Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Απάτη κακουργηματική. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απορρίπτει αίτηση.
ΑΡΙΘΜΟΣ 882/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ανδρέα Δουλγεράκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 17 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 751/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 9 Ιουνίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1106/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 393/28.7.08, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' άρθρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ, με τη σχετική δικογραφία, την υπ'αρ. 114/2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1, κατοίκου ...., κατά του υπ'αρ. 751/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ'ουσία η υπ'αριθμ. 69/2008 έφεση του κατηγορουμένου Χ1, χαρακτηρίσθηκε ορθότερα η πράξη ως απάτη που τελέστηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, αλλά, υπερβαίνουν και το συνολικό ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73000) ευρώ και επαναδιατυπώθηκε ακριβέστερα αυτή στο διατακτικό του προσβαλλομένου 207/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ως εξής: "
Παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων τον Χ1, κάτοικο ...., για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι στην ....., αρχές Ιανουαρίου του έτους 2004, με σκοπό ν' αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, διαπράττει δε αυτός απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, αλλά υπερβαίνουν, συνολικώς και το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Συγκεκριμένα με σκοπό ν' αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στον εγκαλούντα Ψ1 κάτοικο επίσης .... ότι διέθετε, από χρηματιστηριακούς κύκλους, έγκυρη και προνομιακή πληροφόρηση για την πορεία κινητών χρηματιστηριακών αξιών, γνωριμίες με τους κύκλους αυτούς και ειδικές γνώσεις στις επενδυτικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες, ότι ήταν φερέγγυος με οικονομική επιφάνεια, ότι μπορούσε ακινδύνως να αξιοποιεί σε επενδύσεις και χρηματιστηριακές κινητές αξίες, τα κεφάλαια όσων τα εμπιστεύονταν σ' αυτόν, για τον σκοπό αυτό, με εγγυημένη μάλιστα απόδοση των κεφαλαίων άνω του ποσοστού 20% ετησίως και ότι σε κάθε περίπτωση τα επενδυόμενα κεφάλαια ήταν εξασφαλισμένα με εγγύηση τόσο του ιδίου όσο και συγγενικών του προσώπων που εμφάνιζε ως φερέγγυα και με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, με αποτέλεσμα να πειστεί ο εγκαλών και να του παραδώσει στις 15.1.2004, για τις κατά τα άνω επενδύσεις και αγορές κινητών χρηματιστηριακών αξιών ποσό τριακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων (365.000) ευρώ από το οποίο, ποσό διακοσίων ενενήντα τριών χιλιάδων (293.000) ευρώ, προέρχονταν από χρήματα του ιδίου εγκαλούντα και το υπόλοιπο, εκ εβδομήντα δύο χιλιάδων (72.000) ευρώ, είχε παραδοθεί στον τελευταίο από δύο συγγενικά του; πρόσωπα (αδελφούς) αφού αυτός (εγκαλών) είχε; εμφανίζει, στους τελευταίους, ότι παρουσιαζόταν ευκαιρία; για επωφελή επένδυση να αποκομίσει, έτσι, αυτός (εκκαλών), παράνομο περιουσιακό όφελος, ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των τριακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων (365.000) ευρώ, με αντίστοιχη συνολική ζημία, του παθόντα και των συγγενικών του προσώπων, ποσό, που είναι ανώτερο των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και υπερβαίνει και αυτό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, ενσωματώνοντας αυτό στην περιουσία του, κατόπιν των παραστάσεων που ήταν όλες εν γνώσει ψευδείς και αντίθετες με την αντικειμενική πραγματικότητα. Ενήργησε δε αυτός κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της απάτης προκύπτει σκοπός του πορισμού εισοδήματος και μαρτυρείται ροπή του στη διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας του" και Συμπληρώθηκε το προσβαλλόμενο 207/08 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με την προσθήκη στο άρθρο 386 παρ. 1 και 3 ΠΚ του εδαφίου α της παρ. 3 του άρθρου αυτού, όπως τούτο έχει παρατεθεί στο φύλλο 6°, οπισθία σελίδα, στίχος 3ος, στο προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο παραπέμφθηκε αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών να δικασθεί για απάτη, με συνολικό όφελος και συνολική ζημία, που υπερβαίνουν αντίστοιχα το ποσό των 73.000 Ευρώ (άρθρ. 1, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ.1, 386 παρ. 1-3β ΠΚ όπως το τελευτ. αντικ. με το αρ. 14 Ν. 2721/99), επικυρώθηκε το εκκαλούμενο βούλευμα και απορρίφθηκε το αίτημα του εκκαλούντος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομοτύπως, εμπροθέσμως, (βλ. αποδ. επίδοσης του προσβαλλ. βουλεύματος) και παραδεκτώς από πρόσωπο δικαιούμενο προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, σύμφωνα με τα άρθρ. 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1-3 ΚΠΔ με την ως άνω από 9/6/2008 δήλωση του Αριστ. Μαστρογιάννη, ως πληρεξουσίου (δυνάμει της από 9/6/2008 εξουσιοδοτήσεως) δικηγόρου του κατηγορουμένου Χ1 στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών για την οποία συντάχθηκε η υπ'αρ. 114/9'6'2008 έκθεση αναίρεσης και συνεπώς είναι τυπικά δεκτή. Ως λόγοι αναίρεσης προβάλλονται (α) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόστηκε στο βούλευμα και β) έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλουν τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντ. και 139 ΚΠΔ (άρθρ. 484 παρ. 1β' και δ' ΚΠΔ)- βλ. συνημμ. έκθεση αναίρεσης.
Επειδή ο Άρειος Πάγος δεν είναι τρίτου βαθμού ουσιαστικής δικαιοδοσίας δικαστήριο αλλά ακυρωτικό τοιούτο και γι'αυτό ελέγχει μόνο τη νομική ορθότητα του προσβαλλόμενου βουλεύματος (ή απόφασης) και με βάση τους προβαλλόμενους λόγους αναίρεσης, μη δυνάμενος να εισέλθει στην εκτίμηση και διαπίστωση των πορισμάτων της ανάκρισης, τουτέστι, πραγματικών περιστατικών περί των οποίων κρίνει κυριαρχικώς το συμβούλιο (βλ. Μπουρόπουλο Ερμ. Κ.Ποιν.Δ. τομ. β σελ. 95, ΑΠ 990/80, ΑΠ88/82 κ.ά.).
Ο Άρειος Πάγος ελέγχει τα εκτιθέμενα στα πρακτικά και στην απόφαση αναφερόμενα (βλ. ΑΠ 580/79) και τα οποία θεωρεί ως γενόμενα. Γι'αυτό και λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά που δεν γίνονται δεκτά από το προσβαλλόμενο βούλευμα είναι απαράδεκτος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση (βλ. και ΑΠ 1349/2002, ΑΠ 2231/2002 Ζησιάδη, Ποινική Δικονομία Γ (1977) σελ. 289 κ.α.). Έτσι και λόγος αναίρεσης που αναφέρεται σε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, σε εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων είναι απαράδεκτος (βλ. ΑΠ 1918/2001, ΑΠ 1999/2002, ΑΠ 956/2003, ΑΠ 859/2001, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 2405/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 1449/2000, ΑΠ 635/2001 κ.ά.). Δεν δύναται ο Άρειος Πάγος να ελέγξει αν το συμβούλιο εκτίμησε ορθά ή όχι τα πράγματα, αν εκ της ανακρίσεως προέκυψαν και άλλα πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν δέχθηκε (βλ. ΑΠ 86/82, ΑΠ 85/82, ΑΠ 1663/84 κ.ά.) κλπ. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα αρκεί η μνεία του είδους τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) και δεν απαιτείται ειδική αναφορά καθενός από αυτά και τι συνήγαγε από το καθένα (βλ. ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2170/2003, ΑΠ 111/2004, ΑΠ 86/2004, ΑΠ 1753/2002 κ.ά.) -πράγμα και που πρακτικά δεν είναι δυνατό- ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους (βλ. ΑΠ 1/2005 ολ, ΑΠ 159/2003, ΑΠ 1128/2002 κ.ά.) - πράγμα που όντως γίνεται πρακτικά για να βγει το αποτέλεσμα. 'Οταν δε εξαίρονται ορισμένα ή ορισμένο από τα αναφερόμενα κατά το είδος τους αποδεικτικά μέσα αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα αποδεικτικά μέσα, ούτε απαιτείται να αιτιολογείται γιατί δεν εξαίρονται και τα άλλα (βλ. ΑΠ 570/2006 κ.ά.).
Έτσι το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτουμένη από το άρθρο 93 § 3 Συντ. και 139 Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και για το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου, τα αποδεικτικά μέσα (αποδείξεις) από τα οποία προέκυψαν τα άνω δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά και τους συλλογισμούς-σκέψεις με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και ότι προέκυψαν αποχρώσες (επαρκείς-) ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (βλ. ΑΠ 1459/2004, ΑΠ 861/2004, ΑΠ 234/2003, ΑΠ 272/2002, ΑΠ 570/2006, ΑΠ 2413/2005, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 1269/2006 κ.ά.), όταν τουτέστιν καθίσταται δυνατόν να ελεγχθεί πόθεν και πως ήχθη ο δικαστής στο εξαχθέν συμπέρασμα. Βέβαια ελέγχει ο Άρειος Πάγος αν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, και όπως αυτά εκτίθενται, αντίκεινται στους κανόνες της κοινής λογικής, διότι άλλως το εξαχθέν συμπέρασμα θα εμφανίζεται να είναι προϊόν αυθαίρετης-εσφαλμένης κρίσης, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει δεκτόν. Άλλο δηλαδή ελεύθερη εκτίμηση των αποδείξεων και άλλο αυθαίρετη εκτίμηση των αποδείξεων.
-Επειδή το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή (ΑΠ 2464/05 Π.Χρ. ΝΣΤ/626) υιοθέτηση της πρότασης του παρ' αυτώ εισαγγελέα δέχθηκε, μετά από εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει και εξειδικεύει τα εξής:
Επειδή, σύμφωνα με το άρθρ. 386 παρ. 1, 3 Π.Κ., όπως η παρ. 3 αντικατ. με άρθρ. 1 παρ. 11 Ν. 2408/1999 και με άρθρ. 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθών τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και εάν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών:
(α) Εάν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 Δραχμών ή το ποσό των 15.000 Ευρώ ή (β) εάν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν συνολικά το ποσόν των 25.000.000 Δραχμών ή το ποσόν των 73.000 ΕΥΡΩ.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δια την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται:
(α) Σκοπός παρανόμου περιουσιακού οφέλους του υπαιτίου ή άλλου,(β) παραπλάνηση σε πράξη παράλειψη ή ανοχή,(γ) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθών.
(δ) βλάβη ξένης περιουσίας.
Ως γεγονός δε θεωρείται κάθε πραγματικό περιστατικό που αναφέρεται εις το παρελθόν ή εις το παρόν ή συμβαίνει κατά την στιγμή της βεβαιώσεως, όχι όμως και εκείνο που μπορεί να συμβεί εις το μέλλον ενώ εις την έννοια της βλάβης περιλαμβάνεται και η διακινδύνευση περιουσιακού στοιχείου.
Και δια τον κακουργηματικό χαρακτήρα της απάτης απαιτείται ο δράστης να διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 Δραχμών ή το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ, ή το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 Δραχμών ή το ποσό των 73.000 ΕΥΡΩ (Α.Π. 657/2000 Π.Χρ. ΝΑ/41, Α.Π. 762/2000 Π.Χρ. ΝΑ/111, Α.Π. 863/2000 Π.Χρ. ΝΑ/152, Α.Π. 1155/2000 Π.Χρ. ΝΑ/398, Α.Π. 982/2001 Π.Χρ. ΝΒ/338, Α.Π. 1795/2001 Π.Χρ. ΝΒ/639).
Στην προκειμένη περίπτωση για την υπόθεση διενεργήθηκε κυρία ανάκριση που περατώθηκε νομίμως, από τις καταθέσεις δε των μαρτύρων, του παρισταμένου ως πολιτικώς ενάγοντα Ψ1, την απολογία του κατηγορουμένου και από όλα τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα απεδείχθησαν τα εξής: Ο κατηγορούμενος Χ1, γενν. το έτος ...., ετύγχανε υπάλληλος της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας, υπηρετώντας για πολλά χρόνια, μέχρι το Μάρτιο 2005, οπότε απολύθηκε, στο υποκατάστημα της Τράπεζας στο ..... Ενεργώντας κατά παράβαση της υπαλληλικής του σχέσεως, εκμεταλλεύτηκε τη θέση του και παρείχε, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες οικονομικού και επενδυτικού συμβούλου, σε πελάτες της Τράπεζας, μεταξύ των οποίων, ήδη από το έτος 1999, και στον εγκαλούντα Ψ1, κρεοπώλη. Καταχρώμενος της εμπιστοσύνης που είχε αποκτήσει ο τελευταίος στο πρόσωπο του και γνωρίζοντας την καλή του οικονομική κατάσταση, αρχές Ιανουαρίου του έτους 2004, στην ......, με σκοπό ν' αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στον εγκαλούντα ότι διέθετε, από χρηματιστηριακούς κύκλους, έγκυρη και προνομιακή πληροφόρηση για την εξέλιξη κινητών χρηματιστηριακών αξιών, γνωριμίες με τους κύκλους αυτούς και ειδικές γνώσεις στις επενδυτικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες, ότι ήταν φερέγγυος με οικονομικές δυνατότητες και οικονομική επιφάνεια, ότι μπορούσε ακινδύνως να αξιοποιεί σε επενδύσεις και χρηματιστηριακές κινητές αξίες τα κεφάλαια όσων τον εμπιστευόταν για το σκοπό αυτό, με εγγυημένη μάλιστα απόδοση άνω του 20 % ετησίως επί του διατιθεμένου κεφαλαίου και ότι σε κάθε περίπτωση το προς επένδυση κεφάλαιο ήταν εξασφαλισμένο με προσωπικές εγγυήσεις του ιδίου και φερέγγυων συγγενικών προσώπων. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις πείστηκε ο εγκαλών και του παρέδωσε για την κατά τα άνω επένδυση και αγορά κινητών χρηματιστηριακών αξιών, στις 15-01-2004, ποσό τριακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων ευρώ (365.000 €), από το οποίο το ποσό των διακοσίων ενενήντα τριών χιλιάδων ευρώ (293.000 €) προερχόταν από χρήματα του ιδίου του εγκαλούντα και το υπόλοιπο εξ εβδομήντα δύο χιλιάδων ευρώ (72.000 €), είχε παραδοθεί σ' αυτόν από συγγενικά του πρόσωπα (δύο αδελφοί του), για να επενδύσει και το κεφάλαιο αυτό, αφού ο εγκαλών τους είχε εμφανίσει ότι θα είχαν κέρδη από την επένδυση. Αληθές ήταν ότι ο κατηγορούμενος, όπως και τα συγγενικά του πρόσωπα, δεν ήταν φερέγγυα πρόσωπα, ούτε είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, εξασφαλίζουσα τις επενδύσεις, ότι ο ίδιος την αυτή χρονική περίοδο, δρώντας αναλόγως, είχε εξαπατήσει και άλλους, δεν διέθετε ειδικές γνώσεις, ούτε και γνωριμίες και δυνατότητες, ώστε οι επενδύσεις τις οποίες, δήθεν, θα ενεργούσε, θα συνεπάγονταν, ακινδύνως μάλιστα, οφέλη στους εντολείς του. Το συνολικό ποσό ιδιοποιήθηκε άμεσα, όπως εξυπαρχής επεδίωκε και απεκόμισε έτσι παρανόμως περιουσιακό όφελος ίσο μ' αυτό το χρηματικό ποσό (365.000 €), με ζημία του εγκαλούντα και των συγγενικών του προσώπων. Η επιστροφή από τον κατηγορούμενο στον εγκαλούντα ποσού εξήντα χιλιάδων ευρώ (60.000 €) έλαβε χώρα αρκετά μεταγενέστερα από την πράξη και δεν ήταν οικειοθελής, αλλά οφειλόταν στην πίεση του εγκαλούντα, που απειλούσε τον κατηγορούμενο με καταμήνυση, ενώ ο τελευταίος επεδίωκε ν'αποφύγει αυτήν και να καθησυχάζει τον ίδιο ως προς την επιστροφή του όλου ποσού.
Συνεπώς η επιστροφή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έμπρακτη μετάνοια. Ενόψει αυτών των παραδοχών και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν και στη μείζονα νομική σκέψη, το ποσό του παρανόμου περιουσιακού οφέλους και της αντίστοιχης βλάβης των παθόντων, που είναι περισσότεροι, από την αυτήν βεβαίως πράξη, ανέρχεται, όχι στο ποσό των 233.000 €, που εσφαλμένα προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, αλλά στο ποσό των 365.000 € (και στο ποσό αυτό προσδιορίστηκε ακριβέστερα). Το προβαλλόμενο εμμέσως από τον κατηγορούμενο ότι ο εγκαλών έπρεπε, με βάση τις προσωπικές του ιδιότητες, να αντιληφθεί ότι θα υφίστατο ζημία και αληθές θεωρούμενο, δεν αναιρεί την τέλεση της πράξης της απάτης. Ούτε είναι αληθές το ισχυριζόμενο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ότι οι αξιώσεις του εγκαλούντα εδράζονται σε τοκογλυφική σχέση. Ουδέποτε κατήγγειλε τον εγκαλούντα για πράξη τοκογλυφίας, ούτε μπόρεσε με στοιχεία και πειστικότητα να προσδιορίσει περιστατικά που να συγκροτούν τοκογλυφική σχέση, ενώ την ίδια χρονική περίοδο τέλεσε, υπό ανάλογες περιστάσεις, πράξεις απάτης σε βάρος των ...., αντίγραφο της εγκλήσεως του οποίου είναι συνημμένο στη δικογραφία και ....., θείου του κατηγορουμένου, όπως αυτός κατέθεσε ενόρκως και ενώπιον του Ανακριτή. Αλλά η τέλεση και των τελευταίων πράξεων απάτης σε βάρος και των προσώπων αυτών, σε συνδυασμό και με την τέλεση της απάτης σε βάρος του Ψ1 και των συγγενικών προσώπων του τελευταίου μαρτυρεί ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και μαρτυρείται περαιτέρω ροπή του στη διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητας του και δεδομένου ότι το παράνομο συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 €, συντρέχει και η ετέρα επιβαρυντική συναφώς περίσταση της κακουργηματικής απάτης του εδαφίου α' της παρ. 3 του άρθρου 386 Κ.Π., που πρέπει να προστεθεί από το Συμβούλιο. Επισημαίνεται ότι για την κατάφαση του όρου "επανειλημμένη τέλεση", στο κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια έγκλημα της απάτης δεν απαιτούνται πλείονες καταδίκες, αλλά αρκεί να βεβαιώνεται η κατεπανάληψη τέλεση (ΑΠ 691/97 ΠΧ ΜΗ-176, ΑΠ 299/98 ΠΧ ΜΗ-207, ΑΠ 865/2003 Ποιν.Δικ. 2003, σελ. 1153).
-Ενόψει όλων των ανωτέρω, σοβαρές προέκυψαν ενδείξεις για την πράξη της απάτης που φέρει, ορθότερα, τον χαρακτήρα της πράξεως απάτης, που τελέστηκε κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ αλλά και αυτό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ και που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1, 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, 51, 52, 60, 79, 386 παρ. 1 και 3α και β ΠΚ, όπως η παρ. 3 του τελευταίου άρθρου αντικ. και συμπλ. με το άρθρο 14 παρ. 4 ν. 2721/99. Πρέπει, ακολούθως, η κρινόμενη έφεση ν'απορριφθεί κατ'ουσίαν και να επικυρωθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα, αφού προσδοθεί στην πράξη ο κατά τα αμέσως προηγούμενα προσήκον νομικός χαρακτηρισμός και διατυπωθεί ακριβέστερα η κατηγορία, πλέον, κατά τα στο διατακτικό και γίνει προσθήκη, στο φύλλο 6, οπισθία σελίδα, τρίτος στίχος του προσβαλλομένου βουλεύματος, στο παρατιθέμενο άρθρο 386 παρ. 1 και 3 ΠΚ και του εδαφίου α της τρίτης παραγράφου, που προβλέπει την επιβαρυντική περίσταση τελέσεως της πράξεως της απάτης κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, από την οποία το παράνομο περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν συνολικώς το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) Ευρώ.
Συγκεκριμένα χαρακτηρίζει ορθότερα την πράξη ως απάτη που τελέστηκε κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια από την οποία το συνολικό περιουσιακό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το συνολικό ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) Ευρώ, αλλά, υπερβαίνουν και το συνολικό ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) Ευρώ και επαναδιατυπώνει ακριβέστερα αυτήν, στο διατακτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, ως εξής:
Παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων τον Χ1 , κάτοικο ...., για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι στην ...., αρχές Ιανουαρίου του έτους 2004, με σκοπό ν'αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, έβλαψε ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, διαπράττει δε αυτός απάτες κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, αλλά υπερβαίνουν, συνολικώς και το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ. Συγκεκριμένα με σκοπό ν'αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στον εγκαλούντα Ψ1 κάτοικο επίσης ...., ότι διέθετε, από χρηματιστηριακούς κύκλους, έγκυρη και προνομιακή πληροφόρηση για την πορεία κινητών χρηματιστηριακών αξιών, γνωριμίες με τους κύκλους αυτούς και ειδικές γνώσεις στις επενδυτικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες, ότι ήταν φερέγγυος με οικονομική επιφάνεια, ότι μπορούσε ακινδύνως να αξιοποιεί σε επενδύσεις και χρηματιστηριακές κινητές αξίες, τα κεφάλαια όσων τα εμπιστεύονταν σ'αυτόν, για τον σκοπό αυτό, με εγγυημένη μάλιστα απόδοση των κεφαλαίων άνω του ποσοστού 20% ετησίως και ότι σε κάθε περίπτωση τα επενδυόμενα κεφάλαια ήταν εξασφαλισμένα με εγγύηση τόσο του ιδίου όσο και συγγενικών του προσώπων που εμφάνιζε ως φερέγγυα και με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, με αποτέλεσμα να πειστεί ο εγκαλών και να του παραδώσει στις 15-1-2004, για τις κατά τα άνω επενδύσεις και αγοράς κινητών χρηματιστηριακών αξιών ποσό τριακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων (365.000) ευρώ, από το οποίο, ποσό διακοσίων ενενήντα τριών χιλιάδων (293.000) ευρώ, προέρχονταν από χρήματα του ιδίου εγκαλούντα και το υπόλοιπο, εκ εβδομήντα δύο χιλιάδων (72.000) ευρώ, είχε παραδοθεί στον τελευταίο από δύο συγγενικά του πρόσωπα (αδελφούς) αφού αυτός (εγκαλών) είχε εμφανίσει, στους τελευταίους, ότι παρουσιαζόταν ευκαιρία για επωφελή επένδυση και να αποκομίσει, έτσι, αυτός (εκκαλών), παράνομο περιουσιακό όφελος, ανερχόμενο στο συνολικό ποσό των τριακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων (365.000) ευρώ, με αντίστοιχη συνολική ζημία, του παθόντα και των συγγενικών του προσώπων, ποσό, που είναι ανώτερο των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και υπερβαίνει και αυτό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ, ενσωματώνοντας αυτό στην περιουσία του, κατόπιν των παραστάσεων που ήσαν όλες εν γνώσει ψευδείς και αντίθετες με την αντικειμενική πραγματικότητα. Ενήργησε δε αυτός κατ'επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση του εγκλήματος της απάτης προκύπτει σκοπός του πορισμού εισοδήματος και μαρτυρείται ροπή του στη διάπραξη του εγκλήματος της απάτης ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. και συμπληρώνει το προσβαλλόμενο βούλευμα με την προσθήκη στο άρθρο 386 παρ. 1 και 3 ΠΚ του εδαφίου α της παρ. 3 του άρθρου αυτού, όπως τούτο έχει παρατεθεί στο φύλλο 6ο, οπισθία σελίδα, στίχος 3ος, στο προσβαλλόμενο βούλευμα.
Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 Συντ. και 139 ΚΠΔ), αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις όλα χωρίς εξαίρεση τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ο αναιρεσείων παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα τα οποία προσδιορίζονται κατ'είδος, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους ορθώς υπήγαγε αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρ. 1, 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 386 παρ. 1-3β ΠΚ ως ισχύουν, τις οποίες σωστά ερμήνευσε και εφάρμοσε.
Συνεπώς, οι από το άρθρ. 484 παρ. 1β' και δ' ΚΠΔ, προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους πλήττεται το προσβαλλόμενο βούλευμα για (α) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των εφαρμοσθεισών ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρ. 386 παρ. 1-3β' ΠΚ ως ισχύουν, και (β) για έλλειψη της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, είναι αβάσιμοι και ως τέτοιοι, πρέπει να απορριφθούν, ο δε δεύτερος από αυτούς, κατά το μέρος, με το οποίο, με την επίκληση, κατ'επίφαση, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμησή τους, είναι απαράδεκτος και ως τέτοιος πρέπει να απορριφθεί, συνακολούθως δε, επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς εξέταση, πρέπει η υπό κρίση αναίρεση να απορριφθεί στο σύνολό της και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω
(Α) Να απορριφθεί η υπ'αρ. 114/9-6-2008 αίτηση του Χ1 κατοίκου ....., για αναίρεση του υπ'αρ. 751/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
(Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα.
Αθήνα 16 Ιουλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλης
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ όποιος, με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που του προκλήθηκε είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτοχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπληρώσεως, με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από τον δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 386 ΠΚ, όπως αντικ. με το άρθρο 1 παρ. 11 Ν.2408/1996 και στη συνέχεια αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών ή 15.000 ευρώ ή αν το περιουσιακό όφελος ή η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ' ΠΚ, που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 Ν.2408/1996, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν, από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής, χωρίς να απαιτούνται προηγούμενες καταδίκες. Εξάλλου, από τις διατάξεις των αρ. 246 παρ. 1, 250 παρ. 1 εδ. β', 308, 309, 312 και 317-319 ΚΠΔ προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών, όταν επιλαμβάνεται της έρευνας εφέσεως του κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, μπορεί, όπως και το Συμβούλιο των Πλημμελειοδικών, τις εξουσίες του οποίου έχει, να διατάσσει αν κρίνει ότι η ανάκριση είναι ατελής, περαιτέρω έρευνα της υποθέσεως και στην συνέχεια ύστερα από καθολική εκτίμηση του ανακριτικού υλικού να συμπληρώνει το ίδιο και όχι το συμβούλιο των Πλημμελειοδικών, την πράξη ή τις πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών η ποινική δίωξη, όπως συμβαίνει με τις επιβαρυντικές περιστάσεις η παραδοχή ή μη των οποίων παραλλάσσει την ποινική απαξία της πράξεως (πλημμέλημα - κακούργημα) χωρίς στην περίπτωση αυτή να υπερβαίνει το συμβούλιο κατά τρόπο θετικό την εξουσία του και αυτό γιατί το συμβούλιο Εφετών έχει δυνατότητα μέσα στα πλαίσια της ποινικής δίωξης που ασκήθηκε και των λόγων εφέσεως που πλήττουν ολόκληρο το πρωτόδικο βούλευμα και να χειροτερεύσει ακόμη την θέση του κατηγορουμένου όταν επιλαμβάνεται της υποθέσεως και ύστερα από έφεση αυτού. Περαιτέρω το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγω αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, για το οποίο παραπέμπεται ο κατηγορούμενος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με βάση τους οποίους το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις υπαγωγής αυτών στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, που εφαρμόσθηκαν από το Συμβούλιο, καθώς και εκείνες που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία, ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, συντάσσεται το συμβούλιο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις καταθέσεις των νομίμως εξετασθέντων μαρτύρων, την κατάθεση του πολιτικώς ενάγοντος, την απολογία του κατηγορουμένου και τα έγγραφα της δικογραφίας, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος Χ1, γεν. το έτος 1963, ετύγχανε υπάλληλος της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδας, υπηρετώντας για πολλά χρόνια , μέχρι το Μάρτιο του 2005, οπότε απολύθηκε, στο υποκατάστημα της Τράπεζας στο ...... Ενεργώντας κατά παράβαση της υπαλληλικής του σχέσεως, εκμεταλλεύτηκε τη θέση του και παρείχε, έναντι αμοιβής, υπηρεσίες οικονομικού και επενδυτικού συμβούλου, σε πελάτες της Τράπεζας, μεταξύ των οποίων , ήδη από το έτος 1999 και στον εγκαλούντα Ψ1, κρεοπώλη. Καταχρώμενος την εμπιστοσύνη που είχε αποκτήσει ο τελευταίος στο πρόσωπο του και γνωρίζοντας την καλή του οικονομική κατάσταση, αρχές Ιανουαρίου του έτους 2004, στην ...., με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος παράνομο περιουσιακό όφελος, παρέστησε εν γνώσει ψευδώς στον εγκαλούντα ότι διέθετε, από χρηματιστηριακούς κύκλους, έγκυρη και προνομιακή πληροφόρηση για την εξέλιξη κινητών χρηματιστηριακών αξιών, γνωριμίες με τους κύκλους αυτούς και ειδικές γνώσεις στις επενδυτικές και χρηματιστηριακές δραστηριότητες, ότι ήταν φερέγγυος με οικονομικές δυνατότητες και οικονομική επιφάνεια, ότι μπορούσε ακινδύνως να αξιοποιεί σε επενδύσεις και χρηματιστηριακές κινητές αξίες, τα κεφάλαια όσων τον εμπιστεύονταν για το σκοπό αυτό, με εγγυημένη μάλιστα απόδοση άνω του 20% ετησίως επί του διατιθέμενου κεφαλαίου και ότι σε κάθε περίπτωση το προς επένδυση κεφάλαιο ήταν εξασφαλισμένο με προσωπική εγγύηση του ιδίου και φερέγγυων συγγενικών προσώπων. Με τις ψευδείς αυτές παραστάσεις πείστηκε ο εγκαλών και του παρέδωσε, για την κατά τα άνω επένδυση και αγορά κινητών χρηματιστηριακών αξιών, στις 15-1-2004, ποσό τριακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων (365.000) ευρώ, από το οποίο, ποσό διακοσίων ενενήντα τριών χιλιάδων (293.000) ευρώ, προερχόταν από χρήματα του ιδίου του εγκαλούντα και το υπόλοιπο, εξ εβδομήντα δύο χιλιάδων (72.000) ευρώ, είχε παραδοθεί σ' αυτόν από συγγενικά του πρόσωπα(δύο αδελφοί του) για να επενδύσει και το κεφάλαιο αυτό, αφού ο εγκαλών τους είπε ότι θα είχαν κέρδη από την επένδυση. Αληθές ήταν ότι ο κατηγορούμενος, όπως και τα συγγενικά του πρόσωπα δεν ήταν φερέγγυα πρόσωπα, ούτε είχαν μεγάλη οικονομική επιφάνεια, εξασφαλίζουσα τις επενδύσεις, ο ίδιος την αυτή χρονική περίοδο, δρώντας αναλόγως, είχε εξαπατήσει και άλλους, δεν διέθετε ειδικές γνώσεις ούτε και γνωριμίες και δυνατότητες, ώστε οι επενδύσεις τις οποίες δήθεν θα ενεργούσε, θα συνεπάγονταν, ακινδύνως μάλιστα, οφέλη στους εντολείς του. Το συνολικό ποσό ιδιοποιήθηκε άμεσα, όπως εξ υπαρχής επεδίωκε και αποκόμισε έτσι παρανόμως περιουσιακό όφελος ίσο με αυτό το χρηματικό ποσό (365.000) ευρώ, με ζημία του εγκαλούντα και των συγγενικών του προσώπων. Η επιστροφή από τον κατηγορούμενο στον εγκαλούντα ποσού εξήντα χιλιάδων(60.000) ευρώ έλαβε χώρα αρκετά μεταγενέστερα από την πράξη και δεν ήταν οικειοθελής, αλλά οφειλόταν στην πίεση του εγκαλούντα που απειλούσε τον κατηγορούμενο με καταμήνυση, ενώ ο τελευταίος επεδίωκε ν' αποφύγει την καταμήνυση και να καθησυχάζει τον ίδιο ως προς την επιστροφή του όλου ποσού.
Συνεπώς, η επιστροφή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως έμπρακτη μετάνοια. Ενόψει αυτών των παραδοχών και σύμφωνα με όσα και στη μείζονα νομική σκέψη, το ποσό του παράνομου περιουσιακού οφέλους και της αντίστοιχης βλάβης των παθόντων, που είναι περισσότεροι, από την αυτή βεβαίως πράξη, ανέρχεται, όχι στο ποσό των διακοσίων τριάντα τριών χιλιάδων (233.000) ευρώ, που εσφαλμένα προσδιορίζεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, αλλά στο ποσό των τριακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων (365.000) ευρώ και πρέπει να προσδιοριστεί, ακριβέστερα, ως άνω από το Συμβούλιο. Το προβαλλόμενο, εμμέσως, από τον κατηγορούμενο ότι ο εγκαλών, έπρεπε με βάση τις προσωπικές του ιδιότητες ν' αντιληφθεί ότι θα υφίστατο ζημία και αληθές θεωρούμενο δεν αναιρεί την τέλεση της πράξεως της απάτης. Ούτε είναι αληθές το ισχυριζόμενο από τον ίδιο τον κατηγορούμενο, ότι οι αξιώσεις του εγκαλούντα εδράζονται σε τοκογλυφική σχέση. Ουδέποτε κατήγγειλε τον εγκαλούντα για πράξη τοκογλυφίας, ούτε μπόρεσε με στοιχεία και πειστικότητα να προσδιορίσει περιστατικά που να συγκροτούν τοκογλυφική σχέση, ενώ την ίδια χρονική περίοδο τέλεσε, υπό ανάλογες περιστάσεις, πράξεις απάτης σε βάρος των, ...., αντίγραφο της εγκλήσεως του οποίου είναι συνημμένο στη δικογραφία και ....., θείου του κατηγορουμένου, όπως αυτός κατέθεσε ενόρκως και ενώπιον του Ανακριτή. Αλλά η τέλεση και των τελευταίων πράξεων απάτης σε βάρος και των προσώπων αυτών σε συνδυασμό και με την τέλεση της απάτης σε βάρος του Ψ1 και των συγγενικών προσώπων του τελευταίου, μαρτυρεί ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως της απάτης προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος και μαρτυρείται, περαιτέρω, ροπή του στη διάπραξη του εγκλήματος της απάτης, ως στοιχείο της προσωπικότητας του και δεδομένου ότι το παράνομο συνολικό όφελος και η αντίστοιχη συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ, συντρέχει και η ετέρα επιβαρυντική, συναφής περίσταση της κακουργηματικής απάτης του εδ. α, της παρ.3 του άρθρου 386 ΠΚ, που πρέπει να προστεθεί από το Συμβούλιο. Επισημαίνεται ότι για την κατάφαση του όρου "επανειλημμένη τέλεση", στο κατά συνήθεια έγκλημα της απάτης δεν απαιτούνται πλείονες καταδίκες, αλλά αρκεί να βεβαιώνεται η επανειλημμένη τέλεση." Με βάση όλα αυτά, τα οποία προέκυψαν από τα υπάρχοντα στη δικογραφία αποδεικτικά στοιχεία, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αξιόποινης πράξεως της απάτης, την οποία χαρακτήρισε, ορθότερα, ως απάτη που τελέστηκε από δράστη που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, το δε συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 15.000 αλλά και των 73.000 ευρώ, στη συνέχεια δε επαναδιατύπωσε, την κατηγορία για την πράξη αυτή, προσδιορίζοντας, ακριβέστερα, το συνολικό όφελος και την αντίστοιχη συνολική ζημία στο ποσό των τριακοσίων εξήντα πέντε χιλιάδων(365.000) ευρώ. Από τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και με βάση τα οποία ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου κατά του πρωτοδίκου υπ'αριθ. 207/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο κρίθηκε ότι πρέπει να παραπεμφθεί, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με βάση τους οποίους υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 13 στοιχ στ', 14, 26 παρ. 1, 27 παρ. 1, 94, και 386 παρ. 1 και 3 Π.Κ., τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα, με ειδική αιτιολογία του προσβαλλομένου βουλεύματος, το Συμβούλιο δέχεται, ότι δράστης της ανωτέρω αξιόποινης πράξεως είναι ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και απορρίπτει όλους τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισμούς του, ενώ, περαιτέρω, λεπτομερώς προσδιορίζει και τον τρόπο τελέσεως της παραπάνω πράξεως. Περαιτέρω, με το βούλευμα, παραδεκτά, επαναδιατυπώνει την κατηγορία, ορθά δε χαρακτηρίζει την παραπάνω πράξη ως απάτη που τελέστηκε κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια. Τέλος, 1) επαρκώς αιτιολογεί την κρίση του για τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τέλεσης της απάτης από τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, 2) προσδιορίζει όλα τα επί μέρους χρηματικά ποσά, κατά τα οποία ωφελήθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος και τα οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές του βουλεύματος, υπερβαίνουν το συνολικό χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ και 3) δέχεται ότι τα ποσά αυτά καταβλήθηκαν σ' εκείνον από τους παθόντες, με αντίστοιχη ζημία των. Η αιτίαση του αναιρεσείοντος προβαλλομένη με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως, κατά την οποία το βούλευμα στερείται της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, γιατί δεν προκύπτει σαφώς ότι το Συμβούλιο, προκειμένου να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη του τα παρακάτω έγγραφα και ειδικότερα, α) το από 14-4-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό, β) τις υπ'αρίθ....,...,...,...,...,....,....,...,...,...,...,..,...,... επιταγές του, που εκδόθηκαν όλες σε λογαριασμούς του στην Εμπορική Τράπεζα, από το έτος 2001 έως το έτος 2005 και 3) τα δύο πινάκια της Εμπορικής Τράπεζας, που αφορούν εμφάνιση επιταγών λογαριασμών καταθέσεων, είναι αβάσιμη και τούτο, γιατί στην εισαγγελική πρόταση, η οποία ενσωματώνεται στο Βούλευμα, αναφέρεται ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα έγγραφα της δικογραφίας και συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών, δια της αναφοράς και παραπομπής σ' αυτήν και κατά το μέρος τούτο, βεβαιώνει, κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι έλαβε υπόψη του και τα παραπάνω έγγραφα, δεν ήταν δε αναγκαίο να προσδιορίζει ειδικότερα καθένα από αυτά και να αξιολογεί το περιεχόμενο του. Επομένως, οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠΔ λόγοι αναιρέσεως, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμοι. Ειδικότερα ο δεύτερος από αυτούς, κατά το μέρος με το οποίο, με την επίκληση, κατ' επίφαση, της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Συμβουλίου της ουσίας, ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και επιχειρείται η επανεκτίμηση τους, είναι απαράδεκτοι. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναιρέσεως, προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9 Ιουνίου 2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμ. 751/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ