Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Απάτη σε βαθμό κακουργήματος. Στοιχεία του εγκλήματος και τρόποι τελέσεως αυτού. Χρόνος τελέσεως του εγκλήματος. Έννοια γεγονότος. Στοιχεία συναυτουργίας. Ορθή και αιτιολογημένη παραπομπή για το ανωτέρω έγκλημα των κατηγορουμένων εκπροσώπων ανώνυμης εταιρείας οι οποίοι αφενός παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα ότι η εταιρεία έχει μεγάλη οικονομική επιφάνεια και είναι αξιόχρεη και τον έπεισαν να τους πουλήσει σουλτανίνα αξίας 48.000.000 δρχ. και αφετέρου παρασιώπησαν αθέμιτα ότι δεν έχουν διαθέσιμα κεφάλαια στην Τράπεζα και τον έπεισαν να δεχτεί τραπεζιτική επιταγή για το τίμημα. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 2087/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ιωάννη Παπαδόπουλο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ρούσσου-Εμμανουήλ Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 16 Σεπτεμβρίου 2009 προκειμένου να αποφανθεί για τις τρεις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1. Χ1, κατοίκου ..., 2. Χ2, κατοίκου ... και 3. Χ3, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 160/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Ψ, κάτοικο ... .
Το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και oι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 15 Ιανουαρίου 2009, 2 Ιανουαρίου 2009 και 19 Ιανουαρίου 2009 τρεις χωριστές αιτήσεις τους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 184/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος-Εμμανουήλ Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πριάμου Λεκκού με αριθμό 173/8-5-2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, τις αιτήσεις αναιρέσεως: α) από 15-1-2009 του κατηγορουμένου Χ1, β) από 2-1-2009 του κατηγορουμένου Χ2 και γ) από 19-1-2009 του κατηγορουμένου Χ3, κατά του υπ' αριθμ. 160/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσες, εκθέτω τα εξής:
Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθησαν κατ' ουσίαν οι εφέσεις των αναιρεσειόντων κατά του υπ' αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου και, αφού διωρθώθη τούτο ως προς τον χρόνο τελέσεως της πράξεως, επεκυρώθη κατά το μέρος που παραπέμπει τους αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Ναυπλίου (Κακουργημάτων), διά να δικασθούν δι' απάτη από κοινού, εκ της οποίας το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ. Προβάλλουν δε αυτοί, ως λόγους αναιρέσεως, την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας.
Επειδή, κατά την διάταξη του άρθρ. 386 § 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της απάτης συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία, με σκοπό να περιέλθη σε κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος, δηλαδή μη στηριζόμενο σε νόμιμη αξίωση του υπαιτίου κατά του παθόντος (ΑΠ 265/1996), με δόλια παραπλάνηση επιτυγχανομένη με τρεις υπαλλακτικώς τρόπους, διαφέροντες μεταξύ των εννοιολογικώς. Ειδικότερα, η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών και η αθέμιτη απόκρυψη των αληθών γεγονότων συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς, ενώ η αθέμιτη παρασιώπηση αληθών γεγονότων πραγματώνεται με παράλειψη ανακοινώσεως στον παθόντα αληθών γεγονότων, τα οποία είχε υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώση σ' αυτόν, είτε από τον νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη ενέργειά του. 'Ετσι, η παραδοχή των δύο ή και των τριών αυτών υπαλλακτικών τρόπων τελέσεως της απάτης δημιουργεί ασάφεια και αντίφαση, που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο και έτσι παραβιάζεται εκ πλαγίου η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρ. 386 § 1 ΠΚ και στερείται η απόφαση ή το βούλευμα νομίμου βάσεως (βλ. ΑΠ 826/2006, ΑΠ 1713/2003). Περαιτέρω, κατά την παράγρ. 2 του ιδίου άρθρου, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (ή των 5.000.000 δραχμών) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ (ή των 25.000.000 δραχμών). Εξ άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. προβλεπόμενο λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτό εκτίθενται με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, διά το οποίο έχει ασκηθή ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με τους οποίους έγινε η υπαγωγή αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και εκρίθη ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η αιτιολογία αυτή υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν όλω ή εν μέρει στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, εφ' όσον βέβαια αυτή πληροί τις αναφερόμενες προϋποθέσεις, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ιδίου βουλεύματος (ΑΠ 66/2007). Τέλος, ως προκύπτει εκ της διατάξεως του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν το συμβούλιο αποδίδει στον νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη την οποία πράγματι έχει, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει ορθώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία εδέχθη ότι προέκυψαν, στην εφαρμοσθείσα διάταξη, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παρεβιάσθη εκ πλαγίου, λόγω εμφιλοχωρήσεως στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο σκεπτικό ή στον συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασαφειών, αντιφάσεων ή λογικών κενών, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως (ΑΠ 114/2004, ΑΠ 418/1999, εις ΠΧ/Ν' /41). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα, κατ' είδος προσδιορισμένα, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Οι κατηγορούμενοι ήταν μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΤΑΦΙΔΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στο ... και ειδικότερα ο πρώτος των κατηγορουμένων Χ1, αντιπρόεδρος του δ.σ., ο δεύτερος Χ2, πρόεδρος του δ.σ. και διευθύνων σύμβουλος και ο τρίτος Χ3, μέλος του δ.σ. που μετείχε ενεργά στη λειτουργία της εταιρείας και είχε άμεση ανάμιξη στη διαχείριση της. Μεταξύ αυτών ως νομίμων εκπροσώπων της παραπάνω εταιρείας και του εγκαλούντος ..., ο οποίος ήταν έμπορος αγροτικών προϊόντων με έδρα το ..., συνήφθη το έτος 1999 εμπορική συμφωνία, με την οποία ο τελευταίος ανέλαβε ως αντιπρόσωπος της παραπάνω εταιρείας την υποχρέωση να αγοράζει από παραγωγούς στο όνομα του και για λογαριασμό της παραπάνω εταιρείας ποσότητες σταφίδας (σουλτανίνας), τις οποίες όφειλε να πωλεί και να παραδίδει στη συνέχεια στην παραπάνω εταιρεία, που διατηρούσε μονάδα επεξεργασίας σταφίδας στο ... . Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών αγόρασε από παραγωγούς της Κρήτης ποσότητες σταφίδας σουλτανίνας συνολικής αξίας 34.000.000 δραχμών κατά το παραγωγικό έτος 1999 - 2000 και συνολικής αξίας 14.000.000 δραχμών κατά το παραγωγικό έτος 2000 - 2001, δηλαδή αγόρασε ποσότητες σταφίδας σουλτανίνας συνολικής αξίας 48.000.000 δραχμών, τις οποίες όφειλε να πωλήσει και να παραδώσει στην παραπάνω εταιρεία. Ενόψει της κατάρτισης των συμβάσεων αυτών, στο ... σε μη επακριβώς καθορισθέντα χρόνο, αλλά πάντως οπωσδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος από τον μήνα Οκτώβριο 1999 έως 30.6.2002, (όπως ο χρόνος αυτός προσδιορίστηκε και διευκρινίσθηκε κατά την διενεργηθείσα συμπληρωματική ανάκριση), οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού, δηλαδή κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στον εγκαλούντα ότι η εταιρεία τους ήταν αξιόχρεη και σε καλή οικονομική κατάσταση (βλ. ιδίως κατάθεση ...). Επιπλέον, για την πληρωμή του τιμήματος της πώλησης των παραπάνω ποσοτήτων σουλτανίνας κατά το παραγωγικό έτος 1999 - 2000 οι κατηγορούμενοι εξέδωσαν στο όνομα της παραπάνω εταιρείας τους και σε διαταγή του εγκαλούντος την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή ποσού 100.000 ευρώ επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, σε χρέωση του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού, που τηρούσε η παραπάνω εταιρεία στην πληρώτρια τράπεζα, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.6.2002, την οποία και παρέδωσαν στον εγκαλούντα, παρασιωπώντας αθέμιτα από τον τελευταίο ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της επιταγής κατά το χρόνο της έκδοσης της, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να του το ανακοινώσουν, βάσει των αρχών της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, αλλά και της προηγούμενης συμπεριφοράς τους, ενόψει της διαρκούς συνεργασίας τους με αυτόν από την 1.1.1999. Με τους τρόπους αυτούς οι κατηγορούμενοι, με σκοπό να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος, έπεισαν τον παραπάνω εγκαλούντα ότι η εταιρεία τους ήταν αξιόχρεη και σε καλή οικονομική κατάσταση και ότι η παραπάνω επιταγή είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσης της, γεγονότα τα οποία ήταν ψευδή, αφού η εταιρεία αντιμετώπιζε ήδη οικονομικά προβλήματα, τα οποία οδήγησαν σε σύντομο χρόνο στην παύση της λειτουργίας της, και δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα για την κάλυψη της παραπάνω επιταγής κατά το χρόνο της έκδοσης της. Έτσι, οι κατηγορούμενοι έπεισαν τον εγκαλούντα να τους πωλήσει με πίστωση του τιμήματος και να τους παραδώσει με τις παραπάνω ιδιότητες τους τις προαναφερόμενες ποσότητες σταφίδας σουλτανίνας, ενέργεια στην οποία ουδέποτε θα προέβαινε, εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση. Με τον τρόπο αυτό οι κατηγορούμενοι προσπόρισαν στην εταιρία τους, αλλά και στους εαυτούς τους ως μελών του δ.σ. της παραπάνω εταιρείας παράνομο περιουσιακό όφελος, που έγκειτο στην άνευ αξιοχρέου ανταλλάγματος κάρπωση και εκμετάλλευση των ποσοτήτων σουλτανίνας που πωλήθηκαν σ' αυτούς, συνολικής αξίας 140.865,73 ευρώ, με ισόποση ζημία της περιουσίας του εγκαλούντος, ο οποίος τους πώλησε αγροτικά προϊόντα άνευ ανταλλάγματος, αφού και η παραπάνω επιταγή, αν και εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 7.7.2002, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκών διαθεσίμων κεφαλαίων στον παραπάνω λογαριασμό, όπως προκύπτει και από την από 8.7.2002 βεβαίωση της πληρώτριας τράπεζας στην οπίσθια όψη του σώματος της επιταγής αυτής. Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις κατά των κατηγορουμένων, διά την ως άνω αξιόποινη πράξη και ειδικότερα διά το ότι αυτοί παρέστησαν στον εγκαλούντα Ψ, έμπορο αγροτικών προϊόντων: α) ότι η εταιρεία τους ήταν αξιόχρεη και σε καλή οικονομική κατάσταση, ενώ γνώριζαν ότι αυτή αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και β) ότι αυτή (ΑΕ) είχε διαθέσιμα κεφάλαια στην ΕΤΕ, όταν εξέδωσαν σε διαταγή του την ... επιταγή, ποσού 100.000 ευρώ, σε χρέωση του ... λογαριασμού που τηρούσε η παραπάνω εταιρεία στην ΕΤΕ, με ημερομηνία έκδοσης την 30-6-2002, για την πληρωμή του τιμήματος της πώλησης από αυτόν (εγκαλούντα) ποσοτήτων σουλτανίνας κατά το παραγωγικό έτος 1999-2000, που συνήψαν, με τις παραπάνω ιδιότητες τους, με τον εγκαλούντα, παρασιωπώντας αθέμιτα από τον τελευταίο, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αλλά και την προηγούμενη συμπεριφορά τους, ενόψει της διαρκούς συνεργασίας τους με αυτόν από την 1-1-1999, ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της επιταγής κατά το χρόνο έκδοσης της, και έτσι με τους τρόπους αυτούς έπεισαν αυτόν (Ψ) να τους πωλήσει με πίστωση του τιμήματος και να τους παραδώσει σουλτανίνα Κρήτης, συνολικής αξίας 34.000.000 δραχμών κατά το παραγωγικό έτος 2000 - 2001, δηλαδή αγροτικά προϊόντα συνολικής αξίας 48.000.000 δραχμών ή 140.865,73 ευρώ, βλάπτοντας έτσι την περιουσία του με δική τους αντίστοιχη παράνομη ωφέλεια, αφού ούτε το τίμημα κατέβαλαν ούτε η επιταγή, που εμφανίστηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην πληρώτρια Τράπεζα στις 7-7-2002, πληρώθηκε, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων.
Εν συνεχεία δε, το εν λόγω Συμβούλιο απέρριψε κατ' ουσίαν τις εφέσεις των κατηγορουμένων κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος και επεκύρωσε τούτο, ως προς την ανωτέρω πράξη, αφού διώρθωσε αυτό, ως προς τον χρόνο τελέσεως της πράξεως.
Όμως, με τις ως άνω παραδοχές, έχει εμφιλοχωρήση στο προσβαλλόμενο βούλευμα ασάφεια και αντίφαση, ως προς τον τρόπο τελέσεως της ανωτέρω απάτης, αφού το εκδόν αυτό Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου δέχεται ότι η αξιόποινη αυτή πράξη ετελέσθη, αφ' ενός μεν διά της εν γνώσει παραστάσεως ψευδών γεγονότων ως αληθών, αφ' ετέρου δε δι' αθεμίτου παρασιωπήσεως αληθούς γεγονότος, ενώ, κατά τα προεκτεθέντα, οι δύο αυτοί τρόποι δεν δύνανται να συνυπάρχουν, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ανωτέρω διατάξεως του άρθρ. 386 § 1 Π.Κ., η οποία παρεβιάσθη εκ πλαγίου, στερουμένου έτσι του προσβαλλομένου βουλεύματος νομίμου βάσεως. Συγχρόνως δε αυτό, λόγω της ως άνω ασαφείας και αντιφάσεως, στερείται και της υπό του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, είναι βάσιμοι οι σχετικοί, εκ του άρθρ. 484 § 1 στοιχ. β', δ' Κ.Π.Δ. λόγοι αναιρέσεως. Η αιτίαση περί εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, αορίστως προβαλλομένη, δηλαδή χωρίς να εκτίθεται εις τι συνίσταται αυτή, είναι απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 406/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/906), οι δε λοιπές αιτιάσεις είναι απορριπτέες ως αβάσιμες.
Κατ' ακολουθία, πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, ως προς το περί απάτης μέρος του, και να παραπεμφθή η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, προς νέα κρίση, στο ίδιο Δικαστικό Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, συμφώνως προς τα άρθρα 485 § 1 και 519 Κ.Π.Δ.
Για τους λόγους αυτούς-Προτείνω
Να αναιρεθεί το υπ' αριθμ. 160/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, ως προς το περί απάτης μέρος του.
Να παραπεμφθή η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Αθήναι 17 Μαρτίου 2009
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι κρινόμενες από 15-1-2009, 2-1-2009 και 19-1-2009 αιτήσεις αναιρέσεως των : 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3, αντίστοιχα, οι οποίες στρέφονται κατά του υπ' αριθμ. 160/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου, είναι συναφείς μεταξύ τους γιατί περιέχουν τους ίδιους λόγους και γιαυτό πρέπει να συνεξεταστούν.
Κατά το άρθρο 386 § 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 § 4 του Ν. 2721 της 3/3.6.1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτείται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγματοποίηση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι το έγκλημα της απάτης μπορεί να συντελεστεί με τρεις τρόπους, δηλαδή είτε με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, είτε με αθέμιτη απόκρυψη των αληθινών είτε με αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών, οι οποίοι διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους. Ειδικότερα, οι δύο πρώτοι τρόποι, δηλαδή η παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών και η απόκρυψη των αληθινών γεγονότων, συνιστούν περιπτώσεις θετικής απατηλής συμπεριφοράς. Ο δεύτερος τρόπος, σε αντίθεση με τον πρώτο, προϋποθέτει πάντοτε και άλλη αθέμιτη ενέργεια του δράστη προγενέστερη ή σύγχρονη συγκαλυπτική της αλήθειας από τον άλλο, τον οποίο στη συνέχεια τον παραπλανά με την αθέμιτη απόκρυψή της. Ο τρίτος τρόπος, δηλαδή η αθέμιτη παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων, συνιστά απατηλή συμπεριφορά που πραγματώνεται με παράλειψη, την παράλειψη ανακοίνωσης στον παθόντα αληθινών γεγονότων, τα οποία είχε υποχρέωση ο δράστης να ανακοινώσει σ' αυτόν είτε από το νόμο, είτε από σύμβαση, είτε από προηγούμενη συμπεριφορά του. Τέτοια υποχρέωση ανακοίνωσης μπορεί να θεμελιωθεί και στην από τις διατάξεις των άρθρων 197, 288 και 330 ΑΚ επιβαλλόμενη συμπεριφορά στο συναλλασσόμενο κατά τα συναλλακτικά ήθη και την καλή πίστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά, που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που ανάγονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Βλάβη ξένης περιουσίας υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Εξάλλου, το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακώς βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από το νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή. Το περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτόμενου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Πρέπει δηλαδή ανάμεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας και στο όφελος που επιδιώκει ο δράστης να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότητα, από την οποία (υλική αντιστοιχία) προκύπτει φανερά ο χαρακτήρας του εγκλήματος της απάτης ως εγκλήματος περιουσιακής μεταθέσεως. Για τη συντέλεση του εγκλήματος της απάτης πρέπει να υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αφενός της απατηλής συμπεριφοράς του δράστη και της από αυτήν δημιουργηθείσας πλάνης του παθόντος και αφετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας, στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση που επάγεται αναγκαίως περιουσιακή βλάβη του εαυτού του ή τρίτου. Επίσης, σε σχέση με τον αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο, πρέπει να αιτιολογείται ότι αυτός υπήρχε αφενός μεν μεταξύ της απατηλής ενέργειας του δράστη και της πλάνης του άλλου και αφετέρου μεταξύ της πλάνης και της συμπεριφοράς, στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς (πράξης ή παράλειψης ή ανοχής) που ενέχει περιουσιακή διάθεση, αφού, αν αυτός (αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος) ελλείπει σε κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις, δεν υφίσταται απάτη. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 45 ΠΚ, "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και άρα μετά συναπόφαση πριν ή κατά την τέλεση της πράξης (ΟλΑΠ 50/1990). Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετοχών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών του καθενός από αυτούς. Εξάλλου για την τέλεση του εγκλήματος της απάτης κρίσιμος χρόνος είναι εκείνος κατά τον οποίο ενέργησε ο δράστης, δηλαδή προέβη στις ψευδείς παραστάσεις εξαιτίας των οποίων παραπλανήθηκε ο παθών και είναι αδιάφορος ο μεταγενέστερος χρόνος που επιχειρήθηκε από τον παθόντα η ζημιογόνα πράξη ή παράλειψη καθώς και ο χρόνος επελεύσεως της περιουσιακής ζημίας. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το αποδιδόμενο σε αυτόν έγκλημα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σχετικά με τα αποδεικτικά μέσα, αρκεί να μνημονεύονται αυτά γενικά κατά το είδος τους, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, απαιτείται όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι κατ' επιλογή μερικά από αυτά. Τέλος, λόγος αναιρέσεως του παραπεμπτικού βουλεύματος από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ συνιστά η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, γιατί στο πόρισμα που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και αναφέρεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Ναυπλίου με το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 160/2008 βούλευμά του και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχτηκε ότι από τα αποδεικτικά μέσα που κατ'ε ίδος αναφέρει, προέκυψαν τα παρακάτω περιστατικά: "Οι κατηγορούμενοι ήταν μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΗ ΟΙΝΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΤΑΦΙΔΙΚΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στο ... και ειδικότερα ο πρώτος των κατηγορουμένων Χ1, αντιπρόεδρος του δ.σ., ο δεύτερος Χ2, πρόεδρος του δ.σ. και διευθύνων σύμβουλος και ο τρίτος Χ3, μέλος του δ.σ. που μετείχε ενεργά στη λειτουργία της εταιρείας και είχε άμεση ανάμιξη στη διαχείρισή της. Μεταξύ αυτών ως νομίμων εκπροσώπων της παραπάνω εταιρείας και του εγκαλούντος Ψ, ο οποίος ήταν έμπορος αγροτικών προϊόντων με έδρα το ..., συνήφθη το έτος 1999 εμπορική συμφωνία, με την οποία ο τελευταίος ανέλαβε ως αντιπρόσωπος της παραπάνω εταιρείας την υποχρέωση να αγοράζει από παραγωγούς στο όνομά του και για λογαριασμό της παραπάνω εταιρείας ποσότητες σταφίδας (σουλτανίνας), τις οποίες όφειλε να πωλεί και να παραδίδει στη συνέχεια στην παραπάνω εταιρεία, που διατηρούσε μονάδα επεξεργασίας σταφίδας στο ... . Στα πλαίσια της συμφωνίας αυτής ο εγκαλών αγόρασε από παραγωγούς της Κρήτης ποσότητες σταφίδας σουλτανίνας συνολικής αξίας 34.000.000 δραχμών κατά το παραγωγικό έτος 1999 - 2000 και συνολικής αξίας 14.000.000 δραχμών κατά το παραγωγικό έτος 2000 - 2001, δηλαδή αγόρασε ποσότητες σταφίδας σουλτανίνας συνολικής αξίας 48.000.000 δραχμών, τις οποίες όφειλε να πωλήσει και να παραδώσει στην παραπάνω εταιρεία. Ενόψει της κατάρτισης των συμβάσεων αυτών, στο ... σε μη επακριβώς καθορισθέντα χρόνο, αλλά πάντως οπωσδήποτε εντός του χρονικού διαστήματος από τον μήνα Οκτώβριο 1999 έως 30.6.2002, (όπως ο χρόνος αυτός προσδιορίστηκε και διευκρινίσθηκε κατά την διενεργηθείσα συμπληρωματική ανάκριση), οι κατηγορούμενοι, ενεργώντας από κοινού, δηλαδή κατόπιν συναπόφασης και με κοινό δόλο, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στον εγκαλούντα ότι η εταιρεία τους ήταν αξιόχρεη και σε καλή οικονομική κατάσταση (βλ. ιδίως κατάθεση ...). Επιπλέον, για την πληρωμή του τιμήματος της πώλησης των παραπάνω ποσοτήτων σουλτανίνας κατά το παραγωγικό έτος 1999 - 2000 οι κατηγορούμενοι εξέδωσαν στο όνομα της παραπάνω εταιρείας τους και σε διαταγή του εγκαλούντος την υπ' αριθμ. ... μεταχρονολογημένη επιταγή ποσού 100.000 ευρώ επί της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, σε χρέωση του υπ' αριθμ. ... λογαριασμού, που τηρούσε η παραπάνω εταιρεία στην πληρώτρια τράπεζα, με ημερομηνία εκδόσεως την 30.6.2002, την οποία και παρέδωσαν στον εγκαλούντα, παρασιωπώντας αθέμιτα από τον τελευταίο ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια για την πληρωμή της επιταγής κατά το χρόνο της έκδοσής της, αν και είχαν ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να του το ανακοινώσουν, βάσει των αρχών της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, αλλά και της προηγούμενης συμπεριφοράς τους, ενόψει της διαρκούς συνεργασίας τους με αυτόν από την 1.1.1999. Με τους τρόπους αυτούς οι κατηγορούμενοι, με σκοπό να προσπορίσουν στους εαυτούς τους παράνομο περιουσιακό όφελος, έπεισαν τον παραπάνω εγκαλούντα ότι η εταιρεία τους ήταν αξιόχρεη και σε καλή οικονομική κατάσταση και ότι η παραπάνω επιταγή είχε διαθέσιμα κεφάλαια κατά το χρόνο της έκδοσής της, γεγονότα τα οποία ήταν ψευδή, αφού η εταιρεία αντιμετώπιζε ήδη οικονομικά προβλήματα, τα οποία οδήγησαν σε σύντομο χρόνο στην παύση της λειτουργίας της, και δεν είχε διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα για την κάλυψη της παραπάνω επιταγής κατά το χρόνο της έκδοσής της. Έτσι, οι κατηγορούμενοι έπεισαν τον εγκαλούντα να τους πωλήσει με πίστωση του τιμήματος και να τους παραδώσει με τις παραπάνω ιδιότητές τους τις προαναφερόμενες ποσότητες σταφίδας σουλτανίνας, ενέργεια στην οποία ουδέποτε θα προέβαινε, εάν γνώριζε την πραγματική κατάσταση. Με τον τρόπο αυτό οι κατηγορούμενοι προσπόρισαν στην εταιρία τους, αλλά και στους εαυτούς τους ως μελών του δ.σ. της παραπάνω εταιρείας παράνομο περιουσιακό όφελος, που έγκειτο στην άνευ αξιοχρέου ανταλλάγματος κάρπωση και εκμετάλλευση των ποσοτήτων σουλτανίνας που πωλήθηκαν σ' αυτούς, συνολικής αξίας 140.865,73 ευρώ, με ισόποση ζημία της περιουσίας του εγκαλούντος, ο οποίος τους πώλησε αγροτικά προϊόντα άνευ ανταλλάγματος, αφού και η παραπάνω επιταγή, αν και εμφανίστηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα στις 7.7.2002, δεν πληρώθηκε λόγω ελλείψεως επαρκών διαθεσίμων κεφαλαίων στον παραπάνω λογαριασμό, όπως προκύπτει και από την από 8.7.2002 βεβαίωση της πληρώτριας τράπεζας στην οπίσθια όψη του σώματος της επιταγής αυτής. Κατόπιν τούτου δημιουργήθηκαν προβλήματα στις συναλλαγές των δύο πλευρών και για την αντιμετώπισή τους οι δύο πρώτοι κατηγορούμενοι Χ1 και Χ2 ήρθαν σε επαφή με τον παραπάνω εγκαλούντα και στη συνέχεια ο δεύτερος από αυτούς Χ2, ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της παραπάνω εταιρείας, υπέγραψε με τον παραπάνω εγκαλούντα το από 17.7.2002 ιδιωτικό συμφωνητικό με τον τίτλο "αναγνώριση χρέους", από το οποίο προκύπτει ότι αυτός αναγνώρισε ρητώς τις παραπάνω οφειλές της εκπροσωπούμενης από αυτόν εταιρείας, καθώς και την αιτία από την οποία προέρχονται, δηλαδή από την πώληση σταφίδας, υποσχέθηκε την εξόφληση της παραπάνω επιταγής έως τις 30.10.2002 και αποδέχθηκε στο όνομα της εταιρείας συναλλαγματική ποσού 41.085 ευρώ σε διαταγή του εγκαλούντος με ημερομηνία λήξεως την 30.10.2002. Εντούτοις, η εταιρεία των κατηγορουμένων δεν πλήρωσε τα χρέη της ούτε κατά την παραπάνω ημερομηνία, με αποτέλεσμα να καταστεί υπερήμερη ως προς την καταβολή των χρεών αυτών, τα οποία εξακολουθεί να οφείλει μέχρι σήμερα. Οι εκ των κατηγορουμένων Χ2 και Χ3 ισχυρίστηκαν κατά τις απολογίες τους ενώπιον του Ανακριτή Α' Τμήματος Κορίνθου ότι η παραπάνω επιταγή δεν ενσωματώνει πραγματική οφειλή της εταιρείας τους προς τον παραπάνω εγκαλούντα, αλλά δόθηκε για την εξασφάλιση του τιμήματος της πωλήσεως 330 τόνων σταφίδας παραγωγικού έτους 2001, υπό τον όρο της παράδοσης της ποσότητας αυτής εκ μέρους του εγκαλούντος εντός δεκαπέντε ημερών από την υπογραφή του παραπάνω ιδιωτικού συμφωνητικού και ότι η ύπαρξη ισόποσης οφειλής της εταιρείας τους αναγνωρίστηκε με το συμφωνητικό αυτό υπό την αίρεση της παράδοσης της παραπάνω ποσότητας εντός της ως άνω προθεσμίας, η οποία (αίρεση) όμως δεν πληρώθηκε, αφού ο εγκαλών ουδέποτε παρέδωσε την ποσότητα αυτή στην εταιρεία. Ο ισχυρισμός αυτός όμως είναι ουσιαστικά αβάσιμος, διότι, όπως προκύπτει από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα, στις 17.7.2002 υπεγράφησαν τρία διαφορετικά ιδιωτικά συμφωνητικά. Και ναι μεν στο ένα από αυτά περιέχεται η συμφωνία για παράδοση 330 τόνων ξηράς σταφίδας σουλτανίνας παραγωγικού έτους 2001 εντός δεκαπέντε ημερών από την υπογραφή του και η ανάληψη της υποχρέωσης εκ μέρους του εγκαλούντος να καταρτίσει για λογαριασμό της παραπάνω εταιρείας συμβάσεις για 565 τόνους σταφίδας παραγωγικού έτους 2002, με τη μνεία ότι για την εξασφάλιση του τιμήματος της πώλησης της τελευταίας αυτής ποσότητας παραδόθηκε στον εγκαλούντα συναλλαγματική ποσού 215.553 ευρώ λήξεως στις 30.11.2002, η οποία θα πληρωθεί με την παράδοση της συγκεκριμένης ποσότητας, πλην όμως το έγγραφο αυτό ουδεμία σχέση έχει με το προαναφερθέν ιδιωτικό συμφωνητικό με τον τίτλο "αναγνώριση χρέους". Το τελευταίο αυτό έγγραφο, που υπέγραψε ο Χ2, ως νόμιμος εκπρόσωπος της παραπάνω εταιρείας, αφορά την επίμαχη οφειλή της τελευταίας προς τον εγκαλούντα από τις εκ μέρους του πωλήσεις προς την εταιρεία των κατηγορουμένων αγροτικών προϊόντων των παρελθόντων παραγωγικών ετών 1999 - 2000 και 2000 - 2001, συνολικού ποσού 48.000.000 δραχμών, αναφέρεται δηλαδή σε προϊόντα που είχαν παραδοθεί ήδη στην εταιρεία αυτή, χωρίς να διατυπώνεται οποιαδήποτε επιφύλαξη, αίρεση ή δισταγμός. Περαιτέρω, ισχυρίζονται οι ίδιοι κατηγορούμενοι ότι κατά το χρόνο έκδοσης και πληρωμής των παραπάνω αξιόγραφων η εταιρεία τους δεν ήταν αναξιόχρεη, αλλά αντιθέτως βρισκόταν σε καλή οικονομική κατάσταση και είχε σημαντικό κύκλο εργασιών. Εντούτοις, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει εμμέσως, πλην σαφώς ότι κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα η εταιρεία αυτή αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Τούτο προκύπτει ιδίως από την αδυναμία της να πληρώσει την παραπάνω επιταγή όχι μόνο κατά την ημέρα εμφάνισης της στην πληρώτρια τράπεζα (στις 7.7.2002), αλλά ούτε και κατά τη λήξη της προθεσμίας που χορηγήθηκε μετά την εμφάνιση της προς πληρωμή από τον εγκαλούντα, δηλαδή στις 30.10.2002. Ομοίως δεν μπόρεσε να πληρώσει ούτε το ποσό της συναλλαγματικής ποσού 41.085 ευρώ, που αποδέχθηκε η παραπάνω εταιρεία σε διαταγή του εγκαλούντος με ημερομηνία λήξεως την 30.10.2002. Εξάλλου, η παρατεταμένη αδυναμία πληρωμής σημαντικών ληξιπροθέσμων οφειλών της ως άνω εταιρείας, που άπτονται της άσκησης της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, δεν οφειλόταν σε παροδικά οικονομικά προβλήματα, αλλά σε μόνιμη οικονομική αδυναμία. Τούτο προκύπτει και από το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι έπαυσαν τις εργασίες της το έτος 2002 και ίδρυσαν άλλο νομικό πρόσωπο με την επωνυμία "ΔΑΦΝΗ Α.Ε.".
Πρέπει να σημειωθούν τέλος, σχετικά με τον χρόνο τέλεσης της παραπάνω περιγραφόμενης πράξης της απάτης, τα εξής: Όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ. 102/2007 βούλευμα του Συμβουλίου σας, κρίθηκε αναγκαία η συμπλήρωση της κύριας ανάκρισης προκειμένου κυρίως να προσδιοριστεί ακριβέστερα το χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο τελέστηκε η απάτη (η παράσταση δηλαδή των ψευδών περιστατικών και η αθέμιτη απόκρυψη των άλλων) και συγκεκριμένα να διευκρινισθεί το κρίσιμο για την υπόθεση στοιχείο, αν η πράξη που κατά το κατηγορητήριο φέρεται ότι έγινε μέσα στο χρονικό διάστημα από 1-1-1999 έως 30-6-2002, έλαβε χώρα πριν ή μετά την 3-6-1999, ημερομηνία που τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 2721/99, με τον οποίο για πρώτη φορά καθιερώθηκε η κακουργηματική απάτη με την μορφή που αποδίδεται στους εκκαλούντες (ζημία ανώτερη των 73.000 €). Ήδη, όπως προκύπτει από την από 9-4-2008 κατάθεση του εγκαλούντα που ελήφθη στα πλαίσια της διαταχθείσας συμπληρωματικής ανάκρισης και δεν αμφισβητήθηκε από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, η πράξη τελέστηκε μέσα στο χρονικό διάστημα από τον μήνα Οκτώβριο 1999 έως 30-6-2002, γεγονός που σημαίνει ότι εν προκειμένω εφαρμογή έχει το άρθρο 386§3 Π.Κ. όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 2721/99. Πρέπει συνεπώς να προσδιορισθεί ως ανωτέρω ο χρόνος τέλεσης της κακουργηματικής απάτης που αναφέρεται στο διατακτικό του προσβαλλόμενου παραπεμπτικού βουλεύματος από το εσφαλμένο 1-1-1999 έως 30-6-2002, στο ορθό: από τον μήνα Οκτώβριο 1999 έως 30-6-2002. Ο παραπάνω ακριβέστερος προσδιορισμός του χρόνου τέλεσης, καίτοι έχει επίπτωση στην ταυτότητα της πράξης, είναι επιτρεπτός και δεν συνιστά μεταβολή της κατηγορίας, δεδομένου ότι ο ειδικότερος αυτός προσδιορισμός του χρόνου τέλεσης περιλαμβάνεται εντός του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στο απαγγελθέν κατηγορητήριο κατά το οποίο φέρεται ότι τελέστηκε η πράξη". Μετά από αυτά το Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο για να δικαστούν για την ανωτέρω πράξη της κακουργηματικής απάτης και αφού προσδιόρισε κατά τα άνω το χρόνο τελέσεως της εν λόγω πράξεως, απέρριψε τις εφέσεις κατά του υπ' αριθμ. 149/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Κορίνθου κατά το μέρος που παραπέμφθηκαν με αυτό οι κατηγορούμενοι για να δικαστούν για την ως άνω πράξη.
Με αυτά που δέχτηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενου βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί αναφέρει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής των κατηγορουμένων για το αποδιδόμενο σ' αυτούς έγκλημα της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, τις αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι οι κατηγορούμενοι ενεργώντας από κοινού μετά από συναπόφαση να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος: 1) παρέστησαν ψευδώς στον εγκαλούντα ότι η εταιρία τους ήταν αξιόχρεη και σε καλή οικονομική κατάσταση και έτσι τον έπεισαν να τους πουλήσει σουλτανίνα αξίας 34.000.000 δραχμών για το παραγωγικό έτος 1999-2000 και αξίας 14.000.000 δραχμών για το παραγωγικό έτος 2000-2001 και 2) παρέδωσαν στον εγκαλούντα τραπεζική επιταγή ποσού 100.000 ευρώ για την πληρωμή του τιμήματος της πωληθείσης σουλτανίνας του παραγωγικού έτους 1999-2000, παρασιωπώντας αθέμιτα ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια Τράπεζα για την πληρωμή της και έτσι τον έπεισαν να δεχτεί την επιταγή αυτή για το ως άνω τίμημα, ενώ είχαν υποχρέωση να ανακοινώσουν σ' αυτόν την μη ύπαρξη διαθέσιμων κεφαλαίων, η οποία υποχρέωση απέρρεε από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τη διαρκή συνεργασία τους από 1-1-1999, αναφέρονται δε και τα περιστατικά της συνεργασίας αυτής. Επομένως η βλάβη της περιουσίας του εγκαλούντος ήταν αποτέλεσμα της ανωτέρω απατηλής συμπεριφοράς των κατηγορουμένων και συγκεκριμένα η παράδοση σουλτανίνας συνολικής αξίας 48.000.000 δραχμών ήταν αποτέλεσμα της υπό στοιχείο 1 ψευδούς παράστασης και η αποδοχή της επιταγής προς πληρωμή του τιμήματος των 34.000.000 δραχμών ήταν αποτέλεσμα της υπό στοιχείο 2 αθέμιτης παρασιώπησης και έτσι δεν υπάρχει αντίφαση ως προς τον τρόπο τελέσεως της απάτης ούτε ασάφεια ως προς αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς και της ζημίας του εγκαλούντος. Επίσης αναφέρεται και ο τρόπος με τον οποίο ωφελήθηκαν οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι καρπώθηκαν σουλτανίνα αξίας 48.000.000 δραχμών χωρίς να καταβάλουν τίμημα, πέρα από το ότι δεν ήταν απαραίτητη η ωφέλεια των κατηγορουμένων για την τέλεση της πράξεως, αλλά αρκούσε και η ωφέλεια ή η επιδίωξη της ωφέλειας μόνο της εταιρίας.
Συνεπώς ορθά εφαρμόστηκε η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 του ΠΚ και δεν υπάρχει εκ πλαγίου παραβίαση αυτής με τη μορφή της αντιφάσεως και ασάφειας και έτσι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β του ΚΠΔ είναι αβάσιμος. Επίσης σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, είναι αβάσιμος και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ' του ΚΠΔ περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να επιβληθούν στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρ. 583 παρ.1 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις από 15-1-2009, 2-1-2009 και 19-1-2009 αιτήσεις των: 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3 αντίστοιχα, για αναίρεση του υπ' αριθμ. 160/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Ναυπλίου.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ για κάθε αναιρεσείοντα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Οκτωβρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Νοεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ