Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2155 / 2007    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Εξακολουθητική τέλεση εγκλήματος, Πλαστογραφία και χρήση (πλαστού εγγράφου).




Περίληψη:
Βούλευμα παραπεμπτικό για κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως, όπου το όφελος και η ζημία υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ (συναλλαγματικές κ.λ.π. έγγραφα – δικαιολογητικά για τη χορήγηση πιστώσεως από Τράπεζα). Για τον χαρακτηρισμό ως κακουργήματος της πλαστογραφίας κατ’ εξακολούθηση της παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ, που τελέσθηκε πριν από το Ν. 2121/1999, απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από κάθε μία μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσόν των 25.000.000 δραχμών (73.000 ευρώ). Αιτιολογία βουλεύματος. Επιτρεπτή η παραπομπή στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση και δι αυτής συμπληρωματικά στο πρωτόδικο βούλευμα. Λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας. Απορρίπτει αναίρεση.





Αριθμός 2155/2007


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη-Εισηγητή και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη, (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 6 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2371/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 19 Οκτωβρίου 2006 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 62/2007. Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, με αριθμό 194/14-5-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' αρθρ. 485 &1 ΚΠΔ την με αριθμ. 116/19-10-2006 αίτηση του Χ1 γενομένη δια πληρεξουσίου ο οποίος είχε την προς τούτο εξουσιοδότηση η οποία προσαρτάται στην έκθεση αναίρεσης, για αναίρεση του με αριθμ. 2371/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ ουσία η με αριθμ. 233/2005 έφεση του κατά του με αριθμ. 687/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση με σκοπό προσπόρισης στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακού οφέλους με ζημία τρίτου ποσού που υπερβαίνει τα 25.000.000 δραχμές η 73.370 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα: Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας (άρθρ. 484 & 1 δ ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι Ο προβαλλόμενος λόγος συνίσταται όπως αναφέρεται στην αίτηση αναίρεσης, στο ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν περιέχονται τα πραγματικά περιστατικά με σαφήνεια και πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις προς στήριξη της κατηγορίας όπως δεν εκτίθενται και οι συγκροτούντες το έγκλημα της πλαστογραφίας όροι. Επειδή κατά το άρθρο 216 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η διάταξη της τελευταίας παραγράφου ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 7 εδ. α' του Ν.2408/1996 παρ. 1 "όποιος καταρτίζει πλαστό έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση... παρ. 3. Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (παρ. 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον περιουσιακό όφελος, βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών" και η τελευταία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1472° του Ν 2721/99 κατά την οποία "εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.370 ευρώ) " Με τις διατάξεις αυτές θεσμοθετείται το έγκλημα της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος χάριν της προστασίας των υπομνημάτων τα οποία αποτελούν διακινούμενα έγγραφα με ουσιώδες περιεχόμενο και από τα οποία πηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται η κατάρτιση εξ υπαρχής εγγράφου από μη δικαιούμενο πρόσωπο ή νόθευση του περιεχομένου του καταρτισμένου ήδη γνησίου εγγράφου, υποκειμενικώς δε απαιτείται δόλος συνιστάμενος στη γνώση και θέληση παραγωγής των περιστατικών, τα οποία θεμελιώνουν την πράξη της πλαστογραφίας, συγχρόνως όμως και σκοπός του υπαιτίου όπως με τη χρήση του πλαστού εγγράφου ή του εγγράφου που νοθεύτηκε παραπλανηθεί άλλος για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες με στόχο να προσπορίσει στον εαυτό του ή άλλον, με βλάβη τρίτου, περιουσιακό όφελος ή να βλάψει τρίτον, χωρίς να ασκεί επιρροή ή επέλευση του περιουσιακού οφέλους ή βλάβη του τρίτου. Ως έγγραφο δε κατά την έννοια του νόμου είναι κατ' άρθρο 13 εδ. γ' του Π. Κ. κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει γεγονός που έχει έννομη σημασία και κάθε σημείο που προορίζεται ν' αποδείξει τέτοιο γεγονός. Εξάλλου η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία η έλλειψη της οποίας θεμελιώνει λόγο αναιρέσεως στο απαλλακτικό βούλευμα από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. Ε' του ΚΠΔ υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν εκθέτει σ' αυτό τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στήριξε την κρίση του για την ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων προς συγκρότηση όλων ή μερικών από τους αντικειμενικούς και υποκειμενικούς όρους του εγκλήματος, για το οποίο έκρινε, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία τα περιστατικά αυτά προέκυψαν και τους συλλογισμούς υπαγωγής τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφήρμοσε και κατέληξε στην απαλλακτική κρίση. (ΑΠ Ολ. 2/2002, ΑΠ 814/2000 ΑΠ 1167/2000, ΑΠ 854/2004, ΑΠ 1504/2004, ΑΠ 1984/2004). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Ο αναιρεσείων υπήρξε διευθύνων σύμβουλος και ο βασικός μέτοχος της Α.Ε με την επωνυμία "Γ Λεβέντης ΑΕ" στην ιδιοκτησία της οποίος ανήκει και το ξενοδοχείο "........." στην ..... . Η ξενοδοχειακή μονάδα αυτή επειδή εμφάνιζε παλαιότητα στον εξοπλισμό και στις εγκαταστάσεις για να γινόταν ανταγωνιστική και βιώσιμη άλλα και κατ' απαίτηση του EOT έπρεπε να εκσυγχρονισθεί και για να γινόταν αυτό απαιτούνταν διάθεση μεγάλου ποσού για το οποίο ο αναιρεσείων προέκρινε την λύση της δανειοδότησής του. Και επειδή το κόστος δανεισμού στις Ελληνικές Τράπεζες ήταν υψηλό άλλα και επειδή ήδη όφειλε προϋπάρχον για την ανέγερση του ξενοδοχείου δάνειο στην ΕΤΒΑ και επίσης υπήρχε πρόβλημα φερεγγυότητας του λόγω του ότι είχε καταδικαστεί για έκδοση ακαλύπτων επιταγών ανέθεσε στον Γερμανό υπήκοο Γ1 ο οποίος του συστήθηκε σαν χρηματοοικονομικός σύμβουλος και διαχειριστής εταιρείας και του παρέστησε ότι είχε την δυνατότητα να του εξασφαλίσει δανειοδότηση από Ευρωπαϊκή τράπεζα με ευνοϊκούς όρους την εξεύρεση χρηματοδότη του να του βρει πηγή χρηματοδότησης του . Για τον σκοπό αυτό συντάχθηκε σχετική οικονομικοτεχνική μελέτη την οποία μετέφρασε στα Γερμανικά ο επίσης Γερμανός υπήκοος .........., Γ2 . Ο παραπάνω Γ1 έφερε σε επαφή τον αναιρεσείοντα με τον Χρηματοοικονομικό όμιλο "FINANCE INTER COR" στον οποίο εισηγητής ήταν ο Γ3. Ο παραπάνω Γερμανικός χρηματοοικονομικός Όμιλος για τους σκοπούς της χρηματοδότησης του ζήτησε από τον αναιρεσείοντα και του υπέγραψε τρεις συναλλαγματικές λήξης ....... ποσού 20.000.000, 7.450.000 και 7.850.000 D.M αντίστοιχα . Ο Γ3 περαιτέρω ζήτησε από τον αναιρεσείοντα εγγυητική επιστολή ή εν πάσει περιπτώσει επιστολές φερεγγυότητας προκειμένου να προχωρούσε η παροχή δανείου και για να εξυπηρετήσει τον αναιρεσείοντα ο Γ2 έδωσε στον αναιρεσείοντα μια συναλλαγματική αποδοχής του ποσού 7.150.000 D.M και επίσης αμφότεροι, ο αναιρεσείων και ο Γ2, κατάρτισαν μια συναλλαγματική έκδοσης του ομίλου "FINANCE INTER COR" και αποδοχής ενός Β1, το οποίο είναι ανύπαρκτο πρόσωπο, λήξης ..... και ποσού 7.000.000 DM Παράλληλα μεταξύ του αναιρεσείοντα και του Γ1 υπογράφηκε το από ....... "συμφωνητικό συμβούλου" και μια σύμβαση διασφάλισης πηγών "από την οποία προκύπτει η μεταξύ τους συμφωνία για την ανεύρεση δανειοδότου του με ποσοστό 8% επί του ύψους του δανείου το οποίο κατά τις παραπάνω συμφωνίες τους θα ήταν ύψους 20.000.000 D.M Εν τω μεταξύ στον Γ3 παραδόθηκαν από τους κατηγορουμένους πέντε επιστολές-βεβαιώσεις φερεγγυότητας οι οποίες βεβαιώνουν την φερεγγυότητα του αναιρεσείοντα. Ειδικότερα παραδόθοσαν. Η με αριθμ. ........ του καταστήματος ΕΤΕ Α Πειραιώς βεβαιώνει ότι ο αναιρεσείων έχει συναλλαγές με την ΕΤΕ και ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει της μια συναλλαγματική με ημερομηνία έκδοσης την ......... και πληρωμής την ........ ύψους 20.000.000 D.M., η δεύτερη με αριθ. ........ του ίδιου καταστήματος ΕΤΕ στην οποία βεβαιώνεται η φερεγγυότητα όπως παραπάνω και ότι δέχεται να εξαργυρώσει μία συναλλαγματική με ημερομηνία έκδοσης ...... και πληρωμής την ..... ύψους 7.850.000 D.M., η τρίτη με αριθμ. ....... με περιεχόμενο το ίδιο σχετικά με την ανυπαρξία σφράγισης επιταγών και διαμαρτύρηση συναλλαγματικών δέχεται να εξαργυρώσει μία συναλλαγματική με ημερομηνία έκδοσης ....... και ημερομηνία πληρωμής ....... ποσού 7.450.000 D.M., η τέταρτη με αριθμ. ........ του καταστήματος ΕΤΕ Σόλωνος η οποία βεβαιώνει ότι ο Β1, το οποίο είναι ανύπαρκτο πρόσωπο, διατηρεί συναλλαγές με το κατάστημα αυτό της ΕΤΕ και ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών και διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει μια συναλλαγματική ύψους 7.000.000 D.M. με ημερομηνία έκδοσης την ...... και ημερομηνία πληρωμής την ...... και η πέμπτη του ίδιου καταστήματος με τον ίδιο αριθμό η οποία βεβαιώνει ότι ο Γ2 διατηρεί συναλλαγές με την ΕΤΕ και ότι δεν έχουν σφραγιστεί επιταγές του ούτε διαμαρτυρηθεί συναλλαγματικές του και ότι δέχεται να εξαργυρώσει μία συναλλαγματική με ημερομηνία έκδοσης ....... ύψους 7.150.000 D.M. Οι βεβαιώσεις αυτές περί φερεγγυότητας του αναιρεσείοντα και του Γ2 ήταν πλαστές εξ ολοκλήρου και κατασκευάστηκαν από τον αναιρεσείοντα και τους συγκατηγορουμένους του κάτωθι δε αυτών έθεσαν υπογραφές ανύπαρκτων υπαλλήλων και δη με τα ονόματα Β2 και Β3 στις βεβαιώσεις του καταστήματος της Πειραιώς 190 και Β4 και Β5 σ' αυτές του καταστήματος της Σόλωνος της ΕΤΕ και την ένδειξη "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΕ". Οι πλαστές αυτές βεβαιώσεις παραδόθηκαν στον Γ3 προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σαν παραστατικά βεβαίωσης φερεγγυότητας για την δανειοδότηση του αναιρεσείοντα αλλά κι η επί πλέον βεβαίωση για το Β1 για να καταστεί δυνατή η προεξόφληση της συναλλαγματικής αυτής για την λήψη των αντιστοίχων ποσών και για να καταστεί δυνατή η προεξόφληση των συναλλαγματικών από τράπεζες του εξωτερικού στις οποίες απευθύνθηκαν για τον σκοπό αυτό, μία δε εξ αυτών ήταν και το υποκατάστημα της ΕΤΕ στην Φραγκφούρτη όπου κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης της προεξόφλησης τους, οι εμπλεκόμενοι συνελήφθησαν πλην του αναιρεσείοντα και του συγκατηγορουμένου του από την Γερμανική αστυνομία η οποία είχε πληροφορίες για την σχεδιαζόμενη απάτη και καταδικάστηκαν πλην ενός για τον οποίο έπαυσε οι ποινική δίωξη λόγω θανάτου και του αναιρεσείοντα. Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς του αναιρεσείοντα απαντώντας με αιτιολογία για αυτούς και ειδικά τους ισχυρισμούς περί του ότι όλα αυτά έγιναν από τους αναλαβόντες την χρηματοδότηση του και προκειμένου να επιτύχουν να εισπράξουν την προμήθεια από την χρηματοδότηση του. Το προσβαλλόμενο βούλευμα απαντά στους ισχυρισμούς αυτούς αναφέροντας ότι εκείνος που είχε άμεση ανάγκη χρημάτων και δεν μπορούσε να βρει γιατί δεν είχε βεβαιώσεις φερεγγυότητας για να δανειοδοτηθεί από καμιά τράπεζα λόγω του ότι υπήρχαν καταδικαστικές αποφάσεις για έκδοση ακαλύπτων επιταγών εις βάρος του και ότι δεν ήταν δυνατή η δανειοδότηση του με κανένα τρόπο τουλάχιστον και ότι ήταν σε δεινή οικονομική κατάσταση ήταν αυτός ο οποίος βασικά οφελούνταν από την επιτυχία της ολοκλήρωσης του σχεδίου χρηματοδότησης του με τον τρόπο αυτό, και ως εκ τούτου όλος ο σχεδιασμός στην τέλεση των πράξεων αυτών δεν ήταν δυνατός χωρίς την γνώση και την σύμπραξη του. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ότι ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 98 και 216 & 1-3β ΠΚ με τις οποίες κατηγορήθηκε και ότι καμία αντίφαση δεν παρατηρείται στο σκεπτικό ούτε και υπάρχουν αντιφάσεις στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος και ότι δεν δημιουργείται καμιά ακυρότητα από την αναφορά στο προσβαλλόμενο βούλευμα στις σκέψεις του πρωτοδίκου βουλεύματος όπως και έλλειψη αιτιολογίας με την μη αναφορά του Συμβουλίου στην πρόταση του Εισαγγελέα γιατί η πρόταση του εισαγγελέα ενσωματώνεται στο βούλευμα και αποτελεί με αυτό ένα ενιαίο σύνολο. Κατ' ακολουθία των παραπάνω η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου πρέπει ν' απορριφθεί.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθεί η με αριθμ. 116/19-10-2006 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθμ. 2371/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του αναιρεσείοντος.
Αθήνα την 26-3-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη 116/19-10-2006 έκθεση αναιρέσεως του Χ1 κατά του 2371/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίφθηκε κατ ουσία η 233/2005 έφεσή του κατά του. 687/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για να δικαστεί για πλαστογραφία με χρήση κατ' εξακολούθηση με σκοπό προσπόρισης στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακού οφέλους με ζημία τρίτου ποσού που υπερβαίνει τις 25.000.000 δραχμές η 73.000 ευρώ (αρθ. 26§12, 27§1, 45, 98, 216§§1-3α, ΠΚ, όπως αντικ. με αρθ. 1§6 περ. 7 Ν. 2408/96 και αντικατ. με άρθρο 14§2α Ν. 2721/99), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή. Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 του Π.Κ., "Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών". Η χρήση του εγγράφου από αυτόν θεωρείται επιβαρυντική περίπτωση. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αυτή ίσχυε μετά τη συμπλήρωσή της με το άρθρο 1 παρ. 7 περ. α' του ν. 2408/1996, αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (της πλαστογραφίας και χρήσεως πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτόν του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, ή σκόπευε να βλάψει άλλο τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών "εάν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Εξ άλλου, με το άρθρο 14 παρ. 2 περ. α' του Ν. 2721/1999, η ως άνω, με την παρ. 7α του άρθρου 1 του ν. 2408/1996 προστεθείσα στην παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ τελευταία φράση αντικαταστάθηκε με τη φράση "Εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 του ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την προσθήκη σαυτό δεύτερης παραγράφου με το άρθρο 14 παρ. 1 του ν. 2721/1999, "αν περισσότερες πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί αντί να εφαρμόσει τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 να επιβάλει μία και μόνο ποινή". Για την επιμέτρησή της το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικοτέρων πράξεων. Τέλος, με την παρ. 1 του άρθρου 14 του Ν. 2721/1999, προστέθηκε δεύτερη παράγραφος στο άρθρο 98 του ΠΚ, που έχει ως εξής: Η αξία του αντικειμένου της πράξεως και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερε πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και τη συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος, που, ανάλογα με το έγκλημα, επήλθε ή σκοπήθηκε. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν, η απαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος το εμφανίζει ότι καταρτίστηκε από άλλον ή η νόθευση γνήσιου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της έννοιας του περιεχομένου του, υποκειμενικώς δε, δόλος, που περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση των πραγματικών περιστατικών, τα οποία απαρτίζουν την πράξη και περαιτέρω, σκοπός του υπαίτιου (υπερχειλής δόλος) να παραπλανήσει με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου άλλον, για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες οι οποίες αναφέρονται στην παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή, μεταβίβαση ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσης ή κατάστασης, δημόσιας ή ιδιωτικής φύσης. Για τον χαρακτηρισμό της πλαστογραφίας κατ' εξακολούθηση της παρ. 3 του άρθρου 216 του ΠΚ, που τελέσθηκε πριν από το Ν. 2721/1999, ως κακουργήματος, απαιτείται το επιδιωχθέν όφελος ή η επελθούσα ζημία από κάθε μία μερικότερη πράξη να υπερβαίνει το ποσόν των 25.000.000 δραχμών. Οι νεότερες διατάξεις του ν. 2721/1999 δεν μπορούν να εφαρμοσθούν και επί κακουργηματικών πλαστογραφιών, που τελέσθηκαν πριν την ισχύ του νόμου αυτού, ως δυσμενέστερες. Εξάλλου, η απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία του βουλεύματος, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως, κατά το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' ΚΠΔ, υπάρχει όταν περιέχονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, τα οποία θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα, για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά και, τέλος, οι σκέψεις και οι συλλογισμοί, βάσει των οποίων το δικαστικό συμβούλιο έκρινε ότι, από τα περιστατικά αυτά, προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής, ικανές να στηρίξουν την κατηγορία. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να μνημονεύονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατ' είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης . Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ' επιλογή μερικά εξ αυτών. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ αιτιολογία, γίνεται δεκτό ότι υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Όταν ασκείται έφεση από τον κατηγορούμενο κατά του πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, το δευτεροβάθμιο συμβούλιο έχει τη δυνατότητα, για να στηρίξει τις δικές του σκέψεις, να παραπέμπει συμπληρωματικώς στο πρωτόδικο βούλευμα. Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, με επιτρεπτή αναφορά του στην ενσωματωμένη σ' αυτό πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σε αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά. "
Ο εκκαλών υπήρξε διευθύνων σύμβουλος και ο βασικός μέτοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "Γ. ΛΕΒΕΝΤΗΣ ΑΕ", στην ιδιοκτησία της οποίας ανήκει το ξενοδοχείο "......." στη θέση "......." της ....... Επειδή όμως το ξενοδοχείο αυτό λειτουργούσε από το έτος 1975, ο ΕΟΤ υποχρέωσε τον ως άνω κατηγορούμενο να προβεί σε ανακαίνιση αυτού, ώστε η ξενοδοχειακή αυτή επιχείρηση να γίνει βιώσιμη και ανταγωνιστική με τις άλλες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις της Κέρκυρας. Για να επιτευχθεί αυτό έπρεπε η ανωτέρω εταιρεία να λάβει δάνειο ύψους πολλών εκατομμυρίων δραχμών. Επειδή όμως τα τραπεζικά επιτόκια στη χώρα μας το έτος 1993 ήταν πολύ υψηλά, αλλά και με δεδομένο ότι οι Ελληνικές Τράπεζες δεν του χορηγούσαν δάνειο, καθόσον ήδη όφειλε στην ΕΤΒΑ υπόλοιπο εκ δανειοδότησης για την ανέγερση του ως άνω ξενοδοχείου ύψους 80.000.000 δρχ. και είχε καταδικασθεί για σωρεία ακάλυπτων επιταγών, απευθύνθηκε σε τράπεζες της αλλοδαπής, ώστε να λάβει δάνειο δύο δισεκατομμύρια δραχμές περίπου. Το θέρος του έτους 1993, ο κατηγορούμενος γνώρισε στο ως άνω ξενοδοχείο του το Γερμανό υπήκοο, Γ1, ο οποίος εμφανίσθηκε σ' αυτόν ως χρηματοοικονομικός σύμβουλος και διαχειριστής εταιρείας στη Γερμανία και ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι μπορούσε να αναλάβει τη δανειοδότηση της εν λόγω εταιρείας του από τράπεζα της Ευρώπης με ευνοϊκούς όρους. Για την υλοποίηση δε της χρηματοδότησης αυτής συντάχθηκε οικονομοτεχνική μελέτη, την οποία μετέφρασε στα Γερμανικά ο συγκατηγορούμενός του, Γ2, Γερμανός υπήκοος, καθηγητής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, ο οποίος διέμενε στην Κέρκυρα. Τον Απρίλιο του έτους 1994 ο εκκαλών μετέβη με τον τελευταίο στη Γερμανία, όπου ο Γ1 τους έφερε σε επαφή με το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό όμιλο με την επωνυμία " Finance Inter Cor", στην οποία εισηγητής ήταν ο Γ3 . Για την υλοποίηση του σκοπού αυτού ο ανωτέρω όμιλος σε συνεργασία με τον Γ1, ζήτησαν από τον κατηγορούμενο να αποδεχθεί τρεις γερμανικές συναλλαγματικές, τις οποίες είχε εκδόσει ο ανωτέρω όμιλος (" Finance Inter Cor"), λήξεως την ......, ποσού 20.000.000, 7.450.000 και 7.850.000 μάρκων Γερμανίας, αντίστοιχα. Παράλληλα, ο δεύτερος κατηγορούμενος Γ2, προκειμένου να εξυπηρετήσει τον εκκαλούντα, αλλά κυρίως για να δανειοδοτηθεί και ο ίδιος προσωπικά από τις τράπεζες της Γερμανίας, μέσω του προαναφερόμενου χρηματοοικονομικού ομίλου, αποδέχθηκε μια γερμανική συναλλαγματική, που εξέδωσε ο τελευταίος (όμιλος), ποσού 7.150.000 μάρκων Γερμανίας, λήξεως την ......, ενώ παράλληλα αποδέχθηκαν αμφότεροι οι κατηγορούμενοι και μια άλλη συναλλαγματική, εκδόσεως του ίδιου ως άνω ομίλου και λήξεως την ......., με αποδέκτη το ανύπαρκτο πρόσωπο, Β1, ο οποίος εφέρετο κάτοικος ........, ποσού 7.000.000 μάρκων Γερμανίας. Παράλληλα δε οι ανωτέρω ζήτησαν από τους κατηγορουμένους, προκειμένου να επιτύχουν τη δανειοδότησή τους, να τους χορηγήσουν εγγυητικές επιστολές ή εν πάση περιπτώσει επιστολές φερεγγυότητας, οι οποίες θα ήταν γραμμένες στην Ελληνική και Γερμανική γλώσσα. Μεταξύ δε του ως άνω μεσολαβητή, Γ1 και του εκκαλούντα, υπεγράφησαν, την ......, ένα "συμφωνητικό συμβούλου" και μία "σύμβαση διασφάλισης πηγών", από τα οποία προκύπτουν τα ανωτέρω συμφωνηθέντα, καθώς και η αμοιβή του πρώτου συμβαλλομένου για την ανωτέρω μεσολάβησή του, που ανήρχετο σε ποσοστό 8% του δανειακού ποσού που επρόκειτο να λάβει ο εκκαλών, που, κατά το περιεχόμενο αυτών ανήρχετο σε 20.000.000 μάρκα Γερμανίας, δηλαδή μεγαλύτερο του ποσού των τριών δισεκατομμυρίων δραχμών, αφού η μέση τιμή του μάρκου έναντι της δραχμής αντιστοιχούσε τότε σε 153, 930 δρχ. (βλ. το σχετικό δελτίο επίσημων τιμών εξωτερικών συναλλαγμάτων). Έτσι πλέον οι κατηγορούμενοι, με σκοπό να επιτύχουν τη δανειοδότησή τους από Τράπεζες και άλλα πιστωτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, όταν επανήλθαν στην Αθήνα, όπου προσωρινά διέμενε ο εκκαλών (........), εφοδιάσθηκαν με τα σχετικά έντυπα και κατάρτισαν από κοινού εξ υπαρχής τις παρακάτω πέντε βεβαιώσεις της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος και δη των καταστημάτων της Αθήνας (Σόλωνος) και Πειραιά (Εθν. Αντιστάσεως αντίστοιχα).
1)Τη με ....... από ....... κατάστημα Πειραιά Α', με την οποία βεβαιώνει ότι ο εκκαλών διατηρεί από το 1986 συναλλαγές με την ΕΤΕ, ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει μια συναλλακτική ύψους 20.000.000 DΜ, εκδοθείσα την ..... και πληρωτέα την ...... 2) Τη με ..... από ......., κατάστημα Πειραιώς Α', που βεβαιώνει ότι ο εκκαλών διατηρεί από το 1986 συναλλαγές με την Τράπεζα, ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει μια συναλλαγματική ύψους 7.850.000 DΜ, εκδοθείσα την ...... και πληρωτέα την ....... 3) Τη με ......, κατάστημα Πειραιώς Α, που βεβαιώνει ότι ο εκκαλών διατηρεί από το 1986 συναλλαγές με την ΕΤΕ, ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει μια συναλλαγματική ύψους 7.450.000 DΜ, εκδοθείσα την ..... και πληρωτέα την ....... 4) Τη με .... από ......, κατάστημα Σόλωνος, που βεβαιώνει ότι ο Β1 (ανύπαρκτο πρόσωπο) διατηρεί από το 1986 συναλλαγές με την ΕΤΕ, ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών, ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει μια συναλλαγματική ύψους 7.000.000 DΜ, εκδοθείσα την ..... και πληρωτέα την ...... και 5) τη με .... από ......, κατάστημα Σόλωνος, που βεβαιώνει ότι ο κατηγορούμενος Γ2, διατηρεί από το 1990 συναλλαγές, με την ΕΤΕ, ότι δεν έχουν αναφερθεί σφραγίσεις επιταγών ούτε διαμαρτυρήσεις συναλλαγματικών και ότι δέχεται να εξαργυρώσει επί τη εμφανίσει μια συναλλαγματική ύψους 7.150.000 DΜ, εκδοθείσα την ......... Κάτω δε από τις βεβαιώσεις αυτές, που είχαν γραφεί στην Ελληνική και στην Γερμανική γλώσσα και υπό την ένδειξη "ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΕ" (Πειραιεύς 190 ή κατάστημα Σόλωνος, αντίστοιχα), έθεσαν τις υπογραφές ανύπαρκτων υπαλλήλων της ΕΤΕ και δη με στοιχεία Β2 και Β3, στις τρεις πρώτες ως άνω πλαστές βεβαιώσεις και Β4 και Β5 για τις δύο τελευταίες. Των πλαστών αυτών εγγράφων έκαναν χρήση στη συνέχεια οι κατηγορούμενοι, αποστέλλοντας αυτά στα μέλη του προαναφερόμενου χρηματοοικονομικού ομίλου, προκειμένου να παραπλανήσουν με αυτά διάφορα πιστωτικά ιδρύματα της αλλοδαπής, μεταξύ των οποίων και την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος στην Φραγκφούρτη, ότι δήθεν οι ανωτέρω βεβαιώσεις είχαν εκδοθεί από τους αρμόδιους υπαλλήλους της ΕΤΕ και ότι δήθεν βεβαίωναν την φερεγγυότητα των κατηγορουμένων και του Β1(ανύπαρκτου προσώπου), ως αποδεκτών των αναγραφομένων σ' αυτές συναλλαγματικών και να προεξοφλήσουν τις προσκομιζόμενες σ' αυτές ως άνω συναλλαγματικές, αφού υπήρχε δήθεν κάλυψή τους με τις πλαστές αυτές βεβαιώσεις της ΕΤΕ στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, την 15/12/1994, εμφανίσθηκαν οι ....... και ......... στο κατάστημα της ΕΤΕ στη Φραγκφούρτη, στους οποίους είχε παραδώσει ο ανωτέρω Γ3 τις προαναφερόμενες δύο συναλλαγματικές 7.000.000 DM, λήξεως ...... και με αποδέκτη τον Β1 (ανύπαρκτο πρόσωπο) και 7.150.000 DΜ, (με αποδέκτη τον Γ2, δεύτερο κατηγορούμενο) και τις πλαστές ως άνω αντίστοιχες επιστολές φερεγγυότητας της ΕΤΕ Σόλωνος (με στοιχ. 4 και 5) και διαπραγματεύθηκαν την προεξόφλησή τους. Πλην όμως οι ανωτέρω συνελήφθηκαν από τη Γερμανική αστυνομία, οι οποίοι, μαζί με άλλα ακόμη πέντε άτομα, μεταξύ των οποίων και ο Γ3, οδηγήθηκαν στο Δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε σε βάρος τους τη με αριθ. 5/5 Ν8-92Ιδ 1247.3/95 απόφαση. Επίσης και οι λοιπές τρεις ως άνω συναλλαγματικές, με αποδέκτη τον εκκαλούντα, συνοδευόμενες με τις αντίστοιχες προαναφερόμενες βεβαιώσεις φερεγγυότητας εμφανίσθηκαν σε διάφορα πιστωτικά ιδρύματα, όπως αναλυτικά αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, χωρίς τελικά να επιτευχθεί η προεξόφληση των εν λόγω συναλλαγματικών. Με τον τρόπο αυτό σκόπευαν, τόσο ο εκκαλών όσο και ο συγκατηγορούμενός του να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος, που συνολικά ανέρχεται στο ποσό των 49.450.000 γερμανικών φράγκων, αλλά και με κάθε μερικότερη πράξη της πλαστογραφίας το όφελος που σκόπευαν οι κατηγορούμενοι να προσπορίσουν στον εαυτό τους υπερέβαινε κατά πολύ τα 25.000.000 δρχ., αφού, όπως προαναφέραμε, η τιμή του γερμανικού φράγκου έναντι της δραχμής αντιστοιχούσε τότε σε 153 δρχ. περίπου. Ο εκκαλών, τόσο κατά την απολογία του στην Ανακρίτρια, όσο και με το προσαρτώμενο στην υπό κρίση έφεσή του υπόμνημα, αρνείται τη σε βάρος του κατηγορία, διατεινόμενος ότι είχε άγνοια των πλαστών ως άνω βεβαιώσεων φερεγγυότητας, ότι ο ίδιος έχει πέσει θύμα του Γερμανικού κυκλώματος και ότι απόδειξη του ισχυρισμού του αυτού είναι το γεγονός ότι, εάν γνώριζε όσα είχαν συμβεί στις 15/12/94 από τα προαναφερόμενα ως άνω άτομα, δεν θα παραχωρούσε υποθήκη στην ακίνητη περιουσία του στις ....... Οι ισχυρισμοί του όμως αυτοί αναιρούνται από το 1/4/2004 απολογητικό του υπόμνημα στην 18η Ανακρίτρια, με το οποίο παραδέχεται ότι υπέγραψε ως αποδέκτης τις προαναφερόμενες συναλλαγματικές, τις οποίες παρέδωσε στον Γ3, αλλά τον διαβεβαίωσε ο τελευταίος ότι δεν επρόκειτο να τις κυκλοφορήσει. Όμως γεννάται η απορία, ποια θα ήταν η σκοπιμότητα αποδοχής των συναλλαγματικών αυτών, ύψους πολλών εκατομμυρίων δραχμών, εάν δεν ετίθεντο αυτές σε κυκλοφορία. Έπειτα, με ποιο τρόπο κατοχυρώθηκε ο εκκαλών, ότι πράγματι αυτές δεν θα κυκλοφορήσουν, όταν μάλιστα δεν προσκομίζει έστω κάποιο συμφωνητικό, από το οποίο να συνάγονται τα ανωτέρω από αυτόν ισχυρισθέντα, όταν μάλιστα, κατά τον ίδιο χρόνο, έχουν συνταχθεί μεταξύ αυτού και του μεσολαβητή Γ1 δύο συμφωνητικά, όπως προαναφέραμε, για να κατοχυρώσει ο τελευταίος την προμήθεια του 8% που θα ελάμβανε από τον εκκαλούντα αμέσως μετά την εκταμίευση του δανείου. Έπειτα δεν θα πρέπει να παραβλεφθεί το γεγονός ότι ο εκκαλών είναι επιστήμονας και δη αρχιτέκτονας, καθώς επίσης επιχειρηματίας και διευθύνων σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας επί πολλά έτη, ιδιότητες που δεν συνάδουν με τον ισχυρισμό του ότι υπήρξε θύμα των Γερμανών. Ότι συνέταξε δε ο εκκαλών από κοινού με το συγκατηγορούμενό του τις ανωτέρω πλαστές βεβαιώσεις και όχι οι Γερμανοί συνεργάτες του, συνάγεται, κατά την άποψη μας, από το ........ ως άνω συμφωνητικό συμβούλου που υπεγράφη μεταξύ αυτού και του Γ1, στο οποίο αναγράφεται ότι θα πρέπει να υποβληθούν στον ανωτέρω όμιλο τα σχετικά δικαιολογητικά, εννοώντας προφανώς τις βεβαιώσεις της Τράπεζας στα Ελληνικά και Γερμανικά, όπως πράγματι και συντάχθηκαν από τους κατηγορουμένους. Προσέτι ο δόλιος σκοπός του εκκαλούντα συνάγεται και από το γεγονός ότι, ενώ έχει εκδοθεί σε βάρος του μεγάλος αριθμός καταδικαστικών αποφάσεων για παράβαση του Νόμου περί επιταγών και εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση, παρά ταύτα, καταφεύγει στο εξωτερικό προς λήψη δανείου και υπογράφει συναλλαγματικές αξίας εκατοντάδων δραχμών αν και γνώριζε εκ των προτέρων -ότι θα ήταν αδύνατη η εξόφληση, τόσο του δανείου, όσο και των συναλλαγματικών σε περίπτωση που θα διεμαρτύροντο. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται εκ του ότι ο εκκαλών δέχθηκε να εγγραφεί προσημείωση υποθήκης σε ακίνητό του, καθόσον είναι προφανές ότι μέχρι τότε δεν γνώριζε ότι απέτυχε το σχέδιο δανειοδότησής του, που είχε καταστρώσει με το συγκατηγορούμενό του και τους ανωτέρω Γερμανούς μεσολαβητές..." Με βάση τα πιο πάνω περιστατικά, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Aθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος των αξιόποινων πράξεων της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση από κοινού, με σκοπό προσπορίσεως στον εαυτό του περιουσιακού οφέλους, το δε όφελος που επεδίωξε με καθεμιά μερικότερη πράξη αλλά και στο σύνολο τους, υπερβαίνει το ποσό των 25.000.000 δρχ., επί βλάβη των συμφερόντων της εγκαλούσας Τράπεζας (αρθ. 26§ια, 27§1, 45, 216§§1, 3α ΠΚ, όπως αντικ. με αρθ. 1§7α Ν. 2408/96 όπως αντικ. με αρθ. 14§2α Ν. 2721/99). Ακολούθως, το Συμβούλιο Εφετών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την 233/20-5-2005 έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτοδίκου 687/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο και επικύρωσε. Με αυτά που δέχθηκε, το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και στοιχειοθετούν την αποδιδόμενη στον κατηγορούμενο- αναιρεσείοντα πιο πάνω αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας, κατ' εξακολούθηση, και από τα οποία συνήγαγε την κρίση για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης αυτής πράξεως, τις αποδείξεις από τις οποίες πείστηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου- αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, καθώς και τις σκέψεις, με τις οποίες υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ.1, , 98, 216 παρ.1, 3 εδ. α του ΠΚ, όπως ισχύουν, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, με ασαφείς και αντιφατικές αιτιολογίες ή με άλλο τρόπο. Ειδικότερα, το προσβαλλόμενο βούλευμα, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, απορρίπτει τους αρνητικούς, άλλωστε, της κατηγορίας ισχυρισμούς του αναιρεσείοντος, ότι όλες οι πιο πάνω παράνομες πράξεις έγιναν από τους αναλαβόντες την χρηματοδότησή του και προκειμένου να επιτύχουν να εισπράξουν την προμήθεια από την χρηματοδότησή του. Τούτο δε διότι, σύμφωνα με τις πιο πάνω παραδοχές του προσβαλλόμενου βουλεύματος, ο αναιρεσείων ήταν που είχε άμεση ανάγκη χρημάτων και δεν μπορούσε να βρει γιατί δεν είχε βεβαιώσεις φερεγγυότητας για να δανειοδοτηθεί από καμιά τράπεζα και αυτός ήταν ο οποίος ωφελούνταν από την επιτυχία της ολοκλήρωσης του σχεδίου χρηματοδότησής του με τον τρόπο αυτό και, ως εκ τούτου, όλος ο σχεδιασμός στην τέλεση των πράξεων αυτών δεν ήταν δυνατός χωρίς την γνώση και την σύμπραξή του. Περαιτέρω, αβάσιμες είναι οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος, ότι δεν εκτίθενται οι συγκροτούντες το έγκλημα της πλαστογραφίας όροι, διότι, όπως στη αίτησή του διαλαμβάνει, "α) δεν εξειδικεύονται πρεπόντως τα έγγραφα των βεβαιώσεων της ΕΤΕ, τα οποία φέρομαι εγώ ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, ότι πλαστογράφησα, β) δεν περιγράφεται ο τρόπος της πλαστογραφίας, ούτε το όλον αντικείμενο το οποίο διεμόρφωσε αυτή, γ) δεν αναπτύσσεται παντάπασιν η συνοδεύουσα την πλαστογραφία χρήση, δ) αποσιωπάται δε ο αυτοτελής όρος του εγκλήματος της πλαστογραφίας, δηλαδή το πρόσθετο στοιχείο της παραπλανήσεως άλλου περί γεγονότων εχόντων έννομη σημασία". Όλα τα πιο πάνω στοιχεία με πληρότητα διαλαμβάνονται στο πιο πάνω εκτιθέμενο σκεπτικό του προσβαλλομένου βουλεύματος, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου παραπομπή στην ενσωματωμένη σε αυτό εισαγγελική πρόταση και, δι' αυτής στην, επίσης επιτρεπτή, συμπληρωματική και μόνο παραπομπή στο διατακτικό του επικυρωθέντος πρωτοδίκου βουλεύματος. Όλες δε οι περί του αντιθέτου αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες και απορριπτέες. Κατά τα λοιπά, οι αιτιάσεις του αναιρεσείοντος απαραδέκτως προβάλλονται, καθόσον, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας ή εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, πλήττεται απαραδέκτως η περί τα πράγματα εκτίμηση του Συμβουλίου Εφετών. Επομένως, οι από τις διατάξεις του άρθρου 484 στοιχ. β και δ ΚΠΔ λόγοι, της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας των πιο πάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (583 παρ.1 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την 116/19-10-2006 έκθεση αναιρέσεως του Χ1 , κατά του 2371/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Νοεμβρίου 2007. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 4 Δεκεμβρίου 2007.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή