Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1406 / 2022    (Δ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)


Αριθμός 1406/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωστούλα Φλουρή - Χαλεβίδου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Ευστάθιο Νίκα, Μαρία Βάρκα, Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου και Γεωργία Κατσιμαγκλή, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, την 1η Οκτωβρίου 2021, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) … και 6) …, οι οποίοι αποτελούν την προσωρινή διοικούσα επιτροπή του υπό αναγνώριση πολιτιστικού σωματείου με την επωνυμία "ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ ΝΟΜΟΥ ΕΒΡΟΥ", που εδρεύει στο Γονικό Αλεξανδρούπολης Έβρου, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Αχμέτ Καρά. Οι αιτούντες και ήδη αναιρεσείοντες με την από 26-7-2018 αίτησή τους ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θράκης ζήτησαν να γίνουν δεκτά τα όσα αναφέρονται σ' αυτή. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 144/2019 μη οριστική και 60/2020 οριστική του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 27-8-2020 αίτησή τους.
Η υπόθεση, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Άννα Αγγελάτου - Βασιλείου, εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 27-8-2020 αίτηση, για αναίρεση της υπ' αριθμ. 60/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης (προσδιορισθείσα αρχικώς, κατ' άρθρ. 568 παρ. 2-4 Κ.Πολ.Δ., να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 18-3-2022, και επαναπροσδιορισθείσα, με την υπ' αριθμ. 40/2021 πράξη της Προέδρου του Δ' Πολιτικού τμήματος, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατόπιν του υποβληθέντος, με αρ. πρωτ. 773/8-4-2021, σχετικού αιτήματος του πληρεξουσίου δικηγόρου των αναιρεσειόντων), ασκήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1, 769 του Κ.Πολ.Δ.), είναι, επομένως, παραδεκτή (άρθρα 577 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των προβαλλόμενων λόγων της (άρθρα 577 παρ. 3 του Κ.Πολ.Δ.).
Κατά την διάταξη το άρθρου 758 παρ.1 εδ. α του Κ.Πολ.Δ. η οποία αναφέρεται στην δυνατότητα ανακλήσεως ή μεταρρυθμίσεως οριστικής απόφασης της εκουσίας δικαιοδοσίας, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το άρθρο 29 του ν.4491/2017: "Οι αποφάσεις που αποφαίνονται οριστικά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, μπορούν με αίτηση διαδίκου, μετά την δημοσίευσή τους να ανακληθούν ή να μεταρρυθμιστούν από το δικαστήριο που τις εξέδωσε, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκαν".. Με το άρθρο 29 του ν.4491/2017 προστέθηκαν στο τέλος της ως άνω παραγράφου δύο νέα εδάφια, με τα οποία ορίζεται ότι "Η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης του πρώτου εδαφίου επιτρέπεται, επίσης, μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την οποία κρίνεται, ότι η δικαστική απόφαση, που δέχθηκε ή απέρριψε την αρχική αίτηση, εκδόθηκε κατά παράβαση δικαιώματος, που αφορά στον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας, που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την επιφύλαξη των όρων και περιορισμών που προβλέπονται στις επιμέρους διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της πρόληψης του εγκλήματος, της προστασίας της υγείας ή ηθικής και της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση ασκείται?μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία που καθίσταται οριστική η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου", ενώ με την μεταβατική διάταξη του άρθρου 30 του αυτού νόμου ορίζεται ότι: "Η διάταξη του προηγούμενου άρθρου καταλαμβάνει και τις υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πριν από τη δημοσίευση του παρόντος, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά και σύμφωνα με τους περιορισμούς της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τις λοιπές διατάξεις της Σύμβασης αυτής, καθώς και τις διεθνείς συνθήκες. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία άσκησης της αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης είναι ένα (1) έτος από τη δημοσίευση του παρόντος". Από την παραπάνω μεταβατική διάταξη του άρθρου 30 του ν.4491/2017, σαφώς προκύπτει, ότι ο νομοθέτης απέβλεψε στην επανεξέταση των υποθέσεων, που είχαν εκδικαστεί κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας και είχε εκδοθεί επ' αυτών οριστική απόφαση, μετά την έκδοση απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που διαπίστωνε παραβίαση των ελευθεριών και δικαιωμάτων του ανθρώπου, που προστατεύονται από την Ε.Σ.Δ.Α. από μέρους του ελληνικού κράτους, μεταξύ των οποίων και αυτών του άρθρου 11 της Σύμβασης, που προστατεύει το δικαίωμα στην ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, χωρίς καμία περαιτέρω διάκριση και συγκεκριμένα χωρίς να εξαιρεί την περίπτωση κατά την οποία είχε ήδη επιχειρηθεί η επανεξέταση της υπόθεσης, κατά την διάταξη του άρθρου 758 Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη, ότι ανεξαρτήτως της φύσης και του είδους της πολιτειακής πράξης, που απετέλεσε την γενεσιουργό αιτία της παραβίασης της Σύμβασης, η απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. δεν έχει καθεαυτή την ικανότητα να επιφέρει την αυτόθροη κατάργηση της παραπάνω πράξης, με τις ως άνω νομοθετικές ρυθμίσεις επιχειρήθηκε να ρυθμιστεί για το μέλλον το ανακύψαν ζήτημα ως προς την τύχη των αμετακλήτων και ισχυουσών έναντι πάντων στη Ελλάδα αποφάσεων των Ελληνικών πολιτικών Δικαστηρίων, που εκδόθηκαν κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, οι οποίες είναι αντίθετες σε αναγνωριστική απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. δεδομένου, ότι για την αντίστοιχη περίπτωση των ποινικών αποφάσεων παρασχέθηκε η δυνατότητα επανάληψης της διαδικασίας με το ν.2865/2000 με την προσθήκη στο άρθρο 525 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ. της συναφούς περίπτωσης (Α.Π.353/2012). Έτσι με την προκειμένη διάταξη παρέχεται η δυνατότητα ανάκλησης ή μεταρρύθμισης της απόφασης, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας από το δικαστήριο, που την έχει εκδώσει και μετά από αίτηση του διαδίκου, κατ' απόκλιση από τον κανόνα που ισχύει στις διαγνωστικές δίκες της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας, αν προκύψουν νέα πραγματικά περιστατικά ή μεταβληθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση ή εκδοθεί οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σύμφωνα με τα παραπάνω ειδικότερα αναφερόμενα, όπως η τελευταία αυτή περίπτωση προστέθηκε ως τρίτος λόγος ανάκλησης με το άρθρο 29 του ν.4491/2017. Τούτο δε γιατί στις δίκες της εκουσίας δικαιοδοσίας δεν γίνεται δεσμευτική διάγνωση εννόμων σχέσεων, αλλά διατάσσονται τα κατάλληλα ρυθμιστικά μέτρα, σε σχέση με την νομική κατάσταση και λειτουργία φυσικού ή νομικού προσώπου.
Συνεπώς, ο σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι η προσαρμογή των ρυθμιστικών μέτρων στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες πραγματικές καταστάσεις και συνακόλουθα στις εκάστοτε ανάγκες της κοινωνικής ζωής, προς πραγμάτωση του σκοπού των ρυθμιστικών μέτρων, δηλαδή για την επέλευση του διωκομένου αποτελέσματος. Η ανάγκη ευελιξίας των ρυθμιστικών μέτρων της εκουσίας δικαιοδοσίας και προσαρμοστικότητάς τους στις εκάστοτε μεταβαλλόμενες συνθήκες αποβλέπει να ικανοποιήσει κυρίως το δημόσιο συμφέρον (Α.Π. 840/2021).
Στην προκειμένη περίπτωση με την κρινόμενη από 27-8-2020 και με αριθμό κατάθεσης 46/2020 αίτηση αναίρεσης διώκεται η αναίρεση της εκδοθείσας κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας με αρ.60/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία εκδόθηκε επί της από 26-7-2018 και με αριθμό κατάθεσης 35/2018 αίτησης των ήδη αναιρεσειόντων και με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αυτή. Από την επιτρεπτή, κατ' άρθρο 561 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των λοιπών διαδικαστικών εγγράφων της δίκης προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την με αριθμό 58/1996 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, απορρίφθηκε η από 10-10-1995 και με αριθμό κατάθεσης 1536/ΕΜ/166/14-12-1995 αίτηση των αιτούντων, ήδη αναιρεσειόντων, με την ιδιότητά των ως μελών της προσωρινής διοίκησης του υπό αναγνώριση σωματείου με την επωνυμία ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ ΝΟΜΟΥ ΕΒΡΟΥ, περί αναγνώρισης του παραπάνω σωματείου και εγγραφής του στο δημόσιο βιβλίο σωματείων. Με την με αριθμό 423/1998 απόφαση του Εφετείου Θράκης απορρίφθηκε η ασκηθείσα από τους αναιρεσείοντες κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης από 13-8-1997 με αριθμό κατάθεσης 87/1997 έφεση, ενώ με την με αριθμό 1241/2002 απόφαση του Αρείου Πάγου και κατόπιν της ασκηθείσης από τους αναιρεσείοντες από 1-11-2000 με αριθμό κατάθεσης 68/2000 αίτησης αναίρεσης, αναιρέθηκε η πιο πάνω με αριθμό 423/1998 απόφαση του Εφετείου Θράκης, στο οποίο και παραπέμφθηκε η υπόθεση για την μετ' αναίρεση συζήτηση και το οποίο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, από αυτούς που εξέδωσαν την προηγούμενη απόφαση, εξέδωσε την με αριθμό 324/2003 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αίτηση. Μετά την άσκηση της από 11-8-2003 με αριθμό κατάθεσης 51/2003 αίτησης αναίρεσης κατά της δεύτερης ως άνω με αριθμό 324/2003 εφετειακής απόφασης, εκδόθηκε η με αριθμό 58/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου με την οποία απορρίφθηκε η ως άνω αίτηση αναίρεσης. Στην συνέχεια, μετά την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, οι αναιρεσείοντες κατέθεσαν την με αριθμό 35151/2005 προσφυγή στο Ε.Δ.Δ.Α. και επ' αυτής εκδόθηκε η από 11-10-2007 απόφαση αυτού (Ε.Δ.Δ.Α)., που διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α περί σωματειακής ελευθερίας. Μετά την έκδοση της παραπάνω απόφασης οι αναιρεσείοντες, επικαλούμενοι την απόφαση αυτή του Ε.Δ.Δ.Α., άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ορεστιάδας, την από 12-5-2008 με αριθμό κατάθεσης 743/53/14-5-2008 αίτηση, με την οποία ζήτησαν να γίνει δεκτή η αρχική αίτησή τους. Το παραπάνω δικαστήριο με την με αριθμό 79/743/53/2008 απόφασή του κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την εκδίκαση της υπόθεσης στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, προς το οποίο οι αιτούντες με την από 14-5-2008 και με αριθμό κατάθεσης 1482/ΕΜ//187/2008 αίτηση - κλήση τους έφεραν προς συζήτηση την παραπάνω αίτησή τους. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, με την με αριθμό 405/2008 απόφασή του απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη, δεχόμενο, ότι η διαπιστώσασα την παράβαση απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. δεν μπορεί να ανατρέψει το δεδικασμένο που απορρέει από την με αριθμό 324/2003 απόφαση του Εφετείου Θράκης, η οποία κατέστη αμετάκλητη μετά την έκδοση της με αριθμό 58/2006 απόφασης του Αρείου Πάγου. Με την με αριθμό 423/2009 απόφαση του Εφετείου Θράκης απορρίφθηκε η ασκηθείσα από 5-1-2009 με αριθμό κατάθεσης 1/2009 έφεση κατά της παραπάνω με αριθμό 405/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης. Η απόφαση δε αυτή, με αριθμό 423/2006, του Εφετείου Θράκης κατέστη αμετάκλητη μετά την άσκηση κατ' αυτής από 2-4-2010 με αριθμό κατάθεσης 37/2010 αίτησης αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 1471/2013 απόφαση του Αρείου Πάγου, που απέρριψε την αναίρεση. Με την ένδικη αίτησή τους οι αναιρεσείοντες, αφού εκθέτουν την παραπάνω διαδικαστική διαδρομή της υπόθεσης, καθώς και ότι μετά την έκδοση της προαναφερομένης απόφασης του Ε.Δ.Δ.Α. με την οποία διαπιστώθηκε η παραβίαση του άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α. (δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι), υπό την ειδικότερη έκφανση της σύστασης σωματείου, δεν δικαιολογείται πλέον η μη αναγνώριση αυτού, επικαλούμενοι δε περαιτέρω την επελθούσα μεταβολή του νομοθετικού καθεστώτος, δηλαδή την τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 758 Κ.Πολ.Δ. με τα άρθρα 29 και 30 του ν.4991/2017 ζήτησαν προκειμένου να αποκατασταθεί το προσβληθέν δικαίωμά τους του συνεταιρίζεσθαι, την ανάκληση της με αριθμό 324/2003 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, ώστε να γίνει δεκτή κατ' ουσία η έφεσή τους κατά της με αριθμό 58/1996 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και μετά ταύτα να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης 1536/ΕΜ-166/14-12-1995 αίτησή τους για την αναγνώριση του σωματείου με την επωνυμία ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ ΝΟΜΟΥ ΕΒΡΟΥ και να διαταχθεί η εγγραφή του στα βιβλία σωματείων του Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 60/2020 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης με την οποία, όπως προκύπτει από την συνολική εκτίμηση του περιεχομένου της, το τελευταίο αυτό Δικαστήριο κατ' αρχήν έκρινε ότι η ένδικη από 26-7-2018 αίτηση ανάκλησης, που κατατέθηκε στην γραμματεία του την 30-7-2018 ασκήθηκε ενώπιον του αρμόδια και εμπρόθεσμα, κατά τις διατάξεις των άρθρων 29 και 30 του ν.4491/2017 από τους έχοντες προς τούτο δικαίωμα αναιρεσείοντες, που συμμετείχαν ως διάδικοι στην αρχική δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προς ανάκληση απόφαση. Ακολούθως ερευνώντας αυτήν περαιτέρω, δέχτηκε ότι η ερειδόμενη στην έκδοση της από 11-10-2007 αποφάσεως του Ε.Δ.Δ.Α. ένδικη αίτηση, για ανάκληση της υπ' αριθμ. 324/2003 αποφάσεως αυτού - με περαιτέρω αίτημα την εξαφάνιση της υπ' αριθμ. 58/1996 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, ώστε να γίνει δεκτή η υπ' αριθμ. καταθέσεως 1536/ΕΜ-166/14-12-1995 αίτηση για αναγνώριση του σωματείου αποτελεί επανάσκηση της προηγηθείσας, ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και απορριφθείσας αμετακλήτως, με την υπ' αριθμ. 423/2009 απόφασή του, από 23-6-2008 και υπ' αριθμ. έκθεσης κατάθεσης 1482/ΕΜ/187/2008 αίτησης, η οποία επίσης είχε ως δικαιολογητικό λόγο την ως άνω απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. Για το λόγο αυτό έκρινε ότι η άσκηση της ένδικης από 26-7-2018 αιτήσεως προσκρούει στην καταλαμβάνουσα και την πολιτική δίκη δικονομική αρχή non bis in idem, την οποία καθιερώνει, επί των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας, υπό την ειδικότερη εκδήλωση της αρνητικής ενέργειάς της, το άρθρο 778 του ΚΠολΔ., δοθέντος ότι ο αποκλεισμός επαναλήψεως της ίδιας δικαστικής διαδικασίας αποσκοπεί στην προάσπιση της ασφάλειας του δικαίου και επιτάσσει η τελεσιδίκως και αμετακλήτως εκφρασθείσα δικαστική κρίση να μην τίθεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση, και για το λόγο αυτό, απέρριψε την αίτηση ως απαράδεκτη.
Από τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους, που ποτέ όμως δεν μπορούν να εξαρτήσουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού από προηγούμενη άδεια, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 78, 80, 81 και 105 παρ. 3 του ΑΚ, η τελευταία από τις οποίες, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εφαρμόζεται και επί αναγνωρίσεως σωματείου, συνάγεται, ότι η σωματειακή ελευθερία, ήτοι το δικαίωμα των πολιτών να συνιστούν μη κερδοσκοπικά σωματεία με χρονικά απροσδιόριστες επιδιώξεις ή να είναι μέλη αυτών, μπορεί να περιορισθεί, με τη μορφή της μη αναγνωρίσεως ή της διαλύσεως του σωματείου με δικαστική απόφαση, εκτός από άλλες περιπτώσεις και όταν ο σκοπός ή η λειτουργία του σωματείου είναι παράνομοι ή αντίκεινται στη δημόσια τάξη, υπό την έννοια ότι η μη αναγνώριση ή η διάλυση του σωματείου για τους λόγους αυτούς επιβάλλεται σε μία δημοκρατική κοινωνία ως αναγκαίο μέτρο και αποτελεί επιτακτική κοινωνική ανάγκη για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Εθνικής ή δημόσιας ασφάλειας ή την πρόληψη των διαταραχών της τάξεως. Προσφυγή δε στο περιοριστικό αυτό μέτρο δικαιολογείται, όταν υφίσταται σχέση αναλογίας μεταξύ της παραβιάσεως και του σκοπού στον οποίο τούτο αποβλέπει. Προκύπτει, επίσης, ότι ως νόμος, του οποίου η παράβαση μπορεί να επιφέρει τη μη αναγνώριση ή τη διάλυση του σωματείου, νοείται και το Σύνταγμα, καθώς και οι διεθνείς συμβάσεις που έχουν κυρωθεί από τη Βουλή και ότι η δημόσια τάξη, προς την οποία η αντίθεση του σκοπού ή της λειτουργίας του σωματείου δημιουργεί λόγο μη αναγνωρίσεως ή διαλύσεώς του, κατά τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 78, 80, 81 και 105 αριθμ. 3 του ΑΚ, αποτελείται από θεμελιώδεις κανόνες και αρχές που κρατούν σε ορισμένο χρόνο στη χώρα και απηχούν τις δικαιϊκές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, ηθικές και άλλες αντιλήψεις, οι οποίες διέπουν τον έννομο βιοτικό ρυθμό αυτής. Αντίθεση δε προς τη δημόσια τάξη υπάρχει, όταν προσβάλλονται οι αντιλήψεις αυτές και διαταράσσεται ο βιοτικός ρυθμός (ΟλΑΠ 17/1999, ΟλΑΠ 6/1990). Το έννομο, δηλαδή, αγαθό που προστατεύουν οι σχετικές διατάξεις, είναι η κατάσταση κοινωνικής ηρεμίας, που επιτρέπει σε όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου να συμβιώνουν ειρηνικά και για την επίτευξη της οποίας και το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει περιορισμούς ορισμένων δικαιωμάτων, στα άρθρα 11 παρ. 2, 13 παρ. 2 και 18 παρ. 3 (δικαίωμα συναθροίσεως, ελευθερία λατρείας και δικαίωμα ιδιοκτησίας, αντίστοιχα). Συνακόλουθα, οι ως άνω διατάξεις των άρθρων 78, 80, 81 και 105 αρ. 3 του ΑΚ δεν αντίκεινται στη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 του Συντάγματος, αλλά, αντίθετα, βρίσκονται εντός των πλαισίων αυτής, εφόσον ερμηνευθούν στενά, ώστε το επιβαλλόμενο στο σωματείο μέτρο, της μη αναγνωρίσεώς του, να τελεί σε εύλογη σχέση με την παρανομία που έχει διαπραχθεί, με βάση την αρχή της αναλογικότητας που επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 εδ. 4 του Συντάγματος, η οποία επιβάλλει να είναι το μέτρο της μη αναγνωρίσεως κατάλληλο, αλλά και κυρίως αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί η προσβολή (ΟλΑΠ 4/2005, ΑΠ 58/2006). Η ανάγκη, δηλαδή, προσφυγής στο περιοριστικό αυτό μέτρο δικαιολογείται, όταν υφίσταται σχέση αναλογίας μεταξύ της παραβάσεως και του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει. Προσέτι, η ανάγκη πρέπει να είναι άμεση και να αποδεικνύεται πειστικά. Απλές υπόνοιες ή εντυπώσεις ότι οι προθέσεις ή οι τυχόν δραστηριότητες του σωματείου είναι παράνομες ή αντικείμενες στη δημόσια τάξη, με βάση μόνο τη φραστική διατύπωση του καταστατικού ή την ερμηνεία των όρων τούτου, δεν μπορούν από μόνες τους να θεμελιώσουν την ανάγκη προσφυγής στο περιοριστικό μέτρο της μη αναγνωρίσεως του σωματείου. Ακόμη, οι πιο πάνω διατάξεις του ΑΚ δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 9, 10, 11 και 14 της από 4 Νοεμβρίου 1950 Συμβάσεως της Ρώμης, "δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση, αρχικά με το ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974 και έχει αυξημένη ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος, έναντι των κοινών νόμων. Τούτο δε καθόσον: α) Στο άρθρο 9 παρ. 1 εδ. α' της Συμβάσεως αυτής, ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται στην ελευθερία σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, πλην όμως κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέσει αντικείμενο άλλων περιορισμών πέρα από αυτούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία, για τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δημόσιας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων, β) Στο άρθρο 10 παρ. 1 εδ. α' και β' της ίδιας Συμβάσεως (Ε.Σ.Δ.Α.) ορίζεται, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία εκφράσεως και ότι το δικαίωμα τούτο περιλαμβάνει την ελευθερία γνώμης ως και την ελευθερία λήψεως ή μεταδόσεως πληροφοριών ή ιδεών, χωρίς επέμβαση δημοσίων αρχών και ασχέτως συνόρων, πλην όμως στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται, ότι η άσκηση των ελευθεριών τούτων, συνεπαγόμενη καθήκοντα και ευθύνες, δύναται να υπαχθεί σε ορισμένες διατυπώσεις, όρους και περιορισμούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα σε δημοκρατική κοινωνία για την εθνική ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα ή δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής, την προστασία της υπολήψεως ή των δικαιωμάτων των τρίτων, γ) Στο άρθρο 11 παρ. 1 της αυτής Συμβάσεως (Ε.Σ.Δ.Α.) ορίζεται ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικώς και στην ελευθερία συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ' άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως σε συνδικάτα, με σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων τους. Κατά την παρ. 2 εδ. α', όμως, του ίδιου άρθρου, η άσκηση των δικαιωμάτων αυτών δεν επιτρέπεται να υπαχθεί σε άλλους περιορισμούς πέρα από αυτούς που προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν αναγκαία μέτρα, σε δημοκρατική κοινωνία, για την εθνική ασφάλεια, τη δημόσια ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και πρόληψη του εγκλήματος, την προστασία της υγείας και της ηθικής ή την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων και δ) στο άρθρο 14 της αυτής ως άνω Συμβάσεως ορίζεται ότι η χρήση των αναγνωριζόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών πρέπει να εξασφαλίζεται σε όλους, αδιακρίτως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής σε εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως. Κατά συνέπειαν, από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις των εν λόγω άρθρων 9, 10, 11 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α., συνάγεται ότι η δημόσια τάξη, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να θεμελιώσει θεμιτό περιορισμό των δικαιωμάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Σημειώνεται ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενόψει της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α., με την απόφασή του της 17-02-2004, που εκδόθηκε στην υπόθεση Gorzelik και λοιπών κατά της Πολωνίας, μετά από ατομική προσφυγή κατά του Πολωνικού Κράτους, για άρνηση των αρχών αυτού να προβούν στην επίσημη καταχώρηση του σωματείου των προσφυγόντων, υπό την επωνυμία "Ένωση των Προσώπων Σιλεσιανής Ιθαγένειας" έκρινε ότι: "Η ελευθερία συνεταιρισμού δεν είναι απόλυτη και πρέπει να γίνει δεκτό ότι όταν ένα σωματείο, δια των δραστηριοτήτων του ή των προθέσεων τις οποίες δηλώνει ρητώς ή σιωπηρώς στο πρόγραμμά του, θέτει σε κίνδυνο τους θεσμούς του Κράτους ή τα δικαιώματα και τις ελευθερίες άλλων, το άρθρο 11 (της Ε.Σ.Δ.Α.) δεν αποστερεί από τις αρχές ενός Κράτους την εξουσία προστασίας των εν λόγω θεσμών και προσώπων και ότι τούτο απορρέει και από την παρ. 2 του άρθρου 11 και από τις θετικές υποχρεώσεις του Κράτους, δυνάμει του άρθρου 1 της Συμβάσεως να αναγνωρίζει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των προσώπων, τα οποία εξαρτώνται από τη δικαιοδοσία του" (σκέψη 94 της αποφάσεως αυτής). Ακόμη, το Ε.Δ.Δ.Α., με την απόφασή του της 10-07-1998, που εκδόθηκε στην υπόθεση Σ. κατά Ελλάδος έκρινε ότι "αν ένα σωματείο, μετά την αναγνώρισή του, εμπλακεί σε δραστηριότητες ασυμβίβαστες προς τη δημόσια τάξη ή προς τους κατ' αρχήν νόμιμους σκοπούς που φαίνεται ότι επιδιώκει σύμφωνα με το καταστατικό του, οι αρμόδιες αρχές δεν θα ήταν δυνατόν να παραμείνουν αδύναμες να αντιδράσουν και ότι σύμφωνα με το άρθρο 105 του Ελληνικού ΑΚ, το πρωτοδικείο θα μπορούσε να διατάξει τη διάλυση του σωματείου αν αυτό, μετά την αναγνώρισή του, επιδίωκε σκοπό διαφορετικό από τον προβλεπόμενο από το καταστατικό του ή αν η δραστηριότητά του αποδεικνυόταν ότι είναι παράνομη, αντίθετη στα χρηστά ήθη ή στη δημόσια τάξη" (σκέψη 46 της αποφάσεως αυτής). Τέλος, με βάση τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών, που υπογράφηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923, και τη Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφηκε επίσης στη Λωζάνη στις 24 Ιουλίου 1923, στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Δυτική Θράκη παρέμειναν Μουσουλμάνοι κατά το θρήσκευμα (θρησκευτική μειονότητα). Αυτό με σαφήνεια προκύπτει: α) από το άρθρο 2 της ανωτέρω Συμβάσεως, το οποίο ορίζει, ότι"[...] δεν θα περιληφθούν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν οι Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως και οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης" και β) από το άρθρο 45 της πιο πάνω Συνθήκης Ειρήνης, στο οποίο αναφέρεται ότι "τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς μειονότητας". Έτσι, σύμφωνα με την ανωτέρω Σύμβαση, η οποία είναι ειδική και δεν έχει ανατραπεί με κάποια νεότερη σύμβαση, στη Θράκη δεν υπάρχουν Τούρκοι, αλλά μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι. Το ιστορικό αυτό γεγονός, αλλά και η αναγνώριση της υπάρξεως μουσουλμανικής μειονότητας από τις συμβαλλόμενες χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, οριοθετούν πλήρως τις θέσεις των δύο χωρών και τον αντίστοιχο προσδιορισμό τους στο διεθνή χώρο. Η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 έθεσε τέρμα σε οποιαδήποτε αιτήματα και βλέψεις εδαφικών διεκδικήσεων, οριστικοποιώντας έτσι τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (ΟλΑΠ 4/2005, ΑΠ 840/2021). Περαιτέρω, στοιχείο προσδιοριστικό της ταυτότητας του σωματείου είναι η επωνυμία, όπως την ίδια λειτουργία επιτελεί το επώνυμο στα φυσικά πρόσωπα. Για το λόγο αυτό, η επωνυμία επιβάλλεται να μη είναι αντικειμενικά πρόσφορη να δημιουργήσει παραπλανητική εικόνα ή σύγχυση με τρίτους, ούτε αυτή να αντίκειται στο νόμο ή τα χρηστά ήθη, διότι, σε διαφορετική περίπτωση, παρέχεται η δυνατότητα στο δικαστήριο, να απορρίψει τη σχετική αίτηση για αναγνώρισή του (ΑΠ 1614/2017, 58/2006, 586/2005). Εξ άλλου, ο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 εδάφ. α' του ΚΠολΔ προβλεπόμενος λόγος αναιρέσεως ιδρύεται, αν παραβιάστηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται, είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή, με εσφαλμένη υπαγωγή. Κατά το άρθρο δε 6 παρ. 1 της από 4 Νοεμβρίου 1950 Ευρωπαϊκής Συμβάσεως της Ρώμης, "δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση, αρχικά με το ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 53/1974 "παν πρόσωπον έχει δικαίωμα όπως η υπόθεση του δικασθεί δικαίως, δηλαδή δημόσια και εντός λογικής προθεσμίας υπό ανεξαρτήτου και αμερόληπτου δικαστηρίου νομίμως λειτουργούντος το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως είτε επί του βάσιμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικής φύσεως ...". Με το ανωτέρω άρθρο, καθ' ο μέρος θεσπίζεται ότι οι υποθέσεις δικάζονται από αμερόληπτα, ανεξάρτητα και νομίμως λειτουργούντα δικαστήρια: α) δίκαια, β) δημόσια και γ) εντός λογικής προθεσμίας, θεσπίζονται αντίστοιχα ουσιαστικά δικαιώματα των προσώπων στα οποία αφορά η σύμβαση, τα οποία δικαιούνται να αξιώσουν να τύχουν της κατά τα ανωτέρω δικαστικής προστασίας. Με τη διάταξη αυτή καθορίζεται ποια δικαιώματα δίδονται για την απονομή της δικαιοσύνης. Πρόκειται, συνεπώς, για διάταξη ουσιαστικού δικαίου και η παραβίασή της εμπίπτει στο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ. (Ολ.ΑΠ 2/2008, ΑΠ 1261/2019, ΑΠ 764/2013). Τέλος, στο άρθρο 559 αρ. 14 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαιώματα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο, ενώ οι ακυρότητες από το ουσιαστικό δίκαιο ελέγχονται μέσω του λόγου του αριθμού 1 (ΟλΑΠ 2/2001, 12/2000, ΑΠ 1502/2018).
Στην προκειμένη περίπτωση, το Τριμελές Εφετείο Θράκης, με την υπό ανάκληση, υπ' αριθμ. 324/2003, απόφασή του, δέχθηκε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: "Στην κρινόμενη περίπτωση οι αιτούντες και ήδη εκκαλούντες με την αίτησή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ζητούν να αναγνωρισθεί και να εγγραφεί στο δημόσιο βιβλίο των Σωματείων που τηρείται στο Πρωτοδικείο Αλεξανδρουπόλεως το υπό σύσταση σωματείο με την επωνυμία "Σύλλογος Νεολαίας Μειονότητας Ν. Εβρου", με έδρα το Γονικό της κοινότητος Μικρού Δερείου του νομού Εβρου, με σκοπό, σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού του: α)Την αξιοποίηση των πνευματικών δυνατοτήτων της μειονοτικής νεολαίας, β) Τη διατήρηση, διαφύλαξη και προβολή των λαϊκών παραδόσεων και εθίμων της μειονότητας, γ) Τη συμβολή στην πνευματική, πολιτιστική εν γένει κίνηση της μειονότητας, δ) Την ανάπτυξη και σύσφιξη των πνευματικών, μορφωτικών και προσωπικών σχέσεων μεταξύ αφενός των μελών και αφετέρου μεταξύ των μελών μειονότητας, ε) Την καλλιέργεια και προάσπιση των ιδανικών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ανθρωπιστικών αξιών, της φιλίας εν γένει μεταξύ των λαών και ειδικότερον μεταξύ του Ελληνικού και Τουρκικού λαού και στ) Τη ψυχαγωγία των μελών του Σωματείου". Όμως, όπως διατυπώνεται η επωνυμία του υπό έγκριση σωματείου, η οποία, σύμφωνα με τα παραπάνω, αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητός του, προκαλεί και μάλιστα σκόπιμα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ώστε έτσι να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος απ'αυτό, σύγχυση και αμφιβολίες ως προς το εάν ειδικότερα η "Νεολαία της Μειονότητος" εκφράζεται στο σωματείο και συνακόλουθα εάν εκπροσωπεί θρησκευτική (μουσουλμανική) μειονότητα ή εθνική (τουρκική) μειονότητα, αφού το τελευταίο, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη της παρούσης, προσκρούει στην εσωτερική δημοσία τάξη και επομένως αυτό είναι παράνομο. Δηλαδή η επωνυμία του εν λόγω σωματείου δε διατυπώνεται με τρόπο σαφή, ορισμένο και αναμφίβολο, όπως θα έπρεπε, σύμφωνα με την αναγκαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 80 ΑΚ. Συνακόλουθα η αίτηση είναι μη νόμιμη. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι το αιτούν Σωματείο δεν τηρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις για την έγκρισή του και εγγραφή του στο οικείο βιβλίο και στην συνέχεια απέρριψε την σχετική αίτηση ως μη νόμιμη ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ως άνω διατάξεις". Με το σκεπτικό δε αυτό το δικαστήριο απέρριψε την έφεση". ? Μετά την απόρριψη της κατά της απόφασης αυτής αίτησης αναίρεσης που άσκησαν οι αναιρεσείοντες με την με αριθμό 58/2006 απόφαση του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, η από 11-10-2007 απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. με την οποία κρίθηκε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 11 της Σύμβασης. Ειδικότερα το Ε.Δ.Δ.Α. δέχτηκε, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα δίκη μέρος της προαναφερομένης απόφασής του τα ακόλουθα (σκέψη 42 επ.) "...Το Δικαστήριο σημειώνει κατ' αρχάς ότι η άρνηση εγγραφής του συλλόγου των προσφευγόντων στα βιβλία σωματείων, εκπορεύτηκε, κυρίως από το μέλημα να αποτραπούν να συνεχίσουν οι προσφεύγοντες να έχουν την αποδιδόμενη σε αυτούς πρόθεση να προωθήσουν την ιδέα, ότι υφίσταται στην Ελλάδα μια εθνική μειονότητα και ότι τα δικαιώματα των μελών του εν λόγω συλλόγου δεν χαίρουν πλήρους σεβασμού. Άλλως ειπείν το επίδικο μέτρο βασίστηκε σε μία απλή υπόνοια, όσον αφορά τις πραγματικές προθέσεις των ιδρυτών του συλλόγου και τις πράξεις, στις οποίες θα είχαν προβεί μόλις ο σύλλογος θα άρχιζε να λειτουργεί. Ωστόσο δεν κατέστη δυνατή στην προκειμένη περίπτωση η διακρίβωση των προθέσεων των προσφευγόντων εν σχέσει προς την στάση του συλλόγου στην πράξη, αφού ο σύλλογος αυτός ουδέποτε γράφτηκε στα βιβλία σωματείων....
Το δικαστήριο δεν είναι ωστόσο ικανοποιημένο με το γεγονός, ότι τα επιληφθέντα δικαστήρια περιορίστηκαν στον τίτλο Σύλλογος Νεολαίας Μειονότητας Νομού Έβρου, προκειμένου να καταλήξουν, ότι ο σύλλογος είναι επικίνδυνος για την δημόσια τάξη. Επίσης αν και δεν είναι αρμόδιο να εκτιμήσει τη βαρύτητα, την οποία απέδωσε το διάδικο κράτος στα σχετικά προς την μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης ζητήματα το Δικαστήριο φρονεί, εν τούτοις, ότι ακόμη και αν ο πραγματικός σκοπός του συλλόγου ήταν η προώθηση της ιδέας ότι υφίσταται στην Ελλάδα μία εθνική μειονότητα, και μόνον αυτό δεν δύναται να θεωρηθεί ως απειλή για μία δημοκρατική κοινωνία και τούτο για τον επιπρόσθετο λόγο ότι ουδεμία ένδειξη υφίσταται στο καταστατικό του συλλόγου ότι τα μέλη του πρέσβευαν την προσφυγή στην βία ή σε αντιδημοκρατικά ή αντισυνταγματικά μέσα. Το Δικαστήριο θα ήθελε να υπομιμνήσει στο σημείο αυτό ότι η ελληνική νομοθεσία δεν προβλέπει ένα σύστημα προληπτικού ελέγχου για την αναγνώριση μη κερδοσκοπικών σωματείων: Το άρθρο 12 της Σύμβασης διευκρινίζει ότι η ίδρυση σωματείων δεν δύναται να υπόκειται σε προηγούμενη άδεια. Όσον αφορά το άρθρο 81 Α.Κ. αυτό επιτρέπει στα δικαστήρια να ελέγχουν απλώς την νομιμότητα και όχι την σκοπιμότητα. Τέλος το Δικαστήριο δεν δύναται να αποκλείσει ότι θα ήταν δυνατόν το σωματείο μετά την ίδρυσή του και υπό την κάλυψη των αναφερομένων στο καταστατικό σκοπών του, να επιδοθεί σε δραστηριότητες ασυμβίβαστες με αυτούς και συνεπαγόμενες διατάραξη της δημόσιας τάξης. Ωστόσο, ακόμη και αν αποδεικνυόταν το ενδεχόμενο αυτό, οι αρχές δεν θα στερούνταν αποτελεσματικών μέσων. Δυνάμει του άρθρου 105 Α.Κ. το Πολυμελές Πρωτοδικείο θα μπορούσε να διατάξει την διάλυση του σωματείου, εάν, στην συνέχεια, επεδίωκε σκοπό άλλον από εκείνον που αναφέρει το καταστατικό ή εάν αποδεικνύετο, ότι η λειτουργία του αντιβαίνει προς τον νόμο, τα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη. Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο ουδόλως αντιλαμβάνεται, ποια ήταν η επιτακτική κοινωνική ανάγκη για να αρνηθεί την εγγραφή του συλλόγου των προσφευγόντων στα βιβλία σωματείων και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο μέτρο ήταν δυσανάλογο των επιδιωκομένων σκοπών. Επομένως, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 11 ...". Μετά την έκδοση της προαναφερομένης απόφασης του Ε.Δ.Δ.Α. και την απόρριψη της με αριθμό κατάθεσης 1482/ΕΜ/187/2008 αίτησης, οι αναιρεσείοντες ζήτησαν, κατά τα προεκτεθέντα, με την ένδικη από 26-7-2008 αίτησή τους (κατ' άρθρο 758 Κ.Πολ.Δ. όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 29 ν.4991/2017) να ανακληθεί η με αριθμό 324/2003 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, ώστε να γίνει δεκτή στην ουσία η έφεσή τους κατά της με αριθμό 58/1996 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και μετά ταύτα να γίνει δεκτή η με αριθμό 1536/ΕΜ/166/14-12-1995 αίτησή τους.
Στην προκειμένη περίπτωση με την από 10-10-1995 αίτησή τους, ζήτησαν οι αναιρεσείοντες να αναγνωριστεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης, το υπό σύσταση σωματείο, με την επωνυμία ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ Ν. ΕΒΡΟΥ, με έδρα το Γονικό της κοινότητας Μικρού Δερείου Έβρου, δικαίωμα εγγραφής ως μελών όσων από την μειονότητα διαμένουν στον νομό Έβρου και σκοπό την αξιοποίηση των πνευματικών δυνατοτήτων της μειονοτικής νεολαίας, τη διατήρηση, διαφύλαξη και προβολή των λαϊκών παραδόσεων και εθίμων της μειονότητας, την ανάπτυξη και σύσφιξη των πνευματικών, μορφωτικών και προσωπικών σχέσεων μεταξύ αφενός των μελών και αφετέρου μεταξύ των μελών της μειονότητας, την καλλιέργεια και την προάσπιση των ιδανικών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, των ανθρωπιστικών αξιών, της φιλίας εν γένει μεταξύ των λαών και ειδικότερα μεταξύ του Ελληνικού και Τουρκικού λαού και την ψυχαγωγία των μελών του σωματείου. Η επωνυμία του υπό έγκριση σωματείου, η οποία αποτελεί προσδιοριστικό στοιχείο της ταυτότητάς του και επιβάλλεται να μην είναι αντικειμενικά πρόσφορη να δημιουργήσει παραπλανητική εικόνα ή σύγχυση, ούτε να αντίκειται στον νόμο και τα χρηστά ήθη, όπως διατυπώνεται, προκαλεί, και μάλιστα σκόπιμα, σύγχυση και αμφιβολίες, ως προς το αν ειδικότερα η νεολαία της μειονότητας εκφράζεται στο σωματείο και συνακόλουθα αν εκπροσωπεί θρησκευτική (μουσουλμανική) ή εθνική (τουρκική) μειονότητα. Ειδικότερα, δεν διατυπώνεται με τρόπο σαφή, ορισμένο και αναμφίβολο, σύμφωνα με την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 80 Α.Κ. δημιουργώντας αμφιβολία, αν εκπροσωπεί εθνική μειονότητα (τουρκική), γεγονός που προσκρούει στην εσωτερική έννομη τάξη και, επομένως, είναι παράνομο. Η εμμονή των αναιρεσειόντων στη δημιουργία της σύγχυσης με την χρήση της παραπάνω μη σαφούς επωνυμίας έρχεται σε αντίθεση με τις προαναφερθείσες συνθήκες και δεν συμβάλλει στην ειρηνική και αρμονική συμβίωση των πολιτών της περιοχής, που είναι αναγκαία για το γενικό καλό και των δύο ελληνικών κοινοτήτων χριστιανικής και μουσουλμανικής, αλλά εγείρει ανύπαρκτο μειονοτικό πρόβλημα τούρκων, η αξιολόγηση της σημασίας του οποίου ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της ελληνικής πολιτείας, όπως άλλωστε δέχτηκε και το Ε.Δ.Δ.Α., το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, σημειώνει, ότι δεν είναι της αρμοδιότητας του να αξιολογήσει τη σημασία που δίνει το εναγόμενο κράτος στα ζητήματα που σχετίζονται με την μουσουλμανική μειονότητα στην Δυτική Θράκη, καθόσον με τον τρόπο αυτό επιχειρείται μία εκ πλαγίου αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, αφού τυχόν αναγνώριση του δικαιώματος δημιουργίας ένωσης Τούρκων πολιτών στην Δυτική Θράκη, καταργεί στην πράξη την θρησκευτική ταυτότητα της μουσουλμανικής μειονότητας και την καθιστά εθνική μειονότητα. Με τον τρόπο αυτόν προσβάλλεται έντονα η Ελληνική δημόσια τάξη και η εθνική ασφάλεια, τις οποίες η ευνομούμενη και συντεταγμένη ελληνική Πολιτεία οφείλει να προστατεύει. Είναι δε η μη αναγνώριση του σωματείου εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας και τελεί σε σχέση αναλογίας μεταξύ των ανωτέρω παραβιάσεων του σωματείου και του σκοπού, στον οποίο η μη αναγνώρισή του αποβλέπει, δηλαδή τη διαφύλαξη της κοινωνικής ισορροπίας και της γαλήνης μεταξύ των δύο ελληνικών κοινοτήτων της ευαίσθητης περιοχής της Θράκης, χριστιανικής και μουσουλμανικής και κατ' επέκταση της γαλήνης της χώρας. Άλλωστε, οι αναιρεσείοντες δεν στερούνται της δυνατότητας, συμμορφούμενοι με τις απαιτήσεις μίας δημοκρατικής κοινωνίας, να ιδρύσουν σωματεία με ευθύ και ακριβολόγο και όχι παραπλανητικό τίτλο - επωνυμία, στοχεύοντας και μάλιστα σκόπιμα να δημιουργήσουν σύγχυση και αμφιβολία, ως προς το αν το σωματείο εκπροσωπεί εθνική (τουρκική) μειονότητα εντός των ορίων της χώρας, της οποίας μειονότητας το σωματείο θέλει να καλλιεργήσει και να προασπίσει τα ιδανικά της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ανθρωπίνων αξιών...αγαθά όμως τα οποία προστατεύονται πλήρως για όλους αδιακρίτως τους πολίτες από τους κείμενους νόμους και το Σύνταγμα. Υπό τα δεδομένα αυτά η μη αναγνώριση του εν λόγω σωματείου εμφανίζεται με το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας, αφού τα μέλη του υπό σύσταση σωματείου έχουν την δυνατότητα να επιδιώξουν, όπως προαναφέρθηκε την αναγνώριση σωματείου με τους όρους και επωνυμία, που να μην είναι αντικειμενικά πρόσφορα να δημιουργήσουν παραπλανητική εικόνα ή σύγχυση ως προς την ταυτότητα των μελών του.
Συνεπώς, η μη αναγνώριση του σωματείου εμφανίζεται με το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας, εν όψει των δυνατοτήτων που παρέχονται στους αιτούντες να συστήσουν σωματείο με σαφώς προσδιοριστική της ταυτότητάς τους επωνυμία, περί της οποίας έγινε ειδικότερα πιο πάνω λόγος.
Με τα δεδομένα αυτά, που έγιναν κατά βάση δεκτά και με την υπό ανάκληση απόφαση, νομίμως και στα πλαίσια άρθρων 78, 80, 81 και 105 παρ. 3 του ΑΚ (της τελευταίας εφαρμοζόμενης, κατά τα προαναφερθέντα, και επί αναγνωρίσεως σωματείου), 12 του Συντάγματος και 11 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α. κρίθηκε, ότι δεν υφίστανται οι όροι αναγνώρισης του αιτούντος σωματείου, καθόσον συνέτρεχαν όλες οι κατά νόμο προϋποθέσεις για τη μη αναγνώρισή του, η οποία ήταν εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας και τελούσε σε σχέση αναλογίας μεταξύ των παραπάνω παραβιάσεων του υπό σύσταση σωματείου και του σκοπού στον οποίο η μη αναγνώρισή του αποβλέπει (προστασία της δημόσιας τάξης) και, συνεπώς η, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 29 και 30 του Ν. 4991/2017, από 26-7-2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 35/30-7-2018 αίτηση ανακλήσεως της υπ' αριθμ. 324/2003 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, είχε μεν ασκηθεί παραδεκτά [αφού, κατά τα εκτεθέντα στην προηγηθείσα νομική σκέψη, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 30 του ν. 4491/2017, παρέχεται η δυνατότητα ανακλήσεως αποφάσεως εκουσίας δικαιοδοσίας, μετά την έκδοση αποφάσεως του ΕΔΔΑ, ακόμη και στην περίπτωση που είχε ήδη επιχειρηθεί η επανεξέτασή της, κατ' άρθρο 758 του Κ.Πολ.Δ., όπως αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του], πλην, όμως, ήταν απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, κατ' εφαρμογήν της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α. Επομένως, το Εφετείο, που απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη αίτηση, δεχόμενο ότι αποτελεί επανάσκηση της προηγηθείσας και απορριφθείσας αμετακλήτως, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1482/ΕΜ/ 187/2008, αίτησης των ήδη αναιρεσειόντων, στην οποία προέβαλαν επίσης ως δικαιολογητικό λόγο την έκδοση της ίδιας ως άνω αποφάσεως του Ε.Δ.Δ.Α. και ότι συνεπώς (η ένδικη αίτηση) προσκρούει στην καταλαμβάνουσα και την πολιτική δίκη δικονομική αρχή non bis in idem, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι αυτή (ένδικη αίτηση) είναι μεν παραδεκτή (λόγω της, επικαλούμενης με αυτήν, επελθούσας μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος, με την τροποποίηση της διατάξεως του άρθρου 758 του Κ.Πολ.Δ. με τα άρθρα 29 και 30 του ν. 4991/2017), πλην όμως νομικά αβάσιμη, καθόσον, με τα δεδομένα που είχε δεχτεί η υπό ανάκληση απόφαση, (324/2003) ορθώς και νομίμως απέρριψε την έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης (58/1996) που είχε απορρίψει την αίτηση αναγνώρισης του ένδικου σωματείου, σύμφωνα τα άρθρα 78, 80, 81 και 105 παρ. 3 του Α.Κ., στα πλαίσια των άρθρων 11 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α. και 12 του Συντάγματος και, συνεπώς, οι αιτούντες δεν είχαν νόμιμη αξίωση προς ανάκληση της υπ' αριθμ. 324/2003 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, έσφαλε μεν ως προς την αιτιολογία, όμως ορθώς κατ' αποτέλεσμα έκρινε, απορρίπτοντας την ως άνω αίτηση.
Εν προκειμένω, με τους πρώτο και τρίτο και λόγους αναιρέσεως, οι αναιρεσείοντες, αιτιώνται, ότι το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφαση απέρριψε την ένδικη αίτηση ως απαράδεκτη, με την παραδοχή, ότι προσκρούει στο αρνητικό δεδικασμένο από τις προεκδοθείσες, επί προηγηθείσας αιτήσεως ανακλήσεως, υπ' αριθμ. 405/2001 και 423/2003 αποφάσεις, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αλεξανδρούπολης και του Τριμελούς Εφετείου Θράκης αντιστοίχως, υπέπεσε στις πλημμέλειες 1) της, από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 12 του Συντάγματος, των διατάξεων των άρθρων 78,79,80 και 105 Α.Κ. της διατάξεως του άρθρου 758 Κ.Πολ.Δ., όπως τροποποιήθηκε με τα άρθρα 29 και 30 του ν. 4991/2017, τις οποίες, αν είχε εφαρμόσει ορθά, θα είχε δεχτεί την αίτηση ανακλήσεως και δεν θα την είχε απορρίψει ως απαράδεκτη και 2) της, από το άρθρο 559 αρ. 14 του Κ.Πολ.Δ., παρά τον νόμο απόρριψης της αίτησης τους ως απαράδεκτης, 3) της, από το άρθρο 559 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., παραβάσεως της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 1, 11 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α., τις οποίες δεν εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους και τις οποίες, αν είχε εφαρμόσει, δεν θα είχε απορρίψει την ένδικη αίτηση ανακλήσεως ως απαράδεκτη, αλλά θα είχε κάνει αυτήν δεκτή, ώστε να οδηγηθεί σε αναγνώριση του σωματείου, σε συμμόρφωση, κατ' άρθρο 46 της Ε.Σ.Δ.Α. προς την προεκδοθείσα απόφαση του Ε.Δ.Δ.Α. Κατά το άρθρο όμως 578 του Κ.Πολ.Δ., αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Επομένως, αφού με την προσβαλλόμενη απόφαση, ορθώς μεν απορρίφθηκε η ένδικη αίτηση ανακλήσεως, με την εσφαλμένη όμως αιτιολογία του απαραδέκτου αυτής, αντί της ορθής, της νομικής αβασιμότητάς της, οι ως άνω λόγοι αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 578 του Κ.Πολ.Δ., διότι οι αναιρεσείοντες δεν επικαλούνται έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, προϋπόθεση αναγκαία, για να αναιρεθεί η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της.
Ο λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ιδρύεται, όταν το δικαστήριο της ουσίας, παρά το νόμο, έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα", κατά την έννοια της διάταξης αυτής, νοούνται οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων, που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και, συνακόλουθα, στηρίζουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης, αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι, όμως, και οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και στους οποίους το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε οι αιτιολογημένες αρνήσεις και οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων, έστω και αν προτείνονται ως λόγοι έφεσης (ΑΠ Ολομ. 14/2004, ΑΠ 87/2013, ΑΠ 94/2008, Α.Π. 73/2020). Στην προκειμένη περίπτωση με τον δεύτερο λόγο της αίτησης αναίρεσης οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. με την αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη, αν και προτάθηκε, την απόφαση της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, η οποία επιβλέπει την εκτέλεση των αποφάσεων του Ε.Δ.Δ.Α. και η οποία λήφθηκε στην με αριθμό 1302 συνεδρίαση μετά τη ψήφιση του ν.4491/2017 την 5-7- Δεκεμβρίου του έτους 2017, η οποία θα είχε ουσιώδη επίδραση στη έκβαση της δίκης. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, καθόσον η επικαλουμένη απόφαση δεν αποτελεί πράγμα με την ως άνω έννοια.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθμ.19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο παρών λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δηλαδή ο λόγος αυτός αναιρέσεως αναφέρεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και γι' αυτό προϋποθέτει κρίση επί της ουσίας του δικαστηρίου, δεν ιδρύεται δε όταν η έλλειψη ή ανεπάρκεια ή αντίφαση των αιτιολογιών αναφέρεται στη σκέψη της απόφασης με την οποία η αγωγή κρίθηκε απορριπτέα ως μη νόμιμη, ή απαράδεκτη (Α.Π.3/1997) όπως στην προκείμενη περίπτωση συνέβη.
Συνεπώς ο τέταρτος λόγος αναίρεσης εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την αιτίαση, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε η κρινόμενη αίτησή τους με τον δικαιολογητικό λόγο ότι προσκρούει στην δικονομική αρχή non bis in idem, στερείται νόμιμης βάσης, διότι η αίτησή τους αυτή εκτός από την ευνοϊκή για αυτούς κρίση του Ε.Δ.Δ.Α. στηρίζεται κυρίως στην τροποποίηση του άρθρου 758 Κ.Πολ.Δ. είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος.? Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου, λόγω της ήττας τους, στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε' του Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015, που ισχύει, κατ' άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 01-01-2016).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 27-8-2020 και με αριθμό καταθέσεως 46/2020 αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθμ. 60/2020 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θράκης. Και Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από τους αναιρεσείοντες παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 1η Απριλίου 2022.
H ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ Και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία, καθώς και του αρχαιοτέρου Αρεοπαγίτη, η αρχαιότερη της Συνθέσεως Αρεοπαγίτης ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 31 Αυγούστου 2022.
H ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ H ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή