Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1972 / 2008    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νομίμου βάσεως έλλειψη.




Περίληψη:
Απάτη σε βαθμό κακουργήματος - Στοιχεία. Αναιρείται το προσβαλλόμενο βούλευμα για έλλειψη αιτιολογίας, αφενός ως προς το ψευδές του γεγονότος από την περί του οποίου διαβεβαίωση πείσθηκε ο παθών και παρέλειψε να προβεί σε δικαστική επιδίωξη απαιτήσεώς του κατά του κατηγορουμένου, η οποία εντεύθεν παρεγράφη με συνέπεια των ισόποση ζημία του, και αφετέρου ως προς τη συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ’ επάγγελμα τελέσεως της πράξεως, καθώς και για έλλειψη νόμιμης βάσεως ως προς τον κακουργηματικό χαρακτήρα της πράξεως.




ΑΡΙΘΜΟΣ 1972/2008

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Z' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Θεοδώρα Γκοΐνη - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσου Παπαδάκη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Χριστίνας Σταυροπούλου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 21 Νοεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ, κατοίκου ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 81/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Μαρτίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 665/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Εμμανουήλ - Ρούσσος Παπαδάκης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρότασή του με αριθμό 361/8-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω υπό την κρίση του Υμετέρου Συμβουλίου σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 §§1 και 4, 138 §2β, 482 §1, 485 §1 Κ.Π.Δ. την προκειμένη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα ακόλουθα:
I) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ' αρ. 81/2007 βούλευμα εδέχθη τυπικά, αλλά απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την υπ' αρ. 281/2006 έφεση του Χ, κατ. ... κατά του υπ' αρ. 1441/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών με το οποίο παρεπέμφθη εις το ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών όπως δικασθεί για απάτη από υπαίτιο που διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα εκ της οποίας το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τα 15.000 Ευρώ (αρ. 13 παρ. στ. 26 §1α, 27 §1, 386 §§1 και 3α Π.Κ.).

ΙΙ) Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών επεδόθη στον κατηγορούμενο την 19-3-2007 (με θυροκόλληση και στον αντίκλητο δικηγόρο του Α. Λύτρα την 23-3-2007 (βλ. αποδεικτικά). Την 29-3-07 ενεφανίσθη στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών ο δικηγόρος Κ. Παπαδάκης και εδήλωσε, ως πληρεξούσιος αυτού, ότι ασκεί αναίρεση κατά του υπ' αρ. 81/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και συνετάχθη υπ' αρ. 88/07 έκθεση αναιρέσεως. Η αίτηση αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ουσιαστικά, επειδή ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και διαλαμβάνει ως λόγος αναιρέσεως.

ΙΙΙ) Λόγοι αναιρέσεως:
α) Έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας ως προς την κατ' επάγγελμα τέλεση (κανένα ρητά μνημονευόμενο περιστατικό του προηγούμενου βίου του, κανένα στοιχείο οργανωμένης ετοιμότητας, κανένα οργανωμένο σχέδιο, κανένα στοιχείο διάγνωσης της σταθερής ροπής προς διάπραξη απατών ως στοιχείο της προσωπικότητάς του).
β) Αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την επέλευση της ζημίας και στο εάν ο εγκαλών στράφηκε τελικά εναντίον του. Συγκεκριμένα εις το φύλλο 6 αναφέρεται ότι ο εγκαλών δεν εστράφη δικαστικώς εναντίον του ενώ εις το φύλλο 7 ότι εστράφη και μάλιστα με πλαγιαστική αγωγή.
γ) Αντιφατική και ανεπαρκή αιτιολόγηση της περιουσιακής βλάβης. Δεν εκθέτει καμία βλάβη της ενεστώσης περιουσιακής κατάστασης του εγκαλούντος κατά τον χρόνο που του αποδίδει την τέλεση της εξαπάτησης του (20-1-2000), δεδομένου ότι με τις διαλαμβανόμενες παραδοχές του βουλεύματος η μείωση της περιουσιακής καταστάσεως του εγκαλούντος είχε επέλθει στις 30-7-1999 δια της χορηγήσεως του δανείου προς την "FACTORY ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", έκτοτε ουδεμία εκταμίευση ποσού ή μείωση της ενεστώσης περιουσιακής κατάστασης του βλαπτομένου αναφέρεται.
δ) Αντιφατική και ανεπαρκής αιτιολογία ως προς την συνδρομή αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη του και την επέλευση της ζημίας.
ε) Ανεπαρκής αιτιολογία - παράλειψη απαντήσεως αυτοτελούς ισχυρισμού ως προς την ζημία.
στ) Ανεπαρκής αιτιολόγηση ψεύδους ως προς τις υπό στοιχεία 3 και 4 επιταγές. ζ) Απόλυτη ακυρότητα αποδεικτικής αξιοποίησης δήλωσης συνηγόρου σε άλλη ποινική δίκη. Υποστηρίζεται ότι η αναφορά στην ενσωματωμένη στο προσβαλλόμενο βούλευμα εισαγγελική πρόταση ότι τα αληθή προέκυψαν και περιήλθαν εις γνώση του εγκαλούντος την 19-5-2004 εις δίκην ενώπιον του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με κατηγορούμενον και τον νυν κατηγορούμενον εκκαλούντα, ότε ο εκπροσωπών αυτόν πληρεξούσιος εδήλωσεν ότι εις τις υπό στοιχεία 1,2 και 5 εκ των ανωτέρω προεκτεθεισών κρισίμων επιταγών δεν υπέγραψε ως οπισθογράφος ο κατηγορούμενος αλλά η εκπρόσωπος της δανειολήπτριας Α με δική του συναίνεση. Η εκπροσώπηση του κατηγορουμένου από πληρεξούσιο δικηγόρο δεν περιλαμβάνει και την κατά το άρθρο 366 Κ.Π.Δ. απολογία του.
Συνεπώς έγινε χρήση αποδεικτικού μέσου παρανόμου.
η) Ανεπαρκής αιτιολόγηση παραδοχής δήλωσής του για συναίνεση ή μη υπογραφής επιταγών από Α.
IV) Η διάταξη του άρθρου 386 §1 Π.Κ. ορίζει ότι: "Όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Κατά δεν την §3α ιδίου άρθρου αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών (15.000 Ευρώ).
Από την διάταξη της παραγράφου 1 προκύπτει ότι για την στοιχειοθέτηση του υπαλλακτικώς μικτού εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας (ζημία), η οποία τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες και ψευδείς διαβεβαιώσεις του δράστη (Α.Π. 430/2000 Ποιν.Δικ/σύνη 7/2000 σελ. 790, Α.Π. 985/2000 Π.Χρ. ΝΑ/232, Α.Π. 1034/2000 Π.Χρ. ΝΑ/253). Η βλάβη αποτελεί προϋπόθεση τελέσεως της απάτης (Α.Π. 1924/97 Π.Χρ. ΜΜ/648), ως τέτοια νοείται η χειροτέρευση της περιουσίας, έστω και αν υπάρχει ενεργός αξίωση προς ανόρθωση της βλάβης (Α.Π 79/2001 Π.Χρ. ΝΑ/891). Ως γεγονότα κατά την έννοια του άρ. 386 Π.Κ. νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο παρελθόν ή στο παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν, δηλαδή τα αναγόμενα στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων γεγονότων που αναφέρονται στο παρελθόν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ψευδή πραγματική κατάσταση ή δυνατότητα του δράστη, που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση, τότε υπάρχει γεγονός που θεμελιώνει το έγκλημα της απάτης (Α.Π. σε Συμβ. 5/2001 Π.Χρ. ΝΑ/591).
Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος που υπάρχει, όταν ο δράστης γνωρίζει ουσιαστικά περιστατικά της πράξης και θέλει να τα παραγάγει. Πρέπει ο δόλος να περιλαμβάνει όχι μόνο όλα τα αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος που προαναφέρθηκαν, αλλά και την μεταξύ τους αιτιώδη σχέση. Η διατύπωση της διατάξεως "εν γνώσει" υποδηλώνει υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση και δεν επιτρέπει την παραδοχή ενδεχόμενου δόλου ως προς το ψευδές της παραστάσεως αποκρύψεως ή παρασιωπήσεως, ενώ ως προς τα λοιπά στοιχεία της αντικειμενικής υποστάσεως αρκεί και ενδεχόμενος δόλος (Α.Π. 172/2002 Ποιν.Δικ/σύνη 2002/844 που αποκλείει τον ενδεχόμενο δόλο, ενώ αντιθέτως Τούσης - Γεωργίου Ερμ. Π.Κ. υπ' αρ. 386, αρ. 26 δέχονται ενδεχόμενο δόλο ως προς όλα τα στοιχεία).
Από την διάταξη του αρ. 13 στοιχ. στ' Π.Κ. προκύπτει ότι για την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της τελέσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεση αυτού, δηλαδή τέλεση του εγκλήματος περισσότερες από μία φορά, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του. Δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το έγκλημα αυτό. Επίσης κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος συντρέχει, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως προκύπτει ο άνω σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος (Α.Π. 480/98 Π.Χρ. ΜΜ/1093, Α.Π. 372/99 Π.Χρ. Ν/26, Α.Π. 1307/2002 Π.Χρ. ΝΓ/497). Δεν είναι αναγκαίο ο δράστης να έχει διαπράξει περισσότερες πράξεις (Α.Π. 1166/91 Π.Χρ. ΜΒ/130, Α.Π. 1375/89 Π.Χρ. Μ/649), δεν πρέπει όμως ο δράστης να ενήργησε ευκαιριακά, αλλά με βάση σχέδιο.
V) Από τα άρθρα 93 §3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. (όπως το τελ. συμπληρώθηκε με αρ.2 §5 Ν.2408/96) προκύπτει ότι έχει το παραπεμπτικό βούλευμα την υπό τούτων απαιτουμένη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον προβλεπόμενο από το άρ. 484 §1δ Κ.Π.Δ. λόγον αναιρέσεως, όταν εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με τις αποδιδόμενες στον κατηγορούμενο αξιόποινες πράξεις, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την πληρότητα του βουλεύματος αυτού δεν απαιτείται χωριστή αναφορά καθενός αποδεικτικού μέσου και τι προέκυψε από το καθένα από αυτά, αλλά αρκεί η αναφορά του είδους των αποδεικτικών μέσων που έλαβε υπόψη του και αξιολόγησε το συμβούλιο. Η αιτιολογία δε αυτή επιτρεπτώς γίνεται και με αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, η οποία καλύπτει και το κεφάλαιο της μνείας των αποδεικτικών μέσων (Α.Π. 1687/2002 σε Συμβούλιο Ποιν.Χρ. ΝΓ/638, Α.Π. 336/2002 σε Συμβούλιο Π.Χρ. ΝΒ/978).
VI) Το προσβαλλόμενο βούλευμα με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, εδέχθη ότι: από τις καταθέσεις των μαρτύρων, των συνημμένων στην δικογραφία εγγράφων και της απολογίας του κατηγορουμένου ήτοι εκ του συνόλου του αποδεικτικού υλικού προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Την 30-7-1999, ο Ψ, κάτοικος ..., εγκαλών εις την υπό κρίσιν υπόθεση, παρέσχεν δάνειον ύψους 25.752,00 Ευρώ εις την εταιρείαν με την επωνυμία "FACTORY ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", με έδρα την θέση ... στην ... και αντικείμενον εμπορίας την κατασκευή και εμπορίαν επίπλων, φωτιστικών, διακοσμητικών και συναφών ειδών, προς εξασφάλισιν δε της επιστροφής του χορηγηθέντος, κατά τα ανωτέρω, δανείου, κατέστη κομιστής, εξ' οπισθογραφήσεως από την ως άνω δανειολήπτρια εταιρεία πέντε (05) μεταχρονολογημένων επιταγών, οι οποίες είχαν περιέλθει εις την ειρημένη εταιρεία εξ' οπισθογραφήσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου - εκκαλούντος.
Οι ως είρηται επιταγές ήσαν οι κάτωθι και δη: 1. Η υπ' αριθμ. ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με ημερομηνία 30-8-1999, ποσού 1.200.000 δραχμών, με φερόμενον ως εκδότη τον Β, κάτ. ... πληρωτέα από τον λογαριασμόν ..., 2. Η υπ' αριθμ. ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με ημερομηνία 30-9-1999, ποσού 1.000.000 δραχμών, με φερόμενον ως εκδότη τον αυτόν ως άνω και υπό στοιχ. 1 μνημονευόμενον Β, πληρωτέα δε επί του ήδη και υπό στοιχ. 1 προμνησθέντος λογαριασμού. 3. Η υπ' αριθμ. ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με ημερομηνία 30-9-1999, ποσού 2.000.000 δραχμών, με φερόμενον ως εκδότη τον Γ, έμπορον, κάτοικον ..., πληρωτέα από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμόν, 4. Η υπ' αριθμ. ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με ημερομηνίαν 30-10-1999, ποσού 2.000.000 δραχμών, ιδίας εκδόσεως με την ως άνω και υπό στοιχ. 3 μνημονευομένη και επί του αυτού, ως και εκείνη, λογαριασμού πληρωτέα και 5. Η υπ' αριθμ. ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με ημερομηνία 30-10-1999, ποσού 1.000.000 δραχμών, με φερόμενον ως εκδότη τον τοιούτον των υπό στοιχ. 1 και 2 προμνημονευθεισών και επί του αυτού, ως και εκείνες, λογαριασμού πληρωτέες. Όλες οι προεκτεθείσες επιταγές ενεφανίσθησαν νομίμως και εμπροθέσμως, εκ μέρους του εγκαλούντος, εις την πληρώτριαν τράπεζαν, ελλείψει όμως διαθεσίμων κεφαλαίων εις τον λογαριασμόν των εκδοτών αυτών δεν επληρώθησαν, το δε γεγονός τούτο (η μη πληρωμή των) εβεβαιώθη, επί του σώματος μιας εκάστης, δια σχετικής σημειώσεως του αρμοδίου προς τούτο υπαλλήλου της πληρωτρίας Τραπέζης την 03-9-99, 01-10-99, 05-10-99, 03-11-99 και 01-11-99, αντιστοίχως.
Εν συνεχεία και κατόπιν των προεκτεθέντων, ο εγκαλών επεδίωξε να στραφεί αναγωγικώς κατά του ήδη εκκαλούντος, ως οπισθογράφου προς την δανειολήπτριαν εταιρείαν και των πέντε επιταγών, πλην όμως εις πραγματοποιηθείσαν επικοινωνίαν τους κατά την 20-01-2000, ο εκκαλών, ισχυρίσθηκε προς τον εγκαλούντα ότι ουδεμίαν σχέσιν είχεν ο ίδιος με τις συγκεκριμένες επιταγές και ότι η επ' αυτών (επιταγών) στην θέση του οπισθογράφου υπογραφή με το όνομα "Χ" δεν ήτο ιδία αυτού υπογραφή, τα αυτά δε επανελάμβανε ο εκκαλών προς τον εγκαλούντα και σε μεταγενέστερες επικοινωνίες τους, που έλαβαν χώραν την 16-01-2003, 27-11-2003 και 03-12-2003.
Τα ως άνω όμως που ο νυν κατηγορούμενος -εκκαλών, επιμόνως και κατ' επανάληψιν ισχυρίζετο προς τον εγκαλούντα, ετύγχανον ψευδή και δη εν γνώσει του ψευδούς αυτών από πλευράς εκκαλούντος, ενώ το αληθές ήτο ότι τις συγκεκριμένες επιταγές είχεν υπογράψει εις την θέσιν του οπισθογράφου και με το όνομα "Χ" η εκπρόσωπος της δανειοληπτρίας εταιρείας "FACTORY ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" Α, εν γνώσει και με την συναίνεση του εκκαλούντος, όστις (εκκαλών) διετήρει εμπορικήν συνεργασίαν μετά της δανειοληπτρίας εταιρείας. Τα ειρημένα αληθή προέκυψαν και περιήλθαν εις γνώσιν του εγκαλούντος την 19-5-2004, εις δίκην ενώπιον του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με κατηγορούμενον και τον και νυν κατηγορούμενον - εκκαλούντα, ότε ο εκπροσωπών αυτός πληρεξούσιος δικηγόρις εδήλωσεν ότι, τις υπό στοιχ. 1,2 και 5 εκ των προεκτεθεισών κρισίμων επιταγών, δεν είχεν υπογράψει ως οπισθογράφος ο νυν κατηγορούμενος - εκκαλών, αλλά η εκπρόσωπος της δανειοληπτρίας εταιρείας Α "με δική του συναίνεση", δηλαδή με συναίνεση του εκκαλούντος (ορ. σχετ. υφιστάμενον εις την δικογραφίαν αντίγραφον της υπ' αριθμ. 32959/2004 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εμπεριέχον και την προδιαληφθείσαν δήλωσιν του συνηγόρου του εκκαλούντος).
Γεγονός είναι ότι, έως της κατά τον προεκτεθέντα τρόπον αποκαλύψεως της αληθείας εις τον εγκαλούντα, ούτος (εγκαλών) είχεν παραπεισθεί, ως εκ των ψευδών παραστάσεων του εκκαλούντος, ότι οι περί ων πρόκειται υπογραφές με το όνομα "Χ" δεν ήσαν του εκκαλούντος και έτσι, εν πλάνη τελών, δεν εστράφη εναντίον αυτού (εκκαλούντος) δικαστικώς προς υποχρέωσίν του εις καταβολήν των ποσών των επιταγών, συνολικού ύψους 7.200.000 δραχμών (1.200.000 + 1.000.000 + 2.000.000 + 2.000.000 + 1.000.000) ή 21.129,86 Ευρώ.
Διευκρινίζεται εις το σημείον αυτό, με δεδομένο ότι το συνολικόν ποσόν των πέντε επιταγών που προεξετέθησαν ανέρχεται εις τα 21.129,86 Ευρώ ενώ το χορηγηθέν δάνειον ήτο 25.752,00 Ευρώ, ότι, το ποσόν του χορηγηθέντος δανείου που δεν εκαλύπτετο από τις ειρημένες πέντε επιταγές εξησφαλίσθη αρχήθεν δια μιας έκτης επιταγής, ύψους 1.575.000 δραχμών, η οποία είχεν πληρωθεί από τον εκδότη της (ορ. αναλυτικώτερον επ' αυτού εις την 3ην σελίδα της εγκλήσεως).
Αποτέλεσμα της προεκτεθείσης αδρανείας του εγκαλούντος να κινηθεί δικαστικώς εναντίον του εκκαλούντος, προς είσπραξιν του συνολικού χρηματικού ποσού των πέντε επιταγών, ήτο να υποπέσει εις παραγραφήν η εκ των συγκεκριμένων αξιογράφων αξίωσή του εναντίον αυτού (εκκαλούντος), αφού, σύμφωνα με το άρθρον 52 του ν. 5960/1933, ως νυν ισχύει, περί επιταγής "Αι εξ αναγωγής αγωγαί του κομιστού κατά των οπισθογράφων, κατά του εκδότου και κατά των άλλων υποχρέων, παραγράφονται μετά έξι μήνες από της λήξεως της προθεσμίας προς εμφάνισιν...".
Προεκλήθη ούτω ζημία εις την περιουσίαν του εγκαλούντος, ισόποση προς το συνολικόν ποσόν των προεκτεθεισών πέντε επιταγών, δηλαδή τοιαύτη ύψους 21.129,86 Ευρώ, με αντίστοιχον παράνομον περιουσιακόν όφελος του εκκαλούντος. Διευκρινιστέον και εν σχέσει προς την οίαν ο εγκαλών υπέστη ζημίαν, ότι η δανειολήπτρια εταιρεία FACTORY Ε.Π.Ε. υπολειτουργούσε πλέον και εδήλωσεν αδυναμίαν εξοφλήσεώς του αφ' ενός, ενώ, αφ' ετέρου, αδρανούσε να κινηθεί η ιδία δικαστικώς κατά των προσώπων μετά των οποίων, επί τη βάσει των συγκεκριμένων αξιογράφων, είχεν άμεσον ενοχικής φύσεως σχέση, δηλαδή εναντίον του οπισθογράφου - εκκαλούντος και των δύο εκδοτών των επιταγών.
Ο κατηγορούμενος - εκκαλών αρνείται την κατηγορίαν ισχυριζόμενος συμπαιγνίαν εις βάρος του εκ μέρους του εγκαλούντος και των αρμοδίων της δανειοληπτρίας εταιρείας "FACTORY ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", ενώ υποστηρίζει παραλλήλως ότι η αξίωση που προβάλλει ο εγκαλών είναι αστικής φύσεως και ειδικώτερον ενοχικής τοιαύτης και μόνον. Βεβαίως, οι ειρημένες θέσεις του εκκαλούντος δεν δύνανται να υιοθετηθούν, αφού εις την έννοιαν της περιουσίας υπάγεται κατά νόμον το σύνολον των οικονομικών αξιών προσώπου τινός, υφίσταται δε περιουσιακή βλάβη έστω και εάν υφίσταται εισέτι ενεργός αξίωση προς αποκατάστασίν της, καθώς και επί κινδύνου ή απειλής μειώσεως της περιουσίας εις το μέλλον, λόγω εμπλοκής εις δαπανηρόν δικαστικόν αγώνα προς απόκρουσιν δημιουργηθείσης, εκ της ενεργείας του δράστου, παρανόμου καταστάσεως.
Επίσης, υφίσταται περιουσιακή βλάβη επί διακινδυνεύσεως και μόνον περιουσιακού τινος στοιχείου, ως και επί παραλείψεως ή επιβραδύνσεως της δικαστικής επιδιώξεως περιουσιακής τινός αξιώσεως ή επί υπάρξεως ανάγκης εγέρσεως αγωγής, ως μόνου δυνατού τρόπου επανορθώσεως της ζημίας (Σχετ. και όλως ενδεικτικώς Α.Π. 335/1999 Π.Χρ. ΜΘ'1088, Α.Π. 520/1998 Π.Χρ. ΜΗ'1101, Α.Π. 326/1996 Π.Χρ. ΜΖ'27, Α.Π. 375/1984 Π.Χρ. ΛΔ'834, Α.Π. 939/1981, Π.Χρ. ΛΒ'227, Α.Π. 323/1994, Υπερ. 1994 σελ. 848, Α.Π. 1540/88 Π.Χρ. ΛΘ'378, Α.Π. 979/1989 Ελ. Δ/σύνη 1989 σελ. 1492, Α.Π. 239/68, Α.Π. 312/57, Α.Π. 353/64 Π.Χρ. ΙΕ'15, Ανδρουλάκης Π.Χρ. ΚΑ' σελ. 2-3, Κατσαντώνης Π.Χρ. ΛΒ' 136, Μπουρόπουλος γ' 84).
Εντός των πλαισίων της προεκτεθείσης εννοίας της περιουσιακής βλάβης, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί και η εκ μέρους του εγκαλούντος έγερση, κατά του ήδη εκκαλούντος, πλαγιαστικής αγωγής του άρθρου 72 Κ.Πολ.Δ., με αριθμόν καταθέσεως δικογράφου 4954/2004, την 08/07/2004, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απευθυνόμενης (ορ. σχετ. συνημμένον εις την δικογραφίαν αντίγραφον της αγωγής αυτής, που απευθύνεται και κατά της δανειοληπτρίας εταιρείας).
Και ναι μεν η ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών της 19-5-2004, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως εφ' ης εξεδόθη η υπ' αριθμ. 32959/2004 απόφαση, γενομένη δήλωση του τότε συνηγόρου του εκκαλούντος αφορούσε τρεις μόνον εκ των πέντε συνολικώς προεκτεθεισών τραπεζικών επιταγών και δη τις υπό στοιχ. 1,2 και 5, ουχ ήττον όμως, αποχρώντως και λογικώς εκτιμάται ως ισχύον το αυτό και για τις υπόλοιπες δύο επιταγές και δη τις υπό στοιχ. 3 και 4.
Επίσης το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών στο προσβαλλόμενο βούλευμα εδέχθη (φύλλο 10, σελ. ια) ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως απάτης ότι: από την όλη υποδομή που είχε διαμορφώσει (αναιρεσείων) δρώντας, όχι ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, προκειμένου να αποφύγει τον εξαναγκασμό του προς πληρωμή των ποσών των ως άνω επιταγών και να επιτύχει την οικονομική εκμετάλλευση του παθόντος, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, δηλαδή κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος. Με τις παραδοχές αυτές το συμβούλιο απέρριψε κατ' ουσία την έφεση του κατηγορουμένου και επεκύρωσε το εκκληθέν πρωτόδικο βούλευμα, δεχθέν ότι υφίσταντο αποχρώσες ενδείξεις ενοχής του για την ανωτέρω κακουργηματική πράξη της απάτης.
VII) Με όσα εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε εις το προσβαλλόμενο βούλευμα την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία (αρ. 93 §3 Συντάγματος, 139 Κ.Π.Δ.) καθ' όσον εκτίθενται σ' αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση σχετικά με την αποδιδομένη στον κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο.
Ειδικότερα:
Το άνω βούλευμα ως προς τον πρώτο προβαλλόμενο λόγο περί ελλείψεως επαρκούς αιτιολογίας ως προς την κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως περιέλαβε ειδική αιτιολογία αναφέροντας (μετά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών) πως από την όλη υποδομή που έχει διαμορφώσει (ο κατηγορούμενος) δρώντας όχι ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου, για να αποφύγει τον εξαναγκασμό του προς πληρωμή των ποσών των προαναφερθεισών επιταγών και να επιτύχει την οικονομική εκμετάλλευση του παθόντος προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος δηλ. κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος. Το Συμβούλιο Εφετών δεν περιορίστηκε σε απλή παράθεση των στοιχείων του νόμου (αρ. 1362 εδάφ. στ'- 38 §§1-3α Π.Κ.) αλλά αναφέρεται και σε συγκεκριμένο περιστατικό με κυρίαρχη επιδίωξη την οικονομική εκμετάλλευση του παθόντος, δεν ήταν δε απαραίτητο να έχει διαπράξει περισσότερες πράξεις για να θεμελιωθεί η επιβαρυντική περίσταση (Α.Π. 1166/91 Π.Χρ. ΜΒ/130, Α.Π. 1375/89 Π.Χρ. Μ/649) ενώ είναι σαφές ότι από όσα εκτίθενται ως πραγματικά περιστατικά, συγκεκριμένη δράση που αφορά την ουσία, (και δεν ελέγχεται αναιρετικά) συνάγεται η όχι ευκαιριακή αλλά βάσει σχεδίου ενέργειά του (Α.Π. 692/2000 Π.Χρ. ΝΑ/47).
Συνεπώς δεν συντρέχει λόγος ούτε εν μέρει, ως προς την επιβαρυντική περίσταση, αναιρέσεως του βουλεύματος (ως εκ. Συμβ. Α.Π. 1887/2006).
Ως προς τους λοιπούς λόγους:
Δεν υφίσταται αντιφατική αιτιολογία διότι η αναφορά πως ο εγκαλών δεν εστράφη κατά του κατηγορουμένου δικαστικώς αφού αυτό είναι απόρροια της εγκληματικής άμεσης επιδιώξεως του κατηγορουμένου, ώστε να μην στραφεί για να εισπράξει τις επιταγές, ενώ τα περί πλαγιαστικής αγωγής έχουν σχέση με μεταγενέστερο χρονικό σημείο, αφού είχε πλέον τελεσθεί η απάτη. Ως προς τον γ' λόγο: δεν υφίσταται ανεπαρκής αιτιολόγηση της περιουσιακής βλάβης. Ο εγκαλών έχοντας λάβει τις ως άνω επιταγές εκδόσεως Β και Γ (ως ειδικότερα αναφέρεται) με οπισθογράφο "Χ" επείσθη στις ψευδείς διαβεβαιώσεις του κατηγορουμένου ότι δεν ήταν εκείνος οπισθογράφος, δεν κινήθηκε κατ' αυτού δικαστικώς εντός έξι μηνών με αποτέλεσμα να υποπέσει η σχετική αξίωσή του σε παραγραφή. Την ζημία την υπέστη ο εγκαλών την 20-1-2000 όταν παρεπείσθη από τον κατηγορούμενο ως προς το ότι ο τελευταίος δεν ήταν οπισθογράφος και δεν άσκησε το δικαίωμα να στραφεί κατ' αυτού και επιδιώξει την ικανοποίηση της απαιτήσεώς του, διότι έτσι επήλθε χειροτέρευση της ενεστώσας (τότε) οικονομικής του καταστάσεως.
Ως προς τον δ' λόγο: Η απόκτηση των επιταγών από τον εγκαλούντα είχε σκοπό να εξασφαλισθεί η απαίτησή του σε περίπτωση μη αποδόσεως του δανείου, δηλαδή να στραφεί δικαστικώς κατά του εξ' αναγωγής υποχρέου (Χ), και η ζημία που υπέστη από την μη ενάσκηση του δικαιώματος αυτού είχε ως συνέπεια την οικονομική του βλάβη κατά τα ποσά των επιταγών και ως εκ τούτου υφίσταται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της βλάβης και της παραπλανητικής ενέργειας (Α.Π. 692/2000 Π.Χρ. ΝΑ/48, Α.Π. 172/2002 Π.Δικ/σύνη 2002/844, Α.Π. 1203/99 Π.Χρ. Ν/610).
Ως προς τον ε' λόγο: Δεν υπεβλήθη αυτοτελής ισχυρισμός, αλλά διετυπώθη άρνηση της κατηγορίας, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος δεν επιδρά καταλυτικά στην κρίση για το κίνητρο εξαπατήσεως (σελ. 10 αιτήσεως αναιρέσεως) αλλά αντίθετα υποδηλώνει την πρόθεσή του για διάπραξη του αδικήματος.
Ως προς τον στ' λόγο: Το βούλευμα αιτιολογεί από πού συνάγεται ότι οι υπό στοιχεία 3 και 4 επιταγές οπισθογραφήθηκαν από τον κατηγορούμενο (βάσει δηλώσεων συνηγόρου του σε άλλη δίκη για τις λοιπές επιταγές). Ως προς τον ζ' λόγο: Η δήλωση του συνηγόρου του σε άλλη δίκη ως προς τις τρεις επιταγές ορθώς εξετιμήθη από το συμβούλιο (αρ. 177 Κ.Π.Δ.) και είναι σαφές ότι από πλευράς κατηγορουμένων δεν υπήρξε εναντίωση ή διάψευση των ισχυρισμών του συνηγόρου του (σε οιοδήποτε στάδιο οποιασδήποτε δίκης) ο οποίος ενεργούσε προς υπεράσπιση των συμφερόντων του με όλες τις συνέπειες της δηλώσεως.
Κατά συνέπεια ορθώς το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών Αθηνών με το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε την έφεση του κατηγορουμένου κατά του υπ' αρ. 1441/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί, και επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
VIII) Για τους λόγους αυτούς Προτείνω Α) Να απορριφθεί η υπ' αρ. 88/2007 αίτηση αναιρέσεως του Χ, κατ. ... κατά του υπ' αρ. 81/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα.
Αθήνα 22-6-2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ρούσσος - Εμμανουήλ Παπαδάκης
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέτιμη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999 που άρχισε να ισχύει από 3-6-1999, επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δρχ. (15.000 ευρώ) ή β) αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δρχ. (73.000 ευρώ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες του δράστη. Κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος, σύμφωνα με το εδαφ. στ' του άρθρου 13 ΠΚ που προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1408/1996, συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξεως ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος. Εξάλλου, το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, που απορρίπτει έφεση του κατηγορουμένου κατά πρωτοδίκου παραπεμπτικού βουλεύματος, στερείται της επιβαλλόμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠοινΔ, όταν δεν αναφέρονται σ' αυτό, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι συλλογισμοί, με βάση τους οποίους το Συμβούλιο έκρινε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου. Η ειδική και εμπεριστατωμένη αυτή αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις και να περιλαμβάνει, ειδικότερα, έκθεση των πραγματικών περιστατικών που μπορούν να υπαχθούν στην έννοια τους, όπως είναι και η κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως. Ετσι, επί παραπεμπτικού βουλεύματος για απάτη, της οποίας ο κακουργηματικός χαρακτήρας θεμελιώνεται στην κατ' επάγγελμα τέλεσή της, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας της επιβαρυντικής αυτής περιστάσεως όταν δεν αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την κατ' επάγγελμα τέλεση. Τέλος, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος αποτελεί, κατά το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ και η εσφαλμένη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε στο βούλευμα, η οποία υπάρχει όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφήρμοσε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάσθηκε εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού του και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, για το οποίο πρόκειται, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσεως. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο 81/2007 βούλευμά του, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, απέρριψε ως αβάσιμη την έφεση του αναιρεσείοντος κατά του 1441/2006 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο, λόγω σοβαρών ενδείξεων ενοχής του, παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων στο ακροατήριο του Τριμελούς για κακουργήματα Εφετείου Αθηνών για να δικασθεί ως υπαίτιος απάτης κατ' επάγγελμα με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη περιουσιακή ζημία που υπερβαίνουν συνολικά το ποσό των 15.000 ευρώ και ανέρχονται σε 21.129,86 ευρώ. Δέχθηκε, συγκεκριμένα, το δευτεροβάθμιο Συμβούλιο, με επιτρεπτή εξ ολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση, ότι από τα μνημονευόμενα, κατ' είδος, αποδεικτικά μέσα προέκυψαν τα ακόλουθα: "Την 30-7-1999, ο Ψ, κάτοικος ..., εγκαλών εις την υπό κρίσιν υπόθεση, παρέσχεν δάνειον ύψους 25.752,00 ευρώ εις την εταιρείαν με την επωνυμία "FACTORY ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", με έδρα τη θέση ... στη ... και αντικείμενον εμπορίας την κατασκευή και εμπορίαν επίπλων, φωτιστικών, διακοσμητικών και συναφών ειδών, προς εξασφάλισιν δε της επιστροφής του χορηγηθέντος, κατά τα ανωτέρω, δανείου, κατέστη κομιστής, εξ' οπισθογραφήσεως από την ως άνω δανειολήπτρια εταιρεία πέντε (05) μεταχρονολογημένων επιταγών, οι οποίες είχαν περιέλθει εις την ειρημένη εταιρεία εξ' οπισθογραφήσεως εκ μέρους του κατηγορουμένου - εκκαλούντος.
Οι ως είρηται επιταγές ήσαν οι κάτωθι και δη: 1. Η υπ' αριθμ. ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με ημερομηνία 30-8-1999, ποσού 1.200.000 δραχμών, με φερόμενον ως εκδότη τον Β, κάτ. ..., πληρωτέα από τον λογαριασμόν ..., 2. Η υπ' αριθμ. ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με ημερομηνία 30-9-1999, ποσού 1.000.000 δραχμών, με φερόμενον ως εκδότη τον αυτόν ως άνω και υπό στοιχ. 1 μνημονευόμενον Β, πληρωτέα δε επί του ήδη και υπό στοιχ. 1 προμνησθέντος λογαριασμού. 3. Η υπ' αριθμ. ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με ημερομηνία 30-9-1999, ποσού 2.000.000 δραχμών, με φερόμενον ως εκδότη τον Γ, έμπορον, κάτοικον Αθηνών, πληρωτέα από τον υπ' αριθμ. ... λογαριασμόν, 4. Η υπ' αριθμ. ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με ημερομηνίαν 30-10-1999, ποσού 2.000.000 δραχμών, ιδίας εκδόσεως με την ως άνω και υπό στοιχ. 3 μνημονευομένη και επί του αυτού, ως και εκείνη, λογαριασμού πληρωτέα και 5. Η υπ' αριθμ. ... της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, με ημερομηνία 30-10-1999, ποσού 1.000.000 δραχμών, με φερόμενον ως εκδότη τον τοιούτον των υπό στοιχ. 1 και 2 προμνημονευθεισών και επί του αυτού, ως και εκείνες, λογαριασμού πληρωτέες. Όλες οι προεκτεθείσες επιταγές ενεφανίσθησαν νομίμως και εμπροθέσμως, εκ μέρους του εγκαλούντος, εις την πληρώτριαν τράπεζαν, ελλείψει όμως διαθεσίμων κεφαλαίων εις τον λογαριασμόν των εκδοτών αυτών δεν επληρώθησαν, το δε γεγονός τούτο (η μη πληρωμή των) εβεβαιώθη, επί του σώματος μιας εκάστης, δια σχετικής σημειώσεως του αρμοδίου προς τούτο υπαλλήλου της πληρωτρίας Τραπέζης την 03-9-99, 01-10-99, 05-10-99, 03-11-99 και 01-11-99, αντιστοίχως.
Εν συνεχεία και κατόπιν των προεκτεθέντων, ο εγκαλών επεδίωξε να στραφεί αναγωγικώς κατά του ήδη εκκαλούντος, ως οπισθογράφου προς την δανειολήπτριαν εταιρείαν και των πέντε επιταγών, πλην όμως εις πραγματοποιηθείσαν επικοινωνίαν τους κατά την 20-01-2000, ο εκκαλών, ισχυρίσθηκε προς τον εγκαλούντα ότι ουδεμίαν σχέσιν είχεν ο ίδιος με τις συγκεκριμένες επιταγές και ότι η επ' αυτών (επιταγών) στην θέση του οπισθογράφου υπογραφή με το όνομα "Χ" δεν ήτο ιδία αυτού υπογραφή, τα αυτά δε επανελάμβανε ο εκκαλών προς τον εγκαλούντα και σε μεταγενέστερες επικοινωνίες τους, που έλαβαν χώραν την 16-01-2003, 27-11-2003 και 03-12-2003.
Τα ως άνω όμως που ο νυν κατηγορούμενος -εκκαλών, επιμόνως και κατ' επανάληψιν ισχυρίζετο προς τον εγκαλούντα, ετύγχανον ψευδή και δη εν γνώσει του ψευδούς αυτών από πλευράς εκκαλούντος, ενώ το αληθές ήτο ότι τις συγκεκριμένες επιταγές είχεν υπογράψει εις την θέσιν του οπισθογράφου και με το όνομα "Χ" η εκπρόσωπος της δανειοληπτρίας εταιρείας "FACTORY ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ" Α, εν γνώσει και με την συναίνεση του εκκαλούντος, όστις (εκκαλών) διετήρει εμπορικήν συνεργασίαν μετά της δανειοληπτρίας εταιρείας. Τα ειρημένα αληθή προέκυψαν και περιήλθαν εις γνώσιν του εγκαλούντος την 19-5-2004, εις δίκην ενώπιον του Α' Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, με κατηγορούμενον και τον και νυν κατηγορούμενον - εκκαλούντα, ότε ο εκπροσωπών αυτόν πληρεξούσιος δικηγόρος εδήλωσεν ότι, τις υπό στοιχ. 1,2 και 5 εκ των προεκτεθεισών κρισίμων επιταγών, δεν είχεν υπογράψει ως οπισθογράφος ο νυν κατηγορούμενος - εκκαλών, αλλά η εκπρόσωπος της δανειοληπτρίας εταιρείας Α "με δική του συναίνεση", δηλαδή με συναίνεση του εκκαλούντος (ορ. σχετ. υφιστάμενον εις την δικογραφίαν αντίγραφον της υπ' αριθμ. 32959/2004 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, εμπεριέχον και την προδιαληφθείσαν δήλωσιν του συνηγόρου του εκκαλούντος).
Γεγονός είναι ότι, έως της κατά τον προεκτεθέντα τρόπον αποκαλύψεως της αληθείας εις τον εγκαλούντα, ούτος (εγκαλών) είχεν παραπεισθεί, ως εκ των ψευδών παραστάσεων του εκκαλούντος, ότι οι περί ων πρόκειται υπογραφές με το όνομα "Χ" δεν ήσαν του εκκαλούντος και έτσι, εν πλάνη τελών, δεν εστράφη εναντίον αυτού (εκκαλούντος) δικαστικώς προς υποχρέωσίν του εις καταβολήν των ποσών των επιταγών, συνολικού ύψους 7.200.000 δραχμών (1.200.000 + 1.000.000 + 2.000.000 + 2.000.000 + 1.000.000) ή 21.129,86 Ευρώ.
Διευκρινίζεται εις το σημείον αυτό, με δεδομένο ότι το συνολικόν ποσόν των πέντε επιταγών που προεξετέθησαν ανέρχεται εις τα 21.129,86 Ευρώ ενώ το χορηγηθέν δάνειον ήτο 25.752,00 Ευρώ, ότι, το ποσόν του χορηγηθέντος δανείου που δεν εκαλύπτετο από τις ειρημένες πέντε επιταγές εξησφαλίσθη αρχήθεν δια μιας έκτης επιταγής, ύψους 1.575.000 δραχμών, η οποία είχεν πληρωθεί από τον εκδότη της. Αποτέλεσμα της προεκτεθείσης αδρανείας του εγκαλούντος να κινηθεί δικαστικώς εναντίον του εκκαλούντος, προς είσπραξιν του συνολικού χρηματικού ποσού των πέντε επιταγών, ήτο να υποπέσει εις παραγραφήν η εκ των συγκεκριμένων αξιογράφων αξίωσή του εναντίον αυτού (εκκαλούντος), αφού, σύμφωνα με το άρθρον 52 του ν. 5960/1933, ως νυν ισχύει, περί επιταγής "Αι εξ αναγωγής αγωγαί του κομιστού κατά των οπισθογράφων, κατά του εκδότου και κατά των άλλων υποχρέων, παραγράφονται μετά έξι μήνες από της λήξεως της προθεσμίας προς εμφάνισιν...".
Προεκλήθη ούτω ζημία εις την περιουσίαν του εγκαλούντος, ισόποση προς το συνολικόν ποσόν των προεκτεθεισών πέντε επιταγών, δηλαδή τοιαύτη ύψους 21.129,86 Ευρώ, με αντίστοιχον παράνομον περιουσιακόν όφελος του εκκαλούντος. Διευκρινιστέον και εν σχέσει προς την οίαν ο εγκαλών υπέστη ζημίαν, ότι η δανειολήπτρια εταιρεία FACTORY Ε.Π.Ε. υπολειτουργούσε πλέον και εδήλωσεν αδυναμίαν εξοφλήσεώς του αφ' ενός, ενώ, αφ' ετέρου, αδρανούσε να κινηθεί η ιδία δικαστικώς κατά των προσώπων μετά των οποίων, επί τη βάσει των συγκεκριμένων αξιογράφων, είχεν άμεσον ενοχικής φύσεως σχέση, δηλαδή εναντίον του οπισθογράφου - εκκαλούντος και των δύο εκδοτών των επιταγών.
Ο κατηγορούμενος - εκκαλών αρνείται την κατηγορίαν ισχυριζόμενος συμπαιγνίαν εις βάρος του εκ μέρους του εγκαλούντος και των αρμοδίων της δανειοληπτρίας εταιρείας "FACTORY ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", ενώ υποστηρίζει παραλλήλως ότι η αξίωση που προβάλλει ο εγκαλών είναι αστικής φύσεως και ειδικώτερον ενοχικής τοιαύτης και μόνον. Βεβαίως, οι ειρημένες θέσεις του εκκαλούντος δεν δύνανται να υιοθετηθούν, αφού εις την έννοιαν της περιουσίας υπάγεται κατά νόμον το σύνολον των οικονομικών αξιών προσώπου τινός, υφίσταται δε περιουσιακή βλάβη έστω και εάν υφίσταται εισέτι ενεργός αξίωση προς αποκατάστασίν της, καθώς και επί κινδύνου ή απειλής μειώσεως της περιουσίας εις το μέλλον, λόγω εμπλοκής εις δαπανηρόν δικαστικόν αγώνα προς απόκρουσιν δημιουργηθείσης, εκ της ενεργείας του δράστου, παρανόμου καταστάσεως. Επίσης, υφίσταται περιουσιακή βλάβη επί διακινδυνεύσεως και μόνον περιουσιακού τινος στοιχείου, ως και επί παραλείψεως ή επιβραδύνσεως της δικαστικής επιδιώξεως περιουσιακής τινός αξιώσεως ή επί υπάρξεως ανάγκης εγέρσεως αγωγής, ως μόνου δυνατού τρόπου επανορθώσεως της ζημίας. Εντός των πλαισίων της προεκτεθείσης εννοίας της περιουσιακής βλάβης, θα πρέπει να αντιμετωπισθεί και η εκ μέρους του εγκαλούντος έγερση, κατά του ήδη εκκαλούντος, πλαγιαστικής αγωγής του άρθρου 72 Κ.Πολ.Δ., με αριθμόν καταθέσεως δικογράφου 4954/2004, την 08/07/2004, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών απευθυνόμενης (ορ. σχετ. συνημμένον εις την δικογραφίαν αντίγραφον της αγωγής αυτής, που απευθύνεται και κατά της δανειοληπτρίας εταιρείας).
Και ναι μεν η ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών της 19-5-2004, κατά την εκδίκαση της υποθέσεως εφ' ης εξεδόθη η υπ' αριθμ. 32959/2004 απόφαση, γενομένη δήλωση του τότε συνηγόρου του εκκαλούντος αφορούσε τρεις μόνον εκ των πέντε συνολικώς προεκτεθεισών τραπεζικών επιταγών και δη τις υπό στοιχ. 1,2 και 5, ουχ ήττον όμως, αποχρώντως και λογικώς εκτιμάται ως ισχύον το αυτό και για τις υπόλοιπες δύο επιταγές και δη τις υπό στοιχ. 3 και 4".
Στα εν λόγω εκτιθέμενα στην εισαγγελική πρόταση προσέθεσε το Συμβούλιο και τα ακόλουθα, ως προς την συνδρομή της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της απάτης ήτοι "από την όλη υποδομή που είχε διαμορφώσει (εννοείται ο κατηγορούμενος - αναιρεσείων) δρώντας όχι ευκαιριακά, αλλά βάσει σχεδίου, προκειμένου να αποφύγει τον εξαναγκασμό του προς πληρωμή των ποσών των ως άνω επιταγών και να επιτύχει την οικονομική εκμετάλλευση του παθόντος, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος, δηλαδή κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος". Με αυτά που δέχθηκε το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την κατά την ανωτέρω έννοια απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικότερα Α) η κρίσιμη παραδοχή του βουλεύματος περί υπάρξεως σοβαρών ενδείξεων για το ψευδές της διαβεβαιώσεως του αναιρεσείοντος, ότι οι επί των επιταγών υπογραφές με το όνομα του ως οπισθογράφου δεν είναι ιδικές του, εκ της οποίας παραπείσθηκε ο εγκαλών και δεν στράφηκε δικαστικώς εναντίον του εντός του χρόνου παραγραφής της οικείας αξιώσεως του από κάθε επιταγή, ως προς μεν τις επιταγές 1,2 και 5 (συνολικού ποσου 3.200.000 δρχ.) αιτιολογείται ελλιπώς από απόψεως αποδεικτικών μέσων, καθόσον δεν στηρίζεται στην αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων της δικογραφίας, αλλά στηρίζεται μόνον σε δήλωση που προέβη ενώπιον άλλου ποινικού δικαστηρίου ο εκπροσωπήσας τον αναιρεσείοντα στη δίκη ενώπιον του άλλου αυτού δικαστηρίου συνήγορός του, η οποία (δήλωση), ενόψει του ότι ο εκπροσωπών τον κατηγορούμενο συνήγορός του δεν απολογείται για τον εκπροσωπούμενο, είναι χωρίς έννομη επιρροή, ως προς δε τις λοιπές 3 και 4 επιταγές δεν αιτιολογείται παντάπασι, αφού τα παρατιθέμενα συναφώς στο βούλευμα ότι κατόπιν της ως άνω δηλώσεως του συνηγόρου του αναιρεσείοντος για τις επιταγές 1, 2 και 5 " ...αποχρώντως και λογικώς εκτιμάται ως ισχύον το αυτό και για τις υπόλοιπες δύο επιταγές υπό στοιχ. 3 και 4" δεν συνιστούν αιτιολογία με την έννοια των ως άνω διατάξεων και Β) η συνδρομή στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος της επιβαρυντικής περιστάσεως της κατ' επάγγελμα τελέσεως της πράξεως δεν αιτιολογείται ειδικά και εμπεριστατωμένα, καθόσον το Συμβούλιο, χωρίς να γίνεται δεκτό ότι ο αναιρεσείων έχει τελέσει και άλλες, εκτός από την επίμαχη, πράξεις απάτης, δέχθηκε σχετικώς ότι "από την όλη υποδομή που είχε διαμορφώσει (ο κατηγορούμενος) δρώντας όχι ευκαιριακά αλλά βάσει σχεδίου, προκειμένου να αποφύγει τον εξαναγκασμό του προς πληρωμήν των επιταγών και να επιτύχει την οικονομική εκμετάλλευση του παθόντος, προκύπτει σκοπός του για πορισμό εισοδήματος" χωρίς, όμως, να παραθέτει πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν και υποδηλώνουν ότι η πράξη τελέσθηκε υπό την εν λόγω επιβαρυντική περίσταση, ήτοι περιστατικά που να συγκεκριμενοποιούν το αναφερόμενο σχέδιο δράσεως και την εντεύθεν ύπαρξη υποδομής. Κατ' ακολουθίαν, είναι βάσιμοι οι εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' και δ' ΚΠοινΔ λόγοι της αιτήσεως, που πλήττουν το προσβαλλόμενο βούλευμα για τις ανωτέρω πλημμέλειες και πρέπει, κατά παραδοχήν τους, να αναιρεθεί το εν λόγω βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, του οποίου είναι δυνατή η συγκρότηση από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί το 81/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση, για νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που έκριναν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 25 Αυγούστου 2008.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή