Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας, Κατηγορίας μεταβολή.
Περίληψη:
Απάτη - Στοιχεία κακουργηματικής απάτης. Πότε από κοινού κατ’ άρθρ. 45 Π.Κ. Συναπόφαση και κοινός δόλος - Οι συμμέτοχοι συμπράττουν με ταυτόχρονες ή διαδοχικές πράξεις, χωρίς να είναι απαραίτητη η αναφορά των κατ’ ιδίαν ενεργειών των. Πότε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία Εφετειακού βουλεύματος που απορρίπτει την έφεση για κακουργηματική απάτη. Υπάρχει και με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα Εισαγγελική πρόταση, όταν αυτή είναι ειδικά αιτιολογημένη. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει εξουσία να κρίνει μόνο επί εκείνων των μερών του πρωτοδίκου βουλεύματος, στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως. Όχι υπέρβαση εξουσίας εάν το Εφετείο απαντήσει σε λόγο που δεν επαναφέρεται με την έφεση. Όχι μεταβολή κατηγορίας ούτε χειροτέρευση της θέσεως κατηγορουμένου, όταν γίνεται ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός της πράξεως. Απορρίπτει.
Αριθμός 1622/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ηρακλή Κωνσταντινίδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Κούκλη και Βιολέττα Κυτέα-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 7 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1) Χ1 και 2) Χ2, κατοίκων ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2414/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ψ, κάτοικο ... .
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 1 Δεκεμβρίου 2006, δύο αυτοτελείς αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1944/06. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή, με αριθμό 405/24-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω στο Δικαστήριο σας την προκειμένη δικογραφία και εκθέτω τα εξής: Ι. Οι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2, κάτοικοι ..., άσκησαν τις με αριθμό 146 και 147/1-12-2006 αντίστοιχες αιτήσεις αναιρέσεως κατά του με αριθμό 2414/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Η σχετική δικογραφία υποβλήθηκε στο Δικαστήριο σας με την 137/28-3-2007 πρόταση μας (Αντεισαγγελέας Π. Καίσαρης), που είχε το εξής περιεχόμενο:
"Εισάγω κατ'άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. τις υπ'αρ.146 και 147/1-12-2006 αιτήσεις αναίρεσης των Χ1 και Χ2, κατοίκων ..., (δυνάμει της από 30-11-2006 εξουσιοδότησης τους προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Αλέξανδρο Στρίμπερη), κατά του υπ'αριθ. 2414/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα εξής : Α) Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ'ουσία οι υπ'αρ. 373 και 372/2005 εφέσεις των τώρα αναιρεσειόντων κατά του υπ'αρ. 2132/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμφθηκαν αυτοί στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοιvού και κατ' επάγγελμα, με συνολικό παράνομο περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή βλάβη της εγκαλούσας, που υπερβαίνει το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ και επικυρώθηκε το πρωτόδικο βούλευμα. Β) Oι αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπα δικαιούμενα προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκείμενου σε αναίρεση σύμφωνα με τα άρθρα 473§1, 474 και 482 παρ.1 & 3 Κ.Π.Δ., με τις ως άνω από 1-12-2006 δηλώσεις των αναιρεσειόντων στο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για τις οποίες συντάχθηκαν oι υπ'αρ. 146 και 147/2006 εκθέσεις αναίρεσης, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα τους είχε επιδοθεί την 30-11-2006 και είναι τυπικά δεκτές. Με το υπό κρίση ένδικο μέσο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη αιτιολογίας, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης και την υπέρβαση εξουσίας. Γ) Έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ'άρ.93 § 3 Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε τούτο ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, ενώ Δ) Εσφαλμένη μεν ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ιδρύουσα λόγον αναιρέσεως, υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από αυτήν που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή, όταν δεν υπάγει ορθώς σ'αυτήν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως προκύψαντα από τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση (Α.Π.252/04 και 2200/02, Π.Χ. ΝΓ/762). Ε) Εξάλλου, εφόσον τα εκτιθέμενα στις αιτήσεις αναίρεσης ως προς το λόγο της έλλειψης αιτιολογίας, ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός των αιτήσεων είναι απαράδεκτος, διότι η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου (Α.Π.1457/2000 & 591/2001, Π.Χ. ΝΑ/537 & ΝΒ/131). ΣΤ) Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με μνεία, όλων κατ'είδος, των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα, ειδικά αιτιολογημένη και εμπεριστατωμένη, εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ειδικότερα προέκυψε ότι τον Σεπτέμβριο του έτους 2002 στην οικία της εγκαλούσας στα ... οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι, που είναι αντρόγυνο και διατηρούσαν οικογενειακές σχέσεις και μακρόχρονη φιλία με την εγκαλούσα από κοινού ενεργώντας δολίως παρέστησαν ψευδώς στην εγκαλούσα ότι είχαν άμεση ανάγκη χρημάτων προκειμένου να καλύψουν επείγουσες οικογενειακές ανάγκες. Προκειμένου δε να άρουν τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις και αμφιβολίες της εγκαλούσας ενόψει του γεγονότος ότι το χρηματικό ποσό ήταν μεγάλο διαβεβαίωσαν ψευδώς την εγκαλούσα ότι ήταν κάτοχοι ποσού ύψους 1.000.000 ευρώ σε δεσμευμένο στην τράπεζα λογαριασμό μέχρι την 28-2-2003 και ότι μέχρι την ίδια ημερομηνία ανέμεναν ποσό 500.000 ευρώ περίπου από την επαγγελματική δραστηριότητα του δευτέρου ως ασφαλιστή. Έτσι έπεισαν από κοινού την εγκαλούσα να τους καταβάλει διαδοχικά το συνολικό ποσό των 183.800 ευρώ, ήτοι κατέθεσε κατά το από του μηνός Σεπτεμβρίου 2002 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2002 χρονικό διάστημα σε κατάστημα των ... της ALFA BANK σε κοινό λογαριασμό των εκκαλούντων συνολικό ποσό 146.000 ευρώ (βλ. αντίγραφα καταθέσεων στον κοινό λογαριασμό με αριθμ. 1-11), περαιτέρω δε τους κατέβαλε σε μετρητά ποσό 20.000 ευρώ την 10-10-2002 και ποσό 17.300 ευρώ την 20-10-2002. Κατά το ίδιο ανωτέρω χρονικό διάστημα oι κατηγορούμενοι επέστρεψαν στην εγκαλούσα διάφορα χρηματικά ποσά στο τέλος Δεκεμβρίου του 2002 όφειλαν να επιστρέψουν συνολικά το ποσό των 146.000 ευρώ, το οποίο την είχαν διαβεβαιώσει ψευδώς ως ανωτέρω ότι θα το επέστρεφαν τον Φεβρουάριο του 2003. Οι κατηγορούμενοι που διαβιούσαν λίαν πολυτελώς τέλεσαν την ανωτέρω πράξη τους κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας των. Χαρακτηριστικές εν προκειμένω είναι oι καταθέσεις των μαρτύρων 1) Β και 2) Γ, εκ των οποίων η πρώτη παρότι έχει συγγενικό δεσμό αίματος με την πρώτη των κατηγορουμένων (πρώτη εξαδέλφη) όχι μόνο επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας κατά τρόπο απόλυτο αλλά περαιτέρω επίσης επιβεβαιώνουν ότι και η πρώτη εξ αυτών (Β) έπεσε θύμα εξαπάτησης κατά τον ίδιο τρόπο και κατά τον ίδιο χρόνο των κατηγορουμένων αφού πείσθηκε στις ίδιες ψευδείς παραστάσεις των κατηγορουμένων και τους κατέβαλε ως δάνειο το ποσό των 25.000 ευρώ και το οποίο ιδιοποιήθηκαν παρανόμως. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται την πράξη των και διατείνονται, πλην αβασίμως, όλως αορίστως ότι τόσον η εγκαλούσα όσο και η ανωτέρω μάρτυρας είχαν συμφωνήσει από κοινού με τον δεύτερο τα ανωτέρω χρήματα να δανείζουν σε παίκτες του καζίνου με υψηλό επιτόκιο μέσω του δευτέρου, χωρίς άλλες λεπτομέρειες. Οι ισχυρισμοί αυτοί των κατηγορουμένων παρότι επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων: α) Α (αδελφής της πρώτης κατηγορουμένης) και 2) Δ, δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτοί ως αληθείς κυρίως από το γεγονός ότι αν πράγματι τόσον η εγκαλούσα, η μάρτυρας Β και οι κατηγορούμενοι απώλεσαν τα χρήματα τους που είχαν δανείσει μέσω του δευτέρου κατηγορουμένου σε παίκτες του καζίνου αορίστως για ποιο λόγο τότε η πρώτη κατηγορουμένη αποδέχθηκε με τριτεγγυητή τον δεύτερο κατηγορούμενο είκοσι (20) συναλλαγματικές με ημερομηνία λήξης την 13η κάθε μήνα με έναρξη την 13 Οκτωβρίου 2003, ποσών αντιστοίχως, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 3.000, 7.000, 7.000, 7.000, 7.000, 7.000, 7.000, 7.000, 7.000 και 7.000 ευρώ (βλ. στοιχεία αντίγραφα συναλλαγματικών) και οι οποίες (συναλλαγματικές) ουδέποτε εξοφλήθηκαν. Κατέληξε δε το Συμβούλιο Εφετών ότι ορθά παραπέμφθηκαν με το πρωτόδικο βούλευμα οι κατηγορούμενοι στο ακροατήριο για την ως άνω πράξη.
Ζ) Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκαν παραπεμπτέοι στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, τ'αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 1, 13 εδ. στ', 14, 26 § ια, 27 § 1 και 386 παρ. 1β και 3 εδ. α, β Π.Κ., τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως oι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων για λόγους αναίρεσης κατ'άρθρ.484 § 1 στοιχ. β', δ' και στ' Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμες. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ : Η) Δεν απαιτείται χωριστή αξιολόγηση και εκτίμηση (Α.Π.193/88, Π.Χ. ΛΗ/498) του περιεχομένου κάθε αποδεικτικού μέσου (ΑΠ 1334 & 1424/89, Π.Χ. Μ/586 & 705), καθόσον αρκεί η λήψη αυτών συνολικά (Α.Π. 798/88, Π.Χ. ΛΗ/889) και δεν είναι ανάγκη να εξειδικεύεται τι συνήχθη από το καθένα (ΑΠ 1140/89, Π.Χ. Μ/424), όπως δε προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα (ανωτέρω υπό ΣΤ'), το Συμβούλιο Εφετών συνεκτίμησε όλα κατ'είδος τ'αποδεικτικά μέσα (Α.Π. 1825/99, Π.Χ. Ν/810) και επομένως oι αντίθετες αιτιάσεις των 2 (πανομοιότυπων κατά το περιεχόμενο) αιτήσεων αναίρεσης πρέπει ν'απορριφθούν ως αβάσιμες. ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ Θ) Ορθά και αιτιολογημένα, και όχι με ελλιπή αιτιολογία, όπως υποστηρίζεται, απορρίφθηκε το αίτημα περί αυτοπρόσωπης εμφάνισης των κατηγορουμένων στο συμβούλιο προς παροχή διευκρινίσεων. Ι) Εκτός αναιρετικού ελέγχου είναι επίσης οι αιτιάσεις που αμφισβητούν τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της απάτης, καθώς και την αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων ή των εγγράφων, όπως ήδη εξετέθη, αλλά και τις έννοιες της από κοινού (ά. 45 Π.Κ.) και "κατ'επάγγελμα"τέλεσης της πράξης, που όλα αυτά εκτίθενται αναλυτικά και εμπεριστατωμένα στο προσβαλλόμενο βούλευμα. ΙΑ) Τέλος το αίτημα των αναιρεσειόντων ενώπιον του Συμβουλίου σας προς παροχή διευκρινίσεων πρέπει ν'απορριφθεί, διότι με πληρότητα εκθέτουν στις αναιρέσεις τους τα επιχειρήματα και τους ισχυρισμούς τους σχετικά με την παραπάνω πράξη, έτσι ώστε να μην υπάρχει ανάγκη κάποιας άλλης συμπλήρωσης. ΓΙ'ΑΥΤΟ Προτείνω: 1) Ν'απορριφθούν οι υπ'αρ. 146 και 147/1-12-2006 αιτήσεις αναίρεσης των Χ1 ΚΑΙ Χ2, κατοίκων ..., (δυνάμει της από 30-11-2006 εξουσιοδότησης τους προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθηνών Αλέξανδρο Στρίμπερη), κατά του υπ'αρ. 2414/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. 2) Ν'απορριφθεί το αίτημα τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους προς παροχή διευκρινίσεων στο Συμβούλιό σας και 3) Να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα."(βλ. πρόταση). II. Το Δικαστήριο σας με την 1500/2007 απόφαση απείχε να αποφανθεί επί της υποθέσεως γιατί δέχθηκε ότι εκτός της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, οι κατηγορούμενοι είχαν προσβάλλει το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και για υπέρβαση εξουσίας και ως προς τον λόγο αυτό δεν υπήρχε πρόταση.(βλ. απόφαση).
ΙΙΙ. Σε σχέση λοιπόν με τον περί υπερβάσεως εξουσίας κοινό λόγο αναιρέσεως σας εκθέτω τα εξής: Ο περί υπερβάσεως εξουσίας λόγος αναίρεσης, στηρίζεται κατά τους αναιρεσείοντες σε δύο (2) βάσεις και συγκεκριμένα στο ότι: α) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών προχώρησε στην ουσιαστική εκτίμηση της υπόθεσης και απόρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμες τις εφέσεις που είχαν ασκήσει οι ήδη αναιρεσείοντες κατά του 2132/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, χωρίς προηγουμένως να κρίνει αν ήταν ορθή ή όχι η με το ίδιο βούλευμα απόρριψη των αιτήσεων τους για αυτοπρόσωπη εμφάνισή τους ενώπιον του Συμβουλίου (βλ. παράγρ. 4, 1 των αναιρέσεων). Από την επισκόπηση των σχετικών εγγράφων, που παραδεκτώς γίνεται για την εκτίμηση της βασιμότητας του λόγου αναίρεσης, προκύπτει ότι πράγματι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 2132/2005 βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο τους ήδη αναιρεσείοντες για να δικαστούν για κακουργηματική απάτη από κοινού και απέρριψε την από 4-2-2005 αίτησή τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση (βλ. 2132/2005 βούλευμα). 'Όμως οι κατηγορούμενοι στις με αριθμό 373/1-9-2005 (Χ1) και 372/1-9-2005 (Χ2) εφέσεις κατά του βουλεύματος, επικαλέσθηκαν ως λόγο έφεσης το ότι ".....Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δεν εκτίμησε ορθά τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και με το προσβαλλόμενο βούλευμα παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για να δικαστούν για απάτη κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια σε βαθμό κακουργήματος, ενώ σύμφωνα με ορθή εκτίμηση όλων των στοιχείων της δικογραφίας, έπρεπε να τους απαλλάξει από κάθε κατηγορίας...."(βλ. εκθέσεις εφέσεως). Με βάση αυτό το περιεχόμενο των εφέσεων, ορθώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν ασχολήθηκε με το ζήτημα της αυτοπρόσωπης εμφάνισης, γιατί: α) οι κατηγορούμενοι δεν είχαν εκκαλέσει το πρωτόδικο βούλευμα και ως προς τη διάταξή του αυτή, αφού οι εκκαλούντες ρητώς αναφέρουν στις εκθέσεις εφέσεως ότι παραπονούνται μόνον για λανθασμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Δεν υπήρξε λοιπόν υπέρβαση εξουσίας στην προκειμένη περίπτωση και ο σχετικός λόγος αναίρεσης, που ερείδεται στο ζήτημα αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. β) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών παρέπεμψε τους αναιρεσείοντες για βαρύτερη πράξη από εκείνη για την οποία είχαν παραπεμφθεί, αφού δέχθηκε ότι η πράξη είχε τελεστεί "κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια", ενώ το πρωτόδικο βούλευμα είχε δεχθεί μόνο τη συνδρομή της "κατ'επάγγελμα" τέλεσης. Ο λόγος αυτός είναι επίσης αβάσιμος, γιατί ανεξάρτητα του ότι το Συμβούλιο Εφετών είχε το δικαίωμα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 319 Κ.Π.Δ. να προσθέσει την επιβαρυντική περίσταση, χωρίς αυτό να αποτελεί ανεπίτρεπτη χειροτέρευση της θέσης των κατηγορουμένων, στην προκειμένη περίπτωση, από το διατακτικό του 2414/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών προκύπτει, ότι το Συμβούλιο απέρριψε ως αβάσιμες τις εφέσεις και επικύρωσε την παραπεμπτική διάταξη του 2132/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έγινε η προσθήκη και άλλης επιβαρυντικής περίπτωσης, χωρίς να ασκεί έννομη επιρροή, το γεγονός ότι στο σκεπτικό αναφέρεται πράγματι, από προφανή παραδρομή ότι η πράξη τελέστηκε "κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια".
Συνεπώς και ως προς τις δύο βάσεις του ο περί υπερβάσεως εξουσίας, κοινός λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί.
ΙV.- Με βάση τις σκέψεις αυτές, αλλά και όσα περιλαμβάνονται στην παραπάνω 137/28-3-2007 πρότασή μας, στο περιεχόμενο της οποίας αναφέρομαι. Προτείνω Ι. Να απορριφθούν οι με αριθμό 146 και 147/1-12-2006 αιτήσεις αναίρεσης, που ασκήθηκαν αντιστοίχως από τους κατηγορουμένους Χ1 και Χ2, κατοίκων ..., δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Αλεξάνδρου Στρίμπερη, κατά του με αριθμό 2414/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ. Να απορριφθεί το αίτημά τους για αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους προς παροχή διευκρινίσεων στο Συμβούλιο σας και
ΙΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στους αναιρεσείοντες. Αθήνα 24 Σεπτεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι αιτήσεις αναιρέσεως υπ' αριθ. 146 και 147.1-12-2006 των Χ1 και Χ2 στρεφόμενες κατά του υπ' αριθμ. 2414/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, πρέπει να συνεκδικασθούν και να εξετασθούν περαιτέρω κατ' ουσίαν. Πρέπει να σημειωθεί ότι η συζήτηση των εν λόγω αναιρέσεων λαμβάνει χώρα μετά την έκδοση της υπ' αριθμ. 1500/2007 αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου σε Συμβούλιο, δια της οποίας τούτο απέσχε να αποφανθεί επ' αυτών.
Κατά το άρθρο 386 § 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Ούτω για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α)σκοπός του δράστου να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλο παράνομο περιουσιακό όφελος, έστω και αν τελικώς δεν επιτευχθεί το όφελος. Ο σκοπός οφέλους αποτελεί υποκειμενικό στοιχείο του αδίκου ("υπερχειλής υποκειμενική υπόσταση") και συνεπώς εδώ αξιώνεται ορισμένος δόλος' "περιουσιακό όφελος" είναι κάθε οικονομική βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως υπάρχει δε περιουσιακό όφελος όταν επιδιώκεται η αύξηση της περιουσίας του δράστου ή άλλου καθώς και κάθε ευνοϊκότερη διαμόρφωση της περιουσίας του β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τοιούτο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως με βάση την εμφανιζομένη ψευδή κατάσταση από τον δράστη που έχει ειλημμένη απ' αρχής την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης, γ)βλάβη ξένης περιουσίας (ζημία) η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστου και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της αξίας της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση για την ανόρθωσή της. Περιουσιακή βλάβη μπορεί να συνιστά και συγκεκριμένη απειλή ή διακινδύνευση της περιουσίας όταν επιφέρει μείωση της ενεστώσης αξίας αυτής και μπορεί έτσι να αποτιμηθεί ως επελθούσα βλάβη. Τον αντίποδα βλάβης του παθόντος πρέπει να αποτελεί το περιουσιακό όφελος, η οποία συνήθως ισούται με αυτό, ήτοι η βλάβη της περιουσίας πρέπει να αντιστοιχεί στο παράνομο περιουσιακό όφελος που ο υπαίτιος επεδίωξε και να είναι άμεσο και αποκλειστικό αποτέλεσμα της απατηλής συμπεριφοράς του υπαιτίου. Ο παραπλανώμενος δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τον βλαπτόμενο, αρκεί να μπορεί από τον νόμο ή τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτομένου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς. Περαιτέρω μετά την αντικατάσταση της § 3 του άρθρου 386 ΠΚ με το άρθρο 14 § 4 Ν. 2721/1999 η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα (και) στην περίπτωση κατά την οποίαν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια το δε παράνομο περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης ή η αντίστοιχη συνολική ζημία που προεκλήθη υπερβαίνει το ποσόν των (νυν) 73.000 ευρώ. Κατά την διάταξη του άρθρου 13 στοιχ. στ' ΠΚ κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Αποτελεί συνήθως επιβαρυντική περίσταση που επιτείνει την τιμώρηση του βασικού εγκλήματος, για τον χαρακτηρισμό δε της κατ' επάγγελμα τελέσεως αντικειμενικά μεν απαιτείται η επανειλημμένη τέλεση και δεν είναι αναγκαία η προηγουμένη καταδίκη, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστου να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Εάν δεν υπάρχει επανειλημμένη τέλεση, αρκεί για το κατ' επάγγελμα να διαπιστώνεται ότι η αξιόποινη πράξη τελείται μεν για πρώτη φορά, όχι όμως ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου δηλαδή όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει σκοπός του πορισμού εισοδήματος. Περαιτέρω κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστου προς την διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητός του. Είναι δυνατή η τέλεση του εγκλήματος αυτού κατ' επάγγελμα και από συνήθεια συγχρόνως γι' αυτό και δεν δημιουργείται ασάφεια στο παραπεμπτικό βούλευμα, όταν ο κατ/νος φέρεται ότι έχει τελέσει την πράξη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Τέλος, κατά το άρθρο 45 Π.Κ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 Π.Κ. πρέπει να αναφέρονται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά βάσει των οποίων το δικαστήριο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος ως συναυτουργός. (Ολ. ΑΠ 50/1990). Απάτη μπορεί να τελεστεί και κατά συναυτουργία, όταν οι συναυτουργοί προβαίνουν στις ψευδείς παραστάσεις είτε συγχρόνως από κοινού είτε διαδοχικά, κατόπιν όμως κοινής συναποφάσεως δηλαδή με κοινό δόλο, και με σκοπό παρανόμου περιουσιακού οφέλους. Ακόμη ο κοινός δόλος αρκεί, χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξειδικεύσεως των επί μέρους τυπικών ενεργειών εκάστου συναυτουργού.
Έλλειψη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. απαιτουμένη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 § 1 εδ. δ' Κ.Ποιν.Δικ λόγον αναιρέσεως υπάρχει όταν δεν εκτίθεται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά σχετικά με την αποδιδομένη εις τον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, στα οποία, δηλαδή στηρίχθηκε ή κρίση του συμβουλίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων αυτής, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τοιαύτης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό της δικαστικής κρίσεως. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για τον σχηματισμό της δικανικής πεποιθήσεως όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά κατ' επιλογήν όπως αυτό επιβάλλεται από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 177 § 1 και 178 Κ.Ποιν.Δικ (Ολ. ΑΠ 1/2005). Δεν αποτελεί όμως λόγον αναιρέσεως ή εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων και η παράλειψη της δι' αυτήν μεταξύ των αξιολογήσεως, καθ' όσον υπό την επίκληση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου. Η επιβαλλομένη από τις άνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέως Εφετών, στην οποίαν εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου. Ειδικότερα για την πληρότητα της αιτιολογίας όσον αφορά το έγκλημα της απάτης πρέπει στο παραπεμπτικό βούλευμα, όχι μόνο να εκτίθεται απλώς ότι επήλθε βλάβη σε ξένη περιουσία, αλλά να προσδιορίζεται εις τι συνίσταται αυτή και να δικαιολογείται ο τρόπος με τον οποίον πραγματοποιήθηκε. Τέλος κατά το άρθρο 484 § 1 περ. β' Κ.Ποιν.Δικ. συνιστά λόγον αναιρέσεως ή εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Και εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που εδέχθη στην διάταξη που εφήρμοσε (ευθεία παράβαση) καθώς και όταν η σχετική διάταξη παρεβιάσθη εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο πόρισμα του βουλεύματος κατά τρόπο σαφή, πλήρη και ορισμένο και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία εδέχθη με αποτέλεσμά να μη καθίσταται εφικτός ο έλεγχος υπό του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 2414/2005 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών απερρίφθησαν οι ασκηθείσες υπό των αναιρεσειόντων εφέσεις κατά του πρωτοδίκου υπ' αριθμ. 2132/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο διαπιστωθεισών επαρκών ενδείξεων, παρεπέφθησαν ούτοι για να δικασθούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από κοινού κατ' επάγγελμα, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 €. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και με μνεία κατ' είδος όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβεν υπ' όψη του (περιεχόμενο της εγκλήσεως, καταθέσεις μαρτύρων που εξετάσθηκαν και εκτιμήθηκαν κάθε μία χωριστά και στο σύνολό τους τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων και τα σχετικά υπομνήματα) εδέχθη ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Τον Σεπτέμβριο του έτους 2002 στην οικία της εγκαλούσας στα ... οι εκκαλούντες κατηγορούμενοι, που είναι αντρόγυνο και διατηρούσαν οικογενειακές σχέσεις και μακρόχρονη φιλία με την εγκαλούσα από κοινού ενεργώντας δολίως παρέστησαν ψευδώς στην εγκαλούσα ότι είχαν άμεση ανάγκη χρημάτων προκειμένου να καλύψουν επείγουσες οικογενειακές ανάγκες. Προκειμένου δε να άρουν τις οποιεσδήποτε αντιρρήσεις και αμφιβολίες της εγκαλούσας ενόψει του γεγονότος ότι το χρηματικό ποσό ήταν μεγάλο διαβεβαίωσαν ψευδώς την εγκαλούσα ότι ήταν κάτοχοι ποσού ύψους 1.000.000 ευρώ σε δεσμευμένο στην τράπεζα λογαριασμό μέχρι την 28-2-2003 και ότι μέχρι την ίδια ημερομηνία ανέμεναν ποσό 500.000 ευρώ περίπου από την επαγγελματική δραστηριότητα του δευτέρου ως ασφαλιστή. Έτσι έπεισαν από κοινού την εγκαλούσα να τους καταβάλει διαδοχικά το συνολικό ποσό των 183.800 ευρώ, ήτοι κατέθεσε κατά το από του μηνός Σεπτεμβρίου 2002 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2002 χρονικό διάστημα σε κατάστημα των ... της ΑLPHA, ΒΑΝΚ σε κοινό λογαριασμό των εκκαλούντων συνολικό ποσόν 146.000 ευρώ (βλ. αντίγραφα καταθέσεων στον κοινό λογαριασμό με αριθμ. 1-11) περαιτέρω δε τους κατέβαλε σε μετρητά ποσό 20.000 ευρώ την 10-10-2002 και ποσό 17.300 ευρώ την 20-10-2002. Κατά το ίδιο ανωτέρω χρονικό διάστημα οι κατηγορούμενοι επέστρεψαν στην εγκαλούσα διάφορα χρηματικά ποσά στο τέλος Δεκεμβρίου του 2002 όφειλαν να επιστρέψουν συνολικά το ποσό των 146.000 ευρώ, το οποίο την είχαν διαβεβαιώσει ψευδώς ως ανωτέρω ότι θα το επέστρεφαν τον Φεβρουάριο του 2003. Οι κατηγορούμενοι που διαβιούσαν λίαν πολυτελώς τέλεσαν την ανωτέρω πράξη τους κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια καθόσον από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης και την υποδομή που είχαν διαμορφώσει με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός αυτών για πορισμό εισοδήματος και σταθερή ροπή τους προς διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητάς των. Χαρακτηριστικές εν προκειμένω είναι οι καταθέσεις των μαρτύρων 1) Β και 2) Γ, εκ των οποίων η πρώτη παρότι έχει συγγενικό δεσμό αίματος με την πρώτη των κατηγορουμένων (πρώτη εξαδέλφη) όχι μόνο επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας κατά τρόπο απόλυτο αλλά περαιτέρω επίσης επιβεβαιώνουν ότι και η πρώτη εξ αυτών (Β) έπεσε θύμα εξαπάτησης κατά τον ίδιο τρόπο και κατά τον ίδιο χρόνο των κατηγορουμένων αφού πείσθηκε στις ίδιες ψευδείς παραστάσεις των κατηγορουμένων και τους κατέβαλε ως δάνειο το ποσό των 25.000 ευρώ και το οποίο ιδιοποιήθηκαν παρανόμως. Οι κατηγορούμενοι αρνούνται την πράξη των και διατείνονται, πλην αβασίμως, όλως αορίστως ότι τόσον η εγκαλούσα όσο και η ανώτερω μάρτυρας είχαν συμφωνήσει από κοινού με τον δεύτερο τα ανωτέρω χρήματα να δανείζουν σε παίκτες του καζίνου με υψηλό επιτόκιο μέσω του δευτέρου, χωρίς άλλες λεπτομέρειες. Οι ισχυρισμοί αυτοί των κατηγορουμένων παρότι επιβεβαιώνονται από τις καταθέσεις των μαρτύρων: α) Α (αδελφής της πρώτης κατηγορουμένης) και 2) Δ, δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτοί ως αληθείς κυρίως από το γεγονός ότι αν πράγματι τόσον η εγκαλούσα, η μάρτυρας Β και οι κατηγορούμενοι απώλεσαν τα χρήματα τους που είχαν δανείσει μέσω του δευτέρου κατηγορουμένου σε παίκτες του καζίνου αορίστως για ποιο λόγο τότε η πρώτη κατηγορουμένη αποδέχθηκε με τριτεγγυητή τον δεύτερο κατηγορούμενο είκοσι (20) συναλλαγματικές με ημερομηνία λήξης την 13η κάθε μήνα με έναρξη την 13 Οκτωβρίου 2003, ποσών αντιστοίχως, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 8.000, 3.000, 7.000, 7.000, 7.000, 7.000, 7.000, 7.000, 7.000, 7.000 και 7.000 ευρώ (βλ. στοιχεία αντίγραφα συναλλαγματικών) και οι οποίες (συναλλαγματικές) ουδέποτε εξοφλήθηκαν. Με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτουμένη από τις διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Ποιν.Δικ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού στο βούλευμα εκτίθεται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των εγκλημάτων, για τα οποία εκρίθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα πραγματικά αυτά περιστατικά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί υπαγωγής των περιστατικών αυτών στις άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 §§ 1, 3α ΠΚ τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Εντεύθεν και αμφότεροι οι κοινοί λόγοι των αναιρέσεων περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο βούλευμα και περί εσφαλμένης εφαρμογής υπ' αυτού ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ευθέως αλλά και εκ πλαγίου, είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Καθ' ο δε μέρος με αυτούς προβάλλονται αιτιάσεις κατά της ουσιαστικής κρίσεως του Συμβουλίου είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι. Υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. στ' Κ.Ποιν.Δικ. λόγον αναιρέσεως του βουλεύματος υπάρχει όταν το συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως αυτής σε θετική και αρνητική. Ούτω θετική υπέρβαση εξουσίας υφίσταται όταν το συμβούλιο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει από τον νόμο δικαιοδοσία ή υπάρχει μεν τοιαύτη δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι που του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση αρνητική δε υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το Συμβούλιο αρνείται να αποφασίσει κάτι, για το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (Ολ. ΑΠ 9/2001, 3/2005). Εξ άλλου όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 502 §§§ 1, 2, 4 Κ.Ποιν.Δ μετά την παραδοχή τυπικά της εφέσεως, με την οποία προσεβλήθη στο σύνολό του το πρωτόδικο βούλευμα, το τελευταίο αυτό ατονεί και το Εφετείο εις το οποίον επανέρχεται η υπόθεση για κατ' ουσίαν συζήτηση στην πριν από την έκδοση του πρωτοδίκου βουλεύματος στάση, επανεξετάζει την υπόθεση όπως και το πρωτοβάθμιο συμβούλιο, τόσο ως προς την νομική, όσο και ως προς την ουσιαστική βάση, έχον εξουσίαν δηλ. να κρίνει κατά την διάταξη του άρθρου 502 § 2 Κ.Ποιν.Δικ., μόνο επί εκείνων των μερών στα οποία αναφέρονται οι λόγοι εφέσεως. Εντεύθεν το Εφετείο δεν είναι υποχρεωμένο να ασχοληθεί με ισχυρισμό η αιτίαση σχετικά με ό, τι υπεβλήθη στο πρωτοβάθμιο συμβούλιο εάν δεν υποβληθεί εκ νέου εις αυτό (Εφετείο) με την έφεση. Από τις διατάξεις των άρθρων 27, 43, 309, 317 και 318 Κ.Ποιν.Δικ., προκύπτει ότι δεν αποτελεί μεταβολή της κατηγορίας, από την οποίαν ιδρύεται ο εκ του άρθρου 484 § 1 στοιχ. στ' Κ.Ποιν.Δικ., ως άνω λόγος αναιρέσεως, της υπερβάσεως εξουσίας, η παραδοχή ακόμη και το πρώτον, από το Συμβούλιο Εφετών επιβαρυντικών περιστάσεων της πράξεως και η χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου και όταν εισάγεται σ' αυτό η υπόθεση μετά από έφεση του κατηγορουμένου, αφού κατά το άρθρο 318 Κ.Ποιν.Δικ. το Συμβούλιο Εφετών όταν επιλαμβάνεται της υποθέσεως κατόπιν εφέσεως του κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, μπορεί να διατάξει όσα και το Συμβούλιο Πλημ/κών και δεν εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 470 § 1 του αυτού Κώδικος, που καθιερώνει την αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος κατηγορουμένου που έχει εφαρμογή επί ασκήσεως ενδίκου μέσου μόνο κατά των καταδικαστικών αποφάσεων και όχι και κατά παραπεμπτικών βουλευμάτων. Ούτε υπάρχει μεταβολή όταν με το βούλευμα συμπληρώνονται και προσδιορίζονται σαφέστερα τα πραγματικά περιστατικά που απαρτίζουν την πράξη και με αυτό γίνεται ορθότερος νομικός χαρακτηρισμός αυτής, στα πλαίσια της λειτουργικής του Συμβουλίου Εφετών αρμοδιότητος, αρκεί βέβαια να μην επηρεάζεται η ταυτότης της πράξεως και να μην αποκλείεται υπάρχουσα παραγραφή. Στην προκειμένη περίπτωση οι αναιρεσείοντες ισχυρίζονται με τον τρίτο λόγο των κρινομένων αναιρέσεων, κατά μεν το εν σκέλος του, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο έκρινε κατόπιν εφέσεων των αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος προχώρησε στην κατ' ουσίαν απόρριψη των εφέσεών των, χωρίς προηγουμένως να αποφανθεί εάν ορθώς ή όχι απερρίφθη η αίτησή των περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς των εις το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, κατά δε το έτερον σκέλος του ότι αυτό (το Συμβούλιο Εφετών) εδέχθη ότι πρόκειται για απάτη κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, προσέθεσε δηλαδή και άλλη επιβαρυντική περίσταση στην πράξη για την οποίαν παραπέμφθησαν οι αναιρεσείοντες. Όμως όπως προκύπτει από την επιτρεπτή επισκόπηση των υπ' αριθμ. 373 και 372/1-9-2005 εφέσεων των νυν αναιρεσειόντων Χ1 και Χ2, ούτοι επεκαλέσθησαν ως μόνον λόγον εφέσεως των "την μη ορθή εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων και των πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν από την ανάκριση" και ουδέν έτερον. Εν όψει δε του ότι κατά τ' άνω εκτεθέντα, με την παραδοχή από το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών των εφέσεων των αναιρεσειόντων κατά του πρωτοδίκου του Συμβουλίου, ήτοι, Πλημμελειοδικών Αθηνών, βουλεύματος, το τελευταίο αυτό ατόνησε και η υπόθεση εξητάσθη εκ νέου από το δευτεροβάθμιο συμβούλιο στο σύνολό της ανεκκλήτως δια του προσβαλλομένου βουλεύματος, το Εφετείο δεν ήτο υποχρεωμένο να ασχοληθεί με την ορθή ή όχι απόρριψη του αιτήματος περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς των από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, αφού σχετικός ισχυρισμός δεν υπεβλήθη και πάλι προς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών. Δι' ό και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Περαιτέρω με το να κριθεί με το προσβαλλόμενο Εφετειακό βούλευμα ότι υπάρχουν ενδείξεις για απάτη τελεσθείσα κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια κατ' ορθότερο δηλαδή χαρακτηρισμό της πράξεως, χωρίς αυτό να επηρεάζει την ταυτότητα της περί ης ο λόγος πράξεως και για την οποίαν η προβλεπομένη μάλιστα ποινή είναι η αυτή και εάν συντρέχουν σωματικώς αμφότερες οι επιβαρυντικές περιστάσεις ήτοι και κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια δεν επέφερε ανεπίτρεπτο μεταβολή της κατηγορίας και δεν υπερέβη την εξουσία του το Συμβούλιο Εφετών. Δι' ό και ο σχετικός λόγος αναιρέσεως κατά το σχετικό σκέλος του, υποστηρίζων τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Μετά ταύτα πρέπει, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, να απορριφθούν στο σύνολό τους οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως, καταδικασθεί δε έκαστος των αναιρεσειόντων εις τα δικαστικά έξοδα εξ ευρώ διακοσίων είκοσι (220).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθμ. 146 και 147/1-12-2006 αιτήσεις των Χ1 και Χ2, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 2414/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα τα οποία ορίζει εις διακόσια είκοσι (220) ευρώ δι' έκαστον αυτών.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ