Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 983 / 2019    (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)

Αριθμός 983/2019

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Λέκκα Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Αθανάσιο Καγκάνη, Αλτάνα Κοκκοβού, Αγγελική Τζαβάρα και Γεώργιο Χριστοδούλου - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Ιανουαρίου 2019, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Κ. Λ. του Ι., 2) Α. Λ. του Κ., 3) Ι. Λ. του Κ., κατοίκων ..., 4) Ε. Ζ., το γένος Π. Δ., 5) Θ. Δ. του Π., 6) Μ. Δ. του Π., κατοίκων ..., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Φίλιππο Πανταζή, που ανακάλεσε την από 30/11/2018 δήλωση για παράσταση κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στο ... και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία "... Α.Ε.", που εδρεύει στο …. και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Μπόμπο και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 8/12/2011 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων και προσώπων που δεν είναι διάδικοι στην παρούσα δίκη, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πρέβεζας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 299/2014 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και οι 175/2015 μη οριστική και 285/2017 οριστική του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 12/3/2018 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των αναιρεσιβλήτων την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 12-3-2018 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία εκδοθείσα υπ' αριθ. 285/2017 τελεσίδικη απόφαση του Moνομελούς Εφετείου Ιωαννίνων, το οποίο δικάζοντας την έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της υπ' αριθ. 299/2014 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πρέβεζας, που είχε κάνει εν μέρει δεκτή την από 8-12-2011 αγωγή των αρχικώς εναγόντων περί καταβολής ψυχικής οδύνης και αποζημίωσης για έξοδα κηδείας και ανέγερσης μνηνείου, δέχθηκε την εν λόγω έφεση και, αφού εξαφάνισε την ως άνω εκκαλούμενη απόφαση, κράτησε την υπόθεση και απέρριψε την ένδικη αγωγή. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι μετά το θάνατο στις 25-3-2014 της δεύτερης των αρχικώς εναγόντων Α. συζ. Κ. Λ., το γένος Π. Δ., η δίκη συνεχίστηκε από τους πρώτο, τρίτο και τέταρτο αυτών ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων της. Επίσης, μετά το θάνατο στις 16-9-2017 της αρχικώς ενάγουσας Κ. χήρας Π. Δ., το γένος Κ. Ν., η δίκη συνεχίστηκε από τους δεύτερο έως και έκτο των αναιρεσειόντων ως μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων της. Η αίτηση αυτή αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ.1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς τους λόγους της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ).- Κατά την διάταξη του άρθ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ιδρύεται, εάν αυτός εφαρμοσθεί, αν και κατά τις σχετικές παραδοχές της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή, αντίθετα, όταν δεν εφαρμοσθεί, μολονότι κατά τις παραδοχές αυτές, συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλ. με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 3/2009, ΟλΑΠ 7/2006, 18/2018, ΑΠ 98/2017). Παράβαση που ελέγχεται με την ως άνω διάταξη του αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αποτελεί η νομική αοριστία της αγωγής, που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα, αν το δικαστήριο για τον σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια της αγωγής και την εφαρμογή κανόνα ουσιαστικού δικαίου αξίωσε περισσότερα στοιχεία από τα απαιτούμενα κατά νόμο ή αρκέσθηκε σε λιγότερα. Αντίθετα, η έλλειψη εξειδίκευσης των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν κατ' αρχήν το ασκούμενο με την αγωγή ή την ένσταση ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, χαρακτηρίζεται ως ποσοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης, ενώ η επίκληση απλώς των στοιχείων του νόμου χωρίς αναφορά πραγματικών περιστατικών χαρακτηρίζεται ως ποιοτική αοριστία της αγωγής ή της ένστασης και ελέγχονται και οι δύο αναιρετικά με λόγο από τον αριθμό 8 ή αναλόγως 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ. Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 8 λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, λαμβάνοντας υπόψη αναγκαία για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που δεν εκτίθενται σ' αυτήν ή εάν απέρριψε ως αόριστη ή μη νόμιμη την αγωγή, παραγνωρίζοντας εκτιθέμενα για τη θεμελίωσή της και την περιγραφή του αντικειμένου της δίκης γεγονότα, που με επάρκεια εκτίθενται σ' αυτήν, ενώ ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 λόγος αναίρεσης ιδρύεται, αν το δικαστήριο, παρά τη μη επαρκή έκθεση σ' αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή εάν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη. Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίο στοιχείο της αγωγής, για να είναι αυτή ορισμένη αποτελεί, κατά το άρθρο 216 § 1 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 106, 117, 118, 335 και 338 του ίδιου Κώδικα, η πληρότητα της ιστορικής της βάσης, δηλαδή η σαφής έκθεση στο αγωγικό δικόγραφο όλων των γεγονότων, είτε του εξωτερικού είτε του εσωτερικού κόσμου, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα δικαίου θεμελιώνουν την αιτούμενη έννομη συνέπεια (ΑΠ 266/2018, ΑΠ 339/2017, ΑΠ 1596/2017). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 513, 522, 534, 535, 537 και 540 ΑΚ, προκύπτει ότι ο αγοραστής, στις περιπτώσεις που υφίσταται ευθύνη του πωλητή για πραγματικό ελάττωμα ή για έλλειψη συνομολογηθείσας ιδιότητας, δικαιούται, κατ' επιλογήν του, είτε να απαιτήσει χωρίς επιβάρυνσή του τη διόρθωση ή την αντικατάσταση του πράγματος με άλλο, απαλλαγμένο από ελαττώματα ή που φέρει την συνομολογηθείσα ιδιότητα, εκτός εάν μια τέτοια ενέργεια είναι αδύνατη ή απαιτεί δυσανάλογες δαπάνες, είτε να απαιτήσει τη μείωση του τιμήματος, είτε να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός εάν πρόκειται για επουσιώδες πραγματικό ελάττωμα. Στην περίπτωση της έλλειψης συνομολογηθείσας ιδιότητας σύμφωνα με το άρθρο 543 ΑΚ, ο αγοραστής δικαιούται, αντί για τα παραπάνω δικαιώματα (άρθρο 540 ΑΚ), να απαιτήσει αποζημίωση για μη εκτέλεση της σχετικής σύμβασης ή, σωρευτικά με τα δικαιώματα αυτά, να απαιτήσει αποζημίωση για τη ζημία που δεν καλύπτεται από την άσκησή τους, ενώ το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση παροχής ελαττωματικού πράγματος, η οποία οφείλεται σε πταίσμα του πωλητή. Εξάλλου, η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία, είναι δυνατόν όμως μια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται η σύμβαση, να θεμελιώσει συγχρόνως και ευθύνη από αδικοπραξία. Τούτο συμβαίνει, όταν η ενέργεια αυτή και χωρίς τη συμβατική σχέση, που προϋπάρχει, θα ήταν παράνομη ως αντίθετη προς το γενικό καθήκον, που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κανένας σε άλλον υπαιτίως ζημία. Η ευθύνη αυτή θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους (Ολ ΑΠ 969/1973). Επομένως, η ύπαρξη πραγματικού ελαττώματος ή η έλλειψη συμφωνημένης ιδιότητας του πωληθέντος πράγματος δεν ιδρύει, καθεαυτή, ευθύνη από αδικοπραξία κατά το άρθρο 914 ΑΚ, αφού χωρίς τη συμβατική σχέση δεν αποτελεί πράξη παράνομη. Όταν όμως συντρέχουν πρόσθετα πραγματικά στοιχεία, που μαζί με τη συμβατική παράβαση συνθέτουν διάφορο ιστορικό γεγονός, ικανό κατά το άρθρο 914 ΑΚ για την πλήρωση του πραγματικού της αδικοπραξίας, τότε πρόκειται για σώρευση αξιώσεων, για παράβαση της σύμβασης και από αδικοπραξία, οι οποίες μπορούν να ασκηθούν παράλληλα, όχι όμως να ικανοποιηθούν και οι δύο, γιατί η ικανοποίηση της μιας καθιστά την άλλη χωρίς αντικείμενο. Έτσι, σε περίπτωση πώλησης, εφόσον συντρέχουν, κατά τα ως άνω, πρόσθετα στοιχεία, μπορεί να ασκηθεί μόνο η από αδικοπρακτική ευθύνη αξίωση, δεδομένου ότι αυτή έχει αυτοτέλεια και αυθυπαρξία, έναντι της συμβατικής, χωρίς να έχει ως προϋπόθεση τη σύμβαση. Με τα δεδομένα αυτά, η εφαρμογή των διατάξεων για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται όταν το ελαττωματικό κλπ πράγμα προκάλεσε ζημία σε άλλα πράγματα και προστατευόμενα έννομα αγαθά (υλικά ή ηθικά) του αγοραστή. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297 και 298 ΑΚ προκύπτει, ότι για να γεννηθεί από αδικοπραξία ευθύνη προς αποζημίωση απαιτείται : α) συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, β) ζημία και γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς (νομίμου λόγου ευθύνης) και της ζημίας. Κατά την έννοια δε της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, η ανθρώπινη συμπεριφορά που αποτελεί το βασικό στοιχείο της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται και σε παράλειψη. Η τελευταία όμως για να οδηγήσει σε υποχρέωση αποζημίωσης, πρέπει να είναι παράνομη. Τούτο συμβαίνει, όταν ο υπαίτιος παραλείπει να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη και τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, από προηγούμενη συμπεριφορά του ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου. Εξάλλου, καλή πίστη, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος. Υπό την έννοια συνεπώς αυτή, η καλή πίστη συνιστά κριτήριο συμπεριφοράς και, άρα, κανόνα δικαίου. Βάσει αυτής, αλλά και από το όλο πνεύμα των κανόνων που ρυθμίζουν τις συναλλαγές, ιδρύεται υποχρέωση του παραγωγού-εισαγωγέα, καθώς και του πωλητή αυτοκινήτων, να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τρίτων από εγγενείς κινδύνους προκλήσεως βλαβών, που τυχόν ενέχουν τα προϊόντα αυτά, στα οποία (μέτρα) περιλαμβάνεται ο έλεγχος της ελαττωματικότητας αυτών και η υποχρέωση πληροφορήσεως των χρηστών. Η υπαίτια δε παράλειψη των υποχρεώσεων αυτών γεννά, εφόσον επήλθε ζημία αιτιωδώς συνδεόμενη με αυτήν, υποχρέωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης, κατ' άρθρο 932 ΑΚ. Στις προϋποθέσεις για την ύπαρξη αδικοπρακτικής ευθύνης και συνεπώς υποχρέωσης του υπαιτίου προς αποζημίωση του αδικηθέντος περιλαμβάνονται η επέλευση ζημίας και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της ζημίας. Ο αιτιώδης σύνδεσμος, κατά την κρατούσα θεωρία της πρόσφορης αιτιώδους συνάφειας, υπάρχει, όταν το επιζήμιο γεγονός, κατά το χρόνο και με τους όρους που έλαβε χώρα, ήταν ικανό κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων και χωρίς την μεσολάβηση άλλου περιστατικού, να επιφέρει τη βλάβη που επήλθε. Το αν η επελθούσα ζημία τελεί στη συγκεκριμένη περίπτωση σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την παράνομη πράξη του αδικοπραγήσαντος, αποτελεί ζήτημα κρινόμενο κυριαρχικά από το δικαστήριο της ουσίας. Η κρίση όμως περί του αν ορισμένο γεγονός μπορεί καθ` εαυτό σύμφωνα, με τα διδάγματα της κοινής πείρας και κατά τη συνήθη ή κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το ζημιογόνο αποτέλεσμα, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου (ΑΠ 1149/2014, ΑΠ 516/2014, ΑΠ 1375/2010, ΑΠ 500/2010). Στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των διαδικαστικών εγγράφων, οι αρχικώς ενάγοντες, με την από 8-12-2011 αγωγή, που άσκησαν σε βάρος των αναιρεσίβλητων ανώνυμων εταιρειών, ιστορούσαν, ότι η πρώτη αυτών αντιπροσωπεύει στην Ελλάδα την εμπορική ονομασία της ….. και είναι ο επίσημος και αποκλειστικός εισαγωγέας-διανομέας στην Ελλάδα των προϊόντων της, ενώ η δεύτερη ανήκει στο δίκτυο διανομής των προϊόντων της αυτοκινητοβιομηχανίας …., μεταξύ άλλων περιοχών και στην …., όπου διατηρεί υποκατάστημα και ειδικότερα η δεύτερη αγοράζει από την πρώτη έναντι ανταλλάγματος τα οχήματα που αυτή εισάγει στην Ελλάδα και στη συνέχεια τα μεταπωλεί με σκοπό το κέρδος, στο δικό της όνομα και για δικό της λογαριασμό. Ότι την 1-10-2004 ο τρίτος των αρχικώς εναγόντων αγόρασε αντί τιμήματος 11.860 ευρώ από τη δεύτερη αναιρεσίβλητη και συγκεκριμένα από το υποκατάστημά της στην …. ένα επιβατικό αυτοκίνητο με χώρα προέλευσης τη ….. εργοστασίου κατασκευής ΟPEL, τύπου CORSΑ-C, κυλινδρισμού 1364 cc, με αριθμό πλαισίου ...5008743 και κινητήρα ...S8698, το οποίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά την 4-10-2004. Ότι οι εναγόμενες τον διαβεβαίωσαν και τον ενημέρωσαν (η πρώτη έμμεσα και η δεύτερη άμεσα) ότι το εν λόγω αυτοκίνητο πληρούσε τις προϋποθέσεις ασφαλούς οδήγησης και είχε υψηλές προδιαγραφές στον τομέα ενεργητικής και ιδιαίτερα παθητικής ασφάλειας και μάλιστα ότι διέθετε δύο μετωπικούς εμπρόσθιους αερόσακους, ήτοι οδηγού και συνοδηγού, οι οποίοι μαζί τα υπόλοιπα συστήματα του οχήματος δημιουργούσαν ένα "πλέγμα" ασφάλειας για όλους τους επιβαίνοντες σ' αυτό. Ότι στις 6-1-2010 συνέβη τροχαίο ατύχημα, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα το θανάσιμο τραυματισμό του οδηγού του ανωτέρω οχήματος Π. Λ. του Κωνσταντίνου, τέκνου των δύο πρώτων των αρχικώς εναγόντων, αδελφού των τρίτου και τέταρτου και εγγονού της πέμπτης αυτών. Ότι την ως άνω ημερομηνία ο ως άνω οδηγός του οχήματος εκινείτο επί της ... στην πόλη της ….ς, πλην όμως εξετράπη της πορείας του δεξιά, προσκρούοντας σε μεταλλική προστατευτική μπάρα ασφαλείας και στη συνέχεια πέρασε στον βοηθητικό δρόμο και προσέκρουσε σε μια μεταλλική κολώνα φωτισμού που βρισκόταν πάνω σε τσιμεντένιο κράσπεδο μέσα στον αύλειο χώρο του .... Ότι το ως άνω όχημα συγκρούσθηκε με το εμπρόσθιο μέρος του και την αριστερή του πλευρά και υπέστη ζημία σε όλη του την εμπρόσθια επιφάνεια, ενώ σοβαρές ζημίες υπέστη και στη δεξιά του πλευρά από την πρόσκρουση στο κιγκλίδωμα και στην κολώνα φωτισμού. Ότι, παρά το ισχυρό κτύπημα που δέχθηκε το εν λόγω αυτοκίνητο στο εμπρόσθιο μέρος του, δεν ενεργοποιήθηκαν οι δύο αερόσακοι οδηγού και συνοδηγού, όπως θα έπρεπε και ο οδηγός αυτού τραυματίσθηκε θανάσιμα και απεβίωσε λόγω κακώσεων κεφαλής και αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, ενώ η συνεπιβάτης τραυματίστηκε στο μέτωπο-βρεγματική χώρα και ΑΡ περινεφρικά. Ότι ο ως άνω θανάσιμος τραυματισμός του οδηγού του εν λόγω αυτοκινήτου δεν θα επέρχονταν αν λειτουργούσαν οι μετωπικοί (εμπρόσθιοι) αερόσακοι του οχήματος, καθόσον ο μετωπικός αερόσακος του οδηγού θα δημιουργούσε ένα πλέγμα ασφαλείας για τον θανόντα, ενώ είναι ανεπίτρεπτο το γεγονός της μη λειτουργίας των αερόσακων με τέτοια σφοδρή σύγκρουση και ολοκληρωτική καταστροφή του οχήματος και τούτο οφείλεται σε ελάττωμα στο σύστημα λειτουργίας τους. Ότι με βάση την καλή πίστη και το όλο πνεύμα των κανόνων που ρυθμίζουν τις συναλλαγές, ιδρύεται υποχρέωση του πωλητή αυτοκινήτων να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τρίτων από εγγενείς κινδύνους πρόκλησης βλαβών, που τυχόν ενέχουν τα προϊόντα αυτά, στα οποία (μέτρα) περιλαμβάνεται ο έλεγχος της ελαττωματικότητας αυτών και η υποχρέωση πληροφόρησης των χρηστών. Ότι η υπαίτια παράλειψη των υποχρεώσεων αυτών γεννά, εφόσον επήλθε ζημία αιτιωδώς συνδεόμενη με αυτήν, υποχρέωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Ότι οι αναιρεσίβλητες διαβεβαίωσαν και εγγυήθηκαν ρητά και κατηγορηματικά προς τον τρίτο των αρχικώς εναγόντων, η πρώτη αυτών (αναιρεσιβλήτων) έμμεσα και η δεύτερη άμεσα, τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς, ότι το ανωτέρω όχημα, εκτός των άλλων, ήταν πλήρως εξοπλισμένο και με δύο μετωπικούς (εμπρόσθιους) αερόσακους, οι οποίοι, σύμφωνα με τις ρητές διαβεβαιώσεις τους και το ειδικό εγχειρίδιο λειτουργίας, ασφάλειας, συντήρησης και χρήσης του συγκεκριμένου οχήματος, ανοίγουν σε περίπτωση σύγκρουσης ή σοβαρής πρόσκρουσης του οχήματος επί σταθερού αντικειμένου, όπως στην προκείμενη περίπτωση η μεταλλική προστατευτική μπάρα ασφαλείας και η μεταλλική κολώνα φωτισμού που βρισκόταν πάνω σε τσιμεντένιο κράσπεδο. Ότι οι αναιρεσίβλητες, με την ως άνω ιδιότητά της η καθεμία απ' αυτές, πώλησαν στον τρίτο των αρχικώς εναγόντων, η πρώτη έμμεσα και η δεύτερη άμεσα, παρά τη σύμβαση και το νόμο, ένα άκρως ελαττωματικό και επικίνδυνο όχημα, το οποίο δεν έφερε την εγγράφως συμφωνηθείσα τεχνική ιδιότητα της λειτουργίας όλων των συστημάτων ασφαλείας του, μεταξύ των οποίων και η λειτουργία του επίμαχου αερόσακου προστασίας του οδηγού αλλά και του συνοδηγού σε περίπτωση μετωπικής σύγκρουσης ή πρόσκρουσης επί σταθερού αντικειμένου. Ότι οι έγγραφες και προφορικές δηλώσεις των αναιρεσιβλήτων για την ασφάλεια του πωλουμένου οχήματος αποτελούν τους γενικούς όρους των συναλλαγών και η έστω εξ αμελείας παράβαση αυτών δημιουργεί σε βάρος και των δύο αναιρεσιβλήτων υποχρέωση πλήρους αποζημίωσής τους (αρχικώς εναγόντων) για τον επελθόντα θάνατο του οδηγού του πιο πάνω οχήματος. Ότι οι αναιρεσίβλητες από υπαιτιότητά τους παρέλειψαν να προβούν στον έλεγχο της ελαττωματικότητας του ως άνω πωληθέντος αυτοκινήτου και να πληροφορήσουν τον τρίτο αυτών για το πρόβλημα στη λειτουργία του επίμαχου αερόσακου προστασίας του οδηγού αλλά και του συνοδηγού, επιπλέον δε υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς τους αυτής και της ζημίας που επήλθε. Με βάση δε τα παραπάνω οι αρχικώς ενάγοντες ζήτησαν να υποχρεωθούν οι αναιρεσίβλητες, εις ολόκληρον η καθεμία, να καταβάλουν νομιμοτόκως σ' αυτούς τα αναφερόμενα ποσά και ειδικότερα: α) στον πρώτο το ποσό των 106.788 ευρώ για χρηματική του ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και έξοδα κηδείας και ανέγερσης μνημείου και β) στους δεύτερη, τρίτο, τέταρτο και πέμπτη αυτών τα ποσά των 100.000, 50.000, 50.000 και 20.000 ευρώ αντίστοιχα για χρηματική τους ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Η προσβαλλόμενη απόφαση, αφού έκρινε ότι η αγωγή και ως προς τις δύο αναιρεσίβλητες είναι απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της, έκανε δεκτή την έφεση αυτών, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, διακράτησε την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή. Ειδικότερα, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα εξής : "...όσον αφορά την κρινόμενη αγωγή κατά το μέρος της που στρέφεται εναντίον της πρώτης εναγομένης, ως παραγωγού του ελαττωματικού προϊόντος, ειδικότερα ως εισαγωγέας αυτού, ο οποίος κατά πλάσμα δικαίου θεωρείται και ο εισαγωγέας... πέραν του ότι σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν δύνανται οι ενάγοντες να στραφούν κατ' αυτής, διότι, όπως εκτίθεται στην αγωγή η πρώτη εναγομένη εισάγει αυτοκίνητα της εταιρείας "…." με σκοπό την πώληση από χώρα της κοινότητας και όχι από τρίτη χώρα, προϋπόθεση που απαιτείται για να θεωρηθεί ο εισαγωγέας κατά πλάσμα δικαίου ως παραγωγός....με το προεκτιθέμενο περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον της πρώτης εναγομένης ως παραγωγού του πωληθέντος αυτοκινήτου, καθόσον μόνο στις διατάξεις περί αδικοπραξίας θα μπορούσε να στηριχθεί, όπως προαναφέρθηκε δεδομένου ότι δεν μπορεί να στηριχθεί στις προαναφερόμενες διατάξεις του Ν. 2251/1994, δεδομένου ότι εισάγει προϊόντα προς πώληση από χώρα της κοινότητας και όχι τρίτη χώρα προϋπόθεση που απαιτείται για να ευθύνεται κατά τις ανωτέρω διατάξεις "περί προστασίας του καταναλωτή", είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω της αοριστίας της διότι δεν εκτίθενται στο αγωγικό δικόγραφο, με σαφήνεια τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα εναντίον της. Ειδικότερα δεν περιγράφεται με επαρκή ακρίβεια, η σύμβαση πώλησης του εν λόγω οχήματος παραγωγής της δεύτερης εναγομένης προς τον ενάγοντα, η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της τελευταίας που συνίσταται στην υπαίτια παραβίαση εκ μέρους της ως παραγωγού του εν λόγω οχήματος, της υποχρέωσης της πρόνοιας και ασφάλειας, από την παραβίαση της οποίας προέκυψε το ελάττωμα του πράγματος που προκάλεσε τη ζημιογόνο προσβολή του εννόμου αγαθού του ενάγοντος, την υλική και ηθική ζημία που υπέστη ο τελευταίος από τη συμπεριφορά της αυτή και την αιτιώδη συνάφεια που υπάρχει μεταξύ της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της και της ζημίας που αυτός υπέστη, ώστε το δικαστήριο μπορεί να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και η πρώτη εναγομένη να προβάλει τους αναγκαίους προς υπεράσπισή της ισχυρισμούς...Περαιτέρω, όσον αφορά την κρινόμενη αγωγή κατά το μέρος της που φέρεται εναντίον της δεύτερης εναγομένης ως πωλήτρια εταιρία του εν λόγω αυτοκινήτου, η οποία στηρίζεται μόνο στις διατάξεις περί πωλήσεως, η κρινόμενη αγωγή, είναι ...απορριπτέα. Επίσης, λόγω της πρόδηλης αοριστίας της ως απαράδεκτη, διότι στο δικόγραφό της δεν εκτίθενται με σαφήνεια τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκηση της από τους ενάγοντες εναντίον της. Ειδικότερα δεν περιγράφεται με επαρκή ακρίβεια, η σύμβαση πώλησης του εν λόγω οχήματος ότι τα πραγματικά ελαττώματα που μειώνουν ουσιωδώς την αξία και τη χρησιμότητα του, υπήρχαν κατά το χρόνο παράδοσής του από την δεύτερη εναγομένη στον τρίτο από αυτούς (ενάγοντες) ότι η δεύτερη εναγομένη πωλήτρια εταιρία γνώριζε, άλλως όφειλε να γνωρίζει, όλα τα ως άνω πραγματικά ελαττώματα, και τέλος ότι οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή τους επέλεξαν να ζητήσουν αποζημίωση για μη εκτέλεση της σύμβασης, το οποίο στοιχείο, ουδόλως αναφέρεται στην αγωγή, ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να τάξει τις δέουσες αποδείξεις και η δεύτερη εναγόμενη να προβάλλει τους αναγκαίους προς υπεράσπιση ισχυρισμούς". Με το πιο πάνω περιεχόμενο όμως και αίτημα η αγωγή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, είναι και ως προς τις δύο αναιρεσίβλητες ορισμένη και νόμιμη. Τούτο δε διότι οι αρχικώς ενάγοντες ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη παραγωγό-εισαγωγέα του πωληθέντος αυτοκινήτου για τη θεμελίωση του από την αδικοπρακτική ευθύνη αυτής ως άνω αγωγικού αιτήματος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του οδηγού τούτου και αποζημίωση για έξοδα κηδείας και ανέγερσης μνημείου αυτού (οδηγού) επικαλούνται όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία και ειδικότερα συμπεριφορά αυτής παράνομη και υπαίτια, ζημία και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της ζημίας. Ειδικότερα, επικαλούνται υπαίτια παράλειψη αυτής να προβεί σε θετική ενέργεια, στην οποία υποχρεούται με βάση την καλή πίστη, τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις, τη συναλλακτική ευθύτητα και το όλο πνεύμα των κανόνων που ρυθμίζουν τις συναλλαγές, με βάση τα οποία ιδρύεται υποχρέωση αυτής να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τρίτων από εγγενείς κινδύνους προκλήσεως βλαβών, που τυχόν ενέχουν τα προϊόντα αυτά. Επιπλέον, επικαλούνται ότι η πρώτη αναιρεσίβλητη δεν προέβη στη λήψη των μέτρων αυτών, στα οποία περιλαμβάνεται και ο έλεγχος της ελαττωματικότητας των πωλουμένων προϊόντων και η υποχρέωση σχετικής πληροφόρησης των χρηστών με αποτέλεσμα το ως άνω πωληθέν αυτοκίνητο να μην φέρει την εγγράφως συμφωνηθείσα τεχνική ιδιότητα της λειτουργίας όλων των συστημάτων ασφαλείας του, μεταξύ των οποίων και η λειτουργία του επίμαχου αερόσακου προστασίας του οδηγού αλλά και του συνοδηγού σε περίπτωση μετωπικής σύγκρουσης ή πρόσκρουσης επί σταθερού αντικειμένου, ενώ η υπαίτια αυτή παράλειψη των εν λόγω υποχρεώσεων γεννά, εφόσον επήλθε ζημία αιτιωδώς συνδεόμενη με αυτήν, υποχρέωση αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης. Τούτο δε διότι οι αρχικώς ενάγοντες ως προς την πρώτη αναιρεσίβλητη παραγωγό-εισαγωγέα του πωληθέντος αυτοκινήτου για τη θεμελίωση του από την αδικοπρακτική ευθύνη αυτής ως άνω αγωγικού αιτήματος για χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του οδηγού τούτου και αποζημίωση για έξοδα κηδείας και ανέγερσης μνημείου αυτού (οδηγού) επικαλούνται όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία και ειδικότερα συμπεριφορά αυτής παράνομη και υπαίτια, ζημία και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της ζημίας. Επίσης, η αγωγή και ως προς την δεύτερη αναιρεσίβλητη πωλήτρια του ως άνω αυτοκινήτου βασίζεται στην έχουσα αυτοτέλεια και αυθυπαρξία έναντι της συμβατικής αδικοπρακτική ευθύνη αυτής, για τη θεμελίωση δε αυτής οι αρχικώς ενάγοντες επικαλούνται όλα τα ως άνω απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία και ειδικότερα συμπεριφορά αυτής παράνομη και υπαίτια, ζημία και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της ζημίας. Με τα δεδομένα αυτά, στην προκειμένη περίπτωση συγκροτείται το πραγματικό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 914, 922, 932 ΑΚ και το αγωγικό δικόγραφο είναι επαρκώς ορισμένο. Επομένως, το Εφετείο, που με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε αυτό ως αόριστο, παρά το νόμο κήρυξε απαράδεκτο και υπέπεσε στην από το άρθρο 559 αριθ. 14 πλημμέλεια. Κατά συνέπεια τούτων είναι βάσιμος ο πρώτος αναιρετικός λόγος, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προβάλλουν την ανωτέρω αιτίαση. Περαιτέρω, η αναιρετική εμβέλεια του λόγου αυτού στο σύνολο της προσβαλλόμενης με την αναίρεση απόφασης (ΑΠ 146/2018, ΑΠ 204/2017), καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των υπολοίπων λόγων της αναίρεσης, που επιχειρείται να θεμελιωθούν στους αριθ. 8 και 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, η παραδοχή των οποίων οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα. Κατόπιν αυτών η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες (άρθ. 495 παρ. 3 εδ. ε'του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικαστούν οι αναιρεσίβλητες, που νικήθηκαν στη δίκη, να καταβάλουν τα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων που κατέθεσαν προτάσεις, κατά το νόμιμο και βάσιμο αίτημά τους (άρθρ. 176, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 12-3-2018 αίτηση των Κ. Λ. του Ι., Α. Λ. του Κ., Ι. Λ. του Κ., Ε. Ζ., το γένος Π. Δ., Θ. Δ. του Π. και Μ. Δ. του Π. για αναίρεση της υπ' αριθ. 285/2017 απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
ΑΝΑΙΡΕΙ υπ' αριθ. 285/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ιωαννίνων.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο Μονομελές Εφετείο Ιωαννίνων, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την παραπάνω απόφαση.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που έχουν καταθέσει. Και
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τις αναιρεσίβλητες στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ. Και
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Απριλίου 2019.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 6 Αυγούστου 2019.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή