Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας, Αναιρέσεων συνεκδίκαση.
Περίληψη:
Απάτη στο Δικαστήριο, το παράνομο περιουσιακό όφελος από την οποία και η προξενηθείσα συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 € (ο 3ος κατηγορούμενος) και ηθική αυτουργία σε τέτοια απάτη από κοινού (οι λοιποί κατηγορούμενοι). Συνεκδικαζόμενες λόγω συνάφειας έξι ξεχωριστές αιτήσεις αναιρέσεως των κατηγορουμένων κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών που απέρριψε τις εφέσεις των κατά του παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Απέχει να αποφανθεί επί των αιτήσεων αναιρέσεως του 2ου και 5ου αναιρεσειόντων μέχρι να ειδοποιηθούν οι αντίκλητοι δικηγόροι τους να προσέλθουν να εκθέσουν τις απόψεις των επί του απαραδέκτου των αιτήσεών τους. Απορρίπτονται οι αιτήσεις αναιρέσεως των λοιπών αναιρεσειόντων. Απαράδεκτες οι αιτιάσεις ότι δεν ήταν μέτοχος ο 1ος αναιρεσείων στην ανώνυμη εταιρία που είναι αποδέκτρια των συναλλαγματικών με βάση τις οποίες ο 3ος αναιρεσείων ζήτησε και επέτυχε την έκδοση από το δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου της επίμαχης διαταγής πληρωμής, διότι αφορούν σε πλημμέλειες σχετικά με την ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου Εφετών ως προς τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά. Αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλομένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το Συμβούλιο Εφετών, διότι αρκούσε η αιτιολογία ότι ήταν άκυρη η απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της ανώνυμης εταιρίας περί αναλήψεως της εξόφλησης του φερόμενου ως οφειλόμενου ποσού για εκχέρσωση κτήματός της προς την εταιρία ..., μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της οποίας ήταν και οι τρεις από τους αναιρεσείοντες, για το ότι ήταν ψευδής κατά περιεχόμενο οι συναλλαγματικές που επισυνάφθηκαν στην αίτηση και με τις οποίες παραπλανήθηκε ο δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου που εξέδωσε τη διαταγή πληρωμής, και παρεπιμπτόντως δέχθηκε περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι έπρεπε να έχουν υπογραφεί από τρία μέλη του Δ.Σ. της αποδέκτριας ανώνυμης εταιρίας οι αναφερόμενες συναλλαγματικές. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για παραβίαση δεδικασμένου φερόμενου ότι προέκυπτε από απορριπτικές διατάξεις του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών για άλλη έγκληση του μηνυτή κατά των κατηγορουμένων για άλλες αξιόποινες πράξεις και από βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών περί απαλλαγής του 1ου αναιρεσείοντος και αλλού ήδη αποβιώσαντος για άλλες αξιόποινες πράξεις, καθώς και από απόφαση πολιτικού δικαστηρίου που απέρριψε τελεσιδίκως ανακοπή και τριτανακοπή κατά της επίμαχης διαταγής πληρωμής. Απορρίπτεται ο λόγος αναιρέσεως για υπέρβαση εξουσίας, διότι δεν υπερέβη του Συμβούλιο Εφετών την εξουσία του κρίνοντας παρεμπιπτόντως όσον αφορά αιτήματα γενικής συνελεύσεως της αποδέκτριας των συναλλαγματικών ανώνυμης εταιρίας και για ψευδές περιεχόμενο των συναλλαγματικών με βάση τις οποίες εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής καθόσον δεν συνέτρεχε περίπτωση από εκείνες που έπρεπε κατά νόμο να προηγηθεί υποχρεωτικά η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου ώστε να είναι υποχρεωτική η αναστολή διώξεως, και οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων εκτιμώνται ελεύθερα από το ποινικό δικαστήριο.
Αριθμός 1848/2010
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Ανδρέα Ξένο-Εισηγητή, σύμφωνα με την 104/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τζαγκουρνή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Α. Τ. του Ι., κατοίκου ..., 2) Α.-Μ. Κ. του Κ., κατοίκου …, 3) Γ. Κ. του Ε., κατοίκου ..., που δεν παρέστη στο Συμβούλιο, 4) Γ. Τ. του Σ., 5) Ε. Β. του Κ., κατοίκων ... και 6) Ι. Κ. του Γ., κατοίκου …, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2199/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγοντα τον Γ. Φ. του Κ..
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 21 Δεκεμβρίου 2009, 11 Δεκεμβρίου 2009, 21 Δεκεμβρίου 2009 (τρείς) αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 123/2010.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τζαγκουρνής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Νικολάου Τσάγγα με αριθμό 248/27-7-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω κατ' άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. τις ακόλουθες αιτήσεις αναιρέσεως: 1) την υπ'αριθμ. 222/21.12.2009 του Γ. Κ. του Ε. και της Α., 62 ετών, επιχειρηματία, ..., την οποία ασκεί μέσω του πληρεξουσίου του Δικηγόρου Αθηνών Νικολάου Γ. Λαλιώτη ( Α.Μ. 8239 Δ.Σ.Α.), κατοίκου Αθηνών, οδός Καλλιδρομίου αριθμ. 54, δυνάμει της από 16-12-2009 εξουσιοδοτήσεως, 2) την υπ'αριθμ. 217/11-12-2009 του Α. Μ.-Κ. του Κ. και της Κ., 68 ετών, συνταξιούχου, κατοίκου …, 3) την υπ'αριθμ. 221/18-12-2009 του Ι. Κ. του Γ. και της Ε., 58 ετών, κατοίκου …, 4) την υπ'αριθμ. 225/21-12-2009 της Ε. Β. του Κ. και της Α., 55 ετών, κατοίκου ..., την οποία ασκεί μέσω του πληρεξουσίου της Δικηγόρου Αθηνών Νικολάου Γ. Λαλιώτη ( Α.Μ. 8239 Δ.Σ.Α.), κατοίκου Αθηνών, οδός Καλλιδρομίου αριθμ. 54, δυνάμει της από 18-12-2009 εξουσιοδοτήσεως, 5) την υπ'αριθμ. 224/21-12-2009 του Γ. Τ. του Σ. και της Μ., 62 ετών, επιχειρηματία, κατοίκου ..., την οποία ασκεί μέσω του πληρεξουσίου του Δικηγόρου Αθηνών Νικολάου Γ. Λαλιώτη, (Α.Μ. 8239 Δ.Σ.Α. ), κατοίκου Αθηνών, οδός Καλλιδρομίου αριθμ. 54, δυνάμει της από 18-12-2009 εξουσιοδοτήσεως, 6) την υπ'αριθμ. 223/21-12-2009 του Α. Τ. του Ι. και της Ε., 45 ετών, οικοδόμου, ..., την οποία ασκεί μέσω του πληρεξουσίου του Δικηγόρου Αθηνών Νικολάου Γ. Λαλιώτη, (Α.Μ. 8239 Δ.Σ.Α. ), κατοίκου Αθηνών, οδός Καλλιδρομίου, αριθμ. 54 δυνάμει της από 18-12-2009 εξουσιοδοτήσεως, οι οποίες ανωτέρω αναφερθείσες αιτήσεις αναιρέσεως στρέφονται κατά του υπ'αριθμ. 2199/18-11-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Με το προσβαλλόμενο βούλευμα απορρίφθηκαν κατ'ουσία οι υπ'αριθμ. α) 195/16-4-2009, β) 67/13-2-2009, γ) 68/13-2-2009, δ) 197/16-4-2009, ε) 196/16-4-2009 εφέσεις των αντιστοίχων προς αυτές κατηγορουμένων (ήδη αναιρεσειόντων) Γ. Κ., Α. Μ.-Κ., Ι. Κ., Ε. Β., και, Α. Τ., ενώ η υπ'αριθμ. 198/16-4-2009 έφεση του Γ. Τ. κηρύχθηκε απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη και απορρίφθηκε για τον λόγο αυτό, οι οποίες εστρέφοντο κατά του υπ'αριθμ. 181/23-1-2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπονται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών προκειμένου να δικασθούν για τις αξιόποινες πράξεις: α) της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου από την οποία η ζημία που προξενήθηκε υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ΕΥΡΩ ή άλλως των 25.000.000 δραχμών, ο πρώτος τούτων Γ. Κ., και, β) της κατά συναυτουργία ηθικής αυτουργίας στην ανωτέρω πράξη άπαντες οι λοιποί αναιρεσείοντες ( Α. Μ.-Κ., Ι. Κ., Ε. Β., Γ. Τ., και, Α. Τ. ) ( άρθρα 1, 5, 13 εδαφ. (α'), 14, 16, 17, 18, 26 παρ. 1α, 27, 45, 46 παρ. 1α, 52, 79, 83, 94 παρ. 1, 386 παρ. 3β-1, του Π.Κ., όπως η παρ. 3 του άρθρου 386 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999). Οι εν λόγω αιτήσεις αναιρέσεως και συγκεκριμένα οι υπ'αριθμ. α) 222/21-12-2009, β) 217/11-12-2009, γ) 225/21-12-2009, δ) 224/21-12-2009, ε) 223/21-12-2009 των αντιστοίχως προς αυτές αναιρεσειόντων α) Γ. Κ., β) Α. Μ.-Κ., γ) Ε. Β., δ) Γ. Τ., ε) Α. Τ., ασκήθηκαν εμπρόθεσμα και νομότυπα από πρόσωπα που δικαιούνται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1, 2 και 3 του Κ.Π.Δ., το δε προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε στον πρώτο αναιρεσείοντα ( Γ. Κ. ) στις 15-12-2009, στον δεύτερο αναιρεσείοντα ( Α. Μ. - Κ. ) την 1-12-2009, στην τέταρτη τούτων ( Ε. Β. ) στις 15-12-2009, στον πέμπτο τούτων ( Γ. Τ.) στις 15-12-2009, στον έκτο τούτων (Α. Τ. ) στις 15-12-2009 και είναι ως εκ τούτου τυπικά δεκτές. Ενώ αντιθέτως η υπ'αριθμ. 221/18-12-2009 αίτηση αναιρέσεως του τρίτου των αναιρεσειόντων Ι. Κ. ασκήθηκε εκπρόθεσμα διότι του επιδόθηκε στις 3-12-2009 και την άσκησε στις 18 Δεκεμβρίου 2009, χωρίς να επικαλείται κάποιο λόγο ανώτερης βίας, και ούτε μπορούσε να έχει γίνει επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως στον διορισμένο αντίκλητό του Δικηγόρο Πειραιώς Μιχάλη Κουρμπέλη, Φίλωνος αριθμ. 48, στον Πειραιά, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 155 Κ.Π.Δ. για να αρχίσει να τρέχει νέα δεκαήμερη προθεσμία από της επιδόσεως στον αντίκλητο, καθόσο σύμφωνα με το άρθρο 498 Κ.Π.Δ. ο διορισμένος ως άνω Δικηγόρος έπρεπε να υπηρετεί στην έδρα του Δικαστηρίου ( ή Συμβουλίου ) που εξέδωσε την απόφαση ( ή βούλευμα ) δηλαδή στην Αθήνα.
Συνεπώς πρέπει να κηρυχτεί απαράδεκτη κατ'άρθρο 476 παρ. 1 Κ.Π.Δ. και να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Πλην όμως εν προκειμένω δοθέντος ότι οι ασκηθείσες αναιρέσεις των υπολοίπων συγκατηγορουμένων έχουν επεκτατικό αποτέλεσμα και ως προς αυτόν ως συμμέτοχο κατ'άρθρο 469 Κ.Π.Δ., δεν στερείται νομικής προστασίας καθόσον οι προτεινόμενοι από αυτούς λόγοι αναιρέσεως δεν αφορούν αποκλειστικά τα πρόσωπά τους. Με τις κρινόμενες αιτήσεις οι αναιρεσείοντες προβάλλουν ως λόγους αναιρέσεως: α) την παραβίαση του δεδικασμένου του άρθρου 484 παρ. 1γ σε συνδυασμό με το άρθρο 57 Κ.Π.Δ. διότι δεν ελήφθη υπ'όψη η υπ'αριθμ. Α55/2004 ΔΙΑΤΑΞΗ του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατ'ουσία η από 24/3/2003 έγκληση του Κ. Κ. κατά των 1) Α. Μ. Κ., 2) Δ. Κ., 3) Ι. Κ., 4) Γ. Κ., και, 5) Κ. Π. για απάτη από την οποία προκλήθηκε ιδιαιτέρως μεγάλη ζημία η οποία συνολικά υπερέβη το ποσόν των 73.000 ΕΥΡΩ ή άλλως 25.000.000 δραχμών και η οποία φέρεται να τελέσθηκε στην Αθήνα στις 19-8-2002 κατά την πραγματοποίηση της τακτικής γενικής συνελεύσεως της εταιρείας "AGRONEF Α.Ε.", την οποία απαλλακτική διάταξη επικύρωσε και ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών με την υπ'αριθμ. 561/17.8.2006 ΔΙΑΤΑΞΗ του. Περαιτέρω ότι δεν ελήφθη υπ'όψη ότι οι νυν μηνυτές Κ. Κ. και Γ. Φ. μετά από σχετική μήνυση ( έγκληση ) του Γ. Κ. (πρώτου αναιρεσείοντος κατηγορουμένου ) έχουν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου με το υπ'αριθμ. 111097/2008 κλητήριο θέσπισμα, προκειμένου να δικασθούν για την ίδια πράξη για την οποία παραπέμπονται με το προσβαλλόμενο βούλευμα (2199/2009) που επικύρωσε το παραπεμπτικό βούλευμα (181/2009), και συγκεκριμένα για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση, την προσφυγή κατά του προαναφερθέντος κλητηρίου θεσπίσματος την οποία έχει απορρίψει ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών με την υπ'αριθμ. 395/2008 ΔΙΑΤΑΞΗ του και για τον λόγο αυτό εκκρεμεί προς εκδίκαση η κατ'αυτών κατηγορία για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση. β) Την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο προσβαλλόμενο βούλευμα που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1δ σε συνδυασμό με το άρθρο 139 Κ.Π.Δ., καθόσο δεν μνημονεύεται η σχετική διάταξη του καταστατικού της εταιρείας "AGRONEF Α.Ε." με την οποία επιβάλλεται για την δέσμευση του νομικού προσώπου της εταιρείας από συναλλαγματική ή επιταγή η υπογραφή και των τριών εκπροσώπων αυτής μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εν λόγω εταιρείας. Καθώς και ότι δεν ελήφθη υπόψη η απόφαση της γενικής συνελεύσεως της εταιρείας "AGRONEF Α.Ε.", η οποία δημοσιεύθηκε στο υπ'αριθμ.2867/24-4-2000 ΦΕΚ των Α.Ε. και Ε.Π.Ε., και με την οποία παρείχετο η δυνατότητα δεσμεύσεως της εν λόγω εταιρείας από αξιόγραφα ( συναλλαγματικές ή επιταγές ) και με την υπογραφή και ενός μόνο εταίρου μέλους του Δ.Σ. της εταιρείας. γ) Την υπέρβαση εξουσίας σύμφωνα με το άρθρο 484 παρ. 1(στ) Κ.Π.Δ., καθόσο έκρινε ότι ήσαν άκυρες οι πέντε συναλλαγματικές ποσού εκάστη 31.208 ΕΥΡΩ που εκδόθηκαν στις 25-2-2002 από τον νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας " ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ ΑΤΤΕΒΕ " Γ. Κ. ( πρώτο των αναιρεσειόντων ) και αποδοχής του ήδη αποβιώσαντος Δ. Κ. ως εκπροσώπου της εταιρείας "AGRONEF Α.Ε.", ενώ δεν είχε τέτοια εξουσία που ανήκει αποκλειστικά και μόνο στα πολιτικά δικαστήρια. Και επί πλέον έκρινε ότι ήταν άκυρη η μετοχοποίηση του χρέους των 53.170.800 δραχμών ή 156.000 ΕΥΡΩ που έγινε μετά από απόφαση της Γενικής Συνελεύσεως των μετόχων της εταιρείας "AGRONEF Α.Ε.", ενώ τέτοια εξουσία ανήκει αποκλειστικά στα πολιτικά δικαστήρια. δ) Την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως διότι κατά τους αναιρεσείοντες δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την ερμηνεία και εφαρμογή εν προκειμένω του άρθρου 386 του Π.Κ. ε) Την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς σχετικά με μία μπολντόζα τύπου D7d CAT όπως τούτο προκύπτει από το υπ'αριθμ. 24/31-3-2003 δελτίο αποστολής-τιμολόγιο της εταιρείας " ΒΙΚΤΩΡΙΑ Ε.Π.Ε." με παραλήπτη την εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ ΑΤΕΒΕ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε." αφενός. Και ένα φορτωτή τύπου MICHIGAN 175 της εταιρείας " Ν. Π. Ε.Π.Ε." που πωλείται με το υπ'αριθμ. 222/15-10-1998 τιμολόγιο προς την εταιρεία "Π. Α.Τ.Ε." αφετέρου. Για την ύπαρξη δε δεδικασμένου σύμφωνα με το άρθρο 57 του Κ.Π.Δ. απαιτείται: α) αμετάκλητη απόφαση ( ή βούλευμα) που αποφαίνεται για την βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μία αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπων (κατηγορουμένων) και γ) ταυτότητα πράξεων που υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα αυτά περιστατικά, δηλαδή τα ίδια κατά τον χρόνο και τον τρόπο τελέσεως ιστορικά γεγονότα, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία αυτής (Α.Π. 1048/2005 Ποιν. Δ. 2005?1568/2003 ). Περαιτέρω απαιτείται οι εν λόγω προϋποθέσεις να συντρέχουν σωρευτικά, καθόσο έστω και μία αν ελλείπει, δεν υπάρχει δεδικασμένο. 'Ελλειψη της ειδική και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα, που απαιτείται κατ'άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το άρθρο 139 Κ.Π.Δ., υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το Συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί με τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη (Α.Π. 1340/2005 Ποιν. Δ. 2006, σελ. 719, Α.Π. 1700/2003 αδημοσίευτη ). Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, η οποία ιδρύει λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το Συμβούλιο αποδίδει στη διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει (Α.Π. 1181/85 Ποιν. Χρον. ΛΣΤ 273, Α.Π. 678/1996 Ποιν. Χρον. ΜΖ 1251 ). Εσφαλμένη δε εφαρμογή υπάρχει όταν δεν γίνεται ορθή υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που δέχθηκε το Συμβούλιο ότι προέκυψαν με βάση τις αποδείξεις, καθώς και όταν η σχετική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει, όταν έχουν εμφιλοχωρήσει στο βούλευμα κατά την έκθεση και ανάπτυξη των περιστατικών ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος περί της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως. ( Ολ. Α.Π. 1/2002 Ποιν. Χρον.ΝΒ 689, Α.Π. 510/2002 Ποιν. Χρον. ΝΓ 24, Α.Π. 91/1997 Ποιν. Χρον. ΜΗ 25, Α.Π. 1335/1995 Ποιν. Χρον. ΜΣΤ' 358 ). Υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα το οποίο δεν υπήγετο στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του ( Α.Π. 1164/2006 Ποιν. Χρον. ΝΖ 36 ). Περαιτέρω, υπέρβαση εξουσίας σχετικά με προκαταρκτικό ζήτημα δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων ανακύπτει, όταν το δικαστήριο έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα το οποίο υπάγεται σύμφωνα με ρητή διάταξη νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ( Α.Π. 1933/2000 Ποιν. Νομολ. 519, Α.Π. 314/1977 Ποιν. Χρον. ΚΖ 669, Α.Π. 784/1994 Ποιν. Χρον. ΜΔ 775 ). Εξάλλου, σχετικά με τα εκτιθέμενα στις αιτήσεις αναιρέσεως ως προς το λόγο της ελλείψεως αιτιολογίας όσον αφορά γεγονότα που ανάγονται στην εκτίμηση των αποδείξεων, ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, καθόσο η εκτίμηση των εγγράφων και κάθε αποδεικτικού στοιχείου εν γένει απόκειται στην αναιρετικώς ανέλεγκτη επί της ουσίας κυριαρχική κρίση του δικαστικού συμβουλίου ή του δικαστηρίου ( Α.Π. 1457/2000 και 591/2001, Ποιν. Χρον. ΝΑ/537 και ΝΒ/131 ).
Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα ειδική και εμπεριστατωμένη εισαγγελική πρόταση, η οποία μνημονεύει όλα κατ'είδος τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπ'όψη, δέχθηκε ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 20-1-1998 οι κατηγορούμενοι Α.-Μ. Κ. (τότε εφέτης του Διοικητικού Εφετείου ...) και ο αποβιώσας αδελφός του Δ. Κ. συμφώνησαν με τον εγκαλούντα Γ. Φ. ( δικηγόρο Αθηνών ), με το υπ'αριθμ. ... συμβολαιογραφικό προσύμφωνο πώλησης να αγοράσουν σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, έναν αγρό, συνολικής έκτασης πεντακοσίων πενήντα πέντε (555) στρεμμάτων, που βρισκόταν στη θέση Μ. Σ. του Δήμου Υ. Φ., και για τον λόγο αυτό κατέβαλαν συνολικά ως προκαταβολή το ποσό των 36.000.000 δρχ. Επειδή κατά το χρονικό διάστημα από την υπογραφή του ανωτέρω προσυμφώνου μέχρι και πριν από τον Νοέμβριο του έτους 1999 ο Α. Μ.-Κ., λόγω της τότε δικαστικής ιδιότητας, δεν είχε σύμφωνα με το άρθρο 89§1 του Συντάγματος να συμμετάσχει ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ανωνύμου εταιρείας αλλά και να αναλάβει οποιαδήποτε έμμισθη υπηρεσία, αποφάσισε να μεταβιβάσει το δικαίωμα του επί του ποσοστού του 1/3 που του αναλογούσε. Για τον λόγο αυτό συμφώνησε με τον Κ. Κ. να του καταβάλει το ποσό των 20.000.000 δρχ, προκειμένου εκείνος να συμβληθεί στο οριστικό συμβόλαιο ως αγοραστής του 1/3 της συνολικής έκτασης του ανωτέρω αγρού. Στην συνέχεια στις 26/10/1999, δυνάμει του υπ' αριθμ. ... συμβολαιογραφικού εγγράφου (καταστατικού) του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Παπαθέου, συνεστήθη από τους Δ. Κ., Κ. Κ. και Γ. Φ. ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "AGRONEF Γεωργοδενδροκτηνοτροφικές-Εμποροβιομηχανογεωργικές-Εισαγωεξαγωγικές Επιχειρήσεις και Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών Ανώνυμη Εταιρεία" (AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ, ΑΕ) με έδρα την Αθήνα, κεφάλαιο στο ποσό των 35.100.000 δρχ, από το οποίο κάθε ιδρυτής κατέβαλε το 1/3 του ποσού αυτού, δηλαδή ποσό 11.700.000 δρχ, αναλαμβάνοντας ο καθένας και το 1/3 του συνόλου των μετοχών. Πρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρείας ορίστηκε ο Γ. Φ., Αντιπρόεδρος ο Κ. Κ. και Διευθύνων Σύμβουλος ο Δ. Κ.. Σύμφωνα με το καταστατικό, μεταξύ των σκοπών της εταιρείας, τέθηκε και η αγορά της ανωτέρω εκτάσεως επ' ονόματι της εταιρείας σύμφωνα με τους όρους του ανωτέρω υπ' αριθμ. ... προσυμφώνου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Παπαθέου, η καλλιέργεια και παραγωγή παντός είδους οικολογικών γεωργικών προϊόντων, μεταξύ των οποίων και βατόμουρων, η δένδροφύτευση, ανάπτυξη και εκμετάλλευση ιχθυοτροφείων πέστροφας, σολομού, αστακών και παντός είδους ψαριών, η δημιουργία μονάδας θηραμάτων αγρίων ζώων, πουλιών, στρουθοκαμήλων κλπ. Μετά την ίδρυση της ανωτέρω εταιρείας καταρτίσθηκε και το οριστικό συμβόλαιο αγοράς της ως άνω έκτασης επ' ονόματι της εταιρείας, το δε ποσό του τιμήματος καταβλήθηκε κατ' ίσα μέρη από τους εταίρους. Στις εργασίες και λειτουργίες της ανωτέρω εταιρείας τυπικά, για τους λόγους που αφορούσαν την δικαστική του ιδιότητα, δεν συμμετείχε ο Α.-Μ. Κ., στην πραγματικότητα όμως συμμετείχε ως κρυπτόμενο φυσικό πρόσωπο δια του αδελφού του Δ. Κ.. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από το υπ' αριθμ. 5/10-19/8/2002 πρακτικό της τρίτης επαναληπτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ανωτέρω εταιρείας, η οποία συνήλθε στις 10/08/2002 στην Αθήνα, όπου εμφαίνεται να συμμετέχει ο Α. Μ.-Κ. ως εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος και πληρεξούσιας του μετόχου Δ. Κ.. Επειδή από το σύνολο της ανωτέρω έκτασης τα 155 στρέμματα είχαν χαρακτηρισθεί ως δάσος, έπρεπε προκειμένου οι εταίροι να τα χρησιμοποιήσουν για την εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών αναγκών της εταιρείας τους να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για να τα εκχερσώσουν. Την εκχέρσωση της παραπάνω έκτασης ανέλαβαν κατόπιν συμφωνίας οι χειριστές εκσκαπτικών μηχανημάτων Η. Σ. του Γ. και Κ. Α. του Χ., με αμοιβή για τον πρώτο το ποσό των 600.000 δρχ τον μήνα, για δε τον δεύτερο το ποσό των 450.000 δρχ τον μήνα. Για την συμφωνία αυτή συντάχθηκε αρχικά ένα ιδιόχειρο συμφωνητικό και στην συνέχεια ένα ίδιο δακτυλογραφημένο συμφωνητικό, το οποίο υπέγραψαν και οι τρεις εταίροι κρατώντας ένα αντίγραφο για την εταιρεία και ένα για τους χειριστές. Τα μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την εκχέρσωση ανήκαν στην ανώνυμη εταιρεία "ARGO-G ΑΒΕΤΤΕ", της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Γ. Κ., πλην όμως επειδή η εταιρεία αυτή είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτωχεύσεως δυνάμει της υπ' αριθμ. 2082/28.12.1999 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο Γ. Κ., προκειμένου να τα "διασώσει" από την διαδικασία της πτώχευσης, σε συνεννόηση με τους αδελφούς Κ. (Δ. και Α.-Μ.), με τους οποίους διατηρούσε φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις, τα μετέφερε στο κτήμα της AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ ΑΕ στην ... και τα διέθεσε δωρεάν για την εκχέρσωση του κτήματος. Από την πλευρά του ο εκκαλών Γ. Κ. παραδέχεται μεν ότι τα μηχανήματα ανήκαν προσωπικά στον ίδιον από το 1999, αλλά υποστηρίζει ότι στη συνέχεια τα εισέφερε στην εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε", η οποία και εξόφλησε το τίμημα των μηχανημάτων. Ακόμα υποστηρίζει, ότι η εν λόγω εταιρεία στην συνέχεια μίσθωσε τα μηχανήματα στην εταιρεία AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ ΑΕ από 10/01/2000 έως 31/03/2000, προκειμένου η τελευταία να προβεί στην εκχέρσωση του κτήματος και ότι το μίσθωμα είχε συμφωνηθεί να υπολογισθεί βάσει των ωρών εργασίας των μηχανημάτων και κατά την συμφωνία η AGRONEF θα πλήρωνε το πετρέλαιο και τους χειριστές των μηχανημάτων, τους οποίους και πλήρωσε. Περαιτέρω ο Γ. Κ. ισχυρίζεται oτι η εταιρεία AGRONEF δεν επέστρεψε, όπως όφειλε, τα μηχανήματα στο χρόνο που συμφωνήθηκε, αλλά τα κράτησε μέχρι τον Φεβρουάριο του 2001 και ότι τελικά η εταιρεία ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε πήρε τα μηχανήματα της τον Φεβρουάριο του 2001, χωρίς τελικά η οφειλέτρια εταιρεία AGRONEF να καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα, τα οποία μαζί με τα έξοδα μεταφοράς, επισκευής και αγοράς ανταλλακτικών αυτών ανήλθαν στο ποσό των 53.170.000 δρχ περίπου. Ακόμη ισχυρίζεται ότι οι μέτοχοι της AGRONEF, αθέτησαν την συμφωνία τους και δεν πλήρωσαν τα οφειλόμενα και για τον λόγο αυτό ο Δ. Κ., ο οποίος κατά το διάστημα εκείνο ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της AGRONEF πρότεινε στην Γενική Συνέλευση να αναγνωρισθεί και να πληρωθεί η απαίτηση της ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε. Ακολούθως ο Δ. Κ., μετά από σχετική απόφαση για την αναγνώριση του χρέους από την ACRONEF, που ελήφθη κατά την έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της 19/05/2001, εξέδωσε προς εξόφληση, σε διαταγή της ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε πέντε (5) συναλλαγματικές συνολικής χρηματικής απαίτησης 156.040 ευρώ (δηλαδή πέντε συναλλαγματικές ποσού εκάστης 31.208 ευρώ) και συγκεκριμένα: 1) συναλλαγματική, ποσού 31.208 ευρώ, εκδόσεως και αποδοχής στις 25.2.2002, στην Αθήνα λήξεως 30.5.2002, 2) συναλλαγματική ποσού 31.208 ευρώ, εκδόσεως και αποδοχής στις 25.2.2002, στην Αθήνα λήξεως 2.6.2002, 3) συναλλαγματική ποσού 31.208 ευρώ, εκδόσεως και αποδοχής στις 25.2.2002 στην Αθήνα λήξεως 5.6.2002, 4) συναλλαγματική, ποσού 31.208 ευρώ, εκδόσεως και αποδοχής στις 25.2.2002 στην Αθήνα, λήξεως 10.6.2002, 5) συναλλαγματική, ποσού 31.208 ευρώ, εκδόσεως και αποδοχής στις 25.2.2002 στην Αθήνα, λήξεως 12.6.2002. Στην συνέχεια την 25/02/2002 οι κατηγορούμενοι Ε. Β., Γ. Τ. και Α. Τ., οι οποίοι απάρτιζαν την σύνθεση του Δ.Σ της ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε (Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος η πρώτη, Αντιπρόεδρος ο δεύτερος και μέλος ο τρίτος), με το από 25/02/2002 πρακτικό του Δ.Σ, χορήγησαν στον Γ. Κ. έγγραφη εξουσιοδότηση για να τους εκπροσωπεί ενώπιον των διοικητικών και δικαστικών αρχών, δυνάμει της οποίας αυτός άσκησε για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας (ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε) κατά της εταιρείας AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ, την από 15/10/2002 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στο δικόγραφο της οποίας ισχυρίσθηκε ότι η εταιρεία αποδέχθηκε νομότυπα τις παραπάνω συναλλαγματικές συνολικού ποσού 156.040 ευρώ και ότι εξ αυτού του λόγου οφείλει στην εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε το ανωτέρω ποσό (υπ' αριθμ 6977/2002 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Πλην όμως οι ανωτέρω ισχυρισμοί ταυ Γ. Κ. δεν είναι βάσιμοι διότι δεν στηρίζονται στο αποδεικτικό υλικό. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι τα ποσά των συναλλαγματικών αφορούσαν μισθώματα των εκσκαπτικών μηχανημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την εκχέρσωση του κτήματος της εταιρείας AGRONEF, τον χρόνο που φέρεται ότι έγινε η συμφωνία για την εκμίσθωση των μηχανημάτων μεταξύ των άνω εταιρειών η εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε" δεν υφίστατο ως εταιρεία. Η εν λόγω εταιρεία, η οποία ήταν συμφερόντων του κατηγορουμένου Γ. Κ., όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ … συμβολαιογραφικό έγγραφο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαγδαληνής Βαϊοπούλου, συνεστήθη το πρώτον την 08/02/2000, η δε καταχώρησή της στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών έγινε μόλις τον Απρίλιο του 2000, ενώ η κατάθεση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, που ανέρχεται σε 55 εκατομμύρια δρχ, έγινε στις 18/08/2000. Δηλαδή προκύπτει ξεκάθαρα ότι κατά τον επίμαχο χρόνο της εκχέρσωσης η "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε" δεν κατείχε με οποιαδήποτε σχέση τα εκσκαπτικά μηχανήματα, έτσι ώστε να είναι δυνατή η εκμίσθωση αυτών. Ούτε άλλωστε προσκομίσθηκε από τους κατηγορουμένους το μισθωτήριο έγγραφο που αφορά την μίσθωση των μηχανημάτων, ώστε να ερευνηθεί μεταξύ ποίων είχε υπογραφεί η μίσθωση, ενώ για πολύ μικρότερη οικονομική δέσμευση, μεταξύ όλων των μετόχων της AGRONEF και των χειριστών των μηχανημάτων Η. Σ. και Κ. Α. είχε καταρτισθεί και υπογραφεί το από 30/12/1999 ιδιωτικό συμφωνητικό. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας εξάλλου δεν προκύπτει ότι εξοφλήθηκαν τα εκσκαπτικά μηχανήματα που είχε εισφέρει ο ίδιος Γ. Κ. κατά την ίδρυση της εταιρείας, αφού δεν προσκομίσθηκαν τα σχετικά τιμολόγια αγοράς των μηχανημάτων, που κατά τους ισχυρισμούς του, εκδόθηκαν στο όνομα της "ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε" και εξοφλήθηκαν από αυτήν. Αντιθέτως οι ισχυρισμοί του Γ. Φ. και του μάρτυρα Κ. Κ. ότι δεν υπήρξε κανένα απολύτως χρέος της εταιρείας AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ προς την εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε" από την εκμίσθωση των ανωτέρω εκσκαπτικών μηχανημάτων και ότι οι συναλλαγματικές που προσκομίσθηκαν από τον Γ. Κ. ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήταν ψευδείς και εικονικές, με αποτέλεσμα να παραπλανηθεί ο ανωτέρω Δικαστής και να εκδώσει την υπ' αριθμ 6977/2002 Διαταγή Πληρωμής υπέρ της αιτούσας εταιρείας "ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε", ποσού 1.56.040 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, σε βάρος της ανωτέρω αποδέκτριας εταιρείας, κρίνονται αληθινοί και δεν αναιρούνται από την με ημερομηνία 19/05/2001 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας AGRONEF για εξόφληση του οφειλομένου ποσού 53.170.800 δρχ προς την "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε", καθόσον με την υπ' αριθμ 3996/1-11-2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της απόφασης αυτής, ενώ δεν πρέπει να παροραθεί ότι σύμφωνα με σχετικό όρο του καταστατικού της AGRONEF τα αξιόγραφα έπρεπε να υπογράφονται και από τα τρία μέλη του Δ.Σ, αλλιώς θα πρέπει να δοθεί ρητή έγγραφη εξουσιοδότηση σε ένα από αυτά, πράγμα που στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε. Περαιτέρω από το γεγονός ότι: α) ο μέτοχος της AGRONEF Δ. Κ. ήταν ταυτόχρονα και μέτοχος από κοινού με τον "δανειστή" Γ. Κ. στην εταιρεία "ΑΠΟΛΛΩΝ ΕΠΕ", β) τα ανωτέρω πρόσωπα ενεργούσαν από κοινού τις επιχειρήσεις τους, γ) στην δίκη των ασφαλιστικών μέτρων για την αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως, στην οποία είχε προβεί η εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε" σε βάρος της περιουσίας της AGRONEF, μετά την έκδοση της ως άνω Διαταγής Πληρωμής, η "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε" προσκόμισε την υπ' αριθμ … ένορκη βεβαίωση της συμβολαιογράφου Κερατέας Δάφνης Ξούρα, στην οποία ο εκκαλών κατηγορούμενος Ι. Κ., που ήταν τότε αντιπρόεδρος της Δ.Σ της AGRONEF υπεραμύνεται του κύρους της κατασχέσεως του κτήματος, δ) oι αδελφοί Κ. συγκαλούν γενική συνέλευση των μετόχων για τις 10-19 Αυγούστου 2002, όπου μετέχει μόνος του ο Δ. Κ. και παρίστανται ως εκπρόσωποι και αντιπρόσωποι αυτού οι Α.-Μ.-Κ. και Ι. Κ., όπου αποφασίζεται μετοχοποίηση του ανυπάρκτου χρέους προς την "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε" χωρίς προηγουμένως αναπροσαρμογή του αρχικού κεφαλαίου με βάση την αξία του κτήματος και παραχωρούνται μετοχές σε ποσοστό άνω του 60% της ACRONEF προς την "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε", συμψηφίζοντας έτσι το "χρέος" και ε) η εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε" είναι συμφερόντων του Γ. Κ. και απαρτίζεται κυρίως από μέλη της οικογένειας του, δηλαδή η μεν πρόεδρος του Δ.Σ B. E. είναι σύζυγος του, το δε μέλος του Δ.Σ Α. Τ. είναι ανηψιός του, συμμετείχαν δε ενεργά στην διοίκηση της εταιρείας οι τελευταίοι (βλ την από 17/1 2/2007 απολογία του Γ. Κ.), προκύπτει ότι οι 2ος 3ος, 4n και 6ος των εκκαλούντων έλκοντες ζωτικά συμφέροντα από την έκδοση της σχετικής Διαταγής Πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της AGRONEF και υπέρ της "ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε" προκάλεσαν την απόφαση στον 1ο εκκαλούντα με προτροπές και παραινέσεις για να διαπράξει την ανωτέρω περιγραφόμενη πράξη της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου, από την οποία η προξενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την επιβαλλομένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ'αυτό με σαφήνεια και πληρότητα, χωρίς ασάφειες και αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος της κακουργηματικής απάτης για την οποία παραπέμπονται στο ακροατήριο οι αναιρεσείοντες, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς με τους οποίους τα υπήγαγε στις προαναφερθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφάρμοσε και δεν παρεβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου και επομένως οι αντίθετες αιτιάσεις των αναιρεσειόντων σχετικά με τους επικαλούμενους λόγους αναιρέσεως κατ'άρθρο 484 παρ. 1 περιπτώσεις β, γ, δ και στ του Κ.Π.Δ. είναι αβάσιμες. Ειδικότερα σχετικά με την φερομένη παραβίαση δεδικασμένου ( 484 παρ. 1 γ Κ.Π.Δ.), πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: δεν δημιουργείται δεδικασμένο σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα εκ του ότι έχουν εκδοθεί απαλλακτικές για τους αναιρεσείοντες διατάξεις των Εισαγγελέων Πρωτοδικών και Εφετών για το ίδιο με την προκειμένη παραπομπή θέμα. Δεν δημιουργείται δεδικασμένο εκ του ότι οι νυν εγκαλούντες έχουν παραπεμφθεί στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση σε βάρος των αναιρεσειόντων, οι οποίες κατηγορίες εκκρεμούν ακόμη προς εκδίκαση και των οποίων η συζήτηση προφανώς θα ανασταλεί σύμφωνα με το άρθρο 366 παρ. 2 του Π.Κ. μέχρι πέρατος της προκειμένης υποθέσεως, από την έκβαση της οποίας θα εξαρτηθεί και η τύχη αυτής ( ψευδούς καταμηνύσεως - συκοφαντικής δυσφημήσεως ). Περαιτέρω πρέπει να λεχθεί ότι δεν συνιστά υπέρβαση εξουσίας σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ. 1 του Κωδ. Ποιν. Δικ. το ότι το Συμβούλιο Εφετών έκρινε παρεπιμπτόντως και για ζητήματα αστικής φύσεως που προκύπτουν από το υπάρχον ανακριτικό υλικό, και συγκεκριμένα όσον αφορά την εγκυρότητα ή μη των πέντε (5) επίδικων συναλλαγματικών του διατακτικού του παραπεμπτικού βουλεύματος (181/2009) που επικυρώθηκε από το προσβαλλόμενο βούλευμα (2199/2009), που φέρονται να δεσμεύουν με την αποδοχή τους από τον αποβιώσαντα ήδη Δ. Κ. την εταιρεία AGRONEF, δοθέντος ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15 και 16 του καταστατικού της εν λόγω εταιρείας για την δέσμευση της εταιρείας απαιτούντο οι υπογραφές και των ετέρων δύο νομίμων εκπροσώπων ή έστω εξουσιοδότηση από αυτούς. Ούτε επίσης συνιστά υπέρβαση εξουσίας το ότι το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμα έλαβε υπ'όψη του ότι με την υπ'αριθμ. 3996/1.11.2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της από 19-5-2001 αποφάσεως της εκτάκτου γενικής συνελεύσεως των μετόχων της εταιρείας ΑGRONEF περί αναγνωρίσεως της οφειλής των 53.170.800 δραχμών ή 156.040 ΕΥΡΩ προς την ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε. με την μετοχοποίηση του σχετικού χρέους. Ούτε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα τιμολόγια ότι τα φερόμενα ως χρησιμοποιηθέντα εκσκαπτικά μηχανήματα ανήκαν κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο στην εταιρεία ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε. Περαιτέρω σχετικά με την έννοια της κακουργηματικής απάτης, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξένησε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης, απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να προσαπαιτείται και η πραγματοποίηση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως, το έγκλημα της απάτης μπορεί να τελεσθεί και με παραπλάνηση του δικαστή που δικάζει σε πολιτική δίκη, κάθε φορά που υποβάλλεται σ' αυτόν ψευδής ισχυρισμός, ο οποίος υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή και επίκληση πλαστών ή νοθευμένων εγγράφων ή γνησίων μεν, αλλά με ανακριβές περιεχόμενο. Η απάτη επί δικαστηρίου είναι τελεσμένη όταν με τους ψευδείς ισχυρισμούς και με την προσαγωγή αναληθών αποδεικτικών στοιχείων, εκδίδεται οριστική απόφαση υπέρ των απόψεων του δράστη ή άλλου, σε βάρος του αντιδίκου του, απόπειρα δε αυτής συντρέχει, στην περίπτωση κατά την οποία ο δικαστής δεν παραπλανάται από τους ψευδείς ισχυρισμούς και τα ανακριβή αποδεικτικά στοιχεία και απορρίπτει, ως αβάσιμη, την αγωγή ή την αίτηση. ( Α.Π. 305/2007, Α.Π. 1638/2004 Ποιν. Χρον. ΝΕ σελ. 648, Α.Π. 769/2003 Ποιν. Χρον. ΝΔ σελ. 150, Α.Π. 1633/2002 Ποιν. Χρον.ΝΓ σελ. 602, Α.Π. 1287/1997 Ποιν. Χρον. 1998 σελ. 463, Α.Π. 1452/1983 Ποιν. Χρον. 1984 σελ. 428 ).
Συνεπώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα, αλλά και το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το παραπεμπτικό βούλευμα, ορθώς ερμήνευσαν και εφάρμοσαν τις σχετικές ποινικές διατάξεις, και ως εκ τούτου πρέπει να απορριφθούν οι προτεινόμενοι λόγοι αναιρέσεως ως αβάσιμοι και να τους επιβληθούν και τα δικαστικά έξοδα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ - ΠΡΟΤΕΙΝΩ 1) Να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ'αριθμ. 221/18.12.2009 αίτηση αναιρέσεως του Ι. Κ. κατά του υπ'αριθμ. 2199/18.11.2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα. 2) Να απορριφθούν ως αβάσιμες οι υπ'αριθμ.: α) 222/21-12-2009, β) 217/11.12.2009, γ) 225/21.12.2009, δ) 224/21.12.2009, και, ε) 223/21.12.2009 αιτήσεις αναιρέσεως των αντιστοίχως προς τις ανωτέρω των α) Γ. Κ., β) Α. Μ.-Κ., γ) Ε. Β., δ) Γ. Τ., και ε) Α. Τ., κατά του υπ'αριθμ. 2199/18.11.2009 βουλεύματος Εφετών Αθηνών. 3) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των ανωτέρω αναιρεσειόντων.
Αθήνα 2-5-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Νικόλαος Τσάγγας
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε, και αφού διαπιστώθηκε από την επί του φακέλου της δικογραφίας σημείωση του Γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, ότι ειδοποιήθηκε, νομίμως και εμπροθέσμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, ο αντίκλητος του αναιρεσείοντος.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Οι από 11-12-2009 αίτηση του Α.-Μ. Κ. και η από 18-12-2009 αίτηση του Ι. Κ. καθώς και οι από 21-12-2009 αιτήσεις των Γ. Κ., Α. Τ., Γ. Τ. και Ε. Β. του Κ. για αναίρεση του 2199/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικασθούν.
Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας, ο αναιρεσείων κατηγορούμενος Γ. Τ. με το 181/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της ηθικής αυτουργίας από κοινού μετ'άλλων συγκατηγορουμένων του σε απάτη σε βαθμό κακουργήματος. Κατά του εν λόγω παραπεμπτικού βουλεύματος το οποίο του επιδόθηκε στις 4-2-2009 στην δηλωθείσα στην κατά την ανάκριση απολογία του διεύθυνση κατοικίας του στην οδό … με θυροκόλληση, χωρίς να έχει διορίσει αντίκλητο ο κατηγορούμενος άσκησε την από 16-4-2009 με αριθμό έκθεσης 198/2009 έφεσή του, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με το 2199/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών λόγω εκπροθέσμου ασκήσεως δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του στις 16-4-2009 αυτής χωρίς να εκθέτει στην έφεση προς δικαιολόγηση της εκπρόθεσμης άσκησής της λόγους ανωτέρας βίας που να αφορούν το πρόσωπό του εκκαλούντος και να προσκομίσει τα προς επιβεβαίωση των αποδεικτικά μέσα. Κατά του βουλεύματος αυτού του Συμβουλίου Εφετών ο άνω αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε την από 21-12-2009 ένδικη αίτηση αναιρέσεως. Όμως δεν επιτρέπεται αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ.2 Κ.Ποιν.Δικ.κατά του άνω απορριπτικού της εφέσεως του εν λόγω αναιρεσείοντος ως απαράδεκτως βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών.
Όσον αφορά την αίτηση αναιρέσεως κατά του ιδίου ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών που άσκησε ο Ι. Κ. με δήλωση ενώπιον του γραμματέα του Εφετείου Αθηνών στις 18 Δεκεμβρίου 2009 και για την οποία συντάχθηκε η υπ'αριθμό 221/2009 έκθεση, από τα έγγραφα στη δικογραφία και ειδικότερα το από 3-12-2009 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητού δικαστηρίων Εισαγγελίας Εφετών Γ. Σ. προκύπτει ότι στον εν λόγω αναιρεσείοντα είχε επιδοθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα με το οποίο απερρίφθη η έφεση του κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών με το οποίο είχε παραπεμφθεί και αυτός να δικασθεί για ηθική αυτουργία από κοινού σε κακουργηματική απάτη, στις 3-12-2009 με θυροκόλληση στην δηλωθείσα στην έφεση κατοικία του. Στην ένδικη αίτηση του, που ασκήθηκε μετά την πάροδο της οριζόμενης στο άρθρο 473 Κ.Ποιν.Δ. δεκαημέρου προθεσμίας ο ως άνω αναιρεσείων δεν επικαλείται προς δικαιολόγηση της καθυστερημένης ασκήσεως αυτού του ένδικου μέσου συνδρομή ανυπερβλήτου κωλύματος ή λόγο ανώτερης βίας. Δεν είχε διορίσει ο αναιρεσείων αυτός όταν άσκησε έφεση κατά του 181/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών ως αντίκλητό του δικηγόρο, έναν από αυτούς που υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου που θα δίκαζε σε δεύτερο βαθμό και στον οποίο κατά τις διατάξεις του κατ'αναλογία εφαρμοζομένου και επί βουλευμάτων άρθρου 498 Κ.Ποιν.Δ. μπορούν να γίνονται οι επιδόσεις που αφορούν τον διάδικο που τον διόρισε και αναφέρονται και στην επίδοση του μετά την άσκηση της εφέσεως εκδιδομένου βουλεύματος αλλά διόρισε ως αντίκλητο του τον δικηγόρο Πειραιώς Μιχαήλ Κουρμπέλη. Οι περιφέρειες των Αθηνών και του Πειραιώς δεν είναι μία ενιαία περιφέρεια και συνεπώς δεν αρκεί ο αντίκλητος να ανήκει στους δικηγόρους που υπηρετούν στην έδρα του δικαστηρίου ή του συμβουλίου που δικάζει ή κρίνει την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό ή αυτού που εξέδωσε το βούλευμα ή την απόφαση που προσβάλλονται με την έφεση. Κατ'ακολουθίαν, η γενομένη επίδοση του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών με το οποίο απερρίφθη η έφεση που είχε άσκησε ο κατηγορούμενος Ι. Κ. κατά του πρωτόδικου βουλεύματος κατ'ουσίαν παρήγαγε αποτελέσματα και άρχισε να τρέχει η προθεσμία για την άσκηση εκ μέρους του αναιρέσεως κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Δεν δημιουργήθηκε ακυρότητα από την παράλειψη επιδόσεως στον διορισμένο με την έφεση ως αντίκλητό του δικηγόρο του προσβαλλόμενου βουλεύματος αφού κατά τα προαναφερθέντα καθίστατο ανενεργός η από το άρθρο 155 Κ.Ποιν.Δ. επιβαλλόμενη υποχρέωση για τέτοια πρόσθετη επίδοση, ως εκ του ότι ο διορισθείς ως αντίκλητος δεν ήταν δικηγόρος που να υπηρετεί στην περιφέρεια της έδρας του Δικαστηρίου από το Συμβούλιο Εφετών του οποίου εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα ή του Δικαστηρίου από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών του οποίου είχε εκδοθεί το βούλευμα κατά του οποίου είχε ασκήσει την έφεση ο ήδη αναιρεσείων. Κατ'ακολουθίαν η αίτηση αναιρέσεως του Ι. Κ. στην οποία δεν δικαιολοείται η άσκηση της μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας και δεν προσκομίζονται και τα προς απόδειξη αυτών στοιχεία ασκήθηκε εκπρόθεσμα.
Κατά τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 476 Κ.Ποιν.Δ. όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 38 του ν.3160/2003 "κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεν παρέχεται πλέον η δυνατότητα ασκήσεως αναιρέσεως από τους διαδίκους κατά βουλεύματος, το οποίο απέρριψε την έφεσή τους κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος ως απαράδεκτη. Δηλαδή αναίρεση επιτρέπεται πλέον μόνο κατά αποφάσεως, που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο και όχι και κατά βουλεύματος που επίσης απορρίπτει αυτό ως απαράδεκτο. Το αντίθετο δεν συνάγεται από το ότι το κατά το άρθρο 138 παρ.1 εδ.τελευταίο του Κ.Ποιν.Δ. "η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου ονομάζεται βούλευμα η διάταξη της παρ.2 του άρθρου 476 αφού πριν αντικατασταθεί κατά τα προεκτεθέντα όριζε ότι κατά της απόφασης ή του βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο επιτρέπεται μόνο αναίρεση" και έτσι, με την αντικατάσταση αυτή εκφράσθηκε ρητά η βούληση του νομοθέτη για αποκλεισμό της αναιρέσεως κατά βουλεύματος που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο. Επίσης κατά το άρθρο 476 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ. όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.18 του ν.2408/1996, το ένδικο μέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εκτός άλλων περιπτώσεων, και όταν ασκήθηκε εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκηση του. Για να κηρύξει όμως το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο) απαράδεκτο το ένδικο μέσο ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 476 παρ.1 του Κ.Ποιν.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ.18 του ν.2408/1996, πρέπει να έχει ακούσει τους διαδίκους που θα εμφανιστούν και προς τούτο ο Εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητο του για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υποθέσεως στο δικαστικό συμβούλιο. Την ειδοποίηση αυτή ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας. Η διάταξη ρυθμίζει ειδικά και κατοχυρώνει το δικαίωμα του κατηγορουμένου αλλά και κάθε άλλου διαδίκου που ασκεί το ένδικο μέσο να εκθέτει και να αναπτύσσει τις απόψεις του για αυτό το ένδικο μέσο πριν την απόρριψή του ως απαραδέκτου από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο. Από το περιεχόμενο και το σκοπό της διάταξης αυτής που συμπορεύεται με το άρθρο 20 του Συντάγματος, το οποίο καθιερώνει το δικαίωμα της προηγούμενης δικαστικής ακροάσεως για καθένα που ζητεί από το δικαστήριο την παροχή έννομης προστασίας, προκύπτει ότι αυτή δεν συνιστά απλή οδηγία του νομοθέτη αλλά οριοθετεί το δικαίωμα των άνω δικαστικών οργάνων για απόρριψη του ενδίκου μέσου ως απαραδέκτου και επιτρέπει την άσκηση του δικαιώματος αυτού μόνον όταν έχει προηγηθεί ακρόαση των ενδιαφερομένων διαδίκων ή τουλάχιστον η προαναφερόμενη ειδοποίηση του διαδίκου που έχει ασκήσει ένδικο μέσο που δεν προβλέπεται ή έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως όσον αφορά την αίτηση που έχει ασκήσει ο αναιρεσείων Γ. Τ. και την αίτηση που έχει ασκήσει ο αναιρεσείων Ι. Κ. και για τις οποίες κατά τα ανωτέρω διαπιστώνεται ότι δεν έχουν ασκηθεί παραδεκτώς δεν προκύπτει από τα έγγραφα στη δικογραφία ότι τηρήθηκαν οι διατυπώσεις που επιβάλλονται ως υποχρεωτικές από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 476 παρ.1, όσον αφορά την ειδοποίηση από τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου καθένα των άνω διαδίκων που άσκησαν το ένδικο μέσο της αναιρέσεως ή τον αντίκλητο τους για να προσέλθουν στο συμβούλιο και εκθέσουν τις απόψεις των για το ένδικο αυτό μέσο πριν την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως καθενός ως απαραδέκτως από το παρόν δικαστικό Συμβούλιο. Αντίθετα από την σχετική επισημείωση στο φάκελο της δικογραφίας προκύπτει ότι από τον γραμματέα της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου έχει ειδοποιηθεί κατ'άρθρο 476 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ. όπως ισχύει μόνον ο αντίκλητος δικηγόρος του ετέρου των αναιρεσειόντων Γ. Κ., να εκθέσει τις απόψεις του ενώ δεν διαπιστώνεται ότι συντρέχει περίπτωση κηρύξεως απαραδέκτως της αιτήσεως αναιρέσεως του άνω διαδίκου. Κατ'ακολουθίαν αυτών ελλείψει προηγουμένης ακροάσεως από το παρόν δικαστικό Συμβούλιο των αναιρεσειόντων Γ. Τ. και Ι. Κ. και χωρίς να έχει λάβει χώρα η πριν από 24 ώρες ειδοποίηση αυτών των διαδίκων ή του αντικλήτου δικηγόρου των δεν επιτρέπεται η άσκηση του δικαιώματος του Συμβουλίου τούτου να απορρίψει τις αιτήσεις των ανωτέρω αναιρεσειόντων ως απαράδεκτες.
Επομένως, ως προς την από 18-12-2009 αίτηση του Ι. Κ. και την από 21-12-2009 αίτηση του Γ. Τ. για αναίρεση του 2/99/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών πρέπει να απόσχει το παρόν Συμβούλιο να αποφανθεί για το παραδεκτό ή μη αυτών προκειμένου να ειδοποιηθούν εμπρόθεσμα και νόμιμα όπως ορίζει η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 476 παρ.1 Κ.Ποιν.Δ. για να προσέλθουν κατά τη συνεδρίαση αυτού να εκθέσουν τις απόψεις των για το ένδικο μέσο που άσκησε καθένας από αυτούς, ενώ οι αιτήσεις των λοιπών αναιρεσειόντων που έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα ως παραδεκτές πρέπει να εξετασθούν περαιτέρω.
Κατά το άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας άλλον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη ή παράλειψη ή ανοχή και γ)βλάβη ξένης κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται το πρόσωπο εκείνου που εξαπατήθηκε με εκείνου που ζημιώθηκε, αρκεί να μπορεί από το νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για τον βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτόμενου στην διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης.
Περαιτέρω μετά την αντικατάσταση της παρ.3 του άρθρου 386 Π.Κ. με το άρθρο 14 παρ.4 ν.2721/1999 η απάτη προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και στην περίπτωση κατά την οποία το παράνομο περιουσιακό όφελος που επεδίωξε ο δράστης ή αντίστοιχη συνολική ζημία που προεκλήθη υπερβαίνει ήδη το ποσό των 73.000 ευρώ. Στην πολιτική δίκη μπορεί ο δράστης να παραπλανήσει τον δικαστή οπότε συντελείται αντικειμενικώς το έγκλημα της απάτης δια της προβολής ψευδούς ισχυρισμού, ο οποίος να υποστηρίζεται με την εν γνώσει προσκομιδή ψευδών αποδεικτικών μέσων ήτοι πλαστών ή νοθευμένων ή γνησίων μεν ψευδών όμως κατά περιεχόμενο εγγράφων από τα οποία ο δικαστής παραπλανηθείς εξέδωσε οριστική απόφαση από την οποία επήλθε βλάβη στον διάδικο. Κατ'ακολουθίαν η πράξη της απάτης στο δικαστήριο τελείται και με την αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση ψευδείς κατά περιεχόμενο συναλλαγματικές, το ποσό των οποίων δεν όφειλε ο παθών και ο δικαστής παραπλανήθηκε από αυτές και εξέδωσε την βλαπτική για τα συμφέροντα του αντιδίκου του διαταγή πληρωμής συνεπεία της οποίας, αποτελούσης εκτελεστό τίτλο (Κ.Πολ.Δικ. 631), επέρχεται βλάβη στην περιουσία ή και απειλή κατά της περιουσίας όταν αυτή δημιουργεί χειροτέρευση της παρούσης καταστάσεως του αντιδίκου του δράστη. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ.1 εδαφ.α' Π.Κ. με την ποινή του αυτουργού τιμωρείται επίσης όποιος με πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε.
Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την ύπαρξη της ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειμενικώς η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλο της αποφάσεως να τελέσει ορισμένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειμενική υπόσταση ορισμένου εγκλήματος, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής μπορεί να γίνει, αφού ο νόμος δεν ορίζει, με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο, όπως με προτροπές (δηλαδή με παρακίνηση ή παρόρμηση ή ενθάρρυνση) και παραινέσεις (δηλαδή με συμβουλές υποδείξεις κλπ), πειθώ και φορτικότητα ή με εκμετάλλευση της επιβολής στον φυσικό αυτουργό, λόγω υπηρεσιακής εξαρτήσεως. Υποκειμενικώς δε, απαιτείται δόλος του ηθικού αυτουργού, δηλαδή ηθελημένη πρόκληση της αποφάσεως για την διάπραξη από άλλον της αντικειμενικής υποστάσεως ορισμένου εγκλήματος με θέληση και γνώση ή αποδοχή της συγκεκριμένης εγκληματικής πράξεως. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 45 Π.Κ. συναυτουργία είναι η άμεση ή διαδοχική σύμπραξη περισσοτέρων από ένα πρόσωπο στην τέλεση κάποιου εγκλήματος το οποίο διαπράττουν με κοινό δόλο τους, δηλαδή με συναπόφασή τους την οποία έλαβαν είτε πριν από την πράξη τους ή κατά την τέλεση της αξιοποίνου πράξεως ώστε καθένας τους θέλει ή αποδέχεται την τέλεσή της και γνωρίζει ότι και ο άλλος από αυτούς ενεργεί με δόλο τελέσεως της πράξεως και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δράση του με τη δράση των άλλων. Είναι δε αδιάφορο αν η πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος τελείται από όλους κατά τον αυτό τρόπο και με την αυτή ενέργεια. Αρκεί, ότι όλοι τελούν εν γνώσει της προθέσεως μεταξύ τους για την τέλεση του ιδίου εγκλήματος. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 46 παρ.1 περ.α'και 45 του ΠΚ συνάγεται ότι είναι δυνατή η ύπαρξη ηθικής αυτουργίας κατά συναυτουργία όταν περισσότεροι από κοινού παρήγαγαν από πρόθεση την απόφαση της εκτελέσεως ορισμένου εγκλήματος στον φυσικό αυτουργό αυτού.
Για τον έλεγχο από τον Άρειο Πάγο της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του άρθρου 45 του ΠΚ πρέπει να αναφέρονται στο βούλευμα τα πραγματικά περιστατικά, βάσει των οποίων το συμβούλιο δέχθηκε ότι ο δράστης συμμετείχε στην τέλεση του εγκλήματος από κοινού με τους άλλους συμμετόχους. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ'του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ'αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κ.λπ.) χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από το καθένα. Δεν αποτελούν όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας περί τα πράγματα.
Τέλος εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β'του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναιρέσεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του σκεπτικού με το διατακτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες αντιφάσεις ή λογικά κενά με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι από τα σε αυτήν αναφερόμενα κατ'είδος αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Στις 20/01/1998 οι κατηγορούμενοι Α. Μ. Κ. (τότε εφέτης του Διοικητικού Εφετείου ...) και ο αποβιώσας αδελφός του Δ. Κ. συμφώνησαν με τον εγκαλούντα Γ. Φ. (δικηγόρο Αθηνών) με το υπ'αριθμ. ... συμβολαιογραφικό προσύμφωνο πώλησης να αγοράσουν σε ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ο καθένας, έναν αγρό, συνολικής έκτασης πεντακοσίων πενήντα πέντε (555) στρεμμάτων, που βρισκόταν στην θέση Μ. Σ. του Δήμου Υ. Φ., και για το λόγο αυτό κατέβαλαν συνολικά ως προκαταβολή το ποσό των 36.000.000 δρχ. Επειδή κατά το χρονικό διάστημα από την υπογραφή του ανωτέρω προσυμφώνου μέχρι και πριν από τον Νοέμβριο του έτους 1999 ο Α. Μ. Κ., λόγω της τότε δικαστικής ιδιότητας, δεν μπορούσε σύμφωνα με το άρθρο 89 παρ.1 του Συντάγματος να συμμετάσχει ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ανωνύμου εταιρείας αλλά και να αναλάβει οποιαδήποτε έμμισθη υπηρεσία, απεφάσισε να μεταβιβάσει το δικαίωμά του επί του ποσοστού του 1/3 που του αναλογούσε. Για τον λόγο αυτό συμφώνησε με τον Κ. Κ. να του καταβάλει το ποσό των 20.000.000 δρχ. προκειμένου εκείνος να συμβληθεί στο οριστικό συμβόλαιο ως αγοραστής του 1/3 της συνολικής έκτασης του ανωτέρω αγρού. Στην συνέχεια στις 26/10/1999 δυνάμει του υπ'αριθμ.... συμβολαιογραφικού εγγράφου (καταστατικού) του συμβολαιογράφου Αθηνών Κωνσταντίνου Παπαθέου, συνεστήθη από τους Δ. Κ., Κ. Κ. και Γ. Φ. ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "AGRONEF Γεωργοδενδροκτηνοτροφικές - Εμπροβιομηχανικές - Εισαγωεξαγωγικές Επιχειρήσεις και Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών Ανώνυμη Εταιρεία" (AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ, Α.Ε), με έδρα την Αθήνα, κεφάλαιο στο ποσό των 35.100.000 δρχ. από το οποίο κάθε ιδρυτής κατέβαλε το 1/3 του ποσού αυτού, δηλαδή ποσό 11.700.000 δρχ., αναλαμβάνοντας ο καθένας και το 1/3 του συνόλου των μετοχών. Πρόεδρος του Δ.Σ. της εταιρείας ορίστηκε ο Γ. Φ., Αντιπρόεδρος ο Κ. Κ. και Διευθύνων Σύμβουλος ο Δ. Κ.. Σύμφωνα με το καταστατικό, μεταξύ των σκοπών της εταιρείας τέθηκε και η αγορά της ανωτέρω εκτάσεως επ' ονόματι της εταιρείας σύμφωνα με τους όρους του ανωτέρω υπ' αριθ. ... προσυμφώνου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Αθηνών Νικολάου Παπαθέου, η καλλιέργεια και παραγωγή παντός είδους οικολογικών γεωργικών προϊόντων, μεταξύ των οποίων και βατόμουρων, η δενδροφύτευση, ανάπτυξη και εκμετάλλευση ιχθυοτροφείων πέστροφας, σολομού, αστακών και παντός είδους ψαριών, η δημιουργία μονάδος θηραμάτων αγρίων ζώων, πουλιών, στρουθοκαμήλων κλπ. Μετά την ίδρυση της ανωτέρω εταιρείας καταρτίσθηκε και το οριστικό συμβόλαιο αγοράς της ανωτέρω έκτασης επ'ονόματι της εταιρείας, το δε ποσό του τμήματος καταβλήθηκε κατ'ίσα μέρη από τους εταίρους. Στις εργασίες και λειτουργίες της ανωτέρω εταιρείας τυπικά, για τους λόγους που αφορούσαν την δικαστική του ιδιότητα, δεν συμμετείχε ο Α.-Μ. Κ., στην πραγματικότητα όμως συμμετείχε ως κρυπτόμενο φυσικό πρόσωπο δια του αδελφού του Δ. Κ.. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από το πρακτικό υπ'αριθμό … της τρίτης επαναληπτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της ανωτέρω εταιρείας, η οποία συνήλθε στις 10/8/2002 στην Αθήνα, όπου εμφαίνεται να συμμετέχει ο Α.-Μ. Κ. ως εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος και πληρεξούσιος του μετόχου Δ. Κ.. Επειδή από το σύνολο της ανωτέρω έκτασης τα 155 στρέμματα είχαν χαρακτηρισθεί ως δάσος, έπρεπε προκειμένου οι εταίροι να τα χρησιμοποιήσουν για την εξυπηρέτηση των επιχειρηματικών αναγκών της εταιρείας τους να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες για να τα εκχερσώσουν. Την εκχέρσωση της παραπάνω έκτασης ανέλαβαν κατόπιν συμφωνίας οι χειριστές εκσκαπτικών μηχανημάτων Η. Σ. του Γ. και Κ. Ά. του Χ. με αμοιβή για τον πρώτο το ποσό των 600.000 δρχ. το μήνα, για δε τον δεύτερο το ποσό των 450.000 δρχ. το μήνα. Για τη συμφωνία αυτή συντάχθηκε αρχικά ένα ιδιόχειρο συμφωνητικό και στην συνέχεια ένα ίδιο δακτυλογραφημένο συμφωνητικό το οποίο υπέγραψαν και οι τρείς εταίροι κρατώντας ένα αντίγραφο για την εταιρεία και ένα για τους χειριστές. Τα μηχανήματα που χρησιμοποιήθηκαν για την εκχέρσωση ανήκαν στην ανώνυμη εταιρεία "ARGO-G ΑΒΕΠΕ" της οποίας πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο Γ. Κ., πλήν όμως επειδή η εταιρεία αυτή είχε κηρυχθεί σε πτώχευση δυνάμει της υπ'αριθμ.2082/28-12-1999 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο Γ. Κ., προκειμένου να τα "διασώσει" από την διαδικασία της πτώχευσης, σε συνεννόηση με τους αδελφούς Κ. (Δ. και Α.-Μ.), με τους οποίους διατηρούσε φιλικές και επαγγελματικές σχέσεις, τα μετέφερε στο κτήμα της AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ Α.Ε. στη ... και τα διέθεσε δωρεάν για την εκχέρσωση του κτήματος. Από την πλευρά του ο εκκαλών Γ. Κ. παραδέχεται μεν ότι τα μηχανήματα ανήκαν προσωπικά στον ίδιο από το έτος 1999, αλλά υποστηρίζει ότι στη συνέχεια τα εισέφερε στην εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε.", η οποία και εξόφλησε το τίμημα των μηχανημάτων. Ακόμη υποστηρίζει, ότι η εν λόγω εταιρεία στη συνέχεια μίσθωσε τα μηχανήματα στην εταιρεία AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ Α.Ε. από 10/1/2000 έως 31/3/2000, προκειμένου η τελευταία να προβεί στην εκχέρσωση του κτήματος και ότι το μίσθωμα είχε συμφωνηθεί να υπολογισθεί βάσει των ωρών εργασίας των μηχανημάτων, και κατά τη συμφωνία η AGRONEF θα πλήρωνε το πετρέλαιο και τους χειριστές των μηχανημάτων τους οποίους και πλήρωσε. Περαιτέρω ο Γ. Κ. ισχυρίζεται ότι η εταιρεία AGRONEF δεν επέστρεψε, όπως όφειλε, τα μηχανήματα στο χρόνο που συμφωνήθηκε, αλλά τα κράτησε μέχρι τον Φεβρουάριο του 2001 και ότι τελικά η εταιρεία ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ ΑΤΤΕΒΕ πήρε τα μηχανήματά της τον Φεβρουάριο του 2001, χωρίς τελικά η οφειλέτρια εταιρεία AGRONEF να καταβάλει τα οφειλόμενα μισθώματα, τα οποία μαζί με τα έξοδα μεταφοράς, επισκευής και αγοράς ανταλλακτικών αυτών ανήλθαν στο ποσό των 53.170.000 δρχ. περίπου. Ακόμη, ισχυρίζεται ότι οι μέτοχοι της AGRONEF αθέτησαν την συμφωνία τους και δεν πλήρωσαν τα οφειλόμενα και για τον λόγο αυτό ο Δ. Κ., ο οποίος κατά το διάστημα εκείνο ήταν Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της AGRONEF πρότεινε στη Γενική Συνέλευση να αναγνωρισθεί και να πληρωθεί η απαίτηση της ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ ΑΤ.Τ.Ε.Β.Ε. Ακολούθως ο Δ. Κ. μετά από σχετική απόφαση για την αναγνώριση του χρέους από την AGRONEF, που ελήφθη κατά την έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της 19/5/2001, εξέδωσε προς εξόφληση, σε διαταγή της ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε. πέντε (5) συναλλαγματικές συνολικής χρηματικής απαίτησης 156.040 ευρώ (δηλαδή πέντε συναλλαγματικές ποσού εκάστης 31.208 ευρώ) και συγκεκριμένα: 1. συναλλαγματική ποσού 31208 ευρώ εκδόσεως και αποδοχής στις 25-2-2002, στην Αθήνα λήξεως 30-5-2002, 2.συναλλαγματική ποσού 31208 ευρώ, εκδόσεως και αποδοχής στις 25-2-2002, στην Αθήνα λήξεως 2-6-2002, 3.συναλλαγματική ποσού 31.208 ευρώ, εκδόσεως και αποδοχής στις 25-2-2002 στην Αθήνα λήξεως 5-6-2002, 4.συναλλαγματική, ποσού 31.208 ευρώ, εκδόσεως και αποδοχής στις 25-2-2002 στην Αθήνα, λήξεως 10-6-2002, 5.συναλλαγματική, ποσού 31.208 ευρώ, εκδόσεως και αποδοχής στις 25-2-2002 στην Αθήνα, λήξεως 12-6-2002. Στην συνέχεια την 25-2-2002 οι κατηγορούμενοι Ε. Β., Γ. Τ. και Α. Τ., οι οποίοι απάρτιζαν την σύνθεση του Δ.Σ. της ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε. (Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος η πρώτη, Αντιπρόεδρος ο δεύτερος και μέλος ο τρίτος), με το από 25-2-2002 πρακτικό του Δ.Σ. χορήγησαν στον Γ. Κ. έγγραφη εξουσιοδότηση για να τους εκπροσωπεί ενώπιον των διοικητικών και δικαστικών αρχών δυνάμει της οποίας αυτός άσκησε για λογαριασμό της ανωτέρω εταιρείας (ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε.) κατά της εταιρείας AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ, την από 15-10-2002 αίτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, στο δικόγραφο της οποίας ισχυρίσθηκε ότι η εταιρεία αποδέχθηκε νομότυπα τις παραπάνω συναλλαγματικές συνολικού ποσού 156040 ευρώ και ότι εξ αυτού του λόγου οφείλει στην εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε." το ανωτέρω ποσό (υπ'αριθμ.6977/2002 Διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Πλήν όμως οι ανωτέρω ισχυρισμοί του Γ. Κ. δεν είναι βάσιμοι διότι δεν στηρίζονται στο αποδεικτικό υλικό. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι τα ποσά των συναλλαγματικών αφορούσαν μισθώματα των εκσκαπτικών μηχανημάτων που χρησιμοποιήθηκαν για την εκχέρσωση του κτήματος της εταιρείας AGRONEF, τον χρόνο που φέρεται ότι έγινε η συμφωνία για την εκμίσθωση των μηχανημάτων μεταξύ των άνω εταιρειών η εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε." δεν υφίστατο ως εταιρεία. Η εν λόγω εταιρεία, η οποία ήταν συμφερόντων του κατηγορουμένου Γ. Κ., όπως προκύπτει από το υπ'αριθμ. ... συμβολαιογραφικό έγγραφο της συμβολαιογράφου Αθηνών Μαγδαληνής Βαϊοπούλου, συνεστήθη το πρώτον την 8-2-2000, η δε καταχώρησή της στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών έγινε μόλις τον Απρίλιο του 2000, ενώ η κατάθεση του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας, που ανέρχεται σε 55 εκατομμύρια δρχ., έγινε στις 18-8-2000 δηλαδή προκύπτει ξεκάθαρα ότι κατά τον επίμαχο χρόνο της εκχερσώσεως η "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε." δεν κατείχε με οποιαδήποτε σχέση τα εκσκαπτικά μηχανήματα, έτσι ώστε να είναι δυνατή η εκμίσθωση αυτών. Ούτε άλλωστε προσκομίσθηκε από τους κατηγορουμένους το μισθωτήριο έγγραφο που αφορά την μίσθωση των μηχανημάτων, ώστε να ερευνηθεί μεταξύ ποίων είχε υπογραφεί η μίσθωση, ενώ για πολύ μικρότερη οικονομική δέσμευση, μεταξύ όλων των μετόχων της AGRONEF και των χειριστών των μηχανημάτων Η. Σ. και Κ. Α. είχε καταρτισθεί και υπογραφεί το από 30-12-1999 ιδιωτικό συμφωνητικό. Από κανένα στοιχείο της δικογραφίας εξ άλλου δεν προκύπτει ότι εξοφλήθηκαν τα εκσκαπτικά μηχανήματα που είχε εισφέρει ο ίδιος Γ. Κ. κατά την ίδρυση της εταιρείας, αφού δεν προσκομίσθηκαν τα σχετικά τιμολόγια αγοράς των μηχανημάτων, που κατά τους ισχυρισμούς του, εκδόθηκαν στο όνομα της "ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε." και εξοφλήθηκαν από αυτήν. Αντιθέτως οι ισχυρισμοί του Γ. Φ. και του μάρτυρα Κ. Κ., ότι δεν υπήρξε κανένα απολύτως χρέος της εταιρείας AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ προς την εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε." από την εκμίσθωση των ανωτέρω εκσκαπτικών μηχανημάτων και ότι οι συναλλαγματικές που προσκομίσθηκαν από τον Γ. Κ. ενώπιον του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήταν ψευδείς και εικονικές, με αποτέλεσμα να παραπλανηθεί ο ανωτέρω δικαστής και να εκδώσει την υπ'αριθμ.6977/2002 Διαταγή πληρωμής υπέρ της αιτούσας εταιρείας "ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε.", ποσού 156040 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων, σε βάρος της ανωτέρω αποδέκτριας εταιρείας, κρίνονται αληθινοί και δεν αναιρούνται από την με ημερομηνία 19-5-2001 απόφαση της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας AGRONEF για εξόφληση του οφειλομένου ποσού 53170800 δρχ. προς την "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε.", καθόσον με την υπ'αριθμ.3996/1-11-2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναγνωρίσθηκε η ακυρότητα της απόφασης αυτής, ενώ δεν πρέπει να παρα ότι σύμφωνα με σχετικό όρο του καταστατικού της AGRONEF τα αξιόγραφα έπρεπε να υπογράφονται και από τα τρία μέλη του Δ.Σ. αλλιώς θα πρέπει να δοθεί ρητή έγγραφη εξουσιοδότηση σε ένα από αυτά πράγμα που στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπήρχε. Περαιτέρω από το γεγονός ότι: α)ο μέτοχος της AGRONEF Δ. Κ. ήταν ταυτόχρονα και μέτοχος από κοινού με το "δανειστή" Γ. Κ. στην εταιρεία "ΑΠΟΛΛΩΝ ΕΠΕ" β)τα ανωτέρω πρόσωπα ενεργούσαν από κοινού τις επιχειρήσεις τους, γ)στην δίκη των ασφαλιστικών μέτρων για την αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως, στην οποία είχε προβεί η εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε." σε βάρος της περιουσίας της AGRONEF, μετά την έκδοση της ως άνω Διαταγής Πληρωμής, η ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Τ.Ε.Β.Ε. προσκόμισε την υπ'αριθμ. … ένορκη βεβαίωση της Συμβολαιογράφου Κερατέας Δάφνης Ξούρα, στην οποία ο εκκαλών κατηγορούμενος Ι. Κ., που ήταν τότε αντιπρόεδρος του Δ.Σ. της AGRONEF υπεραμύνεται του κύρους της κατασχέσεως του κτήματος, δ)οι αδελφοί Κ. συγκαλούν γενική συνέλευση των μετόχων για τις 10-19 Αυγούστου 2002, όπου μετέχει μόνος του ο Δ. Κ. και παρίστανται ως εκπρόσωποι και αντιπρόσωποι αυτού οι Α.-Μ. Κ. και Ι. Κ., όπου αποφασίζεται μετοχοποίηση του ανύπαρκτου χρέους προς την "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε." χωρίς προηγουμένως αναπροσαρμογή του αρχικού κεφαλαίου με βάση την αξία του κτήματος και παραχωρούνται μετοχές σε ποσοστό 60% της AGRONEF προς την "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε." συμψηφίζοντας έτσι το "χρέος" και ε)η εταιρεία "ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε." είναι συμφερόντων του Γ. Κ. και απαρτίζεται κυρίως από μέλη της οικογενείας του, δηλαδή η μεν πρόεδρος του Δ.Σ. B. E.είναι σύζυγος του, το δε μέλος του Δ.Σ. Α. Τ. είναι ανηψιός του, συμμετείχαν δε ενεργά στη διοίκηση της εταιρείας οι τελευταίοι (βλ.την από 17-12-2007 απολογία του Γ. Κ.), προκύπτει ότι οι 2ος , 3ος, 4ος και 6ος των εκκαλούντων έλκοντες ζωτικά συμφέροντα από την έκδοση της σχετικής διαταγής πληρωμής του δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της AGRONEF και υπέρ της ΔΟΜΙΚΗΣ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε. προκάλεσαν την απόφαση στον 1ο εκκαλούντα με προτροπές και παραινέσεις για να διαπράξει την ανωτέρω περιγραφόμενη πράξη της απάτης ενώπιον του Δικαστηρίου, από την οποία η προξενηθείσα ζημία και το αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος υπερβαίνουν τα 73.000 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω εκτιθέμενα ότι έγιναν δεκτά στο Συμβούλιο Εφετών έκρινε ότι οι λόγοι που εξέθεταν στις εφέσεις των οι 1ος , 2ος, 3ος, 4ος και 6ος των εκκαλούντων δεν ήταν ουσιαστικά βάσιμοι ως μη στηριζόμενοι στο αποδεικτικό υλικό και απέρριψε με το προσβαλλόμενο βούλευμα τις εφέσεις των ανωτέρω από τους εκκαλούντες κατά του 181/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο είχαν παραπεμφθεί όλοι οι εκκαλούντες για να δικασθούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για κακουργηματική απάτη και ηθική αυτουργία σε τέτοια απάτη από κοινού κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ'αυτό που διαλαμβάνονται και στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διενεργηθείσα ανάκριση και τα οποία συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος, για το οποίο οι αναιρεσείοντες κατηγορούμενοι κρίθηκαν παραπεμπτέοι, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στις οικείες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1, 27, 45, 46 παρ.1α, 386 παρ.1, 3β του Π.Κ., όπως η παρ.3 του άρθρου 386 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 94 παρ.4 του ν.2721/1999, τις οποίες ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου.
Ειδικότερα αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η επέλευση βλάβης στην περιουσία της ανώνυμης εταιρείας AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ ΑΕΑ συνιστάμενη στην έκδοση σε βάρος της διαταγής πληρωμής για ανύπαρκτο χρέος από 156040 ευρώ πλεον τόκων και εξόδων με βάση μη νομίμως γενόμενες αποδεκτές με υπογραφή από όλα τα μέλη του Δ.Σ. της ανώνυμης αυτής εταιρείας ως άνω πέντε συναλλαγματικές, με κίνδυνο απωλείας αντιστοίχου περιουσιακού στοιχείου της σε περίπτωση μη συμμορφώσεως της προς τον άνω εκτελεστό τίτλο, αφού η έκδοση διαταγής πληρωμής συνιστά επέλευση παρούσης βλάβης σε περίπτωση που επιδιώχθηκε αναγκαστική εκτέλεση όπως στην εξεταζόμενη υπόθεση έγινε δεκτό ότι συνέβη, εν όψει της υποβολής αιτήσεως εκ μέρους της Α.Ε. AGRONEF αιτήσεως για αναστολή εκτελέσεως της διαταγής πληρωμής. Αιτιολογείται ακόμη η ύπαρξη αιτιώδου συνδέσμου μεταξύ της απατηλής συμπεριφοράς του ήδη αναιρεσείοντος Γ. Κ. με τους ψευδείς ισχυρισμούς που περιέλαβε στην υποβληθείσα αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής για την ύπαρξη δήθεν οφειλής της εταιρείας AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ Α.Ε. με βάση τις ανωτέρω πέντε συναλλαγματικές που άνευ νομίμου αιτίας είχαν εκδοθεί και έγιναν αποδεκτές από τον Δ. Κ. μόνον ως εκπρόσωπο αυτής της ανώνυμης εταιρείας και της πλάνης που προκάλεσε στον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου που εξέδωσε την άνω διαταγή πληρωμής και διέτασσε την εν λόγω ανώνυμη εταιρεία να πληρώσει το διατασσόμενο ποσό στην εταιρεία ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ ΑΤΤΕΒΕ περιέχει δε περιουσιακή διάθεση που επάγεται περιουσιακή βλάβη. Αιτιολογείται περαιτέρω με τα αναφερόμενα περιστατικά και ο δόλος του παραπεμπόμενου ως αυτούργου της απάτης άνω αναιρεσείοντος για το ψευδές των περιστατικών που παρέστησε στον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου με την υποβληθείσα αίτηση και της συνημμένες πέντε συναλλαγματικές που εμφάνισε ότι τις είχε αποδεχθεί νομίμως η εταιρεία AGRONEF καθώς και ο σκοπός του άνω αναιρεσείοντος ότι επεδίωκε να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος με βάση την διαταγή πληρωμής που κατά τα ανωτέρω ζήτησε και εκδόθηκε από τον δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου στην εταιρεία ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ ΑΤΤΕΒΕ σε διαταγή της οποίας είχαν εκδοθεί οι ως άνω συναλλαγματικές και ως εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος της οποίας ο αναιρεσείων αυτός έγινε δεκτό ότι ενεργούσε με αντίστοιχη βλάβη της καθής η διαταγή πληρωμής ανώνυμης εταιρείας AGRONEF. Περαιτέρω αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν ως προς τη στοιχειοθέτηση αντικειμενικώς του αδικήματος της ηθικής αυτουργίας από κοινού σε κακουργηματική απάτη σε σχέση με τους λοιπούς αναιρεσείοντες που κρίθηκαν παραπεμπτέοι για την συμμετοχή των υπό αυτήν τη μορφή στο ως άνω έγκλημα και ειδικότερα ότι οι αυτοί προκάλεσαν την απόφαση στον συγκατηγορούμενό τους Γ. Κ. με προτροπές και παραινέσεις να διαπράξει την απάτη ενώπιον δικαστηρίου με προξενηθείσα από αυτήν ζημία και αντίστοιχο παράνομο περιουσιακό όφελος που υπερέβαινε το ποσό των 73.000 ευρώ. Επίσης, προσδιορίζονται στο βούλευμα αυτό περιστατικά για τη συμπεριφορά των παραπεμπομένων ως ηθικών αυτουργών από τους αναιρεσείοντες που υπεδήλωνε τις προσπάθειές των καθώς και το συμφέρον τους να εμφανισθεί ότι υπήρχε απαίτηση της εταιρείας ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε. έναντι της εταιρείας AGRONEF ΓEEE & ΕΕΣ Α.Ε. και που τους οδήγησε να πείσουν τον ανωτέρω συγκατηγορούμενό τους με τον τρόπο και τα μέσα που αναφέρθηκαν να υποβάλει την από 29-10-2002 αίτηση και να παραπλανήσει τον δικαστή του μονομελούς Πρωτοδικείου με βάση τις μη αντιστοιχούσες σε υπαρκτή οφειλή της AGRONEF Α.Ε. και μη σύμφωνα με το καταστατικό αυτής γενόμενες αποδεκτές από τον φερόμενο ως δήθεν νομίμως υπογράφοντα αυτές ως άνω συναλλαγματικές ώστε να εκδώσει την επίμαχη διαταγή πληρωμής υπέρ της αιτούσης εταιρείας ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ ΑΤΤΕΒΕ και σε βάρος της AGRONEF ΓΕΕΕ & ΕΕΣ Α.Ε.. Δεν απαιτούνταν να αναφερθούν επί πλέον περιστατικά προς αιτιολόγηση της ηθελημένης από κοινού εκ μέρους των λοιπών αναιρεσειόντων προκλήσεως της αποφάσεως για τη διάπραξη από τον Γ. Κ. της ανωτέρω αξιοποίνου πράξεως. Περαιτέρω το Συμβούλιο Εφετών δέχθηκε ότι ήταν άκυρη, όπως ανεγνωρίσθη και με σχετική δικαστική απόφαση, η από 19-5-2001 απόφαση της έκτακτης γενικής συνελεύσεως των μετόχων της ανώνυμης εταιρείας AGRONEF με την οποία αποφασίσθηκε η ανάληψη της εξόφλησης του οφειλόμενου ποσού για την εκχέρσωση των 400 στρεμμάτων από τους Κ. Κ. και Δ. Κ. ως μετόχους κατ' ισομοιρία και να γίνει κεφαλαιοποίηση του οφειλόμενου ποσού από 53.170.800 δρχ. μετά την εξόφλησή του δια της αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου κατά το ισόποσο και διανομής των μετοχών αυξήσεως αυτού μεταξύ των δύο ως άνω μετόχων, άλλως ο καταλογισμός του 1/3 αυτού σε βάρος του Γ. Φ. και η λήψη μέτρων κατάσχεσης για τα εξουσιοδοτείτο ο Δ. Κ.. Εν όψει της παραδοχής για ακυρότητα της άνω αποφάσεως της έκτακτης γενικής συνελεύσεως στις 19-5-2001 των μετόχων της ανώνυμης εταιρείας AGRONEF παρεμπιπτόντως περαιτέρω αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ότι έπρεπε οι συναλλαγματικές με βάση τις οποίες εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής να υπογράφονται και από τα τρία μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας AGRONEF και όχι μόνο από τον Δ. Κ., αφού με την άνω άκυρη απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της εταιρείας AGRONEF έγιναν μεταβολές στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου αυτής της ανώνυμης εταιρείας με αντικατάσταση του Γ. Φ. από τον αναιρεσείοντα Ι. Κ.. Αρκούσε η περί ακυρότητος της πιο πάνω αποφάσεως της γενικής συνέλευσης των μετόχων για το ότι ήταν ψευδείς κατά περιεχόμενο ως άνευ νομίμου αιτίας οι πέντε αυτές συναλλαγματικές που επισυνάφθηκαν στην αίτηση που υποβλήθηκε και παραπλανήθηκε ο δικαστής του μονομελούς Πρωτοδικείου που εξέδωσε την διαταγή πληρωμής για την πληρωμή του αναφερόμενου ποσού από την εταιρεία AGRONEF στην εταιρεία ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Τ.Τ.Ε.Β.Ε.
Το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμα δέχθηκε ότι για λόγους που αφορούσαν τον ίδιο τον αναιρεσείοντα Γ. Κ. μεταφέρθηκαν στο αγροτικό ακίνητο που αγόρασε η ανώνυμη εταιρεία AGRONEF τα δύο εκσκαπτικά-χωματουργικά μηχανήματα. Αυτά που υποστηρίζουν οι αναιρεσείοντες για μεταβίβαση των εν λόγω μηχανημάτων στην εταιρεία ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ μετά την ίδρυσή της και για ανάληψη από την εταιρεία AGRONEF των υποχρεώσεων από μίσθωση αυτών των εκσκαπτικών μηχανημάτων δεν περιλαμβάνονται στα περιστατικά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών ότι προέκυπταν από τις αποδείξεις. Με τους ισχυρισμούς αυτούς υπό την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου γίνεται συναγωγή διαφορετικών συμπερασμάτων από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων από τους αναιρεσείοντες ότι εχώρησε νομίμως με τη συναίνεση των αρχικώς συμβαλλομένων ανάληψη των υποχρεώσεων από μίσθωση αυτών των μηχανημάτων ως ενοχικής σχέσεως με εκχώρηση και αναδοχή όλων των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εκ μέρους των εταιρειών ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ Α.Ε. και AGRONEF Α.Ε.. Τέτοιοι όμως ισχυρισμοί δεν είναι δυνατό να θεμελιώσουν παραδεκτό λόγο αναιρέσεως διότι πλήττεται έτσι η ανέλεγκτη αναιρετικώς περί των πραγμάτων ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου Εφετών. Όσα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων Α. Μ. ότι δεν στοιχειοθετείται ηθική αυτουργία των στην αποδιδόμενη αξιόποινη πράξη, εφόσον δεν ήταν μέτοχος ούτε είχε σχέση με τις εμπλεκόμενες στην εκδοθείσα επίμαχη διαταγή πληρωμής εταιρείες δεν θεμελιώνουν λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' Κ.Ποιν.Δ., διότι δεν ήταν προϋπόθεση της προκλήσεως και εκ μέρους και αυτού της αποφάσεως στον αναιρεσείοντα Γ. Κ. να διαπράξει την αξιόποινη πράξη της απάτης ενώπιον δικαστηρίου με τις προαναφερθείσες δυσμενείς συνέπειες και προκειμένου να ωφεληθεί παρανόμως τρίτος να είναι αυτός μέτοχος της φερομένης ως οφειλέτιδος ανώνυμης εταιρείας AGRONEF. Επίσης από αυτά που δέχεται το προσβαλλόμενο δια παραπομπής στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση συνάγεται ότι μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, τα οποία λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν περιλαμβάνονται και τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν και επομένως δεν παρέλειψε να συνεκτιμήσει κάποιο από αυτά παρά τα όσα περί του αντιθέτου προβάλλονται από τους αναιρεσείοντες. Επομένως, είναι αβάσιμοι οι από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' Κ.Ποιν.Δ. λόγοι αναιρέσεως που προβάλλονται με τις ένδικες αιτήσεις για έλλειψη αιτιολογίας του ως άνω βουλεύματος και εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου από το Συμβούλιο Εφετών.
Κατά το άρθρο 57 παρ. 1 και 3 του Κ.Ποιν.Δ., αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει πάψει η ποινική δίωξη εναντίον του δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. Αν παρά την παραπάνω απαγόρευση, ασκηθεί ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι παραβίαση του δεδικασμένου, που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 484 παρ. 1 εδαφ. γ' Κ.Ποιν.Δ., υφίσταται όταν το βούλευμα παραπέμπει τον κατηγορούμενο στο ακροατήριο, ενώ με προγενέστερο βούλευμα ή απόφαση κρίθηκε αμετακλήτως ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία ή αθωώθηκε ή καταδικάστηκε ή η ποινική δίωξη κατ' αυτού έπαυσε οριστικά. Αντιθέτως δεν παράγουν δεδικασμένο και δεν δεσμεύουν τον ποινικό δικαστή οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων επί ζητήματος που έχει σχέση με την ποινική δίκη, ούτε παράγει δεδικασμένο η πράξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών με την οποία κατ' άρθρο 43 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ. αρχειοθετείται η υποβληθείσα μήνυση ή αναφορά ως μη νόμιμη ή προφανώς ως κατ' ουσίαν αβάσιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως, αλλά ούτε και η διάταξη αυτού, με την οποία απορρίπτεται κατ' άρθρο 47 του Κ.Πολ.Δ. η έγκληση ως μη νόμιμη ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως. Στην τελευταία μόνον περίπτωση εφόσον η απορριπτική αυτή διάταξη εγκριθεί από τον Εισαγγελέα Εφετών, παρέχεται στον Εισαγγελέα Πλημμελει-οδικών το δικαίωμα να απορρίψει κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 57 του Κ.Ποιν.Δ. κάθε νέα καταγγελία κατά του ιδίου προσώπου που βασίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά ή σε επουσιώδη παραλλαγή ή συμπλήρωση αυτών, που ισχύει κατά το στάδιο που προηγείται της ασκήσεως της ποινικής διώξεως και κάμπτεται όταν μεταγενεστέρως προκύψουν νεότερα πραγματικά περιστατικά ή συμπληρωθούν οι διαδικαστικές προϋποθέσεις ασκήσεως ποινικής διώξεως. Ούτε πάλι δημιουργείται δεδικασμένο από την παραπομπή στο ακροατήριο για να δικασθούν για ψευδή καταμήνυση και συκοφαντική δυσφήμηση εκείνων που είχαν καταμηνύσει άλλους για αξιόποινες πράξεις, χωρίς κατά των τελευταίων να ασκηθεί ποινική δίωξη ως προς άλλες πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε κατά των ιδίων ποινική δίωξη. Ορίζεται μόνον στο άρθρο 366 παρ. 2 Π.Κ. ότι στις περιπτώσεις των άρθρων 362, 363, 364 και 365 αν το γεγονός που ισχυρίστηκε ή διέδωσε ο υπαίτιος είναι αξιόποινη πράξη, για την οποία ασκήθηκε δικαστική δίωξη αναστέλλεται η ποινική δίκη για τη δυσφήμηση έως το τέλος της ποινικής διώξεως και θεωρείται αποδεδειγμένο, ότι το γεγονός που αφορά η δυσφήμηση είναι αληθινό αν η απόφαση είναι καταδικαστική και ψευδές αν η απόφαση είναι αθωωτική και στηρίζεται στο γεγονός ότι δεν αποδείχτηκε ότι το πρόσωπο, που είχε δυσφημισθεί τέλεσε την αξιόποινη πράξη.
Συνεπώς, οι αιτιάσεις όλων των αναιρεσειόντων ότι με το προσβαλλόμενο βούλευμα παραβιάσθηκε το δεδικασμένο που ισχυρίζονται ότι απορρέει αφ' ενός από την απόρριψη με την Α 55/2004 διάταξη της Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών της από 24-9-2003 εγκλήσεως του Κ. Κ. κατά των Α. Μ. Κ., Δ. Κ., Ι. Κ., Γ. Κ. και Κ. Π. για τις πράξεις της απάτης αντικειμένου ιδιαίτερης μεγάλης αξίας, από την οποία η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, της πλαστογραφίας με χρήση και της υπεξαιρέσεως την κατά της οποίας εισαγγελικής διατάξεως προσφυγή του εγκαλούντος απέρριψε ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών με την 561/17-8-2006 διάταξή του και αφ' ετέρου από την αμετάκλητη παραπομπή του άνω μηνυτή Κ. Κ. και των μαρτύρων του Γ. Φ. και Ν. Κ. να δικασθούν με το αναφερόμενο κλητήριο θέσπισμα, η κατά του οποίου προσφυγή αυτών απερρίφθη με την 395/2008 διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών, για τις πράξεις της ψευδούς καταμηνύσεως και συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος των ήδη αναιρεσειόντων, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες καθόσον δεν συντρέχουν υπό τα εκτιθέμενα στις αιτήσεις των αναιρεσειόντων οι αξιούμενες από το άρθρο 57 Κ.Ποιν.Δ. προϋποθέσεις για να προκύπτει δεδικασμένο σε σχέση με τις αξιόποινες πράξεις για τις οποίες αυτοί με το προσβαλλόμενο βούλευμα παραπέμπονται στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Επίσης απορριπτέες είναι οι αιτιάσεις που προτείνονται από τον αναιρεσείοντα Α. Μ.-Κ. ότι παρεβιάσθη με το προσβαλλόμενο βούλευμα δεδικασμένο που απέρρεε από το αμετάκλητο 2610/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο απαλλάχθηκαν αυτοί και ο έτερος κατηγορούμενος Δ. Κ. που έχει ήδη αποβιώσει καθώς η συμβολαιογράφος Αθηνών Α. Π. για τις πράξεις για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος των ποινική δίωξη που ισχυρίζονται ότι αφορούσαν σε πλαστογράφηση δήθεν από κοινού από τους συναυτουργούς της υπογραφής και σφραγίδας συμβολαιογράφου στα πρακτικά της γενικής συνελεύσεως των μετόχων της AGRONEF Α.Ε. της 10/8 - 19/8/2002. Δεν αναφέρουν ο ως άνω αναιρεσείων με ποιο τρόπο έχει καταστεί αμετάκλητο το αναφερόμενο βούλευμα που αποφαίνεται να μη γίνει κατηγορία εναντίον του και πότε έλαβε χώρα το γεγονός τούτο με συνέπεια να μην είναι σαφής και ορισμένος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως πέραν του ότι το συμπεριλαμβανόμενο στο κείμενο της αιτήσεως αναιρέσεως του Α. Μ.-Κ. 2610/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών για την πράξη της απόπειρας υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως απεφάνθη να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν και ο ως άνω αναιρεσείων, που είναι διαφορετική από αυτήν της ηθικής αυτουργίας σε κακουργηματική απάτη για την οποία παραπέμπονται με το προσβαλλόμενο βούλευμα να δικασθούν στο αρμόδιο Τριμελές Εφετείο. Απορριπτέες είναι και οι αιτιάσεις που προβάλλονται με την αίτηση του ίδιου αναιρεσείοντος κατά τις οποίες από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών είχε απορριφθεί με την 541/2005 απόφασή του διαδικασίας πιστωτικών τίτλων η ανακοπή της AGRONEF Α.Ε. και η τριτανακοπή του Γ. Φ. κατά της εταιρείας ΔΟΜΙΚΗ ΣΤΕΡΕΑΣ ΑΤΤΕΒΕ όσον αφορά την επίμαχη 6677/2002 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών που κατέστη τελεσίδικη μετά την 6261/2009 απόφαση του Εφετείου Αθηνών και ότι το δεδικασμένο που απορρέει από τις άνω αποφάσεις των αρμοδίων πολιτικών δικαστηρίων παρεβίασε το προσβαλλόμενο βούλευμα αφού δεν δημιουργείται δεδικασμένο που να δεσμεύει τα ποινικά δικαστήρια και τα δικαστικά συμβούλια ως προς την κρίση των για τις αξιόποινες πράξεις που αποδίδονται στους αναιρεσείοντες από αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων, όπως οι παραπάνω. Είναι αβάσιμοι επομένως οι συναφείς λόγοι από το άρθρο 484 παρ. 1 περ. γ' Κ.Ποιν.Δ. των αιτήσεων των αναιρεσειόντων με τους οποίους αποδίδεται η πλημμέλεια της παραβίασης δεδικασμένου στο προσβαλλόμενο βούλευμα.
Από την αντιπαραβολή των διατάξεων των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 60 Κ.Ποιν.Δ. και της διατάξεως του άρθρου 61 του ιδίου κώδικα, σαφώς προκύπτει ότι το ποινικό δικαστήριο κρίνει και περί των ενώπιον αυτού αναφυομένων ζητημάτων αστικής φύσεως και μόνον όταν κατά ρητή διάταξη νόμου απαιτείται να προκληθεί απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου επί του αναφυομένου ζητήματος αστικής φύσεως, υποχρεούται να αναστείλει την πρόοδο της ποινικής δίκης μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του πολιτικού δικαστηρίου. Εξ άλλου υπέρβαση εξουσία που ιδρύει λόγο αναιρέσεως κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ' Κ.Ποιν.Δ. υφίσταται όταν το Ποινικό Δικαστήριο έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα, υπαγόμενο κατά ρητή διάταξη νόμου στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όπως τα ζητήματα που αναφέρονται στα άρθρα 329, 339 παρ. 3 και 355 Π.Κ. Μόνο στις περιπτώσεις αυτές είναι υποχρεωτική η αναστολή της ποινικής δίωξης και συνεπώς και της ποινικής δίκης. Στην προκειμένη περίπτωση από τους αναιρεσείοντες με τις αιτήσεις των γίνεται επίκληση ότι το Συμβούλιο Εφετών με το προσβαλλόμενο βούλευμα υπερέβη την εξουσία του γιατί έλυσε προκαταρκτικό ζήτημα που υπαγόταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων όπως οι διαφορές για την διοίκηση ανωνύμου εταιρείας και την ιδιότητα των ενδιαφερομένων ως μελών του διοικητικού συμβουλίου και μετόχων αυτής καθώς και για μετοχοποίηση του χρέους των 53.170.800 δρχ. ή 156.040 ευρώ της εταιρείας αυτής με απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της και επί θεμάτων επί των οποίων αμετάκλητα έκριναν τα πολιτικά δικαστήρια, οι αιτιάσεις αυτές είναι απορριπτέες διότι στη συγκεκριμένη υπόθεση με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο και αναφέρονται στο προσβαλλόμενο βούλευμα παραδεκτά σύμφωνα με τα προεκτεθέντα έκρινε παρεμπιπτόντως για τα ζητήματα που αφορούν την ακυρότητα αποφάσεων της γενικής συνελεύσεως των μετόχων της ανώνυμης εταιρείας AGRONEF και για το ψευδές περιεχόμενο των συναλλαγματικών με βάση τις οποίες εκδόθηκε η επίμαχη διαταγή πληρωμής καθώς και για την αποδοχή των από ένα και όχι από όλα τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρείας αυτής, αφού δεν συνέτρεχε περίπτωση από εκείνες που έπρεπε κατά νόμο να προηγηθεί υποχρεωτικά απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου ώστε να είναι υποχρεωτική η αναστολή της ποινικής διώξεως και περαιτέρω ο ποινικός δικαστής δεν δεσμεύεται από απόφαση Πολιτικού δικαστηρίου που έχει σχέση με την ποινική δίκη αλλά εκτιμά αυτήν ελεύθερα ως στοιχείο μαζί με τις άλλες αποδείξεις (άρθρ. 62, 177, 178 Κ.Ποιν.Δ.). Επομένως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο σχετικός για υπέρβαση εξουσίας λόγος των αιτήσεων των αναιρεσειόντων. Μετά ταύτα και ενόψει του ότι ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος Α. Μ. Κ. ότι το ψεύδος των όσων ανέφερε ο μηνυτής και το σφάλμα του προσβαλλόμενου βουλεύματος ως προς την παραδοχή ότι τα εκσκαπτικά μηχανήματα ανήκαν στην πτωχεύσασα εταιρεία ARGO. G ΑΒΕΤΤΕ προέκυπτε και από τα τιμολόγια … και … που επικαλείται ο άνω αναιρεσείων πλήττει την αναιρετικώς ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας και επομένως είναι απαράδεκτος, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις αναιρέσεως και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απέχει να αποφανθεί επί του παραδεκτού ή μη 1) της από 18-12-2009 αιτήσεως του Ι. Κ. του Γ. και 2) της από 21-12-2009 αιτήσεως του Γ. Τ. του Σ. για αναίρεση του 2199/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών προκειμένου να ειδοποιηθούν από τον αρμόδιο Εισαγγελέα αυτοί ή οι αντίκλητοί τους για να προσέλθουν ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου σε Συμβούλιο για να εκθέσουν τις απόψεις των επί του απαραδέκτου των αιτήσεών τους.
Απορρίπτει τις από 21-12-2009 αιτήσεις των α) Α. Μ. Κ. του Κ., β) Γ. Κ. του Ε., γ) Α. Τ. του Ι. και δ) Ε. Β. του Κ. για αναίρεση του ανωτέρω 2199/2009 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Καταδικάζει τους ανωτέρω αναιρεσείοντες, των οποίων οι αιτήσεις απορρίπτονται, στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ, για καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 18 Nοεμβρίου 2010. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 29 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ