Αριθμός 1807/2016
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σακκά Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Καπελούζο - Εισηγητή, Δημήτριο Γεώργα, Δημήτριο Τζιούβα και Γεώργιο Παπαηλιάδη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 9 Νοεμβρίου 2016, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιου Ακριτίδη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Αικατερίνης Σιταρά, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Α. Τ. του Α., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Απατσίδη, για αναίρεση της υπ’ αριθ. Α2277/2014 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 9 Νοεμβρίου 2015 αίτησή της αναιρέσεως και στους από 29 Φεβρουαρίου 2016 προσθέτους λόγους οι οποίοι καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό .../2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 138 παρ 2, 333 και 369 του ΚΠοινΔ προκύπτει, ότι ο διευθύνων τη συζήτηση πρέπει να δίνει αυτεπαγγέλτως το λόγο στον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο του, και αν ακόμη δεν ζητήθηκε από αυτούς, ώστε να έχει πάντοτε το δικαίωμα να μιλήσει τελευταίος ο κατηγορούμενος, διαφορετικά επέρχεται απόλυτη ακυρότητα, λαμβανομένη και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και στον Άρειο Πάγο, κατά τα άρθρα 510 παρ.1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1δ του ΚΠοινΔ. Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει το λόγο στους διαδίκους, όταν αυτοί το ζητήσουν για να κάνουν δηλώσεις, αιτήσεις ή ενστάσεις για οποιοδήποτε θέμα που αφορά την υπόθεση που συζητείται, δεν είναι υποχρεωμένος εξ επαγγέλματος, να δώσει και πάλι τον λόγο στον κατηγορούμενο ή το συνήγορο του, μετά την πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, εφόσον ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του, δεν ζήτησε να λάβει εκ νέου το λόγο. Κατά δε το άρθρο 369 παρ.1 του ΚΠοινΔ, "όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση δίνει το λόγο στον εισαγγελέα... έπειτα στον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος πρέπει συγχρόνως να αναπτύξει και το θέμα που αφορά τις απαιτήσεις του... και τέλος δίνει το λόγο στον κατηγορούμενο". Κατά δε το όρθρο 371 παρ. 3 εδ. β’ του ιδίου Κώδικος, "αφού κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος, γίνεται αμέσως κατόπιν συζήτηση για την ποινή που θα πρέπει να επιβληθεί και ενδεχομένως για τα μέτρα ασφάλειας και για τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος". Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι, το κεφάλαιο των απαιτήσεων του πολιτικώς ενάγοντος κρίνεται και αποφασίζεται από το δικαστήριο μαζί με την ποινή που πρέπει να επιβληθεί στον κηρυχθέντα ένοχο κατηγορούμενο. Γι’ αυτό, όταν μετά την απόφαση για την ενοχή δίνεται ο λόγος, όπως ειδικότερα διαλαμβάνεται στο άρθρο 369 ΚΠοινΔ, στον Εισαγγελέα, στον πολιτικώς ενάγοντα και στον συνήγορο του κατηγορουμένου, κάθε ένας από αυτούς οφείλει να εκφράσει τη γνώμη του, επί όλων των εκκρεμών κατά τη στιγμή εκείνη θεμάτων, δηλαδή για την ποινή, την αναστολή, για τα τυχόν μέτρα ασφάλειας και για τις απαιτήσεις του πολιτικώς ενάγοντος. Αν ο διευθύνων τη συζήτηση δεν δώσει το λόγο στον συνήγορο του κατηγορουμένου, παραβιάζεται το δικαίωμα του και επέρχεται απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρο 171 παρ.1 εδ. δ’ του ΚΠοινΔ, η οποία ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Α’ του ιδίου Κώδικος.
Στη προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της, με αριθμό 2277/2014 προσβαλλόμενης αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών προκύπτουν τα εξής: 1] στη σελίδα 31 αναγράφεται ότι "Η Πρόεδρος έδωσε τον λόγο στον Εισαγγελέα που ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε την απαλλαγή των κατηγορουμένων...ο συνήγορος των κατηγορουμένων, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο ανέπτυξε την υπεράσπιση, ζητώντας το ίδιο ..η πρώτη, κατηγορουμένη, όταν ρωτήθηκε από την Πρόεδρο, αν έχει να προσθέσει τίποτα για την υπεράσπισή της, απήντησε αρνητικά.’ ‘ , 2] στη σελίδα 35 αναγράφεται ότι ‘ ‘ ο συνήγορος της κατηγορουμένης, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, ζήτησε να επιβληθεί στη κατηγορουμένη το ελάχιστο όριο των προβλεπομένων από τον Νόμο ποινών’ ‘ .
Συνεπώς, ο λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως ότι, εξαιτίας του ότι δεν δόθηκε από την Πρόεδρο του Δικαστηρίου ο λόγος στην κατηγορουμένη και τον συνήγορο της επί της ενοχής και της επιβλητέας σ’ αυτήν ποινής, επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Κατ’ άρθρο 137 Α’ παρ.1 και 3 ΠΚ ορίζονται "1] υπάλληλος ή στρατιωτικός [υπό την έννοια του άρθρου 13 α ΠΚ] στα καθήκοντα του οποίου ανάγεται η δίωξη ή η ανάκριση ή η εξέταση αξιόποινων πράξεων ή πειθαρχικών παραπτωμάτων ή η εκτέλεση ποινών ή η φύλαξη ή επιμέλεια κρατουμένων, τιμωρείται με κάθειρξη, εάν υποβάλλει σε βασανιστήρια, κατά την εκτέλεση αυτών των καθηκόντων, πρόσωπο που βρίσκεται στην εξουσία του, με σκοπό α] να αποσπάσει από αυτό ή τρίτο πρόσωπο ομολογία, κατάθεση, πληροφορία ή δήλωση, ιδίως αποκήρυξης ή αποδοχής πολιτικής ή άλλης ιδεολογίας, β] να το τιμωρήσει, γ] να εκφοβίσει αυτό ή τρίτα πρόσωπα....3] σωματική κάκωση, βλάβη της υγείας, άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που τελείται από τα πρόσωπα, υπό τις περιστάσεις και για τους σκοπούς που προβλέπει η παρ. 1,εφ’ όσον δεν υπάγεται στην έννοια [των βασανιστηρίων της παρ.2, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον 3 ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη..." Ειδικότερα, καθόσον αφορά την ως άνω παράγραφο 3, απαιτούνται για την πλήρωση α] της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, η, σε βαθμό πλημμελήματος, πρόκληση σωματικής κακώσεως, βλάβης της υγείας, άσκηση παράνομης σωματικής ή ψυχολογικής βίας και κάθε άλλη σοβαρή προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που είναι τιμωρητές, υπό τις προϋποθέσεις να μην τιμωρούνται βαρύτερα από άλλη ποινική διάταξη και να έχουν διαπραχθεί από υπάλληλο ή στρατιωτικό, υπό τις περιστάσεις και για τους σκοπούς που αναφέρονται στη παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου [κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και επί προσώπου που βρίσκεται υπό την εξουσία του υπαλλήλου], β] της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος, άμεσος δόλος του δράστη και σκοπός αυτού να αποσπάσει από τον παθόντα ομολογία, κατάθεση, πληροφορία κλπ. Ο σκοπός συνάγεται από τις συνθήκες τελέσεως της πράξεως. Εξ άλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ.Δ του ιδίου Κώδικος λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις (αποδεικτικά μέσα) που τα θεμελίωσαν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Έλλειψη αιτιολογίας δεν υπάρχει ακόμη και στην περίπτωση που η αιτιολογία της αποφάσεως εξαντλείται στην επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, όταν αυτό περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους και δεν απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα, ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται η αποδεικτική βαρύτητα εκάστου. Όσον αφορά το δόλο, που απαιτείται κατά το όρθρο 26 παρ. 1 του Π.Κ. για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και συνίσταται, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικος, στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια της αξιόποινης πράξεως, δεν υπάρχει ανάγκη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, διότι αυτός ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών και προκύπτει απ’ αυτή, όταν ο νόμος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για την ύπαρξη του δόλου, λ.χ. αμέσου, οπότε απαιτείται αιτιολόγησή του. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας:
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει, από την επισκοπούμενη παραδεκτώς ως άνω προσβαλλομένη απόφαση, το Δικαστήριο δέχθηκε, κατά την αναιρετικό ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, με επιτρεπτή αλληλοσυμπλήρωση σκεπτικού και διατακτικού, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ’ είδος αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά: "Περί τον Ιούλιο του έτους 2007 στο 1ο Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων της ΔΑΑ διεξαγόταν έρευνα αρπαγής ανηλίκου από τον αλλοδαπό πατέρα του Α. Μ.. Λόγω του ότι, κατά πληροφορίες που περιήλθεν στην παραπάνω υπηρεσία, ο ανωτέρω διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την εγκαλούσα, στις 8-6-2007, ο Χ. Τ., αστυφύλακας, Ι. Μ. και δεύτερος των κατηγορουμένων, αρχιφύλακες κατόπιν εντολής της προϊσταμένης τους πρώτης κατηγορουμένης, Α. Τ., Αστυνόμου Α, μετέβησαν στην κατοικία της, που βρίσκεται επί της οδού ..., προκειμένου να αντλήσουν πληροφορίες για τον προαναφερόμενο Α. Μ.. Εκεί από τον ψιλικατζή της γειτονιάς έμαθαν ότι κατοικεί σε διαμέρισμα του 3ου ορόφου, τους άνοιξε την πόρτα ο πατέρας της και μετά από λίγο εισήλθε στο διαμέρισμα η εγκαλούσα που επέστρεψε από την εργασία της. Οι αστυνομικοί της ανακοίνωσαν το λόγο αναζήτησης αυτής και συμφώνησε, να τους ακολουθήσει στη ΓΑΔΑ. Η εγκαλούσα είχε ερωτικό δεσμό με τον Α. Μ., αυτός δε είχε προηγουμένως αποκτήσει με τη M. A., υπήκοο Βουλγαρίας, ένα εξώγαμο τέκνο, το οποίο αυτός απήγαγε στις 5-3-2007 και το οδήγησε στη Συρία. Εξαιτίας αυτής της αρπαγής επιλήφθηκε το Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων της ΓΑΔΑ, μετά από καταγγελία της μητέρας και προσήχθη η εγκαλούσα στο πιο πάνω τμήμα ως γνωρίζουσα, λόγω του δεσμού που διατηρούσε μ’ αυτόν, της διεύθυνσης του Α. Μ.. Στη ΓΑΔΑ, με σκοπό να αποσπάσουν πληροφορίες για τον τόπο που βρισκόταν ο άνω αλλοδαπός τις οποίες κατά την εκτίμησή τους η εγκαλούσα τους απέκρυπτε, διατεινόμενη ότι είχε διακόψει τις σχέσεις της μαζί του, την υπέβαλαν σε άτυπη ανάκριση. Κατά τη διάρκεια της άτυπης αυτής ανάκρισης και μη λαμβάνοντας σαφείς απαντήσεις για τον τόπο που βρισκόταν ο πιο πάνω αλλοδαπός, η πρώτη κατηγορουμένη με πρόθεση ενεργώντας την κτύπησε με τα χέρια της στο πρόσωπο και το κεφάλι και της τράβηξε με δύναμη τα μαλλιά. Συνεπεία των κτυπημάτων αυτών η εγκαλούσα έπαθε κάκωση κεφαλής, κάκωση γνάθου, άλγος στην περιοχή των κροταφογναθικών διαρθρώσεων, οίδημα στη δεξιά ινιακή χώρα περιοχή τριχωτού κεφαλής και άλγος αυχένος. Η εγκαλούσα προσήχθη στη ΓΑΔΑ περί ώρα 21.00 της 8-6-2007 και αποχώρησε μετά την άτυπη εξέταση της από την πρώτη κατηγορουμένη και συναδέλφους της στις 00.30 της επομένης ημέρας. Τις πρωινές ώρες της 9-6-2007 η εγκαλούσα απευθύνθηκε στη διαχειρίστρια της πολυκατοικίας, όπου διέμενε, Χ. Μ., για την ανέρευση του εφημερεύοντος νοσοκομείου διότι πονούσε στο πρόσωπο και τον αυχένα. Η μάρτυρας και διαχειρίστρια είδε ότι είχε μώλωπες και κόκκινο το πρόσωπό της και την πληροφόρησε για το ότι εφημέρευε το ΚΑΤ, η εγκαλούσα δε της εξιστόρησε ότι είχε προσαχθεί στη ΓΑΔΑ και είχε χτυπηθεί από μία γυναίκα αστυνομικό κατά τη διάρκεια που την ρωτούσαν για τη διεύθυνση κατοικίας του Α. Μ. την οποία αυτή δεν γνώριζε. Πραγματικά, η εγκαλούσα πήγε στο ΚΑΤ και εξετάστηκε περί ώρα 12.15 της 9-6-2007 στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και βρέθηκε να πάσχει από κάκωση κεφαλής και κάκωση γνάθου, συστήθηκε η αποφυγή μάσησης σκληρών τροφών και τοποθετήθηκε προστατευτικός νάρθηκας (κολάρο). Την ίδια ημέρα και περί ώρα 19.05 στο Αστυνομικό Τμήμα Αμπελοκήπων υπέβαλε την παρούσα έγκληση σε βάρος έξι (6) αστυνομικών, που έλαβαν μέρος στην άτυπη ανάκριση και ζήτησε να εξεταστεί από ιατροδικαστή. Στις 11/6/2007 που εξετάστηκε από τον ιατροδικαστή Ν. Κ. παρατηρήθηκε στην ινιακή χώρα δεξιά στο τριχωτό κεφαλής μικρή οιδηματική περιοχή με πρόκληση αυτής διαθλαστικών κακώσεων και έφερε πλαστικό κηδεμόνα αυχένος. Περαιτέρω η εγκαλούσα στις 12-6-2007 εξετάστηκε και από τη διευθύντρια του Ιατρικού Κέντρου Αποκατάστασης Θυμάτων Βασανιστηρίων και διαπιστώθηκε η επώδυνη κίνηση και στροφή αυχένος και συστήθηκε η συνέχιση της χρήσης του νάρθηκα. Οι παραπάνω κακώσεις της εγκαλούσας διαπιστώθηκαν σε μικρό χρονικό διάστημα μετά την έξοδό της από τη ΓΑΔΑ (00.30 της 9-6-2007), δεν είχε αυτές όταν προσήχθη διότι θα είχαν αναφερθεί από τους αστυνομικούς και προκλήθηκαν όπως και στο παρόν δικαστήριο κατέθεσε ο ενεργήσας την εξέταση ιατροδικαστής από "πλήξη", τα αντιθέτως δε υποστηριζόμενα περί σκηνοθεσίας του τραυματισμού της είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το άτομο που έπληξε την εγκαλούσα είναι η πρώτη κατηγορουμένη κατά την προσπάθειά της να εκμαιεύσει απ’ αυτήν την διεύθυνση του αναζητούμενου αλλοδαπού Α. Μ.. Κατά συνέπεια, η πρώτη κατηγορουμένη πρέπει να κηρυχθεί ένοχη της πράξης της με πρόθεση τέλεσης σωματικής κάκωσης σε πρόσωπο που βρισκόταν υπό την εξουσία της με σκοπό να της αποσπάσει πληροφορίες με το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2α ΠΚ, όπως και πρωτοδίκως. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν προέκυψε ότι ο δεύτερος κατηγορούμενος έλαβε γνώση και αφαίρεσε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από το κινητό τηλέφωνο της εγκαλούσας και τα αντέγραψε με Bluetooth, αφού και η ίδια υποψιάζεται το γεγονός αυτό από ήχους που άκουγε, χωρίς να επιβεβαιώνει ότι οι ήχοι προήλθαν από το δικό της κινητό, γι’ αυτό και πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την πράξη της γνώσης και αφαίρεσης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
Ακολούθως, κηρύξει ένοχη την 2η κατηγορουμένη (Α. Τ.), του ότι: Στην Αθήνα στις 8-6-2007, ως υπάλληλος, με πρόθεση, τέλεσε σωματικές κακώσεις σε πρόσωπο, που βρισκόταν υπό την εξουσία της, με σκοπό να αποσπάσει απ’ αυτό πληροφορίες. Ειδικότερα, ως Αστυνόμος Α’ , που υπηρετούσε: στο 1° Τμήμα Προστασίας Ανηλίκων/ Υποδιεύθυνσης Προστασίας Ανηλίκων της Δ.Α.Α., με σκοπό να αποσπάσει από την εγκαλούσα C. M. του N., που είχε προσαχθεί στην άνω Υπηρεσία, πληροφορίες για το φίλο της, Α. Μ., που φερόταν να έχει τελέσει το έγκλημα της αρπαγής του ανηλίκου τέκνου του από τη σύντροφο του M. A., την χτύπησε με τα χέρια της στο πρόσωπο και το κεφάλι και της τράβηξε με δύναμη τα μαλλιά, προκαλώντας σε αυτήν κάκωση κεφαλής, κάκωση γνάθου, άλγος στην περιοχή των κροταφογναθικών διαρθρώσεων, οίδημα στη δεξιά ινιακή χώρα και άλγος στην περιοχή του αυχένα.
Το Δικαστήριο δέχεται ότι η κατηγορουμένη, μέχρι το χρόνο που έγινε το έγκλημα έζησε έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή".
Σύμφωνα με τα άνω λεχθέντα, το Δικαστήριο της ουσίας προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο καταδικάσθηκε η ήδη αναιρεσείουσα, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των όρθρων 1, 13α, 14, 16-18, 26 παρ.1α, 27 παρ.1, 51, 53, 57, 83,84 παρ.1α, 137Α’ παρ.3 ΠΚ, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ειδικότερα, αναφέρονται στην απόφαση 1]η ιδιότητα της ήδη αναιρεσείουσας ως ανακριτικού υπαλλήλου και δη Αστυνόμου Α’ , 2]ότι η εκ μέρους της κατηγορουμένης πρόκληση σωματικών κακώσεων στην παθούσα C. M. έλαβε χώρα εντός της ΓΑΔΑ [Τμήμα Ανηλίκων] και ενώ η πρώτη ασκούσε προανακριτικά καθήκοντα, έχοντας υπό την εξουσία της την παθούσα, 3] ο άμεσος δόλος της κατηγορουμένης με τα κτυπήματα που επέφερε στη παθούσα, 4] ο σκοπός της κατηγορουμένης να αποσπάσει από την παθούσα πληροφορίες για τον φίλο αυτής Α. Μ.. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως της αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στη προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 329, 331, 333 παρ.2, 364 και 369 του ΚΠοινΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 171 παρ. στοιχ. Δ του ίδιου Κώδικος, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, προς σχηματισμό της κρίσεως του για την ενοχή του κατηγορουμένου, εγγράφων που δεν αναγνώσθηκαν, επιφέρει, αφ’ ενός μεν απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, που ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, διότι έτσι παραβιάζεται η άσκηση του κατά το άρθρο 358 του ιδίου Κώδικος δικαιώματος του κατηγορουμένου να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικό με το αποδεικτικό αυτό μέσο, αφ’ ετέρου δε παραβίαση των περί προφορικότητος της συζητήσεως στο ακροατήριο και κατ’ αντιμωλία διεξαγωγής της δίκης αρχών, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έννοια της δημοσιότητος της διαδικασίας, εκ της οποίας δημιουργείται ο εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ.Γ ΚΠοινΔ, λόγος αναιρέσεως. Τέτοια έγγραφα είναι μόνο όσα μπορούν να χρησιμεύσουν για την απόδειξα της ενοχής του κατηγορουμένου και τον καθορισμό της επιβλητέας ποινής. Περαιτέρω, ναι μεν δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται στα πρακτικά της αποφάσεως το περιεχόμενο του εγγράφου που αναγνώσθηκε, είναι όμως αναγκαίο να αναφέρονται τα στοιχεία που προσδιορίζουν την ταυτότητά του, σε τρόπο που να μην καταλείπεται αμφιβολία για το ποιο έγγραφο αναγνώσθηκε. Ο προσδιορισμός, δηλαδή της ταυτότητος του εγγράφου είναι αναγκαίος μόνο για τη δημιουργία βεβαιότητος ότι το συγκεκριμένο έγγραφο αναγνώσθηκε στη δίκη. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προσδιορίζεται επαρκώς ταυτότητα του εγγράφου, υπάρχει η ίδια ως άνω ακυρότητα και παραβίαση της δημοσιότητας της διαδικασίας. Φωτογραφίες ή άλλες απεικονίσεις δεν αναγιγνώσκονται κατά κυριολεξία, αλλ’ επισκοπούνται από τους παράγοντες της δίκης, στους οποίους επιδεικνύονται για το σκοπό αυτό από τον διευθύνοντα τη συζήτηση.
Συνεπώς, όταν στα πρακτικά αναγράφεται ότι αναγνώσθηκαν τέτοια έγγραφα, η αναγραφή αυτή έχει την πρόδηλη έννοια ότι επισκοπήθηκαν από τους διαδίκους, οι οποίοι έλαβαν γνώση του περιεχομένου τους και τους παρασχέθηκε η δυνατότητα να προβούν σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικές με αυτά. Οι ανωτέρω, πάντως, απόλυτη ακυρότητα και παραβίαση της δημοσιότητος της διαδικασίας στο ακροατήριο δεν επέρχονται όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη του μη αναγνωσθέντα δημοσίως έγγραφα, τα οποία προσκομίσθηκαν από τον κατηγορούμενο προς υποστήριξη υπερασπιστικού του ισχυρισμού, διότι στη περίπτωση αυτή δεν λαμβάνονται υπόψη για την ενοχή του κατηγορουμένου, ο οποίος άλλωστε γνωρίζει το περιεχόμενο τους και μπορεί να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις αναφορικά με τα αποδεικτικά αυτά μέσα.
Στη προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση και τα πρακτικά της, μεταξύ των εγγράφων που μνημονεύονται ως αναγνωσθέντα στο ακροατήριο περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα, με τους αντίστοιχους αύξοντες αριθμούς: ...6]η από 12-6-2007 ιατρική γνωμάτευση, ... 14]λογαριασμοί κινητής τηλεφωνίας Vodafone ...16]oι από 9-6-2007 και 12-8-2007 ιατρικές γνωματεύσεις των ΓΝΑ, ΚΑΤ ... 18]επισκόπηση δυο φωτογραφιών... Από τα έγγραφα αυτά οι ιατρικές γνωματεύσεις, που, προφανώς αφορούσαν την κατάσταση της υγείας της παθούσης, προσκομίσθηκαν για να αναγνωσθούν από την τελευταία και τον συνήγορο της, ο οποίος ως εκ τούτου γνώριζε το περιεχόμενο τους και μπορούσε, κατ’ άρθρο 358 ΚΠοινΔ, να ασκήσει τα υπερασπιστικά του δικαιώματα, ενώ 1] οι λογαριασμοί της κινητής τηλεφωνίας δεν χρησίμευσαν στην απόδειξη της ενοχής της κατηγορουμένης και στον καθορισμό της επιβλητέας σ’ αυτήν ποινής, 2]οι 2 επισκοπηθείσες φωτογραφίες επιδείχθηκαν [μεταξύ των άλλων παραγόντων της δίκης] και στον συνήγορο της κατηγορουμένης, που, λαμβάνοντας γνώση των απεικονίσεων, μπορούσε να ασκήσει τα υπερασπιστικά του καθήκοντα, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 358 ΚΠοινΔ.
Συνεπώς, ο πρόσθετος λόγος, περί απόλυτης ακυρότητος της διαδικασίας, για τον λόγο ότι δεν προκύπτει η ταυτότητα των ως άνω αναγνωσθέντων εγγράφων που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο προς σχηματισμό της κρίσεώς του για την ενοχή της κατηγορουμένης, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η’ του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της καταδικαστικής αποφάσεως ιδρύει και η υπέρβαση εξουσίας εκ μέρους του εκδώσαντος αυτήν δικαστηρίου, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο άσκησε εξουσία που δεν του παρέχεται από το νόμο, αυτό δε συμβαίνει και όταν το δικάσαν δικαστήριο χειροτέρευσε, παρά την απαγόρευση του άρθρον 470 του ΚΠοινΔ, τη θέση του εκκαλέσαντος καταδικασθέντος, τέτοια δε χειροτέρευση της θέσεως του τελευταίου επέρχεται και όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο πράξεως για την οποία δεν είχε ασκηθεί ποινική δίωξη. Στη προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση της 1] πρωτόδικης 3969/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι η ήδη αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη κρίθηκε ένοχη πρωτοδίκως, για το ότι "κτύπησε με τα χέρια της στο πρόσωπο και στο κεφάλι την εγκαλούσα και της τράβηξε με δύναμη τα μαλλιά’ ‘ 2] δευτεροβάθμιας προσβαλλόμενης αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, προκύπτει ότι η κατηγορούμενη κρίθηκε ένοχη με ταυτόσημη αιτιολογία...κτύπησε με τα χέρια της στο πρόσωπο και στο κεφάλι την εγκαλούσα και της τράβηξε με δύναμη τα μαλλιά [προσθέτοντας στην αιτιολογία] προκαλώντας σε αυτήν κάκωση κεφαλής και γνάθου, άλγος στη περιοχή των κροταφογναθικών διαρθρώσεων, οίδημα στη δεξιά ινιακή χώρα και άλγος στη περιοχή του αυχένα. Με την διευκρινιστική αυτή προσθήκη στο σκεπτικό και στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως το Δικαστήριο δεν έκρινε την κατηγορούμενη ένοχη διαφορετικής [σε σχέση με την ασκηθείσα ποινική δίωξη και την πρωτόδικη απόφαση]πράξεως και συνεπώς δεν υπερέβη την εξουσία του, χειροτερεύοντας την θέση της κατηγορουμένης και άρα ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ, πρόσθετος λόγος, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι της, στη συνέχεια δε να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 του ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 9-11-2015 αίτηση και τους από 29-2-2016 πρόσθετους λόγους της Α. Τ. του Α., για αναίρεση της με αριθμό 2277/2014 αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) Ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Νοεμβρίου 2016.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Δεκεμβρίου 2016.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ