Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 57 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Ακυρότητα απόλυτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Υπέρβαση εξουσίας.




Περίληψη:
Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα: α) για υπέρβαση εξουσίας, διότι το Συμβούλιο εφετών προχώρησε στην κατ’ ουσίαν έρευνα της έφεσης, έκανε δεκτή αυτή και εξέδωσε το προσβαλλόμενο παραπεμπτικό βούλευμα, αν και η έφεση είχε ασκηθεί από πρόσωπο, το οποίο δεν δήλωσε νομοτύπως παράσταση πολιτικής αγωγής και β) λόγω απόλυτης ακυρότητας που προκλήθηκε από την παράλειψη του Συμβουλίου, να καλέσει τον κατηγορούμενο, προκειμένου αυτός να λάβει γνώση και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί εγγράφων τα οποία είχαν υποβληθεί μετά το τέλος της ανάκρισης στον Εισαγγελέα και στήριξαν την παραπεμπτική κρίση του Συμβουλίου Εφετών.




Αριθμός 57/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Δημήτριο Κυριτσάκη, Αντιπρόεδρο, Γρηγόριο Μάμαλη και Βασίλειο Κουρκάκη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Στέλιου Γκρόζου (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 2 Μαΐου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ1, περί αναιρέσεως του υπ’ αριθμ. 859/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσες τις: 1) Ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ" και τον διακριτικό τίτλο "ΠΑΚΟ ΑΕ", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και 2) Ψ1. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό, και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 5.12.2006 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1959/2006.

Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στέλιος Γκρόζος εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με τις προτάσεις του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα με αριθμούς 78 και 78α/16.2.2007, στις οποίες αναφέρονται τα ακόλουθα:
Φέρομεν ενώπιον του Δικαστηρίου υμών, συμφώνως με το άρθρον 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την παραδεκτώς, κατά τας διατάξεις των άρθρων 465 παρ. 1, 473 παρ. 1, 474 και 482 παρ. 1 ιδίου Κώδικος, ασκηθείσαν υπό της κατηγορουμένης Χ1, κατοίκου ......, από 5 Δεκεμβρίου 2006 αίτησιν αναιρέσεως, κατά του υπ’ αριθμ. 859/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτομεν τα εξής:
Ι. Δια του πληττομένου βουλεύματος, που εξεδόθη κατόπιν ασκήσεως εφέσεων υπό των πολιτικώς εναγουσών 1) Ψ1 και 2) ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμίαν "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα -Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Α.Ε.", κατά του υπ’αριθμ. 1991/2005 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παρεπέμφθη η αναιρεσείουσα κατηγορουμένη εις το ακροατήριον δια να δικασθή δια πλαστογραφίαν μετά χρήσεως, εκ της οποίας το συνολικόν όφελος και η αντίστοιχος συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος τούτου παραπονείται ήδη η αναιρεσείουσα, προβάλλουσα τους υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α’, β’, δ’ και στ’ λόγους αναιρέσεως.

ΙΙ.Υπέρβασις εξουσίας: Κατά το άρθρον 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ λόγος αναιρέσεως του βουλεύματος είναι και η υπέρβασις εξουσίας. Υπάρχει δε υπέρβασις εξουσίας και όταν το δικαστικόν συμβούλιον ασκεί δικαιοδοσίαν, την οποίαν έχει μεν γενικώς, δεν συντρέχουν όμως εις την συγκεκριμένην περίπτωσιν αι απαιτούμεναι κατά τον νόμον προϋποθέσεις δια την άσκησίν της. Το τελευταίον συμβαίνει, όταν το συμβούλιον εφετών εξετάζει κατ’ουσίαν την υπόθεσιν και αποφαίνεται μετά από έφεσιν κατά του πρωτοδίκου βουλεύματος, η οποία είναι απαράδεκτος κατά το άρθρον 476 Κ.Π.Δ. (Α.Π. 1561/2002 Π Λογ 2002 σελ. 1581 κ.ά.), όπως επί ασκήσεως εφέσεως κατ’ απαλλακτικού βουλεύματος υπό προσώπου που δεν προκύπτει ότι εδήλωσε νομοτύπως παράστασιν πολιτικής αγωγής (Α.Π. 919/1997 Ποιν Χρ ΜΗ’ σελ. 277 κ.ά.). Περαιτέρω εκ των διατάξεων των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 ν. 2190/1920 συνάγεται, ότι το πρόσωπον εις το οποίον το Δ.Σ. της Α.Ε. ανέθεσε την εκπροσωπευτικήν δραστηριότητα είναι υποκατάστατος του Δ.Σ., εφ’όσον υπάρχει εις το καταστατικόν σχετική πρόβλεψις μεταβιβάσεως της εξουσίας του Δ.Σ. Εάν δεν υφίσταται τοιαύτη πρόβλεψις, το πρόσωπον εις το οποίον το Δ.Σ. ανέθεσεν εκπροσωπευτικήν δραστηριότητα δεν είναι υποκατάστατον του Δ.Σ., αλλ’ ενεργεί εις τα πλαίσια της υπό των άρθρων 211 και 713 Α.Κ. προβλεπομένης αντιστοίχως πληρεξουσιότητος ή εντολής και πρέπει το σχετικόν πρακτικόν του Δ.Σ. να φέρη βεβαίωσιν της γνησιότητος των υπογραφών των μελών αυτού υπό αρχής ή δικηγόρου (ολ. Α.Π. 6/2006 Πραξ Λογ ΠΔ 2006 σελ. 232).
Εις την προκειμένην περίπτωσιν η δήλωσις παραστάσεως πολιτικής αγωγής, δια λογαριασμόν της ανωνύμου εταιρίας "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Α.Ε", εγένετο δια της υποβληθείσης εγκλήσεως κατά της κατηγορουμένης Χ1 υπό του δικηγόρου Ανδρέου Γκούβα, κατόπιν της παρασχεθείσης εις αυτόν πληρεξουσιότητος υπό της Ψ1, δια του υπ’αριθμ. .... συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Στείρου. Εις αυτό αναφέρεται, ότι η προαναφερθείσα Ψ1 ενεργεί δυνάμει εξουσίας που παρεσχέθη εις αυτήν δια του από 18/4/2003 πρακτικού συνεδριάσεως του Δ.Σ. Τοιούτον όμως πρακτικόν ουδέποτε προσεκομίσθη μέχρι και της εκδόσεως του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος, ούτε και το σχετικόν καταστατικόν, δια να κριθή εάν η Ψ1 είχε πράγματι αυτήν την εξουσίαν και υπό ποίαν ιδιότητα ενήργησε, δηλαδή ως υποκατάστατος ή ως εντολοδόχος του Δ.Σ. Περαιτέρω δια του από 20/12/2004 πρακτικού συνεδριάσεως του Δ.Σ. της Α.Ε. παρεσχέθη εις αυτήν υπό την ιδιότητα της Προέδρου και διευθυνούσης συμβούλου της ανωτέρω Α.Ε., το δικαίωμα εκπροσωπήσεως αυτής. Εξ άλλου δια του υπό την αυτήν ημερομηνίαν ετέρου πρακτικού συνεδριάσεως του Δ.Σ. εξουσιοδοτήθη η Ψ1, να δηλώση δια λογαριασμόν της εταιρίας παράστασιν πολιτικής αγωγής δια χρηματικήν ικανοποίησιν λόγω ηθικής βλάβης εκ των εις βάρος της διαπραχθεισών αξιοποίνων πράξεων υπό της κατηγορουμένης. Και πάλιν όμως δεν προσεκομίσθη το σχετικόν καταστατικόν, δια να κριθή εάν αυτή εξουσιοδοτήθη ως υποκατάστατος ή ως εντολοδόχος του Δ.Σ., δεδομένου ότι, επί συνδρομής της τελευταίας ιδιότητος, εις το προαναφερθέν πρακτικόν δεν υφίσταται βεβαίωσις της γνησιότητος των υπογραφών των μελών του Δ.Σ. υπό αρχής ή δικηγόρου. Το πρακτικόν αυτό ενεχειρίσθη μεν εις τον Ανακριτήν την 21/12/2004, πλην όμως υπό της Ψ1 δεν εγένετο και η απαιτουμένη δήλωσις παραστάσεως πολιτικής αγωγής δια λογαριασμόν της Α.Ε. Εν όψει δε του ότι κατά τα ανωτέρω, δεν προέκυπτε νομότυπος δήλωσις παραστάσεως πολιτικής αγωγής της ειρημένης Α.Ε. και συνακολούθως δεν προέκυπτεν η νομιμοποίησις της ως πολιτικώς εναγούσης, αυτή δεν ενομιμοποιείτο υπό την προαναφερθείσαν ιδιότητα εις άσκησιν εφέσεως κατά του πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος (Α.Π. 2005/2003 Πραξ Λογ ΠΔ 2003 σελ. 532 κ.ά.).
Αλλά πέραν αυτού η έφεσις της ανωτέρω εταιρίας ησκήθη δι’αντιπροσώπου, ήτοι δια του δικηγόρου Ανδρέου Γκούβα, χωρίς αυτός να έχη την ειδικήν προς τούτο εντολήν κατά τας διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 1 και 42 παρ. 1 Κ.Π.Δ. Η από 15/7/2005 εξουσιοδότησις της Ψ1 προς τον ανωτέρω δικηγόρον δι’άσκησιν εφέσεως κατά του ως άνω βουλεύματος αφορά ατομικώς αυτήν, η οποία ως αμέσως ζημιωθείσα ατομικώς εκ της προαναφερθείσης πράξεως της κατηγορουμένης, στρεφομένης ατομικώς και κατ’αυτής, είχε δηλώσει νομότυπον παράστασιν πολιτικής αγωγής δια της από 23/4/2003 εξουσιοδοτήσεώς της προς τον δικηγόρον Ανδρέαν Γκούβαν. Ουδόλως όμως εκ του περιεχομένου της ανωτέρω από 15/7/2005 εξουσιοδοτήσεως προκύπτει, ότι η Ψ1 παρέσχεν, υπό την ιδιότητα της νομίμου εκπροσώπου της ως άνω Α.Ε., την εντολήν εις τον δικηγόρον Ανδρέαν Γκούβαν να ασκήση έφεσιν δια λογαριασμόν της προαναφερθείσης εταιρίας. Επομένως και εκ του λόγου τούτου η ασκηθείσα έφεσις τυγχάνει απαράδεκτος, καθότι ησκήθη υπό αντιπροσώπου του διαδίκου άνευ της υπάρξεως εντολής προς άσκησίν της (Α.Π. 845/2006 Ποιν Δικ 2006 σελ. 1229 κ.ά.).
Κατ’ακολουθίαν, καθ’υπέρβασιν εξουσίας το ανωτέρω Συμβούλιον εξήτασε την ουσίαν της υποθέσεως, σχετικώς με την ανωτέρω Α.Ε. και παρέπεμψε την κατηγορουμένην εις το ακροατήριον δια την προαναφερθείσαν πράξιν, φερομένην ως τελεσθείσαν και εις βάρος της εταιρίας αυτής, καίτοι η έφεσίς της ήτο απαράδεκτος.
Συνεπώς πρέπει, κατά τον βάσιμον λόγον αναιρέσεως περί υπερβάσεως εξουσίας, να αναιρεθή το πληττόμενον βούλευμα καθ’όσον αφορά την προαναφερθείσαν εταιρίαν. Περαιτέρω εφ’όσον δεν συντρέχει περίπτωσις παραπομπής της υποθέσεως κατά το άρθρον 519 Κ.Π.Δ., πρέπει κατ’εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 476 Κ.Π.Δ. να απορριφθή ως απαράδεκτος η έφεσις της προαναφερθείσης Α.Ε. (Α.Π. 1034/1990, 2/1990 Ποιν Χρ ΜΑ’ σελ. 315 και Μ’ σελ. 297 αντιστ. κ.ά.). Ο ανωτέρω όμως λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθή καθ’όσον αφορά την πολιτικώς ενάγουσαν Ψ1, η οποία ατομικώς εδήλωσε νομοτύπως παράστασιν πολιτικής αγωγής. Ενομιμοποιείτο δε ενεργητικώς προς τούτο, δεδομένου ότι ήτο αμέσως ζημιωθείσα ατομικώς εκ της προαναφερθείσης αξιοποίνου πράξεως της κατηγορουμένης, ήτοι της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αφού η από 31/7/2000 αγωγή της κατηγορουμένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, δια της οποίας εζήτει την επιδίκασιν χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης ησκήθη και κατ’αυτής προσωπικώς.

ΙΙΙ. Απόλυτος ακυρότης: Κατά το άρθρον 309 παρ. 2 εδ. τελευταίον Κ.Π.Δ., όπως προσετέθη δια του άρθρου 19 παρ. 2 ν.δ. 4090/1960, αν μετά το τέλος της ανακρίσεως και την υποβολήν των εγγράφων εις τον Εισαγγελέα υπεβλήθησαν εις το συμβούλιον από ένα διάδικον έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροήν εις την κρίσιν του συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέση τους υπολοίπους διαδίκους ή τους αντικλήτους αυτών, δια να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τας παρατηρήσεις των, εντός ευλόγου υπό του συμβουλίου τασσομένης προθεσμίας. Η παράβασις της διατάξεως αυτής, η οποία κατά το άρθρον 316 παρ. 2 Κ.Π.Δ. εφαρμόζεται και εις την διαδικασίαν ενώπιον του συμβουλίου εφετών, επάγεται δια τον κατηγορούμενον απόλυτον ακυρότητα, συμφώνως με το άρθρον 171 παρ. 1 εδ. δ’ Κ.Π.Δ., διότι αποστερεί αυτόν από υπερασπιστικόν δικαίωμα που παρέχεται εις τούτον υπό του νόμου και ιδρύει τον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α’ Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως (Α.Π. 1563/2006, 2008/2004 Ποιν Δικ 2005 σελ. 369 κ.ά.).
Εις την προεκειμένην περίπτωσιν το αναιρεσιβαλλόμενον βούλευμα παρέπεμψε την κατηγορουμένην εις το ακροατήριον δια να δικασθή δια κακουργηματικήν πλαστογραφίαν μετά χρήσεως. Την κρίσιν αυτήν το Συμβούλιον Εφετών Αθηνών εστήριξεν εις τα υποβληθέντα εις αυτό έγγραφα, που προσεκομίσθησαν την 30/8/2005 εις τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών υπό της Ψ1 και της προαναφερθείσης Α.Ε. Συγκεκριμένως εις το υπ’αριθμ. πρωτ. 43297/13-7-2005 έγγραφον του Εισαγγελέως Πλημμελειοδικών Αθηνών προς την ανωτέρω Α.Ε. και το επισυναπτόμενον από 4/7/2005 έγγραφον του προϊσταμένου του Τμήματος Πληροφορικής της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών προς τον ανωτέρω Εισαγγελέα κατά το οποίον "η ώρα και ημερομηνία καταχωρίσεως της μηνύσεως εις το πληροφοριακόν σύστημα της υπηρεσίας μας είναι αυτή του κεντρικού υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή την 10:30:27 της 22/6/2000", ως και εις την συνημμένην καρτέλαν μηνύσεως. Εκ των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτει, ότι η κατηγορουμένη δεν εκλήθη δια να λάβη γνώσιν των εγγράφων αυτών και να υποβάλη τας παρατηρήσεις της. Τοιουτοτρόπως όμως εδημιουργήθη απόλυτος ακυρότης δια την αναιρεσείουσαν κατηγορουμένην.
Συνεπώς πρέπει να αναιρεθή το προσβληθέν βούλευμα, κατά τον βάσιμον υπό του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. α’ Κ.Π.Δ. τρίτον λόγον αναιρέσεως και να παραπεμφθή η υπόθεσις προς νέαν κρίσιν σχετικώς με την έφεσιν της Ψ1 εις το αυτό Συμβούλιον, συντιθέμενον εξ άλλων Δικαστών, παρελκούσης της ερεύνης των λοιπών λόγων αναιρέσεως.

Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Π ρ ο τ ε ί ν ο μ ε ν:
Ι. Να αναιρεθή το υπ’αριθ. 859/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ. Να κηρυχθή απαράδεκτος η έφεσις της ανωνύμου εταιρίας υπό την επωνυμίαν "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Α.Ε.", κατά του υπ’αριθμ. 1991/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
ΙΙΙ. Να καταδικασθή η ανωτέρω Α.Ε. εις τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ.
IV. Να παραπεμφθή η υπόθεσις προς νέαν κρίσιν εις το αυτό Συμβούλιον, συντιθέμενον εξ άλλων Δικαστών.
Αθήνα 17 Ιανουαρίου 2007
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Ανδρέας Ι. Ζύγουρας

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΙΣ
Μετά την κατάρτισιν της ανωτέρω προτάσεώς μας περιήλθεν εις ημάς η από 18 Ιανουαρίου 2007, εγχειρισθείσα την 19 Ιανουαρίου 2007, αίτησις της αναιρεσειούσης κατηγορουμένης περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς της ενώπιον του Συμβουλίου υμών (άρθρα 309 παρ. 2 και 485 παρ. 1, 3 και 4 Κ.Π.Δ.). Η αίτησις αυτή είναι προεχόντως απαράδεκτος, αφού δεν αναφέρει εις αυτήν, ότι ζητεί την αυτοπρόσωπον εμφάνισίν της προς παροχήν διευκρινίσεων επί των λόγων της αιτήσεως αναιρέσεως (Α.Π. 85/2006 Ποιν Δικ 2006 σελ. 804 κ.ά.). Κατά πάσαν δε περίπτωσιν είναι ουσιαστικώς αβάσιμος, αφού εις την προαναφερθείσαν αίτησιν αναιρέσεως εκτίθενται με σαφήνειαν και πληρότητα αι πλημμέλειαι, που αποδίδονται δια των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως εις το πληττόμενον βούλευμα (Α.Π. 1959/2006 Δ 38 σελ. 99 κ.ά.).

Δ Ι Α Τ Α Υ Τ Α
Π ρ ο τ ε ί ν ο μ ε ν: Να απορριφθή η από 18 Ιανουαρίου 2007 αίτησις της αναιρεσειούσης περί αυτοπροσώπου εμφανίσεώς της ενώπιον του Συμβουλίου υμών.
Αθήνα 24 Ιανουαρίου 2007
Ο Αντεισαγγελεύς του Αρείου Πάγου
Ανδρέας Ι. Ζύγουρας

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, το δικαστικό συμβούλιο, με αίτημα ενός από τους διαδίκους, διατάσσει υποχρεωτικά την ενώπιον αυτού εμφάνιση του αιτούντος για να παράσχει κάθε διευκρίνιση. Τότε μόνο είναι δυνατόν να απορρίψει την αίτηση για εμφάνιση, όταν συντρέχουν ορισμένοι λόγοι που αναφέρονται ειδικά στο βούλευμα. Στην προκειμένη περίπτωση, το αίτημα της αναιρεσείουσας, διατυπούμενο κατά λέξη στην από 18.1.2007 αίτηση "Να κληθώ να παραστώ ενώπιον του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου, ώστε να υποστηρίξω και αυτοπροσώπως την υπ’ εμού υποβληθείσα αίτηση αναίρεσης του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών", παρεκτός της αοριστίας του, αφού δεν αναφέρονται έστω και συνοπτικά τα ζητήματα για τα οποία προτίθεται να παράσχει διευκρινήσεις, προεχόντως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, γιατί με το δικόγραφο της αναιρέσεως η αναιρεσείουσα διεξοδικά προβάλλει και αναλύει τους λόγους αναιρέσεως του βουλεύματος, ώστε να παρέλκει η αυτοπρόσωπη εμφάνισή της στο Συμβούλιο για περαιτέρω διευκρίνιση αυτών.

ΙΙ. Με το προσβαλλόμενο υπ’ αριθ. 859/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο εκδόθηκε, ύστερα από την άσκηση εφέσεων από τους πολιτικώς ενάγοντες 1) Ψ1 και 2) ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος "Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ" κατά του υπ’ αριθ. 1991/2005 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, παραπέμφθηκε η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών (για τα κακουργήματα) για να δικαστεί για πλαστογραφία μετά χρήσεως με σκοπό πορισμού περιουσιακού οφέλους με βλάβη τρίτου, από την οποία το συνολικό όφελος και η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του ΚΠοινΔ λόγος για να αναιρεθεί το βούλευμα είναι και η υπέρβαση εξουσίας. Υπάρχει δε υπέρβαση εξουσίας και όταν το δικαστικό συμβούλιο ασκεί δικαιοδοσία, την οποία έχει μεν γενικώς, δεν συντρέχουν όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση οι απαιτούμενες κατά νόμο προϋποθέσεις για την άσκησή της. Το τελευταίο συμβαίνει όταν το Συμβούλιο Εφετών εξετάζει κατ’ ουσίαν την υπόθεση και αποφαίνεται μετά από έφεση κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, που είναι απαράδεκτη κατά το άρθρο 476 ΚΠοινΔ. Στην περίπτωση του λόγου αυτού ο Άρειος Πάγος εξετάζει κάθε στοιχείο της δικογραφίας για να κρίνει τη βασιμότητα της αναίρεσης. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 480 παρ. 1 και 2 του ΚΠοινΔ, όπως η παρ. 1 ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 40 παρ. 3 του ν. 3160/2003, ο πολιτικώς ενάγων έχει το δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών όταν πρόκειται για κακούργημα και μόνο στις περιπτώσεις β, γ και δ της παραγράφου 1 του άρθρου 479, υπό την προϋπόθεση ότι προ της εκδόσεως του βουλεύματος τούτου δήλωσε νομοτύπως παράσταση πολιτικής αγωγής. Περαιτέρω από τα άρθρα 63-64, 82-84 και 87 ΚΠοινΔ προκύπτει ότι νομιμοποιείται ενεργητικώς να παρασταθεί ως πολιτικώς ενάγων κατά την ποινική διαδικασία μόνο ο δικαιούμενος να απαιτήσει αποζημίωση ως παθών από το τελεσθέν έγκλημα και δη εκείνος που άμεσα έχει υποστεί ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη εξαιτίας του εγκλήματος. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 18 παρ. 2 και 22 παρ. 3 του ν. 2190/1920 "περί ανωνύμων εταιριών" συνάγεται, ότι το πρόσωπο στο οποίο το Διοικητικό Συμβούλιο της ανώνυμης εταιρίας ανέθεσε την εκπροσωπευτική δραστηριότητα είναι υποκατάστατος του Δ.Σ., εφόσον υπάρχει στο καταστατικό σχετική πρόβλεψη μεταβιβάσεως της εξουσίας του Δ.Σ. Αν δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη το πρόσωπο στο οποίο το Δ.Σ. ανέθεσε εκπροσωπευτική δραστηριότητα δεν είναι υποκατάστατο του Δ.Σ., αλλά ενεργεί στα πλαίσια της υπό των άρθρων 211 και 713 ΑΚ προβλεπομένης αντιστοίχως πληρεξουσιότητας ή εντολής και πρέπει το σχετικό πρακτικό του Δ.Σ. να φέρει βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών των μελών αυτού από αρχή ή δικηγόρο (Ολ. ΑΠ 6/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της ανώνυμης εταιρίας "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ" έγινε με την υποβληθείσα από 30.4.2003 έγκληση κατά της κατηγορουμένης Χ1, από τον δικηγόρο Ανδρέα Γκούβα κατόπιν της παρασχεθείσας σ’ αυτόν πληρεξουσιότητας από την Ψ1, δια του υπ’ αριθ. .... πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αθηνών Χρήστου Στείρου. Σ’ αυτό αναφέρεται ότι η προαναφερόμενη Ψ1, ενεργεί δυνάμει εξουσίας που παρασχέθηκε σ’ αυτή με το από 18.4.2003 πρακτικό συνεδριάσεως του Δ.Σ. Τέτοιο όμως πρακτικό ουδέποτε προσκομίσθηκε μέχρι και της εκδόσεως του πρωτόδικου απαλλακτικού βουλεύματος, ούτε και το σχετικό καταστατικό, για να κριθεί αν η Ψ1 είχε πράγματι αυτή την εξουσία και υπό ποία ιδιότητα ενήργησε, δηλαδή, ως υποκατάστατος ή ως εντολοδόχος του Δ.Σ. Περαιτέρω, με το από 20.12.2004 πρακτικό συνεδριάσεως του Δ.Σ. της ΑΕ παρασχέθηκε σ’ αυτήν υπό την ιδιότητα της Προέδρου και διευθύνουσας συμβούλου ανωτέρω ΑΕ, το δικαίωμα εκπροσωπήσεως αυτής. Εξάλλου, με το υπό την αυτήν ημερομηνία έτερο πρακτικό συνεδριάσεως του ΔΣ εξουσιοδοτήθηκε η Ψ1, να δηλώσει για λογαριασμό της εταιρείας παράσταση πολιτικής αγωγής για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τις εις βάρος της διαπραχθείσες αξιόποινες πράξεις από την άνω κατηγορουμένη. Και πάλι όμως δεν προσκομίσθηκε το σχετικό καταστατικό, για να κριθεί αν αυτή εξουσιοδοτήθηκε ως υποκατάστατος ή ως εντολοδόχος του ΔΣ, δεδομένου ότι, επί συνδρομής της τελευταίας ιδιότητας, στο προαναφερθέν πρακτικό δεν υπάρχει βεβαίωση της γνησιότητας των υπογραφών των μελών του ΔΣ από αρχή ή δικηγόρο. Το πρακτικό αυτό εγχειρίσθηκε στον Ανακριτή την 21.12.2004, πλην όμως από την Ψ1 δεν έγινε και η απαιτούμενη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής για λογαριασμό της ανώνυμης εταιρείας. Ενόψει δε του ότι κατά τα ανωτέρω, δεν προέκυπτε νομότυπη δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής της πιο πάνω ανώνυμης εταιρείας και συνακόλουθα δεν προέκυπτε η νομιμοποίησή της ως πολιτικώς ενάγουσας, αυτή δεν ενομιμοποιείτο υπό την προαναφερθείσα ιδιότητα σε άσκηση εφέσεως κατά του πρωτόδικου απαλλακτικού βουλεύματος. Αλλά, πέραν αυτού, η έφεση της ανωτέρω εταιρείας ασκήθηκε από αντιπρόσωπο, ήτοι από τον δικηγόρο Ανδρέα Γκούβα, χωρίς αυτός να έχει την ειδική προς τούτο εντολή κατά τις διατάξεις των άρθρων 96 παρ. 1 και 42 παρ. 1 του ΚΠοινΔ. Η από 15.7.2005 εξουσιοδότηση της Ψ1 προς τον ανωτέρω δικηγόρο για άσκηση εφέσεως κατά του ως άνω βουλεύματος αφορά ατομικώς αυτήν, η οποία ως αμέσως ζημιωθείσα ατομικώς από την προαναφερθείσα πράξη της κατηγορουμένης, στρεφομένης ατομικώς και κατ’ αυτής, είχε δηλώσει νομότυπη παράσταση πολιτικής αγωγής με την από 23.4.2003 εξουσιοδότησή της προς το δικηγόρο Ανδρέα Γκούβα. Ουδόλως όμως από το περιεχόμενο της ανωτέρω από 15.7.2005 εξουσιοδοτήσεως προκύπτει, ότι η Ψ1 παρέσχε, υπό την ιδιότητα της νομίμου εκπροσώπου της ως άνω ΑΕ, την εντολή στο δικηγόρο Ανδρέα Γκούβα να ασκήσει έφεση για λογαριασμό της προαναφερόμενης εταιρείας. Επομένως και για το λόγο αυτό η ασκηθείσα έφεση τυγχάνει απαράδεκτη, καθόσον ασκήθηκε από αντιπρόσωπο του διαδίκου χωρίς την ύπαρξη εντολής προς άσκησή της. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, καθ’ υπέρβαση εξουσίας το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών εξήτασε την ουσία της υπόθεσης, όσον αφορά την ως άνω ανώνυμη εταιρεία και παρέπεμψε την κατηγορουμένη στο ακροατήριο για την προαναφερόμενη πράξη, φερομένη ως τελεσθείσα και εις βάρος της εταιρείας αυτής, καίτοι η έφεσή της ήταν απαράδεκτη.
Συνεπώς, πρέπει κατά τον βάσιμο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως να αναιρεθεί εν μέρει το προσβαλλόμενο 859/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών κατά το μέρος που αφορά την προαναφερόμενη ανώνυμη εταιρεία και δέχθηκε ως τυπικά δεκτή την έφεση της τελευταίας και παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών την κατηγορουμένη Χ1 για την κακουργηματική πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, τελεσθείσα και σε βάρος της εν λόγω ΑΕ. Περαιτέρω δε, εφόσον δεν συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υποθέσεως, κατά το άρθρο 519 ΚΠοινΔ, πρέπει κατ’ εφαρμογή του άρθρου 476 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, να απορριφθεί ως απαράδεκτη η έφεση της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρείας κατά του 1991/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Ο ανωτέρω, όμως, λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, όσον αφορά την πολιτικώς ενάγουσα Ψ1, η οποία ατομικώς εδήλωσε νομοτύπως παράσταση πολιτικής αγωγής. Ενομιμοποιείτο δε ενεργητικώς προς τούτο, δεδομένου ότι ήταν αμέσως ζημιωθείσα ατομικώς από την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη της κατηγορουμένης, ήτοι της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, αφού η από 31.7.2000 αγωγή της κατηγορουμένης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ζητούσε την επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης για την αναφερόμενη στην αγωγή αιτία, στρεφόταν και κατ’ αυτής προσωπικά. Κατά το άρθρο 309 παρ. 2 εδ. τελευταίο του ΚΠοινΔ, αν μετά το τέλος της ανάκρισης και την υποβολή των εγγράφων στον εισαγγελέα υποβλήθηκαν στο συμβούλιο από ένα διάδικο έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην κρίση του συμβουλίου, αυτό οφείλει αυτεπαγγέλτως να καλέσει τους υπόλοιπους διαδίκους ή τους αντικλήτους αυτών, για να ενημερωθούν και να γνωστοποιήσουν τις παρατηρήσεις τους σε εύλογη προθεσμία, που την καθορίζει το ίδιο. Η παράβαση της διατάξεως αυτής, η οποία κατά το άρθρο 316 παρ. 2 του ΚΠοινΔ εφαρμόζεται και στη διαδικασία ενώπιον του συμβουλίου εφετών, επάγεται για τον κατηγορούμενο απόλυτη ακυρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ του ΚΠοινΔ, διότι αποστερεί αυτόν από υπερασπιστικό δικαίωμα που παρέχεται σε τούτον από το νόμο και ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 6 στοιχ. α’ του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών έγινε δεκτή έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Ψ1 καγτά του υπ’ αριθ. 1991/2005 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και παραπέμφθηκε η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα στο ακροατήριο για να δικαστεί για ως υπαίτια της πράξης της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως. Την κρίση αυτή το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών στήριξε στα υποβληθέντα σ’ αυτό έγγραφα, που προσκομίσθηκαν την 30.8.2005 στον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών από την Ψ1 και την προαναφερόμενη ανώνυμη εταιρεία. Συγκεκριμένα στο με αριθμό πρωτ. 43297/13.7.2005 έγγραφο του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών προς την ανωτέρω ΑΕ και το επισυναπτόμενο από 4.7.2005 έγγραφο του προϊσταμένου του Τμήματος Πληροφορικής της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών προς τον ανωτέρω Εισαγγελέα κατά το οποίο "η ώρα και ημερομηνία καταχωρίσεως της μηνύσεως εις το πληροφοριακόν σύστημα της υπηρεσίας μας είναι αυτή του κεντρικού υπολογιστικού συστήματος, δηλαδή την 10:30:27 της 2.6.2000" ως και εις την καρτέλα μηνύσεως. Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι η κατηγορουμένη δεν κλήθηκε για να λάβει γνώση των εγγράφων αυτών και να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Έτσι όμως δημιουργήθηκε απόλυτη ακυρότητα για την αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη και γι’ αυτό πρέπει να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα κατά τον βάσιμο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. α’ του ΚΠοινΔ τρίτο λόγο αναιρέσεως της ένδικης αίτησης, παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναιρέσεως, και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση σχετικά με την έφεση της Ψ1 στο ίδιο Συμβούλιο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1 και 519 του ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ’ αριθ. 859/2006 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών κατά το μέρος που αφορά την παραπεμπτική για κακουργηματική πλαστογραφία μετά χρήσεως διάταξή του.
Κηρύσσει απαράδεκτη την έφεση της ανώνυμης εταιρείας, με την επωνυμία "Αναστάσιος Βλ. Κολιόπουλος - Χαρτοποιΐα - Χαρτοβιομηχανία και Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις ΑΕ" κατά του υπ’ αριθ. 1991/2005 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση σχετικά με την έφεση της Ψ1 προς νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο (Εφετών Αθηνών) συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 27 Σεπτεμβρίου 2007 . Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιανουαρίου 2008.-

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ


<< Επιστροφή