Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1028 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Τραπεζική επιταγή, Συρροή εγκλημάτων.




Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη και έκδοση ακάλυπτης επιταγής. Όταν οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποσχέσεις συνοδεύονται με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Απορρίπτει αναίρεση α) για έλλειψη αιτιολογίας βουλεύματος και β) για εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης.





Αριθμός 1028/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο, Βασίλειο Λυκούδη και Ιωάννη Παπουτσή - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 12 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 1625/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 15.10.2007 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1859/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Βασιλείου Μαρκή με αριθμό 496/14.12.2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω στο Δικαστήριό σας την προκειμένη δικογραφία και εκθέτω τα εξής:
Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών με το 3900/2006 βούλευμα του παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών "για κακουργήματα" την κατηγορουμένη Χ1, για να δικαστεί ως υπαίτιος α) απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσόν των 73.000 ευρώ και β) έκδοσης ακάλυπτης επιταγής. Κατά του βουλεύματος αυτού ασκήθηκε νομοτύπως από την κατηγορουμένη έφεση, όμως το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το 1386/2007 βούλευμα, αφού δέχθηκε τυπικά την έφεση, την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη και επικύρωσε το παραπεμπτικό πρωτόδικο βούλευμα ως προς όλες τις διατάξεις του. (βλ. βουλεύματα).
II. Το 1625/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών επιδόθηκε νομοτύπως στην ίδια την κατηγορουμένη στις ....., (βλ. σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως). Την ίδια ημέρα (...), εμφανίσθηκε στην αρμόδια υπάλληλο του Εφετείου Αθηνών ο δικηγόρος Νικόλαος Νασιοθύμιος και δήλωσε ότι ως πληρεξούσιος της κατηγορουμένης ασκεί αναίρεση κατά του 1625/2007 βουλεύματος και έτσι συντάχθηκε η 209/15-10-2007 έκθεση αναίρεσης, στην οποία, ως λόγοι αναίρεσης, αναφέρονται η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και η εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης (άρθρο 484 παρ. 1 εδ. δ' και β' Κ.Π.Δ.).Η αναίρεση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί ουσιαστικά, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο, που ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως, από διάδικο που είχε το σχετικό δικαίωμα, αφού, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, ο αναιρεσείων παραπέμπεται για μια τουλάχιστον κακουργηματικού χαρακτήρα πράξη.


ΙΙΙ. To παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο δεδικασμένο. Η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, υπό την προϋπόθεση, ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από τοσυμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών.(βλ. ΑΠ 2141/2006) Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστ/κής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια απ' αυτήν που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν ο δικαστής χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, ώστε να μη είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νομίμου βάσεως.
ΙV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων, σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, οι οποίες έγιναν προς το σκοπό της επίτευξης παρανόμου οφέλους με δόλια παραπλάνηση, όπως τη διαγράφει ο Νόμος.
Συνεπώς, για τη συντέλεση αυτού, πρέπει να υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αφενός της απατηλής ενέργειας του δράστη και της απ' αυτήν δημιουργηθείσης πλάνης του παθόντος και αφετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση, που επάγεται αναγκαίως περιουσιακή βλάβη του εαυτού του ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση, να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (βλ. ΑΠ 59/2005). Περαιτέρω κατά το άρθρο 386 παρ. 3 εδ. β' του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.248/1996 και άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ.
Εξάλλου κατά το άρθρο 79 παράγραφος 1 του ν. 5960/33, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή, η οποία δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστο τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστο 10.000 δρχ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για την θεμελίωση του πλημμελήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται, αφενός η έκδοση έγκυρης επιταγής και αφετέρου η γνώση του εκδότη της, ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή κατά τον χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής και τέλος, η μη πληρωμή της επιταγής, λόγω έλλειψης των αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, είτε κατά τον χρόνο της έκδοσης, είτε κατά τον χρόνο πληρωμής της επιταγής. Προσαπαιτείται, ακόμη, και η εμφάνιση της επιταγής μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών, από την επόμενη της έκδοσης της επιταγής, εφόσον αυτή εκδόθηκε και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα.
V. Προκειμένου το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών να καταλήξει στην παραπεμπτική του κρίση, δέχθηκε, με καθ' ολοκληρίαν παραδεκτή αναφορά, στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών, ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας (καταθέσεις μαρτύρων, όλα τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα και την απολογία της κατηγορουμένης), προέκυψαν τα ακόλουθα: Κατά την 18 Ιανουαρίου του 2003, η εκκαλούσα παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στον Ψ1, τον οποίο είχε γνωρίσει ως φίλο του συζύγου της Δ1-αρχιτέκτονα μηχανικού, με τον οποίο ο εγκαλών συνεργαζόταν, ότι ασχολείται με διατραπεζικές επενδυτικές δραστηριότητες ,ότι διαθέτει δικά της κεφάλαια ύψους 4.000.000.000 δρχ. τα οποία απέκτησε από κληρονομιά και από διάφορες επιτυχημένες επενδύσεις, σε Τράπεζες του εσωτερικού (Εθνική και ALPHA ) και σε διάφορα τραπεζικά προγράμματα όπως αγορά τουρκικών κρατικών ομολόγων, προθεσμιακές καταθέσεις με μεγαλύτερες αποδόσεις από τις συνηθισμένες και χωρίς κινδύνους. Ότι επίσης από φοροτεχνικές μελέτες που είχε κάνει η ιδία σαν φοροτεχνικός για τη σύνταξη επιχειρηματικών σχεδίων προς ένταξη διαφόρων εταιριών στον αναπτυξιακό νόμο 1892/1990 είχε λαμβάνειν ως αμοιβή ποσό ύψους 900.000 ευρώ. Επίσης ότι είχε εντάξει στον αναπτυξιακό νόμο 1892/1990 την εταιρία "Δ. Δ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗ ΑΕ", η οποία έχει έδρα στις Σάππες Κομοτηνής και είχε λαμβάνειν από την επένδυση αυτή το ποσόν των 4.000.000 ευρώ σαν κρατική χορήγηση. Ότι δήθεν διαθέτει και ακίνητη περιουσία, σε διάφορα σημεία του Ν. Αττικής (Ν.Φιλοθέη, Κυψέλη κλπ) αλλά και σε περιοχές της Άρτας. Στη συνέχεια και στα πλαίσια της προσπάθειας της να πείσει τον εγκαλούντα για την αλήθεια των ψευδών παραστάσεων της με σκοπό να του αποσπάσει χρήματα στις 10-3-2003 τάχα για επωφελείς επενδύσεις του και αφού του επανέλαβε και πάλι τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις του επέδειξε και ένα αντίγραφο εντύπου Ε9 που υπέβαλε δήθεν στην εφορία και όπου ήταν καταχωρημένα διάφορα ακίνητα στις πιο πάνω περιοχές, του είπε δε, ότι έχει δικό της τραπεζικό επενδυτικό πρόγραμμα σε συνεργασία με την Εθνική τράπεζα, που θα τελειώσει στο τέλος του χρόνου και ότι δεν θα πρέπει ο εγκαλών να χάσει τέτοια ευκαιρία αλλά να επενδύσει σε αυτό το πρόγραμμα τις οικονομίες του. Μάλιστα, για να τον πείσει του επέδειξε, ως παραστατικό των επενδύσεων της έγγραφο, φερόμενο ότι έχει εκδοθεί από την Εθνική τράπεζα στο οποίο ανέγραφε το όνομα της και το ποσό του 1.200.000 ευρώ συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα, το οποίο όμως δεν μπορούσε ο εγκαλών να διαβάσει γιατί ήταν γραμμένο στα αγγλικά και ο τελευταίος δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα. Τα παραπάνω όμως ήταν ψευδή, γεγονός που γνώριζε εξαρχής η κατηγορουμένη αφού η αλήθεια ήταν ότι αυτή ούτε αξιόχρεη ακίνητη περιουσία διέθετε, ούτε κεφάλαια είχε, ούτε ανέμενε αμοιβές από την απασχόληση της ως φοροτεχνικός, ούτε τέλος είχε δημιουργήσει δικό της τραπεζικό επενδυτικό πρόγραμμα στην Εθνική Τράπεζα. Ο μηνυτής πεισθείς στις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης, συμφώνησε να της καταβάλει σταδιακά, το ποσό των 192.000 ευρώ. Ειδικότερα, το ποσό αυτό της κατέβαλε σταδιακά ως ακολούθως: 1) στις 13.3.03, το ποσό των 50.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της με αριθμ........επιταγή της Citibank), 2) στις 2/5/003, 35.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της ..... τραπεζικής επιταγής της ALPHA BANK), 3) στις 6.5.2003, το ποσό των 15.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της .....επιταγής της Εθνικής τράπεζας), 4) στις 5/6/03, το ποσό των 30.000 ευρώ (βλ. ...... τρ. επιταγής της Citibank), 5) στις 5.6.2003, το ποσό των 34.000 ευρώ (βλ. δελτίο κατάθεσης της τράπεζας NOVA BANK), 6) στις 12.8.03, το ποσό των 7.561 ευρώ (βλ. ...... επιταγή της Citibank), 7) στις 12.8.03, το ποσό των 7500 ευρώ (βλ. την ...... επιταγή της ALPHA ΒΑΝΚ), 8) Στις 12.11.2003, το ποσό των 10.000 ευρώ (βλ. αποδεικτικό κατάθεση στην τράπεζα ALPHA BANK, 9) στις 18.12.2003, το ποσό των 3000 ευρώ (βλ. αποδεικτικό κατάθεσης της ALPHA BANK), δηλαδή συνολικά 192.061 ευρώ). Ο σκοπός της εκκαλούσας όμως, μέσω των πιο πάνω ψευδών παραστάσεων, ήταν να πείσει τον εγκαλούντα να της καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο δεν είχε σκοπό να τοποθετήσει σε επενδυτικό πρόγραμμα, αλλά να το ιδιοποιηθεί αποκομίζοντας παράνομα περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του τελευταίου. Μετά από συνεχείς οχλήσεις του εγκαλούντα, τελικά αυτή επέστρεψε σταδιακά σ' αυτόν, μέρος τούτου, ύψους 69.100 ευρώ. Συγκεκριμένα στις 17.2.2004, 40.000 ευρώ, στις 26.3.2004, 9.100 ευρώ, στις 7.8.04, το ποσό των 20.000 ευρώ. Η κατηγορουμένη, προς διασφάλιση του μηνυτή, εξέδωσε στην Αθήνα, το μήνα Νοέμβριο του 2004 την υπ' αριθμό ..... μεταχρονολογημένη επιταγή της Τράπεζας EUROBANK, ποσού 197.000 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30.3.2005, ενεργώντας με την ιδιότητα της ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας "Α. Νταβρή - Α. Λάππας ABE Τεχν. Εταιρία" με έδρα τη Ν. Φιλοθέη Αττικής σε διαταγή του εγκαλούντα. Η επιταγή αυτή, όμως, καίτοι εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα (30.3.2005) προς πληρωμή στη πληρώτρια Τράπεζα, παρά ταύτα δεν πληρώθηκε και σφραγίσθηκε λόγω έλλειψης υπολοίπου, στον τραπεζικό λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας, με αριθμό .......-επί του οποίου εσύρετο. Η εκκαλούσα, λοιπόν με πρόθεση προέβη στην έκδοση της εν λόγω επιταγής, υπό την ιδιότητα της ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της πιο πάνω εταιρίας, καίτοι εγνώριζε, κατά τον χρόνο έκδοσής της, αλλά και της πληρωμής της, ότι η εκδότρια δεν διαθέτει επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα για την πληρωμή αυτής.
Η εκκαλούσα εκθέτει στην έφεση της ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίμησε σωστά τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται η κατηγορία. Όπως προκύπτει από αιτιολογικό του πιο πάνω βουλεύματος, αυτό έλαβε υπ' όψη του, για να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, μεταξύ των άλλων, τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα σε συνδυασμό και με την απολογία της κατηγ/νης. Έτσι, λοιπόν συμπληρωματικά σε όσα δέχτηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα και ημείς εκθέτουμε τα εξής: Η προταθείσα, από πλευράς εγκαλούντα, Ψ1, μάρτυς κατηγορίας Ζ1 στις από 7-10-2005 και 14-11-2005 ένορκες καταθέσεις της, στον Πταισματοδίκη Χαλανδρίου επιβεβαίωσε τα καταγγελλόμενα από πλευράς εγκαλούντα, εκθέτοντας, μεταξύ των άλλων, ότι η εκκαλούσα έλεγε στον εγκαλούντα, ότι έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία και εταιρεία που ασχολείται με προγράμματα επενδύσεων, ότι του έδωσε μια επιταγή ακάλυπτη και ότι αυτή σκόπευε με τη στάση της να πάρει τα χρήματα του εγκαλούντα. Επίσης, ο προταθείς μάρτυς κατηγορίας Ζ2, στην από 26-10-2005 ένορκη κατάθεση του στον πιο πάνω Πταισματοδίκη αναφέρει μεταξύ των άλλων ότι η εκκαλούσα τους παρουσιαζόταν ως έχουσα μεγάλη οικονομική επιφάνεια και τους προέτρεπε να κάνουν διατραπεζικές επενδύσεις. Ότι επίσης τους παρέστησε ψευδώς, ότι ασχολείται με διατραπεζικές επενδύσεις, και με επιδοτήσεις βιοτεχνιών και βιομηχανιών από την ΕΟΚ, ότι διαθέτει τεράστια ακίνητη περιουσία σε διάφορα μέρη της Αττικής, την οποία είχε αποκτήσει από κληρονομιά, τους επέδειξε δε και αντίγραφο του εντύπου Ε9, όπου είχαν δήθεν καταχωρηθεί τα ακίνητά της, αλλά και τεράστια κεφάλαια σε διάφορες τράπεζες και ότι θα ήταν ιδιαίτερα επωφελές για αυτούς να της εμπιστευθούν τα χρήματα τους, για να τα διαχειριστεί σε επενδυτικά προγράμματα με υψηλή ετήσια απόδοση. 'Οτι και ο ίδιος πείσθηκε στις ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης και της κατέβαλε το μήνα Δεκέμβριο του 04 το ποσό των 176.000 ευρώ, το οποίο ουδέποτε αυτή επένδυσε, και, παρά ταύτα, δεν του το επέστρεψε. Υπό τα δεδομένα αυτά υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, για την παραπομπή της εκκαλούσας οι ισχυρισμοί της οποίας περί λήψης του πιο πάνω ποσού της απάτης λόγω δανείου και της πλήρους, κατόπιν εξόφλησής του στον δανειστή, ουδόλως αποδείχτηκαν, σε βαθμό που να αποκλείουν τις πιο πάνω επαρκείς ενδείξεις, ελεγχόμενοι, επί του παρόντος τουλάχιστον, ως στερούμενοι ουσιαστικής βασιμότητας και σαν τέτοιοι τυγχάνουν απορριπτέοι. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι και ο εγκαλών, στις από 27-3-2006 και 20-4-2006 ανωμοτί καταθέσεις του στον 22° Ανακριτή Αθηνών αντικρούει τους πιο πάνω ισχυρισμούς της εκκαλούσας κάμνοντας λόγο όχι για δάνειο αλλά για απάτη από πλευράς εκκαλούσας, η οποία, ως εκθέτει, έχει εξαπατήσει άλλα 23 άτομα και επίσης ότι η πραγματοποιηθείσα καταβολή των 30.000 ευρώ δεν έχει καμμία σχέση με την υποτιθέμενη επένδυση για την οποία, ως εκθέτει, έδωσε στην εκκαλούσα το ποσόν των 192.000 ευρώ. VI) Με βάση τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε, ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της αναιρεσείουσας στο ακροατήριο του αρμόδιου Δικαστηρίου για την παραπάνω πράξη. Με αυτά που δέχθηκε ως άνω το Συμβούλιο Εφετών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, που απαιτείται από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., αφού εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς λογικά κενά ή αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά την πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά και οι νομικοί συλλογισμοί και επιχειρήματα με βάση τους οποίους, υπήγαγε τη συμπεριφορά αυτή στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 § § 1 και 3 εδ. β' Π.Κ. και 79 § 1 του Ν.5960/1933, όπως ισχύουν, τις οποίες ορθώς και αιτιολογημένα εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου.
Συνεπώς ο από τον άρθρο 484 § 1β' Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που συνίσταται κατά τον αναιρεσείοντα ότι το Συμβούλιο υπήγαγε ανεπιτρέπτως την συμπεριφορά του στην περί απάτης διάταξη του άρθρου 386 § 1,3 Π.Κ., αν και επρόκειτο περί απλής αθέτησης υποσχεθέντων, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, αφού κατά τις ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές, οι υποσχέσεις και συμβατικές υποχρεώσεις, συνοδευόταν ταυτόχρονα, με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων, που προσδιορίζονται στο βούλευμα, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση. Πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και από το άρθρο 484 § 1 Δ Κ.Π.Δ. λόγος αναίρεσης, που συνίσταται κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, στο ότι το Συμβούλιο Εφετών, περιορίσθηκε να αναφερθεί στην Εισαγγελική πρόταση και δεν διέλαβε δικές τους σκέψεις, γιατί το Συμβούλιο, είχε αυτό το δικαίωμα, αφού η Εισαγγελική πρόταση είχε όλα εκείνα τα στοιχεία που συνιστούν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την παραπομπή.
Πρέπει λοιπόν η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 Κ.Π.Δ.).

Για τους λόγους αυτούςΠροτείνω
Ι. Να απορριφθεί η με αριθμό 209/15-10-2007 αίτηση αναίρεσης, που άσκησε δια πληρεξουσίου η κατηγορουμένη Χ1, κατά του 1625/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

ΙΙ. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στην αναιρεσείουσα.
Αθήνα 7 Δεκεμβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βασίλειος Μαρκής
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, οι οποίες έγιναν προς το σκοπό της επίτευξης παρανόμου οφέλους με δόλια παραπλάνηση, όπως τη διαγράφει ο Νόμος.
Συνεπώς, για τη συντέλεση αυτού, πρέπει να υπάρχει ο απαιτούμενος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αφενός της απατηλής ενέργειας του δράστη και της απ' αυτήν δημιουργηθείσας πλάνης του παθόντος και αφετέρου της πλάνης αυτής και της ενέργειας, στην οποία παραπείσθηκε ο απατηθείς, η οποία ενέχει περιουσιακή διάθεση, που επάγεται αναγκαίως περιουσιακή βλάβη του εαυτού του ή τρίτου. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν, όμως, οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις ή παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη, που έχει ειλημμένη την απόφαση, να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Περαιτέρω κατά το άρθρο 386 παρ. 3 εδ. β' του Π.Κ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν.248/1996 και άρθρο 14 παρ. 4 του Ν.2721/1999, στον δράστη της απάτης επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το όφελος ή η ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ.
Εξάλλου, κατά το άρθρο 79 παράγραφος 1 του ν. 5960/33, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 1325/1972, εκείνος που εκδίδει επιταγή, η οποία δεν πληρώθηκε από τον πληρωτή, γιατί δεν είχε σ' αυτόν αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια, κατά τον χρόνο της έκδοσης της επιταγής ή της πληρωμής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστο τριών μηνών και χρηματική ποινή τουλάχιστο 10.000 δρχ. Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι για την θεμελίωση του πλημμελήματος της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, απαιτείται, αφενός η έκδοση έγκυρης επιταγής και αφετέρου η γνώση του εκδότη της, ότι δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια στον πληρωτή, κατά τον χρόνο της έκδοσης και της πληρωμής και, τέλος, η μη πληρωμή της επιταγής, λόγω έλλειψης των αντιστοίχων διαθεσίμων κεφαλαίων, είτε κατά τον χρόνο της έκδοσης, είτε κατά τον χρόνο πληρωμής της επιταγής. Προσαπαιτείται ακόμη και η εμφάνιση της επιταγής μέσα σε προθεσμία οκτώ ημερών, από την επόμενη της έκδοσης της επιταγής, εφόσον αυτή εκδόθηκε και είναι πληρωτέα στην Ελλάδα.

ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Η επιβαλλόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού, η τελευταία, αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτή, υπό την προϋπόθεση, ότι εκτίθενται στην πρόταση, με σαφήνεια και πληρότητα, τα προκύψαντα από την ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Εξάλλου, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια απ' αυτήν που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή, όταν ο δικαστής, χωρίς να παρερμηνεύει το νόμο, δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχθηκε στην διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, διότι δεν αναφέρονται στο βούλευμα με σαφήνεια, πληρότητα και συγκεκριμένο τρόπο τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση, ώστε να μην είναι εφικτός ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, έκρινε, ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστικό Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών ορθώς αποφάνθηκε ότι προέκυπταν σοβαρές ενδείξεις σε βάρος της αναιρεσείουσας για τις πράξεις της απάτης ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 73.000 ευρώ και της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, ήτοι για παράβαση των άρθρων 1, 12, 14, 16, 17, 26 παρ. 1α, 27, 51, 52, 94 παρ. 1, 386 παρ. 1, 3 ΠΚ και 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933 και την παρέπεμψε, συνακόλουθα, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί ως υπαίτια των πράξεων αυτών και απέρριψε την εκ μέρους της ασκηθείσα έφεση. Ειδικότερα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, δέχθηκε ότι, από το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, από όλα τα συνημμένα στη δικογραφία έγγραφα, σε συνδυασμό προς την απολογία της εκκαλούσας - κατηγορουμένης προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Κατά την 18 Ιανουαρίου του 2003, η εκκαλούσα παρέστησε εν γνώσει της ψευδώς στον Ψ1, τον οποίο είχε γνωρίσει ως φίλο του συζύγου της Δ1-αρχιτέκτονα μηχανικού, με τον οποίο ο εγκαλών συνεργαζόταν, ότι ασχολείται με διατραπεζικές επενδυτικές δραστηριότητες, ότι διαθέτει δικά της κεφάλαια, ύψους 4.000.000.000 δρχ., τα οποία απέκτησε από κληρονομία και από διάφορες επιτυχημένες επενδύσεις, σε Τράπεζες του εσωτερικού (Εθνική και ALPHA ) και σε διάφορα τραπεζικά προγράμματα, όπως αγορά τουρκικών κρατικών ομολόγων, προθεσμιακές καταθέσεις με μεγαλύτερες αποδόσεις από τις συνηθισμένες και χωρίς κινδύνους. Ότι, επίσης, από φοροτεχνικές μελέτες που είχε κάνει η ιδία σαν φοροτεχνικός, για τη σύνταξη επιχειρηματικών σχεδίων προς ένταξη διαφόρων εταιριών στον αναπτυξιακό νόμο 1892/1990, είχε λαμβάνειν ως αμοιβή ποσό ύψους 900.000 ευρώ. Επίσης, ότι είχε εντάξει στον αναπτυξιακό νόμο 1892/1990 την εταιρία "Δ. Δ ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΙΚΗ ΑΕ", η οποία έχει έδρα στις Σάππες Κομοτηνής και είχε λαμβάνειν από την επένδυση αυτή το ποσόν των 4.000.000 ευρώ σαν κρατική χορήγηση. Ότι δήθεν διαθέτει και ακίνητη περιουσία, σε διάφορα σημεία του Ν. Αττικής (Ν.Φιλοθέη, Κυψέλη κλπ), αλλά και σε περιοχές της Άρτας. Στη συνέχεια και στα πλαίσια της προσπάθειας της να πείσει τον εγκαλούντα για την αλήθεια των ψευδών παραστάσεων της, με σκοπό να του αποσπάσει χρήματα, στις 10-3-2003, τάχα για επωφελείς επενδύσεις του και αφού του επανέλαβε και πάλι τις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις, του επέδειξε και ένα αντίγραφο εντύπου Ε9, που υπέβαλε δήθεν στην εφορία και όπου ήταν καταχωρημένα διάφορα ακίνητα στις πιο πάνω περιοχές του είπε δε ότι έχει δικό της τραπεζικό επενδυτικό πρόγραμμα, σε συνεργασία με την Εθνική τράπεζα, που θα τελειώσει στο τέλος του χρόνου και ότι δεν θα πρέπει ο εγκαλών να χάσει τέτοια ευκαιρία, αλλά να επενδύσει σε αυτό το πρόγραμμα τις οικονομίες του. Μάλιστα, για να τον πείσει του επέδειξε, ως παραστατικό των επενδύσεών της, έγγραφο, φερόμενο ότι έχει εκδοθεί από την Εθνική τράπεζα, στο οποίο ανέγραφε το όνομά της και το ποσό του 1.200.000 ευρώ, συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα, το οποίο, όμως, δεν μπορούσε ο εγκαλών να διαβάσει, γιατί ήταν γραμμένο στα αγγλικά και ο τελευταίος δεν γνώριζε την αγγλική γλώσσα. Τα παραπάνω, όμως, ήταν ψευδή, γεγονός που γνώριζε εξαρχής η κατηγορουμένη, αφού η αλήθεια ήταν ότι αυτή, ούτε αξιόχρεη ακίνητη περιουσία διέθετε, ούτε κεφάλαια είχε, ούτε ανέμενε αμοιβές από την απασχόλησή της ως φοροτεχνικός, ούτε τέλος είχε δημιουργήσει δικό της τραπεζικό επενδυτικό πρόγραμμα στην Εθνική Τράπεζα. Ο μηνυτής, πεισθείς στις ως άνω ψευδείς διαβεβαιώσεις της κατηγορουμένης, συμφώνησε να της καταβάλει σταδιακά, το ποσό των 192.000 ευρώ. Ειδικότερα το ποσό αυτό της κατέβαλε σταδιακά ως ακολούθως: 1) στις 13.3.03, το ποσό των 50.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της με αριθμ. ..... επιταγής της Citibank), 2) στις 2/5/003, 35.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της ..... τραπεζικής επιταγής της ALPHA BANK), 3) στις 6.5.2003, το ποσό των 15.000 ευρώ (βλ. αντίγραφο της ..... επιταγής της Εθνικής τράπεζας), 4) στις 5/6/03, το ποσό των 30.000 ευρώ (βλ. ..... τρ. επιταγής της Citibank), 5) στις 5.6.2003, το ποσό των 34.000 ευρώ (βλ. δελτίο κατάθεσης της τράπεζας NOVA BANK), 6) στις 12.8.03, το ποσό των 7.561 ευρώ (βλ. ......επιταγή της Citibank), 7) στις 12.8.03, το ποσό των 7500 ευρώ (βλ. την ..... επιταγή της ALPHA ΒΑΝΚ), 8) Στις 12.11.2003, το ποσό των 10.000 ευρώ (βλ. αποδεικτικό κατάθεσης στην τράπεζα ALPHA BANK, 9) στις 18.12.2003, το ποσό των 3000 ευρώ (βλ. αποδεικτικό κατάθεσης της ALPHA BANK), δηλαδή συνολικά 192.061 ευρώ). Ο σκοπός της εκκαλούσας, όμως, μέσω των πιο πάνω ψευδών παραστάσεων, ήταν να πείσει τον εγκαλούντα να της καταβάλει το παραπάνω ποσό, το οποίο δεν είχε σκοπό να τοποθετήσει σε επενδυτικό πρόγραμμα, αλλά να το ιδιοποιηθεί, αποκομίζοντας παράνομα περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του τελευταίου. Μετά από συνεχείς οχλήσεις του εγκαλούντα, τελικά αυτή επέστρεψε σταδιακά σ'αυτόν, μέρος τούτου, ύψους 69.100 ευρώ. Συγκεκριμένα, στις 17.2.2004, 40.000 ευρώ, στις 26.3.2004, 9.100 ευρώ, στις 7.8.04 το ποσό των 20.000 ευρώ. Η κατηγορουμένη, προς διασφάλιση του μηνυτή, εξέδωσε στην Αθήνα, το μήνα Νοέμβριο του 2004 την υπ' αριθμό .......μεταχρονολογημένη επιταγή της Τράπεζας EUROBANK, ποσού 197.000 ευρώ, με αναγραφόμενη ημερομηνία έκδοσης την 30.3.2005, ενεργώντας με την ιδιότητά της ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της εταιρίας "Α. Νταβρή - Α. Λάππας ABE Τεχν. Εταιρία" με έδρα τη Ν. Φιλοθέη Αττικής, σε διαταγή του εγκαλούντα. Η επιταγή αυτή όμως, καίτοι εμφανίσθηκε εμπρόθεσμα (30.3.2005) προς πληρωμή στη πληρώτρια Τράπεζα, παρά ταύτα δεν πληρώθηκε και σφραγίσθηκε λόγω έλλειψης υπολοίπου στον τραπεζικό λογαριασμό της εν λόγω εταιρίας με αριθμό .......-επί του οποίου εσύρετο. Η εκκαλούσα, λοιπόν, με πρόθεση προέβη στην έκδοση της εν λόγω επιταγής, υπό την ιδιότητά της ως Προέδρου και Διευθύνοντος Συμβούλου της πιο πάνω εταιρίας καίτοι εγνώριζε, κατά τον χρόνο έκδοσής της, αλλά και της πληρωμής της, ότι η εκδότρια δεν διαθέτει επαρκή διαθέσιμα κεφάλαια στην πληρώτρια τράπεζα για την πληρωμή αυτής.
Η εκκαλούσα εκθέτει στην έφεσή της, ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίμησε σωστά τα αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η κατηγορία. Όπως προκύπτει από αιτιολογικό του πιο πάνω βουλεύματος, αυτό έλαβε υπ' όψη του, για να καταλήξει στην παραπεμπτική κρίση του, μεταξύ των άλλων, τις καταθέσεις των μαρτύρων και τα έγγραφα σε συνδυασμό και με την απολογία της κατηγ/νης. Έτσι, λοιπόν, συμπληρωματικά σε όσα δέχτηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα και ημείς εκθέτουμε τα εξής: Η προταθείσα, από πλευράς εγκαλούντα Ψ1, μάρτυς κατηγορίας, Ζ1, στις από 7-10-2005 και 14-11-2005 ένορκες καταθέσεις της στον Πταισματοδίκη Χαλανδρίου, επιβεβαίωσε τα καταγγελλόμενα από πλευράς εγκαλούντα, εκθέτοντας, μεταξύ των άλλων, ότι η εκκαλούσα έλεγε στον εγκαλούντα ότι έχει μεγάλη ακίνητη περιουσία και εταιρεία που ασχολείται με προγράμματα επενδύσεων, ότι του έδωσε μια επιταγή ακάλυπτη και ότι αυτή σκόπευε με τη στάση της να πάρει τα χρήματα του εγκαλούντα. Επίσης ο προταθείς μάρτυς κατηγορίας Ζ2, στην από 26-10-2005 ένορκη κατάθεσή του στον πιο πάνω Πταισματοδίκη, αναφέρει, μεταξύ των άλλων, ότι η εκκαλούσα τους παρουσιαζόταν ως έχουσα μεγάλη οικονομική επιφάνεια και τους προέτρεπε να κάνουν διατραπεζικές επενδύσεις. Ότι επίσης τους παρέστησε ψευδώς ότι ασχολείται με διατραπεζικές επενδύσεις, και με επιδοτήσεις βιοτεχνιών και βιομηχανιών από την ΕΟΚ, ότι διαθέτει τεράστια ακίνητη περιουσία σε διάφορα μέρη της Αττικής, την οποία είχε αποκτήσει από κληρονομιά, τους επέδειξε δε και αντίγραφο του εντύπου Ε9, όπου είχαν δήθεν καταχωρηθεί τα ακίνητα της, αλλά και τεράστια κεφάλαια σε διάφορες τράπεζες και ότι θα ήταν ιδιαίτερα επωφελές γι' αυτούς να της εμπιστευθούν τα χρήματα τους, για να τα διαχειριστεί σε επενδυτικά προγράμματα με υψηλή ετήσια απόδοση. 'Οτι και ο ίδιος πείσθηκε στις ψευδείς παραστάσεις της κατηγορουμένης και της κατέβαλε το μήνα Δεκέμβριο του 2004, το ποσό των 176.000 ευρώ, το οποίο ουδέποτε αυτή επένδυσε, και αρά ταύτα δεν του το επέστρεψε. Υπό τα δεδομένα αυτά, υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της εκκαλούσας, οι ισχυρισμοί της οποίας περί λήψης του πιο πάνω ποσού της απάτης λόγω δανείου και της πλήρους, κατόπιν εξόφλησης του στον δανειστή, ουδόλως αποδείχτηκαν σε βαθμό που να αποκλείουν τις πιο πάνω επαρκείς ενδείξεις, ελεγχόμενοι, επί του παρόντος τουλάχιστον, ως στερούμενοι ουσιαστικής βασιμότητας και σαν τέτοιοι τυγχάνουν απορριπτέοι. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι και ο εγκαλών, στις από 27-3-2006 και 20-4-2006 ανωμοτί καταθέσεις του στον 22° Ανακριτή Αθηνών, αντικρούει τους πιο πάνω ισχυρισμούς της εκκαλούσας, κάμνοντας λόγο, όχι για δάνειο, αλλά για απάτη από πλευράς εκκαλούσας, η οποία, ως εκθέτει, έχει εξαπατήσει άλλα 23 άτομα, και επίσης ότι η πραγματοποιηθείσα καταβολή των 30.000 ευρώ δεν έχει καμμία σχέση με την υποτιθέμενη επένδυση για την οποία, ως εκθέτει, έδωσε στην εκκαλούσα το ποσόν των 192.000 ευρώ.
Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού, σ' αυτό, εκτίθενται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν αντικειμενικά και υποκειμενικά τις ως άνω αξιόποινες πράξεις, τα μέσα από τα οποία συνήγαγε αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους υπήγαγε αυτά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 386 παρ. 1 και 3 εδ. β' ΠΚ και 79 παρ. 1 του Ν. 5960/1933, όπως αυτές ισχύουν σήμερα, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα και αναφορικά με τις κατ' ιδίαν αιτιάσεις της αναιρεσείουσας, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. β' του ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, περί εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, συνιστάμενος, κατά την αναιρεσείουσα, εις το ότι το Συμβούλιο ανεπίτρεπτα υπήγαγε τη συμπεριφορά της στην περί απάτης διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1, 3 του ΠΚ, μολονότι επρόκειτο περί απλής αθέτησης υποσχεθέντων είναι αβάσιμος και απορριπτέος, ενόψει του ότι, κατά τις ανέλεγκτες ουσιαστικές παραδοχές του Συμβουλίου Εφετών, οι υποσχέσεις και συμβατικές υποχρεώσεις της αναιρεσείουσες, συνοδεύονταν συγχρόνως με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων, οι οποίες προσδιορίζονται στο βούλευμα, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσής τους, με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση. Τέλος, ο εκ του άρθρου 484 παρ. 1 περ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναίρεσης, ο οποίος συνίσταται, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, στο ότι το Συμβούλιο Εφετών απλώς περιορίσθηκε να αναφερθεί στην εισαγγελική πρόταση, χωρίς να διαλάβει δικές του σκέψεις, είναι επίσης αβάσιμος και απορριπτέος, ενόψει του ότι, το Συμβούλιο είχε αυτό το δικαίωμα, αφού, η εισαγγελική πρόταση, διαλάμβανε όλα εκείνα τα στοιχεία, που συνιστούν την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αναφορικά με την παραπομπή της αναιρεσείουσας, προκειμένου να δικαστεί για τις ως άνω αξιόποινες πράξεις. Μετά από αυτά, η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την υπ' αριθ. 209/15.10.2007 αίτηση του Χ1, για αναίρεση του υπ' αριθ. 1625/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, εκ διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Απριλίου 2008.


Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή