Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1774 / 2010    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.




Περίληψη:
Βούλευμα Συμβουλίου Εφετών που απέρριψε έφεση κατ' ουσίαν κατά παραπεμπτικού βουλεύματος για κακουργηματική (λόγω ποσού) απάτη. Αίτηση αναίρεσης για έλλειψη αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Απόρριψη αμφοτέρων των ως άνω λόγων ως αβασίμων και της αίτησης αναίρεσης συνολικώς.





Αριθμός 1774/2010

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αιμιλία Λίτινα, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη, ως αρχαιότερο μέλος στη σύνθεση και σύμφωνα με την 101/21-7-2010 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Ανδρέα Τσόλια και Παναγιώτη Ρουμπή-Εισηγητής, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Τζαγκουρνή (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 19 Οκτωβρίου 2010, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου Γ. Μ. του Ι., κατοίκου …, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ.27/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λαρίσης. Το Συμβούλιο Εφετών Λαρίσης με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Μαρτίου 2010 αίτησή του, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 368/2010. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Τζαγκουρνής εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Παναγιώτη Ψάνη, με αριθμό 254/23-8-2010, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"Εισάγω, σύμφωνα με το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ. την υπ'αριθμ. 1/8-3-2010 αίτηση αναίρεσης του Γ. Μ. του Ι., κατοίκου …, κατά του υπ'αριθμ. 27/2010 Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών Λάρισας και εκθέτω τα ακόλουθα: 1) Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας με το υπ'αριθμ. 277/2009 βούλευμά του, παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο προκειμένου να δικαστεί ως υπαίτιος απάτης περιουσιακού οφέλους και αντίστοιχης προξενηθείσης ζημίας που υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ (άρθρο 386 παρ. 1 και 3 περ β' Π.Κ. όπως η παρ. 3 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 Ν. 2721/1999). Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο αναιρεσείων κατηγορούμενος άσκησε έφεση. Επί της εφέσεως αυτής εκδόθηκε το υπ'αριθμ. 27/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, το οποίο έκανε τυπικά δεκτή και απέρριψε στην ουσία την έφεσή του επικυρώνοντας το πρωτόδικο παραπεμπτικό βούλευμα. Κατά του ως άνω βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας στρέφεται πλέον ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης. Επειδή η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης είναι νομότυπη και εμπρόθεσμη ( άρθρα 473 παρ. 1 και 474 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ), αφού ασκήθηκε την 8-3-2010 από τον ίδιο, ενώ το προσβαλλόμενο βούλευμα είχε επιδοθεί στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο την 24-2-2010 εντός της δεκαήμερης νόμιμης προθεσμίας η οποία παρατείνεται μέχρι την επόμενη εργάσιμη ημέρα, δεδομένου ότι η τελευταία ημέρα της προθεσμίας ήταν αργία (ημέρα Κυριακή). Επιπλέον ασκήθηκε η αναίρεση από δικαιούμενο σε άσκηση αυτής πρόσωπο (άρθρα 463, 482 ΚΠΔ) και στρέφεται κατά βουλεύματος υποκειμένου στο ένδικο μέσο της αναίρεσης, αφού παραπέμπει αυτόν για κακούργημα και περιέχει ως λόγους αναίρεσης την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Κατά συνέπεια η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και ακολούθως, να ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι αναίρεσης. 2) Έλλειψη της απαιτούμενης από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που ιδρύει λόγο αναίρεσης του βουλεύματος κατά το άρθρο 484 παρ. 1 περ. δ ΚΠΔ υπάρχει όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό με πληρότητα σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχτηκε η κρίση του δικαστικού συμβουλίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελίωσαν και οι νομικοί συλλογισμοί, με τους οποίους έγινε η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό του βουλεύματος, που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικώς κατά το είδος τους, χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποίο βαρύνει περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι κατ'επιλογή μερικά εξ αυτών (ΑΠ 330/2007, ΑΠ 1560/2002, ΑΠ 108/2000). Εξάλλου, η επιβαλλόμενη από τις παραπάνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το Συμβούλιο Εφετών αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα Εφετών, στην οποία εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα προκύψαντα από την ανάκριση ή προανάκριση πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση, με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου (ΑΠ 492/2007 Π. Χρ ΝΗ 130). 3) Περαιτέρω, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται στην περίπτωση που ο δικαστής δεν υπήγαγε ορθά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης, υπάρχει και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου. Η παραβίαση αυτή υπάρχει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού και του διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος (Α.Π. 572/2005). 4) Κατά τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία, πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 3 ΠΚ όπως η παρ. 3 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ (Α.Π. 1057/2008 Π. Χρ. ΝΗ, 788 και ΑΠ 2228/2007 Π. Χρ. ΝΗ, 809). Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας που το εξέδωσε, με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ'αυτό (βούλευμα) εισαγγελική πρόταση δέχθηκε ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την κυρία ανάκριση και την προηγηθείσα προκαταρκτική εξέταση και ειδικότερα από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα της δικογραφίας και την απολογία του κατηγορουμένου προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με βάση του από 15-10-1967 εταιρικού ομορρύθμου εταιρίας, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Λάρισας με αύξοντα αριθμό 434/17-10-1967, είχε συσταθεί ομόρρυθμη εμπορική εταιρία που έφερε την επωνυμία "... Γ. Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε." με έδρα την …. Σκοπός της ήταν η δημιουργία ψυκτικής μονάδας για την συντήρηση οπωροκηπευτικών προϊόντων. Διάρκεια της oρίσονται τα σαράντα έτη, κεφάλαιο 500.000 δραχμές και διαχειριστής ο εκ των εταίρων και ήδη κατηγορούμενος Γ. Μ.. Μετά από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του καταστατικού, στην ανωτέρω εταιρία κατά τον Ιούνιο του έτους 2006 συμμετείχαν ως ομόρρυθμοι εταίροι ο κατηγορούμενος Γ. Μ. με ποσοστό συμμετοχής 20%, η σύζυγος του κατηγορούμενου Ε. Μ. με ποσοστό συμμετοχής 10% και οι α] Σ. Γ. του Γ. με ποσοστό συμμετοχής 7,5%, β] Α. Γ. του Κ. με ποσοστό συμμετοχής 5%, γ] Δ. Κ. του Ι. με ποσοστό συμμετοχής 15%, δ] Ι. Φ. του Δ. με ποσοστό συμμετοχής 5%, ε] Δ. Φ. του Γ. με ποσοστό συμμετοχής 5%, στ] Α. χήρα Α. Μ. με ποσοστό συμμετοχής 7,5%, ζ] Α. Κ. του Α. με ποσοστό συμμετοχής 5%, η] Δ. Κ. του Α. με ποσοστό συμμετοχής 5%, θ] Θ. συζ. Α. Μ. με ποσοστό συμμετοχής 5%, ι] M.-Α. Μ. του Α. με ποσοστό συμμετοχής 5% και ια] Β. Μ. του Α. με ποσοστό συμμετοχής 5%. Με βάση το υπ' αριθμ. …/20-6-2006 συμβολαιογραφικό προσύμφωνο του Συμβολαιογράφου Λάρισας Δημητρίου Δελή η ανωτέρω αναφερόμενη ομόρρυθμη εταιρία που εκπροσωπείται από όλους τους ανωτέρω ομορρύθμους εταίρους ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει και να μεταβιβάσει κοινά, αδιαίρετα και κατ' ισομοιρία σε έκαστο των εγκαλούντων Δ. Χ. και Κ. Χ. το σύνολο της ακίνητης και κινητής περιουσίας της και ειδικότερα το γήπεδο, τις εγκαταστάσεις και τον κινητό εξοπλισμό της, αντί χρηματικού ποσού 1.150.000 Ευρώ. Η θέληση των ως άνω συμβαλλομένων ήταν να μεταβιβασθεί η επιχείρηση στο σύνολο της [ενεργητικό και παθητικό], το δε οριστικό πωλητήριο συμβόλαιο συμφωνήθηκε να υπογραφεί μέχρι την 20-7-2006. Κατά το χρονικό διάστημα όμως που ακολούθησε, και ύστερα από έρευνα του νομικού, οικονομικού και φορολογικού καθεστώτος της ανωτέρω εταιρίας, διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν εφικτή η εκ μέρους των εγκαλούντων σύσταση και λειτουργία νέας εταιρίας με το αυτό αντικείμενο εργασιών, δεδομένου ότι η αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αγιάς δεν ενέκρινε την συνεισφορά των περιουσιακών στοιχείων της ανωτέρω εταιρίας στην νέα εταιρία πριν ολοκληρωθεί η πλήρης φορολογική και οικονομική εκκαθάριση της προηγούμενης. Κατόπιν αυτού oι ανωτέρω ομόρρυθμοι εταίροι και oι εγκαλούντες συμφώνησαν από κοινού να υπαναχωρήσουν από την αρχική συμφωνία για την μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "… Γ. Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο. Ε." ,και να μεταβιβασθούν κοινά, αδιαίρετα και κατ' ισομοιρία πλέον στους εγκαλούντες οι εταιρικές μερίδες της ανωτέρω εταιρίας, έτσι ώστε αυτή να εξακολουθήσει να λειτουργεί υπό νέα σύνθεση και χωρίς καμμία διακοπή της οικονομικής της δραστηριότητας. Στο χρονικό αυτό σημείο, δηλ. την 15-7-2006, ο κατηγορούμενος αξίωσε για πρώτη φορά από τους εγκαλούντες την επιπλέον καταβολή προς αυτόν συνολικού χρηματικού ποσού 85.000 Ευρώ, προς τούτο παρέστησε προς αυτούς εν γνώσει του ψευδώς ότι το ποσό αυτό του οφειλόταν από την ομόρρυθμη εταιρία και ειδικότερα ότι αυτό αφορούσε αφενός μεν σε διαχειριστική αμοιβή ποσού 50.000 Ευρώ που του όφειλε η εταιρία μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2006, χρονικό σημείο κατά το οποίο έπαυσε να είναι διαχειριστής της, και αφετέρου σε άτοκο προσωπικό δάνειο που αυτός είχε χορηγήσει στην εταιρία. Παράλληλα δήλωσε ρητώς προς τους εγκαλούντες ότι σε περίπτωση που αρνούνταν την καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού, αυτός δεν θα συναινούσε στην εκχώρηση του μεριδίου του και του μεριδίου της συζύγου [20% και 10% αντίστοιχα] και ότι θα επεδίωκε την εκτέλεση του ανωτέρω προσυμφώνου και την επέλευση όλων των απειλούμενων σε βάρος τους συνεπειών. Όταν oι εγκαλούντες του ζήτησαν τα σχετικά παραστατικά για τα ανωτέρω δύο κονδύλια, αυτός αφενός μεν τους κατέστησε σαφές ότι δεν επρόκειτο να τους προσκομίσει κανένα απολύτως παραστατικό και αφετέρου τους δήλωσε ότι δεν θα έπρεπε να ενημερωθεί κανένας άλλος εταίρος για το περιεχόμενο της ανωτέρω απαίτησης του και απείλησε σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μεταβίβαζε ούτε το δικό του εταιρικό μερίδιο ούτε αυτό της συζύγου του. Οι εγκαλούντες πείσθηκαν περί της ανωτέρω οφειλής της εταιρίας προσωπικά προς τον εκκαλούντα και δέχθηκαν να του καταβάλουν το ανωτέρω χρηματικό ποσό, δεδομένου ότι η εκτέλεση του προσυμφώνου δεν τους εξασφάλιζε και υπήρχε επιτακτική ανάγκη να αρχίσει η λειτουργία της επιχείρησης επ' ονόματι τους μέχρι τέλος Ιουλίου 2006, διότι κατά το χρόνο αυτό αποθηκεύονται στα ψυγεία προς συντήρηση τα φρούτα [αχλάδια και μήλα κυρίως] των παραγωγών, οι οποίοι σε περίπτωση καθυστέρησης τους θα απευθύνονταν σε άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις. Λόγω αδυναμίας των εγκαλούντων για την καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού σε μετρητά, ο πρώτος εξ'αυτών Δ. Χ. εξέδωσε στην Αγιά την με αριθμό … δίγραμμη επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 85.000 Ευρώ, με μεταχρονολογημένη ημερομηνία έκδοσης την 30-5-2008, την οποία και παρέδωσε στον εκκαλούντα κατηγορούμενο πριν από την υπογραφή του από 21-7-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, δυνάμει του οποίου τροποποιήθηκε το καταστατικό της ανωτέρω εταιρίας και αποχώρησαν από την εταιρία οι ανωτέρω ομόρρυθμοι εταίροι μεταβιβάζοντας τα ποσοστά συμμετοχής τους σε αυτήν στους εγκαλούντες, αντί συνολικού χρηματικού ποσού 700.000 Ευρώ. Με το ίδιo ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Λάρισας με αύξοντα αριθμό 583/4-8-2006, η εταιρία μετονομάσθηκε "… Δ. ΚΑΙ Κ. Χ. Ο.Ε.". Παράλληλα διευρύνθηκε ο σκοπός της και συμπεριλήφθηκε πλέον σε αυτήν και η εμπορία φρούτων. Έτσι μοναδικοί αυτής ομόρρυθμοι εταίροι με ποσοστό συμμετοχής 50% έκαστος κατέστησαν οι εγκαλούντες με διαχειριστή τον πρώτο εξ' αυτών Δ. Χ.. Σχετικά με την παράδοση της ανωτέρω τραπεζικής επιταγής, μεταξύ του κατηγορούμενου και των εγκαλούντων συντάχθηκε και υπογράφηκε το από 24-7-2006 Ιδιωτικό Συμφωνητικό, στο οποίο ρητά διατυπώθηκε ότι ο κατηγορούμενος δήλωσε και οι εγκαλούντες αποδέχθηκαν ότι από το συνολικό ποσό των 85.000 Ευρώ, ποσό 50.000 Ευρώ αντιστοιχεί στην αμοιβή του κατηγορούμενου ως διαχειριστή της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "…Γ. Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε." μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2006 και ποσό 35.000 Ευρώ αντιστοιχεί σε άτοκο δάνειο που κατέθεσε ο κατηγορούμενος στο ταμείο της ίδιας εταιρίας. Σύμφωνα και με όσα ήδη προεκτέθηκαν μετά την μεταβίβαση των εταιρικών συμμετοχών στους πολιτικώς ενάγοντες, οι τελευταίοι απέκτησαν για πρώτη φορά ευχέρεια πρόσβασης- στα βιβλία της εταιρίας και κατά τον έλεγχο τους διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε οφειλή αμοιβής λόγω άσκησης διαχείρισης προς τον διαχειριστή-κατηγορούμενο καθώς επίσης και ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε οφειλόμενο δάνειο προς αυτόν. Κατόπιν αυτού oι εγκαλούντες ήλθαν σε προσωπική επαφή με όλους τους προηγούμενους εταίρους και ιδίως με την Μ. - Α. Μ., διαχειρίστρια της τελευταίας περιόδου της λειτουργίας της εταιρίας υπό την προηγούμενη μορφή της. Όλοι αυτοί τους επιβεβαίωσαν τα προεκτεθέντα. Είναι γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν μοναδικός διαχειριστής της εταιρίας από την σύσταση της έως τον Φεβρουάριο του έτους 2006, οπότε και αποχώρησε και ανέλαβε χρέη διαχειριστή η ως άνω Μ.-Α. Μ.. Προέκυψε μάλιστα ότι μέχρι το έτος 1995 περίπου ο εκκαλών ελάμβανε, κατόπιν συμφωνίας με τους υπολοίπους ομορρύθμους εταίρους, διαχειριστική αμοιβή για την απασχόληση του στην εταιρία. Περαιτέρω κατά το έτος 1996 και προκειμένου να επιτύχει την συναίνεση των λοιπών ομορρύθμων εταίρων για την πρόσληψη του γαμπρού του ως υπαλλήλου της εταιρίας συμφώνησε προφορικά με όλους αυτούς να παύσει πλέον να λαμβάνει τη διαχειριστική αμοιβή. Σημειώνεται ότι από τα βιβλία της εταιρίας, τα οποία ο κατηγορούμενος μόνος του συνέτασσε, προκύπτει η εγγραφή στις 30-6-2005 ενός ποσού 20.000 Ευρώ για διαχειριστική αμοιβή στον ίδιο. Η Μ. Α., λογίστρια της εταιρίας από το έτος 1972 μέχρι και το χρόνο που διεξήχθη η κυρία ανάκριση, στην από 9-1-2009 ένορκη κατάθεση της αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος δεν ελάμβανε διαχειριστική αμοιβή και ότι την αφήνει κατάπληκτη το γεγονός ότι τον Ιούνιο του 2005 εμφανίζεται στα βιβλία να λαμβάνει το ποσό των 20.000 ευρώ για διαχειριστική αμοιβή. Αυτό δηλ. δεν ήταν συμβατό με όσα γνώριζε η ίδια ως εκ της ιδιότητας της όσον αφορά το θέμα της οφειλής ποσού 35.000 Ευρώ από ατομικό δάνειο. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του έτους 1998 έως τον Απρίλιο του έτους 1999 η εταιρία έλαβε δύο δάνεια 30.000.000 δραχμών και 9.000.000 δραχμών αντίστοιχα, τα οποία καλύφθηκαν από τους ομορρύθμους εταίρους κατά το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στην εταιρία και ότι το ποσό των 35.000 Ευρώ, που ανέφερε στους εγκαλούντες ως οφειλή από προσωπικό δάνειο, αντιστοιχεί στο ποσό των 11.700.000 δραχμών, το οποίο δάνεισε αυτός και η σύζυγός του. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του προσκομίζει το σύνολο των αποδείξεων με βάση τις οποίες φέρονται να ελήφθησαν από την εταιρία τα ποσά των ανωτέρω δανείων από τους εταίρους, μεταξύ δε αυτών και τέσσερις αποδείξεις, συνολικού ποσού 11.700.000 δραχμών, που αφορούν στον ίδιο και στην σύζυγο του, καθώς επιπροσθέτως και τα αντίγραφα των ισοζυγίων λογιστικής μηνών Δεκεμβρίου 1998, Ιανουαρίου 1999 και Απριλίου 1999. Σε αυτά φαίνονται καταχωρημένα τα ανωτέρω δάνεια ποσών 30.000.000 δραχμών και 9.000.000 δραχμών. Με βάση όμως την αξιολόγηση του συνδυασμού των αποδεικτικών στοιχείων προκύπτει ότι τα ανωτέρω δάνεια δεν εδόθησαν ποτέ στην πραγματικότητα από τους εταίρους και ότι οι εγγραφές αυτές είναι εικονικές και έγιναν αποκλειστικά για λογιστικούς λόγους. Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος ουδέποτε προγενέστερα είχε ισχυρισθεί προς τους λοιπούς εταίρους την ύπαρξη των ανωτέρω οφειλών προς αυτόν, πράγμα το οποίο δεν έπραξε ούτε τον Φεβρουάριο του 2006 προς την M.-Α. Μ., όταν εκείνη είχε αναλάβει χρέη διαχειριστή στην θέση του. Το πρώτο που ισχυρίσθηκε την ύπαρξη των ανωτέρω οφειλών προς αυτόν, ήταν στις 15-7-2006 προς τους εγκαλούντες και επειδή γνώριζε ότι οι υπόλοιποι εταίροι θα τον διέψευδαν ζήτησε επιμόνως από αυτούς να μην τους ενημερώσουν, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα συναινούσε στην μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής αυτού και της συζύγου του. Το τελευταίο φανερώνει την δολιότητα της συμπεριφοράς του εκκαλούντος. Τέλος και κατά τον φορολογοοικονομικό έλεγχο των βιβλίων της εταιρίας από την Α' Δ.Ο.Υ. Λάρισας, που διενεργήθηκε στις αρχές του έτους 2007, διαπιστώθηκε με βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε καμία οφειλή προς τον κατηγορούμενο για τις προαναφερθείσες αιτίες. Ο εκκαλών στις 2-7-2007 εμφάνισε προς πληρωμή την ανωτέρω επιταγή ποσού 85.000 Ευρώ, η οποία και δεν πληρώθηκε ελλείψει επαρκούς υπολοίπου. Στη συνέχεια και μετά από σχετική αίτησή του εκδόθηκε επί της ανωτέρω επιταγής η με αριθμό 797/2007 Διαταγή Πληρωμής, με την οποία ο πρώτος Δ. Χ. διατάχθηκε να πληρώσει στον κατηγορούμενο το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Ο Δ. Χ. άσκησε ανακοπή κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και εκδόθηκε η με αριθμό 18/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία δέχθηκε την ανακοπή με το σκεπτικό ότι η ανωτέρω επιταγή εκδόθηκε για ανύπαρκτη αιτία. Σύμφωνα με το αναλυτικό σκεπτικό της απόφασης αυτής που εμπεριέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπου ανακόπτων ήταν ο εκ των εγκαλούντων Δ. Χ. και καθ'ου η ανακοπή ο κατηγορούμενος η εν λόγω ανακοπή έγινε δεκτή και ακυρώθηκε η ανωτέρω υπ' αριθμ. 797/2007 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας διότι: " Ειδικότερα από κανένα αποδεικτικό στοιχείo δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω εταιρία όφειλε στον καθ' ου η ανακοπή το ποσό των (50.000) € ως διαχειριστική αμοιβή, καθόσον δεν προσκομίζεται κανένα έγγραφο (βιβλία της εταιρίας) από το οποίο να προκύπτει η οφειλή αυτή προς τον καθ' ου η ανακοπή, παρά το γεγονός ότι ο καθ' ου η ανακοπή ήταν ο διαχειριστής της εν λόγω ομόρρυθμης εταιρίας " ...-Γ. Μ. & ΣΙΑ Ο.Ε." μέχρι το Φεβρουάριο του έτους 2006. Ομοίως και το ποσό των (35.000) € που ισχυρίζεται ο καθ' ου η ανακοπή ότι είχε δανείσει στην εν λόγω ομόρρυθμη εταιρία, από κανένα αξιόπιστο στοιχείο δεν προκύπτει ότι οφείλεται, καθόσον δεν προσκομίζεται κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι είχε γίνει στα βιβλία της εν λόγω εταιρίας κάποια εγγραφή για ληφθέν δάνειο ποσού (35.000) € από τον καθ'ου η ανακοπή." Τα παραπάνω ενισχύονται, εκτός των άλλων και από την από 9-1-2009 ένορκη κατάθεση της Μ. Α., λογίστριας της υπό πώληση εταιρίας από το 1972, σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος "...δεν έπαιρνε διαχειριστική αμοιβή αλλά τον Ιούνιο του 2005 εμφανίζεται στα βιβλία να παίρνει το ποσό των 20.000 €, γεγονός το οποίο με άφησε κι εμένα έκπληκτη". Η ίδια η μάρτυρας διευκρίνισε στην κατάθεση της αυτή ότι δεν θυμάται αν κατά τα έτη 1998-1999 ο κατηγορούμενος και εκκαλών χορήγησε δάνειο από 35.000 € στην ανώτερο εταιρία όπου η ίδια, όπως λέχθηκε, για πολλά χρόνια εργαζόταν ως λογίστρια. Τέλος, η ίδια δήλωσε ότι "όλα έχουν εξοφληθεί, διότι τα βιβλία έχουν κλείσει". Τούτο σημαίνει ότι κατά ασφαλή εκ της εργασίας της γνώση της λογίστριας της ανωτέρω υπό πώληση εταιρίας δεν υφίσταντο αξιώσεις του κατηγορουμένου κατ' αυτής. Χαρακτηριστική δε και συνηγορούσα υπέρ της ορθότητας των παραπάνω σκέψεων, τις οποίες υιοθέτησε και το εκκαλούμενο βούλευμα, είναι και η από 13-11-2008 ένορκη κατάθεση του Δ. Κ., εταίρου της εν λόγω ως άνω εταιρίας από το έτος 1984. Σε αυτήν ο μάρτυρας αυτής κατέθεσε κατά λέξη για το επίμαχο ζήτημα της υποθέσεως τα εξής: "Από ότι γνωρίζω ο κ. Μ. κάποια χρόνια έπαιρνε διαχειριστική αμοιβή αλλά μετά από προφορική συμφωνία με τους λοιπούς εταίρους παραιτήθηκε από τη διαχειριστική του αμοιβή υπό τον όρο ότι θα έμπαινε στην εταιρία ο γαμπρός του ως εργαζόμενος. Η συμφωνία αυτή έγινε περίπου το έτος 1995 και από τότε και μετά ο κ. Μ. δεν δικαιούταν αμοιβή σύμφωνα με την ανωτέρω συμφωνία μας. Αποκλείεται η εταιρία να είχε πάρει δάνειο από τον κ. Μ. το έτος 1999 και μέχρι την πώληση αυτής ο κ. Μ. να μην είχε πάρει τα λεφτά του πίσω, τη στιγμή μάλιστα που ήταν και διαχειριστής αυτής και όταν μάλιστα το δάνειο ήταν και άτοκο. Κατά τη συμφωνία για την πώληση της εταιρίας ο κ. Μ. δεν ανέφερε ότι η εταιρία χρωστούσε σ' αυτόν το συνολικό ποσό των 85.000 € όπως επίσης δεν το ανέφερε αυτό ούτε κατά τις διαπραγματεύσεις. Σε όσες συγκεντρώσεις της εταιρίας ήμουν εγώ παρών, γιατί δεν ήμουνα σε όλες, δεν αναφέρθηκε ο κ. Μ. σε οφειλές της εταιρίας προς αυτόν." Τα αυτά προκύπτουν και από την από 17-12-2008 ένορκη κατάθεση της Μ.-Α. Μ. στην οποία, επιπλέον καταλήγοντας τόνισε ότι στα ισοζύγια λογιστικής Δεκεμβρίου 1998, Ιανουαρίου και Απριλίου 1999 η φερόμενη προσωρινή κατάθεση αποτελούσε για λογιστικούς λόγους και μόνο "λογιστική εγγραφή" Από τα προεκτεθέντα προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ικανές να στηρίξουν δημόσια κατηγορία σε βάρος του αναιρεσείοντος-κατηγορουμένου, ορθά δε το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Λάρισας τον παρέπεμψε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας για να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της απάτης περιουσιακού οφέλους και αντίστοιχης προξενηθείσης ζημίας που υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των 73.000 ευρώ. Ακολούθως το Συμβούλιο, με δικές του σκέψεις, κατά την έρευνα του υποβληθέντος από τον αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο αιτήματος για αυτοπρόσωπη εμφάνισή του ενώπιόν του, δέχθηκε τα εξής: " δεν είναι αναγκαία η αυτοπρόσωπη εμφάνιση αυτού ενώπιον του Συμβουλίου, προς παροχή διασαφήσεων και διευκρινήσεων επί της κατηγορίας, δεδομένου ότι με την απολογία του ενώπιον της Ανακρίτριας του Α' Τμήματος Λάρισας και με το πολυσέλιδο υπόμνημα που κατέθεσε σ'αυτήν, ανέπτυξε διεξοδικά και λεπτομερώς τις απόψεις του επ'αυτής (κατηγορία). Με τις παραδοχές αυτές το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού περιέχονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από τα συλλεγέντα αποδεικτικά μέσα και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της ανωτέρω αξιόποινης πράξης της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, για την οποία ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος κρίθηκε παραπεμπτέος στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με τους οποίους υπήγαγε αυτά στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1, 3 περ. β Π.Κ. όπως η παρ. 3 αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του Νόμου 2721/1999, την οποία ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν την παραβίασε, ούτε ευθέως ούτε εκπλαγίου με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές παραδοχές.
Συνεπώς, οι αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος περί εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της παραπάνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης και περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 484 παρ. 1 περ. β και δ' Κ.Π.Δ.), είναι απορριπτέες ως αβάσιμες. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το σκεπτικό του προσβαλλόμενου βουλεύματος, το Συμβούλιο των Εφετών, προκειμένου να στηρίξει την παραπεμπτική του κρίση, εκτός από τις καταθέσεις των μαρτύρων και την απολογία του κατηγορουμένου, έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τα έγγραφά της δικογραφίας μεταξύ των οποίων και τα κατωτέρω: α) το από 14.6.2007 έγγραφο το οποίο φέρει την υπογραφή των εγκαλούντων, β) το υπ'αριθμ. …/20-6-2006 προσύμφωνο του συμβολαιογράφου Λάρισας Δημητρίου Δελή και 3) το από 21.7.2006 ιδιωτικό συμφωνητικό εκχώρησης και μεταβίβασης στους εγκαλούντες του συνόλου των εταιρικών μεριδίων. Περαιτέρω, οι αναφερόμενες στο δεύτερο λόγο αναίρεσης αιτιάσεις αφενός μεν δεν συνιστούν εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 386 Π.Κ., αφετέρου δε αντίκεινται στα δεκτά γενόμενα από το Συμβούλιο Εφετών, πραγματικά περιστατικά. Κατ'ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει ν'απορριφθεί και να επιβληθούν στον αναιρεσείοντα τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ. 1 Κ.Π.Δ. ).
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: 1) Να απορριφθεί η υπ'αριθμ. 1/8-3-2010 αίτηση αναίρεσης του Γ. Μ. του Ι., κατοίκου …, κατά του υπ'αριθμ. 27/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και 2) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα. Αθήνα 22-6-2010
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Παναγιώτης Ψάνης"
Αφού άκουσε Τον παραπάνω Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη υπ'αριθμ.1/8-3-2010 αίτηση αναίρεσης του Γ. Μ. του Ι., κατοίκου …, κατά του υπ'αριθμ.27/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας, με το οποίο απορρίφθηκε ως κατ'ουσίαν αβάσιμη η από 6-7-2009 έφεσή του κατά του υπ'αριθμ.277/2009 παραπεμπτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω. Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών". Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάσταση της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωση του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης (ΟλΑΠ 1420/1986 ΠΧ ΛΖ/162, ΑΠ 1636/2006 ΠΧ' 2007.734 ΠΧ' 2007.429). Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικο χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ.
Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.δ'του ιδίου κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κυρία ανάκριση ή την προανάκριση, για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που το θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη και έκρινε ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς ως προς τα αποδεικτικά μέσα που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραμπεπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ'είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεση τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Εξάλλου δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει περισσότερο για τον σχηματισμό δικανικής κρίσεως. Όταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αξιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί όμως λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του συμβουλίου ή του δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος για την πληρότητα της αιτιολογίας στο παραπεμπτικό βούλευμα είναι επιτρεπτή η καθολική ή μερική αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, με την προϋπόθεση ότι αυτή έχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, με την οποία (πρόταση) συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ιδίων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών. Περαιτέρω εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει, όταν το Συμβούλιο αποδίδει σ'αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υφίσταται, όταν το Συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που αποτελεί λόγο αναίρεσης κατ' άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν δεν αναφέρονται στο βούλευμα κατά τρόπο σαφή, πλήρη και χωρίς λογικά κενά τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά ή κατά την έκθεση αυτών υπάρχει αντίφαση είτε στην ίδια την αιτιολογία είτε μεταξύ αυτής και του διατακτικού, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος για την ορθή ή μη εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση. Στην προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας που εξέδωσε το πληττόμενο υπ'αριθμ.27/2010 βούλευμα του, δέχθηκε, με καθολική αναφορά, επιτρεπτώς, στη ενσωματωμένη σ'αυτό πρόταση του Εισαγγελέα, κατά την ανελεγκτή περί τα πράγματα κρίση του, ότι από την εκτίμηση των κατ'είδος αναφερομένων σ'αυτό αποδεικτικών μέσων και συγκεκριμένα των καταθέσεων των μαρτύρων, των εγγράφων της δικογραφίας και της απολογίας του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "Με βάση του από 15-10-1967 εταιρικού ομορρύθμου εταιρίας, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Λάρισας με αύξοντα αριθμό 434/17-10-1967, είχε συσταθεί ομόρρυθμη εμπορική εταιρία που έφερε την επωνυμία "… -Γ. Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε." με έδρα την …. Σκοπός της ήταν η δημιουργία ψυκτικής μονάδας για την συντήρηση οπωροκηπευτικών προϊόντων. Διάρκεια της ορίσονται τα σαράντα έτη, κεφάλαιο 500.000 δραχμές και διαχειριστής ο εκ των εταίρων και ήδη κατηγορούμενος Γ. Μ.. Μετά από αλλεπάλληλες τροποποιήσεις του καταστατικού, στην ανωτέρω εταιρία κατά τον Ιούνιο του έτους 2006 συμμετείχαν ως ομόρρυθμοι εταίροι ο κατηγορούμενος Γ. Μ. με ποσοστό συμμετοχής 20%, η σύζυγος του κατηγορούμενου Ε. Μ. με ποσοστό συμμετοχής 10% και οι α] Σ. Γ. του Γ. με ποσοστό συμμετοχής 7,5%, β] Α. Γ. του Κ. με ποσοστό συμμετοχής 5%, γ] Δ. Κ. του Ι. με ποσοστό συμμετοχής 15%, δ] Ι. Φ. του Δ. με ποσοστό συμμετοχής 5%, ε] Δ. Φ. του Γ. με ποσοστό συμμετοχής 5%, στ] Α. χήρα Α. Μ. με ποσοστό συμμετοχής 7,5%, ζ] Α. Κ. του Α. με ποσοστό συμμετοχής 5%, η] Δ. Κ. του Α. με ποσοστό συμμετοχής 5%, θ] Θ. συζ. Α. Μ. με ποσοστό συμμετοχής 5%, ι] Μ.-Α. Μ. του Αποστόλου με ποσοστό συμμετοχής 5% και ια] Β. Μ. του Α. με ποσοστό συμμετοχής 5%. Με βάση το υπ' αριθμ. …/20-6-2006 συμβολαιογραφικό προσύμφωνο του Συμβολαιογράφου Λάρισας Δημητρίου Δελή η ανωτέρω αναφερόμενη ομόρρυθμη εταιρία που εκπροσωπείται από όλους τους ανωτέρω ομορρύθμους εταίρους ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει και να μεταβιβάσει κοινά, αδιαίρετα και κατ' ισομοιρία σε έκαστο των εγκαλούντων Δ. Χ. και Κ. Χ. το σύνολο της ακίνητης και κινητής περιουσίας της και ειδικότερα το γήπεδο, τις εγκαταστάσεις και τον κινητό εξοπλισμό της, αντί χρηματικού ποσού 1.150.000 Ευρώ. Η θέληση των ως άνω συμβαλλομένων ήταν να μεταβιβασθεί η επιχείρηση στο σύνολο της [ενεργητικό και παθητικό], το δε οριστικό πωλητήριο συμβόλαιο συμφωνήθηκε να υπογραφεί μέχρι την 20-7-2006. Κατά το χρονικό διάστημα όμως που ακολούθησε, και ύστερα από έρευνα του νομικού, οικονομικού και φορολογικού καθεστώτος της ανωτέρω εταιρίας, διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν εφικτή η εκ μέρους των εγκαλούντων σύσταση και λειτουργία νέας εταιρίας με το αυτό αντικείμενο εργασιών, δεδομένου ότι η αρμόδια Δ.Ο.Υ. Αγιάς δεν ενέκρινε την συνεισφορά των περιουσιακών στοιχείων της ανωτέρω εταιρίας στην νέα εταιρία πριν ολοκληρωθεί η πλήρης φορολογική και οικονομική εκκαθάριση της προηγούμενης. Κατόπιν αυτού οι ανωτέρω ομόρρυθμοι εταίροι και οι εγκαλούντες συμφώνησαν από κοινού να υπαναχωρήσουν από την αρχική συμφωνία για την μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "… - Γ.Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο. Ε." ,και να μεταβιβασθούν κοινά, αδιαίρετα και κατ' ισομοιρία πλέον στους εγκαλούντες οι εταιρικές μερίδες της ανωτέρω εταιρίας, έτσι ώστε αυτή να εξακολουθήσει να λειτουργεί υπό νέα σύνθεση και χωρίς καμμία διακοπή της οικονομικής της δραστηριότητας. Στο χρονικό αυτό σημείο, δηλ. την 15-7-2006, ο κατηγορούμενος αξίωσε για πρώτη φορά από τους εγκαλούντες την επιπλέον καταβολή προς αυτόν συνολικού χρηματικού ποσού 85.000 Ευρώ, προς τούτο παρέστησε προς αυτούς εν γνώσει του ψευδώς ότι το ποσό αυτό του οφειλόταν από την ομόρρυθμη εταιρία και ειδικότερα ότι αυτό αφορούσε αφενός μεν σε διαχειριστική αμοιβή ποσού 50.000 Ευρώ που του όφειλε η εταιρία μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2006, χρονικό σημείο κατά το οποίο έπαυσε να είναι διαχειριστής της, και αφετέρου σε άτοκο προσωπικό δάνειο που αυτός είχε χορηγήσει στην εταιρία. Παράλληλα δήλωσε ρητώς προς τους εγκαλούντες ότι σε περίπτωση που αρνούνταν την καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού, αυτός δεν θα συναινούσε στην εκχώρηση του μεριδίου του και του μεριδίου της συζύγου [20% και 10% αντίστοιχα] και ότι θα επεδίωκε την εκτέλεση του ανωτέρω προσυμφώνου και την επέλευση όλων των απειλούμενων σε βάρος τους συνεπειών. Όταν οι εγκαλούντες του ζήτησαν τα σχετικά παραστατικά για τα ανωτέρω δύο κονδύλια, αυτός αφενός μεν τους κατέστησε σαφές ότι δεν επρόκειτο να τους προσκομίσει κανένα απολύτως παραστατικό και αφετέρου τους δήλωσε ότι δεν θα έπρεπε να ενημερωθεί κανένας άλλος εταίρος για το περιεχόμενο της ανωτέρω απαίτησης του και απείλησε σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μεταβίβαζε ούτε το δικό του εταιρικό μερίδιο ούτε αυτό της συζύγου του. Οι εγκαλούντες πείσθηκαν περί της ανωτέρω οφειλής της εταιρίας προσωπικά προς τον εκκαλούντα και δέχθηκαν να του καταβάλουν το ανωτέρω χρηματικό ποσό, δεδομένου ότι η εκτέλεση του προσυμφώνου δεν τους εξασφάλιζε και υπήρχε επιτακτική ανάγκη να αρχίσει η λειτουργία της επιχείρησης επ' ονόματι τους μέχρι τέλος Ιουλίου 2006, διότι κατά το χρόνο αυτό αποθηκεύονται στα ψυγεία προς συντήρηση τα φρούτα [αχλάδια και μήλα κυρίως] των παραγωγών, οι οποίοι σε περίπτωση καθυστέρησης τους θα απευθύνονταν σε άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις. Λόγω αδυναμίας των εγκαλούντων για την καταβολή του ανωτέρω χρηματικού ποσού σε μετρητά, ο πρώτος εξ'αυτών Δ. Χ. εξέδωσε στην Αγια την με αριθμό … δίγραμμη επιταγή της Εμπορικής Τράπεζας, ποσού 85.000 Ευρώ, με μεταχρονολογημένη ημερομηνία έκδοσης την 30-5-2008, την οποία και παρέδωσε στον εκκαλούντα κατηγορούμενο πριν από την υπογραφή του από 21-7-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, δυνάμει του οποίου τροποποιήθηκε το καταστατικό της ανωτέρω εταιρίας και αποχώρησαν από την εταιρία οι ανωτέρω ομόρρυθμοι εταίροι μεταβιβάζοντας τα ποσοστά συμμετοχής τους σε αυτήν στους εγκαλούντες, αντί συνολικού χρηματικού ποσού 700.000 Ευρώ. Με το ίδιο ιδιωτικό συμφωνητικό, που δημοσιεύθηκε νόμιμα στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Λάρισας με αύξοντα αριθμό 583/4-8-2006, η εταιρία μετονομάσθηκε "…. Δ. ΚΑΙ Κ. Χ. Ο.Ε.". Παράλληλα διευρύνθηκε ο σκοπός της και συμπεριλήφθηκε πλέον σε αυτήν και η εμπορία φρούτων. Έτσι μοναδικοί αυτής ομόρρυθμοι εταίροι με ποσοστό συμμετοχής 50% έκαστος κατέστησαν οι εγκαλούντες με διαχειριστή τον πρώτο εξ1 αυτών Δ. Χ.. Σχετικά με την παράδοση της ανωτέρω τραπεζικής επιταγής, μεταξύ του κατηγορούμενου και των εγκαλούντων συντάχθηκε και υπογράφηκε το από 24-7-2006 Ιδιωτικό Συμφωνητικό, στο οποίο ρητά διατυπώθηκε ότι ο κατηγορούμενος δήλωσε και οι εγκαλούντες αποδέχθηκαν ότι από το συνολικό ποσό των 85.000 Ευρώ, ποσό 50.000 Ευρώ αντιστοιχεί στην αμοιβή του κατηγορούμενου ως διαχειριστή της ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία "…- Γ.Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε." μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2006 και ποσό 35.000 Ευρώ αντιστοιχεί σε άτοκο δάνειο που κατέθεσε ο κατηγορούμενος στο ταμείο της ίδιας εταιρίας. Σύμφωνα και με όσα ήδη προεκτέθηκαν μετά την μεταβίβαση των εταιρικών συμμετοχών στους πολιτικώς ενάγοντες, οι τελευταίοι απέκτησαν για πρώτη φορά ευχέρεια πρόσβασης- στα βιβλία της εταιρίας και κατά τον έλεγχο τους διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε οφειλή αμοιβής λόγω άσκησης διαχείρισης προς τον διαχειριστή-κατηγορούμενο καθώς επίσης και ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε οφειλόμενο δάνειο προς αυτόν. Κατόπιν αυτού οι εγκαλούντες ήλθαν σε προσωπική επαφή με όλους τους προηγούμενους εταίρους και ιδίως με την Μ. - Α. Μ., διαχειρίστρια της τελευταίας περιόδου της λειτουργίας της εταιρίας υπό την προηγούμενη μορφή της. Όλοι αυτοί τους επιβεβαίωσαν τα προεκτεθέντα. Είναι γεγονός ότι ο κατηγορούμενος ήταν μοναδικός διαχειριστής της εταιρίας από την σύσταση της έως τον Φεβρουάριο του έτους 2006, οπότε και αποχώρησε και ανέλαβε χρέη διαχειριστή η ως άνω Μ.-Α. Μ.. Προέκυψε μάλιστα ότι μέχρι το έτος 1995 περίπου ο εκκαλών ελάμβανε, κατόπιν συμφωνίας με τους υπολοίπους ομορρύθμους εταίρους, διαχειριστική αμοιβή για την απασχόληση του στην εταιρία. Περαιτέρω κατά το έτος 1996 και προκειμένου να επιτύχει την συναίνεση των λοιπών ομορρύθμων εταίρων για την πρόσληψη του γαμπρού του ως υπαλλήλου της εταιρίας συμφώνησε προφορικά με όλους αυτούς να παύσει πλέον να λαμβάνει τη διαχειριστική αμοιβή. Σημειώνεται ότι από τα βιβλία της εταιρίας, τα οποία ο κατηγορούμενος μόνος του συνέτασσε, προκύπτει η εγγραφή στις 30-6-2005 ενός ποσού 20.000 Ευρώ για διαχειριστική αμοιβή στον ίδιο. Η Μ. Α., λογίστρια της εταιρίας από το έτος 1972 μέχρι και το χρόνο που διεξήχθη η κυρία ανάκριση, στην από 9-1-2009 ένορκη κατάθεση της αναφέρει ότι ο κατηγορούμενος δεν ελάμβανε διαχειριστική αμοιβή και ότι την αφήνει κατάπληκτη το γεγονός ότι τον Ιούνιο του 2005 εμφανίζεται στα βιβλία να λαμβάνει το ποσό των 20.000 ευρώ για διαχειριστική αμοιβή. Αυτό δηλ. δεν ήταν συμβατό με όσα γνώριζε η ίδια ως εκ της ιδιότητας της όσον αφορά το θέμα της οφειλής ποσού 35.000 Ευρώ από ατομικό δάνειο. Ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον Δεκέμβριο του έτους 1998 έως τον Απρίλιο του έτους 1999 η εταιρία έλαβε δύο δάνεια 30.000.000 δραχμών και 9.000.000 δραχμών αντίστοιχα, τα οποία καλύφθηκαν από τους ομορρύθμους εταίρους κατά το ποσοστό συμμετοχής του καθενός στην εταιρία και ότι το ποσό των 35.000 Ευρώ, που ανέφερε στους εγκαλούντες ως οφειλή από προσωπικό δάνειο, αντιστοιχεί στο ποσό των 11.700.000 δραχμών, το οποίο δάνεισε αυτός και η σύζυγος του. Προς απόδειξη δε του ισχυρισμού του προσκομίζει το σύνολο των αποδείξεων με βάση τις οποίες φέρονται να ελήφθησαν από την εταιρία τα ποσά των ανωτέρω δανείων από τους εταίρους, μεταξύ δε αυτών και τέσσερις αποδείξεις, συνολικού ποσού 11.700.000 δραχμών, που αφορούν στον ίδιο και στην σύζυγο του, καθώς επιπροσθέτως και τα αντίγραφα των ισοζυγίων λογιστικής μηνών Δεκεμβρίου 1998, Ιανουαρίου 1999 και Απριλίου 1999. Σε αυτά φαίνονται καταχωρημένα τα ανωτέρω δάνεια ποσών 30.000.000 δραχμών και 9.000.000 δραχμών. Με βάση όμως την αξιολόγηση του συνδυασμού των αποδεικτικών στοιχείων προκύπτει ότι τα ανωτέρω δάνεια δεν εδόθησαν ποτέ στην πραγματικότητα από τους εταίρους και ότι οι εγγραφές αυτές είναι εικονικές και έγιναν αποκλειστικά για λογιστικούς λόγους. Πρέπει επίσης να λεχθεί ότι ο εκκαλών κατηγορούμενος ουδέποτε προγενέστερα είχε ισχυρισθεί προς τους λοιπούς εταίρους την ύπαρξη των ανωτέρω οφειλών προς αυτόν, πράγμα το οποίο δεν έπραξε ούτε τον Φεβρουάριο του 2006 προς την Μ.-Α. Μ., όταν εκείνη είχε αναλάβει χρέη διαχειριστή στην θέση του. Το πρώτο που ισχυρίσθηκε την ύπαρξη των ανωτέρω οφειλών προς αυτόν, ήταν στις 15-7-2006 προς τους εγκαλούντες και επειδή γνώριζε ότι οι υπόλοιποι εταίροι θα τον διέψευδαν ζήτησε επιμόνως από αυτούς να μην τους ενημερώσουν, απειλώντας ότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα συναινούσε στην μεταβίβαση της εταιρικής συμμετοχής αυτού και της συζύγου του. Το τελευταίο φανερώνει την δολιότητα της συμπεριφοράς του εκκαλούντος. Τέλος και κατά τον φορολογοοικονομικό έλεγχο των βιβλίων της εταιρίας από την Α' Δ.Ο.Υ. Λάρισας, που διενεργήθηκε στις αρχές του έτους 2007, διαπιστώθηκε με βεβαιότητα ότι δεν υπήρχε καμία οφειλή προς τον κατηγορούμενο για τις προαναφερθείσες αιτίες. Ο εκκαλών στις 2-7-2007 εμφάνισε προς πληρωμή την ανωτέρω επιταγή ποσού 85.000 Ευρώ, η οποία και δεν πληρώθηκε ελλείψει επαρκούς υπολοίπου. Στη συνέχεια και μετά από σχετική αίτηση του εκδόθηκε επί της ανωτέρω επιταγής η με αριθμό 797/2007 Διαταγή Πληρωμής, με την οποία ο πρώτος Δ. Χ. διατάχθηκε να πληρώσει στον κατηγορούμενο το ανωτέρω χρηματικό ποσό. Ο Δ. Χ. άσκησε ανακοπή κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και εκδόθηκε η με αριθμό 18/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η οποία δέχθηκε την ανακοπή με το σκεπτικό ότι η ανωτέρω επιταγή εκδόθηκε για ανύπαρκτη αιτία. Σύμφωνα με το αναλυτικό σκεπτικό της απόφασης αυτής που εμπεριέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, όπου ανακόπτων ήταν ο εκ των εγκαλούντων Δ. Χ. και καθ'ου η ανακοπή ο κατηγορούμενος η εν λόγω ανακοπή έγινε δεκτή και ακυρώθηκε η ανωτέρω υπ' αριθμ. 797/2007 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας διότι: "Ειδικότερα από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι η εν λόγω εταιρία όφειλε στον καθ1 ου η ανακοπή το ποσό των (50.000) € ως διαχειριστική αμοιβή, καθόσον δεν προσκομίζεται κανένα έγγραφο (βιβλία της εταιρίας) από το οποίο να προκύπτει η οφειλή αυτή προς τον καθ' ου η ανακοπή, παρά το γεγονός ότι ο καθ1 ου η ανακοπή ήταν ο διαχειριστής της εν λόγω ομόρρυθμης εταιρίας " ...-Γ. Μ. & ΣΙΑ Ο.Ε." μέχρι το Φεβρουάριο του έτους 2006. Ομοίως και το ποσό των (35.000) € που ισχυρίζεται ο καθ' ου η ανακοπή ότι είχε δανείσει στην εν λόγω ομόρρυθμη εταιρία, από κανένα αξιόπιστο στοιχείο δεν προκύπτει ότι οφείλεται, καθόσον δεν προσκομίζεται κάποιο έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι είχε γίνει στα βιβλία της εν λόγω εταιρίας κάποια εγγραφή για ληφθέν δάνειο ποσού (35.000) € από τον καθ'ου η ανακοπή." Τα παραπάνω ενισχύονται, εκτός των άλλων και από την από 9-1-2009 ένορκη κατάθεση της Μ. Α., λογίστριας της υπό πώληση εταιρίας από το 1972, σύμφωνα με την οποία ο κατηγορούμενος "...δεν έπαιρνε διαχειριστική αμοιβή αλλά τον Ιούνιο του 2005 εμφανίζεται στα βιβλία να παίρνει το ποσό των 20.000 €, γεγονός το οποίο με άφησε κι εμένα έκπληκτη". Η ίδια η μάρτυρας διευκρίνισε στην κατάθεση της αυτή ότι δεν θυμάται αν κατά τα έτη 1998-1999 ο κατηγορούμενος και εκκαλών χορήγησε δάνειο από 35.000 € στην ανώτερο εταιρία όπου η ίδια, όπως λέχθηκε, για πολλά χρόνια εργαζόταν ως λογίστρια. Τέλος, η ίδια δήλωσε ότι "όλα έχουν εξοφληθεί, διότι τα βιβλία έχουν κλείσει". Τούτο σημαίνει ότι κατά ασφαλή εκ της εργασίας της γνώση της λογίστριας της ανωτέρω υπό πώληση εταιρίας δεν υφίσταντο αξιώσεις του κατηγορουμένου κατ' αυτής. Χαρακτηριστική δε και συνηγορούσα υπέρ της ορθότητας των παραπάνω σκέψεων, τις οποίες υιοθέτησε και το εκκαλούμενο βούλευμα, είναι και η από 13-11-2008 ένορκη κατάθεση του Δ. Κ., εταίρου της εν λόγω ως άνω εταιρίας από το έτος 1984. Σε αυτήν ο μάρτυρας αυτής κατέθεσε κατά λέξη για το επίμαχο ζήτημα της υποθέσεως τα εξής: "Από ότι γνωρίζω ο κ. Μ. κάποια χρόνια έπαιρνε διαχειριστική αμοιβή αλλά μετά από προφορική συμφωνία με τους λοιπούς εταίρους παραιτήθηκε από τη διαχειριστική του αμοιβή υπό τον όρο ότι θα έμπαινε στην εταιρία ο γαμπρός του ως εργαζόμενος. Η συμφωνία αυτή έγινε περίπου το έτος 1995 και από τότε και μετά ο κ. Μ. δεν δικαιούταν αμοιβή σύμφωνα με την ανωτέρω συμφωνία μας. Αποκλείεται η εταιρία να είχε πάρει δάνειο από τον κ. Μ. το έτος 1999 και μέχρι την πώληση αυτής ο κ. Μ. να μην είχε πάρει τα λεφτά του πίσω, τη στιγμή μάλιστα που ήταν και διαχειριστής αυτής και όταν μάλιστα το δάνειο ήταν και άτοκο. Κατά τη συμφωνία για την πώληση της εταιρίας ο κ. Μ. δεν ανέφερε ότι η εταιρία χρωστούσε σ' αυτόν το συνολικό ποσό των 85.000 € όπως επίσης δεν το ανέφερε αυτό ούτε κατά τις διαπραγματεύσεις. Σε όσες συγκεντρώσεις της εταιρίας ήμουν εγώ παρών, γιατί δεν ήμουνα σε όλες, δεν αναφέρθηκε ο κ. Μ. σε οφειλές της εταιρίας προς αυτόν." Τα αυτά προκύπτουν και από την από 17-12-2008 ένορκη κατάθεση της Μ.-Α. Μ. στην οποία, επιπλέον καταλήγοντας τόνισε ότι στα ισοζύγια λογιστικής Δεκεμβρίου 1998, Ιανουαρίου και Απριλίου 1999 η φερόμενη προσωρινή κατάθεση αποτελούσε για λογιστικούς λόγους και μόνο "λογιστική εγγραφή ".
Με βάση τις ως άνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας, κρίνοντας ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις προς στήριξη της κατά του κατηγορουμένου επ' ακροατηρίου κατηγορίας για απάτη σε βαθμό κακουργήματος, απέρριψε την υπ'αριθμ.20/6-7-2009 έφεση του ως κατ'ουσίαν αβάσιμη και επικύρωσε το υπ'αριθμ.277/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Λάρισας με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Λάρισας, για να δικασθεί ως υπαίτιος καουργηματικής απάτης (με παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού 85000 ευρώ) σε βάρος των εγκαλούντων Δ. Χ. και Κ. Χ.. Με αυτά που δέχθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα, με καθολική αναφορά στην επαρκή και αναλυτική εισαγγελική πρόταση, διέλαβε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και το νόμο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού με πληρότητα, σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά εκτίθενται σ'αυτό τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία σχετικά με την αξιόποινη πράξη που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του στο ακροατήριο και υπήγαγε τα προκύψαντα πραγματικά περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 386 παρ.1 και 3β του ΠΚ, τις οποίες ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ούτε εκ πλαγίου. Ειδικότερα αναφέρεται ότι συνήγαγε τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση της κακουργηματικής απάτης από τις μαρτυρικές καταθέσεις και από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία, στα οποία περιλαμβάνονται η υπ'αριθμ.797/2007 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, η υπ'αριθμ.18/2009 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας επί της ανακοπής που άσκησε ο εκ των εγκαλούντων Δ. Χ. κατά της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής, το από 14-6-2007 έγγραφο το οποίο φέρει την υπογραφή των εγκαλούντων, το υπ' αριθμ. …/20-6-2006 προσύμφωνο του συμβολαιογράφου Λάρισας Δημητρίου Δελή και το από 21-7-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό εκχώρησης και μεταβίβασης στους εγκαλούντες του συνόλου των εταιρικών μεριδίων της ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας με την επωνυμία "… -Γ.Μ. ΚΑΙ ΣΙΑ ΟΕ". Επομένως οι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ.β'και δ'ΚΠοινΔ λόγοι αναίρεσης της κρινόμενης αίτησης με τους οποίους προσάπτεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα οι πλημμέλειες της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής της ως άνω ουσιαστικής ποινικής διάταξης, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ο ίδιος ως άνω πρώτος λόγος (έλλειψη αιτιολογίας) κατά το μέρος με το οποίο επιχειρείται αντίθετη αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και γενικά αποδίδεται σφάλμα στην εκτίμηση των αποδείξεων από το Συμβούλιο Εφετών Λάρισας είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον με τον τρόπο αυτόν προσβάλλεται η αναιρετικώς ανελεγκτή εκτίμηση και αξιολόγησή τους από το δικαστικό συμβούλιο. Μετά από αυτά και επειδή δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναίρεσης για έρευνα, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα (άρθρο 583 παρ.1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 8 Μαρτίου 2010 αίτηση του Γ. Μ. του Ι., κατοίκου …, για αναίρεση του υπ'αριθμ.27/2010 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Λάρισας. Και
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 18 Νοεμβρίου 2010. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 19 Νοεμβρίου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή