Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Ποινής αναστολή, Κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος.
Περίληψη:
Απόρριψη λόγου αναιρέσεως για έλλειψη της επιβαλλόμενης αιτιολογίας καταδικαστικής αποφάσεως ως προς το κεφάλαιο περί ενοχής της αναιρεσείουσας για παράβαση του άρθρου 17 § 8 Ν.1337/1983 όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 § 13 Ν. 2242/1994, αφού εκτίθενται στο αιτιολογικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως σε συνδυασμό με το διατακτικό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο και από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη στοιχειοθέτηση αντικειμενικώς και υποκειμενικώς της τελεσθείσης αξιόποινης πράξης και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείσθηκε το δικαστήριο για τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς υπαγωγής αυτών στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Αναίρεση της αποφάσεως κατά το μέρος περί της ποινής που επιβλήθηκε και ήταν μικρότερη της φυλάκισης δύο ετών διότι καθ' υπέρβαση της εξουσίας τους το δικαστήριο δεν ερεύνησε αυτεπάγγελτα αν έπρεπε να ανασταλεί η επιβληθείσα ποινή (ΠΚ 99) αλλά την μετέτρεψε σε χρηματική.
Αριθμός 2213/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο, Ιωάννη Παπαδόπουλο, Ιωάννη Γιαννακόπουλο και Ανδρέα Ξένο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 21 Οκτωβρίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κωτσιγιάννη, περί αναιρέσεως της 18597/2009 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή, και η αναιρεσείουσα - κατηγορούμενη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 10 Απριλίου 2009 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 634/2009.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει η προκείμενη αίτηση αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983 "Για την επέκταση των πολεοδομικών σχεδίων, οικιστική ανάπτυξη και σχετικές ρυθμίσεις", όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 παρ. 13 του ν. 2242/1994, οι ιδιοκτήτες, οι εντολείς κατασκευής αυθαιρέτων, οι μηχανικοί που συντάσσουν την μελέτη ή έχουν την επίβλεψη του έργου και οι εργολάβοι κατασκευής του τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον έξι (6) μηνών ή σε χρηματική ποινή από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) μέχρι πέντε εκατομμύρια (5.000.000) δραχμές, ανάλογα με την αξία του αυθαιρέτου έργου και τον βαθμό υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος και αν η πιο πάνω πράξη έχει γίνει από αμέλεια, τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης μέχρις ενός έτους ή σε χρηματική ποινή από διακόσιες χιλιάδες (200.000) μέχρι δύο εκατομμύρια (2.000.000) δραχμές. Κατά το άρθρο δε 22 του ν. 1577/1985 αυθαίρετο είναι το έργο που κατασκευάζεται είτε χωρίς άδεια της αρμόδιας Πολεοδομικής Υπηρεσίας είτε καθ' υπέρβασή της ή με βάση ανακληθείσα τέτοια άδεια. Από την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 17 παρ. 8 του ν. 1337/1983, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο συνάγεται ότι ο δράστης της παραβάσεως του α' εδαφίου αυτής μπορεί να είναι ο εκ προθέσεως προβαίνων στην κατασκευή αυθαιρέτου έργου οπότε τιμωρείται με τις στο εδάφιο αυτό απειλούμενες, ως άνω, διαζευκτικές ποινές, ενώ σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ήτοι είτε από δόλο είτε από αμέλεια υπαίτιος καθίσταται εκείνος που έχει μια από τις παραπάνω ιδιότητες (ιδιοκτήτης, εντολεύς, μηχανικός, μελετητής, εργολάβος). Ο προσδιορισμός της αξίας του αυθαιρέτου έργου και ο τυχόν υπάρχων βαθμός υποβάθμισης του φυσικού ή πολιτιστικού περιβάλλοντος, στο οποίο βρίσκεται το αυθαίρετο, αποτελούν στοιχεία, τα οποία λαμβάνονται υπόψη μόνο κατά την επιμέτρηση κάθε μιας από τις απειλούμενες διαζευκτικώς στην άνω διάταξη ποινές. Εξ άλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' του Κ.Ποιν.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ'αυτήν με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και η αξιολόγησή τους και οι νόμιμες σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Τέτοια έλλειψη αιτιολογίας υπάρχει και όταν η έκθεση των περιστατικών αυτών είναι ελλιπής ή ασαφής ή αντιφατική ώστε να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την τέλεση από τον κατηγορούμενο της πράξεως για την οποία κηρύχθηκε ένοχος. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Η απλή επανάληψη στην αιτιολογία της απόφασης του διατακτικού δεν συνιστά ελλιπή αιτιολογία όταν το διατακτικό είναι λεπτομερές και εκτίθενται στο περιεχόμενό του με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση. Η επιβαλλόμενη κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Ποιν.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των δικαστικών αποφάσεων πρέπει να υπάρχει όχι μόνο ως προς τα περιστατικά που απαρτίζουν την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς. Είναι δε αυτοτελείς, εκείνοι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν την άρση του αδίκου χαρακτήρα της πράξεως ή αποκλείουν ή μειώνουν την ικανότητα προς καταλογισμό ή οδηγούν στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή σε μείωση της ποινής. Εφόσον δεν αιτιολογείται ειδικώς η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισμού, που πρέπει να έχει προβληθεί νομοτύπως και κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη αιτιολογίας ενώ η μη απάντηση σε τέτοιο ισχυρισμό αλλά η απόρριψή του σιγή συνιστά έλλειψη ακροάσεως κατά το άρθρο 170 παρ. 2 Κ.Ποιν.Δ. που ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 2 στοιχ. Β Κ.Ποιν.Δ. Ισχυρισμός, όμως, ο οποίος αποτελεί άρνηση αντικειμενικού ή υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και, συνεπώς, της κατηγορίας ή απλό υπερασπιστικό επιχείρημα, δεν είναι αυτοτελής με την πιο πάνω έννοια, γι'αυτό το δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ' αριθμό 18597/4.3.2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, έγιναν δεκτά κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων (κατάθεση μάρτυρα υπερασπίσεως και τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν και αναφέρονται στα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης που επίσης αναφέρεται ότι αναγνώσθηκαν), όπως προκύπτει από το αιτιολογικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τα εξής πραγματικά περιστατικά: "Η κατηγορουμένη έχει τελέσει την πράξη που της αποδίδεται και πρέπει να κηρυχθεί ένοχη διότι στη ... στις 21.2.2003 με πρόθεση προέβη ως ιδιοκτήτρια στην κατασκευή αυθαιρέτου κτίσματος ήτοι με την ιδιότητά της αυτή προέβη στην κατασκευή κλειστού στεγαστικού χώρου, στην πρασιά του καταστήματός της, χωρίς προηγουμένως να εφοδιαστεί με την απαιτούμενη οικοδομική άδεια της αρμόδιας πολεοδομικής υπηρεσίας. Λαμβανομένων ωστόσο υπόψη των εν γένει προσωπικών οικονομικών και οικογενειακών της συνθηκών αναγνωρίσθηκε στην εκκαλούσα - κατηγορουμένη το ελαφρυντικό των μη ταπεινών αιτίων από το άρθρο 84 παρ. 2β του Π.Κ.". Με βάση τα ανωτέρω αποδειχθέντα κήρυξε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών την κατηγορουμένη ένοχο της αποδιδόμενης σ'αυτή παραβάσεως του άρθρου 17 παρ. 1, 8 του ν. 1337/1983 από πρόθεση και την καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως δύο (2) μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική ποινή προς 4,40 ευρώ για κάθε ημέρα φυλακίσεως. Με αυτά που δέχθηκε το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφαση την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία αφού εκτίθενται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της άνω αξιόποινης πράξης της από πρόθεση ανεγέρσεως αυθαιρέτου κτίσματος για την οποία καταδικάσθηκε η αναιρεσείουσα ως ιδιοκτήτρια του ακινήτου, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήχθησαν αυτά τα περιστατικά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στις ουσιαστικού ποινικού δικαίου διατάξεις που εφαρμόσθηκαν (26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 Π.Κ. και 17 παρ. 8 ν. 1337/1983) και τις οποίες ορθώς εφάρμοσε. Ειδικότερα, σε σχέση με τις προσβαλλόμενες από την αναιρεσείουσα αιτιάσεις παρατηρείται ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση μνημονεύονται ρητώς κατ' είδος τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα αναφερόμενα περιστατικά και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να είναι αναγκαία η αναφορά του περιεχομένου και η αξιολόγηση του περιεχομένου και η αξιολόγηση της κατάθεσης του μάρτυρα ή των υπολοίπων αποδεικτικών μέσων. Εξάλλου δεν προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης κατ' έφεση επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση ότι ο συνήγορος που εκπροσώπησε την ήδη αναιρεσείουσα στη δίκη εκείνη υπέβαλε προς καταχώρηση στα πρακτικά γραπτό σημείωμα που να περιείχε αυτοτελείς ισχυρισμούς της κατηγορουμένης υπό την έννοια που προαναφέρθηκε και σε προφορική ανάπτυξη των οποίων να προήλθε ο άνω συνήγορός της (Ολ. Α.Π. 2/2005) για να είναι υποχρεωμένο το δικαστήριο να αιτιολογήσει ειδικά την απόρριψή του. Αναφέρεται στα άνω πρακτικά της κατ' έφεση δίκης επί της οποίας εξεδόθη η προσβαλλόμενη απόφαση μόνον ότι ο συνήγορος της κατηγορουμένης αφού έλαβε τον λόγο μετά την πρόταση του Εισαγγελέα επί της ενοχής της κατηγορουμένης ανέπτυξε την υπεράσπιση και ζήτησε την αθώωσή της. Εξ άλλου ο ισχυρισμός που φέρεται ότι προβλήθηκε από τον συνήγορο που εκπροσώπησε την κατηγορουμένη στην κατ' έφεση δίκη και κατά τον οποίο δεν προέβη η ίδια στην κατασκευή του αυθαιρέτου κτίσματος αλλά ο αδελφός της ΑΑ, που ήταν συνιδιοκτήτης κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου του καταστήματος και λειτουργούσε την στεγαζόμενη σε αυτό επιχείρηση δεν είχε αυτοτελή υπόσταση και προβλήθηκε προς απόκρουση της κατηγορίας που βάρυνε την ήδη αναιρεσείουσα με την επίκληση της αποκλειστικής υπαιτιότητας άλλου προσώπου. Ο ισχυρισμός αυτός ως αποτελών άρνηση αντικειμενικού και υποκειμενικού στοιχείου του εγκλήματος και επομένως της κατηγορίας δεν ήταν αυτοτελώς με την πιο πάνω έννοια και το δικαστήριο της ουσίας δεν είχε υποχρέωση να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή του. Κατ' ακολουθίαν ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' λόγος της κρινομένης αιτήσεως αναιρέσεως κατά το μέρος του με το οποίο πλήττεται η περί ενοχής κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για έλλειψη αιτιολογίας για τις άνω αιτιάσεις είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2479/1997 "αν κάποιος που δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι μηνών, με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, που οι ποινές δεν υπερβαίνουν συνολικώς το ανωτέρω όριο καταδικασθεί σε τέτοια ποινή, που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτελέσεως της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι, κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει, με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το άρθρο 82, είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας έχει υποχρέωση να ελέγξει και χωρίς αίτημα την συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της ποινής, η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο έτη και να αιτιολογήσει ειδικώς την τυχόν αρνητική κρίση του.
Στην προκειμένη περίπτωση το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών με την προσβαλλόμενη απόφασή του καταδίκασε την αναιρεσείουσα για την άνω πράξη στην προαναφερθείσα ποινή φυλάκισης δύο (2) μηνών την οποία στη συνέχεια μετέτρεψε προς 4,40 ευρώ ανά ημέρα αν και η άνω στερητική της ελευθερίας ποινή ήταν κατώτερη των δύο ετών. Παρέλειψε, εν τούτοις, το δικαστήριο να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως τις προϋποθέσεις αναστολής ή μη της εκτελέσεως της ποινής αυτής η οποία είναι κατώτερη του ορίου των δύο ετών, ώστε να προκύψουν τα προς θεμελίωσή της τυχόν απορριπτικής κρίσεώς του πραγματικά περιστατικά. Έτσι κρίνοντας το Δικαστήριο υπερέβη αρνητικώς την εξουσία του, οπότε πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η του Κ.Ποιν.Δ. λόγος αναιρέσεως και να αναιρεθεί κατά ένα μέρος η προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την περί μετατροπής της ποινής διάταξη αυτής και η υπόθεση να παραπεμφθεί για νέα συζήτηση, κατά το μέρος αυτό στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές από αυτούς που δικάσανε προηγουμένως την υπόθεση (άρθρ. 519 Κ.Ποιν.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την 18597/2009 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών κατά τη διάταξή της για την μετατροπή της ποινής της καταδικασθείσης αναιρεσείουσας. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση κατά το αναιρούμενο μέρος της στο ανωτέρω δικαστήριο συντιθέμενο από άλλους από τους δικαστές που την δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 19 Νοεμβρίου 2009.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ