Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1974 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Πολιτική αγωγή, Βούλευμα απαλλακτικό.




Περίληψη:
Μετά το Ν. 3160/2003 (έναρξη ισχύος του: 30-6-2003), με το άρθρο 41 §1 του οποίου αντικαταστάθηκε το άρθρ. 484 § 1 ΚΠΔ, ο πολιτικώς ενάγων δεν έχει πλέον δικαίωμα αναιρέσεως κατά απαλλακτικού βουλεύματος. Η απαγόρευση αυτή δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας, αλλ’ ούτε και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος κατά του απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απορρίπτεται ως απαράδεκτη.




Αριθμός 1974/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ -----

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη - Εισηγητή και Θεοδώρα Γκοΐνη, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - πολιτικώς ενάγοντος Ψ, που δεν παρέστη, περί αναιρέσεως του με αριθμό 1124/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων - πολιτικώς ενάγων ζητά τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 27 Ιουλίου 2007 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1580/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τη με αριθμό 409/25.10.2007 έγγραφη πρόταση του Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: "Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 513 παρ. 1α Κ.Π.Δ. την υπ'αριθ. 164/2007 έκθεση αναίρεσης του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, κατά του υπ'αριθ. 1124/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 482 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, η οποία προβλέπει την άσκηση αίτησης αναίρεσης από τους διαδίκους, προκύπτει ότι, 1. "ο κατηγορούμενος μόνο έχει δικαίωμα και όχι και ο πολιτικώς ενάγων να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος όταν: α) τον παραπέμπει στο ακροατήριο για κακούργημα. Σε εγκλήματα που συρρέουν ή είναι συναφή, ο κατηγορούμενος μπορεί να ζητήσει την αναίρεση για όλα, έστω και αν το ένδικο αυτό μέσο επιτρέπεται μόνο για ένα από αυτά και β) παύει προσωρινά την ποινική δίωξη εναντίον του.Κατά δε την παράγραφο "2" του ιδίου άρθρου "Αν το συμβούλιο Εφετών επιλήφθηκε σύμφωνα με το άρθρο 317, κατά του βουλεύματος που εκδίδεται από αυτό μπορεί να ασκηθεί αναίρεση μόνο στις περιπτώσεις της παρ. 1". Από το γράμμα των παραγράφων "1 και 2" του άρθρου αυτού όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, σαφώς προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται πλέον η άσκηση αίτησης αναίρεσης στον κατηγορούμενο και στον πολιτικώς ενάγοντα κατά του βουλεύματος που αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, το μεν αποφάνθηκε την οριστική παύση της ποινικής διώξεως του κατηγορουμένου Χ, το δε να μη γίνει κατηγορία κατ'αυτού για τις μερικότερες πράξεις της πλαστογραφίας κατ'εξακολούθηση κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία, συνολική άνω των 15.000 ευρώ που φέρεται να τέλεσε στην Αθήνα στις 30-6-1999, 6-7-1999 και 28-11-2000.
Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο αναιρεσείων πολιτικώς ενάγων την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως, η οποία δεν προβλέπεται πλέον μετά την αντικατάσταση του άρθρου 482 Κ.Π.Δ. με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003, όπως παραπάνω εκτίθεται. Είναι συνεπώς η αίτηση αυτή αναίρεσης απαράδεκτη και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ. 1, 513 παρ. 1 και 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς Π ρ ο τ ε ί ν ω: Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αριθ. 164/2007 αίτηση αναίρεσης του πολιτικώς ενάγοντος Ψ, κατά του υπ'αριθ. 1124/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα. Αθήνα 17-10-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Μαύρος".
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα Αρείου Πάγου, που αναφέρθηκε στην παραπάνω έγγραφη εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 463 του ΚΠοινΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα και στον πολιτικώς ενάγοντα δεν δίδεται πλέον, μετά δηλαδή το ν. 3160/2003, που ισχύει από τη δημοσίευσή του (κατά το άρθρο 61 αυτού) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 30η Ιουνίου 2003, και με το άρθρο 41 παρ. 1 του οποίου αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 482 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, δικαίωμα αναιρέσεως κατά του βουλεύματος με το οποίο το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου ή έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη που ασκήθηκε κατ' αυτού. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, και από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο να κρίνει σχετικά Δικαστικό Συμβούλιο ή Δικαστήριο (σε Συμβούλιο), μετά από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους τυχόν εμφανισθέντες διαδίκους, καλούμενους προς τούτο, κηρύσσει το ένδικο μέσο απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος ασκήθηκε την 27 Ιουλίου 2007, δηλαδή μετά την ισχύ του αναφερόμενου νόμου, και στρέφεται κατά του υπ' αριθ. 1124/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο α) έπαυσε οριστικά την ποινική δίωξη, που ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου Χ, για τη μερικότερη πράξη πλαστογραφίας που φέρεται ότι τέλεσε αυτός στην Αθήνα στις 30.9.1997 και β) αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά του πιο πάνω κατηγορουμένου για τις μερικότερες πράξεις πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολική ζημία άνω των 15.000 ευρώ, που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα στις 30.6.1999, 6.7.1999 και 28.11.2000. Ενόψει, όμως, του ότι κατά το χρόνο ασκήσεως της άνω αιτήσεως την 2η Ιουλίου 2007, μετά, δηλαδή, την ισχύ του ν.3160/2003, ο οποίος είναι κρίσιμος για το παραδεκτό της, ο πολιτικώς ενάγων Ψ δεν είχε δικαίωμα αναιρέσεως οιουδήποτε βουλεύματος, η αίτηση αυτή είναι απαράδεκτη. Πρέπει να σημειωθεί ότι η απαγόρευση ασκήσεως αναιρέσεως εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντος κατά βουλευμάτων δεν αντίκειται ούτε στην αρχή της ισότητας, ούτε στην αρχή της δίκαιης δίκης, γιατί με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δεν καθιερώνεται υποχρέωση θεσπίσεως και ενδίκων μέσων υπέρ του πολιτικώς ενάγοντος (αφού δεν καθιερώνεται τέτοια υποχρέωση ούτε υπέρ του κατηγορουμένου - ΑΠ 464/2003, ΑΠ 2336/2005), αλλ' ούτε και στην αρχή της αναλογικότητας, γιατί οι αστικές τυχόν αξιώσεις του παθόντος μπορούν να ασκηθούν ενώπιον του πολιτικού Δικαστηρίου. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντος πολιτικώς ενάγοντος-του οποίου ο αντίκλητος δικηγόρος κλήθηκε να προσέλθει και να εκθέσει τις απόψεις του στο Συμβούλιο τούτο (άρθρο 476 παρ. 1 εδ. τελευταίο του ΚΠοινΔ), όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του αρμόδιου γραμματέα επί του φακέλου της δικογραφίας-, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 27 Ιουλίου 2007 αίτηση του πολιτικώς ενάγοντος Ψ για αναίρεση του με αριθμό 1124/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Αυγούστου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή