Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πληρεξουσιότητα.
Περίληψη:
Αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απέρριψε έφεση του αναιρεσείοντος κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Απορρίπτεται η αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη διότι ασκήθηκε μέσω αντιπροσώπου, η προς τον οποίο εντολή για την άσκηση του εν λόγω ενδίκου μέσου ήταν άκυρη καθόσον δεν προσδιορίζονται οι αξιόποινες πράξεις στις οποίες αφορούσε η ποινική υπόθεση για την οποία χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα ούτε ποιού Εφετείου ήταν το Δικαστικό Συμβούλιο που είχε εκδώσει το βούλευμα στο οποίο αφορούσε η εντολή να προσβληθεί με αίτηση αναιρέσεως.
ΑΡΙΘΜΟΣ 1727/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη (κωλυομένου του Εισαγγελέα) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 182/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης.
Το Συμβούλιο Εφετών Θεσσαλονίκης, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αιτών ζητεί τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5 Μαρτίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 370/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία και την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Μπόμπολη, με αριθμό 184/13-5-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγοντας, ενώπιον Σας, κατ' άρθρα 485 παρ. 1 και 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., μαζί με τη σχετική δικογραφία την από 5-3-2010 αίτηση αναίρεσης του κατηγορούμενου Χ, δια της ειδικού πληρεξουσίου του Αναστασίας Στρατοπούλου δικηγόρου Θεσσαλονίκης κατά του υπ αριθμ. 182/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης εκθέτουμε τα ακόλουθα:
Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκε στην ουσία της η υπ αριθμ. 100/30-10-2009 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ' αριθμ. 1026/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου [κακουργημάτων] Θεσσαλονίκης για να δικασθεί για πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση κατ' επάγγελμα με συνολικό όφελος και ζημιά, που υπερβαίνει το ποσό των 15000 Ευρώ [άρθ 13γ στ,98,216 παρ 1,3β ΠΚ]. Η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης κατά του ανωτέρω βουλεύματος το οποίο επιδόθηκε στον αναιρεσείοντα στις 24.2.2010, ασκήθηκε εμπροθέσμως κατ' άρθρο 473 παρ. 1 του ΚΠΔ όπως ισχύει σήμερα με δήλωση της πληρεξουσίου δικηγόρου του στις 5-3-2010 ενώπιον της Γραμματέως του Τμήματος βουλευμάτων του Εφετείου Θεσσαλονίκης για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθμ. 6/2010 έκθεση αυτής. Είναι όμως απαράδεκτη γιατί ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις και σε κάθε περίπτωση ασκήθηκε από το πρόσωπο που δεν εδικαιούτο σε άσκηση αυτής. Ειδικότερα, στο άρθρο 465 παρ. 1 του ΚΠΔ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του νόμου 1652/1986 ορίζεται ότι ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 1. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγράφο του προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις άσκησης ένδικου μέσου κατά βουλεύματος καθώς και κατά αποφάσεως όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία τους, το πληρεξούσιοι μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα ενώπιον του οποίου το ένδικο μέσο μέσα σε είκοσι ημέρες από την άσκηση του. Εξ' άλλου στο άρθρο 96 παρ. 2 του ΠΚ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 6 του νόμου 1653/1986 ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι ο διορισμός συνηγόρου παρέχει σ' αυτόν την εξουσία να εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνο πράξεις. Η γενική πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ενδίκων μέσων εφ' όσον αυτό μνημονεύεται ρητά.
Από τις διατάξεις αυτές σαφώς συνάγεται ότι η άσκηση αναίρεσης κατά βουλεύματος δι' αντιπροσώπου μπορεί να γίνει και με γενικό πληρεξούσιο ή με απλή έστω έγγραφη δήλωση του εντολέα υπό την προϋπόθεση όμως ότι σ' αυτήν εξειδικεύεται η ποινική υπόθεση για την οποία παρέχεται η εντολή και προσδιορίζεται η αξιόποινη πράξη έστω και με τη γενική κατά τον ποινικό κώδικα νομική ορολογία της χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρεται και ο αριθμός του βουλεύματος κατά του οποίου ασκείται η αναίρεση (ΑΠ 635/1993 (Συμβ.) Ποιν. Χρον.- ΜΓ/412-ΑΠ.183/1988 (Συμβ.) - Ποιν. Χρον. ΛΗ/489.
Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε από τον προαναφερόμενο δικηγόρο ως ειδικό πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος με την από 5-3-2010 εξουσιοδότηση στην οποία αναφέρονται τα εξής: ''εξουσιοδοτώ την Αναστασία Στρατοπούλου δικηγόρο Θεσσαλονίκης όπως αντ' εμού καταθέσει Αναίρεση κατά του υπ' αριθμ. ...... Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης''. Όπως όμως έχει διατυπωθεί η ανωτέρω εξουσιοδότηση, δεν προκύπτει, ούτε συνάγεται απ' αυτήν η ποινική υπόθεση, για την οποία παρέχεται η εντολή, αφού ούτε ο αριθμός του προσβαλλόμενου βουλεύματος αναγράφεται ούτε και προσδιορίζεται με γενική έστω νομική ορολογία η αξιόποινη πράξη την οποία αφορά, ενώ δεν αναφέρεται και κάποιο άλλο στοιχείο το οποίο θα μπορούσε έστω και εμμέσως να οδηγήσει στον προσδιορισμό της κι επομένως ενέχει ακυρότητα. Με τα δεδομένα αυτά η αίτηση ως προς τον αναιρεσείοντα ασκήθηκε χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώσεις και οπωσδήποτε ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν εδικαιούτο σε άσκησή της και πρέπει συνεπώς ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 2 του ΚΠΔ και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντα κατ' άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠΔ, όπως τα άρθρα αυτά ισχύουν σήμερα
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Προτείνουμε:
1) Ν' απορριφθεί η από 5-3-2010 αίτηση αναίρεσης του Χ κατοίκου ... κατά του υπ αριθμ. 182/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης που ασκήθηκε δια πληρεξουσίου με την υπ' αριθμ. 109/2001 έκθεση του Γραμματέα του Τμήματος Βουλευμάτων των Εφετείου Αθηνών.
2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 12-5-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Κ. Μπόμπολης Κατά το άρθρο 96 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ., όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 4 παρ. 6 ν. 1653/1986, ο διορισμός συνηγόρου του κατηγορουμένου ή άλλου διαδίκου γίνεται α) με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή στην έκθεση κατά την απολογία του κατηγορουμένου...ή β) με έγγραφη δήλωση κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδαφ. β και γ. Ο διορισμός παρέχει στο συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί το διάδικο σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνο από τις πράξεις αυτές. Η γενική πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ενδίκων μέσων εφόσον αυτό μνημονεύεται ρητά κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 42 παρ. 2 εδάφ. Και γ Κ.Πολ.Δ., όπως έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 4 παρ. 1 ν. 1653/1986, το έγγραφο της πληρεξουσιότητας μπορεί να δοθεί και με απλή έγγραφη δήλωση. Η γνησιότητα της υπογραφής του εντολέα πρέπει να βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή ή δικηγόρο. Εξ άλλου κατά το άρθρο 465 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ. 5 του ανωτέρω ν. 1653/1986, ο διάδικος μπορεί να ασκήσει το ένδικο μέσο που του ανήκει είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω αντιπροσώπου που έχει εντολή κατά τους όρους του άρθρου 96 παρ. 2. Το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του προσαρτάται στη σχετική έκθεση. Στις περιπτώσεις άσκησης ενδίκου μέσου, κατά βουλεύματος, καθώς και κατά αποφάσεων όταν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία τους το πληρεξούσιο μπορεί να προσκομισθεί στο γραμματέα ενώπιον του οποίου ασκήθηκε το ένδικο μέσο μέσα σε είκοσι ημέρες από την άσκησή του...".
Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται, ότι ναι μεν αρκεί η γενική πληρεξουσιότητα προς άσκηση ενδίκου μέσου κατά βουλεύματος ή αποφάσεως μέσω αντιπροσώπου, πρέπει όμως για να έχει κύρος η πληρεξουσιότητα να εξειδικεύεται η ποινική υπόθεση για την οποία παρέχεται η πληρεξουσιότητα και να προσδιορίζεται στο πληρεξούσιο ή στην απλή έγγραφη δήλωση του εντολέα η αξιόποινη πράξη έστω και με τη γενική κατά τον ποινικό κώδικα νομική ορολογία της.
Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο 182/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης, απορρίφθηκε η έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου κατά του οριστικού βουλεύματος 1026/2009 του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Στην αίτηση αναιρέσεως που ασκήθηκε με δήλωση της υπογραφούσης ως πληρεξουσίας του ήτοι της δικηγόρου Αναστασίας Στρατοπούλου στις 5 Μαρτίου 2010ενώπιον της Γραμματέα του Συμβουλίου Εφετών Θεσ-σαλονίκης, για την οποία συντάχθηκε η υπ' αριθμό 6/2010 έκθεση αυτής, επισυνάπτεται η από 5-3-2010 έγγραφη εντολή εξουσιοδοτήσεως που υπογράφεται από τον ήδη αναιρεσείοντα με βεβαίωση υπό την αυτή ημεροχρονολογία του γνησίου της υπογραφής του από υπάλληλο του ΚΕΠ - Παράρτημα Νομαρ-χιακής Αυτοδιοικήσεως Θεσσαλονίκης. Στην εν λόγω εξουσιο-δότηση αναγράφεται από τον αναιρεσείοντα, μετά την παρά-θεση του ονοματεπωνύμου, του πατρωνύμου του, της διευθύν-σεως κατοικίας του, του αριθμού του δελτίου αστυνομικής ταυτότητας και του αριθμού φορολογικού του μητρώου, ότι "εξουσιοδοτώ την δικηγόρο Αναστασία Στρατοπούλου 1470 να ασκήσει αναίρεση κατά του υπ' αριθμ. βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών και να υπογράψει κάθε σχετικό έγγραφο". Στην εξουσιοδότηση αυτήν δεν αναφέρονται ειδικώς και δεν προσδιορίζονται ούτε με γενική νομική ορολογία οι διωκόμενες αξιόποινες πράξεις στις οποίες αφορά η ποινική υπόθεση για την οποία δόθηκε η εντολή να ασκηθεί αναίρεση. Δεν αναφέρονται άλλα στοιχεία από τα οποία να προσδιορίζεται έστω και εμμέσως η ποινική υπόθεση στην οποία αφορούσε το βούλευμα, για το οποίο δινόταν με αυτήν την εξουσιοδότηση εντολή να προσβληθεί από την εντολοδόχο δικηγόρο με αίτηση αναιρέσεως. Δεν γίνεται στο κείμενο της εξουσιοδοτήσεως αυτής μνεία ούτε του αριθμού του υπό προσβολή με το άνω ένδικο μέσο βουλεύματος του Συμβουλίου εφετών (που δεν απαιτείται να αναφέρεται όταν προσδιορίζονται ειδικά οι αξιόποινες πράξεις της ποινικής υποθέσεως για την οποία χορηγήθηκε η πληρεξουσιότητα) ούτε ποιου Εφετείου ήταν το δικαστικό συμβούλιο που είχε εκδώσει το βούλευμα στο οποίο αφορούσε η έγγραφη αυτή εντολή να προσβληθεί με αίτηση αναιρέσεως. Επομένως ήταν άκυρη η εντολή που δόθηκε με την άνω έγγραφη δήλωση από τον ήδη αναιρεσείοντα να ασκηθεί από την κατονομαζόμενη δικηγόρο ως πληρεξουσία του το αναφερόμενο ένδικο μέσο κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, στο οποίο δεν προσδιορίζονται οι αξιόποινες πράξεις στις οποίες αφορούσε. Έτσι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως που δεν ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις για τον αναιρεσείοντα μέσω αντιπροσώπου του είναι ένδικο μέσο που ασκήθηκε χωρίς έγκυρη εντολή από μη δικαιούμενο πρόσωπο κατά το άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή ... ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του ... τότε το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 96 παρ. 2 και 476 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. και αφού διαπιστώνεται ότι ειδοποιήθηκε εμπροθέσμως από τον Εισαγγελέα μέσω του γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου η αντίκλητος δικηγόρος του αναιρεσείοντος για να προσέλθει στο συμβούλιο να εκθέσει τις απόψεις του, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσείοντος τα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 5 Μαρτίου 2010 αίτηση του Χ για αναίρεση του 182/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θεσσαλονίκης. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Οκτωβρίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 3 Νοεμβρίου 2010
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ