Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Βούλευμα - αιτιολογημένη απόρριψη αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση στο Συμβούλιο Εφετών. Υπεξαίρεση - σαφείς παραδοχές ως προς ιδιότητα εντολοδόχου και τόπο τέλεσης της πράξεως. Απορρίπτει την αίτηση αναίρεσης.
Αριθμός 1147/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Πατινίδη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο και Χριστόφορο Κοσμίδη-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κατσιρώδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Μαΐου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.2382/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "Πρακτορείο Εφημερίδων Αθηναϊκου Τύπου Α.Ε." που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και η αναιρεσείουσα-κατηγορούμενη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 4 Ιανουαρίου 2010 αίτησή της, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 43/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, με αριθμό 105/15-3-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 4-1-2010 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ, κατά του υπ'αριθμ. 2382/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος, απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση της αναιρεσειούσης, κατά του υπ'αριθμ. 2191/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτή παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (Κακουργημάτων), διά να δικασθή δι'υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, εμπιστευθέντος σ'αυτή λόγω της ιδιότητός της ως εντολοδόχου. Προβάλλει δε αυτή, ως λόγους αναιρέσεως, την απόλυτη ακυρότητα, την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και την εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρ. 375 παρ. 1 και 2 ΠΚ προκύπτει, ότι διά την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση, χωρίς δικαίωμα, ξένου (εν λόγω ή εν μέρει) κινητού πράγματος, περιελθόντος στην κατοχή του δράστου με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος αυτού ενέχων την γνώση, ότι το πράγμα είναι ξένο και το κατέχει, καθώς και την θέλησή του να το ενσωματώση στην περιουσία του. Η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (παράγρ. 2) όταν το αντικείμενό της είναι ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και εμπιστευμένο στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνος του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστού ξένης περιουσίας. Η κρίση περί της αξίας του παρανόμως ιδιοποιουμένου αντικειμένου, ως ιδιαιτέρως μεγάλης, εκτιμάται ανελέγκτως (βλ. ΑΠ 1779/2006, ΑΠ 1975/2007). Ξένο δε κινητό πράγμα θεωρείται εκείνο που ευρίσκεται σε ξένη ως προς τον δράστη κυριότητα, όπως αυτή διαπλάσσεται στο αστικό δίκαιο (βλ. ΑΠ 741/2002). Εξ άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, δια το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, αναφερόμενο επιτρεπτώς στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 5/3/1998 έγγραφης συμφωνίας μεταξύ αφ'ενός της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΑΘΗΝΑΪΚΟΥ ΤΥΠΟΥ Α.Ε." ("Π.Ε.Α.Τ. Α.Ε.") και αφ'ετέρου της κατηγορουμένης, η τελευταία ανέλαβε την επί προμηθεία πώληση, για λογαριασμό της αντισυμβαλλομένης της ως άνω εταιρίας, εφημερίδων, περιοδικών και λοιπών εντύπων στην ευρύτερη περιοχή .... Με βάση την ανωτέρω σύμβαση η κατηγορουμένη θα παρακρατούσε, από τα εισπραττόμενα για λογαριασμό της "Π.Ε.Α.Τ. Α.Ε." χρηματικά ποσά, την προμήθειά της, που ανερχόταν σε ποσοστό 20% επί της αναγραφομένης τιμής του εντύπου, μείον το Φ.Π.Α. και θα απέδιδε το υπόλοιπο στην ανωτέρω εταιρία, στο τέλος κάθε 10ημέρου, ενώ στο τέλος κάθε μήνα θα γινόταν εκκαθάριση του μεταξύ των συμβαλλομένων λογαριασμού, η δε οφειλή της κατηγορουμένης από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού θα αποδεικνυόταν μόνο από το απόσπασμα των τηρουμένων εκ μέρους της "Π.Ε.Α.Τ. Α.Ε." βιβλίων. Η κατά τα προεκτεθέντα συμφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων λειτούργησε μέχρι την 31/12/1999, οπότε ο λογαριασμός της κατηγορουμένης, με βάση τα τηρούμενα από την "ΠΕΑΤ Α.Ε." βιβλία εμφάνισε συνολικό χρεωστικό υπόλοιπο ύψους 19.528.217 δρχ. ή 57.309,50 €, ποσό που αυτή (κατ/νη) όφειλε να αποδώσει στην ανωτέρω εταιρία, καθόσον το είχε εισπράξει για λογαριασμό της από την πώληση διαφόρων εντύπων. Ακολούθως με την υπ'αριθμ. 633/3000 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η εταιρία "Π.Ε.Α.Τ. Α.Ε." κηρύχθηκε σε κατάσταση πτωχεύσεως. Με την από 8/3/2002 εξώδικη πρόσκλησή του, που επιδόθηκε στην κατηγορουμένη στις 28/3/2002, ο οριστικός σύνδικος ..., δικηγόρος Αθηνών, κάλεσε την κατηγορουμένη να του αποδώσει με την ως είρηται ιδιότητά του το οφειλόμενο ως άνω ποσόν των 57.309,50 €, πλην όμως η τελευταία δεν συμμορφώθηκε, εκδηλώνοντας, έτσι, έκτοτε τη βούλησή της να ιδιοποιηθεί παράνομα το εν λόγω ποσόν που είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας. Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχη ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, εις βάρος της αναιρεσειούσης κατηγορουμένης, προς παραπομπή της στο ακροατήριο, και αφού απέρριψε κατ'ουσίαν την έφεση αυτής, κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, επεκύρωσε αυτό. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα αιτιολογία ελλειπή και ασαφή, αφού δεν διευκρινίζει, με ποιά εκ των προαναφερομένων ιδιοτήτων, οι οποίες προσδίδουν κακουργηματικό χαρακτήρα στην υπεξαίρεση, η αναιρεσείουσα ετέλεσε το αποδιδόμενο σ'αυτήν εν λόγω έγκλημα. Επίσης, δεν διευκρινίζει αν μεταξύ της αναιρεσειούσης και της ανωτέρω εταιρίας υπήρχε και συμφωνία αλληλοχρέου λογαριασμού, λαμβανομένου υπ'όψη ότι, επί αλληλοχρέου λογαριασμού, δεν αποτελούν ξένο πράγμα, υπό την προεκτεθείσα έννοια, ούτε οι καταχωριζόμενες σ'αυτόν αξιώσεις, αφού αυτές χάνουν την αυτοτέλειά τους, ούτε το κατάλοιπο, κατά του οφειλέτου του οποίου ο αντισυμβαλλόμενος διατηρεί ενοχική απαίτηση (βλ. ΑΠ 918/1988, εις ΠΧ/ΛΘ'/40). Αλλά, με τις ως άνω ελλείψεις και ασάφειες, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και θεμελιούται ο εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως. Σημειωτέον ότι η περί απολύτου ακυρότητος αιτίαση είναι αβάσιμη, αφού, ως προκύπτει εκ του προσβαλλομένου βουλεύματος, διά την απόρριψη του αιτήματος της αναιρεσειούσης, περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς της ενώπιον του εκδόντος αυτό Συμβουλίου, τούτο διέλαβε την ως άνω απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Περαιτέρω, αβάσιμη είναι και η αιτίαση, περί ελλείψεως αιτιολογίας, εκ του ότι δεν μνημονεύεται ότι το Συμβούλιο έλαβε υπ'όψη του και την ανωμοτί κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, αφού εκ της αιτιολογίας του προσβαλλομένου βουλεύματος προκύπτει με βεβαιότητα ότι ελήφθη υπ'όψη και η κατάθεση αυτή (βλ. ΑΠ 1946/2005). Τέλος δε, η κατά τόπον αναρμοδιότης απαραδέκτως προβάλλεται, το πρώτον διά της υπό κρίση αιτήσεως, υπό την επίκληση του αναιρετικού λόγου εκ του άρθρ. 484 παρ. 1β' ΚΠΔ (βλ. ΑΠ 1673/1986, εις ΠΧ/ΛΖ'/228, ΑΠ 514/1977, εις ΠΧ/ΚΖ'/843). Κατ'ακολουθία, πρέπει να αναιρεθή το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο δικαστικό συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρα 485 παρ. 1 και 519 ΚΠΔ, να απορριφθή δε το αίτημα της αναιρεσειούσης, περί παραστάσεώς της ενώπιον του Δικαστηρίου σας, κατά την συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, διότι οι προβαλλόμενοι από αυτήν αναιρετικοί λόγοι δεν έχουν ανάγκη προφορικών διευκρινίσεων.
Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω Να απορριφθή το αίτημα της αναιρεσειούσης περί παραστάσεώς της ενώπιον του Δικαστηρίου σας, κατά την συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως. Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 2382/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. Αθήναι 4 Φεβρουαρίου 2010 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός"
Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1.Η κρινόμενη, με αριθμό 1/4-1-2010 αίτηση αναιρέσεως της κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., στρέφεται κατά του 2382/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που επιδόθηκε την 22-12-2009. Με το προσβαλλόμενο βούλευμα έγινε τυπικά δεκτή, αλλά απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση, την οποία είχε ασκήσει η αναιρεσείουσα κατά του 2191/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου [Κακουργημάτων] Αθηνών για να δικαστεί ως υπαίτια υπεξαίρεσης ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από εντολοδόχο (ΠΚ 375 παρ.1 εδ. α' και 2 εδ. α'). Η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως, από δικηγόρο που είχε ειδική πληρεξουσιότητα να ενεργήσει για λογαριασμό της κατηγορουμένης, ως δικαιούμενης προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση (ΚΠοινΔ 317 παρ.1, 465 παρ.1, 482 παρ.2). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής. Το αίτημα της αναιρεσείουσας να παρασταθεί κατά τη συζήτηση της αιτήσεως της ενώπιον του Αρείου Πάγου, συνεδριάζοντος εν Συμβουλίω, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, διότι στην αίτηση αναιρέσεως εκτίθενται οι αιτιάσεις αυτής κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος με τρόπο επαρκή και ορισμένο, που δεν έχει ανάγκη περαιτέρω διευκρινίσεων.
2.Στο άρθρο 309 παρ. 2 ΚΠοινΔ ορίζεται ότι "Το συμβούλιο με αίτηση ενός από τους διαδίκους είναι υποχρεωμένο να διατάσσει την εμφάνιση τους ενώπιον του με την παρουσία και του εισαγγελέα για να δώσουν κάθε διευκρίνιση" και, περαιτέρω, ότι "Τότε μόνο είναι δυνατό να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστικό συμβούλιο οφείλει να απαντήσει επί της αιτήσεως του κατηγορουμένου για αυτοπρόσωπη εμφάνιση και, σε περίπτωση απορρίψεως της, να αιτιολογήσει την απάντηση του με αναφορά σε συγκεκριμένο λόγο που δικαιολογεί τη μη αναγκαιότητα της εμφάνισης του κατηγορουμένου ενώπιον του για την παροχή διευκρινίσεων. Αν το συμβούλιο δεν απαντήσει επί του αιτήματος αυτού ή αν απορρίψει τούτο χωρίς αιτιολογία, επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ' ΚΠοινΔ, που ιδρύει τον κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. α' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, για μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την άσκηση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου (ΑΠ 1610/2001). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων, η αναιρεσειουσα είχε υποβάλει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, κατά τη συζήτηση της εφέσεως της κατά του τότε προσβαλλόμενου βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Το δευτεροβάθμιο συμβούλιο, με καθολική αναφορά στην εισαγγελική πρόταση, απέρριψε το εν λόγω αίτημα, ως αβάσιμο. Στην εισαγγελική πρόταση, περί του ζητήματος αυτού διατυπώνεται η αιτιολογία ότι "πρέπει να απορριφθεί η αίτηση της κατηγορουμένης για αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτής ενώπιον του Συμβουλίου [σας], καθ' όσον αυτή έχει εκθέσει αναλυτικώς τις απόψεις της με τα υπομνήματα της και τους λόγους της εφέσεως της". Η αιτιολογία αυτή είναι πλήρης, δεδομένου ότι η αναιρεσειουσα, κατά την υποβολή του αιτήματος, δεν αναφέρθηκε σε κάποιο ζήτημα, το οποίο αντιμετωπιζόταν ατελώς στα διαδικαστικά έγγραφα που είχε υποβάλει μέχρι τότε και θα έπρεπε να αποτελέσει αντικείμενο προφορικών διευκρινίσεων ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών. Το δευτεροβάθμιο συμβούλιο ούτε δυνατότητα ούτε υποχρέωση είχε να διαλάβει εκτενέστερη αιτιολογία, από την προαναφερθείσα. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
3.Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ΚΠοινΔ, υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που αποδείχθηκαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη, που εφαρμόστηκε. Εξ άλλου, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει το λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα συγκεκριμένου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
4.Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 375 παρ. 1 εδ. α' και παρ.2 εδ. α' ΠΚ, όπως η τελευταία τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 παρ.9 του ν. 2408/1996, "Όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο [ολικώς ή εν μέρει] κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους", ενώ "Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο [μεταξύ άλλων περιπτώσεων που δεν ενδιαφέρουν ενταύθα και] λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τις αιτιολογίες της εισαγγελικής προτάσεως, στην οποία παραδεκτώς αναφέρθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, αξιολογώντας όλα τα στοιχεία της δικογραφίας και συγκεκριμένα "τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία της κατηγορουμένης", δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι η Χ, που κατοικεί στο ..., με την από 5-3-1998 έγγραφη συμφωνία μεταξύ αυτής και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "Πρακτορείο Εφημερίδων Αθηναϊκού Τύπου ΑΕ" (στο εξής: ΠΕΑΤ ΑΕ), που εδρεύει στην ..., ανέλαβε την υποχρέωση να πωλεί στην ευρύτερη περιοχή ..., για λογαριασμό της ΠΕΑΤ ΑΕ, τα έντυπα που η τελευταία διακινούσε. Ότι, ως αμοιβή για τη διενέργεια των πωλήσεων, η Χ είχε το δικαίωμα να παρακρατεί, από τα εισπραττόμενα για λογαριασμό της ΠΕΑΤ ΑΕ χρηματικά ποσά, "ποσοστό 20% επί της τιμής εκάστου πωλουμένου εντύπου μείον ΦΠΑ", με την αντίστοιχη υποχρέωση να αποδίδει το υπόλοιπο μέρος του τιμήματος στην ΠΕΑΤ ΑΕ, στο τέλος εκάστου δεκαημέρου. Ότι στο τέλος κάθε μήνα "θα γινόταν εκκαθάριση του μεταξύ των συμβαλλομένων λογαριασμού". Ότι, όταν ο λογαριασμός θα έκλεινε οριστικά, η οφειλή της Χ θα αποδεικνυόταν "μόνο από το απόσπασμα των τηρουμένων εκ μέρους της ΠΕΑΤ ΑΕ βιβλίων". Ότι η ως άνω συμφωνία λειτούργησε μέχρι την 31-12-1999, οπότε ο λογαριασμός της Χ εμφάνισε χρεωστικό υπόλοιπο 19.528.217 δραχμών, που αντιστοιχεί ήδη σε 57.309,50 ευρώ. Ότι με την από 8-3-2002 εξώδικη πρόσκληση της ΠΕΑΤ ΑΕ, που ήδη είχε πτωχεύσει και ενεργούσε δια του συνδίκου της πτωχεύσεως, ζητήθηκε από την Χ να αποδώσει το ως άνω ποσό μέσα σε προθεσμία 10 ημερών. Ότι η εν λόγω εξώδικη πρόσκληση επιδόθηκε την 28-3-2002 και η ταχθείσα προθεσμία παρήλθε άπρακτη την 7-4-2002, οπότε εκδηλώθηκε η πρόθεση της Χ να ιδιοποιηθεί χωρίς δικαίωμα το ως άνω ποσό, που είχε εισπράξει για λογαριασμό της ΠΕΑΤ ΑΕ. Κατόπιν αυτών, το Συμβούλιο Εφετών επικύρωσε το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που είχε παραπέμψει την κατηγορουμένη Χ για να δικασθεί ως υπαίτια υπεξαίρεσης ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο, τελεσθείσας στην ... την 7-4-2002.
5. Οι παραδοχές αυτές αποτελούν πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, χωρίς να περιέχουν ασάφεια ή αντίφαση, σε βαθμό που να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς το αν εφαρμόζεται ορθώς η ουσιαστική διάταξη του άρθρου 375 παρ.2 ΠΚ. Πράγματι, εκτίθεται σαφώς ότι η αναιρεσείουσα ενεργούσε δυνάμει συμβάσεως, κατ' εντολή και για λογαριασμό της αντισυμβαλλόμενης εταιρίας. Το γεγονός ότι είχε συμφωνηθεί να λαμβάνει αμοιβή, υπολογιζόμενη σε ποσοστό επί της τιμής των πωλουμένων εντύπων, ενώ, κατ' αρχήν, η σύμβαση της εντολής εκτελείται χωρίς αμοιβή (ΑΚ 713), δεν είναι αρκετό για να αποκλείσει το χαρακτηρισμό της αναιρεσείουσας ως εντολοδόχου, αφού είναι σαφής, σύμφωνα με τις ως άνω παραδοχές του προσβάλλόμενου βουλεύματος, η σχέση που τη συνέδεε με την αντίδικο της. Εξ άλλου, η αναφορά της αιτιολογίας σε "λογαριασμό", ο οποίος απεικόνιζε τις διαδοχικές αποστολές εκ μέρους της ΠΕΑΤ ΑΕ εντύπων προς πώληση και τις έναντι των χρεώσεων της αξίας αυτών διαδοχικές πιστώσεις της Χ, περιγράφει, απλώς, το λογιστικό σύστημα που ίσχυσε κατά τη λειτουργία της συμβάσεως των διαδίκων και ουδόλως υποδηλώνει την ύπαρξη "αλληλόχρεου λογαριασμού", ο οποίος αποτελεί ιδιώνυμη σχέση, που λειτουργεί με διαφορετικούς όρους και αποτελέσματα. Ακόμη, η εκ μέρους του δευτεροβαθμίου συμβουλίου επίκληση (δια της αναφοράς στην εισαγγελική πρόταση) της από 8-3-2002 εξωδίκου προσκλήσεως της ΠΕΑΤ ΑΕ δεν υποδηλώνει παραθεώρηση των υπολοίπων εγγράφων της δικογραφίας και, μάλιστα, του με αριθμό ... εγγράφου της ίδιας εταιρίας, για το οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, στο αναιρετήριο, ότι έχει διαφορετικό περιεχόμενο ως προς το ύψος της οικονομικής της εκκρεμότητας, αφού η αναφορά στην από 8-3-2002 εξώδικη δήλωση γίνεται μόνο για τον προσδιορισμό του χρόνου τέλεσης της πράξης και όχι για την επιβεβαίωση του ιδιοποιηθέντος ποσού. Ομοίως, η εκ μέρους του δευτεροβαθμίου συμβουλίου επίκληση "των καταθέσεων των μαρτύρων" δεν αποκλείει τη συνεκτίμηση της ανωμοτί καταθέσεως του πολιτικώς ενάγοντος, αφού αυτός θεωρείται ως το πρόσωπο που κατ' εξοχήν καταθέτει σε βάρος του κατηγορουμένου. Τέλος, κανένα ζήτημα τοπικής αναρμοδιότητας δεν τίθεται, αφού το συμβούλιο δέχθηκε ανελέγκτως ότι τόπος τέλεσης της αποδιδόμενης πράξης υπήρξε η Αθήνα. Επομένως, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα και προσάπτονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, αντιστοίχως, οι πλημμέλειες από το άρθρο 484 παρ.1 περ. δ' και β'Κποιν.Δ, είναι αβάσιμοι.
6. Σύμφωνα προς τις παραπάνω σκέψεις και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί. Η αναιρεσείουσα πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα (ΚΠοινΔ 583 παρ. 1).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 1/4-1-2010 αίτηση της κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του 2382/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.- Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στην πληρωμή διακοσίων είκοσι (220) ευρώ, για τα δικαστικά έξοδα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 19η Μαΐου 2010. Και
ΕΚΔΘΟΔΗΚΕ στην Αθήνα, στις 3 Ιουνίου 2010.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ