Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Ακυρότητα απόλυτη, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Πλαστογραφία.
Περίληψη:
Παραπεμπτικό βούλευμα για κακουργηματική πλαστογραφία και κακουργηματική απάτη. Απόρριψη λόγων αναιρέσεως για: α) έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας για το λόγο ότι το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του φωτοαντίγραφα της διενεργηθείσας πραγματογνωμοσύνης, β) απόλυτη ακυρότητα λόγω του ότι δεν κλητεύθηκε ο αναιρεσείων κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης και λόγω του ότι παραπέμφθηκε για διάφορη αξιόποινη πράξη από εκείνη που του ασκήθηκε ποινική δίωξη. Δεν ιδρύεται απόλυτη ακυρότητα όταν ο μη κλητευθείς κατά την προανάκριση προ 48 ωρών για παροχή εξηγήσεων πρόβαλε τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του και στο στάδιο της ανάκρισης.
Αριθμός 1131/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Αιμιλία Λίτινα-Εισηγήτρια και Ανδρέα Τσόλια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανασίου Κονταξή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 340/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης. Το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος, ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 24 Ιανουαρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 248/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αθανάσιος Κονταξής, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου-Πρίαμου Λεκκού, με αριθμό 368/9-7-2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα: Εισάγων, μετά της σχετικής δικογραφίας, την από 24-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του κατηγορουμένου Χ, κατά του υπ'αριθμ. 340/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, εκθέτω τα εξής: Διά του ως άνω προσβαλλομένου βουλεύματος απερρίφθη κατ'ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά του υπ'αριθμ. 270/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λαρίσης και επεκυρώθη τούτο, διά του οποίου αυτός παραπέμπεται στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης, διά να δικασθή διά πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ'εξακολούθηση εις βαθμό κακουργήματος και απάτη κατ'εξακολούθηση εις βαθμό κακουργήματος. Προβάλλει δε, ως λόγους αναιρέσεως, την απόλυτη ακυρότητα και την έλλειψη ειδικής αιτιολογίας. Επειδή, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. β', δ' και 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ προκύπτει ότι ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος δημιουργείται και όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα και την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ'αυτόν δικαιωμάτων, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιτάσσει ο νόμος. Εξ άλλου, κατά μεν το άρθρ. 43 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ, επί κακουργημάτων ή πλημμελημάτων αρμοδιότητος του τριμελούς πλημμελειοδικείου, ο εισαγγελεύς κινεί την ποινική δίωξη μόνον εφ'όσον έχουν ενεργηθή προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 και προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθή η ποινική δίωξη, κατά δε το άρθρ. 31 παρ. 2 εδ. β' ΚΠΔ, αν η προκαταρκτική εξέταση γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως αποδίδεται εις ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξεως, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται ανωμοτί. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 72 ΚΠΔ, την ιδιότητα του κατηγορουμένου αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελεύς άσκησε ρητώς την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο αποδίδεται η αξιόποινη πράξη εις οποιοδήποτε στάδιο της ανακρίσεως. Εκ των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει, ότι αν κινηθή η ποινική δίωξη χωρίς προηγουμένη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως ή προανακριτικών πράξεων κατ'άρθρ. 243 παρ. 2 ΚΠΔ, όταν οι ενέργειες αυτές, ως άνω, απαιτούνται, παραβιάζεται η καθορίζουσα την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα ανωτέρω διάταξη του άρθρ. 43 παρ. 1 εδ. β' ΚΠΔ και εκ της παραβιάσεως αυτής επέρχεται απόλυτη ακυρότης, πλην όμως, ουδεμία ακυρότης δημιουργείται εκ της μη κλητεύσεως προς εξέταση, κατά την διενεργουμένη προκαταρκτική εξέταση, του υπόπτου, ο οποίος δεν έχει αποκτήσει στην ιδιότητα του κατηγορουμένου, αφού δια την εν λόγω παράλειψη δεν προβλέπεται υπό του νόμου ακυρότης. Επομένως, η υπό του αναιρεσείοντος προβαλλομένη αιτίαση, περί απολύτου ακυρότητος, εκ της μη νομίμου κλητεύσεώς του προς παροχή εξηγήσεων, κατά την προκαταρτική εξέταση η οποία ενηργήθη διά την ανωτέρω ποινική υπόθεση, επί της οποίας εξεδόθη το ως άνω προσβαλλόμενο βούλευμα, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη. Επειδή, από το άρθρ. 216 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει, ότι διά την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται, αντικειμενικώς μεν από την αρχή κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, που το εμφανίζει ως καταρτισθέν από άλλον, ή νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή αλλοίωση της εννοίας του περιεχομένου του εγγράφου, υποκειμενικώς δε δόλος περιλαμβάνων την γνώση και την θέληση πραγματώσεως των απαρτιζόντων την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος περιστατικών και σκοπό του δράστου να παραπλανήση με την χρήση του εγγράφου αυτού άλλον περί γεγονότος δυναμένου να έχη έννομες συνέπειες, όπως είναι το γεγονός το οποίο είναι πρόσφορο διά την παραγωγή, διατήρηση, μεταβολή ή απόσβεση δικαιώματος ή έννομης σχέσεως, ασχέτως αν επετεύχθη ή όχι η παραπλάνηση (ΑΠ 858/2004, εις ΠΧ/ΝΕ'/322). Διά την κακουργηματική δε μορφή της πλαστογραφίας, κατά την παράγραφο 3 εδάφ. β' του άρθρ. 216 ΠΚ, ως προσετέθη δι'άρθρ. 14 παρ. 2β' Ν. 2721/1999, απαιτείται ο υπαίτιος να διαπράττη πλαστογραφίες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία να υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (ή των 5.000.000 δραχμών). Εξ άλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρ. 386 παρ. 1, 3 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίση ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθών, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η προξενηθείσα ζημία είναι ιδιαιτέρως μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, ενώ, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ (ή των 5.000.000 δραχμών), ή αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 Ευρώ (ή των 25.000.000 δραχμών), επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Περαιτέρω, από το άρθρο 98 ΠΚ προκύπτει, ότι κατ'εξακολούθηση έγκλημα είναι το τελούμενο από το ίδιο πρόσωπο και απαρτιζόμενο από περισσότερες ομοειδείς μερικώτερες πράξεις, διακρινόμενες χρονικώς μεταξύ τους, οι οποίες προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό και κάθε μία από αυτές περιέχει πλήρη τα στοιχεία ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με την ταυτότητα της προς τέλεσή τους αποφάσεως και θεωρούνται ως ενιαίο έγκλημα (ΑΠ 1639/2002). Τέλος, κατά το άρθρ. 13 εδ. στ' ΠΚ, κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός αυτού για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση υπάρχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως προκύπτει, σταθερή ροπή του δράστου προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείο της προσωπικότητός του. Κατά την έννοια της τελευταίας διατάξεως, επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ'εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής συρροής. Δεν απαιτείται δε να υπάρχουν προηγούμενες καταδίκες (βλ. ΑΠ 384/2007). Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του, εδέχθη, κατά την ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος αναφερομένων αποδεικτικών στοιχείων, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Ο εκκαλών κατηγορούμενος Χ διατηρούσε ατομική επιχείρηση με την επωνυμία "Χ Εισαγωγές Φορτηγών Αυτοκινήτων -Χωματουργικών Γεωργικών Μηχανημάτων - Ανταλλακτικών" με έδρα το .... χλμ. Της Π.Ε.Ο. Λάρισας - Βόλου. Δυνάμει της υπ' αριθμ. 8/20.05.1998 συμβάσεως χορηγήσεως πιστώσεως σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των υπ' αριθμ. 8/1/20.05.1998 και 8/4/14.03.2001 προσθέτων πράξεων ως και των υπ' αριθμ. 8/2/13.10.1998 και 8/3/12.03.1999 τροποποιητικών πράξεων της ανωτέρω συμβάσεως, που συνήφθησαν μεταξύ του εκκαλούντος και του υποκαταστήματος Λαρίσης της μηνύτριας Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ, χορηγήθηκε σε αυτόν (κατηγορούμενο) πίστωση μέχρι του ποσού των 29.347,50 Ευρώ (10.000.000 δραχμές) συνολικά με εγγυητές τους .....και τη ...., για την οποία τηρήθηκε ο υπ' αριθμόν ..... αλληλόχρεος λογαριασμός με τους αναφερομένους στην ανωτέρω σύμβαση, πρόσθετες και τροποποιητικές πράξεις όρους. Ο εκκαλών, κατά το χρονικό διάστημα από 14 Φεβρουαρίου 2001 μέχρι και την 15η Ιουνίου 2001, με εκδότη τον ίδιο και αποδέκτες - πληρωτές πρόσωπα, που ανήκαν κατά κύριο λόγο στον κύκλο των τότε πελατών του, κατάρτισε εξ' αρχής και εξέδωσε τις κάτωθι πλαστές συναλλαγματικές: Α. Μία (1) συναλλαγματική ποσού 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 20.07.2001, με φερόμενο αποδέκτη τον Α. Β. Μία (1) συναλλαγματική ποσού 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 20.07.2001 με φερόμενο αποδέκτη το Δ Γ. Πέντε (5) συναλλαγματικές ποσού 200.000 δραχμών εκάστη (586, 94 Ευρώ), λήξεως 30.08.2001, 30.09.2001, 30.10.2001, 30.11.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη το Κ. Δ. Μία συναλλαγματική ποσού 300.000 δραχμών (880,41 Ευρώ), λήξεως 30.09.2001 και τέσσερις (4) ποσού εκάστης 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ) και λήξεως 30.08.2001, 30.10.2001, 30.11.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη το Γ. Ε. Δύο (2) συναλλαγματικές ποσού 300.000 δραχμών (880,41 Ευρώ), λήξεως 30.10.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, μία (1) ποσού 800.000 δραχμών (2.347,50 Ευρώ), λήξεως 15.07.2001 και μία (1) ποσού 400.000 δραχμών (1.173,88 Ευρώ) και λήξεως 30.09.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη τη Β. ΣΤ. Μία (1) συναλλαγματική ποσού 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 30.07.2001 και τρεις (3) ποσού εκάστης 400.000 δραχμών (1.467,35 Ευρώ) και λήξεως 30.09.2001, 30.11.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη τον Ψ Ζ. Δύο (2) συναλλαγματικές ποσού 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 30.08.2001 και 30.09.2001 αντιστοίχως, και τρεις (3) ποσού εκάστης 300.000 δραχμών (880,41 Ευρώ) λήξεως 30.10.2001, 30.11.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη το Ε. Η. Τρεις (3) συναλλαγματικές ποσού 100.000 δραχμών (293,47 Ευρώ), λήξεως 30.07.2001, 30.08.2001 και 30.09.2001 αντιστοίχως, δύο (2) ποσού εκάστης 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 30.10.2001 και 30.11.2001 αντιστοίχως και μία (1) ποσού εκάστης 300.000 δραχμών (880,41 Ευρώ) με φερόμενο αποδέκτη το Η.. Θ. Πέντε (5) συναλλαγματικές ποσού 300.000 δραχμών εκάστη (880,41 Ευρώ), λήξεως 30.08.2001, 30.10.2001, 30.11.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, το Ζ. Ι. Μία (1) συναλλαγματική ποσού 400.000 δραχμών (1.173,88 Ευρώ), λήξεως 30.11.2001 και τέσσερις (4) ποσού εκάστης 100.000 δραχμών (293,47 Ευρώ), λήξεως 30.07.2001, 30.08.2001, 30.09.2001 και 30.10.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη την Θ. ΙΑ. Μία (1) συναλλαγματική ποσού 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 30.10.2001 και μία (1) ποσού 500.000 δραχμών (1.467,35 Ευρώ), με φερόμενο αποδέκτη τον Ξ. Εν συνεχεία, ο εκκαλών προσκόμισε τις ανωτέρω συναλλαγματικές στο υποκατάστημα Λαρίσης της μηνύτριας Τράπεζας Πειραιώς, πείθοντας με αυτόν τον τρόπο τους αρμοδίους υπαλλήλους αυτής ότι από τους ανωτέρω αποδέκτες των συναλλαγματικών, οι οποίοι όμως δεν είχαν υπογράψει αυτές, είχε και τις αντίστοιχες απαιτήσεις να λάβει τα αναφερόμενα σε αυτές ποσά, τα οποία ανήρχοντο συνολικώς στο ποσόν των τριάντα πέντε χιλιάδων διακοσίων δεκαέξι Ευρώ και σαράντα λεπτών, οπισθογραφώντας, λόγω ενεχύρου με την ιδιότητά του ως εκδότη, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εις διαταγήν της ανωτέρω τραπέζης, επιτυγχάνοντας έτσι, δια των ψευδών αυτών παραστάσεων να λάβει και τις αντιστοιχούσες χρηματοδοτήσεις. Ειρήσθω εν παρόδω ότι: α) η Τράπεζα Πειραιώς εξέδωσε τις υπ' αριθμ. 72/2003, 36/2003, 89/2003, 70/2003, 85/2003, 90/2003, 87/2003, 88/2003, 86/2003, 84/2003, 73/2003 διαταγές πληρωμής εις βάρος των φερομένων ως αποδεκτών Α, Β, Γ, Δ, Ε, Η, Κ, Θ, Ξ και Ζ αντιστοίχως, β) Ο φερόμενος ως αποδέκτης Ζ, υπέβαλε έγκληση εις βάρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραπέμφθηκε τελικώς προκειμένου να δικασθεί για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Λαρίσης, το οποίο τον κήρυξε ένοχο με την υπ' αριθμόν 1149/2005 απόφαση του και τον τιμώρησε με ποινή φυλακίσεως 12 μηνών, η ασκηθείσα δε έφεση προσδιορίστηκε για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης στη δικάσιμο της 17.05.2007. Επίσης, ο Ζ, άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαρίσης ανακοπή εις βάρος της εκδοθείσης εναντίον του διαταγής πληρωμής, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 246/2003 απόφαση που ανέβαλλε τη δίκη μέχρις αμετακλήτου περατώσεως της ποινική δίκης για την πλαστογραφία, γ) Ο Ψ, έτερος φερόμενος αποδέκτης, υπέβαλε μήνυση εις βάρος του εκκαλούντος για το ίδιο αδίκημα, παραπέμφθηκε δε αυτός (κατηγορούμενος) προκειμένου να δικασθεί ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Πλημ/δικείου Λαρίσης, εκδοθείσης της υπ' αριθμόν 2253/2006 αποφάσεως αυτού, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, η δε ασκηθείσα έφεση προσδιορίστηκε για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης, την 12.11.2007. Η κατ' αυτού δίωξη έπαυσε οριστικά για την πράξη της πλαστογραφίας λόγω εκκρεμοδικίας, όσον αφορά τις ανωτέρω πλαστές συναλλαγματικές των Ζ και Ψ και παραπέμπεται για πλαστογραφία με σκοπούμενο όφελος 25.815,40 Ευρώ. Από όλα τα ανωτέρω ιστορηθέντα προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος - εκκαλών είχε δημιουργήσει σχέδιο και υποδομή, αλλά και οργανωμένη ετοιμότητα, που περιελάμβανε μέσα, μεθόδους και τεχνάσματα, ικανά να πείσουν και να παραπλανήσουν του αρμοδίους υπαλλήλους της μηνύτριας Τράπεζας Πειραιώς, που το έθεσε σε εφαρμογή την κατάλληλη χρονική στιγμή για να σφετεριστεί παράνομα τα χρήματα αυτός για το δικό του παράνομο όφελος και προς ζημία της περιουσίας αυτής. Με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία στοιχειοθετείται πλήρως η έννοια της κακουργηματικής απάτης, διότι η βλάβη της περιουσίας της μηνύτριας Τράπεζας με την εξαπάτηση των υπαλλήλων αυτής, να προβούν στην προεκτεθείσα πράξη στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τούτου και από τις πράξεις αυτές προκύπτει πλήρως ο δόλος του εκκαλούντος, που συνίσταται στην ενσυνείδητη από δόλια προαίρεση αλλοίωση της αλήθειας με την παράσταση των ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την απόκρυψη των αληθινών, που αναφέρονται στο ιστορικό της παρούσης, με το σκοπό επιτεύξεως περιουσιακού οφέλους του ιδίου και αντίστοιχης περιουσιακής βλάβης στη ξένη περιουσία. Στοιχειοθετείται επίσης εις βάρος του κατηγορουμένου η έννοια του εγκλήματος της κακουργηματικής πλαστογραφίας διότι η απ' αρχής κατάρτιση των εν λόγω συναλλαγματικών, φερομένων ότι έχουν γίνει αποδεκτές από τα πρόσωπα που προαναφέρθηκαν, τα οποία όμως ουδέποτε τις αποδέχτηκαν, αφού ουδέποτε τις υπέγραψαν στην οικεία θέση του αποδέκτη και η περαιτέρω προσκόμιση των πλαστών τούτων συναλλαγματικών ενώπιον των υπαλλήλων της μηνύτριας Τράπεζας, στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τούτου και από τις πράξεις αυτές προκύπτει πλήρως η υποκειμενική υπόσταση τούτου, ήτοι ο δόλος του κατηγορουμένου που περιλαμβάνει τη γνώση ότι τα υπό κρίση έγγραφα είναι πλαστά και τη θέληση να τα χρησιμοποιήσει, κατατείνει δε (ο δόλος) στην εξαπάτηση, με τα έγγραφα αυτά και την παρακίνηση των εξαπατουμένων σε μία εννόμως σημαντική συμπεριφορά, η οποία περιγράφεται στο ιστορικό της παρούσης, με τελικό σκοπό περιποιήσεως του παραπάνω προσδιοριζόμενου περιουσιακού οφέλους. Είναι δε δράστης που διαπράττει πλαστογραφίες και απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεων του, καθώς και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης αυτής, προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, όπως ήδη προσδιορίζεται ανωτέρω, καθώς και η σταθερή ροπή του στην τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του. Ακολούθως, το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών, αναφερόμενο στην εισαγγελική πρόταση, εδέχθη ότι ορθώς το εκκαλούμενο βούλευμα, παρέπεμψε τον αναιρεσείοντα στο ακροατήριο του ανωτέρω δικαστηρίου, διά να δικασθή διά τις ανωτέρω αξιόποινες πράξεις, απέρριψε δε κατ'ουσίαν την έφεση αυτού κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος και επεκύρωσε αυτό. Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη από τα άρθρα 93 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση, εν σχέσει προς τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία των ανωτέρω αξιοποίνων πράξεων, τα αποδεικτικά μέσα που θεμελιώνουν τα περιστατικά αυτά και τις σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή αυτών στις εφαρμοσθείσες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και στηρίζεται η παραπεμπτική κρίση του, διά δε την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήτο απαραίτητη η αναφορά επί πλέον στοιχείων. Περαιτέρω, εκ του προσβαλλομένου βουλεύματος και της παραδεκτής επισκοπήσεως των εγγράφων της δικογραφίας, προς έλεγχο της βασιμότητος λόγου αναιρέσεως, προκύπτει ότι η αιτίαση περί παραπομπής του αναιρεσείοντος να δικασθή με κατηγορία διαφορετική από την απαγγελθείσα είναι αβάσιμη. 'Αλλως τε, ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας δεν επέρχεται διά του προσδιορισμού, ακριβέστερα και σαφέστερα, των συγκροτούντων την κατηγορία πραγματικών περιστατικών, των περιστατικών τελέσεως της πράξεως ή ακόμη και του προσώπου του παθόντος (βλ. ΑΠ 293/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/883), ούτε διά της παραδοχής, το πρώτον από το Συμβούλιο, επιβαρυντικών περιστάσεων της πράξεως (ΑΠ 272/2002, ΑΠ 1297/1995). Υπό τα δεδομένα αυτά, οι προβαλλόμενοι λόγοι αναιρέσεως, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. α', δ' ΚΠΔ, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ η αιτίαση περί ακυρότητος της ληφθείσης υπ'όψη γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, διότι αυτή στηρίζεται επί φωτοτυπιών και όχι επί των πρωτοτύπων των επιδίκων αξιογράφων και δεν ελήφθη δείγμα της υπογραφής του αναιρεσείοντος, είναι απαράδεκτη, αφού εκ της εν λόγω αιτιάσεως δεν ιδρύεται αναιρετικός λόγος. Επίσης, οι λοιπές αιτιάσεις, διά των οποίων πλήττεται η ανέλεγκτη αναιρετικώς ουσιαστική κρίση του Συμβουλίου, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες. Κατ'ακολουθία, πρέπει να απορριφθή η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς-Π ρ ο τ ε ί ν ω ------------------------ Να απορριφθή η από 24-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατά του υπ'αριθμ. 340/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης. Και
Να καταδικασθή ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι 9 Μαΐου 2008 Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου Δημήτριος-Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι.- Επειδή, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 171 παρ. 1 στοιχ. β', δ' και 484 παρ. 1 στοιχ. α' ΚΠΔ προκύπτει ότι ο περί απολύτου ακυρότητος λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος δημιουργείται και όταν δεν τηρηθούν οι διατάξεις που καθορίζουν την κίνηση της ποινικής διώξεως από τον εισαγγελέα και την εμφάνιση, εκπροσώπηση και υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των προσηκόντων σ'αυτόν δικαιωμάτων, στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιτάσσει ο νόμος. Εξάλλου, κατά το αρθρ. 31 παρ. 2 εδ. β' ΚΠΔ, αν η προκαταρκτική εξέταση γίνεται ύστερα από μήνυση ή έγκληση κατά ορισμένου προσώπου ή αν κατά την διάρκεια της προκαταρκτικής εξετάσεως αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο η τέλεση αξιόποινης πράξεως, το πρόσωπο αυτό καλείται πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και εξετάζεται αμέσως μετά. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι δεν δημιουργείται απόλυτη ακυρότητα λόγω παραβίασης των διατάξεων που καθορίζουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, στην περίπτωση που ο τελευταίος, αν και δεν κλητεύθηκε νομίμως ή και καθόλου πριν από σαράντα οκτώ ώρες για παροχή εξηγήσεων και για εξέτασή του ανωμοτί κατά το στάδιο διενεργηθείσας προκαταρκτικής εξέτασης, είχε τη δυνατότητα να προβάλει τους υπερασπιστικούς ισχυρισμούς του στο στάδιο της ανάκρισης το οποίο επακολούθησε αυτής (προκαταρκτικής εξέτασης). Στην προκειμένη περίπτωση με τον από το άρθρ. 484 παρ. 1α' ΚΠΔ κατ' εκτίμηση, πρώτο λόγο της αναίρεσης αποδίδεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα η πλημμέλεια της απόλυτης ακυρότητας λόγω μη νομίμου κλητεύσεως του αναιρεσείοντα κατά την προκαταρτική εξέταση που διενεργήθηκε για την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού ο αναιρεσείων τα υπερασπιστικά του δικαιώματα είχε τη δυνατότητα να τα προβάλει κατά το στάδιο της ανάκρισης που επακολούθησε της προκαταρκτικής εξέτασης.
ΙΙ.- Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 27 επ., 43, 49 σε συνδυασμό προς αυτές των άρθρων 57 επ. 246 επ., 250 και 321 του Κ.Π.Δ. συνάγεται ότι το δικαστήριο μπορεί να αποφαίνεται μόνο για την πράξη για την οποία ασκήθηκε από τον εισαγγελέα ποινική δίωξη, όχι δε και για κάποια άλλη έστω και συναφή, αλλιώς παράγεται απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. β' του Κ.Π.Δ., λόγω ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας που υπάρχει και όταν η πράξη για την οποία διώχθηκε και παραπέμφθηκε στο ακροατήριο ο κατηγορούμενος είναι διαφορετική κατά τόπο, χρόνο και λοιπές ιστορικές περιστάσεις τελέσεως, από εκείνη για την οποία καταδικάσθηκε αυτός. Τέτοια ανεπίτρεπτη μεταβολή κατηγορίας δεν υπάρχει, όταν το δικαστήριο προσδιορίζει ακριβέστερα, σύμφωνα με τα πορίσματα της ακροαματικής διαδικασίας τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν τον τρόπο τελέσεως της πράξεως. Στην προκείμενη περίπτωση όπως προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας επιτρεπτά επισκοπούμενα για τον έλεγχο λόγου αναίρεσης, με την με αριθμό 666/2005 κλήση κατηγορουμένου απαγγέλθηκε κατά του αναιρεσείοντα η κατηγορία ότι κατήρτισε εξ υπαρχής πλαστές συναλλαγματικές με εκδότη αυτόν και αποδέκτες -πληρωτές εικονικά πρόσωπα, ενώ με το με αριθμό 270/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Λάρισας, το οποίο επικυρώθηκε και με το με αριθμό 340/2007 βούλευμα του Εφετείου Λάρισας, ο αναιρεσείων παραπέμφθηκε για να δικαστεί ως υπαίτιος του ότι στη Λάρισα, κατήρτισε εξυπαρχής τις αναφερόμενες σ' αυτό συναλλαγματικές με φερόμενους ως αποδέκτες τα διαλαμβανόμενα σ' αυτό πρόσωπα. Από την αντιπαραβολή του περιεχομένου των ανωτέρω εγγράφων προκύπτει ότι δεν συνιστά μεταβολή κατηγορίας ώστε να πρόκειται για διαφορετική πράξη, το ότι στο προσβαλλόμενο και το παραπεμπτικό βούλευμα δεν χαρακτηρίζονται "εικονικά", όπως στην κλήση σε απολογία, τα ονόματα των αποδεκτών των πλαστών συναλλαγματικών τις οποίες φέρεται ότι εξ υπαρχής κατάρτισε ο αναιρεσείων, αλλ' αποτελεί επαναδιατύπωση της κατηγορίας προς τον σκοπό σαφέστερου προσδιορισμού των στοιχείων της πράξεως. Επομένως ο από το άρθρο 510 § 1 στοιχ. Α του ΚΠΔ, περί του αντιθέτου συναφής λόγος αναίρεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
ΙΙΙ.- Κατά την έννοια της διατάξεως του αρ. 216 παρ. 1 Π.Κ. για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται αντικειμενικά μεν η εξαρχής κατάρτιση εγγράφου από τον υπαίτιο, ο οποίος εμφανίζει τούτο ως καταρτισμένο από άλλον, ή η νόθευση γνησίου εγγράφου, δηλαδή η αλλοίωση της εννοίας ή της αποδεικτικής του ισχύος με μεταβολή του περιεχομένου του με προσθήκη ή εξάλειψη λέξεων αριθμών ή σημείων, υποκειμενικά δε δόλος του υπαιτίου, που ενέχει την γνώση και την θέληση των περιστατικών τα οποία απαρτίζουν την πράξη, επί πλέον δε ως πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο και σκοπός του δράστη όπως με τη χρήση του πλαστού ή νοθευμένου εγγράφου παραπλανήσει άλλον για γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή δημιουργία, κατάργηση ή μεταβίβαση εννόμως προστατευομένου δικαιώματος. Η πλαστογραφία προσλαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα και ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο δράστης σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. και β) αν ο υπαίτιος διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (η παρ. 3 αρ. 216 ΠΚ, ως ετροποποιήθη με αρ. 14 παρ. 2 και 2β Ν. 2721/99 και ισχύει από 3-6-1999). Ως περιουσιακό όφελος νοείται κάθε βελτίωση της περιουσιακής καταστάσεως του δράστου ή άλλου υπέρ του οποίου ενεργεί, η οποία επέρχεταί με την αύξηση της οικονομικής αξίας της περιουσίας του ωφελουμένου ή προσπόριση άλλων ωφελημάτων οικονομικού χαρακτήρα ή με αποσόβηση μειώσεως της περιουσίας του με βλάβη άλλου, η οποία και μόνη αρκεί για την θεμελίωση της πλαστογραφίας σε βαθμό κακουργήματος, αν το όφελος ή η βλάβη υπερβαίνουν τα 25.000.000 δρχ. Εξ άλλου κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ, όποιος με σκοπό αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α)αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ (5.000.000 δρχ.) ή β)αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των εβδομήντα τριών χιλιάδων (73.000) ευρώ (25.000.000 δρχ.). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α)σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία η πραγμάτωση του οφέλους, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από τα οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ)βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που ανάγονται στο παρόν ή στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση από το δράστη που έχει ειλημμένη την απόφαση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση και τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου έλλειψη της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. Δ' του ΚΠοινΔ λόγο αναίρεσης του παραπεμπτικού βουλεύματος, υπάρχει όταν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, από τα οποία το Συμβούλιο συνήγαγε την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων για την συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, για το οποίο ασκήθηκε κατά του κατηγορουμένου ποινική δίωξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία πείστηκε για τη συνδρομή των περιστατικών αυτών και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί με βάση τους οποίους υπήγαγε τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για τη συγκρότηση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης της αξιόποινης πράξης, που προβλέπεται και τιμωρείται από την ουσιαστική ποινική διάταξη, στην οποία αυτά υπήχθησαν και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για την πράξη για την οποία ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη. Η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν, με την προϋπόθεση ότι εκτίθενται στην πρόταση με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από τη ανάκριση ή την προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνάγονται αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί που στηρίζουν την εισαγγελική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Στην προκειμένη περίπτωση το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι από τις καταθέσεις των εξετασθέντων στην ανάκριση μαρτύρων, τα περιεχόμενα στη δικογραφία έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα εξής: "Ο εκκαλών Χ διατηρούσε ατομική επιχείρηση με την επωνυμία "Χ Εισαγωγές Φορτηγών Αυτοκινήτων - Χωματουργικών Γεωργικών Μηχανημάτων - Ανταλλακτικών" με έδρα το ... χλμ. Της Π.Ε.Ο. Λάρισας - Βόλου. Η επιχείρηση αυτή αποτελούσε συνέχεια της επιχείρησης της Νικολέτας Γκανά, που διατηρούσε στον ίδιο χώρο με το ίδιο ακριβώς αντικείμενο, με την οποία ο ίδιος συνδέεται με στενή συγγένεια, καθόσον τυγχάνει αδελφή της μητέρας του. Δυνάμει της υπ' αριθμ. 8/20.05.1998 συμβάσεως χορηγήσεως πιστώσεως σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και των υπ' αριθμ. 8/1/20.05.1998 και 8/4/14.03.2001 προσθέτων πράξεων ως και των υπ' αριθμ. 8/2/13.10.1998 και 8/3/12.03.1999 τροποποιητικών πράξεων της ανωτέρω συμβάσεως, που συνήφθησαν μεταξύ του εκκαλούντος και του υποκαταστήματος Λαρίσης της μηνύτριας Τράπεζας Πειραιώς ΑΕ, χορηγήθηκε σε αυτόν (κατηγορούμενο) πίστωση μέχρι του ποσού των 29.347,50 Ευρώ (10.000.000 δραχμές) συνολικά με εγγυητές τους .... και τη ...., για την οποία τηρήθηκε ο υπ' αριθμόν .... αλληλόχρεος λογαριασμός με τους αναφερομένους στην ανωτέρω σύμβαση, πρόσθετες και τροποποιητικές πράξεις όρους. Ο εκκαλών, προέβη κατά το μη επακριβώς προσδιορισθέν κατά την ανάκριση, χρονικό διάστημα από 14 Φεβρουαρίου 2001 μέχρι και την 15η Ιουνίου 2001 με εκδότη τον ίδιο και αποδέκτες - πληρωτές πρόσωπα, που ανήκαν κατά κύριο λόγο στον κύκλο των τότε πελατών του, τα οποία όμως ουδόλως είχαν υπογράψει τις επίδικες συναλλαγματικές. Συγκεκριμένα ο ίδιος κατάρτισε εξ' αρχής και εξέδωσε τις κάτωθι πλαστές συναλλαγματικές: Α. Μία (1) συναλλαγματική ποσού 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 20.07.2001, με φερόμενο αποδέκτη τον Α. Β. Μία (1) συναλλαγματική ποσού 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 20.07.2001 με φερόμενο αποδέκτη το Δ. Γ. Πέντε (5) συναλλαγματικές ποσού 200.000 δραχμών εκάστη (586,94 Ευρώ), λήξεως 30.08.2001, 30.09.2001, 30.10.2001, 30.11.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη το Κ. Δ. Μία συναλλαγματική ποσού 300.000 δραχμών (880,41 Ευρώ), λήξεως 30.09.2001 και τέσσερις (4) ποσού εκάστης 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ) και λήξεως 30.08.2001, 30.10.2001, 30.11.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη το Γ. Ε. Δύο (2) συναλλαγματικές ποσού 300.000 δραχμών (880,41 Ευρώ), λήξεως 30.10.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, μία (1) ποσού 800.000 δραχμών (2.347,50 Ευρώ), λήξεως 15.07.2001 και μία (1) ποσού 400.000 δραχμών (1.173,88 Ευρώ) και λήξεως 30.09.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη τη Β. ΣΤ. Μία (1) συναλλαγματική ποσού 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 30.07.2001 και τρεις (3) ποσού εκάστης 400.000 δραχμών (1.467,35 Ευρώ) και λήξεως 30.09.2001, 30.11.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη τον Ψ. Ζ. Δύο (2) συναλλαγματικές ποσού 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 30.08.2001 και 30.09.2001 αντιστοίχως, και τρεις (3) ποσού εκάστης 300.000 δραχμών (880,41 Ευρώ) και λήξεως 30.10.2001, 30.11.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη το Ε Η. Τρεις (3) συναλλαγματικές ποσού 100.000 δραχμών (293,47 Ευρώ), λήξεως 30.07.2001, 30.08.2001 και 30.09.2001 αντιστοίχως, δύο (2) ποσού εκάστης 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 30.10.2001 και 30.11.2001 αντιστοίχως και μία (1) ποσού εκάστης 300.000 δραχμών (880,41 Ευρώ) με φερόμενο αποδέκτη το Η. Θ.Πέντα (5) συναλλαγματικέ ποσού 300.000 δραχμών εκάστη (880,41 Ευρώ), λήξεως 30.08.2001, 30.10.2001, 30.11.2001 και 30.12.2001 αντιστοίχως, το Ζ. Ι. Μία (1) συναλλαγματική ποσού 400.000 δραχμών (1.173,88 Ευρώ), λήξεως 30.11.2001 και τέσσερις (4) ποσού εκάστης 100.000 δραχμών (293,47 Ευρώ), λήξεως 30.07.2001, 30.08.2001, 30.09.2001 και 30.10.2001 αντιστοίχως, με φερόμενο αποδέκτη την Θ. ΙΑ. Μία (1) συναλλαγματική ποσού 200.000 δραχμών (586,94 Ευρώ), λήξεως 30.10.2001 και μία (1) ποσού 500.000 δραχμών (1.467,35 Ευρώ), με φερόμενο αποδέκτη τον Ξ. Εν συνεχεία, ο εκκαλών προσκόμισε τις ανωτέρω συναλλαγματικές στο υποκατάστημα Λαρίσης της μηνύτριας Τράπεζας Πειραιώς, πείθοντας με αυτόν τον τρόπο τους αρμοδίους υπαλλήλους αυτής ότι από τους ανωτέρω αποδέκτες των συναλλαγματικών, οι οποίοι όμως δεν είχαν υπογράψει αυτές, είχε και τις αντίστοιχες απαιτήσεις να λάβει τα αναφερόμενα σε αυτές ποσά, τα οποία ανήρχοντο συνολικώς στο ποσόν των τριάντα πέντε χιλιάδων διακοσίων δεκαέξι Ευρώ και σαράντα λεπτών (32.216,40), οπισθογραφώντας, λόγω ενεχύρου με την ιδιότητά του ως εκδότη, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα εις διαταγήν της ανωτέρω τραπέζης, επιτυγχάνοντας έτσι, δια των ψευδών αυτών παραστάσεων να λάβει και τις αντιστοιχούσες χρηματοδοτήσεις. Ειρήσθω εν παρόδω ότι: α) η Τράπεζα Πειραιώς εξέδωσε τις υπ' αριθμ. 72/2003, 36/2003, 89/2003, 70/2003, 85/2003, 90/2003, 87/2003, 88/2003, 86/2003, 84/2003, 73/2003 διαταγές πληρωμής εις βάρος των φερομένων ως αποδεκτών Α, Β, Γ, Δ, Ε, Η, Κ Θ, Ξ και Ζ αντιστοίχως, β) Ο φερόμενος ως αποδέκτης Ζ, υπέβαλε έγκληση εις βάρος του εκκαλούντος, ο οποίος παραπέμφθηκε τελικώς προκειμένου να δικασθεί για το αδίκημα της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση ενώπιον του Τριμελούς Πλημ/κείου Λαρίσης, το οποίο τον κήρυξε ένοχο με την υπ' αριθμόν 1149/2005 απόφασή του και τον τιμώρησε με ποινή φυλακίσεως 12 μηνών, η ασκηθείσα δε έφεση προσδιορίστηκε για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης στη δικάσιμο της 17.05.2007. Επίσης, ο Ζ, άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Λαρίσης ανακοπή εις βάρος της εκδοθείσης εναντίον του διαταγής πληρωμής, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμόν 246/2003 απόφαση που ανέβαλλε τη δίκη μέχρις αμετακλήτου περατώσεως της ποινική δίκης για την πλαστογραφία, γ) Ο Ψ, έτερος φερόμενος αποδέκτης, υπέβαλε μήνυση εις βάρος του εκκαλούντος για το ίδιο αδίκημα, παραπέμφθηκε δε αυτός (κατηγορούμενος) προκειμένου να δικασθεί ενώπιον του αρμοδίου Τριμελούς Πλημ/δικείου Λαρίσης, εκδοθείσης της υπ' αριθμόν 2253/2006 αποφάσεως αυτού, με την οποία καταδικάσθηκε σε ποινή φυλακίσεως 15 μηνών, η δε ασκηθείσα έφεση προσδιορίστηκε για να δικασθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Λαρίσης, την 12.11.2007. Η κατ' αυτού δίωξη έπαυσε οριστικά για την πράξη της πλαστογραφίας λόγω εκκρεμοδικίας, όσον αφορά τις ανωτέρω πλαστές συναλλαγματικές των Ζ και Ψ και παραπέμπεται για πλαστογραφία με σκοπούμενο όφελος 25.815,40 Ευρώ. Από όλα τα ανωτέρω ιστορηθέντα προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος - εκκαλών είχε δημιουργήσει σχέδιο και υποδομή, αλλά και οργανωμένη ετοιμότητα, που περιελάμβανε μέσα, μεθόδους και τεχνάσματα, ικανά να πείσουν και να παραπλανήσουν του αρμοδίους υπαλλήλους της μηνύτριας Τράπεζας Πειραιώς, που το έθεσε σε εφαρμογή την κατάλληλη χρονική στιγμή για να σφετεριστεί παράνομα τα χρήματα αυτός για το δικό του παράνομο όφελος και προς ζημία της περιουσίας αυτής. Επειδή με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία στοιχειοθετείται πλήρως η έννοια της κακουργηματικής απάτης εις βάρος του πιο πάνω εκκαλούντος κατηγορουμένου Χ, διότι η βλάβη της περιουσίας της μηνύτριας Τράπεζας με την εξαπάτηση των υπαλλήλων αυτής, να προβούν στην προεκτεθείσα πράξη στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τούτου και από τις πράξεις αυτές προκύπτει πλήρως ο δόλος του εκκαλούντος, που συνίσταται στην ενσυνείδητη από δόλια προαίρεση αλλοίωση της αλήθειας με την παράσταση των ψευδών γεγονότων ως αληθινών και την απόκρυψη των αληθινών, που αναφέρονται στο ιστορικό της παρούσης, με το σκοπό επιτεύξεως περιουσιακού οφέλους του ιδίου και αντίστοιχης περιουσιακής βλάβης στη ξένη περιουσία. Στοιχειοθετείται επίσης εις βάρος του η έννοια του εγκλήματος της κακουργηματικής πλαστογραφίας διότι η απ' αρχής κατάρτιση των εν λόγω συναλλαγματικών, φερομένων ότι έχουν γίνει αποδεκτές από τα πρόσωπα που προαναφέρθηκαν, τα οποία όμως ουδέποτε τις αποδέχτηκαν, αφού ουδέποτε τις υπέγραψαν στην οικεία θέση του αποδέκτη και η περαιτέρω προσκόμιση των πλαστών τούτων συναλλαγματικών ενώπιον των υπαλλήλων της μηνύτριας Τράπεζας, στοιχειοθετεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος τούτου και από τις πράξεις αυτές προκύπτει πλήρως η υποκειμενική υπόσταση τούτου, ήτοι ο δόλος του κατηγορουμένου που περιλαμβάνει τη γνώση ότι τα υπό κρίση έγγραφα είναι πλαστά και τη θέληση να τα χρησιμοποιήσει, κατατείνει δε (ο δόλος) στην εξαπάτηση, με τα έγγραφα αυτά και την παρακίνηση των εξαπατουμένων σε μια εννόμως σημαντική συμπεριφορά, η οποία περιγράφεται στο ιστορικό της παρούσης, με τελικό σκοπό περιποιήσεως του παραπάνω προσδιοριζόμενου περιουσιακού οφέλους. Είναι δε δράστης που διαπράττει πλαστογραφίες και απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, αφού από την επανειλημμένη τέλεση των πράξεών του, καθώς και από την υποδομή που είχε διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης αυτής, προκύπτει ο σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, όπως ήδη προσδιορίζεται ανωτέρω στο ιστορικό της παρούσης καθώς και η σταθερή ροπή του στην τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητας του.
Με βάση τις παραδοχές αυτές του Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε με το προσβαλλόμενο βούλευμα ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις τέλεσης από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο των αποδιδομένων σ' αυτόν αξιόποινων πράξεων α)της πλαστογραφίας με χρήση κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει πλαστογραφίες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη συνολικά ζημία άνω τα ων 15.000 Ευρώ και β)απάτης κατ' εξακολούθηση από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 15.000 ευρώ και για τον λόγο αυτό απέρριψε την έφεση που ασκήθηκε απ' αυτόν κατά του με αριθμό 270/2007 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας ως κατ' ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το βούλευμα αυτό. Με τις παραδοχές του αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα περιέλαβε την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σ' αυτό με πληρότητα και σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του για τη συνδρομή των στοιχείων της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως των ως άνω αξιοποίνων πράξεων οι αποδείξεις που τις θεμελίωσαν και από τις οποίες πείσθηκε για την παραπομπή του αναιρεσείοντος, και εντεύθεν για την κατ' ουσία απόρριψη ως αβασίμου της εφέσεως αυτού, δεν ήταν δε για την πληρότητα της αιτιολογίας απαραίτητη η αναφορά επί πλέον στοιχείων. Η αιτίαση ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του για την παραπομπή του στο ακροατήριο για την αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας, την γραφολογική πραγματογνωμοσύνη που διεξήχθηκε κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας του Εισαγγελέα Πλημ/κών Λάρισας, αν και δεν στηρίχθηκε στα γνήσια σώματα των επίδικων συναλλαγματικών αλλά σε φωτοτυπημένα αντίγραφα αυτών, δεν συνιστά αναιρετικό λόγο από τους αναφερόμενους στο άρθρο 484 § 1 του ΚΠΔ, ανεξάρτητα του ότι η παραπάνω πραγματογνωμοσύνη δεν μνημονεύεται μεταξύ των αποδεικτικών μέσων, τα οποία έλαβε υπόψη του το Συμβούλιο Εφετών για την παραπεμπτική του κρίση για την ως άνω αξιόποινη πράξη της πλαστογραφίας, ενώ επί εσφαλμένης προϋπόθεσης στηρίζεται προεχόντως η αιτίαση που προβάλλεται επικουρικά ότι το Συμβούλιο συνήγαγε από το πόρισμα του πραγματογνώμονα, κατά το οποίο οι υπογραφές στις συναλλαγματικές δεν είχαν τεθεί από τα πρόσωπα που φέρονται ως αποδέκτες, ότι αυτός έθεσε τις υπογραφές τους παρόλο που ο εν λόγω πραγματογνώμονας δεν έλαβε δείγμα γραφής του, αφού κατά τα προαναφερθέντα, την περί τούτου σχετική κρίση του συνήγαγε το Συμβούλιο από τα λοιπά μνημονευόμενα αποδεικτικά μέσα. Τέλος οι υπό την επίφαση της επίκλησης της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας προβαλλόμενες λοιπές αιτιάσεις, α)ότι δεν προκύπτει από την ορθή αξιολόγηση των αποδείξεων ότι αυτός ήταν ο αυτουργός της κατάρτισης των φερόμενων ως πλαστών συναλλαγματικών, και β)ότι το σκοπούμενο όφελος του αναιρεσείοντα από την κατάρτιση των πλαστών συναλλαγματικών, ως και η βλάβη την οποία υπέστη η Τράπεζα ανήλθαν στο ποσό των 25.815,40 Ευρώ, ποσό το οποίο και προσδίδει στις ανωτέρω πράξεις κακουργηματικό χαρακτήρα, είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, διότι πλήττουν την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 24/1/2008 αίτηση του Χ, για αναίρεση του 340/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα που ανέρχονται στο ποσό των Διακοσίων είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2009. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 7 Μαΐου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ