Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 569 / 2015    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Αποδεικτικά μέσα, Ελαφρυντικές περιστάσεις, Ισχυρισμός αυτοτελής, Αυτοψίας έκθεση, Πραγματογνωμοσύνη, Αναβολής αίτημα, Άμυνα, Πλάνη νομική, Σωματική βλάβη βαριά.




Περίληψη:
Αιτιολογημένη καταδικαστική απόφαση για βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη του κατηγορουμένου, ο οποίος πυροβόλησε τον παθόντα σε συγκεκριμένο νευραλγικό σημείο της δεξιάς χειρός του. Στοιχεία εγκλήματος. Ο άμεσος δόλος ως προς την επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας. Πότε η αυτοψία και η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να μνημονεύονται ως ιδιαίτερα αποδεικτικά μέσα. Ορθώς δεν μνημονεύεται η έκθεση αυτοψίας ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, γιατί διενεργήθηκε κατά το χρόνο της αστυνομικής διερευνήσεως των εγκλημάτων που τελέστηκαν. Δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι έκθεση εργαστηριακής εξετάσεως, που δεν μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, λήφθηκε υπόψη, γιατί όσα έγιναν δεκτά αντλήθηκαν από τα πορίσματα αυτής. Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελούς ισχυρισμού περί άμυνας. Στη σχετική κρίση περιλαμβάνεται και απόρριψη ισχυρισμού περί υπερβάσεως ορίων άμυνας συνεπεία φόβου ή ταραχής. Ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης προβλήθηκε αορίστως και το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει. Αιτιολογημένη απόρριψη αιτημάτων διακοπής δίκης για λόγους ανώτερης βίας που αφορούσαν τον ένα από τους δύο συνηγόρους υπερασπίσεως του κατηγορουμένου και αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις (κλήση μαρτύρων - πραγματογνωμόνων). Αιτιολογημένη απόρριψη αυτοτελών ισχυρισμών για την αναγνώριση των ελαφρυντικών του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. γ και ε ΠΚ. Απόρριψη αιτήσεως.




Αριθμός 569/2015

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Παναγιώτη Ρουμπή Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Βασίλειο Καπελούζο, και Πάνο Πετρόπουλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 29 Απριλίου 2015, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ξένης Δημητρίου - Βασιλοπούλου (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Ι. Σ. του Ε., κατοίκου ..., που παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κίμωνα Ευαγγελάτο, για αναίρεση της υπ’ αριθ. 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αιγαίου.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 16 Δεκεμβρίου 2014 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 142/2015.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 310 του ΠΚ ορίζει ότι: "1. Αν η πράξη του άρθρου 308 είχε ως επακόλουθο τη βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του παθόντος επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. 2. Βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση υπάρχει ιδίως αν η πράξη προξένησε στον παθόντα κίνδυνο ζωής ή βαριά και μακροχρόνια αρρώστια ή σοβαρό ακρωτηριασμό ή αν τον εμπόδισε σημαντικά και για πολύ χρόνο να χρησιμοποιεί το σώμα ή τη διάνοιά του. 3. Αν ο υπαίτιος επιδίωκε το αποτέλεσμα, που προξένησε, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών". Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και προς εκείνη του άρθρου 308 του ίδιου Κώδικα, το οποίο προβλέπει και τιμωρεί την απλή σωματική βλάβη, προκύπτει ότι το έγκλημα της βαριάς σωματικής βλάβης είναι έγκλημα ευθύνης από το αποτέλεσμα και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται α) ο υπαίτιος να προξένησε με πρόθεση σε άλλον σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας του, β) να είχε αυτή ως επακόλουθο βαριά σωματική ή διανοητική πάθηση του άλλου, όπως ενδεικτικώς προσδιορίζεται στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, γ) να υπάρχει αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της απλής σωματικής βλάβης από πρόθεση και της βαριάς που επακολούθησε. Επί πλέον για την κακουργηματική μορφή της βαριάς σωματικής βλάβης απαιτείται ο δράστης να επεδίωκε το επακόλουθο αυτό, δηλαδή να είχε άμεσο δόλο ως προς την επέλευση του βαρύτερου αυτού αποτελέσματος. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ’ αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η τέλεση της πράξεως εν γνώσει ορισμένου περιστατικού ή επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού, επελεύσεως, δηλαδή, ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση). Ο άμεσος, λοιπόν, δόλος ως προς την επέλευση του βαρύτερου αποτελέσματος της προκλήσεως βαριάς σωματικής βλάβης, αφού ενυπάρχει στα στοιχεία πραγματώσεως του εγκλήματος αυτού, δεν έχει ανάγκη ειδικής αιτιολογίας. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα, εντεύθεν και δεν αποτελεί λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Ειδικά η αυτοψία, η οποία διενεργείται κατά το άρθρο 180 του ΚΠοινΔ, με την συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, από ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, αποτελεί ιδιαίτερο και αυτοτελές είδος αποδεικτικού μέσου, διακρινόμενο των εγγράφων, το οποίο, μάλιστα, μνημονεύεται και στη διάταξη του άρθρου 178 του ΚΠοινΔ, πρέπει δε, για τη δημιουργία βεβαιότητας ότι έλαβε και αυτήν υπόψη του το Δικαστήριο, να αναφέρεται ειδικά στην αιτιολογία, μεταξύ των αποδεικτικών μέσων που αξιολογήθηκαν. Διαφορετικά, αν δηλαδή δεν μνημονεύεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, χωρίς να αρκεί η αναφορά στα έγγραφα, και ιδρύεται ο αναφερόμενος λόγος αναιρέσεως. Σε περίπτωση, όμως, που η αυτοψία διενεργήθηκε κατά την αστυνομική προανάκριση και κατά το χρόνο της αστυνομικής διερευνήσεως του εγκλήματος, τότε δεν αποτελεί ξεχωριστό αποδεικτικό στοιχείο, ώστε να απαιτείται η ειδική αναφορά του στο αιτιολογικό της αποφάσεως, για να προκύπτει η διερεύνηση και η αξιολόγησή του. Μεταξύ δε των αποδεικτικών μέσων περιλαμβάνεται, κατά το άρθρο 178 περ. γ’ του ΚΠοινΔ, και η πραγματογνωμοσύνη, η οποία διατάσσεται κατά το άρθρο 183 του ίδιου Κώδικα, υπό προϋποθέσεις, από τον ανακριτικό υπάλληλο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση των διαδίκων ή του εισαγγελέα. Ως ιδιαίτερο δε είδος αποδεικτικού μέσου, η πραγματογνωμοσύνη πρέπει να προκύπτει από την αιτιολογία της αποφάσεως ότι λήφθηκε και αυτή υπόψη, όπως αυτό συμβαίνει όχι μόνο όταν αυτή μνημονεύεται ειδικώς μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, αλλά και όταν προκύπτει αναμφίβολα από τις παραδοχές της αποφάσεως ότι τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης έγιναν δεκτά από το δικαστήριο και, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αντίθετα με αυτές. Διαφορετικά, δεν προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και το ιδιαίτερο αυτό αποδεικτικό μέσο, μη αρκούσης της αναφοράς στα έγγραφα, και ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74/2014 απόφασή του, το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Αιγαίου κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης σε βάρος του Χ. Κ. και οπλοχρησίας, με το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου, και τον καταδίκασε σε συνολική ποινή φυλακίσεως πέντε (5) ετών και πέντε (5) μηνών, μετατραπείσα σε χρηματική. Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Μικτό Ορκωτό Εφετείο, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των μνημονευομένων, κατά το είδος τους, αποδεικτικών μέσων, δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "...αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος Ι. Σ. υπηρετεί στο Σώμα της Ελληνικής Αστυνομίας από τις 16-9-1995 και στις ...2006 υπηρετούσε στο Αστυνομικό Τμήμα ..., διαμένων σε διαμέρισμα κατοικιών στο ... και συγκεκριμένα στο μεσαίο από τα τρία διαμερίσματα του πρώτου ορόφου της οικοδομής, στον οποίο υπάρχουν άλλα δύο διαμερίσματα, στο ένα από τα οποία διέμενε ο μάρτυρας ιδιώτης Ε. Φ. και στο άλλο ο παθών Χ. Κ. του Α., ο οποίος υπηρετούσε, ως υπαξιωματικός της Πολεμικής Αεροπορίας (αρχισμηνίας), στην … Σμηναρχία Μάχης. Στα διαμερίσματα αυτά οδηγεί εξωτερική της οικοδομής σκάλα και στη συνέχεια, εξωτερικός διάδρομος. Ανεβαίνοντας από την εξωτερική αυτή σκάλα, πρώτο είναι το διαμέρισμα του μάρτυρα Φ., στη μέση του κατηγορουμένου και τελευταίο το διαμέρισμα του παθόντα X. Κ.. Ο κατηγορούμενος διατηρούσε στο διαμέρισμά του ένα σκύλο, ράτσας μπουλ - τεργιέ, ιδιοκτησίας του επιχειρηματία Μ. Κ., τον οποίο άφηνε αρκετές ώρες της ημέρας στο μπαλκόνι του διαμερίσματός του, το οποίο βρίσκεται στην αντίθετη από τον εξωτερικό διάδρομο της οικοδομής πλευρά και δίπλα στα μπαλκόνια των λοιπών διαμερισμάτων. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι, περί τις αρχές Σεπτέμβριου 2006, παρατήρησε ότι ο σκύλος του ήταν νευρικός και έβρισκε στο μπαλκόνι του διάφορα αντικείμενα (μπουκάλια, πέτρες, νερά) συμπεραίνοντας ότι κάποιος από τους δύο ενοίκους των άλλων διαμερισμάτων (Εμ. Φ. ή Χ. Κ.), ενοχλούσε τον σκύλο του, στους οποίους και απευθύνθηκε χωρίς όμως οι τελευταίοι να του αναφέρουν ο,τιδήποτε σχετικό. Ωστόσο στις 25-9-2006 ο Εμ. Φ.ς του ανέφερε ότι είδε τον X. Κ. να χτυπά τον σκύλο από τη βεράντα του διαμερίσματός του, ενώ μετά παρέλευση τριών ημερών ο ίδιος ο κατηγορούμενος κατέλαβε τον X. Κ. να ρίχνει νερό στο σκύλο με ένα κουβά και, στις 13-10-2006, να τον χτυπά με ένα ξύλο, οπότε δημιουργήθηκε μεταξύ του κατηγορουμένου και του X. Κ. φραστικό επεισόδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου αντήλλαξαν εξυβριστικές φράσεις. Στις ...2006 και περί ώρα 07:15’ , ο X. Κ. επέστρεφε από την υπηρεσία του (και γι’ αυτό φορούσε φόρμα παραλλαγής), κρατώντας στο ένα χέρι το φορητό υπολογιστή του και στο άλλο τα κλειδιά του. Όταν ανέβηκε από την εξωτερική σκάλα στον ως άνω εξωτερικό διάδρομο, που οδηγεί στο διαμέρισμά του, συναντήθηκε με τον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε βγάλει το σκύλο βόλτα. Τότε ο κατηγορούμενος, αφού έβαλε το σκύλο στο διαμέρισμά του, απευθύνθηκε στον X. Κ. παρατηρώντας τον, με έντονο ύφος, για τη συμπεριφορά του προς το σκύλο, με αποτέλεσμα να προκληθεί νέα λογομαχία η οποία εξετράπη σε επεισόδιο και μεταξύ τους συμπλοκή, κατά τη διάρκεια της οποίας ο κατηγορούμενος επιτέθηκε στον X. Κ. με τα χέρια και το κεφάλι του, χτυπώντας τον στο πρόσωπο, στην περιοχή της μύτης, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει απαρεκτόπιστο κάταγμα ρινικών οστών, εκχυμωτικό μώλωπα κάτωθεν αμφοτέρων των οφθαλμών και εκδορές στην αριστερή μετωποκροταφική χώρα (...), ενώ ο X. Κ., λόγω των χτυπημάτων που δέχθηκε από τον κατηγορούμενο, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από τη σκάλα στον ισόγειο προαύλιο χώρο της οικοδομής, μαζί με τον υπολογιστή που κρατούσε. Κατόπιν, σηκώθηκε ζαλισμένος και αιμορραγών, συνεπεία των παραπάνω τραυμάτων του, χωρίς δε να πάρει τον υπολογιστή του, ανέβηκε τη σκάλα, προκειμένου να κατευθυνθεί προς το διαμέρισμά του. Περνώντας μπροστά από την πόρτα εισόδου του διαμερίσματος του κατηγορουμένου, διαπίστωσε ότι αυτή ήταν μισάνοικτη (όπως άλλωστε καταθέτει και ο ίδιος ο κατηγορούμενος) και ο σκύλος ήταν λυτός και, μάλιστα, του επιτέθηκε, δαγκώνοντας το παντελόνι της φόρμας του, καθηλώνοντάς τον έξω από το διαμέρισμα. Ο X. Κ. αντιδρώντας στην επίθεση του σκύλου προσπάθησε να αποσπάσει από το πόδι του τον σκύλο και να τον απομακρύνει σκύβοντας προς το μέρος του. Τότε ο κατηγορούμενος, που είχε πλήρη εικόνα από την ανοικτή πόρτα του διαμερίσματός του πήρε το υπηρεσιακό του περίστροφο (ημιαυτόματο πιστόλι), μάρκας GLOCK, mod G19, διαμετρήματος (c.al) 9mm, το οποίο ήταν πλήρες φυσιγγίων και έτοιμο για βολές, και πυροβόλησε από πολύ κοντινή απόσταση η οποία δεν προσδιορίστηκε επακριβώς (σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση "δεν είναι δυνατός ο υπολογισμός αποστάσεως και κατεύθυνσης της βολής λόγω των ιατρικών χειρισμών που έχουν μεσολαβήσει", κατά τον παθόντα η απόσταση είναι περίπου τρία μέτρα, κατά τον κατηγορούμενο η απόσταση είναι 60 εκατοστά, ενώ κατά τους μάρτυρες υπεράσπισης Γ. Ρ. και Κ. η απόσταση είναι 90 εκατοστά και 45 εκατοστά, αντίστοιχα). Η βολίδα που έπληξε το δεξιό χέρι του παθόντος είχε κατεύθυνση από αριστερά προς τα δεξιά, όπως προκύπτει από την 3022/12/752-γ/12-2-2007 έκθεση εργαστηριακής εξέτασης των πειστηρίων (ενδυμάτων που έφερε ο X. Κ. την στιγμή του τραυματισμού του) της ΔΕΕ, η δε είσοδος του βλήματος, όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση, ήταν στο εμπρόσθιο μέρος, στο δεξιό στήθος του μπουφάν του παθόντος κι αφού διαπέρασε το αναδιπλωμένο ύφασμα σε τρία ακόμη σημεία στο δεξιό μέρος του στήθους, στο σημείο της ένωσης με το μανίκι, εισήλθε στο εμπρόσθιο μέρος του δεξιού μανικιού του σακακιού της φόρμας παραλλαγής, συνέχισε στο εμπρόσθιο τμήμα του μανικιού της κοντομάνικης μπλούζας παραλλαγής και αφού διέσχισε το βραχίονα του τραυματισθέντος, προσκολλήθηκε στο οπίσθιο μέρος του μανικιού της μπλούζας αυτής και τρύπησε και το πίσω μέρος του μανικιού της φόρμας παραλλαγής (...). Ο πυροβολισμός από κοντινή απόσταση στο δεξιό βραχίονα του παθόντα X. Κ. είχε ως αποτέλεσμα να προκληθεί στον τελευταίο διαμπερές τραύμα στο δεξιό βραχιόνιο και εξ αυτού επιπλεγμένο συντριπτικό κάταγμα διάφυσης (ΔΕ) βραχιονίου οστού με συνοδό πάρεση του κερκιδικού νεύρου. Αμέσως μετά τον πυροβολισμό που δέχθηκε ο παθών έπεσε στα γόνατα, καλώντας σε βοήθεια και, κατόπιν, έπεσε ανάσκελα, ημιλιπόθυμος. Στο μεταξύ, βγήκε από το διαμέρισμά του ο μάρτυρας Ε. Φ., ο οποίος κατέθεσε ότι όταν βρισκόταν στο διαμέρισμά του άκουσε συνομιλίες, προερχόμενες από το διαμέρισμα του κατ/νου και, κάποια στιγμή, άκουσε τον κατηγορούμενο να φωνάζει δύο φορές "άσε το λοστό" και, κατόπιν, άκουσε τον πυροβολισμό. Επίσης, κατέθεσε ότι βγαίνοντας από το διαμέρισμά του στον εξωτερικό διάδρομο είδε ένα αντικείμενο να πέφτει κάτω, υπονοώντας ότι είδε το μπουλονόκλειδο, με το οποίο, κατά τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου, ο X. Κ. έπληξε τον κατ/νο, και, επίσης, είδε τον παθόντα να είναι πεσμένος στα γόνατα. Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι ο παθών X. Κ. έπληξε τον κατ/νο με το μεταλλικό εργαλείο σύσφιξης μπουλονιών τροχών αυτοκινήτου (μπουλονόκλειδο) που βρέθηκε στον προαύλιο χώρο της οικοδομής (το οποίο μάλιστα ο ίδιος ο κατηγορούμενος περιμάζεψε ...) καθόσον αν τον είχε πλήξει με το μπουλονόκλειδο (και μάλιστα δύο φορές όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος) θα του είχε επιφέρει σοβαρότατο τραυματισμό και, ίσως, και το θάνατό του και όχι εκχύμωση - εκδορά (ΑΡ) μετωπιαίας χώρας και επιφανειακό τραύμα (ΔΕ) πρόσθιας μετωπιαίας χώρας, όπως διαπιστώθηκε από την εξέτασή του στο εξωτερικό ιατρείο του Κέντρου Υγείας ... (...), αναφέροντας ξυλοδαρμό, κάκωση κρανίου από μεταλλικό αντικείμενο, κεφαλαλγία, ζάλη και τάση για έμετο, ήτοι όλως ελαφρές σωματικές κακώσεις, οι οποίες προκλήθηκαν από τη συμπλοκή του κατηγορουμένου με τον X. Κ., όταν ο πρώτος κατάφερε χτυπήματα στο πρόσωπο του δεύτερου με το κεφάλι του, όπως προαναφέρθηκε, τα οποία τραύματα συμφωνούν και με τη διαπίστωση του μάρτυρα Φ. ότι ο κατηγορούμενος "είχε ένα χτύπημα στο μέτωπο και έτρεχε αίμα". Επιπλέον, σύμφωνα με την από ….2006 ιατρική γνωμάτευση του Γ.Ν.-Κ.Υ. Νάξου ο κατηγορούμενος μεταφέρθηκε από το Κ.Υ. ... και εισήχθη στο Ορθοπεδικό τμήμα του Νοσοκομείου μετά από αναφερόμενο ξυλοδαρμό με βαρύ μεταλλικό αντικείμενο, μετά δε τον κλινικό και εργαστηριακό έλεγχο παρουσιάζει κάκωση μοίρας σπονδυλικής στήλης με ευθιασμό και μυϊκή θλάση, κάκωση μετωπιαίας χώρας με εκδορές και μώλωπες με κεφαλαλγία, κάκωση δεξιού ημιθωρακίου με θλάση μείζονος θωρακικού μυός, λόγω των οποίων παρουσιάζει αύξηση ενζύμων στο αίμα και χρήζει παραμονής στο Νοσοκομείο για 10 ημέρες για παρακολούθηση των άνω συμπτωμάτων, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά σε σωματική κάκωση που προκλήθηκε από βαρύ μεταλλικό αντικείμενο, ενώ από τον συνδυασμό των πορισμάτων αμφοτέρων των ιατρικών γνωματεύσεων καθίσταται σαφές ότι εάν ο κατηγορούμενος είχε πράγματι δεχθεί δύο διαδοχικά χτυπήματα στο κεφάλι από βαρύ μεταλλικό αντικείμενο, όπως το μπουλονόκλειδο και από χειροδύναμο άνδρα όπως ήταν ο παθών ασφαλώς και οι προκληθείσες σε αυτόν σωματικές κακώσεις θα ήταν βαρύτατες και δεν θα περιορίζονταν στις αναφερόμενες στις ως άνω ιατρικές γνωματεύσεις (εκχύμωση, εκδορά, επιφανειακό τραύμα, κάκωση μετωπιαίας χώρας με εκδορές και μώλωπες, κάκωση δεξιού ημιθωρακίου). Η ανωτέρω εκτίμηση ενισχύεται και από την από ...2006 ένορκη κατάθεση της μάρτυρος Α. Δ., που κατοικεί πλησίον του συγκροτήματος κατοικιών που έλαβε χώρα το περιστατικό στην οποία αναφέρει ότι άκουσε κάποια ανδρική φωνή να φωνάζει "βοήθεια άνθρωποι με πυροβόλησε" και ότι αμέσως βγήκε από την οικία της και είδε το Γ. τον αστυνομικό να είναι στην αυλή του συγκροτήματος των κατοικιών με σκισμένο πουκάμισο γεμάτο αίματα φέροντας στο μέτωπο λίγο αίμα και φώναζε "να τα βάλει με μένα εγώ είμαι ο αστραπόγιαννος" και ήταν σε έξαλλη κατάσταση. Η ανωτέρω κατάθεση ανατρέπει και τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ότι "κούτσαινε" από ενεργοποίηση παλαιού τραύματος του ποδιού του, προκληθείσα δήθεν από κτύπημα του παθόντος. Εξάλλου, από την ...2006 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της ΔΕΕ, προκύπτει ότι δεν βρέθηκαν αποτυπώματα του παθόντος επί του μπουλονόκλειδου, αλλά καστανέρυθρες κηλίδες, οι οποίες αποτελούν βιολογικό υλικό του παθόντος, γεγονός που συνηγορεί στη θέση του παθόντος ότι ο κατ/νος, μετά τον πυροβολισμό, προσπάθησε να του βάλει το μπουλονόκλειδο στο χέρι, ώστε να ενοχοποιήσει τον παθόντα ότι τον χτύπησε με αυτό. Περαιτέρω, πρέπει να αναφερθεί ότι, ενώ ο ως άνω μάρτυρας Φ. καταθέτει ότι, όταν βγήκε από το διαμέρισμά του, είδε ένα αντικείμενο να πέφτει κάτω (χωρίς να προσδιορίζει ότι αυτό ήταν μπουλονόκλειδο) και τον παθόντα να είναι στα γόνατα, αντιφατικά ο μάρτυρας Π. B. κατέθεσε ότι ο παθών, μετά τον πυροβολισμό, βρισκόταν στη βεράντα, έκανε βήματα προς τα πίσω και (όρθιος) πέταξε ένα γυαλιστερό σίδερο. Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι βρέθηκε ένα μπουλονόκλειδο μέσα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του παθόντος (το οποίο ήταν σταθμευμένο σε απόσταση 10-15 περίπου μ. από το σημείο που έπεσε ο παθών), και, επομένως δεν μπορεί το ανευρεθέν μπουλονόκλειδο να ήταν του παθόντος. Άλλωστε, λόγω βλάβης της πόρτας του πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του, αυτή ήταν δεμένη με σχοινί και δεν βρέθηκε ανοιχτή. Για να πάρει δε κάποιο εργαλείο από το πορτ μπαγκάζ ο παθών, θα έπρεπε να σηκώσει τα πίσω καθίσματα του αυτοκινήτου του, πράγμα που θεωρείται απίθανο να έπραξε, καθόσον είχε πέσει από τη σκάλα (από τον α’ όροφο στο ισόγειο), αφού είχε χτυπηθεί από τον κατ/νο στο πρόσωπο και αιμορραγούσε. Μάλιστα, δεν βρέθηκαν αίματα μέσα στο αυτοκίνητο ή στο πορτ μπαγκάζ, ούτε στη διαδρομή από το σημείο που έπεσε ο Κ. μέχρι το σταθμευμένο αυτοκίνητό του (απόσταση περίπου 15 μέτρων). Επίσης, δεν βρέθηκαν αίματα μέσα στο διαμέρισμα του κατ/νου, αλλά μόνο στον εξωτερικό διάδρομο, στο δάπεδο της κεντρικής εισόδου και στη βεράντα, γεγονός που μαρτυρά ότι ο παθών δεν εισήλθε στο διαμέρισμα του κατ/νου και δεν τον έπληξε με οποιοδήποτε αντικείμενο και δη λοστό, όπως διατείνεται ο κατ/νος, ισχυρισμό τον οποίο προσπαθεί να επιστηρίξει ο Εμ. Φ.. Εξάλλου η εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο παθών πυροβολήθηκε από τον κατηγορούμενο ενώ βρισκόταν στον κοινόχρηστο διάδρομο και κοντά στην εξωτερική πόρτα του διαμερίσματος του κατηγορουμένου, από τον τελευταίο, ο οποίος στεκόταν στην είσοδο αυτού, επιρρωνύεται τόσο από το γεγονός ότι ο παθών βρέθηκε ξαπλωμένος ανάσκελα στο αριστερό μέρος της κεντρικής εισόδου του ανωτέρω διαμερίσματος και σε απόσταση 1.70 μέτρων από το δικό του, όσο και από το ότι ο κάλυκας βρέθηκε 30 εκατοστά μέσα από την είσοδο. Ενόψει των προεκτεθέντων, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι ο παθών εισήλθε στο διαμέρισμά του κρατώντας το μπουλονόκλειδο με το οποίο τον έπληξε στο κεφάλι δύο φορές και ετοιμαζόταν να τον ξαναχτυπήσει και ότι ο ίδιος βρισκόταν σε άμυνα όταν πυροβόλησε είναι αβάσιμος κι απορριπτέος.... Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι μετά τον προαναφερόμενο τραυματισμό του ο X. Κ. διακομίστηκε αρχικά στο κέντρο Υγείας ... και στη συνέχεια στο 251 Γενικό Νοσοκομείο Αεροπορίας (Γ.Π.Α.) όπου υποβλήθηκε αυθημερόν(...2006) σε έκτακτη χειρουργική επέμβαση κατά τη διάρκεια της οποίας έγινε σταθεροποίηση του κατάγματος του δεξιού βραχιονίου με σύστημα εξωτερικής οστεοσύνθεσης, η άμεση μετεγχειρητική πορεία ήταν ομαλή, χωρίς να καθορίζεται ο τελικός χρόνος αποθεραπείας και ο βαθμός τελικής λειτουργικότητας του ΔΕ άνω άκρου και δεν δύναται να αποκλεισθεί η πιθανότητα πολλαπλών επανορθωτικών επεμβάσεων στο μέλλον (...). Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος πυροβόλησε με το υπηρεσιακό του περίστροφο (ημιαυτόματο όπλο) εναντίον του παθόντα X. Κ. επιδιώκοντας την πρόκληση βαριάς σωματικής πάθησης αυτού δοθέντος ότι η σφαίρα κατευθύνθηκε στο ιδιαιτέρως ευαίσθητο τμήμα του δεξιού βραχιονίου, ενώ η πράξη του αυτή εμπόδισε σημαντικά τον παθόντα για αρκετό χρονικό διάστημα να χρησιμοποιεί το σώμα του και συγκεκριμένα το δεξιό του χέρι, αφού σύμφωνα με τις ιατροδικαστικές εκθέσεις αυτός υπέστη επιπλεγμένο συντριπτικό κάταγμα διάφυσης (ΔΕ) βραχιονίου οστού με συνοδό πάρεση του κερκιδικού νεύρου, που αντιμετωπίστηκε χειρουργικά με τοποθέτηση εξωτερικής οστεοσύνθεσης και δεν είναι δυνατό να καθοριστεί ο τελικός χρόνος αποθεραπείας και ο βαθμός τελικής λειτουργικότητα του (ΔΕ) άνω άκρου, συνεπεία της βαρύτητας της κάκωσης και δεν δύναται να αποκλεισθεί η πιθανότητα πολλαπλών επανορθωτικών επεμβάσεων, όπως προαναφέρθηκε. Επιπροσθέτως το στοιχείο του άμεσου δόλου του κατηγορουμένου για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης συνάγεται από το ότι ο πυροβολισμός κατευθύνθηκε σε συγκεκριμένο νευραλγικό σημείο της δεξιάς χειρός του παθόντος, λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με την ...2006 ιατροδικαστική έκθεση της Ι.Υ.Α., η πύλη εισόδου του διαμπερούς τραύματος που έφερε ο παθών βρίσκεται στην πρόσθια άνω επιφάνεια και η πύλη εξόδου στην οπίσθια κάτω επιφάνεια, ήτοι ο πυροβολισμός ερρίφθη σε χρόνο που το δεξιό χέρι του X. Κ. δεν ήταν τεταμένο ούτε υψωμένο αλλά κατεβασμένο, καθώς βρισκόταν σκυμμένος, προσπαθώντας να απεμπλακεί από τον εξαγριωμένο σκύλο του κατηγορουμένου που του είχε δαγκώσει το δεξιό μέρος του παντελονιού της φόρμας του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος, ακριβώς λόγω της ιδιότητάς του ως αστυνομικού και της σχετικής εκπαιδεύσεως που είχε λάβει, βαθμολογηθείς μάλιστα για την επίδοσή του με "λίαν καλώς" ασφαλώς γνώριζε τα ευαίσθητα σημεία του ανθρώπινου οργανισμού και τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει τυχόν πυροβολισμός σ’ αυτά και δη στα άνω άκρα, με λογικό επακόλουθο να συνάγεται ότι η κατεύθυνση του βλήματος στο συγκεκριμένο τρωθέν σημείο της δεξιάς χειρός του παθόντος, ήταν απότοκος της επιδιώξεώς του. Κατ’ ακολουθία όλων των ανωτέρω πρέπει ο κατηγορούμενος να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, ..., και της οπλοχρησίας, καθόσον αποδείχθηκε ότι χρησιμοποίησε το παραπάνω όπλο και διέπραξε την πράξη της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, η οποία διώκεται σε βαθμό κακουργήματος και για την οποία κηρύχθηκε ήδη ένοχος, κατά τα ειδικά διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της απόφασης".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των άνω εγκλημάτων της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης και της οπλοχρησίας, για τα οποία καταδικάσθηκε ο αναιρεσείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 310 παρ. 3 σε συνδυασμό με 308 παρ. 1α και 310 παρ. 1, 2 του ΠΚ και 1 παρ. 1α, 4β, 14 και 16 του ν. 2168/1993. Οι μερικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Η από 15.10.2006 έκθεση αυτοψίας, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο με αύξ. αριθ. 6, δεν ήταν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, αναγκαίο να μνημονεύεται ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, καθόσον, όπως από την επιτρεπτή επισκόπηση αυτής προκύπτει, η αυτοψία διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια της αστυνομικής προανακρίσεως και κατά τον χρόνο της αστυνομικής διερευνήσεως των ενδίκων εγκλημάτων, χωρίς να έχει διαταχθεί από το δικαστήριο. β) Η υπ` αριθ. πρωτ. ...2006 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο με αύξ. αριθ. .., πράγματι δεν μνημονεύεται, ως ιδιαίτερο αποδεικτικό μέσο, στο προοίμιο ή σε άλλο σημείο του σκεπτικού της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Όσα, όμως, βεβαιώνονται σ` αυτήν ως προς το όπλο που χρησιμοποίησε ο κατηγορούμενος έγιναν δεκτά, αντληθέντα από τα πορίσματα της εκθέσεως αυτής, έτσι ώστε δεν καταλείπεται αμφιβολία ότι αυτή λήφθηκε υπόψη και συνεκτιμήθηκε από το Δικαστήριο. γ) Στον πίνακα των εγγράφων που αναγνώσθηκαν, δεν υπάρχει έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης με αριθ. πρωτ. ...2006. Και δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει, γιατί οι ένδικες πράξεις τελέσθηκαν 9 μήνες αργότερα (στις ...2006). Αναγνώσθηκε, όμως, η έκθεση με αριθ. πρωτ. ...2006 (με αύξ. αριθ…), η οποία μνημονεύεται στο σκεπτικό της αποφάσεως (σελ. ..), δεν ήταν δε αναγκαίο να αναφέρεται και στο προοίμιο αυτού. δ) Αιτιολογείται πλήρως και ο σκοπός του δράστη να προκαλέσει στον παθόντα βαριά σωματική βλάβη με την παραδοχή ότι ο πυροβολισμός κατευθύνθηκε σε συγκεκριμένο νευραλγικό σημείο της δεξιάς χειρός του παθόντος και ότι γνώριζε αυτός τα ευαίσθητα σημεία του ανθρώπινου οργανισμού και τις συνέπειες που μπορεί να επιφέρει τυχόν πυροβολισμός στα άνω άκρα, από το οποίο γεγονός συνάγεται ότι η κατεύθυνση του βλήματος στο συγκεκριμένο τρωθέν σημείο της δεξιάς χειρός του παθόντος ήταν απότοκος της επιδιώξεώς του. ε) Το Δικαστήριο δεν είχε υποχρέωση να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζει ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως, το ότι δε εξαίρονται ορισμένα από αυτά, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το σημείο με το οποίο πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ουσία της κατηγορίας, είναι αβάσιμος. Η, εμπεριεχόμενη στο λόγο αυτό, αιτίαση περί εσφαλμένης εκτιμήσεως αποδεικτικών μέσων (μαρτυρικών καταθέσεων) είναι απαράδεκτη, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττει την, αναιρετικώς ανέλεγκτη, περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.
Kατά το άρθρο 22 του ΠΚ: "1. Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας. 2. Άμυνα είναι η αναγκαία προβολή του επιτιθέμενου στην οποία προβαίνει το άτομο, για να υπερασπισθεί τον εαυτό του ή άλλον από άδικη και παρούσα επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. 3. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από το βάθρο επικινδυνότητας της επίθεσης, από το είδος της βλάβης που αποτελούσε, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις λοιπές περιστάσεις". Κατά δε το άρθρο 23 του ΠΚ: "Όποιος υπερβαίνει τα όρια της άμυνας τιμωρείται, αν η υπέρβαση έγινε από πρόθεση με ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83), και αν έγινε από αμέλεια, σύμφωνα με τις διατάξεις τις σχετικές με αυτήν. Μένει ατιμώρητος και δεν του καταλογίζεται η υπέρβαση, αν ενήργησε μ` αυτόν τον τρόπο εξ αιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση". Κατά την έννοια των άνω διατάξεων, άμυνα υφίσταται όταν συντρέχει άδικη επίθεση, ήτοι θετική πράξη εμβάλλουσα σε κίνδυνο έννομο αγαθό ορισμένου προσώπου και αντιφάσκουσα αντικειμενικώς προς το δίκαιο, εφ` όσον είναι παρούσα, όταν δηλαδή ο εκ της επιθετικής ενεργείας κίνδυνος του εννόμου αγαθού άρχισε και δεν έληξε ακόμη ή όταν δεν άρχισε μεν επίκειται όμως αμέσως που συμβαίνει στην περίπτωση που δικαιολογημένα μπορεί κάποιος να φοβείται άμεση έναρξη της επιθετικής ενεργείας. Συντρεχόντων δε των ανωτέρω όρων της καταστάσεως αμύνης, ο υφιστάμενος την επίθεση ή οποιοσδήποτε τρίτος δικαιούται προς απόκρουση αυτής να προσβάλει οποιοδήποτε αγαθό του επιτιθεμένου, όπως την προσωπική ελευθερία, την ιδιοκτησία ή ακόμα και την ζωή του, αρκεί μόνον κατά την εν λόγω απόκρουση της επιθέσεως να μην υπερβεί τα υπό του νόμου και ειδικότερα τα υπό της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 22 οριζόμενα όρια. Υπέρβαση δε άμυνας, η οποία έχει τις παραπάνω έννομες συνέπειες, είναι εκείνη που εξέρχεται από τα όρια και υπερβαίνει το αναγκαίο στην ειδική περίπτωση μέτρο προσβολής των δικαιωμάτων του επιτιθεμένου. Το ζήτημα αν συντρέχει περίπτωση υπερβάσεως των ορίων της άμυνας είναι πραγματικό και ποιο είναι το αναγκαίο μέτρο κρίνεται αντικειμενικά, όχι μόνο από τα τρία πρώτα πιο πάνω στοιχεία που ενδεικτικώς αναφέρει η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 3 του ΠΚ, αλλά, όπως στη συνέχεια η ίδια διάταξη αναφέρει, και από τις λοιπές περιστάσεις. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 31 του ΠΚ, "η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι νομική πλάνη υπάρχει όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τι πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ’ αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως ότι δικαιούται να προβεί σε αυτήν και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου και υπό τα ειδικώς αναφερόμενα περιστατικά συντρέχει περίπτωση που αποκλείει το αξιόποινο. Επιβάλλεται, όμως, να είναι συγγνωστή η πλάνη για μη καταλογισμό του αξιόποινου, με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλε ο αυτουργός κάτω από τις in concreto συνθήκες και περιστάσεις που βρισκόταν, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων και των προσπαθειών ακόμη που έκαμε για να ενημερωθεί περί του πράγματος από άλλους ειδήμονες, δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο της πράξεως (ΟλΑΠ 1179/1986).
Εξάλλου, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής. Αν δε το Δικαστήριο παραλείψει να αποφανθεί, δημιουργείται έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, η οποία επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύει και τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Πρέπει, όμως, οι αυτοτελείς ισχυρισμοί να προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιοι ισχυρισμοί είναι και οι από τα άρθρα 22, 23 εδ. β και 31 παρ. 2 του ΠΚ, ότι, δηλαδή, ο δράστης, κατά την τέλεση της πράξεως, βρισκόταν σε νόμιμη άμυνα ή ότι υπερέβη τα όρια της άμυνας εξαιτίας του φόβου ή της ταραχής που του προκάλεσε η επίθεση του παθόντος ή ότι τέλεσε την πράξη ευρισκόμενος σε συγγνωστή νομική πλάνη, αφού η παραδοχή τους οδηγεί στον αποκλεισμό του αδίκου ή στον μη καταλογισμό της πράξεως στο δράστη και, κατά συνέπεια, στην απαλλαγή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο συνήγορος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρόβαλε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς ότι ο αναιρεσείων: α) Έπληξε τον παθόντα στο οπλισμένο με σιδερένιο αντικείμενο χέρι του, προσπαθώντας να αποκρούσει την άδικη επίθεση αυτού εναντίον του, β) ήταν σε φόβο, ταραχή και αγωνία από τα κτυπήματα που είχε ήδη δεχθεί στο κεφάλι από τον παθόντα και τυχόν υπέρβαση των ορίων άμυνας πρέπει να μείνει ατιμώρητη και γ) πίστευε, έστω από πλάνη, ότι είχε δικαίωμα να ενεργήσει όπως ενέργησε, και μάλιστα υπό το κράτος ισχυρών πόνων στο μέτωπο και ζάλης, η δε πλάνη του αυτή ήταν συγγνωστή. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό περί άμυνας με τις παραδοχές, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, κατά τα προεκτεθέντα, ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο παθών κρατούσε στα χέρια του ένα μπουλουνόκλειδο και ότι με αυτό έπληξε τον κατηγορούμενο στο κεφάλι δύο φορές και ετοιμαζόταν να τον ξανακτυπήσει και ότι ο τελευταίος βρισκόταν σε άμυνα όταν πυροβόλησε. Εξηγεί δε, με εμπεριστατωμένη αιτιολογία, γιατί δεν πείσθηκε ότι ο παθών κρατούσε το μπουλουνόκλειδο. Στην κρίση δε αυτή εμπεριέχεται και απόρριψη του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος περί υπερβάσεως των ορίων της άμυνας συνεπεία φόβου και ταραχής, καθόσον, όταν δεν υπάρχει άμυνα, δεν μπορεί να γίνει λόγος για υπέρβαση των ορίων αυτής. Ο δε ισχυρισμός περί συγγνωστής νομικής πλάνης, όπως προβλήθηκε, ήταν αόριστος, αφού ο αναιρεσείων δεν ανέφερε τις ειδικές περιστάσεις και τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία του δημιούργησαν την πεπλανημένη εντύπωση ότι είχε δικαίωμα να τελέσει τις πράξεις, με ειδική αναφορά ότι, υπό τις συνθήκες που ενήργησε, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του ικανοτήτων, η πλάνη του ήταν συγγνωστή γιατί δεν μπορούσε να διαγνώσει το άδικο των πράξεών του. Το Δικαστήριο, λοιπόν, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν ήταν υποχρεωμένο να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απορριπτική του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού κρίση του. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το σημείο με το οποίο πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού περί άμυνας, καθώς και ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β και Δ του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Δικαστήριο απέρριψε σιγή, άλλως με ανεπαρκή αιτιολογία τους αυτοτελείς ισχυρισμούς του περί υπερβάσεως των ορίων της άμυνας συνεπεία φόβου και ταραχής και περί συγγνωστής νομικής πλάνης, είναι αβάσιμοι.
Το άρθρο 349 του ΚΠοινΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ορίζει ότι: "1. Το δικαστήριο, μετά από πρόταση του εισαγγελέα ή και αυτεπαγγέλτως, μπορεί να διατάξει μόνο μία φορά την αναβολή της δίκης για λόγους ανώτερης βίας, με αίτημα δε κάποιου από τους διαδίκους, μία μόνο φορά, για σοβαρούς λόγους υγείας ή λόγους ανώτερης βίας. 2. Η αναβολή που χορηγείται με αίτημα διαδίκου, για λόγο που αφορά αυτόν ή το συνήγορο του, δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες και διατάσσεται μόνο για σοβαρούς λόγους υγείας, οι οποίοι αποδεικνύονται με έγγραφο νοσηλευτικού ιδρύματος, ή λόγους ανώτερης βίας. Οι λόγοι αυτοί προσδιορίζονται στην απόφαση, η οποία πρέπει να είναι ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένη. 3.Το δικαστήριο πριν διατάξει την αναβολή υποχρεούται να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής της δίκης για δεκαπέντε το πολύ ημέρες, αιτιολογώντας συνοπτικά ότι δεν μπορεί ο λόγος αναβολής να αντιμετωπισθεί με διακοπή ...". Σύμφωνα δε με τα άρθρα 352 και 353 ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής ή διακοπής της δίκης λόγους ανώτερης βίας ή περί αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο συνήγορος του κατηγορουμένου - αναιρεσείοντος Ελευθέριος Κίκιλης, μετά την έναρξη της συνεδριάσεως κατά τη δικάσιμο της ...2014, ζήτησε τη διακοπή της δίκης για την επόμενη ημέρα, για να προσέλθει ο συνήγορος του κατηγορουμένου Διονύσιος Βέρρας, ο οποίος είχε μελετήσει τη δικογραφία και είχε στα χέρια του τα σχετικά έγγραφα, αλλά την ημέρα εκείνη υπερασπιζόταν άλλο εντολέα του, προσωρινά κρατούμενο, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Ανατολικής Κρήτης. Τα αυτά δήλωσε και ο ίδιος ο κατηγορούμενος. Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο απέρριψε το αίτημα αυτό με την αιτιολογία ότι: "...Στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα του κατηγορουμένου, που υποβλήθηκε δια του συνηγόρου του Ελευθερίου Κίκιλη, περί διακοπής της δίκης για να προσέλθει στη δίκη ο έτερος συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορουμένου Διονύσιος Βέρας πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι η κρινόμενη υπόθεση έχει ήδη αναβληθεί (στις ... 2013) μία φορά για τη σημερινή δικάσιμο, μετά από σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου λόγω κωλύματος στο πρόσωπο του συνηγόρου του Διονυσίου Βέρα, ο οποίος υπερασπιζόταν άλλους εντολείς του ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Ανατολικής Κρήτης, ο λόγος που επικαλείται ο κατηγορούμενος για διακοπή της δίκης (υπεράσπιση άλλου κατηγορουμένου στο τριμελές Εφετείο Ανατολικής Κρήτης από τον συνήγορο υπεράσπισης Δ. Βέρα) δεν συνιστά σημαντικό αίτιο κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, ενώ ο κατηγορούμενος εκπροσωπείται και από τον συνήγορό του Ελευθέριο Κίκιλη, ο οποίος από την Πέμπτη που του ανατέθηκε η υπόθεση (όπως ο ίδιος δήλωσε) μέχρι σήμερα είχε στη διάθεσή του πέντε ημέρες για να προετοιμαστεί και να μελετήσει τη δικογραφία προκειμένου να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο στη σημερινή δίκη". Η αιτιολογία αυτή, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για διακοπή της δίκης, είναι επαρκής, αφού εκτίθενται οι λόγοι, για τους οποίους το Δικαστήριο δεν θεώρησε την απουσία του ως άνω δικηγόρου (ο οποίος, πάντως, προσήλθε αυθημερόν μετά το πέρας της εξετάσεως των μαρτύρων υπερασπίσεως) λόγο ανώτερης βίας, για τον οποίο έπρεπε να διακοπεί η δίκη. Ούτε, από την απόρριψη του αιτήματος αυτού, προσβλήθηκε το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη, το οποίο προστατεύεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι είχε ορίσει, ως συνήγορό του, και τον υποβαλόντα το αίτημα Ε. Κίκιλη, είχε, δηλαδή, δικηγόρο της επιλογής του. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, πρώτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ως άνω αιτήματος και για προσβολή του δικαιώματος του αναιρεσείοντος για δίκαιη δίκη, είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, μετά την εξέταση των μαρτύρων υπερασπίσεως, ο συνήγορος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Διον. Βέρρας, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, είχε εν τω μεταξύ προσέλθει, ζήτησε την αναβολή ή διακοπή τις δίκης για κρείσσονες αποδείξεις "για να προσέλθει και να καταθέσει ο ιατροδικαστής Ν. Κ., γιατί υπάρχουν ασάφειες και σημεία, τα οποία χρήζουν διευκρινίσεως, π.χ. η μορφή των τραυμάτων, διότι έτσι θα φωτίσει τη διαδικασία". Μετά δε την απολογία του κατηγορουμένου, ζήτησε "να κλητευθεί ο συντάξας την έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης Μ. Κ. Υπαστυνόμος Α’ - Βιολόγος, για να δώσει διευκρινίσεις". Τα αιτήματα αυτά, όπως υποβλήθηκαν, ήταν αόριστα, καθόσον δεν διευκρινιζόταν επί ποίων ακριβώς σημείων οι ως άνω μάρτυρες θα έπρεπε να καταθέσουν και ποιες ασάφειες υπήρχαν στις εκθέσεις τους. Το Δικαστήριο, λοιπόν, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει και, πολύ περισσότερο, να αιτιολογήσει την απόρριψή τους. Παρά ταύτα, αυτό, αποτελούμενο από τους Τακτικούς Δικαστές, τα απέρριψε με ειδική αιτιολογία και συγκεκριμένα: Το πρώτο γιατί "η με αριθμό πρωτ. ...2006 με αριθμό ... ιατροδικαστική έκθεση του ιατροδικαστή Ν. Κ., που αναγνώστηκε, είναι πλήρης, σαφής και ορισμένη και δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεων". Και το δεύτερο, γιατί "η από 28-11-2006 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης του Υπαστυνόμου Α’ - Βιολόγου Κ. Μ. που αναγνώστηκε, είναι πλήρης, σαφής και ορισμένη και δεν χρήζει περαιτέρω διευκρινίσεων". Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως, κατά το σημείο, με το οποίο πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ως άνω αιτημάτων, είναι αβάσιμος.
Αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου περί συνδρομής στο πρόσωπό του ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, το δικαστήριο, όμως, κατά την επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 του ΠΚ. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμο για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους. Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία γ’ και ε’ , ήτοι το ότι ο υπαίτιος γ) ωθήθηκε στην πράξη του από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος ή παρασύρθηκε από οργή ή βίαιη θλίψη που του προκάλεσε άδικη εναντίον του πράξη και ε) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Η ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος μπορεί να είναι αληθινή ή νομιζόμενη, λ.χ. προκλητική, χλευαστική, απρεπής, κ.λπ. συμπεριφορά, πρέπει δε να προκύπτει ότι ο δράστης, χωρίς αυτήν, δεν θα ενεργούσε. Για να αναγνωρισθεί δε η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο διάστημα. Για το ορισμένο δε του άνω ισχυρισμού του δράστη δεν αρκεί η επίκληση καλής και συνήθους συμπεριφοράς και δη εργασίας και ομαλής οικογενειακής ζωής και μόνον, αλλά πρέπει να επικαλεσθεί ο κατηγορούμενος πραγματικά περιστατικά θετικά και δηλωτικά της αρμονικής κοινωνικής διαβιώσεώς του επί μακρό χρόνο μετά την τέλεση της πράξεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων ζήτησε, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δια του συνηγόρου του, να του αναγνωρισθούν (και) τα ελαφρυντικά του ότι ωθήθηκε στις πράξεις του από την προηγηθείσα ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος και της μετά την πράξη του καλής συμπεριφοράς επί μακρό χρόνο. Για τη θεμελίωσή τους επικαλέστηκε τα εξής: α) Για το πρώτο: Ότι "στην πράξη του ωθήθηκε από παράνομη, βίαιη, προσβλητική ενέργεια του παθόντα, που βασάνιζε το σκύλο του και στις αιτιάσεις του τον προσέβαλε, τον έθιξε, τον εξύβρισε και του επιτέθηκε, τραυματίζοντάς τον και σχίζοντας τα ενδύματά του". Και β) για το δεύτερο: Ότι "επί μακρύ χρονικό διάστημα μετά την κατηγορούμενη πράξη, παρέμεινε και παραμένει στις τάξεις της Αστυνομίας, συνεπώς εκτελώντας τα καθήκοντά του με ζήλο, σύνεση και επαγγελματισμό, την 23.9.2009 του απονεμήθηκε "Εύφημη Μνεία" για τη συμμετοχή του σε εξιχνίαση υπόθεσης ανθρωποκτονίας κ.λπ., επιδείξας άριστη κοινωνική και επαγγελματική διαγωγή". Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο απέρριψε τους αυτοτελείς ισχυρισμούς αυτούς με την αιτιολογία ότι: "Επίσης ο ισχυρισμός του ότι ωθήθηκε στην πράξη του από προσβλητική ενέργεια του παθόντος (άρθρο 84 παρ. 2 περ. γ’ Π.Κ.), ο οποίος βασάνιζε το σκύλο του, και λόγω του ότι του επιτέθηκε, κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμος, δεδομένου ότι ο παθών την ημέρα του συμβάντος δεν ασχολήθηκε καθόλου με το σκύλο του κατ/νου ούτε μίλησε στον ίδιο, αντίθετα, ο κατ/νος ήταν αυτός που προκάλεσε συζήτηση με τον παθόντα... Περαιτέρω από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος επέδειξε μετά την πράξη του καλή συμπεριφορά, το γεγονός δε ότι παραμένει στην Αστυνομία εργαζόμενος ως αστυνομικός και τιμήθηκε με εύφημη μνεία στην υπηρεσία του δεν αρκεί για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2 περ. ε ΠΚ. Ωσαύτως δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ωθήθηκε στην πράξη του εξαιτίας προγενέστερης άδικης συμπεριφοράς του παθόντος καθόσον ουδεμία τέτοια συμπεριφορά που να βρίσκεται μάλιστα σε χρονική εγγύτητα της τέλεσης της πράξης για την οποία κηρύχθηκε ένοχος αποδείχθηκε".
Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, ως προς την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος, στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και από τα οποία δεν προέκυπτε ότι ωθήθηκε αυτός στις πράξεις του, οι οποίες τελέσθηκαν με τον τρόπο που έχει ήδη εκτεθεί, από ανάρμοστη συμπεριφορά του παθόντος, ενώ το γεγονός ότι παρέμενε στην Αστυνομία και είχε τιμηθεί με εύφημη μνεία δεν αρκούσε για την αναγνώριση του ελαφρυντικού της καλής συμπεριφοράς για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τις πράξεις του. Επομένως, ο, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, τέταρτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισμών του αναιρεσείοντος για την αναγνώριση των άνω ελαφρυντικών, είναι αβάσιμος.
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 16 Δεκεμβρίου 2014 (με αριθ. πρωτ. 8394/2014) αίτηση (δήλωση) του Ι. Σ. του Ε., για αναίρεση της 62, 63, 64, 65, 66, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74/2014 αποφάσεως του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αιγαίου. Και ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα από διακόσια πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2015.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Μαΐου 2015.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή