Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Πολιτική αγωγή, Βούλευμα απαλλακτικό.
Περίληψη:
Μετά την αντικατάσταση του άρθρου 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ., εξέλιπε το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Απορρίπτει.
Αριθμός 1031/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ανδρέα Τσόλια - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 22 Ιανουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, που δεν παρέστη στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως της υπ' αριθμ. 184/2007 αποφάσεως του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Χ1.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτήν, και ο αναιρεσείων - πολιτικώς ενάγων ζητεί τώρα την αναίρεση της απόφασης αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Απριλίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 797/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου με αριθμό 357/02.10.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με τα άρθρα 476 παρ. 1 και 513 παρ. 1 εδ. α' Κ.Π.Δ., την υπ'αριθ. 95/16-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, κατά του υπ'αριθ. 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετείου Αθηνών, εκθέτω δε τα ακόλουθα:
Με τα άρθρα 38 και 41 παρ. 1 Ν.3160/2003, η ισχύς του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 31 αυτού, αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από την 30-6-2003 (ΦΕΚ 165/306/2003, τεύχος Α'), αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως, τα άρθρα 476 παρ. 2 και 481 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. 'Ετσι μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση του άρθρου 476 παρ. 2 ΚΠΔ δεν επιτρέπεται πλέον αναίρεση κατά του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Μετά δε την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση και του άρθρου 482 παρ. 1 ΚΠΔ εξέλιπε πλέον το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντα να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη ή την παύει οριστικά ή προσωρινά. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων, από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος, για τα οποία δεν προβλέπεται η άσκησή του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί, καθώς και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο.
Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 3526/2006 βούλευμά του αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορούμενου Χ1, κατοίκου Αθηνών, για την πράξη της απάτης, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά του εν λόγω απαλλακτικού βουλεύματος άσκησε ο αναιρεσείων πολιτικώς ενάγων Ψ1 έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο με το υπ'αριθ. 184/2007 βούλευμά του απέρριψε την έφεση αυτή ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε στο σύνολό του το πρωτόδικο απαλλακτικό βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων πολιτικώς ενάγων Γ1 με την κρινόμενη υπ'αριθ. 95/16-4-2007 αίτηση αναιρέσεως. Αφού όμως η αναίρεση αυτή ασκήθηκε την 16-4-2007, δηλαδή μετά την 30-6-2003, ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος του Ν.3160/2003, από την οποία, με την κατά άνω επελθούσα νομοθετική μεταβολή, εξέλιπε πλέον το με το προϊσχύον νομικό καθεστώς δικαίωμα στον αναιρεσείοντα πολιτικώς ενάγοντα να ζητήσει την αναίρεση του προσβαλλομένου υπ'αριθμ. 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η αίτηση αυτή (αναιρέσεως) είναι απράδεκτη, ως ασκηθείσα από πρόσωπο που δεν έχει πλέον το δικαίωμα για την άσκησή της και εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται πλέον η άσκησή της από τον πολιτικώς ενάγοντα. Με τα δεδομένα αυτά η κρινόμενη υπ'αριθμ. 95/16-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του ανωτέρω πολιτικώς ενάγοντα κατά του προαναφερθέντος βουλεύματος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (άρθρ. 583 Κ.Π.Δ.).
Αλλά η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και για τον εξής επιπρόσθετο λόγο:
Από τις διατάξεις των άρθρων 148-153, 462, 473 παρ. 2, 474 παρ. 2, 479 παρ. 2 και 476 παρ. 1 ΚΠΔ προκύπτει ότι για το κύρος και, κατ'ακολουθίαν, για το παραδεκτό της αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως ή βουλεύματος, πρέπει στην έκθεση ασκήσεώς της να περιέχονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο οι λόγοι για τους οποίους αυτή ασκείται. Αν δεν περιέχεται σ'αυτήν ένας τουλάχιστον ορισμένος από τους αναφερόμενους στα άρθρα 484 και 510 ΚΠΔ λόγους αναιρέσεως, η αίτηση είναι απαράδεκτη και, ως τέτοια, απορρίπτεται (άρθρ. 513 Κ.Π.Δ.). Απλή παράθεση του κειμένου της σχετικής διατάξεως, που προβλέπει τον λόγο αναιρέσεως, χωρίς αναφορά των περιστατικών που θεμελιώνουν την επικαλούμενη πλημμέλεια, δεν αρκεί. Ούτε μπορεί ο λόγος αναιρέσεως, που διατυπώνεται αορίστως στη σχετική έκθεση, να συμπληρωθεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή με την άσκηση προσθέτων λόγων αναιρέσεως. Στην κρινόμενη υπόθεση, με την ανωτέρω υπ'αριθ. 95/16-4-2007 αίτησή του, ζητάει ο αναιρεσείων την αναίρεση του υπ'αριθμ. 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτοντας κατά λέξη: "Γιατί το Συμβούλιον Εφετών κατά προφανή και αναιτιολόγητη ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 1,3 του Π.Κ. επεκύρωσε το υπ'αριθμ. 3526/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών το οποίον αποφάσισε να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Χ1 για την πράξη της απάτης, ΕΝΩ, κατά την ορθή εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων και του λοιπού αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας, θα έπρεπε να παραπεμφθεί εκείνος (Χ1) στο ακροατήριον του αρμοδίου Δικαστηρίου, προκειμένου να δικασθεί για την προαναφερόμενη αξιόποινη (κακουργηματική) πράξη". 'Ετσι όμως όπως είναι διατυπωμένοι οι ανωτέρω λόγοι αναιρέσεως, χωρίς να γίνεται σαφής αναφορά των περιστατικών προς θεμελίωση των επικαλουμένων πλημμελειών της προσβαλλομένης αποφάσεως και χωρίς να προσδιορίζεται σε τί ακριβώς, συνίσταται κάθε συγκεκριμένος λόγος αναιρέσεως, καθιστούν την αίτηση αυτή απαράδεκτη και συνεπώς απορριπτέα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Προτείνω:
Α) Να απορριφθεί ως απαράδεκτη η υπ'αριθ. 95/16-4-2007 αίτηση αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, κατά του υπ'αριθ. 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.
Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 26 Ιουνίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Κ. Γκρόζος"
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Επειδή, κατά τα άρθρα 38 και 41 παρ. 1 του Νόμου 3160/2003, η ισχύς του οποίου, σύμφωνα με το άρθρο 31 αυτού αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, δηλαδή από τις 30 Ιουνίου 2003 (ΦΕΚ 165/306/2003, τεύχος Α') αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως τα άρθρα 476 παρ. 2 και 481 παρ. 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Έτσι, μετά την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση του άρθρου 476 παρ. 2 ΚΠΔ, δεν επιτρέπεται πλέον αναίρεση κατά του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Μετά δε την κατά τα ανωτέρω αντικατάσταση και του άρθρου 482 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, εξέλιπε πλέον το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του βουλεύματος, το οποίο αποφαίνεται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου ή κηρύσσει την ποινική δίωξη απαράδεκτη ή την παύει οριστικώς ή προσωρινώς. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, εκτός των άλλων, από πρόσωπο που δεν έχει το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται η άσκηση του, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέως και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί, καθώς και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο.
Εν προκειμένω, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το 3526/2006 βούλευμά του αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου Χ1, για την πράξη της απάτης, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η ζημία που προξενήθηκαν υπερβαίνουν συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος αυτού άσκησε ο αναιρεσείων, πολιτικώς ενάγων, Ψ1 έφεση ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο, με το 184/2007 βούλευμά του, απέρριψε την έφεση ως αβάσιμη κατ' ουσίαν και επικύρωσε στο σύνολο του το παραπάνω απαλλακτικό πρωτόδικο βούλευμα. Ο ως άνω πολιτικώς ενάγων, άσκησε κατά του παραπάνω 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών την 95/16.4.2007 αίτηση αναιρέσεως. Όμως, αφού η αναίρεση αυτή ασκήθηκε στις 16 Απριλίου 2007, δηλαδή μετά τις 30 Ιουνίου 2003, που άρχισε η ισχύς του Ν. 3160/2003, ήτοι ημερομηνία, από την οποία, μετά την κατά τα ανωτέρω επελθούσα νομοθετική μεταβολή, εξέλιπε πλέον το με το προηγούμενο νομικό καθεστώς δικαίωμα του αναιρεσείοντος πολιτικώς ενάγοντος να ζητήσει την αναίρεση του προσβαλλόμενου 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη, ως ασκηθείσα από πρόσωπο που δεν έχει πλέον το δικαίωμα για την άσκηση της και εναντίον βουλεύματος, για το οποίο δεν προβλέπεται πλέον η άσκησή της από αυτόν (πολιτικώς ενάγοντα). Επομένως και ενόψει των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αίτηση είναι απαράδεκτη και πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 § 1 και 583 § 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη με αριθμό 95/2007 αίτηση αναιρέσεως του πολιτικώς ενάγοντος Ψ1, κατά του 184/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων είκοσι ευρώ (220€).
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 29 Ιανουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ