Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 870 / 2010    (Ε, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος.




Περίληψη:
Καταδικαστική απόφαση για ανέγερση παράνομου κτίσματος. Απορρίπτονται οι λόγοι της αιτήσεως αναίρεσης εκ του άρθρου 510 § 1 στοιχ. Δ και Ε του ΚΠΔ. Ο ισχυρισμός της αναιρεσείουσας ότι η μητέρα της ετέλεσε την πράξη δεν είναι αυτοτελής ισχυρισμός, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, η αιτιολογία του οποίου εμπεριέχεται στην περί ενοχής αιτιολογία της αποφάσεως.




Αριθμός 870/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ε' Ποινικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπο Δημάδη, Βιολέττα Κυτέα, Γεώργιο Αδαμόπουλο και Αικατερίνη Βασιλακοπούλου - Κατσαβριά - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 12 Μαρτίου 2010, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λέκκου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευδοκίας Φραγκίδη, για να δικάσει την αίτηση
της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Νικολόπουλο, περί αναιρέσεως της 55061/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15 Σεπτεμβρίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1372/2009.
Αφού άκουσε Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Ως προς τις αποδείξεις αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων , η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ των αποδεικτικών στοιχείων αξιολογικής συσχετίσεως, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει διαφορετική έννοια σ' αυτή από εκείνη που πράγματι έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή υφίσταται όταν ο δικαστής δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει, όπως και οι παραπάνω πλημμέλειες, τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Ε'του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, υπάρχει και όταν η παραβίαση εκείνη λαμβάνει χώρα εκ πλαγίου, γιατί δεν αναφέρονται στην απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν , κατά την κρίση του δικαστηρίου, από την ακροαματική διαδικασία ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, είτε στη ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ της αιτιολογίας και του διατακτικού της αποφάσεως, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νομίμου βάσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την προσβαλλόμενη 55061/6/8/2009 απόφαση του, με την οποία κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη- αναιρεσείουσα για παράβαση του άρθρου 17 παρ. 1 και 8 του Ν. 1337/1983 και της επέβαλε ποινή φυλακίσεως τριών (3 ) μηνών, ανασταλείσα επί τριετία, δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα, κρίση του, μετά από συνεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που κατ' είδος μνημονεύει, όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό προσβαλλόμενης απόφασης, που αλληλοσυμπληρώνονται, ότι η κατηγορουμένη έχει τελέσει την πράξη που της αποδίδει το κατηγορητήριο και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη, διότι αποδείχθηκαν τα κατά τόπο και χρόνο πραγματικά περιστατικά, τα οποία αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας, και ειδικότερα αποδείχθηκε ότι η κατηγορουμένη στις 22/8/2001 με πρόθεση προέβη ,ως ιδιοκτήτρια ( βλ. από 23/8/2001 έκθεση προφορικής μήνυσης ..., αστυνομικού) στην κατασκευή α'ορόφου της στο ... και στην οδό ... οικοδομής, διαστάσεων 9X12X2,5 μ. Η κατάθεση της μάρτυρος υπεράσπισης Ν, μητέρας της κατηγορουμένης, η οποία διατείνεται ότι η ίδια είναι ιδιοκτήτρια του επίδικου αυθαιρέτου, δεν είναι πειστική, διότι δεν συνοδεύεται από σχετικά αδιαμφισβήτητα αποδεικτικά μέσα. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται, ότι η χωρίς ημερομηνία δήλωση Ε9 της Ν στοιχείων ακινήτων που υπάρχουν την 1η Ιανουαρίου 2005 δεν είναι κατατεθειμένη στην αρμόδια ΔΟΥ, ενώ σε κάθε περίπτωση δεν προκύπτει εξ αυτής ότι συμπεριλαμβάνεται και το επίδικο διαμέρισμα του α'ορόφου, εμβαδού 108 τ.μ.(9X18) στην εν λόγω δήλωση. Ομοίως δεν αποδεικνύεται, ότι πρόκειται για το ίδιο ακίνητο με το επίδικο το αναφερόμενο κτήμα, χωρίς οδό και αριθμό, ως ανήκον στην Ν, τόσο στην υπ' αριθμ. 8/30/10/2007 απόφαση Επιτροπής Απαλλοτριώσεων της Νομαρχίας Αθηνών όσο και στα από 30/10/2007 Πρακτικά της 8ης Συνεδρίασης της Επιτροπής Απαλλοτριώσεων της Νομαρχίας Αθηνών. Περαιτέρω πρέπει να αναγνωριστούν στο πρόσωπο της κατηγορουμένης οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2β του ΠΚ, διότι τέλεσε την πράξη της από μη ταπεινά αίτια και συγκεκριμένα προκειμένου να χρησιμοποιήσει το επίδικο αυθαίρετο κτίσμα ως κύρια κατοικία της.
Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της παράβασης του άρθρου 17 παρ. 1 και 8 του Ν.1337/1983 για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, χωρίς να απαιτείται η αναφορά και η αξιολόγηση κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 17 παρ. 1 και 8 του Ν. 1337/1983, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και την οποία ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε, δηλαδή με την παραδοχή ασαφών , ελλείπων ή αντιφατικών αιτιολογιών. Αναλυτικά δε και με πληρότητα εκτίθενται στην απόφαση τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν το δικαστήριο στην καταδικαστική του κρίση, ότι δηλαδή η αναιρεσείουσα προέβη στην ανέγερση του αυθαίρετου κτίσματος. Περαιτέρω, η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αιτιολόγησε ειδικά την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της ότι αυτή δεν ήταν ιδιοκτήτρια του οικοπέδου στο οποίο φέρεται να έχει ανεγερθεί το αυθαίρετο κτίσμα, αλλά η μητέρα της Ν, η οποία και εξετάσθηκε ως μάρτυρας υπεράσπιση της και αποδέχθηκε την πράξη, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, καθόσον ο ισχυρισμός της αυτός δεν είναι στην πραγματικότητα αυτοτελής, υπό την νομική έννοια του όρου, ώστε το δικαστήριο να αιτιολογήσει την απόρριψη του ιδιαιτέρως, αλλά αρνητικός της κατηγορίας ισχυρισμός, απάντηση στον οποίο διαλαμβάνεται και μάλιστα εκτενώς στην κυρία αιτιολογία της αποφάσεως. Εξ άλλου, τόσο στο σκεπτικό όσο και στο διατακτικό της αποφάσεως ως χρόνος τελέσεως της πράξεως από την αναιρεσείουσα φέρεται η 22/8/2001, δηλαδή αυτή καταδικάσθηκε για πράξη η οποία δεν είχε παραγραφεί κατά τον χρόνο εκδικάσεως της εφέσεως της (6/8/2009). Ως εκ τούτου η αιτίαση της ότι η προσβαλλόμενη υπερέβη την εξουσία της με το να παραβιάσει τις διατάξεις περί παραγραφής, καθόσον κατά την ημέρα της δικασίμου είχε συμπληρωθεί ο χρόνος (της οκταετούς) παραγραφής, είναι απορριπτέα, διότι στηρίζεται επί αναληθούς προϋποθέσεως.
Επομένως, οι λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης αποφάσεως( άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ) περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠΔ), και περί υπερβάσεως εξουσίας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της, καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα( άρθρο 583 παρ.1 του ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 15/9/2009 αίτηση της Χ, κατοίκου ..., για αναίρεση της υπ' αριθμ. 55061/6/8/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα εκ διακοσίων είκοσι(220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 16 Απριλίου 2010. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 30 Απριλίου 2010.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή