Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Ποινής αναστολή, Τραπεζική επιταγή ακάλυπτη, Ακροάσεως έλλειψη, Ποινής μετατροπή.
Περίληψη:
Ορθή και αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για έκδοση ακαλύπτων επιταγών κατ' εξακολούθηση. Στοιχεία εγκλήματος. Όχι αναγκαία η αιτιολογία της γνώσεως περί της μη υπάρξεως διαθεσίμων κεφαλαίων. Πότε επέρχεται ακυρότητα από την έλλειψη ακροάσεως. Απόρριψη λόγου περί ελλείψεως ακροάσεως από τη μη ανάγνωση εγγράφου, το οποίο αναγνώσθηκε, αλλά και δεν προκύπτει από τα πρακτικά, τα οποία δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν, ότι η κατηγορουμένη ή η συνήγορος της προσέφυγαν στο δικαστήριο κατά της ισχυριζόμενης μη αναγνώσεως από τον πρόεδρο. Αιτιολογημένη η μη αναστολή και η μετατροπή της ποινής φυλακίσεως, που επιβλήθηκε, σε χρηματική (άρθρο 99 παρ. 1 εδ. α ΠΚ). Όχι υπέρβαση εξουσίας. Απόρριψη αιτήσεως.
Αριθμός 662/2015
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2015, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Καραγιάννη (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Π. Τ. του Ε., κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Κορκόβελο, για αναίρεση της υπ' αριθ. 627/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Mε πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ ΑΕΓΑ" που εδρεύει στη Θεσσαλονίκης και εκπροσωπείται νόμιμα και που στο ακροατήριο δεν εκπροσωπήθηκε.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουλίου 2014 αίτηση αναίρεσης μετά των από 23 Απριλίου 2015 προσθέτων λόγων οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 723/2014.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης και οι επ' αυτής πρόσθετοι λόγοι.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 79 παρ.1 του ν. 5960/1933 "περί επιταγής" (κατά την αρχική του διατύπωση και προ της αντικαταστάσεως του με το άρθρο 1 του ν.δ. 1325/1972), "εκείνος που εκδίδει εν γνώσει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά το χρόνο της έκδοσης ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή ή με εκατέρα των ποινών αυτών". Η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. δ. 1325/1972 και ορίσθηκε ότι "εκείνος που εκδίδει επιταγή μη πληρωθείσα επί πληρωτή παρά τω οποίω δεν έχει αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής αυτής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων δραχμών". Από τη διάταξη αυτή, από την οποία απαλείφθηκε το "εν γνώσει" της προηγούμενης ρυθμίσεως, προκύπτει ότι το έγκλημα της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής είναι τυπικό και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται αντικειμενικά μεν 1) έκδοση τυπικά έγκυρης επιταγής, δηλαδή συμπλήρωση επί του εντύπου της επιταγής των στοιχείων που προβλέπονται στο νόμο, 2) υπογραφή του εκδότη, στην θέση υπογραφής του εκδότη, αδιαφόρως αν η επιταγή εκδίδεται για ατομικό του χρέος και σύρεται επί προσωπικού του λογαριασμού ή για χρέος άλλου ή εταιρίας που εκπροσωπείται από αυτόν και σύρεται επί λογαριασμού του άλλου ή της εταιρείας, 3) εμπρόθεσμη εμφάνιση της επιταγής προς πληρωμή και 4) έλλειψη αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων στον πληρωτή, κατά το χρόνο της εκδόσεως ή της πληρωμής, υποκειμενικά δε γνώση και θέληση των στοιχείων της πράξεως, της εκδόσεως, δηλαδή, επιταγής, που είναι ακάλυπτη. Με την νέα, δηλαδή, ρύθμιση, αρκεί ο απλός (ή ενδεχόμενος) και δεν απαιτείται άμεσος δόλος, με την έννοια της εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τελέσεως της πράξεως.
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος) ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Δεν είναι δε απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοινΔ, και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν κάνει σωστή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε ως αληθή στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται το συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 627/2014 απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Λάρισας, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχη την αναιρεσείουσα εκδόσεως ακαλύπτων επιταγών κατ` εξακολούθηση και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) ετών, μετατραπείσα σε χρηματική, και σε χρηματική ποινή πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "... αποδείχθηκε και το Δικαστήριο πείσθηκε ότι η κατηγορουμένη στη Λάρισα στις 20-8-2009, 20-9-2009 και 20-10-2009 με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, εν γνώσει της εξέδωσε επιταγές που δεν πληρώθηκαν στους πληρωτές, διότι δεν υπήρχε επαρκές υπόλοιπο, δηλαδή εξέδωσε 1) στις 20-8-2009 την υπ' αριθμ. ... τραπεζική επιταγή ποσού 110.000 ευρώ, 2) στις 20-9-2009 την υπ' αριθμ. ... τραπεζική επιταγή ποσού 110.000 ευρώ και 3) στις 20-10-2009 την υπ' αριθμ. ... τραπεζική επιταγή ποσού 110.000 ευρώ, όλες σε διαταγή της ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ, πληρωτέες από τη GENIKI BANK, οι οποίες ενώ εμφανίστηκαν εμπρόθεσμα στην πληρώτρια Τράπεζα στις 24-8-2009, 23-9- 2009 και 22-10-2009 αντίστοιχα, δεν πληρώθηκαν ελλείψει αντικρίσματος. Επομένως πρέπει να κηρυχθεί ένοχη για την πράξη της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής κατ' εξακολούθηση, απορριπτομένου του ισχυρισμού της περί αναγνώρισης του ελαφρυντικού περί μη ταπεινών αιτίων καθώς από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε κάτι σχετικό, αντιθέτως αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη τέλεσε την ανωτέρω πράξη στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και στην προσπάθειά της να αποφύγει την ικανοποίηση της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "ΙΝΤΕΡΣΑΛΟΝΙΚΑ" με την οποία συνεργαζόταν".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής, για το οποίο καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, την οποία ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμες, αφού: α) Δεν ήταν αναγκαία η ιδιαίτερη αιτιολογία της γνώσεως της αναιρεσείουσας ως προς τη μη ύπαρξη, κατά το χρόνο εκδόσεως ή πληρωμής της ένδικης επιταγής, διαθεσίμων κεφαλαίων, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της εκδόσεως ακάλυπτης επιταγής υποκειμενικώς αρκεί ο απλός δόλος, ο οποίος εξυπακούεται ότι ενυπάρχει στην παραγωγή των περιστατικών που απαρτίζουν την αξιόποινη αυτή πράξη. β) Με τη φράση ότι η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη "εξέδωσε" τις ένδικες επιταγές σαφώς υπονοείται ότι έγινε δεκτό ότι αυτή τις εξέδωσε ατομικά και όχι ως εκπρόσωπος εταιρίας. Η παραδοχή αυτή δεν αντιφάσκει με αυτήν ότι τέλεσε αυτή την πράξη τις εκδόσεως των επιταγών στα πλαίσια της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, καθόσον από την τελευταία αυτή παραδοχή δεν μπορεί να συναχθεί ότι ενεργούσε αυτή ως εκπρόσωπος εταιρίας. γ) Το Δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του, έλαβε υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που είχαν τεθεί ενώπιόν του, δηλαδή και το λευκό χαρτί, επί του οποίου έθεσαν την υπογραφή τους η κατηγορουμένη και ο μάρτυρας υπερασπίσεως Κ. Σ. και το οποίο, κατά τα κατωτέρω, αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Ε του ίδιου Κώδικα, μοναδικός, κατά το ένα σκέλος, λόγος του δικογράφου των παραδεκτώς ασκηθέντων (ενόψει του ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως περιέχει παραδεκτούς λόγους αναιρέσεως) προσθέτων λόγων, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα (την 23.4.2015) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρο 509 παρ. 2 του ΚΠοινΔ), με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 79 παρ. 1 του ν. 5960/1933, είναι αβάσιμοι. Οι, εμπεριεχόμενες στους λόγους αυτούς, αιτιάσεις περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (εγγράφων, καταθέσεως μάρτυρα υπερασπίσεως, κ.λπ.) είναι απαράδεκτες, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττουν την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β' του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί η έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας. Η ακυρότητα αυτή επέρχεται, κατά τη διάταξη του άρθρου 170 παρ. 2 στοιχ. α' του ΚΠοινΔ, στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος ή ο συνήγορός του ζήτησαν να ασκήσουν δικαίωμα που ρητά τους παρέχεται από το νόμο και το Δικαστήριο τους το αρνήθηκε ή παρέλειψε να αποφανθεί για τη σχετική αίτηση. Τέτοιο δικαίωμα είναι και αυτό του κατηγορουμένου, ο οποίος, σύμφωνα με το άρθρο 364 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, υποβάλλει αίτημα αναγνώσεως εγγράφου που κατατέθηκε κατά τη διάρκεια της αποδεικτικής διαδικασίας. Το Δικαστήριο της ουσίας οφείλει να απαντήσει στο αίτημα αυτό, αιτιολογώντας την απόφασή του, άλλως, αν αρνηθεί ή παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως. Για να επέλθει, όμως, από την τελευταία, κατά το άρθρο 170 παρ. 2 ΚΠοινΔ, ακυρότητα της διαδικασίας, απαιτείται να υποβληθεί σαφές και ορισμένο αίτημα από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και επιπλέον, σε περίπτωση μη αποδοχής αυτού από το διευθύνοντα τη συζήτηση, άμεση προσφυγή τους σε ολόκληρο το Δικαστήριο και απόρριψη παρά το νόμο από αυτό της προσφυγής ή παράλειψή του να αποφανθεί. Η υποβολή δε αυτή πρέπει να προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδριάσεως, χωρίς να επιτρέπεται αμφισβήτηση της ακρίβειας αυτών, παρά μόνο προσβολή τους για πλαστότητα ή διόρθωσή τους κατά τη διαδικασία του άρθρου 145 του ΚΠοινΔ.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την ανάγνωση των εγγράφων και κατά τη διάρκεια της εξετάσεως του μάρτυρα υπερασπίσεως Κ. Σ., ο Πρόεδρος, μετά από πρόταση της Εισαγγελέως, ζήτησε από την κατηγορουμένη και τον ως άνω μάρτυρα να θέσουν, ενώπιον του Δικαστηρίου, την υπογραφή τους σε ένα λευκό χαρτί. Από το ότι οι υπογραφές τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, συνάγεται με βεβαιότητα ότι το έγγραφο αυτό αναγνώσθηκε στο ακροατήριο. Οπωσδήποτε δε δεν προκύπτει από τα πρακτικά, τα οποία δεν προσβλήθηκαν ως πλαστά ούτε διορθώθηκαν κατά τούτο, ότι η κατηγορουμένη ή η συνήγορός της προσέφυγαν στο Δικαστήριο κατά της υποτιθέμενης μη αναγνώσεως του εγγράφου αυτού και αυτό απέρριψε την προσφυγή ή δεν απάντησε. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, μοναδικός, κατά το άλλο σκέλος του, πρόσθετος λόγος, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ακροάσεως από την μη ανάγνωση του παραπάνω εγγράφου, είναι αβάσιμος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 εδ. α του ΠΚ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3904/2010, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετάκλητα για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή μεγαλύτερη από ένα έτος, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικά το πιο πάνω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από ένα και ανώτερο από τρία έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της αποφάσεως στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82 είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, εφόσον η επιβληθείσα στον κατηγορούμενο ποινή είναι μικρότερη των τριών ετών, έχει υποχρέωση να ελέγξει, ακόμη και χωρίς αίτημα, τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν αρνητική κρίση του, διαφορετικά ιδρύεται, από την έλλειψη τέτοιας αιτιολογίας, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγος αναιρέσεως, πέραν του ότι υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του, από την οποία ιδρύεται και ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, μετά την απαγγελία της αποφάσεως επί της ποινής, το Δικαστήριο "διάβασε το ποινικό μητρώο της καταδικασθείσας που υπάρχει στη δικογραφία σε σφραγιστό αδιαφανή φάκελο, ο οποίος αποσφραγίστηκε μετά την απαγγελία της περί ενοχής απόφασης, χωρίς το περιεχόμενο αυτού να καταστεί γνωστό στο ακροατήριο παρά μόνο στους παράγοντες της δίκης, από το οποίο προκύπτει ότι η κατηγορούμενη έχει καταδικασθεί αμετακλήτως μέχρι σήμερα για πλημμέλημα σε ποινή περιοριστική της ελευθερίας μεγαλύτερη του ενός (1) έτους με μία μόνη απόφαση". Κατόπιν αυτού, το Δικαστήριο, μετά από πρόταση της Εισαγγελέως για τη μετατροπή της ποινής και αφού η συνήγορος της κατηγορουμένης ζήτησε "το ελάχιστο της μετατροπής", μετέτρεψε την ποινή των δύο (2) ετών, που επέβαλε στην κατηγορουμένη, σε χρηματική, την οποία καθόρισε σε δέκα (10) ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως, με την αιτιολογία ότι: "Επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναστολής της ποινής κατ' άρθρ. 99 παρ. 1 ΠΚ. Επειδή από την έρευνα του χαρακτήρα της καταδικασθείσας και τις υπόλοιπες περιστάσεις το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ποινή αρκεί για να αποτρέψει από την τέλεση άλλων αξιόποινων πράξεων. Συντρέχει, επομένως, περίπτωση μετατροπής της παραπάνω ποινής σε χρηματική και πρέπει, λαμβάνοντας υπόψη και τους οικονομικούς όρους της καταδικασθείσας, η κάθε ημέρα φυλακίσεως να υπολογισθεί προς δέκα (10,00) ευρώ". Η αιτιολογία αυτή είναι η κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 99 παρ.1 του ΠΚ επιβαλλόμενη για την αιτιολόγηση ειδικώς της αρνητικής κρίσεως του Δικαστηρίου ως προς την αναστολή της μη υπερβαίνουσας τα τρία έτη ποινής φυλακίσεως, καθόσον αναφέρει, κατά τα ανωτέρω, ότι συνέτρεχαν πραγματικά γεγονότα, τα οποία απέκλειαν την αναστολή εκτελέσεως της ποινής αυτής, ότι, δηλαδή, προέκυπτε από το δελτίο ποινικού μητρώου της κατηγορουμένης ότι αυτή είχε προηγούμενη καταδίκη για άλλη πράξη σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη του έτους. Δεν ήταν δε αναγκαίο η διαπίστωση αυτή, της οποίας έγινε μνεία μετά την ανάγνωση του ποινικού μητρώου, να επαναληφθεί και στο ως άνω σκεπτικό. Με το να μετατρέψει, λοιπόν, την ποινή φυλακίσεως των 2 ετών, που επέβαλε στην κατηγορουμένη, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο δεν υπερέβη την εξουσία του και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ και Η του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος του κυρίου δικογράφου της αιτήσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση μετά του προσθέτου αυτής λόγου και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 8 Ιουλίου 2014 αίτηση της Π. Τ. του Ε., μετά του από 23 Απριλίου 2015 προσθέτου λόγου αυτής, για αναίρεση της 627/2014 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Λάρισας. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 3 Ιουνίου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ