Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.
Περίληψη:
Υπεξαίρεση από εντολοδόχο αντικειμένου ιδιαιτέρας μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ. Απορρίπτει αναίρεση κατά βουλεύματος για παράβαση του άρθρου 484 παρ. 1 β΄ και δ΄ κ.λ.π.
Αριθμός 97/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα και Ιωάννη Παπουτσή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 4 Νοεμβρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 535/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενο τον Ψ.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Απριλίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 953/2008. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Μαύρου, με αριθμό 333/20-6-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 485 § 1 Κ.Π.Δ., την υπ'αριθμ. 77/22-4-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 535/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα: Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το υπ'αριθμ. 3657/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών και τον αναιρεσείοντα, για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης κατά συναυτουργία, από την οποία το συνολικό όφελος και η αντίστοιχη ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρο 375 § 1β-α Π.Κ.). Κατά του παραπάνω παραπεμπτικού βουλεύματος άσκησαν ο αναιρεσείων και ο συγκατηγορούμενός του Ψ τις υπ'αριθμ. 9/2008 και 13/2008 αντίστοιχες εφέσεις τους επί των οποίων εκδόθηκε το προσβαλλόμενο υπ'αριθμ. 535/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγιναν αυτές τυπικά δεκτές και απορρίφθηκαν κατ'ουσία, ενώ διορθώθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα και επαναδιατυπώθηκε η κατηγορία ως υπεξαίρεση από κοινού από εντολοδόχους, ιδιαίτερα μεγάλης αξίας υπερβαίνουσας τα 73.000 ευρώ (άρθρο 375 § § 1α, 2α και β Π.Κ.). Κατά του ως άνω εφετειακού βουλεύματος στρέφεται ήδη ο αναιρεσείων με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως, νομοτύπως και παραδεκτώς από δικαιούμενο στην άσκησή της πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 § 1, 473 § 1, 474 §1 και 482 § ια Κ.Π.Δ., όπως η παράγραφος 1 του άρθρου 482 αντικ. με το άρθρο 41 § 1 του Ν.3160/2003. Διαλαμβάνονται δε στην αίτηση αυτή αναίρεσης σαφείς και ορισμένοι λόγοι αναίρεσης και συγκεκριμένα αυτοί, α) της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής διατάξεως του άρθρου 375 § § ια και 2α, β Π.Κ. και β) της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. Από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στ. δ' του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 501/2006 Π.Χρ. ΝΖ/39, ΑΠ 1151/2006 Π.Χρ. ΝΖ/33, ΑΠ 2464/2005 Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/627). Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 § ιβ Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Επειδή στη διάταξη του άρθρου 375 § § 1 και 2 Π.Κ ορίζεται ότι όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο(ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών (παρ.1 το τελευταίο εδάφιο της οποίας προστέθηκε με το άρθρο 14παρ.3ά του Ν. 2721/1999). Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητας του ως εντολοδόχου , επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 ευρώ(25.000.000 δρχ), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση.(παρ.2 όπως αντικ. από το άρθρο 1παρ.9 του Ν. 2408/1996). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, απαιτείται, αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση, χωρίς δικαίωμα, ξένου(ολικά ή μερικά), κινητού πράγματος, που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε"1 τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και τη θέληση του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής (ΑΠ 1015/2005 (σε Συμβούλιο) Ποιν.Χρ. ΝΣΤ/127). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 45 του Π.Κ., αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο από κοινού νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να απαιτείται η εξειδίκευση των ενεργειών κάθε δράστη (ΑΠ 742/07, 737/07 Π.Χρ. ΝΗ/227 και 226 αντίστοιχα). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 535/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του παρ'αυτώ Εισαγγελέα Εφετών, δέχθηκε κατά την αναιρετικά επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του, ότι "από το συλλεγέν από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση αποδεικτικό υλικό και δη τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στην δικογραφία έγγραφα, εν συνδυασμώ και προς τις απολογίες των κατηγορουμένων, τα περιστατικά της εγκλήσεως και την ανωμοτί εξέταση του εγκαλούντος, πολιτικώς ενάγοντος, προέκυψαν τα εξής: Με το από 18-2-2002 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ του εγκαλούντος Ξ και του εκ των κατηγορουμένων Χ, συμφωνήθηκε να πωλήσει ο εγκαλών στον Χ, ο οποίος διατηρούσε με τον υιό του Ψ (δεύτερο κατηγορούμενο-εκκαλούντα) κατάστημα (μάνδρα) εμπορίας αυτοκινήτων οχημάτων δημοσίας χρήσεως στην Αθήνα, στην οδό ..., ένα(1) αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του Ξ, μάρκας TOYOTA, με αριθμό κυκλοφορίας ...., δημοσίας χρήσεως ταξί, αντί τιμήματος 111.518, 71 ευρώ. Η πώληση όμως αυτή δεν έλαβε εν τέλει χώρα και εν συνεχεία, δυνάμει του ... πληρεξουσίου πωλήσεως αυτοκινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής-Ζόγκαρη-Νούση, ο εγκαλών Ξ, παρέσχε στους Χ και Ψ (κατηγορουμένους), την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως ενεργώντας είτε από κοινού είτε μεμονωμένα ο καθένας, πωλήσει προς οποιονδήποτε, ακόμα και στον εαυτό του, συμβαλλόμενος με αυτοσύμβαση κατά το άρθρο 235 του ΑΚ και με οποιοδήποτε τίμημα και με όρους και συμφωνίες εγκρίνει, το ως άνω αναφερόμενο αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του δημοσίας χρήσεως ταξί. Δυνάμει του εν λόγω πληρεξουσίου, και δη στα πλαίσια της παρασχεθείσης κατά τ' ανωτέρω εντολής, οι κατηγορούμενοι, στην Αθήνα, στις 22-2-2002, πώλησαν και μεταβίβασαν το ως άνω αυτοκίνητο ταξί στον Ζ, αντί τιμήματος 105.649,30 ευρώ, το οποίο εισέπραξαν ολόκληρο από τον αγοραστή, αλλά αντί ως όφειλαν να το αποδώσουν στο εντολέα Ξ, το ιδιοποιήθηκαν, χωρίς να έχουν το προς τούτο δικαίωμα. Η πώληση του ταξί έλαβε χώρα δυνάμει του ... πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής-Ζόγκαρη-Νούση, στο οποίο ως συμβαλλόμενοι φέρονται οι Ψ (υιός του πρώτου κατηγορουμένου Χ και εντολοδόχος δυνάμει του ... πληρεξουσίου πωλήσεως αυτοκινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Ζόγκαρη-Νούση), και Ζ. Η κατάρτιση του πωλητηρίου αυτού συμβολαίου έγινε σε εκτέλεση της ρηθείσης εντολής, από τον εκ των εντολοδόχων Ψ, εφόσον ούτος δυνάμει του ανωτέρω πληρεξουσίου είχε την δυνατότητα να ενεργεί και μόνος του, ο δε Χ τελούσε εν γνώσει των ενεργειών του δευτέρου εντολοδόχου, ως σαφώς προκύπτει από την κατάθεση του Ζ. Ο τελευταίος στην από 9-1-2007 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ενώπιον της ανακρίτριας του·18ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, καταθέτει ότι είχε ήδη από τις 7-2-2002 καταβάλει στους κατηγορουμένους το χρηματικό ποσό των 61.000.000 δραχμών (179.016,875 ευρώ) για την αγορά δύο ταξί, από το ποσό δε αυτό, 105.649,30 ευρώ, αντιστοιχεί στο τίμημα αγοράς του ταξί του Ξ, δυνάμει του ... πωλητηρίου συμβολαίου, το οποίο (ποσό) οι κατηγορούμενοι, καίτοι εισέπραξαν εξ ολοκλήρου, εν τούτοις δεν απέδωσαν στον εντολέα τους μετά την κατάρτιση του ... πωλητηρίου συμβολαίου. Στο ... πωλητήριο συμβόλαιο αναγράφεται ως τίμημα πωλήσεως το ποσό των 2.350 ευρώ, το οποίο όμως δεν αποτελεί το πραγματικό τίμημα. Περαιτέρω από τις καταθέσεις του εγκαλούντος, του Ζ, και του ..., προκύπτει, σαφώς ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι εισέπραξαν το ποσό αυτό, το οποίο άλλωστε και οι ίδιοι (κατηγορούμενοι) δεν αρνούνται ότι εισέπραξαν. Ο εγκαλών στις 22-2-2002 μετέβη στο κατάστημα των κατηγορουμένων και πληροφορήθηκε από αυτούς ότι το ταξί του είχε πωληθεί. Απαίτησε τότε την καταβολή από αυτούς του τιμήματος πωλήσεως αλλά αυτοί αρνήθηκαν την τοιαύτη καταβολή, επικαλούμενοι πρόσκαιρες οικονομικές δυσχέρειες και υποσχέθηκαν να καταβάλουν το τίμημα εντός διμήνου. Ο εγκαλών έσπευσε και ανεκάλεσε το ... πληρεξούσιο πωλήσεως (βλ. σχετ. την ... Πράξη Ανάκλησης Πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Λαμπρινής Κατσιγιάννη). Η ενέργεια του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μην δύναται να μεταβιβασθεί το όχημα στον αγοραστή Ζ, από την αρμόδια Διεύθυνση Συγκοινωνιών. Οι κατηγορούμενοι τότε, με νέες υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις (εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης επί ακινήτου κειμένου στη νήσο Μύκονο, ελευθέρου δήθεν βαρών), έπεισαν αυτόν να ανακαλέσει την ανακλητική του πληρεξουσίου Πράξη (σχετ. η ... Πράξη Ανάκλησης της Συμβολαιογράφου Λαμπρινής Κατσιγιάννη), οπότε και εν συνεχεία έγινε και η μεταβίβαση του οχήματος στην οικεία Διεύθυνση Συγκοινωνιών. Σημειωτέον επίσης ότι από το χρηματικό ποσό αυτό που ιδιοποιήθηκαν, οι κατηγορούμενοι, μετά από έντονες οχλήσεις του εγκαλούντος απέδωσαν σε αυτόν, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2002-2007, τμηματικά ποσό 20.000 ευρώ, το δε υπόλοιπο, 85.649,30 ευρώ, ιδιοποιήθηκαν χωρίς να έχουν το προς τούτο δικαίωμα. Το ποσό αυτό (20.000 ευρώ), δέχεται ο εγκαλών ότι εισέπραξε τμηματικά. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι επέστρεψαν στον εγκαλούντα χρηματικό ποσό 60.000 ευρώ, αλλά ο ισχυρισμός αυτός δεν ενισχύεται ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα από κάποιο έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο (αποδείξεις εισπράξεως). Εξ άλλου ο σκοπός παρανόμου ιδιοποιήσεως του χρηματικού αυτού ποσού από τους κατηγορουμένους προκύπτει και από το γεγονός ότι ενώ αρχικώς συμφωνήθηκε δυνάμει του από 18-2-2002 εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού να αγοράσουν οι ίδιοι το ταξί του εγκαλούντος, κατόπιν πρότειναν σ' αυτόν και πέτυχαν να τους χορηγηθεί πληρεξούσιο πωλήσεως σε τρίτον, εις τρόπον ώστε να περιέλθει το τίμημα στην κατοχή τους και να καταστεί εφικτή η παράνομη ιδιοποίηση του. Επί πλέον από τις περιεχόμενες στην δικογραφία μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα, προκύπτει ότι έχουν σχηματισθεί σε βάρος τους και άλλες δικογραφίες από παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων που τους είχαν εμπιστευθεί πελάτες των (προκαταβολές, τιμήματα πωλήσεως). Ενόψει των περιστατικών και δεδομένων αυτών φρονώ ότι προκύπτουν κατά των κατηγορουμένων αποχρώσες ενδείξεις ενοχής ότι τέλεσαν την αξιόποινο πράξη της υπεξαίρεσης από κοινού, από εντολοδόχο, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρο 375 παρ. ια - 22 α,β' Π.Κ). Η κατηγορία επομένως σε βάρος των εκκαλούντων πρέπει να επαναδιατυπωθεί αφού δοθεί στην πράξη ο ορθός αυτός χαρακτηρισμός σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στο διατακτικό της παρούσης. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 313, 317 και 318 ΚΠΔ συνάγεται ότι σε κάθε περίπτωση που το Συμβούλιο Εφετών επιλαμβάνεται της ποινικής διαδικασίας δεν δεσμεύεται από τις διατάξεις του άρθρου 470 ΚΠΔ, το οποίο δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση ενδίκου μέσου κατά βουλευμάτων και έχει την εξουσία να χειροτερεύσει τη θέση του κατηγορουμένου και να προσδώσει στην αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη, τον ορθό χαρακτηρισμό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται μεταβολή της κατηγορίας. Το Συμβούλιο έχει την εξουσία να δεχθεί τη συνδρομή επιβαρυντικών περιστάσεων (ΑΠ 190/2005 ΠΧ ΝΕ/919, ΑΠ 1559/1994 ΠΧ ΜΔ/1355, ΑΠ 1568/1994 ΠΧ ΜΔ/1357, Μπουρόπουλος υπό αρθρ. 318). Οι εφέσεις μετά ταύτα πρέπει να απορριφθούν ως προς την ουσία τους και να επικυρωθεί το εκκαλούμενο βούλευμα ως προς όλες του τις διατάξεις, αφού επαναδιατυπωθεί η κατηγορία σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Τα έξοδα της ποινικής διαδικασίας ποσού 220,00 ευρώ πρέπει να επιβληθούν σε βάρος ενός εκάστου των εκκαλούντων (άρθρ. 583 παρ.1 ΚΠΔ όπως αντικ. από το άρθρο 55 παρ.1 του Ν. 3160/2003 εν συνδ. προς αρθρ. 3παρ.3 του Ν. 663/1977 και 58553/2006 Απόφαση Υπ. Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης)". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δια της αναφοράς του στην ενσωματωμένη στο βούλευμά του πρόταση του παρ'αυτώ Εισαγγελέως Εφετών, σε σχέση με την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ από εντολοδόχο, η οποία προβλέπεται και τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 375 § § ια, 2α και β Π.Κ., την οποία ορθώς εφάρμοσε, με την αιτιολογία που παραθέτει στο βούλευμά του, διέλαβε σ'αυτό την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση και δι'αυτής στο βούλευμα με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή και του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο και οι σκέψεις του δια των οποίων αποφάνθηκε την απόρριψη της ανωτέρω εφέσεως του αναιρεσείοντος ως ουσία αβάσιμης. Κατ'ακολουθία των παραπάνω εκτιθεμένων, αβάσιμη ελέγχεται η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και ως τέτοια πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 § 1 Κ.Π.Δ.).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί ως αβάσιμη η υπ'αριθ. 77/22-4-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 535/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί αυτός στα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 4 Ιουνίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Νικόλαος Μαύρος"
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Σύμφωνα με το αρ. 375 παρ. 1 Π.Κ. "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 ευρώ, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαίρεσης, απαιτείται αντικειμενικώς μεν ιδιοποίηση, χωρίς δικαίωμα, ξένου (ολικά ή μερικά), κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο, υποκειμενικώς δε δόλος του δράστη, που ενέχει τη γνώση ότι το πράγμα είναι ξένο και ότι το κατέχει, καθώς και τη θέλησή του να το ενσωματώσει στην περιουσία του. Ο εντολοδόχος διαπράττει υπεξαίρεση σε περίπτωση μη απόδοσης στον εντολέα και παράνομης ιδιοποίησης όσων απέκτησε από την εκτέλεση της εντολής. Περαιτέρω, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, όπως το δεύτερο εξ αυτών συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 2408/1996, προκύπτει ότι έχει το βούλευμα την υπό τούτων απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ.1 στ. δ' του, ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν εκτίθεται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα της αιτιολογίας του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων, που έλαβε υπ' όψη του και αξιολόγησε το Συμβούλιο. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται σ' αυτήν, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 484 § ιβ Κ.Π.Δ. λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος, υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στην ερμηνευόμενη ή εφαρμοζόμενη ουσιαστική διάταξη, διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει ή όταν τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, υπάγει σε διάταξη που δεν αρμόζει στην συγκεκριμένη περίπτωση, παραβιάζοντας έτσι ευθέως το νόμο. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο υπ' αρ. 535/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το Συμβούλιο που το εξέδωσε, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, δέχθηκε, κατά την αναιρετικά επί της ουσίας ανέλεγκτη κρίση του, ότι "από το συλλεγέν από την διενεργηθείσα κυρία ανάκριση αποδεικτικό υλικό και δη τις καταθέσεις των ενόρκως εξετασθέντων μαρτύρων, τα περιεχόμενα στην δικογραφία έγγραφα, εν συνδυασμώ και προς τις απολογίες των κατηγορουμένων, τα περιστατικά της εγκλήσεως και την ανωμοτί εξέταση του εγκαλούντος, πολιτικώς ενάγοντος, προέκυψαν τα εξής: Με το από 18- 2-2002 έγγραφο ιδιωτικό συμφωνητικό το οποίο καταρτίσθηκε μεταξύ του εγκαλούντος Ξ και του εκ των κατηγορουμένων Χ, συμφωνήθηκε να πωλήσει ο εγκαλών στον Χ, ο οποίος διατηρούσε με τον υιό του Ψ(δεύτερο κατηγορούμενο-εκκαλούντα) κατάστημα (μάνδρα) εμπορίας αυτοκινήτων οχημάτων δημοσίας χρήσεως στην Αθήνα, στην οδό ..., ένα (1) αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του Ξ, μάρκας TOYOTA, με αριθμό κυκλοφορίας ...., δημοσίας χρήσεως ταξί, αντί τιμήματος 111.518,71 ευρώ. Η πώληση όμως αυτή δεν έλαβε εν τέλει χώρα και εν συνεχεία, δυνάμει του ... πληρεξουσίου πωλήσεως αυτοκινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής-Ζόγκαρη-Νούση, ο εγκαλών Ξ, παρέσχε στους Χ και Ψ (κατηγορουμένους), την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα, όπως ενεργώντας είτε από κοινού είτε μεμονωμένα ο καθένας, πωλήσει προς οποιονδήποτε, ακόμα και στον εαυτό του, συμβαλλόμενος με αυτοσύμβαση κατά το άρθρο 235 του ΑΚ και με οποιοδήποτε τίμημα και με όρους και συμφωνίες εγκρίνει, το ως άνω αναφερόμενο αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του δημοσίας χρήσεως ταξί. Δυνάμει του εν λόγω πληρεξουσίου, και δη στα πλαίσια της παρασχεθείσης κατά τ' ανωτέρω εντολής, οι κατηγορούμενοι, στην Αθήνα, στις 22-2-2002, πώλησαν και μεταβίβασαν το ως άνω αυτοκίνητο ταξί στον Ζ, αντί τιμήματος 105.649,30 ευρώ, το οποίο εισέπραξαν ολόκληρο από τον αγοραστή, αλλά αντί ως όφειλαν να το αποδώσουν στο εντολέα Ξ, το ιδιοποιήθηκαν, χωρίς να έχουν το προς τούτο δικαίωμα. Η πώληση του ταξί έλαβε χώρα δυνάμει του ... πωλητηρίου συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής-Ζόγκαρη-Νούση, στο οποίο ως συμβαλλόμενοι φέρονται οι Ψ (υιός του πρώτου κατηγορουμένου Χ και εντολοδόχος δυνάμει του ... πληρεξουσίου πωλήσεως αυτοκινήτου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Βασιλικής Ζόγκαρη-Νούση), και Ζ. Η κατάρτιση του πωλητηρίου αυτού συμβολαίου έγινε σε εκτέλεση της ρηθείσης εντολής, από τον εκ των εντολοδόχων Ψ, εφόσον ούτος δυνάμει του ανωτέρω πληρεξουσίου είχε την δυνατότητα να ενεργεί και μόνος του, ο δε Χ τελούσε εν γνώσει των ενεργειών του δευτέρου εντολοδόχου, ως σαφώς προκύπτει από την κατάθεση του Ζ. Ο τελευταίος στην από 9-1-2007 ένορκη μαρτυρική του κατάθεση ενώπιον της ανακρίτριας του·18ου Τακτικού Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών, καταθέτει ότι είχε ήδη από τις 7-2-2002 καταβάλει στους κατηγορουμένους το χρηματικό ποσό των 61.000.000 δραχμών (179.016,875 ευρώ) για την αγορά δύο ταξί, από το ποσό δε αυτό, 105.649,30 ευρώ, αντιστοιχεί στο τίμημα αγοράς του ταξί του Ξ, δυνάμει του .... πωλητηρίου συμβολαίου, το οποίο (ποσό) οι κατηγορούμενοι, καίτοι εισέπραξαν εξ ολοκλήρου, εν τούτοις δεν απέδωσαν στον εντολέα τους μετά την κατάρτιση του ... πωλητηρίου συμβολαίου. Στο ... πωλητήριο συμβόλαιο αναγράφεται ως τίμημα πωλήσεως το ποσό των 2.350 ευρώ, το οποίο όμως δεν αποτελεί το πραγματικό τίμημα. Περαιτέρω από τις καταθέσεις του εγκαλούντος, του Ζ, και του ...., προκύπτει, σαφώς ότι αμφότεροι οι κατηγορούμενοι εισέπραξαν το ποσό αυτό, το οποίο άλλωστε και οι ίδιοι (κατηγορούμενοι) δεν αρνούνται ότι εισέπραξαν. Ο εγκαλών στις 22-2-2002 μετέβη στο κατάστημα των κατηγορουμένων και πληροφορήθηκε από αυτούς ότι το ταξί του είχε πωληθεί. Απαίτησε τότε την καταβολή από αυτούς του τιμήματος πωλήσεως αλλά αυτοί αρνήθηκαν την τοιαύτη καταβολή, επικαλούμενοι πρόσκαιρες οικονομικές δυσχέρειες και υποσχέθηκαν να καταβάλουν το τίμημα εντός διμήνου. Ο εγκαλών έσπευσε και ανεκάλεσε το ... πληρεξούσιο πωλήσεως (βλ. σχετ. την ... Πράξη Ανάκλησης Πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών Λαμπρινής Κατσιγιάννη). Η ενέργεια του αυτή είχε ως αποτέλεσμα να μην δύναται να μεταβιβασθεί το όχημα στον αγοραστή Ζ, από την αρμόδια Διεύθυνση Συγκοινωνιών. Οι κατηγορούμενοι τότε, με νέες υποσχέσεις και διαβεβαιώσεις (εγγραφής προσημειώσεως υποθήκης επί ακινήτου κειμένου στη νήσο Μύκονο, ελευθέρου δήθεν βαρών), έπεισαν αυτόν να ανακαλέσει την ανακλητική του πληρεξουσίου Πράξη (σχετ. η ... Πράξη Ανάκλησης της Συμβολαιογράφου Λαμπρινής Κατσιγιάννη), οπότε και εν συνεχεία έγινε και η μεταβίβαση του οχήματος στην οικεία Διεύθυνση Συγκοινωνιών. Σημειωτέον επίσης ότι από το χρηματικό ποσό αυτό που ιδιοποιήθηκαν, οι κατηγορούμενοι, μετά από έντονες οχλήσεις του εγκαλούντος απέδωσαν σε αυτόν, κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2002-2007, τμηματικά ποσό 20.000 ευρώ, το δε υπόλοιπο, 85.649,30 ευρώ, ιδιοποιήθηκαν χωρίς να έχουν το προς τούτο δικαίωμα. Το ποσό αυτό (20.000 ευρώ), δέχεται ο εγκαλών ότι εισέπραξε τμηματικά. Οι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται ότι επέστρεψαν στον εγκαλούντα χρηματικό ποσό 60.000 ευρώ, αλλά ο ισχυρισμός αυτός δεν ενισχύεται ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα από κάποιο έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο (αποδείξεις εισπράξεως). Εξ άλλου ο σκοπός παρανόμου ιδιοποιήσεως του χρηματικού αυτού ποσού από τους κατηγορουμένους προκύπτει και από το γεγονός ότι ενώ αρχικώς συμφωνήθηκε δυνάμει του από 18-2-2002 εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού να αγοράσουν οι ίδιοι το ταξί του εγκαλούντος, κατόπιν πρότειναν σ' αυτόν και πέτυχαν να τους χορηγηθεί πληρεξούσιο πωλήσεως σε τρίτον, εις τρόπον ώστε να περιέλθει το τίμημα στην κατοχή τους και να καταστεί εφικτή η παράνομη ιδιοποίηση του. Επί πλέον από τις περιεχόμενες στην δικογραφία μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα, προκύπτει ότι έχουν σχηματισθεί σε βάρος τους και άλλες δικογραφίες από παράνομη ιδιοποίηση χρημάτων που τους είχαν εμπιστευθεί πελάτες των (προκαταβολές, τιμήματα πωλήσεως). Με βάση τα περιστατικά αυτά το Συμβούλιο δέχτηκε ότι προκύπτουν κατά των κατηγορουμένων αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης από κοινού, από εντολοδόχο, αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρο 375 παρ. 1α - 2 α' β' Π.Κ). Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε, στο βούλευμα που εξέδωσε, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση που διενεργήθηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες πείσθηκε το Συμβούλιο ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος, καθώς και του συγκατηγορουμένου του, στο ακροατήριο, για την αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης από κοινού από εντολοδόχο αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ, η οποία τιμωρείται από τη διάταξη του άρθρου 375 παρ. 1α - 2α, Β Π.Κ και την οποία ορθώς εφάρμοσε. Ειδικότερα, και αναφορικά με τις επί μέρους αιτιάσεις, ήταν επιτρεπτή η καθολική αναφορά του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, αφού, σ' αυτήν, με πλήρεις αιτιολογίες, διαλαμβάνονται με σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν, καθώς και οι αποδείξεις από τις οποίες δικαιολογείται η ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου και τέλος και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι η έφεση του αναιρεσείοντος ήταν ουσιαστικά αβάσιμη. Επί προσθέτως, αιτιολογείται πλήρης, η παράνομη ιδιοποίηση του χρηματικού ποσού που ο αναιρεσείων και ο συγκατηγορούμενός του εισέπραξαν από την πώληση του αυτοκινήτου δημοσίας χρήσεως (taxi) του εγκαλούντος, χωρίς να διαλαμβάνεται στο βούλευμα παραδοχής παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, ότι οι κατηγορούμενοι βρίσκονται σε διαδικασία εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού και ως εκ τούτου δεν υφίσταται η παράνομη (πρόθεση) ιδιοποίηση. Αντιθέτως, το Συμβούλιο δέχεται με το προσβαλλόμενο βούλευμά του ότι οι κατηγορούμενοι επέστρεψαν 20.000 ευρώ, το δε υπόλοιπο, 85.649,30 Ευρώ, ιδιοποιήθηκαν, χωρίς να έχουν το προς τούτο δικαίωμα. Τέλος, δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, που κατ' είδος αναφέρονται στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών και στην οποία, σύμφωνα με όσα προειπώθηκαν, επιτρεπτά αναφέρθηκε εξολοκλήρου το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών.
Συνεπώς, οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' του Κ.Π.Δ πρώτος και δεύτερος λόγοι της ένδικης αίτησης αναίρεσης, με τους οποίους προβάλλονται αντίθετες αιτιάσεις, είναι αβάσιμοι. Μετά από αυτά, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρ. 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αρ. 77/22-4-2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του υπ' αρ. 535/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 2 Δεκεμβρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 13 Ιανουαρίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ