Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία.
Περίληψη:
Βούλευμα. Απάτη από κοινού σε βαθμό κακουργήματος (άρθρο 13 παρ. στ΄, 45 και 386 παρ. 1, 3α του ΠΚ. Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακά βλάπτεται. Για τη διευκόλυνση καταβολής του τιμήματος πωλήσεως αυτοκινήτου, με δόσεις, συμφωνήθηκε μεταξύ αναιρεσειόντων-πωλητών και του αγοραστή να ζητηθεί από την Τράπεζα να εκδώσει πιστωτική κάρτα. Για την έκδοση αυτής της κάρτας χρειαζόταν να υπάρχει ένας εγγυητής. Ο αγοραστής έθεσε την υπογραφή της εγγυήτριας στη σχετική σύμβαση και οι αναιρεσείοντες βεβαίωσαν την τράπεζα ότι η εγγυήτρια εμφανίστηκε και υπέγραψε ενώπιόν τους τη σύμβαση εγγυήσεως εν γνώσει της αναληθείας, με αποτέλεσμα να ζημιωθεί η εγγυήτρια, που φέρεται ως οφειλέτρια του μέρους του τιμήματος που δεν κατέβαλε ο αγοραστής. Απορρίπτονται ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β΄ και δ΄ του ΚΠΔ. Απορρίπτει.
Αριθμός 796/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποιν. Τμήμα-ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές: Μιχαήλ Δέτση, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Γρηγόριο Μάμαλη και Ελευθέριος Μάλλιο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Βλάσση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Δεκεμβρίου 2007, προκειμένου να αποφανθεί για τις αιτήσεις των αναιρεσειόντων-κατηγορουμένων 1)Χ1 και 2)Χ2, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 128/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Με συγκατηγορούμενο τον Χ3 και πολιτικώς ενάγουσα την Ψ1.Το Συμβούλιο Εφετών Θράκης, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό και οι αναιρεσείοντες-κατηγορούμενοι, ζητούν τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στις από 29 Ιουνίου 2007 δύο χωριστές αιτήσεις τους, οι οποίες καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1247/2007. Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Βλάσσης, εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού, με αριθμό 390/16-10-2007, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω κατ' αρθρ 485 &1 ΚΠΔ τις με αριθμ. 40 και 41 /29-6-2007 αιτήσεις των Χ1, και Χ2 για αναίρεση του με αριθμ.128/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης, με το οποίο παραπέμπονται να δικαστούν ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θράκης μετά από γενομένη δεκτή έφεση της πολιτικώς ενάγουσας κατά του με αριθμ.6/2007 Πρωτοδίκου απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κών Ξάνθης για απάτη από κοινού και με τον μη ασκήσαντα αναίρεση Χ3 κατ' επάγγελμα με συνολική περιουσιακή ζημία άνω των 15.000 ευρώ και εκθέτω τα ακόλουθα:Οι υπό κρίση αιτήσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα η πρώτη από τον ίδιο τον κατηγορούμενο και η δεύτερη διά πληρεξουσίου η οποία είχε προς τούτο ειδική εντολή η οποία προσαρτάται στην έκθεση αναίρεσης στρέφονται κατά βουλεύματος που τους παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχουν συγκεκριμένους λόγους, της, έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης (αρθρ. 484 & 1 β και δ, ΚΠΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτές και επειδή ασκούνται από συγκατηγορουμένους για την αυτή πράξη πρέπει να συνεκδικαστούν και ερευνηθούν οι προβαλλόμενοι λόγοι. Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται όπως αναφέρονται στις αιτήσεις αναίρεσης ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ειδικά ότι δεν υπάρχουν πραγματικά περιστατικά προς υποστήριξη της υποκειμενικής υπόστασης της πράξης της απάτης και ότι δεν εκτιμήθηκαν τα πραγματικά περιστατικά στο σύνολο τους αλλά επιλεκτικά ότι στο προσβαλλόμενο βούλευμα δεν εκτίθενται σαφή και συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να θεμελιώνονται οι ενδείξεις ενοχής του ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται στην ενσωματωμένη εισαγγελική πρόταση χωρίς δικές του σκέψεις ότι εσφαλμένα ερμηνεύτηκαν και εφαρμόστηκαν οι διατάξεις περί απάτης όπως και οι διατάξεις περί της κατ' επάγγελμα τέλεσης της για την οποία δεν εκτίθενται καθόλου περιστατικά. 3.- Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ "όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δυο ετών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β)εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποία, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις χωρίς να απαιτείται και ταυτότητα παραπλανηθέντος και ζημιωθέντος προσώπου. Ως γεγονότα δε νοούνται τα αναφερόμενα σε πραγματικά περιστατικά, παρελθόντα ή τουλάχιστον υπάρχοντα κατά το χρόνο της παράστασης από το δράστη αυτών ως αληθινών, όχι δε και τα δυνάμενα να συμβούν στο μέλλον, εκτός αν οι στο μέλλον αναφερόμενες διαβεβαιώσεις παρίστανται ως απλή συνέπεια μιας συγχρόνως παριστάμενης παρούσας ή παρελθούσας πραγματικής κατάστασης. Εξάλλου κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 2408/96, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Όμως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/99, που άρχισε να ισχύει από 3 Ιουνίου 1999 ως εξής: "Επιβάλλεται κάθειρξη μέχρι δέκα ετών α) αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή β) το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών." Από τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διάταξης προκύπτει ότι για να είναι πλέον η απάτη κακούργημα πρέπει ο υπαίτιος ή να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια και το συνολικό όφελός του ή η ζημία του παθόντος να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών, ή 15.000 ευρώ ή, χωρίς τη συνδρομή των επιβαρυντικών περιπτώσεων κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, το όφελος που επιδιώκει ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε να υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. (ΑΠ, 1913 /2000, ΑΠ 1820/ 2003, 1944/2003 ΑΠ 190/2005). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχθηκε ανέλεγκτα ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία λεπτομερώς αναφέρει, προέκυψαν τα εξής: Την ...... καταρτίστηκε στην .... και επί της οδού ...... που βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της Ο.Ε '' ....... ΟΕ'' της οποίας ομόρρυθμοι εταίροι είναι οι αναιρεσείοντες, μεταξύ του μη ασκήσαντος αναίρεση Χ3 και της παραπάνω εταιρείας σύμβαση πώλησης ενός αυτοκινήτου μάρκας ''......'' τύπου ''....'' με παρακράτηση κυριότητας της πωλήτριας εταιρείας με την συμφωνία καταβολής του τιμήματος σε 60 δόσεις . Στην ίδια σύμβαση και πάρα πόδας αυτής καταρτίστηκε παράλληλη συμφωνία ότι το τίμημα του αυτοκινήτου συμφωνήθηκε να γίνει με δόσεις για τις οποίες συμφωνήθηκε μεταξύ των αναιρεσειόντων και του Χ3 να ζητηθεί από την Εγνατία Τράπεζα να εκδώσει πιστωτική κάρτα για διευκόλυνση καταβολής του τιμήματος του αυτοκινήτου το οποίο ο παραπάνω αγοραστής το πιστωνόταν και για την έκδοση αυτής της κάρτας για την οποία χρειαζόταν να υπάρχει ένας εγγυητής για τον αιτούντα την έκδοση στην σύμβαση αυτή ο μη ασκήσας αναίρεση έθεσε την υπογραφή της τότε μνηστής του Ψ1 και παράλληλα οι αναιρεσείοντες βεβαίωσαν ότι ο αγοραστής και η εγγυήτρια υπέγραψαν την σύμβαση αυτή αυτοπροσώπως ενώπιον της πωλήτριας εταιρείας. Δηλ. οι αναιρεσείοντες βεβαίωσαν μετά λόγου γνώσεως με τον τρόπο αυτό ότι η εγγυήτρια υπέγραψε ενώπιον τους την σύμβαση αυτή. Με την σύμβαση αυτή στην οποία η Ψ1 εμφανίζεται κατά τον παραπάνω τρόπο εγγυήτρια για την έκδοση της πιστωτικής κάρτας και την δανειοδότηση του Χ3 η παραπάνω τράπεζα χορήγησε μετά από αίτηση του στον Χ3 πιστωτική κάρτα '' ΤΟPCAR VISA '' και τον δανειοδότησε γεγονός το οποίο δεν θα λάβαινε χώρα χωρίς την παράσταση των ψευδών αυτών γεγονότων γιατί η δανείστρια Τράπεζα ήθελε και κάποιον εγγυητή για την επίδοση της πιστωτικής κάρτας. Μετά την έκδοση και με βάση τη σύμβαση πώλησης του αναφερθέντος αυτοκινήτου έγινε από μέρους της τράπεζας εκταμίευση του ποσού των 8.000.000 προς την πωλήτρια εταιρεία των αναιρεσειόντων . Μετά ταύτα όμως και λόγω μη αποπληρωμής των δόσεων στην δανείστρια Τράπεζα, η Τράπεζα στράφηκε κατά της μηνύτριας σαν εγγυήτριας της πιστωτικής κάρτας μέσω της οποίας έγινε ο δανεισμός και η χρηματοδότηση του Χ3 οπότε αποκαλύφθηκε ότι η υπογραφή της ως εγγυήτριας τέθηκε από τον Χ3, τούτο άλλωστε το συνομολογεί και ο ίδιος, και ότι αυτή όπως αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα ποτέ δεν εμφανίστηκε ενώπιον των αναιρεσειόντων και ποτέ δεν υπέγραψε ενώπιον τους ως εγγυήτρια την σχετική σύμβαση όπως βεβαιώνουν, στην σύμβαση η οποία προσκομίστηκε και εμφανίστηκε στην δανείστρια τράπεζα για την έκδοση της παραπάνω πιστωτικής κάρτας στον μη ασκήσαντα αναίρεση. Τουτέστιν για την χορήγηση της πιστωτικής κάρτας στον μη ασκήσαντα αναίρεση παραστάθηκε στην δανείστρια τράπεζα από τους κατηγορουμένους ότι η εγγυήτρια εμφανίστηκε και υπέγραψε ενώπιον τους όπως βεβαιώνουν και συγκατατέθηκε για την κατάσταση της ως εγγυήτριας γεγονότα τα οποία εμφανίστηκαν από τους συμβαλλόμενους, αγοραστή και πωλητές στην δανείστρια τράπεζα ως αληθινά προκειμένου αυτή να προβεί στην έκδοση της πιστωτικής κάρτας στον Χ3 και στην συνέχεια να δανειοδοτήσει τον παραπάνω για την αγορά του αυτοκινήτου και οι αναιρεσείοντες να εισπράξουν το ποσό των 8.000.000 δραχμ. από την τράπεζα σαν τίμημα του παραπάνω αυτοκινήτου ενώ τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή. Περαιτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται σχετικά με την τέλεση της πράξης της απάτης κατ' επάγγελμα και κάνει σκέψεις σχετικά με το ότι για την συγκρότηση της απάτης με την επιβαρυντική περίπτωση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της απάτης αρκεί και η άπαξ τέλεση της πράξης αυτής και ότι και η άπαξ τέλεση της πράξης αυτής μπορεί να στηρίζει κατηγορία για κατ' επάγγελμα τέλεση εφ' όσον οι δράστες είχαν προς τούτο κατάλληλη υποδομή η οποία στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε, άλλα και πέρα τούτου ο τρόπος τέλεσης της ο οποίος ξεφεύγει του τρόπου της απλοϊκής μορφής της απάτης την οποία ο ποινικός κώδικας αντιμετωπίζει ως πλημμέλημα στηρίζει την άποψη του προσβαλλόμενου βουλεύματος περί του ότι οι αναιρεσείοντες είχαν διαμορφώσει υποδομή για επανειλημμένη τέλεση της πράξης αυτής. Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 386&1-3β με τις οποίες κατηγορήθηκαν και ότι καμία αντίφαση δεν παρατηρείται όπως επίσης δεν υπάρχει κανένα κενό ή έλλειψη στην αιτιολογία του προσβαλλόμενου βουλεύματος και έτσι πρέπει ν' απορριφθούν οι κατά του προσβαλλόμενου βουλεύματος αιτιάσεις απορριπτομένης επίσης και της αιτίασης περί του ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται αιτιολογίας γιατί αναφέρεται στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση χωρίς να περιέχει δικές του σκέψεις γιατί γίνεται δεκτό ότι υπάρχει πλήρης και σαφή αιτιολογία και όταν το Συμβούλιο αναφέρεται εξ' ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα πρόταση του Εισαγγελέα, αφού η τελευταία αποτελεί τμήμα του ίδιου βουλεύματος και το Συμβούλιο αποδέχεται όλα τα διαλαμβανόμενα σ' αυτήν με την προϋπόθεση ότι στην πρόταση εκτίθενται με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και την προανάκριση και από τα οποία συνάγονται και οι σκέψεις που στηρίζουν την παραπεμπτική πρόταση με την οποία συντάσσεται και η κρίση του Συμβουλίου ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το Συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, αποδείξεων και συλλογισμών (ΑΠ 1151/2006, Α Π 2253/2002. Κατ ακολουθία των παραπάνω και αφού οι λόγοι οι οποίοι προβάλλονται περιορίζονται μόνο στο κεφάλαιο αυτό η υπό του κατηγορουμένου ασκηθείσα αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί.
Για τους λόγους αυτούς Προτείνω: Να απορριφθoύν οι με αριθμ 40 και 41/29-6-2007 αιτήσεις των Χ1 και Χ2 για αναίρεση του με αριθμ. 128/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος των αναιρεσειόντων .
Αθήνα την 10-10-2007
Ο Αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 386 παρ. 1 και 3 του ΠΚ, όπως η παρ. 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 11 του Ν. 2408/1996, προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, απαιτείται η προς το σκοπό παράνομου περιουσιακού οφέλους εν γνώσει παράσταση από το δράστη ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, εξ αιτίας των οποίων παραπλανάται άλλος και πείθεται να προβεί σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή, από την οποία, ως άμεσο αποτέλεσμα, επέρχεται βλάβη (ζημία) στην περιουσία του παραπλανώμενου ή τρίτου, ασχέτως αν επιτεύχθηκε ο σκοπός του παράνομου περιουσιακού οφέλους και περαιτέρω, ο υπαίτιος να διαπράττει απάτες κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια, μετά δε την αντικατάσταση της παρ. 3 από το άρθρο 14 παρ. 4 του Ν. 2721/1999, απαιτείται επιπροσθέτως, το συνολικό όφελος που επιδίωξε ο δράστης ή η συνολική ζημία που προξενήθηκε στον παθόντα, να υπερβαίνουν το ποσό των 5.000.000 δραχμών (15.000 Ε.). Το πρόσωπο που παραπλανήθηκε, δεν απαιτείται να είναι το ίδιο με εκείνο που περιουσιακά βλάπτεται, αρκεί να μπορεί από το νόμο ή από τα πράγματα να επιχειρήσει την επιζήμια για το βλαπτόμενο πράξη, παράλειψη ή ανοχή, το δε περιουσιακό όφελος που επιδίωξε ο δράστης, πρέπει να προέρχεται από την περιουσία του βλαπτόμενου, στη διάθεση της οποίας προέβη ο παραπλανηθείς, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί την ανάστροφη όψη της περιουσιακής βλάβης. Πρέπει δηλαδή, ανάμεσα στη βλάβη της ξένης περιουσίας και στο όφελος που επιδιώκει ο δράστης, να υπάρχει υλική αντιστοιχία ή υλική ταυτότητα, από την οποία (υλική αντιστοιχία) προκύπτει φανερό ο χαρακτήρας του εγκλήματος της απάτης, ως εγκλήματος περιουσιακής μεταθέσεως (μετατοπίσεως). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 45 ΠΚ "αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης". Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς, σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς, κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο καθένας συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με το δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και να θέλει ή να αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη κατά την εκτέλεση της κύριας πράξης μπορεί να συνίσταται στο ότι ο καθένας πραγματώνει με την επί μέρους πράξη του την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος πραγματώνεται με τις συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Τέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 εδ. στ του ΠΚ, κατ' επάγγελμα τέλεση της απάτης συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος, κατά συνήθεια δε τέλεση του εγκλήματος συντρέχει όταν από την επανειλημμένη τέλεση της πράξης προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριμένου εγκλήματος ως στοιχείου της προσωπικότητας αυτού. Εξάλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει, την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες κρίθηκε ότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 484 παρ.1 στοιχ. β' του ΚΠΔ, εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο αποδίδει στο νόμο έννοια διαφορετική από εκείνη που έχει πραγματικά, ενώ εσφαλμένη είναι η εφαρμογή της όταν το συμβούλιο δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν στη διάταξη που εφαρμόστηκε, αλλά και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι έχουν εμφιλοχωρήσει στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο διατακτικό ή στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον 'Αρειο Πάγο της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε το βούλευμα δεν έχει νόμιμη βάση. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Θράκης, με επιτρεπτή εξολοκλήρου αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση και μνεία κατ' είδος, όλων των αποδεικτικών μέσων τα οποία έλαβε υπόψη του, δέχθηκε ότι προέκυψαν, κατά την αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του, τα ακόλουθα, αναφορικά με την πράξη της απάτης σε βαθμό κακουργήματος που αποδίδεται στους αναιρεσείοντες?? Στις ..... καταρτίστηκε στη ..... και επί της οδού ......, που βρίσκονται οι εγκαταστάσεις της Ο.Ε " ........ ΟΕ", της οποίας ομόρρυθμοι εταίροι είναι οι αναιρεσείοντες, μεταξύ του μη ασκήσαντος αναίρεση Χ3 και της παραπάνω εταιρείας σύμβαση πώλησης ενός αυτοκινήτου μάρκας ".....", τύπου ".....", με παρακράτηση κυριότητας της πωλήτριας εταιρείας, με τη συμφωνία καταβολής του τιμήματος σε 60 δόσεις . Στην ίδια σύμβαση και πάρα πόδας αυτής καταρτίστηκε παράλληλη συμφωνία ότι το τίμημα του αυτοκινήτου συμφωνήθηκε να γίνει με δόσεις για τις οποίες συμφωνήθηκε μεταξύ των αναιρεσειόντων και του Χ3, να ζητηθεί από την Εγνατία Τράπεζα να εκδώσει πιστωτική κάρτα, για διευκόλυνση καταβολής του τιμήματος του αυτοκινήτου, το οποίο ο παραπάνω αγοραστής το πιστωνόταν και για την έκδοση αυτής της κάρτας, για την οποία χρειαζόταν να υπάρχει ένας εγγυητής για τον αιτούντα την έκδοση στη σύμβαση αυτή ο μη ασκήσας αναίρεση έθεσε την υπογραφή της τότε μνηστής του Ψ1 και παράλληλα οι αναιρεσείοντες βεβαίωσαν ότι ο αγοραστής και η εγγυήτρια υπέγραψαν τη σύμβαση αυτή αυτοπροσώπως ενώπιον της πωλήτριας εταιρείας. Δηλαδή οι αναιρεσείοντες βεβαίωσαν μετά λόγου γνώσεως με τον τρόπο αυτό ότι η εγγυήτρια υπέγραψε ενώπιον τους τη σύμβαση αυτή. Με τη σύμβαση αυτή στην οποία η Ψ1 εμφανίζεται κατά τον παραπάνω τρόπο εγγυήτρια για την έκδοση της πιστωτικής κάρτας και τη δανειοδότηση του Χ3, η παραπάνω τράπεζα χορήγησε, μετά από αίτησή του στον Χ3, πιστωτική κάρτα " ΤΟΡCAR VISA " και τον δανειοδότησε, γεγονός το οποίο δεν θα λάβαινε χώρα χωρίς την παράσταση των ψευδών αυτών γεγονότων γιατί η δανείστρια Τράπεζα ήθελε και κάποιον εγγυητή για την έκδοση της πιστωτικής κάρτας. Μετά την έκδοση και με βάση τη σύμβαση πώλησης του αναφερθέντος αυτοκινήτου έγινε από μέρους της τράπεζας εκταμίευση του ποσού των 8.000.000 προς την πωλήτρια εταιρεία των αναιρεσειόντων . Μετά ταύτα όμως και λόγω μη αποπληρωμής των δόσεων στη δανείστρια Τράπεζα, η Τράπεζα στράφηκε κατά της μηνύτριας σαν εγγυήτριας της πιστωτικής κάρτας, μέσω της οποίας έγινε ο δανεισμός και η χρηματοδότηση του Χ3, οπότε αποκαλύφθηκε ότι η υπογραφή της ως εγγυήτριας τέθηκε από τον Χ3. Τούτο άλλωστε το συνομολογεί και ο ίδιος, και ότι αυτή, όπως αναφέρεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα, ποτέ δεν εμφανίστηκε ενώπιον των αναιρεσειόντων και ποτέ δεν υπέγραψε ενώπιόν τους ως εγγυήτρια τη σχετική σύμβαση όπως βεβαιώνουν, στη σύμβαση, η οποία προσκομίστηκε και εμφανίστηκε στη δανείστρια τράπεζα για την έκδοση της παραπάνω πιστωτικής κάρτας στον μη ασκήσαντα αναίρεση. Τουτέστιν για τη χορήγηση της πιστωτικής κάρτας στον μη ασκήσαντα αναίρεση παραστάθηκε στη δανείστρια τράπεζα από τους κατηγορουμένους ότι η εγγυήτρια εμφανίστηκε και υπέγραψε ενώπιόν τους, όπως βεβαιώνουν και συγκατατέθηκε για την κατάστασή της ως εγγυήτριας, γεγονότα τα οποία εμφανίστηκαν από τους συμβαλλόμενους, αγοραστή και πωλητές στη δανείστρια τράπεζα ως αληθινά, προκειμένου αυτή να προβεί στην έκδοση της πιστωτικής κάρτας στον Χ3 και στη συνέχεια να δανειοδοτήσει τον παραπάνω για την αγορά του αυτοκινήτου και οι αναιρεσείοντες να εισπράξουν το ποσό των 8.000.000 δραχμ. από την τράπεζα σαν τίμημα του παραπάνω αυτοκινήτου, ενώ τα γεγονότα αυτά ήταν ψευδή. Περαιτέρω, το προσβαλλόμενο βούλευμα αναφέρεται σχετικά με την τέλεση της πράξης της απάτης κατ' επάγγελμα και κάνει σκέψεις σχετικά με το ότι για τη συγκρότηση της απάτης με την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσης της απάτης αρκεί και η άπαξ τέλεση της πράξης αυτής και ότι και η άπαξ τέλεση της πράξης αυτής μπορεί να στηρίζει κατηγορία για κατ' επάγγελμα τέλεση, εφ' όσον οι δράστες είχαν προς τούτο κατάλληλη υποδομή, η οποία στην προκειμένη περίπτωση θεμελιώνεται, κατά τις κρίσιμες παραδοχές του βουλεύματος, στο ότι οι κατηγορούμενοι λόγω της ιδιότητάς τους ως εμπόρων. Έδρασαν βάσει σχεδίου και με οργανωμένη ετοιμότητα με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της απάτης, από την οποία προκύπτει σκοπός πορισμού εισοδήματος.
Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη, σαφή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις των άρθρων 13 παρ.στ, 45 και 386&1-3α του ΠΚ, τις οποίες δεν παραβίασε ούτε ευθέως ούτε και εκ πλαγίου. Επομένως είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν οι λόγοι αναιρέσεως από το άρθρ.484 παρ.1, εδ. β και δ του ΚΠΔ. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχει άλλος παραδεκτός λόγος αναιρέσεως, προς εξέταση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα (άρθρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις με αριθμ. 40 και 41/29-6-2007 αιτήσεις των Χ1 και Χ2 για αναίρεση του με αριθμ.128/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Θράκης. Και
Καταδικάζει τους αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα από διακόσια είκοσι (220) ευρώ τον καθένα.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 11 Ιανουαρίου 2008. Και
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 27 Μαρτίου 2008.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ