Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση στην υπηρεσία, Βούλευμα απαλλακτικό.
Περίληψη:
Παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου για τις κακουργηματικές πράξεις: α) της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ’ εξακολούθηση, της οποίας ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 ευρώ και β) της απάτης κατ’ εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ’ επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς και για την πλημμεληματική πράξη της παθητικής δωροδοκίας (που σημειωτέον, δεν αποτελεί αντικείμενο της αναιρέσεως). Το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για τις άνω κακουργηματικές πράξεις τόσο αναφορικά για την κατηγορία, όσο και σε σχέση με τον περί έμπρακτης μετάνοιας ισχυρισμό του αναιρεσείοντος και δεν παραβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου τις αναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και έτσι δεν στέρησε το βούλευμά του από νόμιμη βάση. Επομένως απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου σχετικοί από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 643/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη-Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 9 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 705/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και o αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 28 Ιουνίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1269/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη με αριθμό 428/1-11-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§ 1 και 4, 138 §2β, 485 §1 Κ.Π.Δ. την υπ' αρ. 18/28-6-2007 (ενώπιον του αρμοδίου Γραμματέως Εφετείου Θεσσαλονίκης) αίτηση αναιρέσεως του Χ ασκηθείσα (κατόπιν της από 27-6-07 εξουσιοδοτήσεως) από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Γ. Παραστατίδη κατά του υπ' αρ. 705/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης και εκθέτω τ' ακόλουθα:
Ι) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το υπ' αρ. 82/2007 βούλευμά του παρέπεμψε τον κατηγορούμενο Χ ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης όπως δικασθεί για: α) υπεξαίρεση στην υπηρεσία τελεσθείσα με ιδιαίτερα τεχνάσματα κατ' εξακολούθηση και έχουσα αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερη των 15.000 Ευρώ, β) απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια το συνολικό όφελος της οποίας και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 Ευρώ και γ) παθητικής δωροδοκίας (αρ. 13α, γ, στ, 98, 235, 258 §1γ, περ. α, 386 §§1 και 3α Π.Κ.). Μετά από έφεση που άσκησε κατά του άνω βουλεύματος ο κατηγορούμενος εκδόθηκε το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, με το οποίο απερρίφθη κατ' ουσίαν η κριθείσα έφεσή του, επεκυρώθη το εκκληθέν και διετάχθη η εκτέλεσή του. Το άνω βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης επεδόθη στον κατηγορούμενο και στον αντίκλητο δικηγόρο του την 18-6-2007 (βλ. αποδεικτικά).
Η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως αφορά μόνο τις ως στοιχ. α' και β' πράξεις (και όχι την δωροδοκία) είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη (αρ. 473 §1, 474 §1 Κ.Π.Δ.) αφού ασκήθηκε δια πληρεξουσίου δικηγόρου ενώπιον του αρμοδίου γραμματέως του Εφετείου Θεσσαλονίκης την 28-6-2007 και περιέχει (αρ. 474 §2 Κ.Π.Δ.) συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως ήτοι εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως καθ' όσον κακώς χαρακτηρίστηκε η συμπεριφορά του ως ιδιαίτερο τέχνασμα (κατά κακή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην έννοια του ιδ. τεχνάσματος) με συνέπεια να παραπεμφθεί για κακουργηματική υπεξαίρεση στην υπηρεσία, αυτή του ορθού της πλημμεληματικής. Όχι ορθώς το Συμβούλιο δεν εδέχθη για την πράξη της απάτης την έμπρακτη μετάνοια και κατά κακή επαγωγή των πραγματικών γεγονότων τον παρέπεμψε για κακουργηματική απάτη αντί της πλημμεληματικής, υπονοώντας συγχρόνως και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Συνεπώς η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως είναι τυπικά παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία. II) Κατά το αρ. 484 §1β Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως συνιστά και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο αποδίδει σε αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το δικαστικό συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμά του έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π. 1307/2004 Π.Χρ. ΝΕ/535, Α.Π. 2043/85 Π.Χρ. 1986/368 Α. Καρρά Ποιν. Δικον. Δίκαιο έκδοση 2006 σελ. 952-954, Β. Ζησιάδη "Η εκ πλαγίου παράβαση του Ποινικού Νόμου" σελ. 12-13, 42-43, 50).
III) Α) Κατά την διάταξη του άρθρου 258 Π.Κ. όπως η περ. γ αντικαταστάθηκε με το αρ. 14 §5β του Ν. 2721/1999, υπάλληλος ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του και αν ακόμα δεν είναι αρμόδιος γι' αυτό, τιμωρείται α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και γ) με κάθειρξη μέχρι 10 ετών αν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των πέντε εκατομμυρίων δραχμών (15.000 Ευρώ) ή αν το αντικείμενο της πράξεως έχει αξία μεγαλύτερη των είκοσι πέντε εκατομμυρίων δραχμών (73.000 Ευρώ). Από την διάταξη αυτή συνάγεται ότι για την συγκρότηση του αδικήματος απαιτείται: α) Ιδιότητα υπαλλήλου κατά την έννοια των διατάξεων των άρ. 13α και 263Α Π.Κ., ειδικά οι υπάλληλοι των Τραπεζών υπάγονται στην άνω κατηγορία σύμφωνα με ρητή διάταξη του αρθρ. 263Α, εδαφ. β (Α.Π. 810/2002 Π.Δ/σύνη 2002/1106). β) Παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων, δηλαδή απαιτείται να συντρέχουν τα αντικειμενικά στοιχεία της υπεξαιρέσεως του αρ. 375. γ) Σημαντική προϋπόθεση για την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως είναι ο υπάλληλος να έλαβε ή γενικά να κατέχει τα πράγματα (χρήματα ή άλλα κινητά) με την υπαλληλική του ιδιότητα, ως υπάλληλος δηλαδή, έστω και αν δεν είναι συγκεκριμένα αρμόδιος να το κάνει. Η σχέση ελέγχου και εξουσίας του υπαλλήλου προς το πράγμα είναι εδώ κανονιστική παρά φυσιοκρατική, προσδιορίζεται δηλαδή από τον κύκλο των αρμοδιοτήτων του υπαλλήλου (Μπιτζιλέκη Εγκλήματα περί την υπηρεσία υπ' αρ. 258 σελ. 536-537). δ) Δόλος του δράστη που συνίσταται στην γνώση του ότι τα χρήματα ή κινητά πράγματα που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω της υπαλληλικής ιδιότητάς του και είναι ξένα, ως μη ανήκοντα κατά κυριότητα σ' αυτόν και στην θέλησή του να τα ιδιοποιηθεί παρανόμως χωρίς την συγκατάθεση εκείνου στον οποίο ανήκουν αυτά (Α.Π. 53/99 Π.Χρ. ΜΘ/229, Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. Έκδοση δ' υπ' αρ. 258 σελ. 690). Για την θεμελίωση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία του εδαφίου γ' περίπτωση α θα πρέπει το αντικείμενο της πράξεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δρχ. (15.000 Ευρώ) και ο υπαίτιος να μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα. Το εάν ο υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα αναφέρεται χρονικά στην πράξη της ιδιοποίησης των χρημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων. Θα πρέπει δηλαδή κάποιος να μεταχειρίζεται ιδιαίτερα τεχνάσματα για να ιδιοποιηθεί το πράγμα, δηλαδή το ιδιαίτερο τέχνασμα θα πρέπει να λειτουργεί προς διευκόλυνση της υπεξαιρέσεως. Δεν ανήκουν συνεπώς εδώ απλώς συγκαλυπτικές ή εξασφαλιστικές του αποτελέσματος της ιδιοποιήσεως ενέργειες, μετά την πράξη, όταν δηλαδή ο υπάλληλος φροντίζει να συγκαλύψει με ιδιαίτερα τεχνάσματα την ιδιοποίηση που έκανε (Μπιτλιλέκη Ενθ. Ανωτέρω σελ. 557).
Σύμφωνα με την νομολογία (Α.Π. 110/98 Π.Χρ. 1998/760) ιδιαίτερα τεχνάσματα είναι ενέργειες ή παραλείψεις που τείνουν στην εξαπάτηση της αρχής, όπως ψευδείς εγγραφές σε βιβλία, αλλοιώσεις αριθμών, έκδοση εικονικών εγγράφων κ.λ.π. με τις οποίες επιδιώκεται να καταστεί δυσχερής ο έλεγχος ή να προκληθεί στους λογαριασμούς και γενικά ότι είναι κατά την κοινή πείρα επιτήδειο να συγκαλύψει την παράνομη ενέργεια του υπαλλήλου.
Ένα πρώτο χαρακτηριστικό των ιδιαίτερων τεχνασμάτων είναι η πολυπλοκότητα των ενεργειών, η πολύπλοκη υφή των εγχειρημάτων του υπαλλήλου που υπάρχει με την χρησιμοποίηση μεθόδων, οι οποίες λόγω της φύσεώς τους προϋποθέτουν εξειδικευμένες γνώσεις μη προσιτές ή δυνατές στον καθένα (λ.χ. οικονομικές ή λογιστικές), που δίνουν την δυνατότητα σε κάποιον να καλύψει με λεπτούς χειρισμούς μία ζημία στην δημόσια (ή τραπεζική) περιουσία και να ιδιοποιηθεί το ποσό στην συνέχεια. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι ο συνδυασμός περισσοτέρων μεθόδων, ένα τρίτο τέλος είναι η προσφορότητα των τεχνασμάτων να εξαπατήσουν τον μηχανισμό ελέγχου που περιβάλλει συνήθως τα δημόσια οικονομικά (ή οικονομικά της Τράπεζας κ.λ.π.) και εξαφανίζοντας έτσι την περιουσιακή απώλεια στον κυκεώνα της όλης διαδικασίας και υπηρεσιακής δραστηριότητας (Μπιτλιλέκη ενθ' ανωτέρω σελ. 560-562 Α.Π. 1321/2006).
Στο αδίκημα του αρ. 258 Π.Κ. δεν εφαρμόζεται η διάταξη του αρ. 379, κατά την οποία εξαλείφεται το αξιόποινο της κοινής υπεξαιρέσεως με την οικειοθελή απόδοση του υπεξαιρεθέντος πριν ο υπαίτιος εξετασθεί από την αρχή, δηλαδή δεν χωρεί έμπρακτη μετάνοια (Α.Π. 64/98 Π.Χρ. ΜΗ/728, Α.Π. 1990/2005 Π.Δ/σύνη 2006/528, Α.Π. 1321/2006 Τράπεζα Νομ. Πληροφοριών Νόμος).
Β) Από τις διατάξεις του αρ. 386 §§1 και 3α Π.Κ. (όπως η παράγρ. 3 αντ. δι' αρ.1 §11 Ν. 2408/96) προκύπτει ότι για την θεμελίωση της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς τον σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους, εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, εξαιτίας των οποίων παραπλανάται κάποιος και πείθεται να προβεί σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή ένεκα της οποίας, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται βλάβη (ζημία) στην περιουσία του ίδιου του παραπλανηθέντος ή τρίτου προσώπου ο δε υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, και (μετά την νέα αντικατάσταση της παρ. 3 από το αρ. 14 §4 Ν. 2721/99 απαιτείται επιπλέον) το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 Ευρώ). Κατά το β' εδάφιο της παρ. 3 ιδίου άρθρου η απάτη τιμωρείται επίσης σε βαθμό κακουργήματος εάν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. - 73.000 Ευρώ (Γάφου Ειδ. Ποινικό Τεύχος Στ υπ' αρ. 386, σελ. 128 επ., Τούση-Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. Έκδοση Γ' υπ' αρ. 386 σελ.1049 επομ. Συμβ. Α.Π. 108/2006 Π.Δ/σύνη 2006/808).
Σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 13 εδ. στ Π.Κ. κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητας του δράστη (Α.Π. 614/2000 Π.Χρ. ΝΑ/19, Συμβ. Α.Π. 631/2000 Π.Χρ. ΝΑ/28). Το κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια είναι έννοιες νομικές (Α.Π. 1612/86 Π.Χρ. ΛΖ/207). Πρέπει δε να αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση (Α.Π. 1092/98 Π.Χρ. ΜΘ/556) δηλαδή η ποιότητα και ένταση των αιτίων και η προσωπικότητα του δράστη, από την οποία προκύπτει η αντικοινωνικότητα και η ροπή του προς διάπραξη των νέων εγκλημάτων στο μέλλον (Α.Π. 1167/89 Π.Χρ. Μ/451).
Γ) Κατά την διάταξη του αρ. 379 §1 Π.Κ. το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαίρεσης εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος.
Κατά την διάταξη του αρ. 393 §1 εδαφ. β Π.Κ., οι διατάξεις του αρ. 379 εφαρμόζονται αναλόγως και για τις πράξεις των αρ. 386 κ.λ.π. Εις το εν λόγω άρθρο με το αρ. 14 §1.4 Ν. 2721/99 προσετέθη δευτέρα παράγραφος που όριζε (στην αρχική της διατύπωση) ότι: "Ο υπαίτιος των εγκληματικών πράξεων των άρθρων 386, 386Α εφ' όσον δεν τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, 388 και 390 του Ποινικού Κώδικα απαλλάσσεται από κάθε ποινή, αν με ελεύθερη θέλησή του ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωθέντα μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με την καταβολή του κεφαλαίου, των τόκων υπερημερίας και των δικαστικών εξόδων που έχουν εκκαθαριστεί και δηλώσει τούτο ο παθών ή οι κληρονόμοι του." Μεταγενέστερα η διάταξη της παραγράφου 2 αντικαταστάθηκε με το αρ. 56 Ν. 3160/30-6-2003 και η νέα ρύθμιση διηύρυνε τον αριθμό των εγκλημάτων, εφ' όσον δεν τιμωρούνται σε βαθμό κακουργήματος, και καθιέρωσε λόγο απαλλαγής του δράστη από κάθε ποινή αν με την ελεύθερη θέλησή του ικανοποίησε πλήρως τον ζημιωθέντα μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δηλαδή μετέθεσε την εφαρμογή της διατάξεως αυτής σε ενωρίτερο χρονικά σημείο της διαδικασίας σε σχέση με την αρχική ρύθμιση. Η πιο πρόσφατη ρύθμιση της παραγράφου 2 του αρ. 393 (με αρ. 27 Ν. 3346/2005) είναι επιεικέστερη αφού για τα αναφερόμενα σ' αυτήν εγκλήματα μεταξύ των οποίων το της απάτης (αρ. 386) εφ' όσον δεν τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, διότι έχει απαλειφθεί από την διάταξη η προϋπόθεση ο δράστης να έχει ικανοποιήσει τον ζημιωθέντα με ελεύθερη θέληση. Ωστόσο, η διάταξη του αρ. 379 §1 που εφαρμόζεται στην κακουργηματική απάτη (393 §1β) για την εξάλειψη του αξιοποίνου σε περίπτωση ικανοποιήσεως του ζημιωθέντος σαφώς έχει ως μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής της ότι η ικανοποίηση του ζημιωθέντος να έγινε με την θέληση του δράστη και πριν εξετασθεί οπωσδήποτε για την πράξη από τις αρχές. Δηλαδή δεν υπάρχει έμπρακτη μετάνοια όταν έγινε με την πίεση του παθόντος και την απειλή αποκαλύψεως της πράξεως (Α.Π. 1053/88 Π.Χρ. ΛΗ/984) ή διώξεως (Α.Π. 1354/97 Π.Χρ. ΜΗ/476) ή υπό το βάρος της καταφοράς και του δημιουργηθέντος θορύβου, που συνεπάγεται την ηθική μείωση του δράστη (Α.Π. 489/95 Π.Χρ. ΜΕ/787) ή μετά την αποκάλυψη της πράξεως κατόπιν διαχειριστικού ελέγχου επικειμένης του καταμηνύσεως (Μ. Μαργαρίτη Ερμ. Π.Κ. υπ' αρ. 379 παρ. 10 σελ. 1095).
IV) Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με επιτρεπτή αναφορά (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβ. Π.Χρ. ΝΓ/698, Συμβ. Α.Π. 336/2002 Π.Χρ. ΝΒ/978) στην ενσωματωθείσα σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, αφού προσδιορίζει κατ' είδος όλα τα αποδεικτικά μέσα που συγκεντρώθηκαν από την κυρία ανάκριση και ειδικότερα τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας κρίση του, ότι: Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ ήταν υπάλληλος στο κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας (Α.Τ.Ε) στην οδό ...., μεταξύ δε των καθηκόντων του περιλαμβάνονταν και η ρύθμιση των κτηνοτροφικών χρεών των πελατών-κτηνοτρόφων της Τράπεζας, σύμφωνα με την Ε.Δ 100/2001 της Α.Τ.Ε. Λόγω της εξειδίκευσης του στον τομέα αυτό του ανατέθηκε και η ρύθμιση των κτηνοτροφικών χρεών και στα καταστήματα που διατηρεί η Α.Τ.Ε. στο ... και στη ...., όπου και αποσπάσθηκε για τον σκοπό αυτό από τον Ιανουάριο του 2002 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2003. Όμως ο εκκαλών, εκμεταλλευόμενος την παραπάνω ιδιότητα του και την έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου στα παραστατικά που ο ίδιος εξέδιδε και σε διάφορα υπηρεσιακά έγγραφα που τηρούσε, στα πλαίσια των καθηκόντων του, κατά το χρονικό διάστημα από 8-1-2003 έως 11-2-2003, εξακολουθητικώς, ιδιοποιήθηκε παρανόμως χρηματικά ποσά, ανήκοντα στην ανωτέρω τράπεζα, ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας συνολικού ύψους 65.766,12 ευρώ, μετερχόμενος το εξής τέχνασμα: Χρέωνε κατά την λογιστική εμφάνιση των ρυθμίσεων των οφειλετών, τον αποτελεσματικό λογαριασμό της τράπεζας με αριθμό .... "Τόκοι Διαγραφόμενοι Ρυθμίσεων", με ποσά μεγαλύτερα αυτών που έπρεπε να χρεώσει, ήτοι με ποσά υπέρτερα αυτών που προέκυπταν από τη διαφορά μεταξύ του συνόλου των γραμματίων εξόφλησης των υφισταμένων οφειλών και των χρεώσεων που αφορούσαν τη διαγραφή σε βάρος του Δημοσίου, τη διαγραφή σε βάρος της Α.Τ.Ε. και τα νέα δάνεια της ρύθμισης. Το επί πλέον ποσό κάθε χρέωσης το ιδιοποιήθη παράνομα, πιστώνοντας με αυτό, κατά κανόνα, τους λογαριασμούς καταθέσεων ή δανείων, είτε τους δικούς του, είτε συγγενικών ή φιλικών του προσώπων. Προκειμένου δε να μη γίνει αντιληπτή η διαφορά στο ποσό της χρέωσης του ανωτέρω υπ' αριθ. .... λογαριασμού εμφάνιζε στην κατάσταση αποτύπωσης των συνολικών οφειλών που τηρούσε, αυξημένο ισόποσα το άθροισμα των πιστώσεων, έτσι ώστε να μην μπορεί να γίνει αντιληπτή η πράξη του, παρά μόνο στην ασυνήθη περίπτωση πραγματοποίησης ελέγχου, με την άθροιση των γραμματίων με τα οποία εμφανίζονταν λογιστικά οι εξοφλήσεις των υφισταμένων οφειλών. Ειδικώτερα με το ανωτέρω τέχνασμα ιδιοποιήθηκε παράνομα τα εξής ποσά: Α)Στο κατάστημα της Α.Τ.Ε. ....:1)την 16-1-2003 κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του υπ' αριθ. .... αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 1.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου του ...., 2)την 21-1-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών των οφειλετών .... και ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. τα ποσά των 402,14 ευρώ και 9.170,90 ευρώ, αντίστοιχα, με τα οποία στη συνέχεια πίστωσε τους υπ' αριθ. ..... και .... λογαριασμούς δανείων της συζύγου του ..... 3) την 24-1-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ....., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 3.170,24 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό δανείου της ..... 4)την 24-1-2003, κατά τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε παράνομα με αντίστοιχη χρέωση του ιδίου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 1.800 ευρώ, από τα οποία, το ποσό των 1.000 ευρώ, πίστωσε στη συνέχεια τον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό δανείου της συζύγου του ..., ενώ το υπόλοιπο ποσό των 800 ευρώ το έλαβε σε μετρητά. 5)την 27-1-2003, κατά τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 1.216,94 ευρώ, μ£ το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό δανείου της ...... 6)την 31-1-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ....., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 9.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της ..... 7)την 5-2-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ....., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 3.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου της συζύγου του ..... 8)την 6-2-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ....., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 9.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου της ..... 9)την 7-2-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 9.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της ...... 10)την 7-2-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών των οφειλετών .... και ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε., τα ποσά των 6.000 και 10.000 ευρώ αντίστοιχα, με τα οποία στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου της .... 11)την 11-2-2003, κατά τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε., το ποσό των 9.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της συζύγου του ..... Β)Στο κατάστημα της Α.Τ.Ε. ....: 1)την 8-1-2003, κατά τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε., το ποσό των 3.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε συμψηφιστικά τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου του ...... Στην περίπτωση δε αυτή, για να μη γίνει αντιληπτή η πράξη του, εμφάνισε αυξημένο ισόποσα το άθροισμα των οφειλών του πιστούχου (ήτοι εμφάνισε ως άθροισμα οφειλών αυτό των 41.929,13 ευρώ αντί του ορθού των 38.929,13 ευρώ και 2) την 8-1-2003, κατά τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του Ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε., το ποσό των έξι (6) ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε συμψηφιστικά τον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου του ...... Σ τ ην περίπτωση δε αυτή, προκειμένου να μη γίνει αντιληπτή η πράξη του, εμφάνισε επίσης αυξημένο το άθροισμα των οφειλών του πιστούχου κατά το ίδιο ως άνω ποσό των έξι (6) ευρώ. Όμως ο εκκαλών δεν αρκέσθηκε μόνο στην προαναφερθείσα εγκληματική του δραστηριότητα, αλλά επί πλέον, κατά το ίδιο παραπάνω χρονικό διάστημα, και με την εκμετάλλευση πάντοτε της ιδιότητας του, αποφάσισε να αυξήσει το εισόδημα του σε βάρος των παρακάτω πελατών οφειλετών της Α.Τ.Ε. Χρησιμοποιώντας την εξής απατηλή συμπεριφορά και ειδικώτερα: α)στο .... τη 8-8-2002 παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ....., ότι για την εξόφληση της οφειλής του από κτηνοτροφικό δάνειο, ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού μεγαλύτερου του οφειλομένου κατά 8.400 ευρώ, ήτοι 70.435 ευρώ αντί του πραγματικού 62.035 ευρώ (που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των πιστώσεων των οφειλών του ύψους 437.648,31 ευρώ και του αθροίσματος ποσού 375.613,31 ευρώ, που αφορούσε τη χρέωση του ποσού της διαγραφής σε βάρος του Δημοσίου και τους συμβατικούς τόκους), ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείται η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής και του παρέδωσε το ως άνω ποσό των 8.400 ευρώ, το οποίο παράνομα ωφελήθηκε ο εκκαλών με αντίστοιχη ζημία του ίδιου οφειλέτη, αφού το ποσό αυτό δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση της οφειλής αλλά αντίθετα το κατέθεσε στον υπ' αριθ. .... λογαριασμό του γνωστού του ...... Β)στη ...., την 10-1-2003, παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ...., ότι για τη ρύθμιση των οφειλών του από κτηνοτροφικό δάνειο, ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού 5.500 ευρώ, ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείται η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής και του παρέδωσε το ως άνω ποσό, το οποίο παράνομα ωφελήθηκε ο εκκαλών με αντίστοιχη ζημία του ίδιου οφειλέτη, αφού το ποσό αυτό δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση των οφειλών, αλλά αντίθετα το κατέθεσε στον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Α.Τ.Ε. του γνωστού του ..... Γ)στη ....., την 27-1-2003, παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ...., ότι για τη ρύθμιση των οφειλών του από κτηνοτροφικό δάνειο, ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού 2.500 ευρώ, ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείται η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής αυτής και του παρέδωσε το ως άνω ποσό, το οποίο ο εκκαλών παράνομα ωφελήθηκε με αντίστοιχη ζημία του ίδιου οφειλέτη, αφού το ποσό αυτό δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση των οφειλών, αλλά αντίθετα το κατέθεσε στον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Α.Τ.Ε. του γνωστού του ..... Δ)στη ...., την 28-1-2003, παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ...., ότι για τη ρύθμιση των οφειλών του από κτηνοτροφικό δάνειο ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού 300 ευρώ, ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείται η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής αυτής και του παρέδωσε το ποσό αυτό, το οποίο ο εκκαλών ωφελήθηκε με αντίστοιχη ζημία του Ίδιου οφειλέτη, αφού το ποσό αυτό δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση των οφειλών, αλλά αντίθετα το κατέθεσε στον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Α.Τ.Ε. επ' ονόματι της θυγατέρας του ..... ε)στη ...., την 28-1-2003 παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ...., ότι για τη ρύθμιση των οφειλών του από κτηνοτροφικό δάνειο ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού 7.500 ευρώ, ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείτο η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής και του παρέδωσε το ως άνω ποσό, το οποίο και παράνομα ωφελήθηκε ο εκκαλών με αντίστοιχη ζημία του ίδιου οφειλέτη, αφού το ποσό αυτό δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση των οφειλών του τελευταίου, αλλά αντίθετα, απ' αυτό, 5.000 ευρώ κατέθεσε στον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Α.Τ.Ε. του γνωστού του .... και 2.500 ευρώ κατέθεσε στον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Α.Τ.Ε., του επίσης γνωστού του .... και στ)στη ...., την 12-2-2003, παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ...., ότι για τη ρύθμιση των οφειλών του από κτηνοτροφικό δάνειο ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού 10.000 ευρώ, ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείτο η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής και του παρέδωσε το ποσό αυτό, το οποίο παράνομα ωφελήθηκε ο εκκαλών με αντίστοιχη ζημία του ίδιου οφειλέτη, αφού δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση των οφειλών του τελευταίου, αλλά αντίθετα από το ίδιο ποσό, 1.500 ευρώ κατέθεσε στον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου του γνωστού του ....., 3.500 ευρώ στον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου της γνωστής του .... 500 ευρώ στον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου του επίσης γνωστού του ...... Έτσι συνολικά ο εκκαλών παράνομα ωφελήθηκε το ποσό των 34.200 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία των παραπάνω παθόντων-οφειλετών της Α.Τ.Ε. (κατά τα επί μέρους ποσά που αντιστοιχούν στον καθένα απ' αυτούς). Η πράξη αυτή της απάτης τελέσθηκε εξακολουθητικώς για έξι (6) περίπου μήνες. Η επανειλημμένη δε τέλεση της επί τόσο σχετικώς μεγάλο χρονικό διάστημα με μεθοδευμένη εκμετάλλευση της προαναφερθείσης ιδιότητας του, φανερώνει πως είχε σκοπό τον πορισμό εισοδήματος και έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς το έγκλημα αυτό, η οποία έτσι την καθιστά στοιχείο της προσωπικότητας του. Περαιτέρω, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε, ότι ο εκκαλών στο .... την 8-8-2002 με την προαναφερθείσα/ ιδιότητα του υπαλλήλου της Α.Τ.Ε. που του είχε μάλιστα ανατεθεί και η ¦ρύθμιση των χρεών από κτηνοτροφικά δάνεια των πελατών-οφειλετών της τράπεζας, ενεργώντας κατά παράβαση των καθηκόντων του αυτών, έλαβε από τον οφειλέτη του καταστήματος .... της ίδιας τράπεζας .... το ποσό των 2.935 ευρώ προκειμένου να επισπεύσει τη διαδικασία εξόφλησης του χρέους από κτηνοτροφικό δάνειο του ως άνω οφειλέτη, ενόψει του ότι ο τελευταίος επείγετο για την πώληση της χοιροτροφικής του μονάδος. Ο εκκαλών κατηγορούμενος στην απολογία του και στην έκθεση εφέσεως του ισχυρίζεται: 1)αναφορικά με την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία: α)ότι εξαλείφθηκε το αξιόποινο της λόγω εμπράκτου μετανοίας κατ' αρθρ. 379 του Π.Κ., αφού πολύ πριν την απολογία του στον Ανακριτή κατέβαλε στην εγκαλούσα Αγροτική Τράπεζα ολόκληρο το ποσό που φέρεται ότι ιδιοποιήθηκε καθώς και τους τόκους που προσδιορίσθηκαν. Όμως ανεξάρτητα από το γεγονός ότι πράγματι ο εκκαλών κατέβαλε το ανωτέρω ποσό, ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος, αφού η διάταξη του άρθρου 379 του Π.Κ. δεν εφαρμόζεται επί υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία (ΑΠ 1990/2005, Ποιν. Χρον. ΝΣΤ', 533). Β)ότι η προεκτεθεισα συμπεριφορά του δεν πληροί την έννοια των "ιδιαίτερων τεχνασμάτων" και ότι το ποσό που φέρεται ότι υπεξαίρεσε δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και επομένως κακώς παρεπέμφθη για υπεξαίρεση στην υπηρεσία με την κακουργηματική της μορφή. Όμως οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι. Πράγματι οι προαναφερθείσες ενέργειες του εκκαλούντα προφανώς και ασφαλώς αποσκοπούσαν στην συγκάλυψη της παράνομης ιδιοποίησης των χρημάτων της εγκαλούσας Αγροτικής Τράπεζας, πράγμα που πίστευε και αυτός, αφού γνώριζε λόγω της εμπειρίας του ότι, με την μη άθροιση κατά τον έλεγχο, των ποσών των γραμματίων τα οποία εξέδιδε και με τα οποία εμφανίζονταν λογιστικά οι εξοφλήσεις των υφισταμένων οφειλών των πελατών της Α.Τ.Ε., δεν μπορούσε να γίνει ευκόλως αντιληπτή η ιδιοποίηση των χρημάτων. Περαιτέρω για την κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα δεν απαιτείται το αντικείμενο της πράξης να έχει αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ αλλά αρκεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης των 15.000 ευρώ, όπως στην προκειμένη περίπτωση, γ)ότι η παρακράτηση των χρηματικών ποσών της εγκαλούσας τράπεζας, δεν γινόταν με πρόθεση υπεξαιρέσεως τους, αλλά απλής χρήσεως τους, για να καλύψει άμεσες και επιτακτικές οικονομικές του ανάγκες, συγκλίνοντας προφανώς υπέρ της άποψης ότι διέπραξε το αδίκημα της εκμετάλλευσης εμπιστευμένων πραγμάτων Ι πλημμεληματικής μορφής (αρθρ. 257 ΠΚ). Όμως από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει αναμφίβολα ότι πράγματι υπήρχε πρόθεση του εκκαλούντα να ιδιοποιηθεί τα χρηματικά ποσά της παραπάνω τράπεζας κατά τρόπο μάλιστα εξειδικευμένο και βάσει σχεδίου που κατέστρωσε, χρησιμοποιώντας μάλιστα ιδιαίτερα τεχνάσματα. Άλλωστε η σταδιακή εκ μέρους του απόδοση των υπεξαιρεθέντων χρηματικών ποσών στην ίδια τράπεζα έγινε μετά τον εντοπισμό του καL την αποκάλυψη της πράξης του από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα της τράπεζας, που ενήργησαν μετά από διαμαρτυρίες και καταγγελίες των πελατών-οφειλετών της, πράγμα που σημαίνει ότι είχε την πρόθεση να υπεξαιρέσει όχι μόνο το ανωτέρω ποσό αλλά ακόμη μεγαλύτερο εάν δεν ανακόπτονταν η εγκληματική του δράση. 2)όσον αφορά την πράξη της απάτης, ότι από το ποσό των 34.200 ευρώ που παρέλαβε από τους προαναφερθέντες έξι (6) παθόντες-πελάτες της Α.Τ.Ε. επέστρεψε τα 20.300 ευρώ και μάλιστα npLV απολογηθεί για την πράξη του αυτή. Έτσι εξαλείφθηκε το αξιόποινο της ίδιας πράξης κατά το ποσό αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 379 του Π.Κ., λόγω εμπράκτου μετανοίας και επομένως αφού το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό (13.900 ευρώ) δεν υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, η απάτη δεν φέρει χαρακτήρα κακουργήματος αλλά πλημμελήματος, ανεξάρτητα αν θεωρηθεί ότι τελέσθηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Σχετίκά με τον ισχυρισμό αυτό του εκκαλούντα θα πρέπει να εκτεθούν τα εξής: Το παραπάνω ποσό των 20.300 ευρώ που πράγματι επεστράφη αφορά τους τέσσερις παθόντες-πελάτες του κατστήματος .... της Α.Τ.Ε. ...., .... , ..... και .... Απ' αυτούς ο τελευταίος τον Φεβρουάριο του 2003 διεπιστωσε ότι στην αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού του στο παραπάνω κατάστημα της Α.Τ.Ε. δεν υπήρχε κατεγραμμένη η καταβολή του ποσού των 10.000 ευρώ για την ρύθμιση της οφειλής του. Έτσι διαμαρτυρήθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος καl επακολούθησε έλεγχος κατά την διενέργεια του οποίου ο εκκαλών έσπευσε να καταβάλει το ανωτέρω ποσό. Όμως ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι η καταβολή έγινε πριν την απολογία του εκκαλούντα στον Ανακριτή (ημερομηνία απολογίας του 15-5-2006) , αυτή (καταβολή του ποσού) δεν έγινε με την θέληση του αλλά αναμφίβολα ενόψει της βεβαίας από τον έλεγχο αποκάλυψης της πράξης του. Άλλωστε και ο ίδιος ο εκκαλών μολονότι επισημαίνει ότι η απόδοση του ποσού έγινε πριν την ar/ολογία του, πουθενά δεν ομιλεί για εκούσια και αυθόρμητη απόδοση. Με τα δεδομένα αυτά ορθώς και σύμφωνα με τα προκύψαντα το προσβαλλόμενο βούλευμα, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφέρομαι, αποφάνθηκε ότι προέκυψαν σοβαρές και επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντα κατηγορουμένου και απεφάσισε κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 1 στοιχ. ε' και 313 Κ.Π.Δ., την παραπομπή του στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων που του αποδόθηκαν. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του.
V) Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με αυτά που εδέχθη και ακολούθως απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος (82/2007) του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, αφού εκθέτει σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων (την αρ. 1362, 98, 258 §1 στοιχ. γ περίπτωση α, 263 β, 386 §§1 και 3α Π.Κ.) για τα οποία εκρίθη παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις τις οποίες ορθώς ερμήνευσε, εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, ενώ επίσης ορθώς ερμήνευσε τις διατάξεις των αρ. 393 §1β - 379 §1 Π.Κ. τις οποίες δεν παρεβίασε εκ πλαγίου. VI) Ειδικότερα:
Α) Εις την ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση γίνεται και αναφορά στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος (σελ. 23), αυτή η παραπομπή είναι επιτρεπτή διότι το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέχει ειδικές και εκτενείς σκέψεις ως προς τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία προκύπτουν (κατά την κρίση του) αποχρώσες ενδείξεις ενοχής και δεν στερεί τον κατηγορούμενο από το δικαίωμα να επανακριθεί σε δεύτερο βαθμό (Α.Π. 1151/2006 Π.Δ/σύνη 2006/1467).
Β) Πιο συγκεκριμένα στο προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης αναφέρεται η ιδιότητα του κατηγορουμένου ως υπαλλήλου στην Αγροτική Τράπεζα Ελλάδος σε υποκατάστημα της ..., τα καθήκοντά του και λόγω της ειδικεύσεως που είχε, του ανετέθη η ρύθμιση κτηνοτροφικών χρεών στα καταστήματα της ΑΤΕ στο .... και στην ..... όπου αποσπάστηκε για τον σκοπό αυτό από τον Ιανουάριο 2002 έως και τον Φεβρουάριο 2003. Στην συνέχεια εκθέτει πως ιδιοποιήθηκε παράνομα κατ' εξακολούθηση χρηματικά ποσά που ανήλθαν συνολικώς στα 65.766,12 Ευρώ, περιγράφει το τέχνασμα που μετήρχετο, πως χρέωνε κατά την λογιστική εμφάνιση των ρυθμίσεων των οφειλετών, τον αποτελεσματικό λογαριασμό της Τράπεζας "Τόκοι Διαγραφόμενοι ρυθμίσεων" με αρ. ...., με ποσά μεγαλύτερα αυτών που έπρεπε να χρεώσει, ήτοι με ποσά υπέρτερα αυτών που προέκυπταν από την διαφορά μεταξύ του συνόλου των γραμματίων εξοφλήσεως των υφισταμένων οφειλών και των χρεώσεων που αφορούσαν την διαγραφή σε βάρος του Δημοσίου, την διαγραφή σε βάρος της Α.Τ.Ε. και τα νέα δάνεια της ρυθμίσεως. Το επιπλέον ποσό κάθε χρεώσεως (τις οποίες αναφέρει αναλυτικώς) το ιδιοποιήθη παράνομα πιστώνοντας λογαριασμούς καταθέσεων ή δανείων δικούς του ή συγγενικών ή φιλικών του προσώπων. Στο βούλευμα επίσης (σελ. 10) επισημαίνεται ότι προκειμένου να μη γίνει αντιληπτή η διαφορά στο ποσό της χρεώσεως του υπ' αρ. 70.000.021 λογαριασμού εμφάνιζε στην κατάσταση αποτυπώσεως των συνολικών οφειλών που τηρούσε, αυξημένο ισόποσα το άθροισμα των πιστώσεων, έτσι ώστε να μην μπορεί να γίνει αντιληπτή η πράξη του, παρά μόνο στην ασυνήθη περίπτωση πραγματοποιήσεως ελέγχου κατά τον οποίο θα αθροίζοντο τα γραμμάτια με τα οποία ενεφανίζοντο λογιστικά οι εξοφλήσεις των υφισταμένων οφειλών. Το συνολικό ποσό που ιδιοποιήθηκε παράνομα ο αναιρεσείων σύμφωνα με το προσβαλλόμενο βούλευμα, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας αφού υπερβαίνει τα 15.000 Ευρώ και η περιγραφόμενη δράση του συνιστά ιδιαίτερο τέχνασμα και αναφέρεται χρονικά στην πράξη της ιδιοποιήσεως των χρημάτων, δηλαδή τούτο λειτούργησε προς διευκόλυνση της υπεξαιρέσεως, αφού έτεινε στην εξαπάτηση της αρχής με ψευδείς εγγραφές σε λογαριασμό της τράπεζας με τις οποίες επεδιώκετο να προκληθεί στον λογαριασμό ότι ήταν επιτήδειο να συγκαλύψει την παράνομη ενέργειά του για να ιδιοποιηθεί παράνομα τα αναφερόμενα ποσά. Σε τούτο δε τον βοήθησαν οι εξειδικευμένες γνώσεις του με το αντικείμενο που του έδιδαν την δυνατότητα να καλύψει την ζημία στην περιουσία της Τράπεζας.
Συνεπώς ορθώς η πράξη χαρακτηρίστηκε ως κακουργηματική υπεξαίρεση στην υπηρεσία λόγω του ποσού και του ιδιαίτερου τεχνάσματος και είναι αβάσιμος ο αντίθετος ισχυρισμός του αναιρεσείοντος. Εις τις σελ. 19, 20, 21 του προσβαλλομένου βουλεύματος κρισιολογούνται με επάλληλους συλλογισμούς οι απολογητικοί ισχυρισμοί του κατηγορουμένου, οι οποίοι αντικρούνται αιτιολογημένως ως αβάσιμοι (μεταξύ των οποίων ότι η πράξη του δεν εμπίπτει στην έννοια του αρ. 257 Π.Κ.).
Γ) Ως προς την πράξη της απάτης το Συμβούλιο εκθέτει τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της πράξεως, προσδιορίζει πως παρέστησε ψευδώς σε πελάτες της Τράπεζας κατά την ρύθμιση οφειλών τους προερχόμενες από προηγούμενα κτηνοτροφικά δάνεια, παριστάνοντας σ' αυτούς ψευδώς ότι δήθεν προϋπόθεση της ρυθμίσεως των οφειλών ήταν η καταβολή των ποσών που αναφέρονται για έκαστο των πελατών ενώ τέτοια προϋπόθεση δεν είχε τεθεί νομοθετικώς στους δανειολήπτες κτηνοτρόφους. Το συνολικό ποσό που απεκόμισε παράνομα από την πράξη αυτή ανήλθε στα 34.000 Ευρώ ενώ αιτιολογείται η κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση. Δ) Επί των ισχυρισμών περί εμπράκτου μετανοίας:
α) Ως προς την πράξη της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία: Ορθώς, έπειτα από κρισιολόγηση απερρίφθη ο σχετικός ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι έχει εξαλειφθεί το αξιόποινό της επειδή επέστρεψε τα χρήματα στην Τράπεζα, διότι η διάταξη του αρ. 379 Π.Κ. δεν εφαρμόζεται επί του ανωτέρω εγκλήματος (Α.Π. 1321/2006 Τραπ. Νομ. Πληροφ. Νόμος, Α.Π. 1990/2005 Π.Δ/σύνη 2006/528).
β) Ως προς την πράξη της απάτης:
Επί του ισχυρισμού ότι εκ του ποσού των 34.200 Ευρώ ο κατηγορούμενος επέστρεψε τα 20.300 Ευρώ πριν απολογηθεί και έτσι εξαλείφθηκε το αξιόποινο κατά το ποσό αυτό και αφού το υπόλοιπο οφειλόμενο (13.500 Ευρώ) δεν υπερβαίνει τα 15.000 Ευρώ η απάτη δεν φέρει κακουργηματικό χαρακτήρα αλλά πλημμεληματικό ανεξάρτητα αν θεωρηθεί ότι τελέστηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Το Συμβούλιο με επιτρεπτή αναφορά στην εισαγγελική πρόταση (σελ. 22) εξηγεί ότι ο έλεγχος στην Τράπεζα από τους αρμόδιους έλαβε χώρα έπειτα από διαμαρτυρία συγκεκριμένου πελάτη, και κατά την διάρκεια του ελέγχου ο κατηγορούμενος έσπευσε να καταβάλει το πιο πάνω ποσό, και επισημαίνει ότι η καταβολή έγινε πριν από την απολογία του στον ανακριτή όμως δεν έγινε με την θέλησή του αλλά αναμφίβολα ενόψει της βεβαίας από τον έλεγχο αποκαλύψεως της πράξεώς του, και ότι ο ίδιος ο εκκαλών πουθενά δεν ομιλεί για εκούσια και αυθόρμητη απόδοση. Οι παραδοχές του Συμβουλίου ως προς την απόρριψη του ισχυρισμού είναι αιτιολογημένες και με αυτές δεν έγινε εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία των διατάξεων των αρ. 393 §1β - 379 §1 Π.Κ. αφού η πράξη συνιστά κακούργημα και δεν προέκυψε η με οικεία βούληση απόδοση του άνω ποσού.
Συνεπώς ορθώς το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου και επεκύρωσε το εκκληθέν βούλευμα. Κατ' ακολουθία δε τούτων θα πρέπει ν' απορριφθεί κατ' ουσίαν η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω1) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 18/28-6-07 αίτηση αναιρέσεως του Χ κατά του υπ' αρ. 705/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα εκ 210 Ευρώ.
Αθήνα 12-10-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 258 του ΠΚ, υπάλληλος, ο οποίος παράνομα ιδιοποιείται χρήματα ή άλλα κινητά πράγματα, που τα έλαβε ή τα κατέχει λόγω αυτής της ιδιότητάς του, και αν ακόμα δεν ήταν αρμόδιος γι'αυτό, τιμωρείται: α) με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών, β) αν το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν: α) ο υπαίτιος μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 5.000.000 δρχ. (ήδη 15.000 ευρώ) ή β) το αντικείμενο της πράξεως έχει αξία μεγαλύτερη των 25.000.000 δρχ. (ήδη 73.000 ευρώ). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του πιο πάνω εγκλήματος της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία, που περιλαμβάνει την αντικειμενική υπόσταση της κατά το άρθρο 375 παρ.1 του ΠΚ υπεξαιρέσεως με επαύξηση της ποινής, απαιτείται όπως το παράνομα ιδιοποιούμενο πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει), τέτοιο δε θεωρείται αυτό που βρίσκεται σε ξένη σε σχέση με το δράστη κυριότητα, με την έννοια που εκλαμβάνεται αυτή στο αστικό δίκαιο, το οποίο ο υπάλληλος, κατά την έννοια των άρθρων 13 εδ.α' και 263 Α του ΠΚ, έλαβε ή κατέχει υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, έστω και αν είναι αναρμόδιος γι'αυτό. Ιδιοποίηση δε του ξένου πράγματος αποτελεί κάθε ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, η οποία καταδηλώνει τη θέληση αυτού να εξουσιάζει και διαθέτει το πράγμα σαν να είναι κύριός του. Υποκειμενικά, εξάλλου, απαιτείται η ύπαρξη δόλου, που ενέχει τη γνώση του δράστη ότι το πράγμα είναι ξένο (ολικά ή εν μέρει) και ότι έλαβε ή κατέχει αυτό υπό την υπαλληλική του ιδιότητα, καθώς και τη θέληση αυτού να ιδιοποιηθεί αυτό παράνομα, δηλαδή χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη. Για τη στοιχειοθέτηση δε της κακουργηματικής μορφής της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία απαιτείται είτε ο δράστης να μεταχειρίσθηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 ευρώ, είτε (μόνο) το αντικείμενο της πράξεως να έχει αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ. Ως ιδιαίτερα δε τεχνάσματα νοούνται ενέργειες και παραλείψεις του υπαλλήλου για την επίτευξη ή τη συγκάλυψη της παράνομης ιδιοποιήσεως, όπως επί διαχειρίσεως χρημάτων τρίτων, όπου τηρούνται έγγραφα παραστατικά και ασκείται έλεγχος της ορθότητας εκείνης, οι ψευδείς εγγραφές ή παραποιήσεις αυτών σε βιβλία ή λογαριασμούς, οι αλλοιώσεις αριθμών και κάθε άλλη ενέργεια ή παράλειψη επιτήδεια να προκαλέσει σύγχυση και να δυσχεράνει τον έλεγχο ή να συγκαλύψει το έγκλημα. Ως υπάλληλος θεωρείται κατά το άρθρο 263 Α του ΠΚ και εκείνος που υπηρετεί μόνιμα ή πρόσκαιρα σε τράπεζα που εδρεύει στην ημεδαπή. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών' και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται : α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, χωρίς να απαιτείται ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος, και η οποία (βλάβη) υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. 'Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Κατά την παράγραφο δε 3 εδ. α' του ίδιου πιο πάνω άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ.4 του Ν.2721/1999, η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ). Προς τούτοις, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 εδ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε στο άρθρο αυτό με το άρθρο 1
παρ. 1 Ν. 2408/1996, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς τη διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και στην περίπτωση διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, δεν είναι δε απαραίτητο να έχει προηγηθεί και καταδίκη του δράστη. Επίσης, κατ'επάγγελμα τέλεση συντρέχει και όταν η αξιόποινη πράξη τελείται για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 379 παρ.1 του ΠΚ, το αξιόποινο της κλοπής και της υπεξαιρέσεως εξαλείφεται αν ο υπαίτιος, με δική του θέληση και πριν ακόμη εξετασθεί με οποιονδήποτε τρόπο για την πράξη του από τις αρχές, απέδωσε χωρίς παράνομη βλάβη κάποιου τρίτου το πράγμα ή ικανοποίησε εντελώς τον ζημιωμένο. Η μερική μόνο απόδοση ή ικανοποίηση εξαλείφει το αξιόποινο κατά το αντίστοιχο μόνο μέρος. Από τη διάταξη αυτή, η οποία εφαρμόζεται αναλόγως, κατά το άρθρο 393 παρ.1 εδ.β' ΠΚ, και για την πράξη της απάτης, πλημμεληματικού ή και κακουργηματικού χαρακτήρα, προκύπτει ότι για την εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως της απάτης, λόγω έμπρακτης μετάνοιας, δεν αρκεί μόνο η ικανοποίηση εκείνου που ζημιώθηκε από την πράξη αυτή, προτού εξετασθεί ο υπαίτιος από τις αρχές, αλλά απαιτείται, επί πλέον, η ικανοποίηση αυτή να έγινε με την ελεύθερη θέληση του ίδιου του δράστη, δηλαδή εκουσίως και αυθορμήτως και να μην προκλήθηκε από εξωτερικά και ανεξάρτητα της βουλήσεώς του αίτια, όπως είναι και ο φόβος αποκαλύψεως της πράξεώς του. Τούτο δε γιατί, σ'αυτή την περίπτωση, το αίτιο που κίνησε τη θέληση του δράστη, που δεν αποκάλυψε ο ίδιος την πράξη του, είναι η αποφυγή της βέβαιης διώξεώς του, η οποία θα επακολουθήσει, και όχι η μεταμέλειά του, που αποτελεί και το κύριο χαρακτηριστικό της, κατά την προαναφερόμενη διάταξη, απαιτούμενης έμπρακτης μετάνοιας. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας: α) Αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός των αποδεικτικών μέσων που λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει, όμως, να προκύπτει ότι το Συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά, το γεγονός δε ότι εξαίρονται ορισμένα, δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Με την έννοια αυτή δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη αξιολογικής συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. β) Είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Και γ) Είναι επιτρεπτή η εξολοκλήρου ή συμπληρωματική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν αυτά, και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Τέλος, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, εσφαλμένη δε ερμηνεία υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό αυτού ή στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 705/2007 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά του στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ'είδος αναφερομένων στο ίδιο βούλευμα αποδεικτικών μέσων, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ ήταν υπάλληλος στο κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας (Α.Τ.Ε) στην οδό ..., μεταξύ δε των καθηκόντων του περιλαμβάνονταν και η ρύθμιση των κτηνοτροφικών χρεών των πελατών-κτηνοτρόφων της Τράπεζας, σύμφωνα με την Ε.Δ 100/2001 της Α.Τ.Ε. Λόγω της εξειδίκευσής του στον τομέα αυτό του ανατέθηκε και η ρύθμιση των κτηνοτροφικών χρεών και στα καταστήματα που διατηρεί η Α.Τ.Ε. στο .... και στη ...., όπου και αποσπάσθηκε για τον σκοπό αυτό από τον Ιανουάριο του 2002 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2003. Όμως ο εκκαλών, εκμεταλλευόμενος την παραπάνω ιδιότητα του και την έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου στα παραστατικά που ο ίδιος εξέδιδε και σε διάφορα υπηρεσιακά έγγραφα που τηρούσε, στα πλαίσια των καθηκόντων του, κατά το χρονικό διάστημα από 8-1-2003 έως 11-2-2003, εξακολουθητικώς, ιδιοποιήθηκε παρανόμως χρηματικά ποσά, ανήκοντα στην ανωτέρω τράπεζα, ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας, συνολικού ύψους 65.766,12 ευρώ, μετερχόμενος το εξής τέχνασμα: Χρέωνε κατά την λογιστική εμφάνιση των ρυθμίσεων των οφειλετών, τον αποτελεσματικό λογαριασμό της τράπεζας με αριθμό .... "Τόκοι Διαγραφόμενοι Ρυθμίσεων", με ποσά μεγαλύτερα αυτών που έπρεπε να χρεώσει, ήτοι με ποσά υπέρτερα αυτών που προέκυπταν από τη διαφορά μεταξύ του συνόλου των γραμματίων εξόφλησης των υφισταμένων οφειλών και των χρεώσεων που αφορούσαν τη διαγραφή σε βάρος του Δημοσίου, τη διαγραφή σε βάρος της Α.Τ.Ε. και τα νέα δάνεια της ρύθμισης. Το επί πλέον ποσό κάθε χρέωσης το ιδιοποιήθη παράνομα, πιστώνοντας με αυτό, κατά κανόνα, τους λογαριασμούς καταθέσεων ή δανείων, είτε τους δικούς του, είτε συγγενικών ή φιλικών του προσώπων. Προκειμένου δε να μη γίνει αντιληπτή η διαφορά στο ποσό της χρέωσης του ανωτέρω υπ' αριθ. 70.00.021 λογαριασμού εμφάνιζε στην κατάσταση αποτύπωσης των συνολικών οφειλών που τηρούσε, αυξημένο ισόποσα το άθροισμα των πιστώσεων, έτσι ώστε να μην μπορεί να γίνει αντιληπτή η πράξη του, παρά μόνο στην ασυνήθη περίπτωση πραγματοποίησης ελέγχου, με την άθροιση των γραμματίων με τα οποία εμφανίζονταν λογιστικά οι εξοφλήσεις των υφισταμένων οφειλών. Ειδικότερα με το ανωτέρω τέχνασμα ιδιοποιήθηκε παράνομα τα εξής ποσά: Α) Στο κατάστημα της Α.Τ.Ε. ...: 1) την 16-1-2003 κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του υπ'αριθ. .... αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 1.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου του ...., 2) την 21-1-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών των οφειλετών ... και ....., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. τα ποσά των 402,14 ευρώ και 9.170,90 ευρώ, αντίστοιχα, με τα οποία στη συνέχεια πίστωσε τους υπ' αριθ. .... και .... λογαριασμούς δανείων της συζύγου του ...., 3) την 24-1-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ....., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 3.170,24 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό δανείου της ...., 4) την 24-1-2003, κατά τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε παράνομα με αντίστοιχη χρέωση του ιδίου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 1.800 ευρώ, από τα οποία, το ποσό των 1.000 ευρώ, πίστωσε στη συνέχεια τον υπ' αριθ. ....λογαριασμό δανείου της συζύγου του ..., ενώ το υπόλοιπο ποσό των 800 ευρώ το έλαβε σε μετρητά. 5) την 27-1-2003, κατά τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 1.216,94 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό δανείου της ...... 6) την 31-1-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 9.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της ..... 7)την 5-2-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ....., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 3.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της συζύγου του ..... 8)την 6-2-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 9.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της ..... 9)την 7-2-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ....., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε. το ποσό των 9.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου της ...... 10)την 7-2-2003, κατά την ρύθμιση των χρεών των οφειλετών .... και ..., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε., τα ποσά των 6.000 και 10.000 ευρώ αντίστοιχα, με τα οποία στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της ..... 11)την 11-2-2003, κατά τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε., το ποσό των 9.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε τον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου της συζύγου του ..... Β) Στο κατάστημα της Α.Τ.Ε. ....): 1)την 8-1-2003, κατά τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ...., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε., το ποσό των 3.000 ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε συμψηφιστικά τον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου του ..... Στην περίπτωση δε αυτή, για να μη γίνει αντιληπτή η πράξη του, εμφάνισε αυξημένο ισόποσα το άθροισμα των οφειλών του πιστούχου (ήτοι εμφάνισε ως άθροισμα οφειλών αυτό των 41.929,13 ευρώ αντί του ορθού των 38.929,13 ευρώ) και 2) την 8-1-2003, κατά τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη ....., ιδιοποιήθηκε με αντίστοιχη χρέωση του Ίδιου αποτελεσματικού λογαριασμού της Α.Τ.Ε., το ποσό των έξι (6) ευρώ, με το οποίο στη συνέχεια πίστωσε συμψηφιστικά τον υπ' αριθ. ... λογαριασμό ταμιευτηρίου του ...... Σ τ ην περίπτωση δε αυτή, προκειμένου να μη γίνει αντιληπτή η πράξη του, εμφάνισε επίσης αυξημένο το άθροισμα των οφειλών του πιστούχου κατά το ίδιο ως άνω ποσό των έξι (6) ευρώ. Όμως ο εκκαλών δεν αρκέσθηκε μόνο στην προαναφερθείσα εγκληματική του δραστηριότητα, αλλά επί πλέον, κατά το ίδιο παραπάνω χρονικό διάστημα, και με την εκμετάλλευση πάντοτε της ιδιότητάς του, αποφάσισε να αυξήσει το εισόδημα του σε βάρος των παρακάτω πελατών οφειλετών της Α.Τ.Ε. Χρησιμοποιώντας την εξής απατηλή συμπεριφορά και ειδικώτερα: Α) στο ... τη 8-8-2002 παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ...., ότι για την εξόφληση της οφειλής του από κτηνοτροφικό δάνειο, ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού μεγαλύτερου του οφειλομένου κατά 8.400 ευρώ, ήτοι 70.435 ευρώ αντί του πραγματικού 62.035 ευρώ (που αποτελεί τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος των πιστώσεων των οφειλών του ύψους 437.648,31 ευρώ και του αθροίσματος ποσού 375.613,31 ευρώ, που αφορούσε τη χρέωση του ποσού της διαγραφής σε βάρος του Δημοσίου και τους συμβατικούς τόκους), ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείται η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής και του παρέδωσε το ως άνω ποσό των 8.400 ευρώ, το οποίο παράνομα ωφελήθηκε ο εκκαλών με αντίστοιχη ζημία του ίδιου οφειλέτη, αφού το ποσό αυτό δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση της οφειλής αλλά αντίθετα το κατέθεσε στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό του γνωστού του .... Β)στη ...., την 10-1-2003, παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ...., ότι για τη ρύθμιση των οφειλών του από κτηνοτροφικό δάνειο, ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού 5.500 ευρώ, ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείται η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής και του παρέδωσε το ως άνω ποσό, το οποίο παράνομα ωφελήθηκε ο εκκαλών με αντίστοιχη ζημία του ίδιου οφειλέτη, αφού το ποσό αυτό δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση των οφειλών, αλλά αντίθετα το κατέθεσε στον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Α.Τ.Ε. του γνωστού του ..... Γ)στη ..., την 27-1-2003, παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ...., ότι για τη ρύθμιση των οφειλών του από κτηνοτροφικό δάνειο, ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού 2.500 ευρώ, ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείται η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής αυτής και του παρέδωσε το ως άνω ποσό, το οποίο ο εκκαλών παράνομα ωφελήθηκε με αντίστοιχη ζημία του ίδιου οφειλέτη, αφού το ποσό αυτό δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση των οφειλών, αλλά αντίθετα το κατέθεσε στον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Α.Τ.Ε. του γνωστού του .... Δ)στη ....., την 28-1-2003, παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ....., ότι για τη ρύθμιση των οφειλών του από κτηνοτροφικό δάνειο ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού 300 ευρώ, ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείται η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής αυτής και του παρέδωσε το ποσό αυτό, το οποίο ο εκκαλών ωφελήθηκε με αντίστοιχη ζημία του Ίδιου οφειλέτη, αφού το ποσό αυτό δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση των οφειλών, αλλά αντίθετα το κατέθεσε στον υπ' αριθ. ... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Α.Τ.Ε. επ' ονόματι της θυγατέρας του ..... Ε)στη ....., την 28-1-2003 παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ....., ότι για τη ρύθμιση των οφειλών του από κτηνοτροφικό δάνειο ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού 7.500 ευρώ, ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείτο η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής και του παρέδωσε το ως άνω ποσό, το οποίο και παράνομα ωφελήθηκε ο εκκαλών με αντίστοιχη ζημία του ίδιου οφειλέτη, αφού το ποσό αυτό δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση των οφειλών του τελευταίου, αλλά αντίθετα, απ' αυτό, 5.000 ευρώ κατέθεσε στον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Α.Τ.Ε. του γνωστού του .... και 2.500 ευρώ κατέθεσε στον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου της Α.Τ.Ε., του επίσης γνωστού του ...... Και ΣΤ)στη ...., την 12-2-2003, παρέστησε ψευδώς στον πιστούχο-οφειλέτη της Α.Τ.Ε. ....., ότι για τη ρύθμιση των οφειλών του από κτηνοτροφικό δάνειο ήταν αναγκαία η καταβολή ποσού 10.000 ευρώ, ενώ η αλήθεια την οποία αυτός γνώριζε ήταν, ότι δεν απαιτείτο η προϋπόθεση αυτή. Έτσι πείσθηκε ο παραπάνω για την αναγκαιότητα της καταβολής και του παρέδωσε το ποσό αυτό, το οποίο παράνομα ωφελήθηκε ο εκκαλών με αντίστοιχη ζημία του ίδιου οφειλέτη, αφού δεν το χρησιμοποίησε για την ρύθμιση των οφειλών του τελευταίου, αλλά αντίθετα από το ίδιο ποσό, 1.500 ευρώ κατέθεσε στον υπ' αριθ. .... λογαριασμό ταμιευτηρίου του γνωστού του ..., 3.500 ευρώ στον υπ' αριθ. .... ταμιευτηρίου της γνωστής του ...., 500 ευρώ στον υπ' αριθ. ..... λογαριασμό ταμιευτηρίου του επίσης γνωστού του ...... Έτσι συνολικά ο εκκαλών παράνομα ωφελήθηκε το ποσό των 34.200 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία των παραπάνω παθόντων-οφειλετών της Α.Τ.Ε. (κατά τα επί μέρους ποσά που αντιστοιχούν στον καθένα απ' αυτούς). Η πράξη αυτή της απάτης τελέσθηκε εξακολουθητικώς για έξι (6) περίπου μήνες. Η επανειλημμένη δε τέλεσή της επί τόσο σχετικώς μεγάλο χρονικό διάστημα με μεθοδευμένη εκμετάλλευση της προαναφερθείσης ιδιότητας του, φανερώνει πως είχε σκοπό τον πορισμό εισοδήματος και έχει αποκτήσει σταθερή ροπή προς το έγκλημα αυτό, η οποία έτσι την καθιστά στοιχείο της προσωπικότητας του. Περαιτέρω, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία προέκυψε, ότι ο εκκαλών στο ..... την 8-8-2002 με την προαναφερθείσα ιδιότητα του υπαλλήλου της Α.Τ.Ε. που του είχε μάλιστα ανατεθεί και η ρύθμιση των χρεών από κτηνοτροφικά δάνεια των πελατών-οφειλετών της τράπεζας, ενεργώντας κατά παράβαση των καθηκόντων του αυτών, έλαβε από τον οφειλέτη του καταστήματος ....της ίδιας τράπεζας ... το ποσό των 2.935 ευρώ προκειμένου να επισπεύσει τη διαδικασία εξόφλησης του χρέους από κτηνοτροφικό δάνειο του ως άνω οφειλέτη, ενόψει του ότι ο τελευταίος επείγετο για την πώληση της χοιροτροφικής του μονάδος. Ο εκκαλών κατηγορούμενος στην απολογία του και στην έκθεση εφέσεώς του ισχυρίζεται: 1)αναφορικά με την πράξη της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία: α)ότι εξαλείφθηκε το αξιόποινό της λόγω εμπράκτου μετανοίας κατ' αρθρο 379 του Π.Κ., αφού πολύ πριν την απολογία του στον Ανακριτή κατέβαλε στην εγκαλούσα Αγροτική Τράπεζα ολόκληρο το ποσό που φέρεται ότι ιδιοποιήθηκε, καθώς και τους τόκους που προσδιορίσθηκαν. Όμως, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι πράγματι ο εκκαλών κατέβαλε το ανωτέρω ποσό, ο ισχυρισμός του αυτός είναι αβάσιμος, αφού η διάταξη του άρθρου 379 του Π.Κ. δεν εφαρμόζεται επί υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία (ΑΠ 1990/2005, Ποιν. Χρον. ΝΣΤ', 533). β)ότι η προεκτεθείσα συμπεριφορά του δεν πληροί την έννοια των "ιδιαίτερων τεχνασμάτων" και ότι το ποσό που φέρεται ότι υπεξαίρεσε δεν υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και επομένως κακώς παρεπέμφθη για υπεξαίρεση στην υπηρεσία με την κακουργηματική της μορφή. Όμως οι ισχυρισμοί αυτοί είναι αβάσιμοι. Πράγματι οι προαναφερθείσες ενέργειες του εκκαλούντος προφανώς και ασφαλώς αποσκοπούσαν στην συγκάλυψη της παράνομης ιδιοποίησης των χρημάτων της εγκαλούσας Αγροτικής Τράπεζας, πράγμα που πίστευε και αυτός, αφού γνώριζε λόγω της εμπειρίας του ότι, με την μη άθροιση κατά τον έλεγχο, των ποσών των γραμματίων, τα οποία εξέδιδε και με τα οποία εμφανίζονταν λογιστικά οι εξοφλήσεις των υφισταμένων οφειλών των πελατών της Α.Τ.Ε., δεν μπορούσε να γίνει ευκόλως αντιληπτή η ιδιοποίηση των χρημάτων. Περαιτέρω για την κακουργηματική μορφή της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία με ιδιαίτερα τεχνάσματα δεν απαιτείται το αντικείμενο της πράξης να έχει αξία μεγαλύτερη των 73.000 ευρώ, αλλά αρκεί να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ανώτερης των 15.000 ευρώ, όπως στην προκειμένη περίπτωση, γ) ότι η παρακράτηση των χρηματικών ποσών της εγκαλούσας τράπεζας, δεν γινόταν με πρόθεση υπεξαιρέσεώς τους, αλλά απλής χρήσεώς τους, για να καλύψει άμεσες και επιτακτικές οικονομικές του ανάγκες, συγκλίνοντας προφανώς υπέρ της άποψης ότι διέπραξε το αδίκημα της εκμετάλλευσης εμπιστευμένων πραγμάτων πλημμεληματικής μορφής (άρθρ. 257 ΠΚ). Όμως από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτει αναμφίβολα ότι πράγματι υπήρχε πρόθεση του εκκαλούντος να ιδιοποιηθεί τα χρηματικά ποσά της παραπάνω τράπεζας κατά τρόπο μάλιστα εξειδικευμένο και βάσει σχεδίου που κατέστρωσε, χρησιμοποιώντας μάλιστα ιδιαίτερα τεχνάσματα. Άλλωστε, η σταδιακή εκ μέρους του απόδοση των υπεξαιρεθέντων χρηματικών ποσών στην ίδια τράπεζα έγινε μετά τον εντοπισμό του και την αποκάλυψη της πράξης του από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα της τράπεζας, που ενήργησαν μετά από διαμαρτυρίες και καταγγελίες των πελατών-οφειλετών της, πράγμα που σημαίνει ότι είχε την πρόθεση να υπεξαιρέσει όχι μόνο το ανωτέρω ποσό αλλά ακόμη μεγαλύτερο εάν δεν ανακόπτονταν η εγκληματική του δράση. 2) όσον αφορά την πράξη της απάτης, ότι από το ποσό των 34.200 ευρώ που παρέλαβε από τους προαναφερθέντες έξι (6) παθόντες-πελάτες της Α.Τ.Ε. επέστρεψε τα 20.300 ευρώ και μάλιστα πριν απολογηθεί για την πράξη του αυτή. Έτσι εξαλείφθηκε το αξιόποινο της ίδιας πράξης κατά το ποσό αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 379 του Π.Κ., λόγω εμπράκτου μετανοίας, και επομένως, αφού το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό (13.900 ευρώ) δεν υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, η απάτη δεν φέρει χαρακτήρα κακουργήματος αλλά πλημμελήματος, ανεξάρτητα αν θεωρηθεί ότι τελέσθηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Σχετικά με τον ισχυρισμό αυτό του εκκαλούντος θα πρέπει να εκτεθούν τα εξής: Το παραπάνω ποσό των 20.300 ευρώ που πράγματι επεστράφη αφορά τους τέσσερις παθόντες-πελάτες του καταστήματος .... της Α.Τ.Ε. ....., ...., .... και ..... Απ' αυτούς ο τελευταίος τον Φεβρουάριο του 2003 διεπίστωσε ότι στην αναλυτική κατάσταση του λογαριασμού του στο παραπάνω κατάστημα της Α.Τ.Ε. δεν υπήρχε κατεγραμμένη η καταβολή του ποσού των 10.000 ευρώ για την ρύθμιση της οφειλής του. Έτσι διαμαρτυρήθηκε στους αρμοδίους υπαλλήλους του καταστήματος καl επακολούθησε έλεγχος κατά την διενέργεια του οποίου ο εκκαλών έσπευσε να καταβάλει το ανωτέρω ποσό. Όμως, ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι η καταβολή έγινε πριν την απολογία του εκκαλούντος στον Ανακριτή (ημερομηνία απολογίας του 15-5-2006), αυτή (καταβολή του ποσού) δεν έγινε με την θέλησή του, αλλά αναμφίβολα ενόψει της βεβαίας από τον έλεγχο αποκάλυψης της πράξης του. Άλλωστε, και ο ίδιος ο εκκαλών, μολονότι επισημαίνει ότι η απόδοση του ποσού έγινε πριν την απολογία του, πουθενά δεν ομιλεί για εκούσια και αυθόρμητη απόδοση. Με τα δεδομένα αυτά ορθώς και σύμφωνα με τα προκύψαντα το προσβαλλόμενο βούλευμα, στις σκέψεις του οποίου κατά τα λοιπά αναφέρομαι, αποφάνθηκε ότι προέκυψαν σοβαρές και επαρκείς ενδείξεις ενοχής του εκκαλούντα κατηγορουμένου και αποφάσισε κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 309 παρ. 1 στοιχ. ε' και 313 Κ.Π.Δ., την παραπομπή του στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων που του αποδόθηκαν".
Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης έκρινε με το προσβαλλόμενο υπ'αριθ. 705/2007 βούλευμά του ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις περί της τελέσεως από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο Χ των αποδιδομένων σ'αυτόν πιο πάνω αξιοποίνων πράξεων α) της υπεξαιρέσεως στην υπηρεσία κατ'εξακολούθηση, της οποίας υπαίτιος μεταχειρίστηκε ιδιαίτερα τεχνάσματα και το αντικείμενο της πράξεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, συνολικά ανώτερης των 15.000 ευρώ, β) της απάτης κατ'εξακολούθηση, από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, και γ) της παθητικής δωροδοκίας, γι'αυτό δε το λόγο απέρριψε την απ'αυτόν ασκηθείσα κατά του υπ'αριθ. 82/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης έφεσή του ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το βούλευμα αυτό.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω υπό στοιχ. α' και β' εγκλημάτων (κακουργημάτων), τα οποία και μόνο αποτελούν αντικείμενο της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως, τις αποδείξεις, από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, και τις σκέψεις, με βάση τις οποίες έκανε την υπαγωγή τους στις πιο πάνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 εδ. α' και στ', 26 παρ.1 α, 27, 94 παρ.1, 98, 263 Α, 258, στοιχ. γ' περ. α' και 386 παρ.1 και 3 εδ. α' του ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, και χωρίς έτσι να στερήσει το βούλευμα από νόμιμη βάση, και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία του βουλεύματος τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα και απολογία του κατηγορουμένου), τα οποία το Συμβούλιο Εφετών έλαβε υπόψη του για να μορφώσει την προαναφερθείσα κρίση του, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη αναφοράς και του τι προέκυψε από κάθε αποδεικτικό μέσο, ούτε της αξιολογήσεώς του. Περαιτέρω, αναφέρονται στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος με σαφήνεια και πληρότητα η ιδιότητα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ως υπαλλήλου σε κατάστημα της Αγροτικής Τράπεζας στη ....., στα καθήκοντα του οποίου περιλαμβανόταν και η ρύθμιση των κτηνοτροφικών χρεών των πελατών-κτηνοτρόφων της ΑΤΕ και στα καταστήματα, που διατηρεί αυτή στο .... και στη ...., όπου και αποσπάσθηκε αυτός για το σκοπό αυτό από τον Ιανουάριο 2002 έως και το Φεβρουάριο 2003. Στη συνέχεια εκτίθεται πως ο αναιρεσείων, εκμεταλλευόμενος την άνω ιδιότητά του, ιδιοποιήθηκε παράνομα, κατ' εξακολούθηση, χρηματικά ποσά που ανήκαν στην άνω Τράπεζα, συνολικού ύψους 65.766,12 ευρώ, και περιγράφεται λεπτομερώς το τέχνασμα που αυτός μετήρχετο και συγκεκριμένα πως χρέωνε κατά την λογιστική εμφάνιση των ρυθμίσεων των οφειλετών, τον αποτελεσματικό λογαριασμό της Τράπεζας "Τόκοι Διαγραφόμενοι ρυθμίσεων", με αριθμό ....., με ποσά μεγαλύτερα αυτών που έπρεπε να χρεώσει, ήτοι με ποσά υπέρτερα αυτών που προέκυπταν από τη διαφορά μεταξύ του συνόλου των γραμματίων εξοφλήσεως των υφισταμένων οφειλών και των χρεώσεων που αφορούσαν τη διαγραφή εις βάρος του Δημοσίου, την διαγραφή εις βάρος της Α.Τ.Ε. και τα νέα δάνεια της ρυθμίσεως και ότι το επιπλέον ποσό κάθε χρεώσεως (οι οποίες μνημονεύονται αναλυτικά) το ιδιοποιήθηκε παράνομα πιστώνοντας με αυτό λογαριασμούς καταθέσεων ή δανείων δικούς του ή συγγενικών ή φιλικών του προσώπων. Επίσης, το προσβαλλόμενο βούλευμα επισημαίνεται ότι προκειμένου να μη γίνει αντιληπτή η διαφορά στο ποσό της χρεώσεως του ανωτέρω υπ' αριθ. 70.000.021 λογαριασμού εμφάνιζε ο αναιρεσείων στην κατάσταση αποτυπώσεως των συνολικών οφειλών, που τηρούσε, αυξημένο ισόποσα το άθροισμα των πιστώσεων, έτσι ώστε να μην μπορεί να γίνει αντιληπτή η πράξη του, παρά μόνο στην ασυνήθη περίπτωση πραγματοποιήσεως ελέγχου, κατά τον οποίο θα αθροίζοντο τα γραμμάτια με τα οποία εμφανίζονταν λογιστικά οι εξοφλήσεις των υφισταμένων οφειλών. Και ότι το συνολικό ποσό που ιδιοποιήθηκε παράνομα ο αναιρεσείων, σύμφωνα με τις παραδοχές του βουλεύματος, είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αφού υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ και η περιγραφόμενη δράση του συνιστά ιδιαίτερο τέχνασμα και αναφέρεται χρονικά στην πράξη της ιδιοποιήσεως των χρημάτων, δηλαδή τούτο λειτούργησε προς διευκόλυνση της υπεξαιρέσεως, αφού έτεινε στην εξαπάτηση της αρχής με ψευδείς εγγραφές σε λογαριασμό της Τράπεζας, με τις οποίες επιδιώκετο να περιληφθεί στο λογαριασμό ότι ήταν επιτήδειο να συγκαλύψει την παράνομη ενέργειά του για να ιδιοποιηθεί παράνομα τα αναφερόμενα ποσά. Σε τούτο δε τον βοήθησαν οι εξειδικευμένες γνώσεις του, σε σχέση με το άνω αντικείμενο, που του έδιναν τη δυνατότητα να καλύψει την ζημία στην περιουσία της Τράπεζας Κατ'ακολουθίαν τούτων, ορθώς η ανωτέρω πράξη χαρακτηρίσθηκε ως κακουργηματική υπεξαίρεση στην υπηρεσία λόγω του ειρημένου ποσού και του ανωτέρω ιδιαίτερου τεχνάσματος που μεταχειρίσθηκε ο αναιρεσείων, εντεύθεν δε είναι αβάσιμος ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του. Περαιτέρω, το Συμβούλιο Εφετών εκθέτει στο προσβαλλόμενο πιο πάνω βούλευμά του με σαφήνεια και πληρότητα τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία της ειρημένης κακουργηματικής πράξεως της απάτης και ειδικότερα προσδιορίζει πως ο αναιρεσείων κατηγορούμενος παρέστησε ψευδώς σε πελάτες της Αγροτικής Τράπεζας, κατά τη ρύθμιση οφειλών τους προερχομένων από προηγούμενα κτηνοτροφικά δάνεια, ότι δήθεν προϋπόθεση της ρυθμίσεως των οφειλών αυτών ήταν η καταβολή των ποσών που αναφέρονται για καθένα από τους άνω πελάτες, ενώ τέτοια προϋπόθεση δεν είχε τεθεί από το νόμο για τους δανειολήπτες κτηνοτρόφους, και ότι το συνολικό ποσό που αποκόμισε αυτός παράνομα από την εν λόγω πράξη της απάτης ανήλθε σε 34.200 ευρώ, ενώ αιτιολογείται πλήρως η κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεση της πράξεως αυτής. Τέλος, αναφορικά με τον αυτοτελή ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, σε σχέση με την άνω πράξη της απάτης, ότι από το πιο πάνω ποσό των 34.200 ευρώ επέστρεψε αυτός στους παθόντες 20.300 ευρώ πριν απολογηθεί για την πράξη αυτή και έτσι εξαλείφθηκε το αξιόποινό της κατά το ποσό αυτό, λόγω έμπρακτης μετάνοιας (ΠΚ 379 παρ.1), και κατά συνέπεια, αφού το υπόλοιπο οφειλόμενο ποσό (13.900 ευρώ) δεν υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ, η εν λόγω πράξη της απάτης δεν φέρει χαρακτήρα κακουργήματος αλλά πλημμελήματος, ανεξάρτητα αν θεωρηθεί ότι τελέσθηκε κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό του αναιρεσείοντος με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και χωρίς να παραβιάσει ευθέως ή εκ πλαγίου τις διατάξεις των άρθρων 379 παρ.1 και 393 παρ.1 εδ.β' ΠΚ, αφού, σύμφωνα με τις παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ο έλεγχος στην Αγροτική Τράπεζα από τους αρμόδιους υπαλλήλους έλαβε χώρα έπειτα από διαμαρτυρία συγκεκριμένου πελάτη της και κατά τη διάρκεια του ελέγχου αυτού έσπευσε ο κατηγορούμενος να καταβάλει το πιο πάνω ποσό και ότι η καταβολή αυτή έγινε μεν πριν από την απολογία του στον Ανακριτή, πλην όμως δεν έγινε με τη θέλησή του, αλλά αναμφίβολα ενόψει της βέβαιης από τον έλεγχο αποκαλύψεως της πράξεώς του, ενώ ο ίδιος ο αναιρεσείων πουθενά δεν ομιλεί για εκούσια και αυθόρμητη απόδοση. Με βάση τις σκέψεις που προηγήθηκαν, καθώς και τις σκέψεις της Εισαγγελικής προτάσεως, στις οποίες το Συμβούλιο αυτό κατά τα λοιπά αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β' και δ' ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τους οποίους αποδίδονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες α) της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Οι δε λοιπές δε, στην κρινόμενη αίτηση διαλαμβανόμενες, αιτιάσεις πλήττουν, υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας και νόμιμης βάσεως, την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Συμβουλίου Εφετών και γι'αυτό είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες.
Κατ'ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως για έρευνα, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρον 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 28 Ιουνίου 2007 αίτηση του Χ για αναίρεση του 705/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ