή του, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την καταβολή του κεφαλαίου, των τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν εκκαθαρισθεί και δηλώσει τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του, συνάγεται ότι η έμπρακτη μετάνοια, που καθιερώνεται από την πρώτη παράγραφο ως λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου της υπεξαιρέσεως, έχει εφαρμογή σε κάθε μορφή υπεξαιρέσεως, οποιοδήποτε χαρακτήρα και αν φέρει αυτή, πλημμελήματος ή κακουργήματος. Η μερική απόδοση ή ικανοποίηση του ζημιωθέντος κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 379 Π.Κ. αποτελεί λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου και μείωσης της ποινής κατά το αντίστοιχο μέρος αν έγινε πριν ο δράστης εξεταστεί από την Αρχή με την ελεύθερη βούλησή του δηλαδή εκουσίως και αυθορμήτως και δεν πρέπει να οφείλεται σε εξωτερικά και ανεξάρτητα από τη βούλησή του αίτια, διότι τότε δεν υπάρχει η μεταμέλεια που αποτελεί το κύριο χαρακτηριστικό της ρυθμίσεως αυτής της διάταξης. Η ικανοποίηση του ζημιωθέντος (εντελής ή μερική) μπορεί να γίνει και με την κατάρτιση συμβάσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων (ζημιωθέντος και υπαιτίου ή τρίτου), με την οποία καταργείται η εκ του αδικήματος αξίωση και αντικαθίσταται με νέα (ανανέωση). Δεν επέρχεται δε κατάργηση της εκ του αδικήματος ενοχής και σύσταση νέας με την εγγραφή υποθήκης επί ακινήτου του υποχρέου ή με την παροχή άδειας από το δικαστήριο στον ζημιωθέντα για εγγραφή προσημείωση υποθήκης επί ακινήτου του υποχρέου ή η κατάσχεση της κινητής και ακίνητης περιουσίας του τελευταίου. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση σχετικά με την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, ως προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα άνω περιστατικά και τα υπήγαγε στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με πληρότητα και σαφήνεια τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις στις οποίες στηρίζεται η παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Η θεμελιούμενη με τον τρόπο αυτόν αιτιολογία του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών δεν είναι αντίθετη προς την αρχή της δίκαιης δίκης που καθιερώνει το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία εκυρώθη με το ν.δ. 53/1974 και υπερισχύει των ελληνικών νόμων (άρθρ. 28 του Συντάγματος), ούτε παραβιάζει το από το άρθρο 2 παρ. 1 του εβδόμου πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης που υπεγράφη στο Στρασβούργο την 21.11.1984 και εκυρώθη με το ν. 1705/1987, δικαίωμα αυτού που διώκεται για εγκληματική πράξη να προσφεύγει σε δευτεροβάθμιο διοικητικό όργανο, να μην αποστερηθεί της κρίσεώς του από εμπειρότερους δικαστές, ούτε προσκρούει στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο καθένας έχει το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ'αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του όπως νόμος ορίζει. Στην περίπτωση αυτή η αναφορά γίνεται στην ειδικά αιτιολογημένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών με την οποία αξιολογείται εκ νέου το αποδεικτικό υλικό που προέκυψε από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στους προσβαλλόμενους από τον κατηγορούμενο αυτοτελείς ισχυρισμούς δηλαδή σ'αυτούς που κατατείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην απόσβεση του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής, όπως είναι ο στηριζόμενος στο ανωτέρω άρθρο 379 παρ. 1 Π.Κ. ισχυρισμός που οδηγεί σε εξάλειψη του αξιοποίνου, αρκεί να προβάλλεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο με τα πραγματικά περιστατικά που είναι αναγκαία για τη θεμελίωσή τους κατά την οικεία διάταξη ώστε να μπορέσει ο δικαστής ύστερα από αξιολόγηση να τον δεχθεί ή να τον απορρίψει, άλλως το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέλος, λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δ., και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση όπως προκύπτει από το συνδυασμό του σκεπτικού προς το διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, που παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην Εισαγγελική Πρόταση δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, ότι από την εκτίμηση των κατ' είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, που ήταν υπάλληλος της εταιρείας με την επωνυμία "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ (Ε.Α.Β.) είχε διατεθεί από την αρχική εργοδότριά του εταιρεία για να παρέχει την εργασία του με δανεισμό στην θυγατρική εταιρεία της με την επωνυμία "Ε.Μ.C. ΕΛΛΑΣ Α.Ε. ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΜΑΓΝΗΤΙΚΗΣ ΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ" από την οποία υποβλήθηκε η από 31.1.2007 έγκληση εξ αφορμής της οποίας ασκήθηκε η ποινική δίωξη εναντίον του. Κατά τη διάρκεια παροχής των υπηρεσιών του στην άνω εγκαλούσα εταιρεία στην ... κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/2003 έως 1/2/2007 ο αναιρεσείων ήταν υπεύθυνος του λογιστηρίου επιφορτισμένος να τηρεί τα λογιστικά βιβλία της και να ενεργεί εν γένει την οικονομική διαχείριση στην επιχείρησή της στα πλαίσια της οποίας πραγματοποιούσε ηλεκτρονικά τις συναλλαγές της εγκαλούσας εταιρείας με τρίτους που αφορούσαν χρεώσεις και πιστώσεις στον υπ' αριθμό ... λογαριασμό καταθέσεων που διατηρούσε η εγκαλούσα εταιρεία στην τράπεζα ALPHA BANK. Εντός του άνω διαστήματος ο αναιρεσείων ενεργώντας με πρόθεση ιδιοποιήθηκε διάφορα χρηματικά ποσά της εγκαλούσας εταιρείας (EMC HELLAS) με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος με διάφορους τρόπους και ειδικότερα 1) με ανάληψη διαφόρων χρηματικών ποσών κατά το χρονικό διάστημα από 13.1.2003 έως και τις 30/11/2006 με περισσότερες επί μέρους πράξεις μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος WEB - BANKING, τον χειρισμό του οποίου από τα γραφεία της εγκαλούσας είχε ο κατηγορούμενος, από τον ... τραπεζικό λογαριασμό, που διατηρούσε η εγκαλούσα εταιρεία στην Τράπεζα ALPHA BANK όπως οι επί μέρους πράξεις ανάληψης απεικονίζονται κατά ημερομηνίες και μερικότερα υπεξαιρεθέντα ποσά στους παρακάτω πίνακες και τα οποία μετέφερε μέσω του προαναφερομένου ηλεκτρονικού συστήματος διατραπεζικών συναλλαγών, χωρίς τη συναίνεση της εγκαλούσας εταιρείας και εν αγνοία των νομίμων εκπροσώπων της οπωσδήποτε δε άνευ δικαιώματος, από αυτόν τον τραπεζικό λογαριασμό της εγκαλούσας που χρεωνόταν και κατέθεσε αφ' ενός στον υπ' αριθμό ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην ίδια Τράπεζα ο εγκαλών με τη σύζυγό του ΔΔ και αφ' ετέρου στον υπ' αριθμό ... κοινό τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε ο ίδιος με συνδικαιούχο την άνω σύζυγό του στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ιδιοποιούμενος με αυτόν τον τρόπο παράνομο το συνολικό ποσό των 343.996,92 ευρώ. (ΠΑΡΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ Α-1, Α-2, Α-3, Α-4, Α-5, Α-6, Η, Δ).
2) Κατά το χρονικό διάστημα από τις 4/4/2003 έως και τις 23/12/2005 με περισσότερες επί μέρους πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όπως αυτές αναλυτικά απεικονίζονται κατά ημερομηνίες και μερικότερα υπεξαιρεθέντα χρηματικά ποσά στον παρακάτω πίνακα, μετέφερε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος WEB-BANKIΝG χωρίς τη συναίνεση της άνω εγκαλούσας εταιρείας, εν αγνοία των νομίμων εκπροσώπων αυτής και άνευ δικαιώματος, από τον ίδιο ανωτέρω αναφερόμενος τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η εγκαλούσα εταιρεία στην Τράπεζα ALPHA BANK τα παρακάτω χρηματικά ποσά και τα κατέθεσε αφ' ενός στον υπ'αριθμό ... προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και αφ' ετέρου, όσον αφορά επί μέρους χρηματικό ποσό 1.000 ευρώ, στον υπ' αριθμό ... προσωπικό του τραπεζικό λογαριασμό που τηρούσε στην Τράπεζα EFG EUROBANK ιδιοποιούμενος με τον τρόπο αυτόν παράνομα το συνολικό ποσό των 14.968,92 ευρώ.
(ΠΑΡΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ Β, Γ).
3) Κατά το χρονικό διάστημα από τις 8/4/2003 έως και τις 5/10/2006 με περισσότερες επί μέρους πράξεις, όπως αυτές αναλυτικά απεικονίζονται κατά ημερομηνίες και επί μέρους υπεξαιρεθέντα χρηματικά ποσά στον παρακάτω πίνακα, μετέφερε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος WEB BANKING, χωρίς τη συναίνεση της εγκαλούσας εταιρείας και εν αγνοία των νομίμων εκπροσώπων της, οπωσδήποτε, δε άνευ δικαιώματος, από τον ανωτέρω αναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η εγκαλούσα εταιρεία στην Τράπεζα ALPHA BANK, τα παρακάτω χρηματικά ποσά και κατέθεσε αυτά για λογαριασμό του στον υπ' αριθμό ... τραπεζικό λογαριασμό της ΑΑ που ετηρείτο στην Τράπεζα ALPHA BANK, ιδιοποιούμενος έτσι παράνομα το συνολικό ποσό των 150.419 ευρώ.
(ΠΑΡΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΟΙ ΠΙΝΑΚΕΣ Ε-1, Ε-2).
4) Κατά το χρονικό διάστημα από τις 29/10/2003 έως τις 18/10/2003 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όπως αυτές αναλυτικά απεικονίζονται κατά ημερομηνίες και επί μέρους υπεξαιρεθέντα ποσά στον παρακάτω πίνακα, μετέφερε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος WEB-BANKING, χωρίς τη συναίνεση της εγκαλούσας εταιρείας και εν αγνοία των νομίμων εκπροσώπων της, οπωσδήποτε δε άνευ δικαιώματος, από τον ανωτέρω αναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η εγκαλούσα εταιρεία στην Τράπεζα ALPHA BANK, τα παρακάτω χρηματικά ποσά που κατέθεσε αυτά στον υπ' αριθμ. ... τραπεζικό λογαριασμό της δικηγόρου του Πατεραντωνάκη, που τηρούσε αυτή στην ALPHA BANK, για λογαριασμό του, ιδιοποιούμενος με αυτόν τον τρόπο παράνομα το συνολικό ποσό των ευρώ 7.611.
(ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ Ο ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΤ).
5) Κατά το χρονικό διάστημα από 5/6/2003 έως και 12/1/2007 με περισσότερες επί μέρους πράξεις, που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, όπως αυτές αναλυτικά απεικονίζονται κατά ημερομηνία και επί μέρους υπεξαιρεθέντα χρηματικά ποσά στους παρακάτω πίνακες, μετέφερε μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος WEB-BANKING, χωρίς τη συναίνεση της ανωτέρω εγκαλούσας εταιρείας και εν αγνοία των νομίμων εκπροσώπων της, οπωσδήποτε δε άνευ δικαιώματος από τον προαναφερθέντα ... τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η εγκαλούσα εταιρεία στην Τράπεζα ALPHA BANK, τα παρακάτω χρηματικά ποσά και κατέθεσε τα ποσά αυτά στους παρακάτω αναφερομένους, στους παρατιθέμενους πίνακες, τραπεζικού λογαριασμούς της εταιρείας μισθώσεως αυτοκινήτων AUTO BEST, για λογαριασμό του, ιδιοποιούμενος έτσι παράνομα το συνολικό ποσό των 43.107,30 ευρώ. (ΠΑΡΑΤΙΘΕΤΑΙ Ο ΠΙΝΑΚΑΣ Ζ)ΤΙΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ AUTOBEST στα οποία περιλαμβάνονται ποσά που αφορούν ενοικίαση αυτοκινήτου του Χ.
ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΟΣΟ ΧΡΕΩΣΗΣ ΠΟΣΟ ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΤΟΣ............. 24/1/03 177.00 177,00 2003............. 09/12/03 2.080,98 929,24............. 13/01/04 1.728,70 577,02 2004............. 10/02/04 1.728,70 577,02............. 24/02/04 177,00 177,00 ............. 08/03/04 1.728,70 577,02 ............. 08/04/04 1.728,70 577,02............. 05/05/04 1.728,70 577,02ΣΥΝΟΛΟ 4.168,34ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΩΜΩΝ AUTOBESTΠΛΗΡΩΜΕΣ ΠΟΥ ΠΙΣΤΩΘΗΚΑΝ ΣΕ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ 33.000,00ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ κ. Χ (συννημ. καρτέλα) 5.939,02 ΓΕΝΙΚΟ ΣΥΝΟΛΟ 43.107,36.
6) Στις 11/10/2006 ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό των ευρώ 1.000 από την εγκαλούσα εταιρεία, καθόσον ενώ είχε δανεισθεί ο ίδιος ο αναιρεσείων στις αρχές Οκτωβρίου 2006 από την εγκαλούσα το ποσό των 1.000 ευρώ, επέστρεψε σ'αυτήν το εν λόγω ποσό όχι από δικά του χρήματα αλλά αφού ανέλαβε το ισόποσο χωρίς δικαίωμα από τον υπ' αριθμό ... τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η εγκαλούσα εταιρεία στην Τράπεζα ALPHA BANK.
7) Σε μη επακριβώς προδιορισθείσα ημερομηνία πάντως περί τα τέλη του έτους 2006 ενώ είχε ο αναιρεσείων εισπράξει από την εναγόμενη στην εκκαλούσα εταιρεία ΓΓ το ποσό των 1.000 ευρώ ως επιστροφή μέρος δανείου ύψους 2.000 ευρώ που είχε χορηγηθεί σ' εκείνην από την εγκαλούσα, παρακράτησε αυτό το χρηματικό ποσό ο αναιρεσείων για τον εαυτό του και το ιδιοποιήθηκε παράνομα.
8) Σε άγνωστη ημερομηνία εντός πάντως του χρονικού διαστήματος από 1/1/2003 έως την 1/2/2007, με επί μέρους πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, ανέλαβε ο αναιρεσείων από τον λογαριασμό διαθεσίμων της εγκαλούσας εταιρείας διάφορα χρηματικά ποσά που ανέρχονταν συνολικά στο ποσό των 169.269,01 ευρώ υπό το πρόσχημα εξόφλησης ανύπαρκτων συναλλαγών της εγκαλούσας για τις οποίες δεν βρέθηκαν παραστατικά που να τις δικαιολογούν ή να τις αποδεικνύουν και ιδιοποιήθηκε παράνομα το ποσό αυτό.
9) Κατά το χρονικό διάστημα από 12/11/2003 έως τις 8/11/2004 με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου αδικήματος αφού εξέδωσε πρώτα τα εξής τιμολόγια: α) το υπ' αριθμ. ..., αξίας 4.248 ευρώ, β) το υπ' αριθμ. ..., αξίας 8.024 ευρώ, γ) το υπ' αριθμ. ..., αξίας 4.956 ευρώ, δ) το υπ' αριθμ. ..., αξίας 5.664 ευρώ, ε) το υπ' αριθμ. ..., αξίας 7.080 ευρώ, στ) το υπ' αριθμ. ..., αξίας 6.844 ευρώ, ζ) το υπ' αριθμ. ..., αξίας 8.024 ευρώ. η) το υπ' αριθμ. ..., αξίας 8.000 ευρώ και θ) του υπ' αριθμ. ... τιμολόγιο, αξίας 8.496 ευρώ, άπαντα της εταιρείας με την επωνυμία "MJP Συμβουλευτική Ανάπτυξη Μονοπρόσωπη ΕΠΕ" της οποίας ο ήδη αναιρεσείων ήταν νόμιμος εκπρόσωπος, συνολικής δε αξίας 61.336,40 ευρώ, τα οποία απεικόνιζαν ανύπαρκτες συναλλαγές, ήτοι παροχή υπηρεσιών από την άνω εταιρεία του προς την εγκαλούσα εταιρεία, στη συνέχεια καταχώρησε ο ίδιος στα βιβλία της τελευταίας αυτά τα παραστατικά και προέβαινε σε εξόφληση των εν λόγω τιμολογίων προς την εταιρεία του χωρίς δικαίωμα, αφαιρώντας από το Ταμείο της εγκαλούσας τα αντίστοιχα χρηματικά ποσά, τα οποία ιδιοποιήθηκε αυτός παρανόμως. Το σύνολο δε των ιδιοποιηθέντων παρανόμως από τον αναιρεσείοντα με τις άνω επί μέρους πράξεις του ποσών από την περιουσία της εγκαλούσας ανήλθαν σε 792.708,61 ευρώ. Επίσης το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε ότι από τα άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι ο αναιρεσείων εντός του χρονικού διαστήματος από 1/1/2003 έως 1/2/2007, μία φορά κάθε μήνα με περισσότερες πράξεις που συνιστούν κατ' εξακολούθηση τέλεση του ιδίου εγκλήματος, με πρόθεση κατήρτισε εξ υπαρχής πλαστά έγγραφα ως δήθεν προερχόμενα από την Τράπεζα ALPHA BANK στην οποία ετηρείτο ο προαναφερθείς τραπεζικός λογαριασμός της εγκαλούσας εταιρείας, τα οποία απεικόνιζαν πλασματική κίνηση, του λογαριασμού αυτού και το διαθέσιμο μηνιαίο υπόλοιπο αυτού, νόθευσε δε επί πλέον τις μηνιαίες ενημερώσεις από τη λειτουργία της κινήσεως των τραπεζικών λογαριασμών της εγκαλούσας εταιρείας στην ανωτέρω Τράπεζα και στη συνέχεια έκανε χρήση αυτών των πλαστών εγγράφων με την επίδειξη αυτών στους υπεύθυνους της εγκαλούσας και σκοπεύοντας με την συμπεριφορά του αυτήν να παραπλανήσει τους ανωτέρω αρμοδίους εκπροσώπους της εγκαλούσας εταιρείας για το συνεπαγόμενο έννομες συνέπειες γεγονός ότι το λογιστικό υπόλοιπο του τραπεζικού λογαριασμού της εγκαλούσας εταιρείας ήταν διαφορετικό και δεν παρουσίαζε έλλειμμα αντίστοιχο με τα ποσά που παρανόμως παρακρατούσε ο ίδιος και είχε ιδιοποιηθεί αυτός. Με την κατάρτιση των άνω πλαστών εγγράφων δε και την νόθευση των ενημερωτικών μηνιαίας κίνησης τραπεζικών λογαριασμών της εγκαλούσας στην Τράπεζα ALPHA BANK καθώς και με τη χρήση αυτών είχε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ο αναιρεσείων παράνομο περιουσιακό όφελος ίσο με ποσό 792.708,61 ευρώ συγκαλύπτοντας ταυτοχρόνως τις προηγουμένως τελεσθείσες επί μέρους πράξεις υπεξαίρεσης, με ισόποση βλάβη της εγκαλούμενης εταιρείας. Κατά τις παραδοχές του προσβαλλομένου βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση που περιέχει τις αναγκαίες αναφορές, έγινε δεκτό ότι προέκυπτε από το σύνολο των εγγράφων που είναι στη δικογραφία και τις αναφερόμενες καταθέσεις των εξετασθέντων μαρτύρων ότι ο ήδη αναιρεσείων με περισσότερες από μία πράξεις που τέλεσε κατά το από 1/1/2003 έως 1/2/2007 χρονικό διάστημα εκδήλωνε την πρόθεση ιδιοποιήσεως των χρημάτων που αναλάμβανε από το λογαριασμό που τηρούσε η εγκαλούσα εταιρεία στην Τράπεζα ALPHA BANK και φρόντιζε να μεταφερθούν στους άλλους τραπεζικούς λογαριασμούς δικαιούχος ή συνδικαιούχος των οποίων ήταν ο ίδιος καθώς και σε τραπεζικούς λογαριασμούς τρίτων, των χρημάτων που ανέλαβε από τον άνω τραπεζικό λογαριασμό της εγκαλούσας προς εξόφληση δανειακής του υποχρεώσεως προς την εγκαλούσα και των χρημάτων που ανέλαβε με πρόσχημα εξόφλησης μη υπαρκτών συναλλαγών της εγκαλούσας με τρίτους και με την μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, της οποίας νόμιμος εκπρόσωπος ήταν ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Επιτρεπόταν δε στην προκειμένη περίπτωση, που οι μερικότερες πράξεις υπεξαιρέσεως τελέσθηκαν από 1/1/2003 έως 1/2/2007, να ληφθεί υπόψη, για την αξία του αντικειμένου της αξιόποινης αυτής πράξεως ως κατ' εξακολούθηση τελεσθείσης και για τον χαρακτήρα της ως κακουργηματικής, το άθροισμα των ποσών που ιδιοποιήθηκε παρανόμως ο κατηγορούμενος με τις επί μέρους πράξεις. Δεν καθίστατο χειρότερη η θέση του κατηγορουμένου από την εφαρμογή δυσμενεστέρων, από προηγουμένως ισχύουσες, διατάξεων ούτε καταλυόταν ευνοϊκότερη για τον κατηγορούμενο ρύθμιση για διατήρηση της αυτοτελείας κάθε μιας των μερικότερων πράξεων που συγκροτούσαν τα κατ' εξακολούθηση εγκλήματα που του αποδίδονταν ως προς την παραγραφή των και το χαρακτηρισμό των ως πλημμελημάτων ή κακουργημάτων αναλόγως του ποσού του οφέλους ή της βλάβης. Κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης των άνω πράξεων εφαρμόζονταν το άρθρο 375 Π.Κ., όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 14 παρ. 3α και 3β του ν. 2721/1999, που ίσχυε από 3.6.1999 αλλά και το άρθρο 216 Π.Κ. όπως είχε τροποποιηθεί η παράγραφος 3 αυτού με το άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2721/1999 καθώς και το άρθρο 98 Π.Κ. μετά την προσθήκη σ'αυτό με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999 της παρ. 2. Δέχθηκε έτσι το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι προέκυπτε από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα ότι ο κατηγορούμενος απέβλεπε από την κατ' εξακολούθηση τέλεση της υπεξαίρεσης στην περιουσιακή βλάβη της εγκαλούσας εταιρείας με αντίστοιχο περιουσιακό όφελος του ιδίου. Προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ο τρόπος που είχε επιλέξει και ενεργούσε ο κατηγορούμενος, με τις διαδοχικές αναλήψεις εντός του άνω διαστήματος τεσσάρων ετών και τις μεταφορές των επί μέρους ποσών, που κυμαίνονταν από 100 ευρώ έως 3000 ευρώ κάθε φορά, από τον λογαριασμό της εγκαλούσας εταιρείας στους άλλους λογαριασμούς καταθέσεων του ιδίου ή τρίτων που έφθασαν τις 389 πράξεις διακίνησης και που έγιναν μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος διενεργείας τραπεζικών συναλλαγών (WEB BANKING) και ο τρόπος συγκάλυψης των ενεργειών του ώστε να μην εμφανίζεται το πραγματικό λογιστικό υπόλοιπο του άνω τραπεζικού λογαριασμού της εγκαλούσας εταιρείας με έλλειμμα αντίστοιχο προς τα ποσά που είχε παρανόμως αυτός ιδιοποιηθεί και συνέχιζε να προσπορίζει στον εαυτό του από χρήματα του λογαριασμού διαθεσίμων της εγκαλούσας με αναληθή και παραπλανητικά παραστατικά και εγγραφές ή και άνευ δικαιολογητικών εν αγνοία των νομίμων εκπροσώπων της εγκαλούσας μέχρι να αποκαλυφθεί τυχαίως στις 31.1.2007 η σημαντική διαφορά του υπολοίπου του ταμείου της εταιρείας αυτής στην οποία ο αναιρεσείων παρείχε τις υπηρεσίες του ως υπεύθυνος του λογιστηρίου και της οικονομικής της διαχείρισης. Από τα περιστατικά, που προέκυπταν από τα αναφερόμενα στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι ελήφθησαν υπόψη αποδεικτικά μέσα, έγινε δεκτό ότι οι περισσότερες ομοειδείς πράξεις του ήδη αναιρεσείοντος τελούσαν σε ενότητα εγκληματικής απόφασης ως εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι προέκυπτε ακόμη ότι αποσκοπούσε ο ήδη αναιρεσείων ως δράστης των αποδιδομένων πράξεων στη συνολική από 792.708,61 ευρώ αξία του αντικειμένου των επί μέρους πράξεων με τις οποίες εκδήλωνε αυτός την πρόθεσή του για ιδιοποίηση κάθε μερικοτέρου ποσού. Από τα αναφερόμενα στους παρατιθέμενους στο προσβαλλόμενο βούλευμα πίνακες στοιχεία ως προς τον αριθμό κάθε συναλλαγής, την ημερομηνία και ώρα καταχώρησής των μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος τραπεζικών συναλλαγών, την ημερομηνία εκτελέσεως κάθε επί μέρους συναλλαγής, το είδος και το ποσό κάθε συναλλαγής και την αιτιολογία χρέωσης του τραπεζικού λογαριασμού της εγκαλούσας για κάθε πράξη ανάλογα με τις διαβιβαζόμενες από τον αναιρεσείοντα εντολές, δεν έπεται ότι παρέλειψε το Συμβούλιο να εκτιμήσει αποδεικτικά μέσα από τα οποία να εδικαιολογείτο να οδηγηθεί σε διαφορετικό συμπέρασμα ως προς την άνω κρίση του. Το Συμβούλιο απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του με βάση τα παραπάνω τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος ότι ενεργούσε ανάλογα με τις ανάγκες που παρουσιάζονταν και δεν μπορούσε να καλύψει αυτός από έλλειψη οικονομικής δυνατότητάς του, τις επιμέρους αναλήψεις χρημάτων από τον λογαριασμό που τηρούσε η εγκαλούσα στην Τράπεζα ALPHA BANK και ότι δεν απέβλεπε αυτός, από το ότι, δεν ήταν δυνατό να προβλέψει από πριν την ύπαρξη αναγκών του ώστε να αποφασίσει για την ικανοποίησή των εξ αρχής με τις επί μέρους αυτές πράξεις αναλήψεων στο αποτέλεσμα που επήλθε. Δεν ετίθετο θέμα εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 379 παρ. 1 Π.Κ. από το Συμβούλιο Εφετών που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα με αυτά που ισχυρίσθηκε ο αναιρεσείων στην έφεσή του κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος αφού δεν δέχθηκε το Συμβούλιο ότι εχώρησε ούτε μερική απόδοση των υπεξαιρεθέντων ούτε εντελής ή μερική ικανοποίηση της ζημιωθείσης εταιρείας είτε με καταβολή αποζημίωσης από τον υπαίτιο είτε με κατάρτιση μεταξύ αυτής και του δράστη συμβάσεως με την οποία να καταργήθηκε η εκ του αδικήματος της υπεξαίρεσης αξίωση της εγκαλούσας εταιρείας και να αντικαταστάθηκε με νέα κατά την έννοια του άρθρου 436 Α.Κ. Με βάση τα άνω περιστατικά το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιοποίνων πράξεων της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ' εξακολούθηση αντικειμένου ιδιαίτερης μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας ποσού μεγαλύτερου των 73.000 ευρώ και της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' από υπαίτιος που σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ που τελέστηκαν στην Αθήνα από 1ης Ιανουαρίου 2003 έως 1ης Φεβρουαρίου 2007. Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου 2543/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που όπως παραπάνω αναφέρθηκε υπάρχει και στην προκειμένη περίπτωση αναφοράς του Συμβουλίου Εφετών εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα από την ανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και σκέψεις που στηρίζουν, την παραπεμπτική πρόταση καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί για την κρίση ότι προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις για να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο για τις άνω αξιόποινες πράξεις, με την οποία συντασσόταν και η κρίση του Συμβουλίου και έγινε η προσήκουσα υπαγωγή των στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 375, 216, 94, 98 Π.Κ. τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου. Ακόμη δεν έσφαλε το Συμβούλιο ως προς την ερμηνεία κατ' εφαρμογή του άρθρου 379 παρ. 1 Π.Κ. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 εδ. β' και δ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγοι της κρινόμενης αναίρεσης για έλλειψη της επιβαλλομένης αιτιολογίας και νομίμου βάσεως του προσβαλλομένου βουλεύματος είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι και πρέπει μετά από αυτά να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 30 Μαρτίου 2009 αίτηση του Χ για αναίρεση του 266/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ