Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1475 / 2009    (Ζ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Βούλευμα παραπεμπτικό, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υπεξαίρεση.




Περίληψη:
Βούλευμα Παραπεμπτικό για κακουργηματική υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας από εντολοδόχο διαχειριστή ξένης περιουσίας. Απόρριψη των δυο λόγων της αναιρέσεως α) για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, β) εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, ως αβάσιμων κατ' ουσία. Απορρίπτει.




Αριθμός 1475/2009

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθμό 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη και Κωνσταντίνο Φράγκο - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2009, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1 περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2048/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με πολιτικώς ενάγουσα την Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία με την επωνυμία "ΦΟΙΝΙΞ - ΓΕΝΙΚΑΙ ΑΣΦΑΛΕΙΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του, διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 22 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 71/2009.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ανδρέας Ζύγουρας εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Μιλτιάδη Ανδρειωτέλλη με αριθμό 88/12.03.2009, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
"(Ι) Εισάγω στο Συμβούλιό Σας, κατ'άρ. 485 παρ. 1 ΚΠΔ μαζί με τη συνημμένη δικογραφία την νομοτύπως, εμπροθέσμως (βλ. τα από 15/12/08 και 10/12/08 αποδεικτικά επιδόσεως του προσβαλλομένου βουλεύματος στο Χ1 και στον αντίκλητο δικηγόρο του Αγγ. Κωνσταντινίδη αντίστοιχα) και παραδεκτώς ασκηθείσα υπ'αριθμ. 209/22-12-2008 αίτηση αναίρεσης του Χ1 κατά του υπ'αρ. 2048/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η υπ'αρ. 257/08 έφεση της πολιτικώς ενάγουσας Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία "ΦΟΙΝΙΞ - Γεν. Ασφάλειαι της Ελλάδος Α.Ε.", κατά του υπ'αριθ. 1188/08 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος Χ1 στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών να δικασθεί για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατ'εξακολούθηση (αρ. 98, 375 παρ. 2α'- 1 Π.Κ. ως ισχύει).
Ως λόγοι αναίρεσης προβάλλονται (α) η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του βουλεύματος και (β) η εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμοστή των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων των αρ. 98, 375 παρ. 1 και 2α' ΠΚ (άρθρ. 139, 484 παρ. 1β' και δ' ΚΠΔ).
(ΙΙ) Επειδή για την πληρότητα της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, τα δε αποδεικτικά μέσα αρκεί να αναφέρονται γενικώς κατά το είδος τους (π.χ. μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς να απαιτείται να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα, ούτε από ποιο ή ποια από αυτά προέκυψαν τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά, ούτε απαιτείται αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βαρύνει και γιατί περισσότερο (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1304/2003, ΑΠ 1303/2002, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 1580/2002 κ.ά.).
Επειδή το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 Συντ. και 139 - όπως ισχύει - ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία όταν αναφέρονται σ'αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν από την ανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών (αποχρωσών) ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε η ποινική δίωξη και παραπέμφθηκε, οι αποδείξεις (τα αποδεικτικά μέσα) από τις οποίες προέκυψαν τα άνω πραγματικά περιστατικά και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν οι επαρκείς ενδείξεις ενοχής (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 732/2006 κ.α.). Εξ άλλου εσφαλμένη ερμηνεία-εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διάταξης που εφαρμόσθηκε συντρέχει όταν το συμβούλιο αποδίδει σ'αυτήν διαφορετική έννοια από αυτή που έχει, και όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε ορθώς, τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στην εφαρμοσθείσα διάταξη (βλ. ΑΠ 732/2006, ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 67/2006 κ.α). Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής υπάρχει και όταν η ουσιαστική ποινική διάταξη παραβιάζεται εκ πλαγίου, ήτοι όταν, στο πόρισμα του συμβουλίου - που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό διατακτικού-σκεπτικού και ανάγεται στα στοιχεία και ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατος - ανέφικτος ο έλεγχος του Αρείου Πάγου περί ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και έτσι το βούλευμα να μην έχει νόμιμη βάση (βλ. ΑΠ 1269/2006, ΑΠ 93/2006, ΑΠ 252/2004, ΑΠ 2445/2003, ΑΠ 9/2001 - Ολ κ.ά.).
Επειδή η εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων - έστω και εσφαλμένη- δεν . συνιστά λόγον αναιρέσεως (βλ. ΑΠ 591/2001, ΑΠ 145/2000, ΑΠ 1880/2005, ΑΠ 111/2004 κ.ά.). -Τέλος, η επιβαλλομένη ως άνω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία υπάρχει και όταν το συμβούλιο αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην ενσωματωμένη στο βούλευμα εισαγγελική πρόταση και δι'αυτής στο πρωτόδικο βούλευμα και στην υιοθετηθείσα υπ'αυτού πρωτόδικη εισαγγελική πρόταση, αφού στην περίπτωση αυτή η εισαγγελική πρόταση αποτελεί τμήμα του βουλεύματος, ώστε θα ήταν άσκοπη και τυπολατρική η επανάληψη από το συμβούλιο των ίδιων περιστατικών, συλλογισμών, αποδείξεων (βλ. ΑΠ 1381/2005, ΑΠ 1273/2005, ΑΠ 1109/2005, ΑΠ 1242/2005, ΑΠ 2382/2005, ΑΠ 67/2006, ΑΠ 2078/2005 κ.ά.). Είναι δε χαρακτηριστικόν ότι ο ίδιος ο Άρειος Πάγος, αναφέρεται εξ ολοκλήρου στην Εισαγγελική πρόταση (Ολ. ΑΠ 1494/2005, ΑΠ 176/2006 κ.α.), πράγμα που οφείλεται και στην ιδιότητα αυτού ως δικαστικού λειτουργού-αρ. 87 επ. Συντ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 375§1 ΠΚ, όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και, αν το αντικείμενο της υπεξαιρέσεως είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως απαιτείται: (α) το κινητό πράγμα να είναι ξένο ολικά ή εν μέρει, δηλαδή να βρίσκεται σε ξένη, σε σχέση με τον δράστη, κυριότητα κατά την έννοια του αστικού δικαίου, (β) να είχε περιέλθει με οποιοδήποτε τρόπο στο δράστη και να ήταν κατά το χρόνο της πράξης στην κατοχή του, (γ) να έγινε παράνομη ιδιοποίηση αυτού από τον τελευταίο, δηλαδή η ιδιοποίηση να έγινε χωρίς συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς άλλο δικαίωμα που παρέχεται σ' αυτόν από το νόμο και (δ) να υπάρχει δόλια προαίρεση του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια του με την οποία εξωτερικεύεται η θέληση του να ενσωματώσει στην περιουσία του το ξένο κινητό πράγμα, που βρίσκεται στην κατοχή του χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο. Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ιδίου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 § 9 του Ν. 2408/1996, η υπεξαίρεση τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος, με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών: "αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητός του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας", ενώ κατά το εδάφιο β1 της ίδιας παραγράφου , το οποίο προστέθηκε σ' αυτήν με το αρθρ. 14 § 3 περ. β' Ν. 2721/1999, "αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα 73.000 Ευρώ (25.000.000 δραχμές), τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Κατά τις διατάξεις αυτές, οι περιπτώσεις που καθιστούν το έγκλημα της υπεξαιρέσεως κακούργημα, όταν το αντικείμενο αυτής είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, απαριθμούνται πλέον ειδικά και περιοριστικά στο νόμο, όπως είναι εκείνη του εντολοδόχου ή διαχειριστού ξένης περιουσίας κλπ (ΑΠ 1783/2002 Ποιν. Δ/νη 2003 26, ΑΠ 1164/2002 Ποιν. Δ/νη 2003 386, ΑΠ 982/2002 Π. Λογ. 2002 1102, ΑΠ 733/2001 Π. Λογ. 2001 940, ΑΠ 974/2001 Π. Λογ. 2001 1090, ΑΠ 1030/997 Ποιν. Δικ. 1998 30, ΑΠ 14/1994 Ποιν. Χρον. ΜΔ 220, ΑΠ 1832/1993 Ποιν. Χρον. ΜΔ 180, ΑΠ 100/2004, ΑΠ 2507/03 κ.ά.). Για να υπάρχει κακουργηματική υπεξαίρεση λόγω της ιδιότητας του υπαιτίου ως εντολοδόχου ή διαχειριστού ξένης περιουσίας, πρέπει το ιδιοποιούμενο από αυτόν παρανόμως πράγμα, όπως είναι τα χρήματα, να περιήλθε στην κατοχή του, λόγω της ιδιότητας του αυτής (ΣυμβΑΠ 1307/2004 ΠοινΧρ ΝΕ', 535 - ΣυμβΑΠ 5/2004 ΠοινΧρ ΝΔ', 397). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 719 του ΑΚ προκύπτει ότι ο εντολοδόχος έχει υποχρέωση να αποδώσει στον εντολέα οτιδήποτε έλαβε για την εκτέλεση της εντολής ή απέκτησε από την εκτέλεση της. Ο εντολοδόχος δεν έχει κυριότητα επί των χρημάτων, τα οποία αποκτά, από την εκτέλεση της εντολής είτε αυτά αποκτώνται με μετρητά είτε με επιταγές ή συναλλαγματικές είτε με κατάθεση σε προσωπικό τραπεζικό του λογαριασμό, η ιδιοποίησης όσων απέκτησε κατά την εκτέλεση της εντολής είναι παράνομη και στοιχειοθετεί το έγκλημα της υπεξαίρεσης (ΑΠ 115/2004 ΠοινΧρ ΝΕ'/33, ΑΠ 1015/2005 ΠοινΧρ ΝΣΤ'/127).
Από την διάταξη του άρθρου 98 Π.Κ., σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 94 του ίδιου κώδικα, σαφώς συνάγεται, ότι το κατ' εξακολούθηση έγκλημα απαρτίζεται από ομοειδείς μερικότερες πράξεις που χρονικά διαφέρουν μεταξύ τους, τελέστηκαν από το ίδιο πρόσωπο στον αυτό ή διάφορους τόπους, καθεμιά περιέχει τα στοιχεία του ενός και του αυτού εγκλήματος, συνδέονται δε μεταξύ τους με το στοιχείο της ταυτότητας της προς εκτέλεση αποφάσεως και εκλαμβάνονται ως ενιαίο έγκλημα. Για να υπάρχει επομένως κατ' εξακολούθηση έγκλημα, πρέπει να συντρέχουν τα εξής στοιχεία: (α) τα περισσότερα εγκλήματα πρέπει να προσβάλλουν το ίδιο έννομο αγαθό, (β) να προσβάλλουν τον ίδιο πρωταρχικό κανόνα δικαίου, (γ) να εμφανίζουν μια σχετική ομοιομορφία και (δ) να συνδέονται μεταξύ τους με μια ορισμένης μορφής ενότητα δόλου. Επί του εγκλήματος τούτου οι μερικότερες πράξεις διατηρούν την αυτοτέλεια τους και ως εκ τούτου η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα τελέσεως της, (Ολ. ΑΠ 5/2002 Ποιν. Δικ. 2002.836, ΑΠ 172/2002 Ποιν. Δικ. 2002.844, ΑΠ 1318/2001 Ποιν. Χρ. ΝB/531, ΑΠ 765/2000 Ποιν. Χρ. ΝΑ/113, ΑΠ 83/98 Υπέρ. 1998.1057, ΑΠ 103/96 Ποιν. Χρ. ΜΣΤ/ΐ460, ΑΠ 1586/95 Ποιν. Χρ. ΜΣΤ/1016). Στη προκειμένη περίπτωση το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών που εξέδωσε το πληττόμενο βούλευμα με επιτρεπτή (ΑΠ 1494/05) αναφορά και υιοθέτηση της προτάσεως του παρ'αυτώ Εισαγγελέα, δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του, κατ'εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των αναφερομένων σ'αυτό, κατ'είδος αποδεικτικών μέσων τα εξής: Από την κυρία ανάκριση που ενεργήθηκε και ειδικότερα από τις καταθέσεις του νομίμου εκπροσώπου της εκκαλούσας εταιρείας Ε1 των μαρτύρων .... και ... και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα της δικογραφίας, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :
Ο κατηγορούμενος ήταν διαχειριστής της εταιρείας "SINCO Εταιρεία Μεσιτών Ασφαλίσεων και Αντασφαλίσεων Περιορισμένης Ευθύνης" με τον διακριτικό τίτλο "SINCO ΕΠΕ". Με την από ....σύμβαση πρακτορεύσεως, που συνήφθη μεταξύ της εταιρείας "SINCO ΕΠΕ" και της εκκαλούσας εταιρείας, ο κατηγορούμενος ανέλαβε, έναντι προμηθείας, την διενέργεια ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό της εκκαλούσας εταιρείας. Ειδικότερα σύμφωνα με την ανωτέρω σύμβαση ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της παραπάνω εταιρείας "SINCO ΕΠΕ" διαμεσολαβούσε στην σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της εκκαλούσας εταιρείας και τρίτων και εισέπραττε τα ασφάλιστρα για λογαριασμό της εκκαλούσας εταιρείας. Σύμφωνα με την παραπάνω σύμβαση ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της εταιρείας "SINCO ΕΠΕ" εισέπραττε προμήθεια που υπολογίζονταν ως ποσοστό επί τοις εκατό επί των ασφαλίστρων τα οποία εισέπραττε. Σύμφωνα δε με την παραπάνω σύμβαση τα ασφάλιστρα που εισέπραττε ο κατηγορούμενος ως πράκτορας θεωρούνταν παρακαταθήκη και ευθύνετο ως θεματοφύλακας.
Επίσης κατά την ανωτέρω σύμβαση ο κατηγορούμενος ως πράκτορας, υποχρεούτο μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, να επιστρέψει στην εκκαλούσα εταιρεία για ακύρωση τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν παρελήφθησαν από τους ασφαλιζόμενους, ή εκείνα των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα. Ο πράκτορας είχε υποχρέωση το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα να αποδίδει στην ασφαλιστική εταιρεία τα ασφάλιστρα που εισέπραξε μέσα στον προηγούμενο μήνα. Σε κάθε περίπτωση δε, ο πράκτορας υποχρεούτο χωρίς καμμία ειδοποίηση από την ασφαλιστική εταιρεία να εξοφλεί το τυχόν υπόλοιπο κάθε μηνιαίου λογαριασμού μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του τρίτου μήνα από την παραλαβή των αποδείξεων που είχαν χρεωθεί σ1 αυτόν, σε περίπτωση δε μη αποδόσεως στην εταιρεία των ασφαλίστρων εντός του ανωτέρω δεκαπενθημέρου, οι απαιτήσεις της εκκαλούσας εταιρείας θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας.
Έτσι ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της "SINCO ΕΠΕ" εισέπραττε για λογαριασμό της εκκαλούσας εταιρείας τα ασφάλιστρα από ασφαλιστικές συμβάσεις που είχαν συναφθεί με την διαμεσολάβηση της και οι εισπράξεις αυτές χρεώνονταν στον σχετικό λογαριασμό, που τηρούσε η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία σύμφωνα με την παραπάνω σύμβαση πρακτόρευσης.
Όπως όμως διαπιστώθηκε από την εκκαλούσα εταιρεία αν και ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της "SINCO ΕΠΕ" εισέπραξε ασφάλιστρα από ασφαλιστικά συμβόλαια που καταρτίστηκαν από τον Απρίλιο μέχρι και τον Ιούλιο του 1999, το συνολικό χρηματικό ποσό των 55.899.771 δρχ. ή 164.049,21 € (αφού έχει αφαιρεθεί το ποσοστό της προμήθειας), δεν απέδωσε το ποσό αυτό στην εκκαλούσα εταιρεία έως τον Οκτώβριο του 1999, αλλά το ενσωμάτωσε στην περιουσία της εταιρείας "SINCO ΕΠΕ" και το ιδιοποιήθηκε παράνομα.
Κατόπιν τούτου η εκκαλούσα εταιρεία την 29-6-2000 επέδωσε στον κατηγορούμενο την από 28-6-2000 εξώδικη διαμαρτυρία - δήλωση και πρόσκληση, με την οποία τον καλούσε να της αποδώσει το προαναφερθέν ποσό, μέσα σε προθεσμία 5 ημερών από την επίδοση. Μετά την άπρακτη πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας και συγκεκριμένα την 18-7-2000 η εγκαλούσα προέβη στην καταγγελία της συμβάσεως πρακτόρευσης, ενώ ήδη από 1-1-2000 είχε απαγορευθεί στην εταιρεία "SINCO ΕΠΕ", της οποίας διαχειριστής ήταν ο κατηγορούμενος, η είσπραξη ασφαλίστρων για λογαριασμό της εκκαλούσας εταιρείας.
Ο κατηγορούμενος έχει αποδεχθεί την παραπάνω οφειλή του, όπως προκύπτει από το από 25/2/2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο δήλωσε και αναγνώρισε την παραπάνω οφειλή του και προς εξόφληση αυτής παρέδωσε στην εκκαλούσα εταιρεία, τις αναφερόμενες στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό επιταγές. Επειδή όμως οι επιταγές αυτές δεν πληρώθηκαν, αντικαταστάθηκαν με 28 συναλλαγματικές. Όπως δε αναφέρει η εκκαλούσα εταιρεία στο από 15/4/2002 υπόμνημα της και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, Ε1 στην από 5/12/2003 κατάθεση του, ο κατηγορούμενος πλήρωσε ένα μέρος ποσού 16.581.056 δρχ. ή 48.660,47 € από τα οφειλόμενα και έτσι το οφειλόμενο ποσό προς την εκκαλούσα εταιρεία διαμορφώθηκε σ' αυτό των 39.318.715 δρχ. ή 115.388,74 €.
Στα πλαίσια της κυρίας ανάκρισης διενεργήθηκε πραγματογνωμοσύνη κατόπιν της αριθ. 6/2006 διάταξης του ανακριτή του 29ου τακτικού τμήματος Αθηνών, από τον πραγματογνώμονα Π1 και σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του παραπάνω πραγματογνώμονα αυτός δεν ηδυνήθη να αποφανθεί αν και ποια χρηματικά ποσά ανά ασφαλιστήριο συμβόλαιο, εισέπραξε ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της "SINCO ΕΠΕ", για ασφάλειες και προμήθειες που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο του 1999 και ποια από τα εισπραχθέντα τυχόν δεν απέδωσε και πόσα αναλυτικά και συνολικά στην εκκαλούσα εταιρεία δεδομένου ότι δεν παραδόθηκαν ή επιδείχθηκαν στον παραπάνω πραγματογνώμονα είτε από την εκκαλούσα εταιρεία είτε από την "SINCO ΕΠΕ" αποδείξεις εισπράξεων, καταστάσεις ή βιβλία εισπράξεων. Ανεξάρτητα όμως από την παραπάνω πραγματογνωμοσύνη, ο κατηγορούμενος έχει αποδεχθεί την, οφειλή του, όπως εξάλλου και στο από 10/10/2006 απολογητικό του υπόμνημα, δέχεται οφειλή αλλά μικρότερου ποσού, της "SINCO ΕΠΕ" της οποίας ήταν εκπρόσωπος προς την εκκαλούσα εταιρεία. Ισχυρίζεται δε ότι η οφειλή αυτή δεν εξοφλήθηκε, λόγω ταμειακής δυσχέρειας της εταιρείας "SINCO ΕΠΕ" και ότι σε κάθε περίπτωση το οφειλόμενο ποσό αποτελεί υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ των παραπάνω εταιρειών. Τούτο όμως δεν ευσταθεί δεδομένου ότι στην παραπάνω σύμβαση πρακτόρευσης μεταξύ των εταιρειών δεν αναφέρεται η συμφωνία τέτοιου λογαριασμού αλλά μόνο ο αναφερόμενος λογαριασμός στην σύμβαση πρακτόρευσης, στον οποίο ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της "SINCO ΕΠΕ" να καταθέτει τα ασφάλιστρα, που ως εντολοδόχος της εκκαλούσας εταιρείας εισέπραττε.
Επίσης ο κατηγορούμενος με το αριθ. 3796/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για την παραπάνω πράξη της υπεξαίρεσης σε βάρος της εκκαλούσας εταιρείας για μη απόδοση ασφαλίστρων από ασφαλιστικές συμβάσεις που είχαν συναφθεί κατά το υπόλοιπο χρονικό διάστημα δηλαδή από τον Αύγουστο 1999.
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατ' εξακολούθηση (αρθρ. 26 §1 εδ. α", 27 §1, 98 §1, 375 §2 εδ. α1, 1 ΠΚ, όπως η παρ. 2 του αρθρ. 375 ΠΚ τροποπ. με αρθρ. 1 §9 Ν. 2408/1996 και προστεθ. με αρθρ. 14 Ν. 2721/1999).
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών έκρινε ότι προκύπτουν επαρκείς και αποχρώσες (σοβαρές) ενδείξεις πως ο αναιρεσείων-κατηγορούμενος τέλεσε την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και συνεπώς, ορθά το ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών Αθηνών τον παρέπεμψε με το προσβαλλόμενο 2048/2008 βούλευμά του στο ακροατήριο του αρμοδίου Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Με τις παραδοχές του αυτές το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα την απαιτουμένη (αρθρ. 93 παρ. 3 Συντ. και αρθρ. 139 ΚΠΔ) ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ'αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά όλα τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνήγαγε την κρίση του για τη συνδρομή όλων των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της κακουργηματικής υπεξαίρεσης που προβλέπονται από τα άρθρ. 98, 375 παρ. 1-2α' ΠΚ ως ισχύει, το οποίο (αρ. 375 παρ. 1-2α'ΠΚ) ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε, ούτε δε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου παραβίασε και παραθέτει τις σκέψεις και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς και αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντα-κατηγορουμένου στο ακροατήριο και γι' αυτό πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι από το αρθρ. 484 παρ. 1 εδ. β' και δ' ΚΠΔ λόγοι αναίρεσης που υποστηρίζουν τα αντίθετα. Κατ' ακολουθία τούτων, ελλείψει έτερων λόγων αναίρεσης (αρ. 484 παρ. 2 ΚΠΔ) η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα (αρ. 583 παρ. 1 ΚΠΔ).

Για τους λόγους αυτούς - Π ρ ο τ ε ί ν ω
(Α) Ν'απορριφθεί η με αριθμ. 209/22-12-2008 αίτηση αναίρεσης του κατηγορουμένου Χ1 κατοίκου .... κατά του με αριθμ. 2048/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και
(Β) Να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα στον αναιρεσείοντα κατηγορούμενο.
Αθήνα 30 Ιανουαρίου 2009

Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Μιλτιάδης Ανδρειωτέλλη"

Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη με αριθ. εκθ. 209/22-12-2008 αίτηση αναιρέσεως, στρεφόμενη κατά του με αριθ. 2048/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο έγινε δεκτή κατ'ουσίαν η έφεση της πολιτικώς ενάγουσας - εγκαλούσας ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας " ΦΟΙΝΙΞ Γενικαί Ασφάλειαι της Ελλάδος- ΑΕ", κατά του με αριθ. 350/2005 απαλλακτικού βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και ακυρώθηκε το βούλευμα αυτό και παραπέμφθηκε ο αναιρεσείων κατηγορούμενος, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, για να δικασθεί για κακουργηματική υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο, λόγω της ιδιότητάς του, ως εντολοδόχου διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατ' εξακολούθηση, (άρθρον 375 παρ. 1, 2 ΠΚ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος υποκειμένου σε αναίρεση, γι'αυτό και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή.
Κατά το άρθρο 375 παρ. 1 του ΠΚ, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 14 παρ. 3α του Ν. 2721/1999, "όποιος ιδιοποιείται παρανόμως ξένο (ολικά ή εν μέρει) κινητό πράγμα, που περιήλθε στην κατοχή του με οποιονδήποτε τρόπο τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών, και, αν το αντικείμενο της υπεξαίρεσης είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους". Περαιτέρω, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και στη συνέχεια συμπληρώθηκε με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 3 εδ. β' του άνω ν. 1721/1999 "αν η συνολική αξία υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών, ο υπαίτιος τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν πρόκειται για αντικείμενο ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος, ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών. Αν το συνολικό αντικείμενο της πράξης του προηγούμενου εδαφίου υπερβαίνει σε ποσό τα είκοσι πέντε εκατομμύρια [25.000.000] δραχμές, τούτο συνιστά επιβαρυντική περίπτωση". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για τη στοιχειοθέτηση της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως απαιτείται: α) το υλικό αντικείμενο της υπεξαιρέσεως να είναι κατά τη φυσική αντίληψη κινητό πράγμα, όπως είναι και το χρηματικό ποσό β) να είναι αυτό ολικά ή μερικά ξένο, με την έννοια ότι η κυριότητα αυτού, όπως αυτή διαπλάσσεται στον Αστικό Κώδικα, ανήκει, κατά το αστικό δίκαιο, σε άλλον, εκτός από τον δράστη, γ) η κατοχή του πράγματος αυτού, κατά το χρόνο που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, να έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στο δράστη, δ) παράνομη ιδιοποίηση του πράγματος, από τον υπαίτιο, που υπάρχει, όταν αυτή γίνεται χωρίς τη συναίνεση του ιδιοκτήτη ή χωρίς την ύπαρξη άλλου νόμιμου δικαιολογητικού λόγου, και ε) το αντικείμενο της υπεξαίρεσης να είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, να συντρέχει δε επιπλέον στο πρόσωπο του υπαιτίου κάποια από τις περιοριστικά στο ανωτέρω άρθρο διαλαμβανόμενες καταστάσεις ή ιδιότητες, όπως εκείνη του εντολοδόχου ή του διαχειριστή ξένης περιουσίας ή ανεξαρτήτως αυτών, η συνολική αξία του αντικειμένου της υπεξαιρέσεως να υπερβαίνει το ποσό των είκοσι πέντε εκατομμυρίων (25.000.000) δραχμών. Υποκειμενικά απαιτείται δόλια προαίρεση του δράστη, που εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργεια, η οποία εμφανίζει εξωτερίκευση της θελήσεώς του να ενσωματώσει το πράγμα, χωρίς νόμιμο δικαιολογητικό λόγο, στη δική του περιουσία. Χρόνος τελέσεως της υπεξαιρέσεως θεωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 17 του ΠΚ, ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος εκδήλωσε την πρόθεσή του για παράνομη ιδιοποίηση του ξένου πράγματος. Η ταυτότητα του ξένου κινητού πράγματος, το οποίο αποτελεί το υλικό αντικείμενο του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως, πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία περί αυτής.
Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 98 παρ.2 του ΠΚ, όπως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 14 παρ.1 του Ν. 2721/1999, η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη και το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ' εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη, αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξεως προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου, δηλαδή με τη συνολική βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε. Η εξειδίκευση των μερικότερων πράξεων του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος απαιτείται μόνο όταν αυτή ασκεί επιρροή στην παραγραφή ή στην ταυτότητα της πράξεως, ή στην περίπτωση κατά την οποία για μία από ή για περισσότερες τις επί μέρους πράξεις συντρέχει λόγος εξαλείψεως του αξιοποίνου ή απαραδέκτου ή αναστολής της διώξεως ή ανεγκλήτου κλπ.
Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ιδίου Κώδικα, όταν αναφέρονται σε αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία προέκυψαν, από την ανάκριση ή προανάκριση και θεμελιώνουν την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου για το έγκλημα για το οποίο ασκήθηκε κατ' αυτού ποινική δίωξη, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις και οι συλλογισμοί βάσει των οποίων το συμβούλιο έκρινε ότι από τα περιστατικά αυτά προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι έχουν ληφθεί υπόψη όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνον από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε από καθένα. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, που ιδρύει τον λόγο αναιρέσεως του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠοινΔ, υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την προδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου και να μην έχει το βούλευμα νόμιμη βάση.
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο 2048/2008 βούλευμά του, με επιτρεπτή καθολική αναφορά στην ενσωματωμένη σε αυτό πρόταση της Αντεισαγγελέως Εφετών και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση του συλλεγέντος από τη διενεργηθείσα κυρία ανάκριση αποδεικτικού υλικού (όπως καταθέσεων μαρτύρων, εγγράφων, εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης και απολογίας κατηγορουμένου), δέχθηκε κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι προέκυψαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: "Ο κατηγορούμενος ήταν διαχειριστής της εταιρείας "SΙNCO Εταιρεία Μεσιτών Ασφαλίσεων και Αντασφαλίσεων Περιορισμένης Ευθύνης" με τον διακριτικό τίτλο "SINCO ΕΠΕ". Με την από 26-3-1997 σύμβαση πρακτορεύσεως, που συνήφθη μεταξύ της εταιρείας "SINCO ΕΠΕ" και της εκκαλούσας εταιρείας, ο κατηγορούμενος ανέλαβε, έναντι προμηθείας, την διενέργεια ασφαλιστικών εργασιών στο όνομα και για λογαριασμό της εκκαλούσας εταιρείας. Ειδικότερα σύμφωνα με την ανωτέρω σύμβαση ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της παραπάνω εταιρείας "SINCO ΕΠΕ" διαμεσολαβούσε στην σύναψη ασφαλιστικών συμβάσεων μεταξύ της εκκαλούσας εταιρείας και τρίτων και εισέπραττε τα ασφάλιστρα για λογαριασμό της εκκαλούσας εταιρείας. Σύμφωνα με την παραπάνω σύμβαση ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της εταιρείας "SINCO ΕΠΕ" εισέπραττε προμήθεια που υπολογίζονταν ως ποσοστό επί τοις εκατό επί των ασφαλίστρων τα οποία εισέπραττε. Σύμφωνα δε με την παραπάνω σύμβαση τα ασφάλιστρα που εισέπραττε ο κατηγορούμενος ως πράκτορας θεωρούνταν παρακαταθήκη και ευθύνετο ως θεματοφύλακας. Επίσης κατά την ανωτέρω σύμβαση ο κατηγορούμενος ως πράκτορας, υποχρεούτο μέσα σε δύο μήνες από την ημερομηνία παραλαβής των ασφαλιστηρίων συμβολαίων, να επιστρέψει στην εκκαλούσα εταιρεία για ακύρωση τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που δεν παρελήφθησαν από τους ασφαλιζόμενους, ή εκείνα των οποίων δεν είχαν εισπραχθεί τα ασφάλιστρα. Ο πράκτορας είχε υποχρέωση το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα να αποδίδει στην ασφαλιστική εταιρεία τα ασφάλιστρα που εισέπραξε μέσα στον προηγούμενο μήνα. Σε κάθε περίπτωση δε, ο πράκτορας υποχρεούτο χωρίς καμμία ειδοποίηση από την ασφαλιστική εταιρεία να εξοφλεί το τυχόν υπόλοιπο κάθε μηνιαίου λογαριασμού μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο του τρίτου μήνα από την παραλαβή των αποδείξεων που είχαν χρεωθεί σ' αυτόν, σε περίπτωση δε μη αποδόσεως στην εταιρεία των ασφαλίστρων εντός του ανωτέρω δεκαπενθημέρου, οι απαιτήσεις της εκκαλούσας εταιρείας θεωρούνταν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές με τον νόμιμο τόκο υπερημερίας. Έτσι ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της "SINCO ΕΠΕ" εισέπραττε για λογαριασμό της εκκαλούσας εταιρείας τα ασφάλιστρα από ασφαλιστικές συμβάσεις που είχαν συναφθεί με την διαμεσολάβηση της και οι εισπράξεις αυτές χρεώνονταν στον σχετικό λογαριασμό, που τηρούσε η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία σύμφωνα με την παραπάνω σύμβαση πρακτόρευσης. Όπως όμως διαπιστώθηκε από την εκκαλούσα εταιρεία αν και ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της "SINCO ΕΠΕ" εισέπραξε ασφάλιστρα από ασφαλιστικά συμβόλαια που καταρτίστηκαν από τον Απρίλιο μέχρι και τον Ιούλιο του 1999, το συνολικό χρηματικό ποσό των 55.899.771 δρχ. ή 164.049,21 € (αφού έχει αφαιρεθεί το ποσοστό της προμήθειας), δεν απέδωσε το ποσό αυτό στην εκκαλούσα εταιρεία έως τον Οκτώβριο του 1999, αλλά το ενσωμάτωσε στην περιουσία της εταιρείας "SINCO ΕΠΕ" και το ιδιοποιήθηκε παράνομα. Κατόπιν τούτου η εκκαλούσα εταιρεία την 29-6-2000 επέδωσε στον κατηγορούμενο την από 28-6-2000 εξώδικη διαμαρτυρία - δήλωση καΙ πρόσκληση, με την οποία τον καλούσε να της αποδώσει το προαναφερθέν ποσό, μέσα σε προθεσμία 5 ημερών από την επίδοση. Μετά την άπρακτη πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας και συγκεκριμένα την 18-7-2000 η εγκαλούσα προέβη στην καταγγελία της συμβάσεως πρακτόρευσης, ενώ ήδη από 1-1-2000 είχε απαγορευθεί στην εταιρεία "SINCO ΕΠΕ", της οποίας διαχειριστής ήταν ο κατηγορούμενος, η είσπραξη ασφαλίστρων για λογαριασμό της εκκαλούσας εταιρείας. Ο κατηγορούμενος έχει αποδεχθεί την παραπάνω οφειλή του, όπως προκύπτει από το από 25/2/2000 ιδιωτικό συμφωνητικό, σύμφωνα με το οποίο δήλωσε και αναγνώρισε την παραπάνω οφειλή του και προς εξόφληση αυτής παρέδωσε στην εκκαλούσα εταιρεία, τις αναφερόμενες στο παραπάνω ιδιωτικό συμφωνητικό επιταγές. Επειδή όμως οι επιταγές αυτές δεν πληρώθηκαν, αντικαταστάθηκαν με 28 συναλλαγματικές. Όπως δε αναφέρει η εκκαλούσα εταιρεία στο από 15/4/2002 υπόμνημα της και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής, Ε1 στην από 5/12/2003 κατάθεση του, ο κατηγορούμενος πλήρωσε ένα μέρος ποσού 16.581.056 δρχ. ή 48.660,47 € από τα οφειλόμενα και έτσι το οφειλόμενο ποσό προς την εκκαλούσα εταιρεία διαμορφώθηκε σ' αυτό των 39.318.715 δρχ. ή 115.388,74 €. Στα πλαίσια της κυρίας ανάκρισης διενεργήθηκε πραγματογνωμοσύνη κατόπιν της αριθ. 6/2006 διάταξης του ανακριτή του 29ου τακτικού τμήματος Αθηνών, από τον πραγματογνώμονα Π1 και σύμφωνα με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης του παραπάνω πραγματογνώμονα αυτός δεν δυνήθηκε να αποφανθεί αν και ποια χρηματικά ποσά ανά ασφαλιστήριο συμβόλαιο, εισέπραξε ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της "SINCO ΕΠΕ", για ασφάλειες και προμήθειες που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούλιο του 1999 και ποια από τα εισπραχθέντα τυχόν δεν απέδωσε και πόσα αναλυτικά και συνολικά στην εκκαλούσα εταιρεία δεδομένου ότι δεν παραδόθηκαν ή επιδείχθηκαν στον παραπάνω πραγματογνώμονα είτε από την εκκαλούσα εταιρεία είτε από την "SINCO ΕΠΕ" αποδείξεις εισπράξεων, καταστάσεις ή βιβλία εισπράξεων. Ανεξάρτητα όμως από την παραπάνω πραγματογνωμοσύνη, ο κατηγορούμενος έχει αποδεχθεί την οφειλή του, όπως εξάλλου και στο από 10/10/2006 απολογητικό του υπόμνημα, δέχεται οφειλή αλλά μικρότερου ποσού, της "SINCO ΕΠΕ" της οποίας ήταν εκπρόσωπος προς την εκκαλούσα εταιρεία. Ισχυρίζεται δε ότι η οφειλή αυτή δεν εξοφλήθηκε, λόγω ταμειακής δυσχέρειας της εταιρείας "SINCO ΕΠΕ" και ότι σε κάθε περίπτωση το οφειλόμενο ποσό αποτελεί υπόλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ των παραπάνω εταιρειών. Τούτο όμως δεν ευσταθεί δεδομένου ότι στην παραπάνω σύμβαση πρακτόρευσης μεταξύ των εταιρειών δεν αναφέρεται η συμφωνία τέτοιου λογαριασμού αλλά μόνο ο αναφερόμενος λογαριασμός στην σύμβαση πρακτόρευσης, στο οποίο ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της "SINCO ΕΠΕ" να καταθέτει τα ασφάλιστρα, που ως εντολοδόχος της εκκαλούσας εταιρείας εισέπραττε. Επίσης ο κατηγορούμενος με το αριθ. 3796/2003 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών έχει παραπεμφθεί ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών για την παραπάνω πράξη της υπεξαίρεσης σε βάρος της εκκαλούσας εταιρείας για μη απόδοση ασφαλίστρων από ασφαλιστικές συμβάσεις που είχαν συναφθεί κατά το υπόλοιπο χρονιά διάστημα δηλαδή από τον Αύγουστο μέχρι και τον Δεκέμβριο του 1999. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτόν πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουνεμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατ' εξακολούθηση (αρθρ. 26 §1 εδ. α', 27 §1, 98 §1, 375 §2 εδ. α', 1 ΠΚ, όπως ηπαρ. 2 του αρθρ. 375 ΠΚ τροποπ. με αρθρ. 1 §9 Ν. 2408/1996 και προστεθ. με αρθρ. 14 Ν. 2721/1999). Επομένως έσφαλε το εκκαλούμενο υπ' αριθμ. 1188/2008 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία κατά του Χ1 κατοίκου ..., για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητας του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατ' εξακολούθηση (αρθρ. 26 §1 εδ. α', 27 §1, 98 §1, 375 §2 εδ. α', 1 ΠΚ, όπως η παρ. 2 του αρθρ. 375 ΠΚ τροποποιήθηκε με αρθρ. 1 § 9 Ν. 2408/1996 και προστεθ. με αρθρ. 14 Ν. 2721/1999). Πρέπει επομένως να γίνει και κατ' ουσία δεκτή η υπό κρίση έφεση και να παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος Χ1 κάτοικος ..., σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309 § 1ε, 313 και318 του ΚΠΔ στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που είναι αρμόδιο καθ' ύλη και κατά τόπο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 111 § 1, 119 §1 και 122 § 1, 123, 124 § 2 του ΚΠΔ, για να δικασθεί για την πράξη της υπεξαίρεσης αντικειμένου ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που το έχουν εμπιστευθεί στον υπαίτιο λόγω της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ξένης περιουσίας, κατ' εξακολούθηση (αρθρ. 26 § 1 εδ. α', 27 §1, 98 § 1, 375 § 2 εδ. α', 1 ΠΚ, όπως η παρ. 2 του άρθρου 375 ΠΚ τροποποιήθηκε με αρθρ. 1 § 9 Ν. 2408/1996 και προστεθ. με αρθρ. 14 Ν. 2721/1999".
Με αυτά που δέχθηκε, ως άνω, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, το οποίο έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς και αποχρώσες ενδείξεις για την παραπομπή του αναιρεσείοντος κατηγορουμένου στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών για το αδίκημα της κακουργηματικής υπεξαιρέσεως κατ'εξακολούθηση, συνολικού ποσού 164.049, 21 ευρώ και ήδη, μετά μερική καταβολή, υπολοίπου ποσού 115.388, 74 ευρώ, ποσού ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, που εισέπραξεν ως διαχειριστής της εκκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας "SINCO ΕΠΕ", για ασφάλιστρα ασφαλιστικών συμβολαίων πελατών αυτής, του χρονικού διαστήματος Απριλίου- Ιουλίου 1999 και δεν απέδωσε και το ενσωμάτωσε στην περιουσία του, (το Συμβούλιο) διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμά του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκτίθενται σε αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ενεργηθείσα κυρία ανάκριση και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος για το οποίο ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του αναιρεσείοντος, οι αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες υπήγαγε τα προκύψαντα περιστατικά στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφάρμοσε, ήτοι εκείνες των άρθρων 26 παρ. 1 α, 27 παρ. 1, 98 και 375 παρ. 2, 1 εδ. α του ΠΚ, όπως η παρ. 2 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 9 του Ν. 2408/1996 και ισχύει ήδη μετά την προσθήκη του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 375 με το άρθρο 14 παρ. 3 β του ν. 2721/1999, τις οποίες ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου παραβίασε. Εξάλλου δεν στερείται το βούλευμα νόμιμης βάσεως, αφού με αυτά που δέχθηκε δεν αποβαίνει ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος, για την ορθή ή μη εφαρμογή των διατάξεων τούτων, αλλά και για τη συνδρομή της ιδιότητας του αναιρεσείοντος ως διαχειριστή ξένης περιουσίας κατ'ουσίαν, ενώ με επαρκή αιτιολογία απορρίφθηκε ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι μεταξύ της πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας και της εταιρείας " SΙΝCΟ ΕΠΕ", που αυτός εκπροσωπούσε, υπήρχε σύμβαση αλληλοχρέου λογαριασμού, δεδομένου ότι στην επικληθείσα σύμβαση πρακτορεύσεως των άνω δύο εταιρειών, που ήδη καταγγέλθηκε από 20-6-2000, δεν αναφέρεται όρος τηρήσεως τέτοιου λογαριασμού, αλλά μόνο ο λογαριασμός στον οποίο ήταν υπόχρεως ο αναιρεσείων, ως διαχειριστής της εταιρείας και εντολοδόχος της εκκαλούσας πολιτικώς ενάγουσας εταιρείας, "SΙΝCΟ ΕΠΕ", να καταθέτει τα ασφάλιστρα που εισέπραττε, αφαιρουμένης της προμήθειας της εταιρείας του. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι σχετικοί από το άρθρο 484 παρ. 1 εδαφ. β και δ του ΚΠοινΔ λόγοι αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω ουσιαστικών ποινικών διατάξεων.

Μετά ταύτα, αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος στην αίτηση αναιρέσεως αλλά ούτε και λόγος που ερευνάται αυτεπαγγέλτως, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί και να καταδικασθεί ο αναιρεσείων στα δικαστικά έξοδα(άρθρο 583 παρ. 1 ΚΠοινΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τη με αριθ. εκθ. 209 /22-12-2008 αίτηση του Χ1 για αναίρεση του με αριθ. 2048/2008 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι (220) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 6 Μαΐου 2009. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιουνίου 2009.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή