Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπέρβαση εξουσίας.
Περίληψη:
Κακουργηματική απάτη. Παραπεμπτικό βούλευμα. Αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος για έλλειψη αιτιολογίας, εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και υπέρβαση εξουσίας. Απόρριψη όλων των λόγων αυτών.
Αριθμός 1453/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Γρηγόριο Μάμαλη Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Νικόλαο Ζαΐρη και Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Φεβρουαρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.1119/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 26 Σεπτεμβρίου 2008 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1597/2008. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Παντελής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 541/25.11.2008, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω ενώπιον του Δικαστηρίου Σας, σύμφωνα με το άρθρο 485 § 1 Κ.Π.Δ. , την με αριθμό 159/26-9-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατοίκου ..., η οποία ασκήθηκε στο όνομά του και για λογαριασμό του από τον δικηγόρο Αθηνών Δημήτριο Λαζανά, κατόπιν της από 22/9/2008 νομίμως θεωρημένης εξουσιοδοτήσεως και στρέφεται κατά του με αριθμό 1119/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το με αριθμό 3641/2007 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, τον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της πράξεως της απάτης τελεσθείσας από δράστη, που διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσόν των 15.000 ΕΥΡΩ, που φέρεται ότι τέλεσε στην Αθήνα σε μη γνωσθείσα ημερομηνία του μηνός Σεπτεμβρίου 2004. Κατά του βουλεύματος αυτού ο αναιρεσείων άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής, εκδόθηκε το με αριθμό 1119/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών το οποίο έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε στην ουσία την έφεση του, επικυρώνοντας το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του εφετειακού αυτού βουλεύματος στρέφεται πλέον με την κρινόμενη αίτηση του, η οποία ασκήθηκε εμπρόθεσμα νομότυπα και παραδεκτά. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα επιδόθηκε με θυροκόλληση στον κατηγορούμενο και στον διορισθέντα αντίκλητο δικηγόρο του Δημήτριο Λαζανά, στις 17-9-2008 και στις 29-9-2008 αντίστοιχα, η δε αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε την 26/9/2008 ενώπιον του Γραμματέα Εφετών Αθηνών, συνετάγη δε από εκείνον, η με αριθμό 135/2008 έκθεση, στην οποία διατυπώνονται αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους ασκήθηκε και συγκεκριμένα η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ποινικής διάταξης και η υπέρβαση εξουσίας.
Κατά συνέπεια, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης.
ΙΙ. Το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 § 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικά, ως προς τα αποδεικτικά μέσα που ελήφθησαν υπόψη από το Συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξολοκλήρου στην ενσωματωθείσα στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, στην οποία εκτίθενται τ'ανωτέρω στοιχεία, με τα οποία συντάσσεται και η κρίση του συμβουλίου (ΑΠ 67/2006 ΠΧ ΝΣΤ - 697 ΑΠ 2253/2002 ΠΧ ΝΓ 795). Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση που ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης υπάρχει και όταν η παραβίαση εγένετο εκ πλαγίου. Η παράβαση αυτή υπάρχει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος (Ολ ΑΠ 9/2001 ΠΧ ΝΑ -788, ΑΠ 259/2006 ΠΧ ΝΣΤ -811).
Ακόμη υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον κατά τα άρθρα 484 § 1 στ και 510 § 1 Η Κ.Π.Δ. λόγο αναίρεσης υπάρχει με βάση τον γενικό ορισμό, όταν το συμβούλιο ή το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτού του ορισμού γίνεται διάκριση της υπερβάσεως σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (ΑΠ 48/2007 (σε συμβούλιο) ΠΧΝΖ 594). Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 386 § 1 ΠΚ προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία ως παραγωγό αιτία επέρχεται η παραπλάνηση του άλλου προσώπου και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμό με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Η απάτη τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ΕΥΡΩ ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δρχ. -73.000 ΕΥΡΩ (ΑΠ 625/2005 ΠΧ ΝΣΤ- 21, ΑΠ 1505/2004 ΠΧ ΝΕ -622). Κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
ΙΙΙ. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που το εξέδωσε, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό εισαγγελική πρόταση, δέχθηκε, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ'είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
0 εγκαλών Ψ1 του οποίου τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας είναι Ψ1 ιατρός στο επάγγελμα, κάτοικος ..., οδός ..., τον Σεπτέμβριο του έτους 2004 ενδιαφερόμενος για την αγορά ακινήτου στην περιοχή ...., γνώρισε, μέσω κάποιας οικογενειακής φίλης του με το επώνυμο "Φ1", της οποίας δεν αναφέρονται τα λοιπά στοιχεία ταυτότητας, τον εκκαλούντα Χ1 κάτοικο ..., ο οποίος του δήλωσε ότι, δήθεν, ήταν επιχειρηματίας και τεχνικός σύμβουλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Παναγίου Τάφου, ιδιοκτήτη πολλών ακινήτων στην περιοχή της .... Κατά τις σχετικές δε συζητήσεις που είχε ο εκκαλών με τον εγκαλούντα, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς προς τον τελευταίο ότι, δήθεν, αυτός (εκκαλών) ήταν τεχνικός σύμβουλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Παναγίου Τάφου, στην κυριότητα του οποίου, δήθεν, ανήκε, μεταξύ άλλων και ένα οικόπεδο, εμβαδού 950 τ.μ. περίπου, μετά της επ' αυτού υπάρχουσας πεπαλαιωμένης οικίας, ευρισκόμενο στην ... και επί της οδού ..., το οποίο, δήθεν, ήταν διαθέσιμο, προς πώληση, αντί του συμφέροντος τιμήματος των 350.000 ευρώ, το οποίο, μάλιστα, ήταν, δήθεν, καταβλητέο, σε δόσεις, με την συμφωνία καταβολής ποσοστού 1/3 του ανωτέρω τιμήματος, κατά την υπογραφή του σχετικού συμβολαίου αγοραπωλησίας και την πίστωση του υπολοίπου ποσού για χρονικό διάστημα οκτώ (8) ετών, καταβλητέου σε άτοκες μηνιαίες δόσεις και ότι ο ίδιος, ως τεχνικός σύμβουλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του ιδιοκτήτη του ανωτέρω ακινήτου, Παναγίου Τάφου, είχε την δυνατότητα να εισηγηθεί στο εν λόγω Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, την πώληση, προς αυτόν (εγκαλούντα), του προαναφερομένου ακινήτου, αντί του ανωτέρω συμφέροντος τιμήματος των 350.000 ευρώ και με τους προαναφερθέντες όρους. Έτσι ο εγκαλών πείσθηκε, από τις προαναφερόμενες παραστάσεις του εκκαλούντος και κατέβαλε στον τελευταίο διαδοχικά, ως αρραβώνα (καπά-ρο) και προκαταβολή του τιμήματος αγοράς του ρηθέντος ακινήτου, στις 20-9-2004, το ποσό των 10.000 ευρώ, στις 29-9-2004, το ποσό των 6.000 ευρώ και στις 18-1-2005, το ποσό των 6.000 ευρώ και συνολικά, για την προαναφερόμενη αιτία, το ποσό των 22.000 ευρώ. Όμως, πως αποδείχθηκε στη συνέχεια και μετά την εκ μέρους του εγκαλούντος, καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού, στον εκκαλούντα, στην πραγματικότητα, ο τελευταίος δεν ήταν τεχνικός σύμβουλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Παναγίου Τάφου, ο Πανάγιος Τάφος δεν ήταν κύριος του ρηθέντος οικοπέδου, μετά της επ' αυτού υπάρχουσας πεπαλαιωμένης οικίας, που βρισκόταν στην ... και επί της οδού ... ούτε και οποιουδήποτε άλλου ακινήτου, στην ίδια περιοχή, κατά συνέπεια, δε, αφενός μεν το ανωτέρω ακίνητο δεν ήταν διαθέσιμο. Προς πώληση, αντί τιμήματος 350.000 ευρώ, καταβλητέου είτε σε δόσεις, είτε "τοις μετρητοίς", αφετέρου δε, ο εκκαλών ουδεμία δυνατότητα είχε, να εισηγηθεί στο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Παναγίου Τάφου, την πώληση, προς τον ίδιο (εγκαλούντα), του προαναφερόμενου ακινήτου και μάλιστα, αντί του ανωτέρω συμφέροντος τιμήματος και με τους προαναφερθέντες όρους, γεγονότα τα οποία ασφαλώς και γνώριζε ο εκκαλών - κατηγορούμενος και τα οποία, εάν εγνώριζε και ο εγκαλών, ουδέποτε θα έστεργε στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των 22.000 ευρώ, προς τον εκκαλούντα για την προαναφερθείσα απατηλή αιτία. Αποτέλεσμα δε των ως άνω ψευδών παραστάσεων του εκκαλούντος ήταν να ζημιωθεί ο εγκαλών Ψ1 κατά το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 22.000 ευρώ με αντίστοιχη δική του ωφέλεια. Τέλος, από τα αποδεικτικά στοιχεία, που συγκεντρώθηκαν, κατά τη διάρκεια της προδικασίας, αναφορικά με τη δραστηριότητα του εκκαλούντος Χ1 προέκυψε, με σαφήνεια, ότι αυτός, εμφανιζόμενος στον εγκαλούντα, Ψ1 ως δήθεν τεχνικός σύμβουλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Παναγίου Τάφου, ο οποίος, υπό την ιδιότητα του αυτή, τάχα, είχε τη δυνατότητα να εισηγηθεί στο εν λόγω Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, την πώληση, προς τον εγκαλούντα, ενός οικοπέδου, εμβαδού 950 τ.μ. περίπου, μετά της επ' αυτού υπάρχουσας πεπαλαιωμένης οικίας, ευρισκόμενου στην ....και επί της οδού ..., το, οποίο, δήθεν, ο Πανάγιος Τάφος, ως ιδιοκτήτης αυτού, διέθετε, προς πώληση, αντί του συμφέροντος τιμήματος των 350.000 ευρώ, το οποίο, μάλιστα, ήταν, δήθεν, καταβλητέο, σε δόσεις, με την συμφωνία καταβολής ποσοστού 1/3 του ανωτέρω τιμήματος, κατά την υπογραφή του σχετικού συμβολαίου αγοραπωλησίας και την πίστωση του υπολοίπου ποσού για χρονικό διάστημα οκτώ (8) ετών, καταβλητέου σε άτοκες μηνιαίες δόσεις, είναι δράστης, που ενεργεί, κατ' επάγγελμα, πράξεις απάτης, αφού, πράγματι, από τα προ-παρατεθέντα στοιχεία, προκύπτει, ότι αυτός δεν τέλεσε ευκαιριακά την προπεριγραφείσα κακουργηματική πράξη, αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου, δηλαδή, με υποδομή και οργανωμένη ετοιμότητα, που είχε διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ανωτέρω πράξης, από την οποία προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος.
Ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεση του προτείνει τους εξής ισχυρισμούς: α) Ότι, δήθεν, το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό των 22.000 ευρώ που έλαβε από τον εγκαλούντα Ψ1 αποτελούσε δάνειο για την αντιμετώπιση προσωπικών του αναγκών και όχι προκαταβολή για την αγορά του ρηθέντος ακινήτου, β) ότι, στη συνέχεια, επειδή ο εγκαλών ενδιαφερόταν άμεσα για την αγορά ακινήτου στα βόρεια προάστια, ανέλαβε ο ίδιος την υποχρέωση να εξεύρει για λογαριασμό του εγκαλούντος ένα τέτοιο ακίνητο και συμφώνησε με αυτόν να κρατήσει ο ίδιος (εκκαλών) το ως άνω χρηματικό ποσό ως προκαταβολή για την μελλοντική αγορά του ακινήτου αυτού και ότι το ποσόν αυτό θα αφαιρούνταν στη συνέχεια από το συνολικό τίμημα της πωλήσεως του εν λόγω ακινήτου και γ) ότι στις 21-6-2007 κατέβαλε στον εγκαλούντα το χρηματικό ποσό των 23.100 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της σχετικής απαιτήσεως του κατ' αυτού (εκκαλούντα) και ότι ο εγκαλών μετά από τις εξηγήσεις που του έδωσε αυτός (εκκαλών) πείσθηκε, πλέον, ότι δεν είχε πρόθεση να τον εξαπατήσει. Σχετικά δε με τους ισχυρισμούς του αυτούς εκθέτω τα ακόλουθα: Κατ' αρχήν, όσον αφορά τους δύο πρώτους ισχυρισμούς, κατά την κρίση μου, είναι εντελώς αβάσιμοι, καθόσον δεν επιβεβαιώνονται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Άλλωστε, ούτε και ο ίδιος ο εκκαλών δεν προσκομίζει, ούτε και επικαλείται κάποιο αποδεικτικό στοιχείο προς απόδειξη των ισχυρισμών του αυτών. Όσον αφορά δε τον τρίτο ισχυρισμό του, εκθέτω τα εξής: Πράγματι, ο εκκαλών εξόφλησε τον εγκαλούντα Ψ1 όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από αυτόν (εκκαλούντα) με ημερομηνίες 21-6-2007 και 9-1-2008 σχετικές αποδείξεις πληρωμής, πλην όμως η εξόφληση αυτή, κατά την κρίση μου, δεν έγινε με την ελεύθερη θέληση του εκκαλούντα, αλλά προκειμένου να αποφύγει αυτός, κατά την διάρκεια της κυρίας ανάκρισης, τον κίνδυνο της προσωρινής του κράτησης, ο οποίος ήταν άμεσα ορατός. Την κρίση μου δε αυτή την στηρίζω στο γεγονός ότι ο εκκαλών επέλεξε να εξοφλήσει τον εγκαλούντα στις 21-6-2007, δηλαδή την ίδια, ακριβώς, ημερομηνία που επ'ροκειτο να απολογηθεί ενώπιον του 22ου Τακτικού Ανακριτή του Τμήματος Πλημ/κών Αθηνών για την ρηθείσα σε βάρος του κακουργηματική πράξη και όχι σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία, όπως θα ανέμενε κάθε λογικός άνθρωπος. Σε κάθε όμως περίπτωση η εξόφληση αυτή ουδεμία έννομη συνέπεια μπορεί να έχει στην προκειμένη περίπτωση, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ο εκκαλών παραπέμπεται για απάτη σε βαθμό κακουργήματος και συνεπώς δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση η διάταξη της §2 του άρθρου 393 του Π.Κ. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι μετά την εξόφληση του εγκαλούντος από τον εκκαλούντα είναι φυσικό και εύλογο πλέον για τον εγκαλούντα να δηλώνει ότι δεν είχε πρόθεση να τον εξαπατήσει ο εκκαλών. Με την δήλωση όμως αυτή, που δίδεται από τον εγκαλούντα, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, την τελευταία, δηλαδή στιγμή, δεν μπορεί, κατά την κρίση μου, να ανατραπεί η υποκειμενική θεμελίωση του διωκομένου κακουργήματος, σε βάρος του εκκαλούντος. Με τα δεδομένα δε αυτά, φρονώ, ότι στην προκειμένη περίπτωση στοιχειοθετείται πλήρως (αντικειμενικά και υποκειμενικά) σε βάρος του εκκαλούντος η ρηθείσα κακουργηματική πράξη, παρά τα αντιθέτως υπό τούτου υποστηριζόμενα, τα οποία, κατά την κρίση μου, είναι εντελώς αβάσιμα.
IV. Από τ'ανωτέρω σαφώς προκύπτει, ότι το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με αυτά που δέχθηκε και ακολούθως απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατηγορούμενου κατά του πρωτοδίκου 3641/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αναφορικά με την πράξη της κακουργηματικής απάτης που αποδίδεται σ'αυτόν, διέλαβε την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του παραπάνω εγκλήματος για το οποίο κρίθηκε παραπεμπτέος, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους νομικούς συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 ΠΚ, την οποία ορθά ερμήνευσε χωρίς να την παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να υπερβεί την εξουσία του. Ως εκ τούτου τ'αντιθέτως υποστηριζόμενα από τον αναιρεσείοντα στερούνται ουσιαστικής βασιμότητας.
V. Κατ' ακολουθίαν όλων των προεκτεθέντων, η κρινόμενη αίτηση του αναιρεσείοντα κατηγορουμένου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να επιβληθούν σ'αυτόν τα δικαστικά έξοδα. Τέλος, το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση ενώπιον του Συμβουλίου Σας πρέπει να απορριφθεί, αφού με πληρότητα στην αίτηση αναίρεσης αναπτύσσει τις απόψεις του επί των προβαλλομένων λόγων και δεν χρήσουν περαιτέρω διευκρινίσεων.
Για τους λόγους αυτούς
Προτείνω Ι) Να απορριφθεί η με αριθμό 159/26-9-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορούμενου Χ1 κατοίκου ... κατά του με αριθμό 1119/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
ΙΙ) Να απορριφθεί το αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση του ενώπιόν Σας. Και
ΙΙΙ) Να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 14 Νοεμβρίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Π. Παντελής".
Αφού άκουσε
τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην ως άνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τα άρθρα 485 παρ. 1 και 309 παρ. 2 του Κ.Ποιν.Δικ., το ποινικό τμήμα του Αρείου Πάγου, που συνεδριάζει με τριμελή σύνθεση ως συμβούλιο, δεν είναι υποχρεωμένο να διατάσσει, ύστερα από αίτηση του κατηγορουμένου, την αυτοπρόσωπη ενώπιον αυτού εμφάνισή του, εάν κρίνει ότι ο κατηγορούμενος έχει εκθέσει επαρκώς τους ισχυρισμούς του ως προς τις πλημμέλειες του προσβαλλόμενου με την αναίρεση βουλεύματος, ή αν οι προβαλλόμενες με την αναίρεση πλημμέλειες δεν δικαιολογούν ως εκ της φύσεώς τους αυτοπρόσωπη εμφάνιση του κατηγορουμένου, ή αν το σχετικό αίτημα υποβάλλεται εντελώς αορίστως χωρίς προσδιορισμό των σημείων του προσβαλλόμενου βουλεύματος, τα οποία ενόψει της κρινόμενης αναίρεσης, έχουν ανάγκη προφορικής ανάπτυξης εκ μέρους του αναιρεσείοντος. Επομένως το αίτημα του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου, που υποβάλλει με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, για εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου τούτου χωρίς να προσδιορίζονται σ' αυτό τα σημεία τα οποία, σε σχέση με τους λόγους αναίρεσης, θέλει να αναπτύξει αυτός προφορικά ενώπιον του Συμβουλίου, είναι απορριπτέο προεχόντως ως αόριστο, ανεξαρτήτως του ότι οι αποδιδόμενες με την αναίρεση πλημμέλειες δεν έχουν ανάγκη ιδιαίτερη προφορικής ανάπτυξης.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράληψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών, από την οποία, ως παραγωγός αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον παθόντα συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες και παραλείψεις του δράστη. Ως γεγονότα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ, νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων, που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης.
Για την κακουργηματική μορφή της απάτης απαιτείται, κατά την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, ο υπαίτιος είτε να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (ήδη 15.000 ευρώ), είτε χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιστάσεων της κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τέλεσης, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 2.500.000 δραχμών (ήδη 73.000 ευρώ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 13 περ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης, προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του.
Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ του ίδιου Κώδικα λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση (κυρία ή προανάκριση) για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις με τις οποίες το Συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την πραγμάτωση του εγκλήματος και την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Τέλος, υπάρχει εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ' αυτή έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δ' εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β του ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά γεγονότα ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία, είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Το συμβούλιο, εξάλλου, οφείλει να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που συγκομίσθηκαν και υπερβαίνει γι' αυτό (αρνητικά) την εξουσία που του παρέχουν τα άρθρα 309, 310 και 313 ΚΠΔ αν περιορισθείς τον έλεγχο και την αξιολόγηση μόνο των στοιχείων που ενισχύουν τις ενδείξεις ή μόνον εκείνων που τις αποδυναμώνουν. Εάν, όμως, κατά την έρευνα και αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, δεχθεί το συμβούλιο ως αληθινά ή όχι τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του για την ύπαρξη ή ανυπαρξία σοβαρών ενδείξεων (Ολ. ΑΠ 9/2001).
Στην προκειμένη περίπτωση, το προσβαλλόμενο υπ' αριθμ. 1119/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, απέρριψε ως κατ' ουσίαν αβάσιμη την υπ' αριθμ. 4/11-1-2008 έφεση του αναιρεσείοντος Χ1 κατοίκου... κατά του υπ' αριθμ. 3641/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο έχει παραπεμφθεί αυτός στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος για την αξιόποινη πράξη της απάτης, που φέρεται ότι τελέσθηκε από αυτόν στην ... κατά το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2004, από την οποία το περιουσιακό όφελος και η προξενηθείσα ζημία σε βάρος του εγκαλούντος Ψ1 αντίστοιχα υπερβαίνουν το ποσό των 15.000 ευρώ, ενώ ο ίδιος (αναιρεσείων) φέρεται ως δράστης που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών δέχθηκε, με καθολική αναφορά στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, ότι προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: " Ο εγκαλών Ψ1 του οποίου τα πλήρη στοιχεία ταυτότητας είναι Ψ1 ιατρός στο επάγγελμα, κάτοικος ..., οδός .... τον Σεπτέμβριο του έτους 2004 ενδιαφερόμενος για την αγορά ακινήτου στην περιοχή..., γνώρισε μέσω κάποιας οικογενειακής φίλης του με το επώνυμο "Φ1", της οποίας δεν αναφέρονται τα λοιπά στοιχεία ταυτότητας, τον εκκαλούντα Χ1 κάτοικο ... ο οποίος του δήλωσε ότι, δήθεν, ήτανεπιχειρηματίας και τεχνικός σύμβουλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Παναγίου Τάφου,ιδιοκτήτη πολλών ακινήτων στην περιοχή της ...
Κατά τις σχετικές δε συζητήσεις που είχε ο εκκαλών μετον εγκαλούντα, παρέστησε εν γνώσει του ψευδώς προςτον τελευταίο ότι, δήθεν, αυτός (εκκαλών) ήταν τεχνικόςσύμβουλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Παναγίου Τάφου, στην κυριότητα του οποίου, δήθεν, ανήκε,μεταξύ άλλων και ένα οικόπεδο, εμβαδού 950 τ.μ. περίπου, μετά της επ' αυτού υπάρχουσας πεπαλαιωμένηςοικίας, ευρισκόμενο στην ...και επί της οδού ... το οποίο, δήθεν, ήτανδιαθέσιμο, προς πώληση, αντί του συμφέροντοςτιμήματος των 350.000 ευρώ, το οποίο, μάλιστα, ήταν,δήθεν, καταβλητέο, σε δόσεις, με την συμφωνία καταβολής ποσοστού 1/3 του ανωτέρω τιμήματος, κατάτην υπογραφή του σχετικού συμβολαίου αγοραπωλησίαςκαι την πίστωση του υπολοίπου ποσού για χρονικόδιάστημα οκτώ (8) ετών, καταβλητέου σε άτοκες μηνιαίες δόσεις και ότι ο ίδιος, ως τεχνικός σύμβουλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του ιδιοκτήτη του ανωτέρω ακινήτου, Παναγίου Τάφου, είχε την δυνατότητα ναεισηγηθεί στο εν λόγω Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, την πώληση, προς αυτόν (εγκαλούντα), του προαναφερομένου ακινήτου, αντί του ανωτέρω συμφέροντος τιμήματος των 350.000 ευρώ και με τους προαναφερθέντες όρους. Έτσι ο εγκαλών πείσθηκε, από τις προαναφερόμενες παραστάσεις του εκκαλούντος και κατέβαλε στον τελευταίο διαδοχικά, ως αρραβώνα (καπάρο) και προκαταβολή του τιμήματος αγοράς του ρηθέντος ακινήτου, στις 20-9-2004, το ποσό των 10.000 ευρώ, στις 29-9-2004, το ποσό των 6.000 ευρώ και στις 18-1-2005, το ποσό των 6.000 ευρώ και συνολικά, για την προαναφερόμενη αιτία, το ποσό των 22.000 ευρώ. Όμως, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια και μετά την εκ μέρους του εγκαλούντος, καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού, στον εκκαλούντα, στην πραγματικότητα, ο τελευταίος δεν ήταν τεχνικός σύμβουλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Παναγίου Τάφου, ο Πανάγιος Τάφος δεν ήταν κύριος του ρηθέντος οικοπέδου, μετά της επ' αυτού υπάρχουσας πεπαλαιωμένης οικίας, που βρισκόταν στην ... και επί της οδού .... ούτε και οποιουδήποτε άλλου ακινήτου, στην ίδια περιοχή, κατά συνέπεια, δε, αφενός μεν το ανωτέρω ακίνητο δεν ήταν διαθέσιμο προς πώληση, αντί τιμήματος 350.000 ευρώ, καταβλητέου είτε σε δόσεις, είτε "τοις μετρητοίς", αφετέρου δε, ο εκκαλών ουδεμία δυνατότητα είχε, να εισηγηθεί στο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Παναγίου Τάφου, την πώληση, προς τον ίδιο (εγκαλούντα), του προαναφερόμενου ακινήτου και μάλιστα, αντί του ανωτέρω συμφέροντος τιμήματος και με τους προαναφερθέντες όρους, γεγονότα τα οποία ασφαλώς και γνώριζε ο εκκαλών - κατηγορούμενος και τα οποία, εάν εγνώριζε και ο εγκαλών, ουδέποτε θα έστεργε στην καταβολή του συνολικού χρηματικού ποσού των 22.000 ευρώ, προς τον εκκαλούντα για την προαναφερθείσα απατηλή αιτία. Αποτέλεσμα δε των ως άνω ψευδών παραστάσεων του εκκαλούντος ήταν να ζημιωθεί ο εγκαλών Ψ1 κατά το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 22.000 ευρώ με αντίστοιχη δική του ωφέλεια. Τέλος, από τα αποδεικτικά στοιχεία, που συγκεντρώθηκαν, κατά τη διάρκεια της προδικασίας, αναφορικά με τη δραστηριότητα του εκκαλούντος Χ1 προέκυψε, με σαφήνεια, ότι αυτός, εμφανιζόμενος στον εγκαλούντα, Ψ1 ως δήθεν τεχνικός σύμβουλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου του Παναγίου Τάφου, ο οποίος, υπό την ιδιότητά του αυτή, τάχα, είχε τη δυνατότητα να εισηγηθεί στο εν λόγω Εκκλησιαστικό Συμβούλιο, την πώληση, προς τον εγκαλούντα, ενός οικοπέδου, εμβαδού 950 τ.μ. περίπου, μετά της επ' αυτού υπάρχουσας πεπαλαιωμένης οικίας, ευρισκόμενου στην ....και επί της οδού..., το, οποίο, δήθεν, ο Πανάγιος Τάφος, ως ιδιοκτήτης αυτού, διέθετε, προς πώληση, αντί του συμφέροντος τιμήματος των 350.000 ευρώ, το οποίο, μάλιστα, ήταν, δήθεν, καταβλητέο, σε δόσεις, με την συμφωνία καταβολής ποσοστού 1/3 του ανωτέρω τιμήματος, κατά την υπογραφή του σχετικού συμβολαίου αγοραπωλησίας και την πίστωση του υπολοίπου ποσού για χρονικό διάστημα οκτώ (8) ετών, καταβλητέου σε άτοκες μηνιαίες δόσεις, είναι δράστης, που ενεργεί, κατ' επάγγελμα, πράξεις απάτης, αφού, πράγματι, από τα προπαρατεθέντα στοιχεία, προκύπτει, ότι αυτός δεν τέλεσε ευκαιριακά την προπεριγραφείσα κακουργηματική πράξη, αλλά βάσει οργανωμένου σχεδίου, δηλαδή, με υποδομή και οργανωμένη ετοιμότητα, που είχε διαμορφώσει, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ανωτέρω πράξης, από την οποία προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Ο εκκαλών με την υπό κρίση έφεσή του προτείνει τους εξής ισχυρισμούς: α) Ότι, δήθεν, το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό των 22.000 ευρώ που έλαβε από τον εγκαλούντα Ψ1 αποτελούσε δάνειο για την αντιμετώπιση προσωπικών του αναγκών και όχι προκαταβολή για την αγορά του ρηθέντος ακινήτου, β) ότι, στη συνέχεια, επειδή ο εγκαλών ενδιαφερόταν άμεσα για την αγορά ακινήτου στα βόρεια προάστια, ανέλαβε ο ίδιος την υποχρέωση να εξεύρει για λογαριασμό του εγκαλούντος ένα τέτοιο ακίνητο και συμφώνησε με αυτόν να κρατήσει ο ίδιος (εκκαλών) το ως άνω χρηματικό ποσό ως προκαταβολή για την μελλοντική αγορά του ακινήτου αυτού και ότι το ποσόν αυτό θα αφαιρούνταν στη συνέχεια από το συνολικό τίμημα της πωλήσεως του εν λόγω ακινήτου και γ) ότι στις 21-6-2007 κατέβαλε στον εγκαλούντα το χρηματικό ποσό των 23.100 ευρώ σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της σχετικής απαιτήσεώς του κατ' αυτού (εκκαλούντα) και ότι ο εγκαλών μετά από τις εξηγήσεις που του έδωσε αυτός (εκκαλών) πείσθηκε, πλέον, ότι δεν είχε πρόθεση να τον εξαπατήσει. Σχετικά δε με τους ισχυρισμούς του αυτούς εκθέτω τα ακόλουθα: Κατ' αρχήν, όσον αφορά τους δύο πρώτους ισχυρισμούς, κατά την κρίση μου, είναι εντελώς αβάσιμοι, καθόσον δεν επιβεβαιώνονται από κανένα στοιχείο της δικογραφίας. Άλλωστε, ούτε και ο ίδιος ο εκκαλών δεν προσκομίζει, ούτε και επικαλείται κάποιο αποδεικτικό στοιχείο προς απόδειξη των ισχυρισμών του αυτών. Όσον αφορά δε τον τρίτο ισχυρισμό του, εκθέτω τα εξής: Πράγματι, ο εκκαλών εξόφλησε τον εγκαλούντα Ψ1 όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από αυτόν (εκκαλούντα) με ημερομηνίες 21-6-2007 και 9-1-2008 σχετικές αποδείξεις πληρωμής, πλην όμως η εξόφληση αυτή, κατά την κρίση μου, δεν έγινε με την ελεύθερη θέληση του εκκαλούντα, αλλά προκειμένου να αποφύγει αυτός, κατά την διάρκεια της κυρίας ανάκρισης, τον κίνδυνο της προσωρινής του κράτησης, ο οποίος ήταν άμεσα ορατός. Την κρίση μου δε αυτή την στηρίζω στο γεγονός ότι ο εκκαλών επέλεξε να εξοφλήσει τον εγκαλούντα στις 21-6-2007, δηλαδή την ίδια, ακριβώς, ημερομηνία που επρόκειτο να απολογηθεί ενώπιον του 22ου Τακτικού Ανακριτή του Τμήματος Πλημ/κών Αθηνών για την ρηθείσα σε βάρος του κακουργηματική πράξη και όχι σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία, όπως θα ανέμενε κάθε λογικός άνθρωπος. Σε κάθε όμως περίπτωση η εξόφληση αυτή ουδεμία έννομη συνέπεια μπορεί να έχει στην προκειμένη περίπτωση, αφού, όπως προαναφέρθηκε, ο εκκαλών παραπέμπεται για απάτη σε βαθμό κακουργήματος και συνεπώς δεν μπορεί να έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση η διάταξη της §2 του άρθρου 393 του Π.Κ. Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι μετά την εξόφληση του εγκαλούντος από τον εκκαλούντα είναι φυσικό και εύλογο πλέον για τον εγκαλούντα να δηλώνει ότι δεν είχε πρόθεση να τον εξαπατήσει ο εκκαλών. Με την δήλωση όμως αυτή, που δίδεται από τον εγκαλούντα, κάτω από αυτές τις περιστάσεις, την τελευταία, δηλαδή στιγμή, δεν μπορεί, κατά την κρίση μου, να ανατραπεί η υποκειμενική θεμελίωση του διωκομένου κακουργήματος, σε βάρος του εκκαλούντος. Με τα δεδομένα δε αυτά, φρονώ, ότι στην προκειμένη περίπτωση στοιχειοθετείται πλήρως (αντικειμενικά και υποκειμενικά) σε βάρος του εκκαλούντος η ρηθείσα κακουργηματική πράξη, περά τα αντιθέτως υπό τούτου υποστηριζόμενα, τα οποία, κατά την κρίση μου, είναι εντελώς αβάσιμα". Με βάση τις παραδοχές και τις σκέψεις αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με αναφορά του στην αντίστοιχη εμπεριστατωμένη πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για παραπομπή του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, προκειμένου να δικασθεί ως υπαίτιος της αποδιδόμενης σ' αυτόν αξιόποινης πράξης της κακουργηματικής απάτης. Ακολούθως το ως άνω Συμβούλιο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του πρωτόδικου υπ' αριθμ. 3641/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο του προαναφερομένου Δικαστηρίου για να δικασθεί για την ως άνω αξιόποινη πράξη. Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για το προαναφερθέν έγκλημα της κακουργηματικής απάτης, αφού εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση και από τα οποία συνήγαγε την αναιρετική ανέλεγκτη ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κρίση του για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του ως άνω εγκλήματος, μνημονεύει δε τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και πείσθηκε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο, παραθέτει δε, τέλος τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς με βάση τους οποίους υπήγαγε τα ανωτέρω περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1 και 386 παρ. 1 και 3 περ. α του ΠΚ, όπως η παρ. 3 του τελευταίου άρθρου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, τις οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει είτε ευθέως είτε εκ πλαγίου, χωρίς να στερήσει έτσι το βούλευμα από νόμιμη βάση και χωρίς να υπερβεί την εξουσία του. Ειδικότερα το προσβαλλόμενο βούλευμα με τις πιο πάνω παραδοχές του διέλαβε ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ως προς τη συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου των περιστάσεων εκείνων της σε βαθμό κακουργήματος τέλεσης της προαναφερθείσας αξιόποινης πράξης της απάτης που του αποδίδεται. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας δεν υπήρχε ανάγκη να διαλάβει το βούλευμα ειδικότερες αναφορές για το τι προέκυψε χωριστά από το καθένα αποδεικτικό μέσο και να προβεί σε αξιολογική συσχέτιση μεταξύ τους, αρκούντως του γεγονότος ότι αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους όλα τα αποδεικτικά μέσα (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα της δικογραφίας και απολογία του κατηγορουμένου). Πλέον συγκεκριμένα το Συμβούλιο Εφετών στο προσβαλλόμενο βούλευμά του, με αναφορά στην Εισαγγελική πρόταση και εκείνης στο πρωτόδικο βούλευμα, ορθά διέλαβε ότι δεν εφαρμόζεται το άρθρο 393 παρ. 2 ΠΚ με την επιστροφή του ποσού των 22.000 ευρώ στον εγκαλούντα στις 21-6-2007 (ημέρα κατά την οποία απολογήθηκε στον 22ο Τακτικό Ανακριτή του Τμήματος Πλημμελειοδικών Αθηνών), καθόσον στην προκειμένη περίπτωση ο αναιρεσείων φέρεται ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος. Επίσης ορθά εφήρμοσε το νόμο περί της τέλεσης του εγκλήματος της απάτης από τον αναιρεσείοντα κατ' επάγγελμα προσδιορίζοντας ότι λόγω της υποδομής και της οργανωμένης ετοιμότητας που είχε αυτός διαμορφώσει, με πρόθεση παραπλανούσε σε διαφορετικούς χρόνους περισσότερα του ενός πρόσωπα, ενδιαφερόμενα για την αγορά ακινήτων, αποσπώντας παράνομα προκαταβολές απ' αυτά στα οποία δεν μεταβιβάζονταν ποτέ τα υπό διαπραγμάτευση ακίνητα, ήτοι αναφέρει περιστατικά για την πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της ανωτέρω πράξης. Γι' αυτό οι σχετικές αιτιάσεις του αναιρεσείοντος σχετικά με την κατ' επάγγελμα τέλεση της απάτης απ' αυτόν είναι απορριπτέες ως απαράδεκτες, ως στρεφόμενες κατά της ανέλεγκτης περί τα πράγματα κρίσης του Συμβουλίου Εφετών. Εξάλλου με την αναφορά του εν λόγω Συμβουλίου στην πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία παραπέμπει το προσβαλλόμενο βούλευμα, ότι "στην προκειμένη περίπτωση στοιχειοθετείται πλήρως (αντικειμενική και υποκειμενική) σε βάρος του εκκαλούντος η ρηθείσα κακουργηματική πράξη, παρά τα αντιθέτως υπό τούτου υποστηριζόμενα, τα οποία, κατά την κρίση μου, είναι εντελώς αβάσιμα" δεν υπερβαίνει την εξουσία του, εφόσον οι σχετικές παραδοχές στηρίζουν την κρίση του μόνο για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων για την παραπομπή του αναιρεσείοντος στο ακροατήριο του αρμοδίου Δικαστηρίου και όχι αποδείξεων ενοχής του και αυτό είναι παραδεκτό, σύμφωνα με την προεκτιθέμενη νομική σκέψη. Επομένως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β, δ και στ' λόγοι αναίρεσης κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης στο σύνολό της και να καταδικαστεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 26 Σεπτεμβρίου 2008 αίτηση του Χ1 κατοίκου ... για αναίρεση του υπ' αριθμ. 1119/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 8 Μαΐου 2009.
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 12 Ιουνίου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ