Αριθμός 276/2019
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ειρήνη Κιουρκτσόγλου - Πετρουλάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Σοφία Ντάντου, Μαρία Τζανακάκη, Αντώνιο Τσαλαπόρτα και Κωνσταντίνο Παναρίτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 16 Νοεμβρίου 2018, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία "...", που εδρεύει στην … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Λεόντιο Σφαιρόπουλο με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ε. Γ. του Ν., 2) Μ. συζ. Ε. Γ., το γένος Α. Μ., 3) Α. Γ. του Ε., 4) Κ. Γ. του Ε., 5) Ι. Γ. του Ε. και 6) Ι. χας Α. Μ., κατοίκων ..., εκ των οποίων οι 1ος έως και 5ος εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Μιχαήλ Πάτση, που δήλωσε στο ακροατήριο ότι ανακαλεί την από 12-11-2018 δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και παρίσταται, ενώ η 6η δεν παραστάθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-3-2005 αγωγή των ήδη 1ου, 2ης και 6ης των αναιρεσιβλήτων (οι 1ος και 2η ατομικά και ως ασκούντες τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τότε τέκνων τους - ήδη 3ου, 4ου και 5ου των αναιρεσιβλήτων), που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χανίων. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 23/2008 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 371/2009 του Εφετείου Κρήτης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η αναιρεσείουσα με την από 8-7-2010 αίτησή της.
Εκδόθηκε η 861/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε εν μέρει την ως άνω εφετειακή απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές.
Εκδόθηκε η 12/2015 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κρήτης, την αναίρεση της οποίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 5-9-2017 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη Κωνσταντίνο Παναρίτη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των παραστάντων αναιρεσιβλήτων ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την από 5-9-2017 (αριθμ. εκθ. καταθ. 19/2017) αίτηση διώκεται η αναίρεση της 12/2015 οριστικής απόφασης του Εφετείου Κρήτης, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών για ζημιές από αυτοκίνητα. Κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από τη σειρά του πινακίου, δεν εμφανίσθηκε και δεν έλαβε μέρος στη συζήτηση η έκτη των αναιρεσιβλήτων Ι. χήρα Α. Μ.. Περαιτέρω, όμως, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. 5….Θ'/19-3-2018 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Κρήτης με έδρα το Πρωτοδικείο Χανίων Γ. Γ., που προσκομίζει και επικαλείται η επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσείουσα, ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού ως αρμοδίου του Δ' Πολιτικού Τμήματος και πράξη ορισμού δικασίμου την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης, καθώς και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο αυτή, επιδόθηκε με την επιμέλεια της αναιρεσείουσας στην ως άνω έκτη των αναιρεσιβλήτων. Επομένως η διάδικος αυτή έχει νόμιμα και εμπρόθεσμα κλητευθεί από την επισπεύδουσα τη συζήτηση αναιρεσείουσα για την ως άνω δικάσιμο, οπότε εκδικάσθηκε η υπόθεση, και κατά συνέπεια η συζήτηση της αίτησης αναίρεσης θα χωρήσει, κατά το άρθρο 576 παρ. 2 του ΚΠολΔ, σαν να ήταν και αυτή παρούσα.
Με την από 15-3-2005 (αριθμ. καταθ. …49/15-3-2005) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι, ως γονείς οι δύο πρώτοι τούτων, αδελφοί οι τρίτος, τέταρτος και πέμπτος και γιαγιά η έκτη του Ν. Γ. του Ε. και Μ., που τραυματίστηκε θανάσιμα σε τροχαίο ατύχημα, το οποίο έλαβε χώρα υπό τις περιγραφόμενες στην αγωγή συνθήκες, ζήτησαν, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματός τους από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, ο πρώτος τούτων ως οδηγός του ζημιογόνου αυτοκινήτου, ο δεύτερος ως ιδιοκτήτης αυτού και η τρίτη και ήδη αναιρεσείουσα ως ασφαλιστική εταιρεία, στην οποία ήταν ασφαλισμένο το εν λόγω αυτοκίνητο, είναι υποχρεωμένοι να καταβάλουν, εις ολόκληρο ο καθένας, στον καθένα των εναγόντων, τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που τους προκάλεσε ο θάνατος του ανωτέρω συγγενούς τους, στο δε πρώτο των εναγόντων το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό ως αποζημίωση για την αξία της μοτοσυκλέτας, της ιδιοκτησίας του, που οδηγούσε ο θανατωθείς γιος του και καταστράφηκε ολοσχερώς κατά το ένδικο ατύχημα, και στη δεύτερη τούτων το αναφερόμενο στην αγωγή ποσό, ως αποζημίωση για τα έξοδα κηδείας και μνημοσύνων του γιού της που κατέβαλε η ίδια. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την 23/2008 απόφασή του δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή και επιδίκασε στους ενάγοντες τα αναφερόμενα στο διατακτικό της ποσά. Κατά της απόφασης αυτής οι διάδικοι άσκησαν ενώπιον του Εφετείου Κρήτης α) την από 20-3-2008 (αριθμ. καταθ. …6/2008) έφεση η τρίτη των εναγομένων και ήδη αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία "..., β) την από 1-4-2008 (αριθμ. καταθ. …9/2008) έφεση οι ενάγοντες και ήδη αναιρεσίβλητοι και γ) την από 12-8-2008 (αριθ. καταθ. …46/2008) έφεση οι πρώτος και δεύτερος των εναγομένων. Επί των εφέσεων αυτών που συνεκδικάστηκαν εκδόθηκε η 371/2009 οριστική απόφαση του Εφετείου Κρήτης, με την οποία έγιναν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και απορρίφθηκαν κατ' ουσίαν. Η εδώ αναιρεσείουσα ασφαλιστική εταιρεία άσκησε κατά της απόφασης αυτής την από 8-7-2010 αίτηση αναίρεσης προς το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου, το οποίο με την 861/2012 απόφασή του, αναίρεσε κατά ένα μέρος την ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση για παραβίαση των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 300, 923 και 932 του Α.Κ. και ειδικότερα γιατί εσφαλμένα το Εφετείο απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο το σχετικό λόγο της εφέσεως της ήδη αναιρεσείουσας, με τον οποίο η τελευταία παραπονιόταν ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ως μη νόμιμη την ένστασή της περί συντρέχοντος πταίσματος, κατά ποσοστό 60%, των πρώτου και δεύτερης των εναγόντων, ως γονέων του θανόντος ανηλίκου στο ένδικο ατύχημα Ν. Γ., θεμελιουμένη στο περιστατικό ότι αυτοί επέτρεπαν στον ανήλικο γιο τους να οδηγεί μοτοσυκλέτα χωρίς να διαθέτει άδεια ικανότητας οδήγησης, αναίρεσε δε την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το κεφάλαιο της επιδίκασης χρηματικής ικανοποίησης σε όλους του αρχικώς ενάγοντες και παρέπεμψε την υπόθεση για νέα εκδίκαση κατά το αναιρούμενο ως άνω τμήμα της στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός εκείνων που δίκασαν προηγουμένως. Ακολούθως, με την από 15-10-2013 κλήση της τρίτης εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας ασφαλιστικής εταιρείας επαναφέρθηκε προς συζήτηση στο Εφετείο Κρήτης, κατά το μέρος που μεταβιβάσθηκε σε αυτό, η από 20-3-2008 (με αριθμ. καταθ. …6/24-3-2008) έφεσή της κατά της ως άνω υπ' αριθμ. 23/2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χανίων. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 12/2015 απόφαση του Εφετείου Κρήτης (αναιρεσιβαλλομένη), η οποία δέχθηκε τυπικά και κατ' ουσίαν την εν λόγω έφεση και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση κατά το κεφάλαιο των επιδικασθέντων ποσών για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή των αναιρεσιβλήτων και αναγνώρισε ότι η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες τα αναφερόμενα σε αυτή ποσά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως να δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας, που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες (ΑΠ 124/2017). Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 923 ΑΚ "όποιος έχει την εποπτεία ανηλίκου ή ενηλίκου, ο οποίος τελεί υπό δικαστική συμπαράσταση, ευθύνεται για τη ζημία που τα πρόσωπα αυτά προξενούν παράνομα σε τρίτο, εκτός αν αποδείξει ότι άσκησε την προσήκουσα εποπτεία ή ότι η ζημία δεν μπορούσε να αποτραπεί. Την ίδια ευθύνη έχει και όποιος ασκεί την εποπτεία με σύμβαση". Εποπτεία είναι η επίβλεψη, επιτήρηση και προφύλαξη του εποπτευομένου, αναλόγως των περιστάσεων, προκειμένου δε περί ανηλίκου ασκείται από τους έχοντες τη γονική μέριμνα αυτού γονείς του, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1510 ΑΚ και περιλαμβάνεται στα καθήκοντα και δικαιώματα αυτών αλλά και τις υποχρεώσεις τους. Η ανωτέρω διάταξη έχει ως σκοπό την προστασία των τρίτων από παράνομη πράξη του εποπτευομένου, ενώ η ευθύνη του εποπτεύοντος απέναντι στον εποπτευόμενο για ζημία την οποία ο δεύτερος υφίσταται από αδικοπραξία τρίτου, στην πραγμάτωση της οποίας συνέβαλε και παραμέληση της εποπτείας, δεν καλύπτεται από τη διάταξη αυτή (άρθρο 923 ΑΚ), αλλά κρίνεται με βάση την εκ του νόμου ή τη συμβατική σχέση, από την οποία πηγάζει η υποχρέωση της εποπτείας. Όμως το συντρέχον πταίσμα του εποπτεύοντος στην πρόκληση της ζημίας του εποπτευομένου, δεν μπορεί να αντιταχθεί από τον εναγόμενο τρίτο, κατά της αγωγής αποζημίωσης του εποπτευομένου, εφόσον δεν πρόκειται για πταίσμα του ίδιου του εποπτευομένου. Επομένως ο ισχυρισμός του εναγομένου τρίτου, περί συνυπαιτιότητας των γονέων του παθόντος ανηλίκου (ενάγοντος), κατ' άρθρο 300 ΑΚ, δεν είναι νόμιμος. Είναι, όμως, νόμιμος, όταν ο εποπτεύων γονέας ζητάει αποζημίωση από τον τρίτο για ιδία του ζημία (ΑΠ 48/2016, ΑΠ 532/2012) ή χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης για το θάνατο του ανηλίκου τέκνου του (ΑΠ 1261/2007). Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ πλημμέλειες και ειδικότερα ότι με εσφαλμένη εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου και με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο τον ισχυρισμό της περί συντρέχοντος πταίσματος, κατά ποσοστό 60%, των πρώτου και δευτέρας των εναγόντων, ως γονέων του ανηλίκου θανόντος στο ένδικο ατύχημα Ν. Γ., γιατί δεν άσκησαν επαρκώς το καθήκον εποπτείας στο εν λόγω τέκνο τους. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά κρίση του, αναφορικά με το κρίσιμο και σχετικό με το πρώτο λόγο αναίρεσης ζήτημα του συντρέχοντος πταίσματος των δύο πρώτων εναγόντων τα ακόλουθα: "Περαιτέρω, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την απόφασή του πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (λαμβανομένης πλέον υπόψιν της προσκομιζόμενης υπ' αριθμ. …68/2014 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Ι. Χ. Μ. - Ν., ως αποδεικτικού μέσου, κατ' άρθρο 339 ΚΠολΔ, όπως αυτό αντικ. με το άρθρο 36 του ν. 3994/2011 ΦΕΚ Α' 165/25-7-2011), αποδείχθηκε ότι ο θανών οδηγούσε την άνευ αριθμού κυκλοφορίας μοτοσυκλέτα του πατέρα του, εν αγνοία αυτού και χωρίς τη συναίνεσή του. Ειδικότερα, είχε πάρει τα κλειδιά της άνω μοτοσυκλέτας από το ξυλουργείο του πατέρα του, χωρίς ο τελευταίος να το γνωρίζει, πολλώ δε μάλλον να επιτρέψει ή να συναινέσει στην οδήγησή της από τον υιό του. Λαμβανομένης δε υπόψιν της ηλικίας του ανηλίκου θανόντος -16 ετών- δεν υπήρχε ανάγκη ιδιαίτερης επισήμανσης των κινδύνων από την οδήγηση της μοτοσυκλέτας και απαγόρευσης αυτής, εφόσον μάλιστα ο ανήλικος δεν κατείχε άδεια ικανότητας οδήγησης, δυναμένου του ανηλίκου, ως εκ της ηλικίας του, να αντιληφθεί την επικινδυνότητα οδήγησης της μοτοσυκλέτας υπό τις άνω συνθήκες". Το Εφετείο, με το να οδηγηθεί στην προαναφερθείσα κρίση, δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου τις ανωτέρω διατάξεις ουσιαστικού δικαίου του Α.Κ., ενώ διέλαβε στην απόφασή του πλήρεις, σαφείς και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά αιτιολογίες, ως προς τα ζητήματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, οι οποίες καθιστούν εφικτό το αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή των ως άνω διατάξεων και συνεπώς δεν στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το Εφετείο, αφού ανέφερε με σαφήνεια τα κατ' είδος αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη του, διέλαβε πλήρη αιτιολογία ως προς την επίβλεψη και εποπτεία που άσκησαν οι πρώτος και δεύτερος των εναγόντων στο ανήλικο θανών τέκνο τους, ότι, ενόψει της ηλικίας του (16 ετών) και της καλής ψυχικής και σωματικής του κατάστασης, δεν ήταν υποχρεωμένοι να ελέγχουν και να παρακολουθούν όλες τις κινήσεις του και ότι ουδεμία υπαιτιότητα τους βαρύνει σχετικά με την επίβλεψη και εποπτεία αυτού. Επομένως, ο πρώτος λόγος της αναίρεσης και ο δεύτερος λόγος αυτής κατά το πρώτο σκέλος του, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες από το άρθρο 559 αρ. 1 και 19 ΚΠολΔ, με τις αιτιάσεις ότι δεν έγινε ορθή εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου και ότι οι αιτιολογίες της απόφασης αυτής είναι ανεπαρκείς και αντιφατικές, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.
Κατά το άρθρο 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Κατά την έννοια του άρθρου αυτού το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία της αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι' αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήριο, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών. Η λήψη υπόψη από το δικαστήριο της ουσίας, για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, πραγματικών περιστατικών που δεν ήταν επιτρεπτό να συνεκτιμηθούν για το σχηματισμό της κρίσεως αυτής ή η παράλειψή του να συνεκτιμήσει πραγματικά περιστατικά που είχαν τεθεί υπόψη του, τα οποία επιδρούν στον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποιήσεως, ελέγχεται κατ' αναίρεση. Αντίθετα, ο προσδιορισμός του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου (ΑΠ 1370/2017, ΣτΕ 15/2018). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Από την εν λόγω διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας) ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκείς αιτιολογίες) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία - ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι αναγκαία κατά νόμο για τη στοιχειοθέτηση στη συγκεκριμένη περίπτωση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, όχι όμως όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση των αποδείξεων εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα (ΟλΑΠ 15/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, με το δεύτερο λόγο αναίρεσης, κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος του, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, κατ' ορθή εκτίμηση αυτού, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ με το να μη διαλάβει στην απόφασή του πραγματικά περιστατικά για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε αναφορικά με το σχετικό, με τον ως άνω λόγο αναίρεσης, ζήτημα τα ακόλουθα: "Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και αναγνώρισε ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του συγγενούς τους, στους ενάγοντες γονείς του, το ποσό των 40.000 ευρώ σ' έκαστο, στους ενάγοντες-αδέλφια του το ποσό των 30.000 ευρώ σ' έκαστο και στην ενάγουσα γιαγιά του το ποσό των 8.000 ευρώ νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, απορρίπτοντας ως μη νόμιμη την προβληθείσα από την εναγομένη - εκκαλούσα ένσταση συνυπαιτιότητας των ενάγοντων γονέων του ανηλίκου θανόντος, στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, λόγω παραμέλησης άσκησης της προσήκουσας εποπτείας επ' αυτού, μη λαμβάνοντας συνεπώς, αυτήν υπόψιν για τη μείωση της επιδικασθείσης χρηματικής ικανοποίησης σ' έκαστο των εναγόντων. Η άνω ένσταση όμως... είναι νόμιμη, όμως, πρέπει πάλι να απορριφθεί, αλλά ως ουσιαστικά αβάσιμη... Κατ' ακολουθίαν τούτων πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως βάσιμη και κατ' ουσίαν για το βάσιμο λόγο της εσφαλμένης ερμηνείας του νόμου ως προς την απόρριψη της ένστασης της εκκαλούσας περί συνυπαιτιότητας των εφεσιβλήτων γονέων του θανόντος στην πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, λόγω παραμέλησης της εποπτείας τους επ' αυτού, ως μη νόμιμης (λόγος για τον οποίο αναιρέθηκε η άνω απόφαση) να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το εκκαλούμενο κεφάλαιο των επιδικασθέντων ποσών, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, να κρατηθεί η υπόθεση και να δικασθεί η αγωγή κατά το άνω μέρος που μεταβιβάσθηκε στον παρόντα βαθμό, και να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, απορριπτομένης της ως άνω προβληθείσας από την εκκαλούσα ένστασης συνυπαιτιότητας ως ουσιαστικά αβάσιμης, να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στους ενάγοντες γονείς το ποσό των 40.000 ευρώ σ' έκαστο, στους ενάγοντες - αδέλφια το ποσό των 30.000 ευρώ σ' έκαστο και στην ενάγουσα - γιαγια το ποσό των 8.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση". Με την κρίση του αυτή το Εφετείο διέλαβε ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες, ως προς το ύψος της επιδικαστέας στους ενάγοντες χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, καθόσον δεν αναφέρει στην απόφασή του πραγματικά περιστατικά σχετικά με τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης των εναγόντων από το θάνατο του συγγενούς τους Ν. Γ., ήτοι παρέλειψε να λάβει υπόψη του στοιχεία που ήταν αναγκαία για τον καθορισμό του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Ειδικότερα προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, για τον καθορισμό της χρηματικής ικανοποίησης, δεν έλαβε υπόψη του και δεν συνεκτίμησε την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο τροχαίο ατύχημα, τη βαρύτητα του πταίσματος του οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου και τη βαρύτητα του συντρέχοντος πταίσματος του θανόντος οδηγού της μοτοσυκλέτας. Ενόψει αυτών, ο δεύτερος και τελευταίος λόγος αναίρεσης, κατά το δεύτερο και τρίτο σκέλος αυτού, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, με τον οποίο προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο παρέλειψε να λάβει υπόψη του τα προσδιοριστικά της χρηματικής ικανοποίησης στοιχεία, είναι βάσιμος. Στον λόγο αυτόν εκτίθενται όλα τα αναγκαία προς θεμελίωση του προβλεπόμενου από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγου αναίρεσης περιστατικά και όχι εκείνα από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 λόγου, όπως υπολαμβάνει η αναιρεσείουσα και προβάλλει με τον ως άνω λόγο αναίρεσης.
Κατ' ακολουθίαν, πρέπει η αναίρεση να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το κεφάλαιό της, που αφορά την αναγνώριση υποχρέωσης της αναιρεσείουσας να καταβάλει σε όλους τους αναιρεσίβλητους το αναφερόμενο στην εν λόγω απόφαση, για καθένα από αυτούς, ποσό ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Περαιτέρω, μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης υπ' αριθμ. 12/2015 απόφασης του Εφετείου Κρήτης, που επιλήφθηκε μετ' αναίρεση της προηγούμενης υπ' αριθμ. 371/2009 απόφασής του, κατόπιν παραπομπής από τον Άρειο Πάγο με την υπ' αριθμ. 861/2012 απόφασή του, πρέπει η υπόθεση να κρατηθεί και να δικασθεί κατά το παραπάνω κεφάλαιό της για το οποίο αναιρέθηκε, από τον Άρειο Πάγο στην ουσία, κατ' άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, σε νέα όμως προς το σκοπό αυτό δικάσιμο, που θα ορισθεί με φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων, ώστε κατ' αυτή οι διάδικοι, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 581 ΚΠολΔ, η οποία εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή, γνωρίζοντας επακριβώς το εύρος της αναιρετικής απόφασης, να διαμορφώσουν ανάλογα τους ισχυρισμούς και τις προτάσεις τους. Ακολούθως, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 4 του άρθρου 495 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, η απόδοση στην αναιρεσείουσα του παραβόλου των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450) ευρώ, που καταβλήθηκε από αυτήν για την υπό κρίση αναίρεση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσιβλήτων, λόγω της ήττας τους, κατά το σχετικό περί τούτου αίτημά της (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ' αριθμ. 12/2015 απόφαση του Εφετείου Κρήτης κατά τα κεφάλαια που αναφέρονται στο σκεπτικό.
Κρατεί την υπόθεση προς ουσιαστική εκδίκαση ως προς αυτά σε νέα συζήτηση ενώπιον του αναιρετικού τμήματος, κατά την οποία θα επαναφερθεί με κλήση του επιμελέστερου των διδίκων.
Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στην αναιρεσείουσα. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσιβλήτους στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 25 Ιανουαρίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2019.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ