Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 2291 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αναιρέσεως απαράδεκτο, Βούλευμα παραπεμπτικό, Ε.Σ.Δ.Α., Αυτοπρόσωπη εμφάνιση, Καταχραστές Δημοσίου.




Περίληψη:
Απαράδεκτες οι αναιρέσεις. Στρέφονται κατά παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών, για εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 Ν.1608/50 και για τα οποία αποφαίνεται αμετάκλητα το ως άνω Συμβούλιο (άρθρο 308 § 1 εδ. γ΄ ΚΠΔ). Η τελευταία διάταξη δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, ούτε στο άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος ούτε είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας που αναγνωρίζεται από το άρθρο 25 του Συντάγματος. Αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης αλυσιτελώς υποβάλλεται όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι απαράδεκτη. Απορρίπτει αίτημα αυτοπρόσωπης εμφάνισης. Απορρίπτει αίτηση.




Αριθμός 2291/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Θεοδώρα Γκοΐνη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωνσταντίνο Φράγκο και Ιωάννη Γιαννακόπουλο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευτέρπης Κουτζαμάνη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Νοεμβρίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων - κατηγορουμένων: 1) Χ1, κατοίκου ... , 2) Χ2 και 3) Χ3, κατοίκων ..., περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2499/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους τους: 1) ..., 2) ..., 3) ..., 4) ..., 5) ...,6) ..., 7) ..., 8) ..., 9) ..., 10) ..., 11) ..., 12) ..., 13) ..., 14) ..., 15) ..., 16) ..., 17) ..., 18) ..., 19) ..., 20) ..., 21) ..., 22) ..., 23) ..., 24) ..., 25) ..., 26) ..., 27) ..., 28) ..., 29) ..., 30) ... και 31) ... .

Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και οι αναιρεσείοντες - κατηγορούμενοι ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 25 Μαΐου 2009, 11 Ιουνίου 2009 και 11 Ιουνίου 2009 τρεις χωριστές αιτήσεις τους αναιρέσεως, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 632/2009.
Έπειτα η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Παντελή με αριθμό 278/14.09.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω στο Δικαστήριό Σας, την προκείμενη ποινική δικογραφία και εκθέτω τα ακόλουθα:
Ι. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το με αριθμό 2499/2008 βούλευμα παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών και τους κατηγορουμένους 1) Χ1, 2) Χ2 και 3) Χ3 για να δικασθούν ως υπαίτιοι: ο πρώτος για απάτη στο δικαστήριο σε απόπειρα σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με σκοπό τον πορισμό αθεμίτου οφέλους και αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουσα τα 150.000 €, της ηθικής αυτουργίας και της συνεργείας με ψευδή βεβαίωση κατ'εξακολούθηση με σκοπό αθεμίτου οφέλους και ζημίας του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουσα τα 150.000 €, της απάτης κατ'εξακολούθηση κατ'επάγγελμα και συνήθεια σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουσα τα 150.000 € κλπ, ο δεύτερος για άμεση και απλή συνέργεια σε ψευδή βεβαίωση με σκοπό τον πορισμό αθεμίτου οφέλους με βλάβη τρίτων και του Ελληνικού Δημοσίου από την οποία το όφελος που επεδίωκε και η ζημία που απειλήθηκε υπερβαίνουν τα 150.000 €, της απλής συνδρομής σε απάτη κατ' επάγγελμα και συνήθεια σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου από την οποία η ζημία που προκλήθηκε και απειλήθηκε στο Δημόσιο υπερβαίνει τα 150.000 € κλπ και ο τρίτος για ηθική αυτουργία σε ψευδή βεβαίωση με σκοπό το αθέμιτο όφελος και αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουσα τα 150.000 €, απάτη κατ'επάγγελμα και συνήθεια σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με ζημία υπερβαίνουσα τα 150.000 € κλπ (παρ. των άρθρων 46 παρ. 1αβ, 47 παρ. 1, 242 παρ. 1,3 386 παρ. 1 ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 παρ. 1-3 Ν. 1608/1950).
ΙΙ. Κατά του βουλεύματος αυτού οι κατηγορούμενοι Χ1, Χ2 και Χ3, άσκησαν με δηλώσεις τους στον αρμόδιο Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών τις με αριθμούς 105/25-5-2009, 129/11-6-2009 και 131/11-6-2009 αντίστοιχα αιτήσεις αναιρέσεως (βλ. σχετικές εκθέσεις).
ΙΙΙ. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 308 παρ. 1 εδ. 3,4 ΚΠΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ. 7 του Ν. 1737/1987 "στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 παρ. 1 Ν. 1608/1950, η περάτωση της κυρίας ανάκρισης κηρύσσεται από το Συμβούλιο των Εφετών. Διά τον σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο Συμβούλιο Εφετών που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα".
Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η αρμοδιότητα του Συμβουλίου Εφετών, να αποφαίνεται σε μία τέτοια περίπτωση αμετακλήτως, προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης, που της δόθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών με την άσκηση της ποινικής δίωξης και από τον ανακριτή με την απαγγελία της σχετικής κατηγορίας, υφίσταται δε και όταν το Συμβούλιο κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης κρίνει, ότι δεν θεμελιώνεται το προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του Ν. 1608/1950 έγκλημα, αλλά άλλο έγκλημα, υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις, όπως όταν κριθεί ότι η αξιόποινη πράξη δεν στρέφεται κατά του Δημοσίου ή άλλων νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο αυτό. Στην τελευταία περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών οφείλει, αφού δώσει, με βάση τα περιστατικά, που κατά την κυριαρχική εκτίμησή του προέκυψαν, τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, να παραπέμψει τον κατηγορούμενο για να δικασθεί στο αρμόδιο δικαστήριο για την πράξη αυτή, το δε σχετικό βούλευμα που θα εκδοθεί δεν υπόκειται σε αναίρεση (ΑΠ 541/2008, 2240/2006, 1389/2006).
ΙV. Στην κρινόμενη περίπτωση, το προσβαλλόμενο με αριθμό 2499/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, παραπέμπει όπως προαναφέρθηκε τους αναιρεσείοντες στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών για να δικασθούν ως υπαίτιοι των ανωτέρω κακουργηματικών πράξεων οι οποίες τελέσθηκαν με την συνδρομή των επιβαρυντικών διατάξεων του Ν. 1608/1950. Ως εκ τούτου το προσβαλλόμενο βούλευμα, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα είναι αμετάκλητο μη υποκείμενο σε αναίρεση.
Κατά συνέπεια, οι κρινόμενες αιτήσεις αναίρεσης, ως στρεφόμενες κατά βουλεύματος μη υποκειμένου στο ένδικο αυτό μέσο είναι απαράδεκτες και πρέπει να απορριφθούν σύμφωνα με το άρθρο 476 παρ. 1 ΚΠΔ και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
Σχετικά με την από 23 Ιουνίου 2009 αίτηση του εκ των αναιρεσειόντων Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν Σας, εκθέτω τα ακόλουθα:
Κατά τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 476 ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο πρόκειται να κηρυχθεί απαράδεκτο μετά από σχετική πρόταση του Εισαγγελέα, καλείται ο διάδικος ο οποίος άσκησε το ένδικο μέσο ή ο αντίκλητός του για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο. Ως εκ τούτου η κρινόμενη αίτηση είναι άνευ αντικειμένου και πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι ο αιτών θα κληθεί στο Συμβούλιό Σας, για να εκθέσει τις απόψεις του, σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη.
Για τους λόγους αυτούς
Π ρ ο τ ε ί ν ω: 1) Να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι με αριθμούς 105/25-5-2009, 129/11-6-2009 και 131/11-6-2009 αιτήσεις αναίρεσης των Χ1, Χ2 και Χ3, αντίστοιχα, κατά του με αριθμό 2499/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
2) Να απορριφθεί η από 23/6/2009 αίτηση του εκ των αναιρεσειόντων Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Δικαστηρίου Σας και
3) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των αναιρεσειόντων.
Αθήνα 19 Ιουνίου 2009
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Γεώργιος Π. Παντελής"

Αφού άκουσε την Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 2 παρ. 18 του ν. 2408/1996, "όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο) που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανιστούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο. Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στο φάκελο της δικογραφίας". Από τη διάταξη αυτή, συνάγεται ότι όταν εισάγεται αίτηση αναιρέσεως κατά βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών στο Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (ως Συμβούλιο) για να απορριφθεί, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, ως απαράδεκτη, γιατί ασκείται κατά βουλεύματος για το οποίο δεν συγχωρείται, τυχόν αίτημα του αναιρεσείοντος για αυτοπρόσωπη εμφάνιση προς προφορική ανάπτυξη των ισχυρισμών του αλυσιτελώς υποβάλλεται, αφού ο αναιρεσείων ειδοποιείται υποχρεωτικά για να προσέλθει στο συμβούλιο και να εκθέσει τις απόψεις του. Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγονται στο Δικαστήριο αυτό, που συνεδριάζει ως Συμβούλιο, οι αιτήσεις των Χ1, Χ2 και Χ3 για αναίρεση του υπ' αριθ. 2499/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, για να απορριφθούν, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, ως απαράδεκτες. Όπως δε προκύπτει από την από 20.10.2009 επισημείωση της αρμόδιας γραμματέως επί του φακέλου της δικογραφίας, οι αναιρεσείοντες κλήθηκαν να προσέλθουν και να εκθέσουν τις απόψεις τους στο Συμβούλιο τούτο, αλλά δεν εμφανίσθηκαν. Επομένως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το αίτημα του από αυτούς Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιον του Συμβουλίου, που υποβάλλεται με το από 22.6.2009 υπόμνημά του, πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελώς υποβαλλόμενο. Κατά το άρθρο 308 παρ.1 εδάφιο τελευταίο του ΚΠΔ, όπως το εδάφιο αυτό προστέθηκε με το άρθρο 5 παρ.7 του ν.1738/1987, στα προβλεπόμενα από το άρθρο 1 του ν.1608/1950, όπως αντικ. με τα άρθρα 4 παρ.5 του ν. 1738/1987 και 4 παρ.3 εδ. α' του ν.2408/1996, εγκλήματα, η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία αναιρετική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δεν χρειάζεται συμπλήρωση, την εισάγει με πρότασή του στο συμβούλιο εφετών που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, η αρμοδιότητα του συμβουλίου εφετών να αποφαίνεται σε μία τέτοια περίπτωση αμετακλήτως προσδιορίζεται από το χαρακτήρα της αξιόποινης πράξης, που δόθηκε από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών με την άσκηση της ποινικής δίωξης και από τον ανακριτή με την απαγγελία της σχετικής κατηγορίας, υφίσταται δε και όταν το συμβούλιο, κατά την έρευνα της ουσίας της υπόθεσης, κρίνει ότι δεν θεμελιώνεται προβλεπόμενο από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950 έγκλημα, αλλά άλλο έγκλημα, υπαγόμενο στις κοινές ποινικές διατάξεις, όπως όταν κριθεί ότι η αξιόποινη πράξη δεν στρέφεται κατά του Δημοσίου ή άλλων νομικών προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 1 του ν. 1608/1950. Στην περίπτωση αυτή, το συμβούλιο εφετών οφείλει, αφού δώσει με βάση τα περιστατικά που κατά την κυριαρχική εκτίμησή του προέκυψαν, τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της πράξης, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επέρχεται ανεπίτρεπτη μεταβολή της κατηγορίας, να παραπέμψει στο αρμόδιο δικαστήριο τον κατηγορούμενο, για να δικαστεί για την πράξη αυτή, όπως ορθά χαρακτηρίσθηκε από τούτο, το σχετικό δε βούλευμά του, δεν υπόκειται σε αναίρεση. Εξάλλου, με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ΝΔ 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), αναγνωρίζεται στον κατηγορούμενο δικαίωμα για δίκαιη δίκη, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και το δικαίωμα προσβάσεως στο δικαστήριο. Το ίδιο δικαίωμα αναγνωρίζεται και από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς στην άσκηση ένδικου μέσου, αρκεί αυτοί και οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο ώστε να αναιρούν την ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο ή να αντιβαίνουν στην αρχή της αναλογικότητας, πράγμα που συμβαίνει, όταν η προβλεπόμενη από το νόμο κύρωση είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογη προς την παράβαση της διάταξης του νόμου. Η αρχή αυτή αναγνωρίζεται ήδη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. β' του Συντάγματος (όπως το άρθρο αυτό ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απ' ευθείας από το σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. Ο αποκλεισμός δε, στην ανωτέρω περίπτωση, του δικαιώματος της ασκήσεως από τον κατηγορούμενο του ενδίκου μέσου της αναίρεσης, στο πρόωρο αυτό στάδιο της προδικασίας, κατά του βουλεύματος, που αποφαίνεται μόνο για την παραπομπή του σε δίκη, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, γιατί το δικαίωμα πρόσβασης του κατηγορουμένου ενώπιον του δικαστηρίου έχει πλήρως εξασφαλισθεί αφού, ακόμη και στο στάδιο της προδικασίας, παρέχεται σ' αυτόν ανεμπόδιστα η δυνατότητα να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και να υποβάλει τις αντιρρήσεις του ή τα αιτήματά του σε θέματα που ανακύπτουν στη διάρκεια της ανάκρισης ή να ζητήσει την κήρυξη ακυρότητας πράξεων της προδικασίας (άρθρα 171 παρ.1, 285 ΚΠΔ). Έτσι, με τη θέσπιση των διατάξεων αυτών έχει εξασφαλίσει στο στάδιο αυτό το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη, που καθιερώνεται στο πιο πάνω άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, το οποίο, όμως, δεν καθιερώνει παραλλήλως υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη για τη θέσπιση και ενδίκων μέσων υπέρ του κατηγορουμένου. Πολύ περισσότερο, ο αποκλεισμός του κατηγορουμένου από το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά του εν λόγω βουλεύματος δεν αντίκειται στο άρθρο 2 του Εβδόμου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ν.1705/1987), ούτε στο άρθρο 14 παρ.5 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν.2462/1997), δεδομένου ότι οι ανωτέρω διατάξεις αναφέρονται στο δικαίωμα επανεξέτασης από ανώτερο δικαστήριο της καταδικαστικής απόφασης ή της απόφασης με την οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο ποινή. Τέλος, η ως άνω απαγόρευση δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, ούτε είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, που αναγνωρίζεται από το άρθρο 25 του Συντάγματος, αφού οι δικονομικοί νόμοι αποτελούν νόμους δημοσίου χαρακτήρα, που εκφράζουν άμεσα γενικά και δημόσια συμφέροντα για ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων αυτών και, εκτός εναντίας διατάξεως, έχουν άμεση από της ισχύος τους εφαρμογή. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 του Κ.Π.Δ. που προπαρατέθηκε, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε, μεταξύ άλλων περιπτώσεων για τις οποίες δεν πρόκειται, και εναντίον βουλεύματος για το οποίο δεν προβλέπεται, όπως είναι και το αμετάκλητο βούλευμα, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο σε συμβούλιο, το κηρύσσει απαράδεκτο.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο υπ' αριθ. 2499/2008 βούλευμά του, παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, μεταξύ άλλων, και τους αναιρεσείοντες για να δικασθούν α) ο Χ1 για απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα στο δικαστήριο σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με σκοπό τον πορισμό αθεμίτου οφέλους και αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 €, ηθική αυτουργία και άμεση συνέργεια σε ψευδείς βεβαιώσεις κατ' εξακολούθηση με σκοπό τον πορισμό αθεμίτου οφέλους και αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 €, απάτη τετελεσμένη και σε απόπειρα κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και συνήθεια σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με σκοπό τον πορισμό αθεμίτου οφέλους και αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 €, κατ' εξακολούθηση ηθική αυτουργία σε πλαστογραφίες και σε άμεση συνέργεια σε πλαστογραφίες με σκοπό αθεμίτου οφέλους αυτού και τρίτου και αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 €, ηθική αυτουργία σε υπεξαγωγή εγγράφου με σκοπό τον πορισμό αθεμίτου οφέλους αυτού και τρίτου και αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 €, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, χρήση πλαστού εγγράφου με σκοπό τον πορισμό αθεμίτου οφέλους αυτού και τρίτου και αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 €, απόπειρα υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και συμμορία, β) ο Χ2 για άμεση και απλή συνέργεια σε ψευδείς βεβαιώσεις με σκοπό τον πορισμό αθεμίτου οφέλους και βλάβη τρίτων και του Ελληνικού Δημοσίου, από την οποία το όφελος που επεδίωκε και η ζημία που απειλήθηκε υπερβαίνουν το ποσό των 150.000 €, άμεση συνέργεια σε απάτη κατ' επάγγελμα και συνήθεια σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, από την οποία η ζημία που προκλήθηκε και απειλήθηκε στο Ελλ. Δημόσιο υπερβαίνει το ποσό των 150.000 €, απλή συνέργεια σε απόπειρα υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και συμμορία και γ) ο Χ3 για κατ' εξακολούθηση ηθική αυτουργία και άμεση συνέργεια σε ψευδείς βεβαιώσεις με σκοπό τον πορισμό αθεμίτου οφέλους και αντίστοιχη βλάβη του Ελληνικού Δημοσίου υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 €, απάτη κατ' εξακολούθηση, κατ' επάγγελμα και συνήθεια σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου με ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 150.000 € και συμμορία (για παραβάσεις, δηλαδή, των άρθρων 13 εδ. α, γ και στ, 42§§1 και 2, 46§1 α, β, 47§§1 και 2, 94§1, 98§§1 και 2, 187§3 εδ. α, 216, 220, 242§§1,3, 386§§1 και 3 ΠΚ, όπως ισχύουν, σε συνδυασμό με άρθρο 1§§1 - 3 ν. 1608/1950, όπως ισχύει). Το βούλευμα αυτό, κατά την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 308 παρ.1 εδάφιο τελ. του ΚΠΔ, όπως ισχύει, είναι αμετάκλητο και, επομένως, δεν υπόκειται σε αναίρεση, ο αποκλεισμός δε του δικαιώματος της ασκήσεως από τους κατηγορουμένους του ενδίκου αυτού μέσου, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 6 παρ.1 της ΕΣΔΑ, ούτε στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος ούτε είναι αντίθετη στην αρχή της αναλογικότητας, που αναγνωρίζεται από το άρθρο 25 του Συντάγματος, και οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των αναιρεσειόντων είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες αιτήσεις ως απαράδεκτες και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρα 476 παρ.1 και 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει το από 22.6.2009 αίτημα του αναιρεσείοντος Χ2 για αυτοπρόσωπη εμφάνιση.

Απορρίπτει τις υπ' αριθ. 105/25.5.2009, 129/11.6.2009 και 131/11.6.2009 αιτήσεις των Χ1, Χ2 και Χ3 για αναίρεση του υπ' αριθ. 499/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και

Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικό έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι (220) ευρώ για τον καθένα.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25 Νοεμβρίου 2009 . Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Νοεμβρίου 2009.

Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή