ΑΡΙΘΜΟΣ 887/2020
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αρτεμισία Παναγιώτου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου (κωλυομένης της Τακτικής Προέδρου του Τμήματος Αβροκόμης Θούα, Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την υπ' αριθμ. 153/2020 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Πηνελόπη Παρτσαλίδου-Κομνηνού, Σταματική Μιχαλέτου, Αλεξάνδρα Σιούτη-Εισηγήτρια και Νικόλαο Βεργιτσάκη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Ιουλίου 2020, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Μαριάννας Ψαρουδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου) και του Γραμματέως Χαράλαμπου Αθανασίου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντα - κατηγορουμένου Ι. Μ. του Γ., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο Βέρρα, περί αναιρέσεως της υπ' αριθ. 72/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ανατολικής Κρήτης και με πολιτικώς ενάγοντα - υποστηρίζοντα την κατηγορία τον ’.-Λ. Κ. του Έ.-Λ., κάτοικο ..., που δεν εμφανίστηκε.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ανατολικής Κρήτης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9-3-2020 αίτησή του αναίρεσης, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 403/2020.
Αφού άκουσε
Την Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντα, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 512 παρ.1 εδ.β' ΚΠΔ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κλητεύει τον αναιρεσείοντα και τους υπόλοιπους διαδίκους με κλήση που επιδίδεται σύμφωνα με τα άρθρα 155-162 και μέσα στην προθεσμία του άρθρου 166 στο ακροατήριο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου ή στην Ολομέλειά του κατά δε την παρ.3 του ίδιου άρθρου οι διάδικοι παρίστανται στη συζήτηση με συνήγορο.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το από 4-6-2020 αποδεικτικό επίδοσης του Χ. Α. Π.Υ του Α'Α.Τ Ηρακλείου ο υποστηρίζων την κατηγορία Α. Λ. Κ. του Έ. -Λ., κλητεύθηκε από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τις διατάξεις του άρθρου 155 παρ. 1 εδ. α'ΚΠΔ, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας στην οποία αυτός δεν εμφανίστηκε κατά την εκφώνηση της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.
Η κρινόμενη από 9-3-2020 [αριθμ.εκθ. 2/2020] αίτηση του Ι. Μ. του Γ. ασκηθείσα με δήλωση στο Γραμματέα του Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, για αναίρεση της υπ'αριθμ.72/2020 καταδικαστικής απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ανατολικής Κρήτης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα [άρθρα 466 παρ. 1, 474 παρ.1, 473 παρ.2 και 3 ΚΠΔ] και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, να προχωρήσει δε η συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρών και ο ανωτέρω μη εμφανισθείς υποστηρίζων την κατηγορία (αρθ. 515 παρ. 2 εδ. α' ΚΠΔ). Κατά το άρθρο 57 παρ.1 και 2 του ΚΠΔ [Ν 4620/2019] που ίσχυε κατά το χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας "αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει η ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου" και κατά την παρ.3 αυτού "αν σε βάρος του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη ασκήθηκαν περισσότερες διώξεις, κηρύσσονται απαράδεκτες λόγω εκκρεμοδικίας εκείνες οι οποίες ασκήθηκαν μεταγενέστερα, εφόσον δεν προηγούνται διαδικαστικά". Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 37,43,125 και 132 ΚΠΔ συνάγεται ότι, εάν ασκηθεί νέα ποινική δίωξη σε βάρος του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη δημιουργείται εκκρεμοδικία για την οποία ήδη υπάρχει η ως άνω ειδική ρύθμιση στο νέο ΚΠΔ [άρθρο 57 παρ.3]. Η παραβίασή της δε στοιχειοθετεί, μετά την πρόβλεψη στο άρθρο 510 παρ.1 του νέου ΚΠΔ, τον από το άρθρο αυτό, στο στοιχείο ΣΤ' προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως της "παραβίασης του δεδικασμένου και της εκκρεμοδικίας".
Κατά το άρθρο 94 παρ.1 και 2 ΠΚ, πραγματική συρροή υπάρχει όταν με περισσότερες υλικές πράξεις του υπαιτίου τελούνται ισάριθμα αυτοτελή εγκλήματα, για τα οποία επιβάλλονται αντίστοιχες αυτοτελείς ποινές και τελικά επιβάλλεται μία συνολική εκτιτέα ποινή με τον προβλεπόμενο τρόπο επαύξησης της βαρύτερης από αυτές, ενώ κατ'ιδέα αληθινή συρροή υπάρχει όταν με μία υλική πράξη του υπαιτίου τελούνται περισσότερα αυτοτελή εγκλήματα, για τα οποία επιβάλλονται αντίστοιχες ποινές και τελικά επαυξάνεται ελεύθερα η βαρύτερη από αυτές μέχρι το ανώτατο όριο του είδους της ποινής βάσης. Τόσο η πραγματική όσο και η αληθινή κατ'ιδέα συρροή μπορεί να προσβάλλει το ίδιο έννομο αγαθό ή διαφορετικά έννομα αγαθά. Αντίθετα, φαινομενική συρροή ή συρροή νόμων, στην οποία δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις για τη συρροή εγκλημάτων του άρθρου 94 ΠΚ, υπάρχει όταν η εγκληματική δράση του υπαιτίου φαίνεται να εμπίπτει στο πραγματικό περισσότερων ποινικών νόμων, αλλά από τη λογική και αξιολογική συσχέτιση αυτών και με βάση τις αρχές της ειδικότητας, της επικουρικότητας και της απορρόφησης, συνάγεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο ένας έχει εφαρμογή και αποκλείονται οι λοιποί, ώστε να τελείται μία μόνο αξιόποινη πράξη για την οποία επιβάλλεται μια ποινή [ΑΠ 415/2016, ΑΠ 180/2018]. Στην περίπτωση της αληθινής κατ'ιδέα συρροής, οπότε με την ίδια ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, τελούνται περισσότερα εγκλήματα το δεδικασμένο ή η εκκρεμοδικία εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και δεν κωλύεται νέα ποινική δίωξη για την άλλη πράξη, που συρρέει κατ'ιδέα με την πρώτη και δεν έχει κριθεί [ΟλΑΠ 1110/1982, ΑΠ 180/2018]. Εξάλλου μεταξύ του βιασμού και της αποπλανήσεως και ήδη της αξιόποινης πράξης γενετήσιων πράξεων με ανήλικο ή ενώπιον αυτού (αρθ. 339 νέου ΠΚ) υπάρχει αληθής κατ'ιδέαν συρροή, διότι μεταξύ των εγκλημάτων αυτών δεν υφίσταται ταυτότητα των προσβαλλομένων αγαθών, τα οποία συγκροτούνται από διαφορετικά στοιχεία το καθένα και κανένα δεν απορροφάται από το άλλο, αφού κανένα δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντική περίπτωση ή αναγκαίο μέσο τελέσεως του άλλου και στο μεν έγκλημα του βιασμού προσβάλλεται το έννομο αγαθό της γενετήσιας ελευθερίας ενώ σ' αυτό του άρθρου 339 ΠΚ προσβάλλεται η αγνότητα της παιδικής ηλικίας από γενετήσιες προσβολές [ΑΠ 1337/2017, ΑΠ 291/2015].
Στην προκειμένη περίπτωση από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου προκύπτει ότι κατά του αναιρεσείοντα ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ηρακλείου ποινική δίωξη, μεταξύ άλλων, για τις αξιόποινες πράξεις του βιασμού κατ'εξακολούθηση, της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια κατ'εξακολούθηση και της αποπλάνησης ανηλίκου κατ'εξακολούθηση σε βάρος του ’.-Λ. Κ.. Επειδή δε η αποπλάνηση αφορούσε σε πράξεις αναγόμενες τόσο πριν την συμπλήρωση του 14ου έτους της ηλικίας του παθόντα όσο και σε πράξεις μετά τη συμπλήρωση του ηλικιακού αυτού ορίου, ως προς τις τελευταίες, λόγω του πλημμεληματικού χαρακτήρα τους και του κινδύνου παραγραφής, η υπόθεση χωρίστηκε δυνάμει του υπ'αριθμ.14/2017 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηρακλείου και ο κατηγορούμενος παραπέμφθηκε με απευθείας κλήση ενώπιον του Β'Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου για την πλημμεληματική κατ'εξακολούθηση αποπλάνηση. Μετά δε την εκδίκαση της υποθέσεως εκδόθηκε η υπ'αριθμ.1086/2019 καταδικαστική απόφαση του Β'Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου κατά της οποίας ο κατηγορούμενος άσκησε έφεση και εκδικασθείσας κατ'έφεση της υποθέσεως, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία αυτός κρίθηκε ένοχος για την πράξη του άρθρου 339 παρ. 1 περ.γ' του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ συνιστάμενη στο ότι αυτός στους ... κατά το χρονικό διάστημα από αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2012 και έως το φθινόπωρο του ίδιου έτους [2012] ενήργησε στον ανήλικο Α. Λ. Κ. παρά φύση συνουσία καθώς και τον παραπλάνησε ώστε να ενεργήσει ο παθών σ'αυτόν πεολειχία. Όσον αφορά στις λοιπές πράξεις, ως προς αυτές ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων παραπέφθηκε με το υπ'αριθμ.467/2017 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηρακλείου ενώπιον του αρμοδίου ΜΟΔ Ηρακλείου, το οποίο με την υπ'αριθμ.173-176Α+177+183-191/2019 απόφασή του, έκρινε σε πρώτο βαθμό τον κατηγορούμενο ένοχο πλην άλλων και για τις πράξεις του βιασμού κατ'εξακολούθηση και της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια κατ'εξακολούθηση σε χρονικά διαστήματα που ο παθών δεν είχε συμπληρώσει τα 14 έτη και που συμπλήρωσε αυτά αλλά όχι και τα 18 έτη και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή καθείρξεως 16 ετών, δεχθέν ότι η πράξη της αποπλάνησης τελεί σε φαινομένη κατ'ιδέα συρροή με αυτήν της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια. Κατά της αποφάσεως αυτής ο κατηγορούμενος έχει ασκήσει έφεση η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση ενώπιον του αρμοδίου δευτεροβαθμίου μικτού ορκωτού Εφετείου. Ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ανατολικής Κρήτης που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ο τότε εκκαλών και ήδη αναιρεσείων υπέβαλε τον αυτοτελή ισχυρισμό περί εκκρεμοδικίας από την ως άνω απόφαση του ΜΟΔ Ηρακλείου επικαλούμενος για τη θεμελίωσή του ότι η εκκρεμούσα ενώπιον αυτού πλημμεληματική πράξη της αποπλάνησης ανηλίκου βρίσκεται σε σχέση φαινομένης κατ'ιδέα συρροής με αυτήν της κατάχρησης ανηλίκου σε ασέλγεια, για την οποία καταδικάστηκε και έχει ασκήσει έφεση που εκκρεμεί ενώπιον του ΜΟΕ. Ο σχετικός αυτοτελής ισχυρισμός απορρίφθηκε από το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως μέμφεται την προσβαλλόμενη απόφαση ότι παραβίασε την εκκρεμοδικία, επικαλούμενος για την θεμελίωσή του την καταδίκη του για την πράξη του βιασμού και όχι της καταχρήσεως ανηλίκου σε ασέλγεια όπως είχε ισχυριστεί ενώπιον του δικάσαντος δικαστηρίου και συγκεκριμένα ότι κακώς το δικάσαν δικαστήριο τον καταδίκασε για την πράξη της αποπλάνησης ανηλίκου που συμπλήρωσε το 14° έτος της ηλικίας του, ενώ όφειλε να κηρύξει απαράδεκτη την ποινική δίωξη για την πράξη αυτή, δεδομένου ότι για το ίδιο ιστορικό συμβάν είχε κηρυχθεί προηγουμένως ένοχος βιασμού από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου με την υπ' αριθμ.173-176Α +177+183- 191/2019 απόφασή του. Ο λόγος αυτός, που προτείνεται το πρώτον ενώπιον του Αρείου Πάγου, είναι αβάσιμος, καθόσον μεταξύ του εγκλήματος του βιασμού και του εγκλήματος των γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους, υπάρχει αληθής κατ'ιδέαν συρροή και όχι φαινομένη συρροή, σύμφωνα με τα αναφερθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, αφού με την τέλεση των εγκλημάτων αυτών προσβάλλονται διαφορετικά έννομα αγαθά που προστατεύονται από διαφορετικές διατάξεις, η εκκρεμοδικία δε εξαντλείται στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και δεν κωλύεται νέα ποινική δίωξη για την άλλη πράξη, που συρρέει κατ'ιδέα με την πρώτη και δεν έχει κριθεί [ΑΠ 180/2018, ΑΠ 37/2017].
Κατά τη διάταξη του άρθρου 339 παρ.1 του προϊσχύσαντος ΠΚ, ορίζεται ότι "Όποιος ενεργεί ασελγή πράξη με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα για το έγκλημα του άρθρου 351Α ως εξής : α]αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη, με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών, β] αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών και γ] αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα και μέχρι τα δεκαπέντε έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά δε την ταυτάριθμη διάταξη του νέου ΠΚ, υπό τον τίτλο "Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιον τους", όποιος ενεργεί γενετήσια πράξη με πρόσωπο νεότερο των δεκαπέντε ετών ή το παραπλανά με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, τιμωρείται, αν δεν υπάρχει περίπτωση να τιμωρηθεί βαρύτερα με το άρθρο 351Α' ως εξής: α]αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δώδεκα έτη με κάθειρξη, β] αν ο παθών συμπλήρωσε τα δώδεκα αλλά όχι τα δεκατέσσερα έτη με κάθειρξη έως δέκα έτη και γ] αν συμπλήρωσε τα δεκατέσσερα έτη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη σύγκριση των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι η νεότερη είναι επιεικέστερη ως προς την υπό στοιχ. α' προβλεπόμενη πράξη, αφού προβλέπει ποινή κάθειρξης έναντι της προϊσχύσασας που προέβλεπε ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών. Ως προς τις υπό στοιχ. β και γ περιπτώσεις η ποινή δεν διαφοροποιείται. Ο όρος γενετήσια πράξη που χρησιμοποιείται στα άρθρα του 19ου κεφαλαίου του νέου ΠΚ [αντί του όρου ασελγής πράξη] αναφέρεται στη συνουσία και στις ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις [άρθρο 336 παρ.2 ΠΚ, όπου ορίζεται η έννοια της γενετήσιας πράξης]. Ο όρος αυτός έχει την έννοια που προσδιορίζει η νομολογία και η επιστήμη. Πρόκειται για τη συνουσία και άλλες πράξεις με την ίδια βαρύτητα από πλευράς προσβολής του εννόμου αγαθού της γενετήσιας ελευθερίας όπως είναι η "παρά φύσιν" συνουσία, ο ετεροαυνανισμός, η πεολειχία και η αιδιολειχία ή η χρήση υποκατάστατων μέσων [βλ.Αιτιολ. Έκθεση στο σχέδιο νόμου "Κύρωση του Ποινικού Κώδικα"]. Στο έγκλημα των γενετήσιων πράξεων με ανηλίκους, ο δράστης πρέπει να γνωρίζει την ανηλικότητα του παθόντα, ότι δηλαδή αυτός δεν συμπλήρωσε τα 15 έτη ή να αδιαφορεί γι'αυτήν. Για την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ο δράστης πρέπει να ενεργεί ή να παραπλανά πρόσωπο που δεν συμπλήρωσε το δέκατο πέμπτο [15°] έτος της ηλικίας του στο να ενεργήσει ή να υποστεί γενετήσιες πράξεις. Το εν λόγω έγκλημα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 339 ΠΚ, μπορεί να τελεστεί με τρεις τρόπους, τα όρια των οποίων μπορούν στη συγκεκριμένη περίπτωση να επικαλύπτονται. Αρκεί και ένας απ'αυτούς, είναι όμως δυνατό να συντρέχουν περισσότεροι. Ο πρώτος τρόπος τέλεσης αυτού του εγκλήματος συνίσταται στην ενέργεια γενετήσιας πράξης με πρόσωπο νεότερο των 15 ετών και αυτός ο τρόπος συντρέχει: α]όταν ο δράστης τελεί γενετήσια πράξη επί του σώματος του ανηλίκου, β] όταν ο δράστης οδηγεί τον ανήλικο στο να τελέσει επ'αυτού γενετήσια πράξη και γ]όταν ο δράστης προσφέρεται για να τελέσει επί του σώματός του γενετήσια πράξη ο ανήλικος. Ο δεύτερος και τρίτος τρόπος τέλεσης του εγκλήματος αυτού απαιτεί παραπλάνηση του ανηλίκου. Ως παραπλάνηση πρέπει να θεωρηθεί κάθε επίδραση επι της βουλήσεως του ανηλίκου, χωρίς την οποία αυτός δεν θα ελάμβανε την απόφαση να ενεργήσει την γενετήσια πράξη. Η έννοια συνεπώς της παραπλάνησης είναι ευρύτερη της έννοιας της δημιουργίας πλάνης. Έτσι υπάρχει παραπλάνηση όχι μόνο όταν ο δράστης με απατηλά μέσα, με τα οποία αποκρύπτεται ο γενετήσιος χαρακτήρας της πράξης οδήγησε τον παθόντα στην ενέργεια αυτής, αλλά όταν τούτο επιταχύνεται με πειθώ, υποσχέσεις, δώρα ή άλλες παροχές, αλλά ακόμη και με απειλές ή με εκφοβισμό, ή και με κάθε άλλο μέσο, χωρίς να αποκρύπτεται ο γενετήσιος χαρακτήρας της πράξης. Δεν απαιτείται δηλαδή η πρόκληση πλάνης στον ανήλικο. Για να υπάρχει παραπλάνηση δεν απαιτείται περαιτέρω να υπήρξε κάποια εσωτερική αντίδραση του ανηλίκου έστω και ανεκδήλωτη η οποία να υπερνικήθηκε, αλλά αρκεί ότι ο δράστης προκάλεσε στον ανήλικο την απόφαση να ενεργήσει την γενετήσια πράξη. Παραπλάνηση επομένως υπάρχει και όταν ο ανήλικος εκδήλωσε πρώτος την επιθυμία τέλεσης της πράξης, εφόσον δεν είχε λάβει και τη σχετική απόφαση, η οποία λήφθηκε απ'αυτόν κατόπιν της σύμφωνης στάσης του δράστη, διότι και στην περίπτωση αυτή ο δράστης επέδρασε με τη στάση του αυτή στον σχηματισμό της βούλησης του ανηλίκου. Ο δεύτερος τρόπος τέλεσης του εγκλήματος συνίσταται όταν η παραπλάνηση έχει ως αποτέλεσμα να ενεργήσει ο ανήλικος γενετήσια πράξη είτε στον ίδιο τον εαυτό του είτε σε κάποιον τρίτο, διότι εάν η γενετήσια πράξη τελείται με το δράστη έχουμε τον πρώτο τρόπο τελέσεως. Στην περίπτωση κατά την οποία ο τρίτος είναι ο παραπλανών, τότε πρόκειται περί του πρώτου τρόπου τέλεσης του εγκλήματος, αφού ο παραπλανών είναι τελικά αυτός που ενεργεί την γενετήσια πράξη με τον ανήλικο, ο οποίος πρέπει να προβαίνει στην ενέργεια που συνιστά τέτοια πράξη. To έννομο αγαθό που προσβάλλεται με το έγκλημα του άρθρου 339 ΠΚ είναι αυτό της ανηλικότητας, η οποία έχει αναχθεί σε έννομο αγαθό, προστατεύεται δηλαδή η αγνότητα της νεανικής ηλικίας, η οποία είναι αδύναμη να αυτοπροστατευτεί και η ομαλή εξέλιξη της γενετήσιας ζωής του ανηλίκου. Η συναίνεση του ανηλίκου ή η παρ'αυτού πρωτοβουλία ή και πρόκληση δεν έχει σημασία. Οι μερικότερες δε πράξεις του κατ'εξακολούθηση εγκλήματος μπορούν να τελεστούν με τον ίδιο ή με διαφορετικούς τρόπους [ΑΠ 1046/2019]. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της απόφασης, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ' επιλογή, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης του ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά (ΑΠ 455/2019). Τέλος, λόγο αναίρεσης της απόφασης συνιστά, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει, όταν το δικαστήριο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν το Δικαστήριο, χωρίς να παρερμηνεύσει το νόμο, δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει τον ανωτέρω αναιρετικό λόγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠΔ, συνιστά και η παραβίαση με πλάγιο τρόπο της διάταξης αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της απόφασης, που προκύπτει από την αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού και του διατακτικού της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά, που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο σε σχέση με την ορθή εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας.
Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη με αριθμό 72/2020 απόφασή του το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Ανατολικής Κρήτης που δίκασε σε δεύτερο βαθμό κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα της πράξης του άρθρ. 339 παρ. 1 περ. γ' του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ κατ' εξακολούθηση με την ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ 2α ΠΚ και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως 30 μηνών, την οποία ανέστειλε επί τριετία. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και μνημονεύει κατ'είδος (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα, εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, πρακτικά υπ' αριθμ. 173-176Α+177+183-191/2019 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ηρακλείου και απολογία κατηγορουμένου) δέχθηκε ανελέγκτως κατά πιστή μεταφορά τα εξής:
"Ο εγκαλών-παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας ’. - Λ. Κ. γεννήθηκε στη Ρουμανία την 21-1-1998 και είναι παιδί του Έ. - Λ. Κ. και της εξετασθείσας μάρτυρος Μ. Ζ., η οποία επίσης γεννήθηκε στη Ρουμανία. Μετά τη διάζευξη των γονέων του, την επιμέλεια του ανηλίκου τότε εγκαλούντος ανέλαβε η μητέρα του, η οποία το έτος 2002 συνήψε σχέση με τον κατηγορούμενο, με τον οποίο απέκτησε δύο ακόμη παιδιά. Ο κατηγορούμενος και η ανωτέρω Μ. Ζ. διέμεναν αρχικά στη Ρουμανία, όπου τέλεσαν γάμο το έτος 2007, ενώ το επόμενο έτος εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη με τα δύο παιδιά τους. Το έτος 2010 ήλθε στην Κρήτη και ο εγκαλών και πλέον διέμεναν όλοι στο χωριό ..., όπου ο κατηγορούμενος εργαζόταν ως αγροτικός ιατρός. Το έτος 2012 ο τελευταίος εργαζόταν ως ιατρός στα ..., όπου και διέμενε, επισκεπτόταν δε την οικογένεια του κατά τακτά χρονικά διαστήματα (μία - δύο φορές την εβδομάδα). Ο κατηγορούμενος το χρονικό διάστημα από τις αρχές Φεβρουαρίου, όταν ο εγκαλών είχε μόλις συμπληρώσει το 14° έτος της ηλικίας του, μέχρι το Φθινόπωρο του ίδιου έτους, με πρόθεση και με σκοπό να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του, ενήργησε εξακολουθητικά γενετήσιες πράξεις ίσης βαρύτητας με τη συνουσία με τον εγκαλούντα, τον οποίο επίσης παραπλάνησε με αποτέλεσμα να ενεργήσει τέτοιες πράξεις με αυτόν. Συγκεκριμένα, ο κατηγορούμενος μετέβαινε τακτικά στο υπόγειο της οικίας τους για διάφορες εργασίες (μεταφορά ξύλων, καθαρισμό κ.ο.κ.), όπου καλούσε και τον ανήλικο εγκαλούντα με το πρόσχημα ότι ήθελε να τον βοηθήσει στις εργασίες αυτές. Στο χώρο του υπογείου της οικίας, όπου ήταν μόνος με τον ανήλικο τέσσερις περιπτώσεις (από προφανή παραδρομή στο κατηγορητήριο και στην πρωτόδικη απόφαση αναφέρονται είκοσι περιπτώσεις περίπου, δεδομένου ότι στην κατηγορία που απαγγέλθηκε στον κατηγορούμενο από τον Ανακριτή του αποδίδονται είκοσι περιπτώσεις περίπου για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, δηλαδή για το χρονικό διάστημα από το θέρος του έτους 2010 έως το φθινόπωρο του έτους 2012) και σε ημερομηνίες που δεν κατέστη δυνατό να διακριβωθούν, πάντως εμπεριέχονται στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, ο κατηγορούμενος με σκοπό να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του ενήργησε στον ανήλικο παθόντα παρά φύση συνουσία, καθώς επίσης τον παραπλάνησε ώστε να ενεργήσει ο παθών σ' αυτόν πεολειχία, ικανοποιώντας τις γενετήσιες ορμές αυτού (κατηγορουμένου). Ο εγκαλών το έτος 2014 διαγνώστηκε με σοβαρή ασθένεια (λέμφωμα hodgkin) που αντιμετώπισε μετά την ενδεδειγμένη θεραπεία επιτυχώς, το επόμενο δε έτος (2015) για πρώτη φορά εκμυστηρεύτηκε στη μητέρα του για τις ανωτέρω σε βάρος του πράξεις και για προηγούμενες και επόμενες ομοειδείς πράξεις του κατηγορουμένου. Ο τελευταίος δεν αρνείται ότι γνώριζε την ακριβή ημερομηνία γέννησης του εγκαλούντος ανηλίκου, ο οποίος εξάλλου ήταν παιδί της συζύγου του, ζούσαν μαζί πολλά χρόνια και γνώριζε την διαφορά ηλικίας του με τα άλλα παιδιά τους, αρνείται όμως ότι τέλεσε τις ανωτέρω εξακολουθητικές πράξεις, ισχυριζόμενος ότι αποτελούν μυθεύματα του εγκαλούντος, λόγω σοβαρής ψυχικής ασθένειας από την οποία πάσχει, για την οποία γίνεται λόγος κατωτέρω. Όμως, από την εκτίμηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων αποδείχθηκε η τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξης που του αποδίδεται. Ο εγκαλών εξετάστηκε χωρίς όρκο ενώπιον του ΜΟΔ Ηρακλείου και ήταν σαφής αναφορικά με το είδος των γενετήσιων πράξεων που διενεργούσε ο κατηγορούμενος σε βάρος του κατά το ως άνω χρονικό διάστημα. Η αδυναμία του παθόντος να προσδιορίσει τις μερικότερες πράξεις κατά αριθμό και ακριβή χρόνο τέλεσης, οφείλεται στην πάροδο πολλών ετών και στην ψυχολογική του κατάσταση και δεν αναιρεί την αξιοπιστία του ως προς το γεγονός ότι τελέστηκαν εξακολουθητικά από τον κατηγορούμενο οι ανωτέρω πράξεις. Ειδικότερα ο παθών κατέθεσε, μεταξύ άλλων, τα κάτωθι: "Μια φορά μου είπε "βγάλε το παντελόνι σου". Το έβγαλα και μου έκανε παρά φύσιν σεξ. Έβαλε όλο το μόριο του στον πρωκτό μου. Ένιωσα πόνο. ...Στο Γυμνάσιο πήγαινα τότε. Πολλές φορές είχε γίνει στους Αγίους Δέκα. Στο δωμάτιο και στο υπόγειο. Όταν πήγαινα στην Α' και Β' Γυμνασίου και στην αρχή της Γ' Γυμνασίου μέναμε στους Αγίους Δέκα. Μετά πήγαμε στο Ρέθυμνο. Δύο χρόνια στους Αγίους Δέκα έγινε τρεις τέσσερις φορές αυτό το πράγμα και στο δωμάτιο μου. Στη διάρκεια της ημέρας γινόταν μεσημέρι πρωί. Στο σπίτι ήταν η μαμά και τα αδέρφια μου. ..Πεολειχία μου ζητούσε με το ζόρι. Χρησιμοποιούσε προφυλακτικό και λιπαντική ουσία είχε στο ντουλάπι. Πονούσα .....". Εξάλλου, δεν αναιρεί την αξιοπιστία του παθόντος το γεγονός ότι πριν το έτος 2015 δεν ενημέρωσε τη μητέρα του, ούτε και άλλο πρόσωπο, δεδομένης της ντροπής που αισθανόταν, συναίσθημα σύνηθες στα θύματα τέτοιων πράξεων, του φόβου από την εξάρτηση του από τον κατηγορούμενο, αλλά και του γεγονότος ότι ανέκαθεν ήταν ένα κλειστό στον εαυτό του παιδί, που δύσκολα εξωτερίκευε τα συναισθήματά του. Έτσι, μόλις τον Ιανουάριο 2015 ανέφερε στη μητέρα του ότι ο κατηγορούμενος τον "είχε πειράξει", χωρίς όμως να της αναφέρει λεπτομέρειες, μεταγενέστερα δε (τον Ιούλιο) του ίδιου έτους της εξιστόρησε τα γεγονότα. Αυτά τα επιβεβαίωσε και η εξετασθείσα ενόρκως μητέρα του παθόντος η οποία ανέφερε, μεταξύ άλλων: "....Ιανουάριο 2015 Παρασκευή, είχε γυρίσει από το νοσοκομείο, μου είπε "ο μπαμπάς με έχει πειράξει" δεν μου είπε τίποτα άλλο. Όταν ξύπνησε ο σύζυγος τον ρώτησα τι εννοεί το παιδί, εκείνος μου είπε ότι σήμερα όταν ήταν συνδεδεμένος στο μηχάνημα ήθελε να κατουρήσει τον βοήθησε και τον ακούμπησε.... Μου μίλησε (τον Ιούλιο) το παιδί, μου είπε "αυτό που κάνει σε σένα μου κάνει και μένα". .... Μου είπε ότι στο υπόγειο τον κάλεσε να του κάνει παρά φύσιν επαφή, μου είπε αυτό, ότι τον ανάγκασε σε παρά φύσιν ασέλγεια και ότι έβαζε το μόριο του στο στόμα του παιδιού. Το συμβούλεψα να το πει στην κ. Π., δεν ήξερα πώς να το χειριστώ. ..... ήρθε η κ. Π., έβγαλε τα παιδιά από το δωμάτιο και μου έδειξε ένα χαρτί που είχε γράψει ο Α. "ο μπαμπάς με πηδούσε" ....". Οι αναφορές αυτές της μάρτυρος επιβεβαιώνονται από την κατάθεση της παιδοψυχίατρου Α. Π. ενώπιον του Μ.Ο.Δ. Ηρακλείου και το από 14-8-2015 ενημερωτικό σημείωμα της παιδοψυχιατρικής κλινικής του ΠΑ.Γ.Ν.Η. που υπογράφεται από την ψυχολόγο, ’.-Μ. Μ., την ανωτέρω παιδοψυχίατρο Π., και τον Διευθυντή της παιδοψυχιατρικής κλινικής, αναπληρωτή καθηγητή ψυχιατρικής, Π. Μ., στο οποίο αναφέρεται ότι στις 17-7-2015 ο παθών έγραψε σε χαρτί "με πηδούσε και με έβαλε να του κάνω στοματικό σεξ και μασάζ στην πλάτη" και στη συνέχεια ανέφερε ότι αυτό συνέβαινε από την Α' δημοτικού μέχρι το 2013. Η κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το περιστατικό που έλαβε χώρα το θέρος του έτους 2014, όταν ο παθών βιντεοσκοπούσε κρυφά με το κινητό του τον παθόντα γυμνό στο μπάνιο της οικία τους, για το οποίο ο κατηγορούμενος δικαιολογήθηκε στη μητέρα του παθόντος, η οποία είδε το βίντεο, ότι "από περιέργεια τον τράβηξε γιατί περνάει πολύ ώρα στην τουαλέτα". Τέλος, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε εξακολουθητικά παρά φύση συνουσία στον παθόντα δεν αναιρείται από το περιεχόμενο της με αρ. πρωτ. ...-9-2015 ιατροδικαστικής έκθεσης, στην οποία αναφέρεται ότι κατά την εξέταση του παθόντος την 8-9-2015 δεν διακρίνονται πρόσφατες κακώσεις του πρωκτικού δακτυλίου και ο τόνος του σφιγκτήρα ελέγχεται φυσιολογικός, διότι η εξέταση έγινε μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις. Εξάλλου, ο εξεταστείς ενώπιον του ΜΟΔ Ηρακλείου ιατροδικαστής Α. Π. κατέθεσε ότι δεν μπορεί να αποκλειστούν τέτοιες πράξεις πριν το τελευταίο από την εξέταση τρίμηνο. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι όσα ανέφερε ο παθών είναι αποκυήματα της φαντασίας του καθόσον πάσχει από σοβαρή ψυχική ασθένεια (σχιζοφρένεια), ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος. Ο παθών σύμφωνα με τα ιατρικά έγγραφα που αναγνώστηκαν νόμιμα και ιδίως από την από 20-8-2018 πραγματογνωμοσύνη της Μ. Μ., επίκουρης καθηγήτριας ψυχιατρικής προκύπτει ότι πάσχει από ψυχωσική διαταραχή μη άλλως προσδιοριζόμενη με πιθανότερη διαφορική διάγνωση την μείζονα κατάθλιψη με ψυχωσικά στοιχεία. Η κατάσταση αυτή της ψυχικής υγείας του παθόντος, η οποία παρουσίασε επιδείνωση σε σχέση με την κατάσταση αυτού κατά τα έτη 2014 και 2015 (μετά την εκδήλωση της ασθένειας του -λεμφώματος-) δεν έχει σχέση με σχιζοφρένεια και ο παθών ουδέποτε παρουσίασε ενδείξεις παιδικής σχιζοφρένειας. Σημειώνεται ότι για την ανωτέρω σοβαρή ασθένεια (λέμφωμα) ο παθών νοσηλεύτηκε στο ΠΑ.Γ.Ν.Η. και υπέστη επώδυνη θεραπεία για την αποκατάσταση της υγείας του, όμως ουδείς ψυχολόγος από όσους τον εξέτασαν στο ΠΑΓΝΗ όπου νοσηλευόταν κατέληξε στο συμπέρασμα που υποστηρίζει ο κατηγορούμενος. Μάλιστα, στο προαναφερθέν από 14-8-2015 ενημερωτικό σημείωμα της παιδοψυχιατρικής κλινικής του ως άνω νοσοκομείου αναφέρεται ότι ο παθών παρακολουθείτο στην παιδοψυχιατρική κλινική από 19-1-2015 και ότι: "...Δεν κρίθηκε απαραίτητη η έναρξη φαρμακευτικής αγωγής παρά την έντονη επιμονή του κ.Μ. προς αυτή την κατεύθυνση. Επισημάνθηκε δε στην μητέρα και τον σύζυγό της να έρθουν σε άμεση επαφή μαζί μας σε οποιαδήποτε αλλαγή του A. Στις 31-3-2015 εκ νέου υπήρξε συνάντηση με τον A., την μητέρα του και τον σύζυγό της. Ο A. παρουσίαζε παρόμοια εικόνα με τις πρώτες συναντήσεις μας. Δεν είχαν ακολουθηθεί οι οδηγίες μας περί έναρξης οικογενειακής θεραπείας ενώ ο A. λάμβανε φαρμακευτική αγωγή από τις 20-2-2015 από ιδιώτη ψυχίατρο, η οποία μειώνεται έως σήμερα". Σημειώνεται ότι η χορηγηθείσα στον παθόντα φαρμακευτική αγωγή είχε ήπια κατασταλτική δράση και σε κάθε περίπτωση, η αγωγή αυτή και ή και η όποια ψυχική ασθένεια του παθόντος δεν αποδείχθηκε ότι σχετίζονται με την αξιοπιστία του ή ότι αποτελούν τεκμήριο αναλήθειας των όσων ανέφερε, ενόψει μάλιστα της επιμονής του στις καταγγελίες παρά την παρέλευση μακρού χρονικού διαστήματος. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από όσα υποστήριξε ο εξετασθείς μάρτυρας υπεράσπισης Θ. Μ., ψυχίατρος, ο οποίος υπηρετεί στο ίδιο νοσοκομείο με τον κατηγορούμενο και υπήρξε τεχνικός σύμβουλος του, δεδομένου μάλιστα ότι, όπως ανέφερε, ουδέποτε εξέτασε τον παθόντα. Τέλος, δεν προέκυψε ότι είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι οι καταγγελίες του παθόντος είναι υποβολιμιαίες από την πρώην σύζυγό του, προκειμένου να τον εκδικηθεί για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, διότι, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης της υγείας του παθόντος λόγω της ασθένειας (λεμφώματος) από την οποία έπασχε και των προβλημάτων της ψυχικής του υγείας, η τελευταία δεν θα έθετε σε περαιτέρω κίνδυνο το παιδί της για τον ανωτέρω λόγο, με την εμπλοκή του χωρίς λόγο σε δικαστικές διενέξεις, που αντικειμενικά επιβαρύνουν την ψυχική του υγεία. Υπό τα δεδομένα αυτά ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος και να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του προηγούμενου σύννομου βίου (άρ. 84§2α ΠΚ), το οποίο του αναγνώρισε το πρωτόδικο Δικαστήριο". Ακολούθως το Δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον κατηγορούμενο του ότι: Στους ..., σε μη επακριβώς προσδιορισθέντες χρόνους, κείμενους εντός του χρονικού διαστήματος από αρχές Φεβρουαρίου του έτους 2012 και έως το φθινόπωρο του ίδιου έτους (2012), με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του αυτού εγκλήματος, με πρόθεση και με σκοπό να ικανοποιήσει τη γενετήσια επιθυμία του, ενήργησε γενετήσιες πράξεις με πρόσωπο που είχε συμπληρώσει το δέκατο τέταρτο έτος της ηλικίας του όχι όμως το δέκατο πέμπτο αυτής, καθώς και παραπλάνησε το πρόσωπο αυτό με αποτέλεσμα να ενεργήσει τέτοιες πράξεις. Συγκεκριμένα, τελώντας εν γνώσει της ανηλικότητάς και της ακριβούς ηλικίας του ’. -Λ. Κ. του Έ. - Λ. και Μ., γεννηθέντος την 21-1-1998, τέκνου από προηγούμενο γάμο της συζύγου του, Μ. Ζ. του Μ. (M.) και της Α. (A.), σε τέσσερις περιπτώσεις, στο υπόγειο της οικίας τους, όπου οδηγούσε τον ανήλικο, υπό το πρόσχημα παροχής βοήθειας εκ μέρους του σε διάφορες εργασίες, ενήργησε σ' αυτό παρά φύση συνουσία, καθώς και το παραπλάνησε, ώστε να ενεργήσει ο παθών σ' αυτόν πεολειχία, ικανοποιώντας της γενετήσιες ορμές του.
Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως το σκεπτικό και το διατακτικό αλληλοσυμπληρώνονται, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος των γενετήσιων πράξεων με ανήλικο που συμπλήρωσε τα 14 έτη, κατ'εξακολούθηση για το οποίο καταδίκασε τον αναιρεσείοντα, τις αποδείξεις από τις οποίες δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1,14,16-19,26,27 παρ.1,83, 84 παρ. 2α', 98 παρ.1 και 339 παρ.1γ'ΠΚ, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου με ελλιπείς ή ασαφείς ή αντιφατικές αιτιολογίες και έτσι δεν στέρησε την απόφασή του από νόμιμη βάση. Για την κατάφαση της ενοχής του αναιρεσείοντα λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση όλα τα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά, δεν ήταν δε απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση αυτών ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ενώ από το γεγονός ότι στο αιτιολογικό εξαίρονται ορισμένες από τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν, ουδόλως συνάγεται ότι το Δικαστήριο για το σχηματισμό της καταδικαστικής κρίσης του περιορίστηκε επιλεκτικά στα συγκεκριμένα αποδεικτικά μέσα και ότι αγνόησε τα υπόλοιπα, τα οποία, από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει σαφώς ότι τα συναξιολόγησε. Με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς λογικά κενά περιγράφεται και αιτιολογείται στην προσβαλλομένη απόφαση η εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντα συζύγου της μητέρας του ανηλίκου- παθόντα, τέκνου αυτής από προηγούμενο γάμο, συνιστάμενη στο ότι τέλεσε γενετήσιες πράξεις πάνω στο σώμα του ανηλίκου [παρά φύση συνουσία] και παραπλανώντας τον ανήλικο επέδρασε στη βούλησή του ώστε να τελέσει αυτός [ανήλικος] την γενετήσια πράξη της πεολειχίας στον ίδιο [αναιρεσείοντα]. Ειδικότερα ρητά αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ημερομηνία γέννησης του παθόντα [21-1-1998] και ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο [από αρχές Φεβρουαρίου 2012 έως το φθινόπωρο του ίδιου έτους] αυτός είχε συμπληρώσει τα 14 έτη όχι δε και τα 15 και ότι ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος γνώριζε το γεγονός τούτο λόγω της σχέσεώς του με τον ανήλικο που είναι τέκνο της συζύγου του από προηγούμενο γάμο και της για πολλά χρόνια συγκατοίκησης με αυτόν. Αναφέρονται επίσης και προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι γενετήσιες πράξεις και οι συνθήκες τέλεσης αυτών σε βάρος του ανηλίκου κατά το ως άνω χρονικό διάστημα σε τέσσερις περιπτώσεις εξακολουθητικά, οι οποίες με έντονο γενετήσιο και ηδονιστικό χαρακτήρα προσέβαλαν την αγνότητα της παιδικής ηλικίας του παθόντος [14 ετών ], και κατέτειναν στην ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας του αναιρεσείοντα. Επίσης προσδιορίζεται ο τόπος όπου οι γενετήσιες πράξεις έλαβαν χώρα ήτοι στο υπόγειο της οικίας στους ..., στην οποία διέμενε ο ανήλικος με τον αναιρεσείοντα όπου ο τελευταίος με το πρόσχημα παροχής βοήθειας στις εργασίες που κατά καιρούς πραγματοποιούσε στο χώρο αυτό [μεταφορά ξύλων και καθαρισμό] καλούσε τον ανήλικο και εκμεταλλευόμενος την σχέση εμπιστοσύνης που υπήρχε μεταξύ τους και την εξάρτησή του τελευταίου απ'αυτόν, εμποιώντας του με αυτήν φόβο καθώς και την σοβαρή ψυχική ασθένεια από την οποία έπασχε ο ανήλικος, προέβαινε στις ανωτέρω γενετήσιες πράξεις [ενέργεια παρά φύση συνουσίας κατ'εξακολούθηση και πεολειχία], ικανοποιώντας έτσι την γενετήσια επιθυμία του. Οι επί μέρους αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντα προβαλλόμενες με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους αναίρεσης και δη ότι: α] στην προσβαλλόμενη απόφαση έχουν εμφιλοχωρήσει αντιφάσεις και ασάφειες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο της ορθής εφαρμογής των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των άρθρων 339 παρ.1 και 98 παρ.1 ΠΚ ως προς την κατ'εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος
των γενετήσιων πράξεων με ανήλικο από τον αναιρεσείοντα, από την παραδοχή στο σκεπτικό και στο διατακτικό ότι οι ένδικες γενετήσιες πράξεις τελέστηκαν τέσσερις φορές, ενώ σε έτερο σημείο του σκεπτικού όλως αντιφατικώς δέχεται ότι ο παθών τελούσε σε αδυναμία προσδιορισμού των μερικότερων πράξεων κατά αριθμό, είναι αβάσιμη. Κατά τις σαφείς παραδοχές της προσβαλλομένης, οι οποίες στηρίχθηκαν σε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο στην κατάθεση του παθόντα, η πράξη των γενετήσιων πράξεων με ανήλικο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, που ήταν από το Φεβρουάριο του 2012 έως το φθινόπωρο του ίδιου έτους, τελέστηκε σε τέσσερις περιπτώσεις και όχι σε είκοσι [περιπτώσεις], όπως από προφανή παραδρομή αναφέρεται στο κατηγορητήριο και στην πρωτόδικη απόφαση, προσδιορίζοντας έτσι πλήρως τον αριθμό των επί μέρους πράξεων του κατ'εξακολούθηση εγκλήματος των γενετήσιων πράξεων με ανήλικο που συμπλήρωσε τα 14 όχι όμως τα 15 έτη υπό τον πρώτο, αναφερόμενο στη μείζονα σκέψη, τρόπο τέλεσης. Η αναφορά δε στην προσβαλλομένη ότι ο εγκαλών κατά την χωρίς όρκο κατάθεσή του ενώπιον του ΜΟΔ, αδυνατούσε να προσδιορίσει τις μερικότερες πράξεις κατά αριθμό και ακριβή χρόνο τέλεσης λόγω της παρόδου πολλών ετών και της ψυχολογικής του κατάστασης, ουδεμία αντίφαση δημιουργεί ως προς το αποδεικτικό της πόρισμα ότι η ως άνω πράξη τελέστηκε σε τέσσερις περιπτώσεις, αλλά αποτελεί συλλογισμό κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού. β]Αβάσιμη επίσης είναι και η αιτίαση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας διότι ουδόλως εξειδικεύει σε τι συνίσταται η παραπλάνηση του εγκαλούντος ως προς την από αυτόν τέλεση της γενετήσιας πράξης της πεολειχίας στον αναιρεσείοντα, ούτε παραθέτει τα αποδεικτικά μέσα στα οποία στήριξε αυτή την παραδοχή, ότι δηλαδή η πεολειχία τελέστηκε με παραπλάνηση και όχι με εξαναγκασμό, όπως έγινε δεκτό από το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Ηρακλείου, καθόσον με σαφήνεια δέχτηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ότι η πράξη για την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων διαπράχθηκε, εκτός των άλλων, με την τέλεση γενετήσιας πράξεως [πεολειχίας] εκ μέρους του ανηλίκου επί του αναιρεσείοντος, ο οποίος υπό τις προαναφερθείσες περιστάσεις που σαφώς προσδιορίζονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, επέδρασε στη βούληση του ανηλίκου ώστε να ενεργήσει την γενετήσια αυτή πράξη επ' αυτού [αναιρεσείοντος].
Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Θ' ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη αυτή λόγο αναίρεσης, υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από το νόμο ή υφίσταται μεν τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι οι οποίοι παρέχουν την εξουσία να κρίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι'αυτό κατά νόμο όροι. Εξάλλου, κατά το άρθρο 362 παρ.2 του ισχύοντος ΚΠΔ, [άρθρο 364 παρ.2 του προϊσχύσαντος ΚΠΔ], διαβάζονται στο ακροατήριο οι αμετάκλητες αποφάσεις που εκδόθηκαν σε άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, αν το δικαστήριο κρίνει ότι η ανάγνωση αυτή είναι χρήσιμη. Αν δεν συντρέχει η ως άνω προϋπόθεση για να αναγνωσθεί η απόφαση, θα πρέπει να μην εναντιωθεί κάποιος από τους διαδίκους. Ωστόσο, η διάταξη αυτή δεν απαγγέλλει ρητώς ακυρότητα για την παραβίασή της ενώ ούτε επέρχεται από την παραβίαση αυτή απόλυτη ακυρότητα σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ.1 ΚΠΔ, ούτε κάποια πλημμέλεια της απόφασης [ΑΠ 984/2017, ΑΠ 795/2017]. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 177,178 και 179 ΚΠΔ, προκύπτει ότι στην ποινική διαδικασία επιτρέπεται κάθε είδος αποδεικτικού μέσου, είτε από αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 178 είτε άλλα, ακόμη και άκυρα, εκτός αν η χρησιμοποίησή τους απαγορεύεται από το νόμο είτε ρητώς είτε γιατί είναι αντίθετη σε διατάξεις του ισχύοντος δικονομικού συστήματος, οπότε η χρησιμοποίησή τους προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και επιφέρει απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας κατά το άρθρο 171 παρ.1 περ.δ' ΚΠΔ.
Συνεπώς, από τη διάταξη του άρθρου 362 ΚΠΔ σε συνδυασμό και προς τις διατάξεις των άρθρων 170,171 και 177 ΚΠΔ, προκύπτει ότι το δικάζον ποινικό δικαστήριο, αναζητώντας την ουσιαστική αλήθεια για τη διαμόρφωση της κρίσης του ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου, προβαίνει στην ανάγνωση και ουσιαστική αξιολόγηση οποιουδήποτε χρησίμου εγγράφου, αποδεικτικού ή διαδικαστικού, εφόσον δεν αμφιβάλλει για τη γνησιότητά του έστω και αν το έγγραφο προέρχεται από άλλη ποινική ή πολιτική δίκη, στην οποία δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση ή πρόκειται για απόφαση που δεν είναι αμετάκλητη χωρίς αυτό να συνεπάγεται απόλυτη ακυρότητα. Αντίθετα, η άρνηση του δικαστηρίου να αναγνώσει έγγραφο ή αμετάκλητη απόφαση που προσκόμισε ο κατηγορούμενος κατά την αποδεικτική διαδικασία με ταυτόχρονη προφορική ή έγγραφη αίτηση για την ανάγνωσή του ή η μη απάντηση στη σχετική αίτηση, επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, επειδή σ'αυτή την περίπτωση θίγονται τα δικαιώματα υπεράσπισης και ακρόασης του κατηγορουμένου, αντίστοιχα [και όχι επειδή δεν έχει τηρηθεί η διάταξη του άρθρου 362 παρ.2 ΚΠΔ, η οποία δεν τάσσεται με ποινή ακυρότητας της σχετικής διαδικασίας [ΑΠ 1700/2019, ΑΠ 1239/2017]. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 502 παρ.1 εδ.γ' του ΚΠΔ, σε κάθε περίπτωση διαβάζονται και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που περιέχουν τις καταθέσεις των μαρτύρων που εξετάσθηκαν και κατάλογο των αναγνωσθέντων εγγράφων. Δηλαδή, κατά την έννοια της διάταξης αυτής τα αναφερόμενα στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης ως αναγνωσθέντα έγγραφα θεωρείται ότι αναγνώσθηκαν και στην κατ'έφεση δίκη και παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως [ΑΠ 955/2016, ΑΠ 669/2014].
Στην προκειμένη περίπτωση από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, που παρέχουν πλήρη απόδειξη για όσα αναγράφονται σ'αυτά εφόσον δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν, προκύπτει ότι αφού έγινε τυπικά δεκτή η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, οι συνήγοροι του τότε εκκαλούντος και ήδη αναιρεσείοντος υπέβαλαν ένσταση εκκρεμοδικίας προσκομίζοντας και επικαλούμενοι μεταξύ άλλων και την ως άνω υπ'αριθμ.173-176Α +177+183- 191/2019 απόφαση του ΜΟΔ Ηρακλείου, η οποία και αναγνώστηκε χωρίς αντίρρρηση από οποιονδήποτε. Ακολούθως, αφού απορρίφθηκε η εν λόγω ένσταση, μετά την εκφώνηση των ονομάτων των μαρτύρων κατηγορίας, ο εκκαλών και ήδη αναιρεσείων υπέβαλε δια του συνηγόρου του αίτημα προσαγωγής του παθόντα κατ'άρθρο 352 ΚΠΔ, δηλώνοντας ότι εναντιώνεται στην ανάγνωση της ως άνω οριστικής απόφασης του ΜΟΔ ως μη αμετάκλητης και παρέδωσε γραπτώς την εν λόγω εναντίωσή του. Το δικάσαν δικαστήριο επιφυλάχθηκε να απαντήσει και στη συνέχεια μετά την εξέταση της πρώτης μάρτυρα κατηγορίας και αφού ο συνήγορος του κατηγορουμένου επανέφερε το αίτημα προσέλευσης του παθόντα ενώπιον του Δικαστηρίου, απέρριψε αμφότερα τα αιτήματα. Όσον αφορά την απόρριψη του αιτήματος της μη ανάγνωσης της ως άνω απόφασης, απέρριψε αυτό με την ακόλουθη αιτιολογία: "Όμως το αίτημα αυτό υπεβλήθη αφού η απόφαση είχε ήδη αναγνωστεί για να κριθεί ή μη η ένσταση εκκρεμοδικίας δεδομένου μάλιστα ότι οι ίδιοι οι συνήγοροι του κατηγορουμένου την επικαλέστηκαν ως κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο της ένστασής τους και συνεπώς ήταν επιβεβλημένη η ανάγνωσή της. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της εκκαλούμενης απόφασης, αντίγραφο της απόφασης του ΜΟΔ είχε προσκομισθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο από τον συνήγορο του κατηγορουμένου και είχε αναγνωστεί και αξιολογηθεί. Ενόψει τούτων και της χρησιμότητας της ανάγνωσης της απόφασης, αφού πέραν της κρίσης για την ένσταση εκκρεμοδικίας, περιέχει στα πρακτικά της την κατάθεση του εγκαλούντος και άλλων ουσιωδών μαρτύρων [όπως της παιδοψυχιάτρου Α. Π. και του ιατροδικαστή Α. Π. ], οι οποίοι δεν κλήθηκαν και δεν εξετάστηκαν στο παρόν Δικαστήριο, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαία την ανάγνωση και αξιολόγηση των πρακτικών της απόφασης αυτής [καταθέσεις μαρτύρων, εγγράφων, απολογίας κατηγορουμένου] και επομένως το ανωτέρω αίτημα πρέπει να απορριφθεί". Ακολούθως δε προχώρησε στην ανάγνωση μεταξύ άλλων και του αντιγράφου των υπ'αριθμ.173-176Α +177+183-191/2019 πρακτικών της απόφασης του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ηρακλείου, που είχε προσκομίσει στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο κατηγορούμενος. Όπως δε προκύπτει από την επιτρεπτή για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας του προβαλλομένου λόγου αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, αντίγραφο της ως άνω απόφασης αναφέρεται ως αναγνωσθέν στα πρακτικά της υπ'αριθμ. 1086/2019 αποφάσεως του πρωτοβαθμίου Β'Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ηρακλείου, το οποίο μάλιστα προσκομίστηκε από τον συνήγορο του κατηγορουμένου. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη το δικάσαν δικαστήριο αναγιγνώσκοντας τα πρακτικά της μη αμετάκλητης απόφασης του ΜΟΔ Ηρακλείου δεν υπερέβη την εξουσία του και ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Θ' του ΚΠΔ δεύτερος αναιρετικός λόγος με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για υπέρβαση εξουσίας είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α' ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης αποτελεί η απόλυτη ακυρότητα που συνέβη στη διαδικασία στο ακροατήριο, κατά δε τη διάταξη 171 του ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα υπάρχει: 1.Αν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν α]..β]..γ] και δ] την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου ή του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πράξη κατά την προκαταρκτική εξέταση και την άσκηση των δικαιωμάτων που τους παρέχονται από το νόμο, την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και τον Χάρτη Θεμελιωδών Ελευθεριών της ΕΕ. 2]Αν ο κατηγορούμενος ζήτησε να ασκήσει δικαίωμα που του παρέχεται από το νόμο και το δικαστήριο του το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για την σχετική αίτηση. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 227 ΚΠΔ, στην περίπτωση ανηλίκου μάρτυρα θύματος προσβολής προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας, ήτοι θύματος, μεταξύ άλλων εγκλημάτων και αυτού του άρθρου 339 ΠΚ [αποπλάνησης ανηλίκου ήδη γενετήσιας πράξης με ανήλικο], ο ανήλικος δεν καλείται και δεν εξετάζεται στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας του μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως, εφόσον κρίνεται τούτο απολύτως αναγκαίο [παρ.5β του άρθρου 227 ΚΠΔ]. Η διάταξη αυτή εισάγει εξαίρεση από το βασικό καθήκον εμφάνισης του μάρτυρα στο ακροατήριο. Η μη εξέταση των ανηλίκων στο ακροατήριο και η μη εμφάνιση αυτών ενώπιον του ακροατηρίου και του περιβάλλοντος των δικαστηρίων ως δικαιολογητική βάση έχει το ότι βλάπτει σοβαρά τον ψυχισμό του ανηλίκου και εμποδίζει και την αποκάλυψη της αλήθειας λόγω της ιδιαίτερης φυσικοκινητικής οντότητάς του. Η αποφυγή εμφάνισης του ανηλίκου στο ακροατήριο συντελεί και στην αποφυγή της περαιτέρω διαταραχής της ψυχολογικής του κατάστασης και του ψυχικού του τραυματισμού και της συναισθηματικής του διαταραχής, καθόσον τέτοιες διαδικασίες είναι συχνά αντιληπτές ως μια εμφανής δοκιμασία για το ανήλικο θύμα ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες που αυτό παρά τη θέλησή του αντιπαραβάλλεται με τον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση δε που ο ανήλικος κατά το χρόνο εκδικάσεως της υποθέσεώς του έχει συμπληρώσει το 18° έτος της ηλικίας του μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως στο δικαστήριο, εφόσον το επιθυμεί, υπερασπιζόμενος τα συμφέροντά του.
Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως ο αναιρεσείων πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση ισχυριζόμενος ότι υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας που έλαβε χώρα στο ακροατήριο: α]με το να αναγνώσει τα πρακτικά της μη αμετάκλητης απόφασης του ΜΟΔ Ηρακλείου και ειδικότερα αναγιγνώσκοντας την κατάθεση του εγκαλούντος και άλλων ουσιωδών μαρτύρων [όπως της παιδοψυχιάτρου Α. Π. και του ιατροδικαστή Α. Π.] αφού του στέρησε προδήλως το παρεχόμενο από το άρθρο 357 παρ.3 ΚΠΔ δικαίωμα να υποβάλει ερωτήσεις στους ανωτέρω, που είναι χρήσιμες για την εξακρίβωση της αλήθειας, παραβιάζοντας έτσι τα υπερασπιστικά του δικαιώματα και β] με το να κρίνει μη αναγκαία την προσέλευση του μάρτυρα εγκαλούντος παρότι αυτή ήταν εφικτή, αφού του στέρησε το παραπάνω δικαίωμα υποβολής ερωτήσεων. Ο λόγος αυτός αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α ΚΠΔ είναι αβάσιμος καθόσον οι ως άνω καταθέσεις περιεχόμενες στα πρακτικά της απόφασης του ΜΟΔ Ηρακλείου, ορθά και νόμιμα λήφθηκαν υπόψη, αφού είχαν αναγνωστεί και κατά την πρωτοβάθμια δίκη, χωρίς αντίρρηση από τον κατηγορούμενο, της οποίας τα πρακτικά αναγνώστηκαν κατά την δίκη ενώπιον του Εφετείου όπως προκύπτει τόσο από την προσβαλλόμενη όσο και από την πρωτόδικη απόφαση [ΑΠ 1226/2015]. Η εναντίωση δε του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντα ως προς την ανάγνωση της ως άνω κατάθεσης του εγκαλούντος, χωρίς την έκδοση παρεμπίπτουσας απόφασης σχετικά με το ανέφικτο της εμφανίσεώς του στο ακροατήριο του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου [άρθρο 363 ΚΠΔ], δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, ούτε αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 6 και 18 της ΕΣΔΑ, αφού δεν παρεμποδίζει την διεξαγωγή δίκαιης και ουσιαστικής δίκης [ΑΠ 1226/2015]. Εξάλλου η εν λόγω κατάθεση, δεν αφορούσε κατάθεση κατά την προδικασία [άρθρο 363 παρ.2 ΚΠΔ] αλλά κατάθεση που δόθηκε ενώπιον του ακροατηρίου του ΜΟΔ Ηρακλείου.
Προσέτι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλομένης απόφασης, όσον αφορά στους λοιπούς, πλην του εγκαλούντος μάρτυρες, δεν υποβλήθηκε αίτημα από τον κατηγορούμενο για να κληθούν και το δικαστήριο δεν απάντησε επ'αυτού. Όσον αφορά δε το αίτημα για προσαγωγή του παθόντα, το δικαστήριο, μετά την παράθεση νομικής σκέψης με πλήρη αιτιολογία απέρριψε αυτό, με την παραδοχή ότι : "Στην προκειμένη περίπτωση ο εγκαλών-παριστάμενος προς υποστήριξη της κατηγορίας, έχει μεν συμπληρώσει το 18° έτος της ηλικίας του όμως, όπως προκύπτει από την αναγνωσθείσα ιατρική γνωμάτευση, αυτός πάσχει από ψυχική ασθένεια και σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη γνωμάτευση αυτή, υπάρχει κίνδυνος υποτροπής και συνιστάται να μην εμφανιστεί στο Δικαστήριο. Ενόψει τούτου, δηλαδή του κινδύνου υποτροπής, αλλά και του γεγονότος ότι τα περιστατικά τα οποία γνωρίζει και θα κατέθετε στο Δικαστήριο τα έχει εκθέσει στη μητέρα του, στους θεράποντες ιατρούς του αλλά και ενώπιον του ΜΟΔ όπου εξετάστηκε χωρίς όρκο, το Δικαστήριο δεν κρίνει αναγκαία την αυτοπρόσωπη εμφάνιση και εξέταση του ανωτέρω εγκαλούντος και επομένως το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί". Πέραν αυτών, ο ήδη αναιρεσείων, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλομένης, δεν στερήθηκε του δικαιώματος να προβεί κατ'άρθρο 358 ΚΠΔ σε επισημάνσεις και παρατηρήσεις ως προς τα αναγνωσθέντα πρακτικά της απόφασης του ΜΟΔ Ηρακλείου που περιείχαν τις ως άνω καταθέσεις, στις οποίες εξάλλου δεν στηρίχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας αποκλειστικά για την κρίση του περί της ενοχής του, αλλά και σε άλλα αποδεικτικά μέσα. Επομένως ο σχετικός λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Α' για απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Μετά απ'αυτά εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων κατά τα στο διατακτικό οριζόμενα [άρθρο 578 ΚΠΔ].
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ'αριθμ.2/9-3-2020 αίτηση του Ι. Μ., κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ'αριθμ.72/29-1-2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Ανατολικής Κρήτης.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα [250] ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Ιουλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 23 Ιουλίου 2020.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ