Αυτόματη μετάφραση - Automatic translation (Google translate)

Σύνδεσμος απόφασης


<< Επιστροφή

Απόφαση 1392 / 2008    (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Απάτη, Βούλευμα παραπεμπτικό.




Περίληψη:
Αναίρεση βουλεύματος για κακουργηματική απάτη, με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Αναιρείται για έλλειψη αιτιολογίας. Παραπέμπει.





ΑΡΙΘΜΟΣ 1392/2008


ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ


ΣΤ' ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ - ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Σαραντινό, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαϊρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Χρυσού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.

Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 5 Φεβρουαρίου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για την αίτηση του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Χ1, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 795/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με συγκατηγορούμενους: 1.Χ2 , 2. Χ3 , 3. Χ4 4. Χ5 5. Χ6 και 6. Χ7 . Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος ζητεί τώρα την αναίρεση του βουλεύματος τούτου, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 8 Ιουνίου 2007 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1592/2007.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ιωάννης Χρυσός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Κυριάκου Καρούτσου με αριθμό 443/5.11.07, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, κατά το άρθρο 485 παρ. 1 Κ.Π.Δ., την με αριθμό 129 από 8.6.2007 αίτηση του Χ1 , για αναίρεση του υπ'αριθμόν 795/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο απορρίπτεται κατ'ουσίαν η με αριθμό 315/18.6.2004 έφεσή του κατά του υπ'αριθμόν 2281/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και τον παραπέμπει ενώπιον του ακροατηρίου του Τριμελούς, για τα κακουργήματα, Εφετείου Αθηνών για να δικαστεί για το αδίκημα της απάτης από κοινού κατ'επάγγελμα, το δε συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 15.000 € και εκθέτω τα ακόλουθα:
Η υπό κρίση αίτηση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα από κατηγορούμενο και στρέφεται κατά βουλεύματος που τον παραπέμπει στο ακροατήριο του αρμοδίου δικαστηρίου για κακουργηματική πράξη και περιέχει συγκεκριμένους λόγους και δη της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και της εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως (άρθρα 484 παρ. 1 εδ. β'και δ' Κ.Π.Δ.). Είναι συνεπώς τυπικά δεκτή και ερευνητέα κατ'ουσίαν.
Οι προβαλλόμενοι λόγοι συνίστανται, ως αναφέρονται στην αίτηση, στο ότι στο βαλλόμενο βούλευμα δεν αναφέρονται συγκεκριμένα και ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και οι αποδείξεις που θεμελιώνουν επαρκείς ενδείξεις κατά του αιτούντος και άλλων συγκατηγορουμένων του, για το έγκλημα για το οποίο κατηγορούνται. Συγκεκριμένα δεν αναφέρει: α) από ποία στοιχεία προέκυψε ότι η από αυτούς εκπροσωπουμένη εταιρεία δεν κατέβαλε πράγματι το ποσό των 90.000.000 δραχμών στην εταιρεία "...... ΕΠΕ" για την αγορά δύο μηχανημάτων β) από ποία στοιχεία προκύπτει ο δόλος των και δη ότι γνώριζαν ότι τιμή πωλήσεως των μηχανημάτων από την ιταλική στην αγγλική επιχείρηση ήταν κατώτερη της τελικώς διαμορφωθείσας ώστε να πετύχουν το καταλογιζόμενο εκ της επιδοτήσεως όφελος ύψους 9.740.541 δρχ. γ) βάσει ποίων στοιχείων προέκυψε ότι γνώριζε ότι οι συγκατηγορούμενοί του είχαν συστήσει υπεράκτια εταιρία με την επωνυμία "...... LIMITID" δ) βάσει ποίων στοιχείων προέκυψε η συμπαιγνία της εταιρείας του με την άνω παράκτια εταιρεία ώστε να δικαιολογείται η κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος και ε) βάσει ποίων ενεργειών ενός εκάστου των κατηγορουμένων διεπράχθη η απάτη. Επίσης το βαλλόμενο βούλευμα δεν έλαβε υπόψη όλα τα προσκομισθέντα από τους κατηγορουμένους έγγραφα.
Επειδή έλλειψη της κατά το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 Κ.Π.Δ. απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας του παραπεμπτικού βουλεύματος υπάρχει, όταν δεν εκτίθενται σ'αυτό, με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την ανάκριση ή την προανάκριση, σχετικά με την αποδιδομένη στο κατηγορούμενο αξιόποινη πράξη, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε το συμβούλιο τα περιστατικά αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έκρινε ότι υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι επιτρεπτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και αρκεί να αναφέρονται τα αποδεικτικά μέσα γενικά κατά το είδος τους χωρίς να εκτίθεται τι προέκυψε χωριστά από το καθένα από αυτά. Ούτε είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ των, ούτε απαιτείται να προσδιορίζεται ποιό βαρύνει περισσότερο από το σχηματισμό δικανικής κρίσης. Απαιτείται μόνο να προκύπτει ότι το συμβούλιο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μερικά από αυτά κατ'επιλογή. Τέλος εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν από την ανάκριση ή τη προανάκριση, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, δηλαδή όταν το πόρισμα του συμβουλίου που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού προς το σκεπτικό του βουλεύματος και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός λόγος για την ορθή ή μη εφαρμογή του νόμου και να μη έχει το βούλευμα νόμιμη βάση (Ολομ. Α.Π. 1/2005 Π.Χ. ΝΕ σελ. 781).
Από τη διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 Π.Κ. προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτόν του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, όχι δε και να πραγματοποιήσει το όφελος αυτό, β) εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών, από την οποίαν, ως παράγωγο αίτιο, παραπλανήθηκε κάποιος και γ) βλάβη ξένης περιουσίας. Εξ'άλλου κατά τη παραγ. 3 του ιδίου άρθρου, αν ο υπαίτιος διαπράττει απάτες κατ'επάγγελμα, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει το ποσό των 5.000.000 δρχ.
Στη προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών δέχτηκε ανελέγκτως ότι εκ του υφισταμένου συνολικού αποδεικτικού υλικού της δικογραφίας και ειδικώτερον εκ των μαρτυρικών καταθέσεων, των εγγράφων και των απολογιών των κατηγορουμένων που απολογήθηκαν, προέκυψαν τα ακόλουθα:
Δια του από ..... συμφωνητικού συνεστήθη η εταιρία "...... ΟΕ" και ορίστηκε ότι συνδιαχειριστές και εκπρόσωποι της εταιρείας ήταν οι Χ2, Χ1, Χ3 και Χ4. Η εταιρεία αυτή με απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης υπήχθη στις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν.2601/98 για ειδική επένδυση της επιχείρησης παραγωγικής δαπάνης ύψους 90.000.000 δρχ. για αγορά μηχανολογικού εξοπλισμού. Ούτω η άνω Ο.Ε. προμηθεύτηκε μέσω της εταιρίας ".... ΕΠΕ" μηχανολογικό εξοπλισμό ιταλικής προελεύσεως και δη προμηθεύτηκε α) μία αυτόματη μονταριστική μηχανή του οίκου .... αντί του ποσού των 87.000.000 δρχ. και β) μία μηχανή προετοιμασίας φοντιού του οίκου .... αντί του ποσού των 3.000.000 δρχ. Για τις αγορές- προμήθειες εκδόθηκαν το υπ'αριθμόν ... τιμολόγιο πωλήσεως και το υπ'αριθμ....... δελτίο αποστολής αντίστοιχα. Τα τιμολόγια υποβλήθηκαν στο υπουργείο ανάπτυξης και τους καταβλήθηκε το ύψος της επιχορήγησης που ανερχόταν στο 40% της επενδύσεως ήτοι 36.000.000 δρχ. στο σύνολο της επενδύσεώς των (87.000.000 + 3.000.000) 90.000.000 δρχ. Επακολούθησε έλεγχος από τους υπαλλήλους του ΣΔΟΕ και διαπιστώθηκε ότι: 1) η πρώτη ως άνω μηχανή πωλήθηκε από την άνω ιταλική επιχείρηση αντί του ποσού των 24.937.723 δρχ. και εκδόθηκε το υπ'αριθ. .... τιμολόγιο πωλήσεως απ'ευθείας από την Ιταλία στην Ελλάδα με παραλήπτρια την ... ΕΠΕ. Η εταιρία αυτή με το υπ'αριθ. ..... τιμολόγιο το μεταπώλησε στην εταιρεία του αναιρεσείοντος αντί του ποσού των 87.000.000 δρχ. 2) η δεύτερη μηχανή πωλήθηκε από την ιταλική επιχείρηση .... με το υπ'αριθμ. .... τιμολόγιο αντί του ποσού των 1.071.736 δρχ. με παραλήπτρια εταιρία την "..... ΕΠΕ", η οποία το μεταπώλησε στην εταιρεία του αναιρεσείοντος αντί 3.000.000 δρχ. Στο υπ'αριθμόν 2281/04 βούλευμα του συμβουλίου πλημ/κών, στις σκέψεις του οποίου παραπέμπει επιτρεπτώς το βαλλόμενο βούλευμα, αναφέρεται ότι "Οι τέσσερις πρώτοι κατηγορούμενοι (Χ2, Χ1, Χ3 και Χ4) θέλησαν με τη μεθόδευση των εταιρειών των υπολοίπων κατηγορουμένων (Χ5, Χ6, Χ7) να πετύχουν την εξαπάτηση του ελληνικού δημοσίου και όχι μόνο να μη δώσουν δραχμή για τη συμμετοχή των και να αγοράσουν χωρίς κανένα κόπο και με χρήματα του Ελληνικού Δημοσίου τα μηχανήματα αλλά και να εισπράξουν επί πλέον χρήματα. Χρησιμοποίησαν τις δύο ΕΠΕ προκειμένου να δώσουν νομιμοφάνεια στις ενέργειές των και ευελπιστώντας ότι ουδέποτε οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του Ελληνικού Δημοσίου θα προχωρούσαν σε τόσο ενδελεχείς ελέγχους ώστε να φθάσουν στην αποκάλυψη της απάτης τους. Ενήργησαν με μέθοδο και μέσω πολλών εταιριών που κατ'αυτούς θα κάλυπταν τις ενέργειές τους χωρίς να αφήσουν τη δυνατότητα σε απλούς ελέγχους να διαπιστώσουν το μέγεθος της παράνομης συμπεριφοράς τους. Η υποδομή που χρησιμοποίησαν αποδεικνύει την κατ'επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της απάτης καθώς εξ αυτής προκύπτει αβίαστα ο σκοπός πορισμού εισοδήματος. Η παράνομη ενέργεια των κατηγορουμένων είναι δεδομένη και αυταπόδεικτη από την απλή αντιπαραβολή των αριθμών και από την τεράστια διαφορά στην αρχική τιμή πωλήσεως και σε αυτήν που παρουσίασαν στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Ανάπτυξης. Ακολούθως το άνω βούλευμα του συμβουλίου ασχολείται με τους ισχυρισμούς των κατηγορουμένων (και του αναιρεσείοντος) τους οποίους και απορρίπτει. Από τα άνω διαλαμβανόμενα προκύπτει σαφώς ότι το πληττόμενο βούλευμα αναφέρει όλα εκείνα τα περιστατικά που στοιχειοθετούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του διωκομένου εγκλήματος.
Με τις παραδοχές αυτές το προσβαλλόμενο βούλευμα έχει πλήρη, σαφή και συγκεκριμένη αιτιολογία και ορθά υπήγαγε τα πραγματικά περιστατικά στις παρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 386 Π.Κ. και δεν παρατηρείται μεταξύ του σκεπτικού και διατακτικού καμία αντίφαση και δεν υφίσταται έλλειψη αιτιολογίας.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Προτείνω 1) να απορριφθεί η υπ'αριθμόν 129/8-6-2007 αίτηση του Χ1 περί αναιρέσεως του υπ'αριθμόν 795/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών και 2) να επιβληθούν τα έξοδα της διαδικασίας αυτής στον άνω αιτούντα.
Αθήνα 5 Οκτωβρίου 2007
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου ΠάγουΚυριάκος Καρούτσος
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε,

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη, με αριθμό 129, από 8 Ιουνίου 2007, αίτηση αναιρέσεως κατά του υπ' αριθμό 795/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που εκδόθηκε μετ' αναίρεση του υπ' αριθμό 3107/2004 βουλεύματος του ίδιου Συμβουλίου, με το οποίο απορρίφθηκε κατ' ουσία η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος, κατά του υπ' αριθμό 2281/2004 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, που τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (Κακουργημάτων) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί για την πράξη της απάτης από κοινού, από δράστες που ενεργούν κατ' επάγγελμα, με συνολικό όφελος άνω των 73.000 ευρώ, έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως και από πρόσωπο που δικαιούται προς τούτο και κατά βουλεύματος που υπόκειται σε αναίρεση, (άρθρα 463,473 παρ.1, 474,482 παρ.1 περ. α, και 484 παρ.1 του Κ.Π.Δ), γι' αυτό πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω για την ουσιαστική βασιμότητά της.
Κατά το άρθρο 386 παρ. 1 ΠΚ, όποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και, αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται: α) σκοπός του δράστη να περιποιήσει στον εαυτό του ή σε άλλον παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαία και η πραγμάτωση του οφέλους αυτού, β) η εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή η αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων, από την οποία, ως παραγωγό αιτία, παραπλανήθηκε κάποιος και προέβη στην επιζήμια για τον ίδιο ή άλλον συμπεριφορά και γ) βλάβη ξένης, κατά το αστικό δίκαιο, περιουσίας, η οποία να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη και η οποία υπάρχει και σε περίπτωση μειώσεως ή χειροτερεύσεως της περιουσίας του παθόντος, έστω και αν αυτός έχει ενεργό αξίωση προς αποκατάστασή της. Ως γεγονότα νοούνται τα πραγματικά περιστατικά που ανάγονται στο παρελθόν ή το παρόν και όχι εκείνα που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον, όπως είναι οι απλές υποσχέσεις ή συμβατικές υποχρεώσεις. Όταν όμως οι τελευταίες συνοδεύονται ταυτόχρονα με ψευδείς διαβεβαιώσεις και παραστάσεις άλλων ψευδών γεγονότων που αναφέρονται στο παρόν ή το παρελθόν, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν την εντύπωση της μελλοντικής εκπλήρωσης με βάση την εμφανιζόμενη ήδη στο παρόν ψευδή κατάσταση πραγμάτων από το δράστη που έχει ειλημμένη την πρόθεση να μην εκπληρώσει την υποχρέωσή του, τότε θεμελιώνεται το έγκλημα της απάτης. Εξάλλου, κατά την παρ. 3 εδ. β' του ίδιου άρθρου 386, όπως αντικ. με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 2721/1999, η απάτη έχει κακουργηματικό χαρακτήρα αν το περιουσιακό όφελος ή η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 25.000.000 δραχμών ή 73.000 ευρώ. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, ο καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττομένου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνην του άλλου προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του συγκεκριμένου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές. Περαιτέρω, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Τέλος, εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, ιδρύουσα τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. β' ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως του βουλεύματος υφίσταται, στην περίπτωση, κατά την οποία το συμβούλιο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε στη διάταξη που εφαρμόστηκε (ευθεία παραβίαση) και όταν η παραβίαση της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως γίνεται εκ πλαγίου, πράγμα το οποίο συμβαίνει, όταν στο πόρισμα του βουλεύματος, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως που εφαρμόστηκε, οπότε το βούλευμα στερείται νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το προσβαλλόμενο βούλευμα, που εξέδωσε, με καθολική επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό Εισαγγελική πρόταση, και μετά από την εκτίμηση και την αξιολόγηση των αναφερομένων σ' αυτό κατ' είδος αποδεικτικών μέσων (καταθέσεις των μαρτύρων, έγγραφα, απολογία κατηγορουμένου), δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
"Δυνάμει του από .... συμφωνητικού, συνεστήθη η εδρεύουσα στον ...... Αττικής και επί της ..... ομόρρυθμη εταιρεία υπό την επωνυμία "........ Ο.Ε." ενώ, με την από 22-7-2000 τροποποίηση του καταστατικού της, ορίσθηκαν ως συνδιαχειριστές αυτής (εταιρείας) και εκπρόσωποι της οι υπό στοιχ. 1, 2, 3 και 4 των εν αρχή της παρούσης μνημονευομένων κατηγορουμένων - εκκαλούντων, με την επισημείωση ότι ο υπό στοιχ. 1 εξ αυτών (Χ2) ηδύνατο και μόνος του να εκπροσωπεί την εταιρεία.
Με την υπ' αριθμ. 28206/206/98/Ν2601/98/31-7-98 απόφαση του Υπουργείου Αναπτύξεως, που υπογράφει ο Υφυπουργός Αναπτύξεως, η ως είρηται εταιρεία υπήχθη στις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2601/98 για ειδική επένδυση της επιχειρήσεως παραγωγικής δαπάνης συνολικού ύψους 90.000.000 δραχμών και ειδικώτερον για αγορά συγκεκριμένου μηχανολογικού εξοπλισμού. Με την υπ' αριθμ. 12793/9-8-2000 απόφαση του αυτού ως άνω Υφυπουργού Αναπτύξεως και κατόπιν της από 01-6-2000 (12793) αιτήσεως της περί ης πρόκειται ομορρύθμου εταιρείας, ετροποποιήθη η προαναφερθείσα απόφαση, της 31-7-1998 και ενεκρίθη η αντικατάσταση του μηχανολογικού εξοπλισμού, της ειδικής επενδύσεως που προαναφέρθηκε, χωρίς, όμως, αύξηση του κόστους αυτής (επενδύσεως).
Κατόπιν τούτων, η συγκεκριμένη ομόρρυθμος εταιρεία, επρομηθεύθη, μέσω της εδρευούσης στην ...... Πειραιώς Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης "...... ΕΠΕ" μηχανολογικόν εξοπλισμόν, Ιταλικής προελεύσεως και ειδικώτερον επρομηθεύθη: α) μία αυτόματη μονταριστική μηχανή πόντας, του οίκου ........, με αριθμό σειράς παραγωγής 0065, αντί του χρηματικού ποσού των 87.000.000 δραχμών και β) μία μηχανή προετοιμασίας φοντιού, του οίκου ........, με αριθμό σειράς παραγωγής ...., αντί του χρηματικού ποσού των τριών (03) εκατομμυρίων δραχμών.
Για τις πωλήσεις-προμήθειες, που προαναφέρθηκαν, εξεδόθησαν το υπ' αριθμ. ....... τιμολόγιον πωλήσεως, και το υπ' αριθμ. ....... δελτίον αποστολής.
Τα μηχανήματα μετέφερε στις εγκαταστάσεις της, περί ης ο λόγος ομορρύθμου εταιρείας, η μεταφορική εταιρεία ...... ΕΠΕ έναντι του ποσού των 382.098 δραχμών, κατεβλήθησαν δε για έξοδα της μεσολαβήσασης τραπέζης εργασίας 250.000 δραχμές.
Την 08ην-12ου-2000, η ιδία πάντοτε ομόρρυθμη εταιρεία, υπέβαλεν αίτηση εις τον Υφυπουργόν Αναπτύξεως, για την ολοκλήρωση της επενδύσεως και την οριστικοποίηση του κόστους αυτής.
Την 18ην-12ου-2000, με την υπ' αριθμ. ΑΠ 27134 απόφαση του Υφυπουργού Αναπτύξεως, ενεκρίθη η συγχώνευση της "...... Ο.Ε." με την εταιρεία "...... Ο.Ε.", άνευ αλλαγής της μετοχικής συνθέσεως της και υπό τον όρον ότι, η νέα επιχείρηση που θα προέκυπτεν εκ της συγχωνεύσεως, θα είχεν την μορφήν Ε.Π.Ε.
Εν τέλει, με την υπ" αριθμ. ΑΠ 7625/ΔΒΕ 1365/29-3-2001 απόφαση ολοκληρώσεως του Υφυπουργού Αναπτύξεως, παρετάθη ο χρόνος πραγματοποιήσεως της επενδύσεως, έως την 20-12-2000, οριστικοποιήθηκε το ενισχυόμενο κόστος της επενδύσεως στο ύψος των 90.000.000 δραχμών και το ύψος της επιχορηγήσεως εις το ποσόν των 36.000.000 δραχμών (ποσοστό 40% του συνολικού ύψους της ενισχυομένης επενδύσεως), ενώ ορίσθηκε, η 09-11-2000, ως ημερομηνία ολοκληρώσεως της επενδύσεως και κατεβλήθη αμέσως, από το Δημόσιον, ως επιχορήγηση το ποσόν των 36.000.000 δραχμών.
Εκ των υστέρων και για την νομιμότητα της γενομένης επενδύσεως, διενεργήθη έλεγχος από αρμοδίους υπαλλήλους του Σ.Δ.Ο.Ε και διεπιστώθησαν τα ακόλουθα:
Η αυτόματη μονταριστική μηχανή πόντας του οίκου ........, με αριθμόν σειράς παραγωγής ...., επωλήθη από την Ιταλική επιχείρηση ........ στην Αγγλική εταιρεία ....... ...... αντί ποσού 141.705.297 Ιταλικών λιρετών ή 24.937.723 δραχμών, εκδοθέντος του υπ' αριθμ. ...... τιμολογίου πωλήσεως και αποσταλείσης αυτής (μηχανής), απ' ευθείας από την Ιταλία στην Ελλάδα, με παραλήπτρια την "....... ΕΠΕ", μέσω της μεταφορικής επιχειρήσεως ........ ΕΠΕ, η οποία εξέδωσε για την μεταφορά του μηχανήματος, το υπ' αριθμ. ....... τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών (Τ.Π.Υ).
Την ιδίαν ημέραν της αγοράς του ειρημένου μηχανήματος (13-10-2000) η προμνησθείσα αγοράστρια αυτού Αγγλική εταιρεία, το ετιμολόγησεν στην "....... ΕΠΕ", με το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιον, αντί του ποσού των 82.600.000 δραχμών, η τελευταία ("..... ΕΠΕ") δε, το μετεπώλησεν, με το υπ' αριθμ. ..... τιμολόγιον της, στην "....... Ο.Ε.", δηλαδή στην εταιρεία των υπό στοιχ. Ι, 2, 3 και 4 κατηγορουμένων, αντί του χρηματικού ποσού των 87.000.000 δραχμών. Το κόστος μεταφοράς του μηχανήματος και τα έξοδα της Τραπέζης (πληρωμή μέσω Τραπέζης από την ....... LIMITED) ανήλθαν εις το ποσόν των 431.825 δραχμών (269.473 δρχμ. μεταφορικά και 162.352 δρχμ. έξοδα Τραπέζης).
Δηλαδή, η εταιρεία των κατηγορουμένων, επρομηθεύθη τελικώς το ως άνω μηχάνημα από την .... ΕΠΕ αντί 87.000.000 δραχμών και συνεπώς εις τιμήν 248,87%, υψηλότεραν της αρχικής τιμής πωλήσεως από την Ιταλική εταιρεία.
Επίσης, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, η μηχανή προετοιμασίας φοντιού του οίκου ......, με αριθμό σειράς παραγωγής ...., επωλήθη από την Ιταλική επιχείρηση ...... στην Αγγλική επιχείρηση ......., με το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιον, αντί 1.071.736 δραχμών και εστάλη απ' ευθείας από την Ιταλία στην Ελλάδα, με παραλήπτρια την "........ ΕΠΕ", μέσω της ιδίας ως άνω μεταφορικής επιχειρήσεως ....... ΕΠΕ, η οποία εξέδωσε για την μεταφορά του μηχανήματος το υπ' αριθμ.......τιμολόγιον παροχής υπηρεσιών, ύψους 112.625 δραχμών.
Την ίδια ημέρα αγοράς του μηχανήματος (12-10-2000) η Αγγλική Εταιρεία, το επώλησε στην "....... ΕΠΕ", με το υπ' αριθμ. ........ τιμολόγιο και αντί 2.600.000 δραχμών και η "....... ΕΠΕ" το μετεπώλησεν στην εταιρεία "....... Ο.Ε.", με το υπ' αριθμ. ...... τιμολόγιον πωλήσεως, αντί 3.000.000 δραχμών.
Εκ των ανωτέρω, προκύπτει ότι, το πρώτο μηχάνημα, που πωλήθηκε από την ρηθείσα Ιταλική επιχείρηση αντί 24.937.723 δραχμών, το επρομηθεύθη η "........ Ο.Ε." αντί 87.000.000 δραχμών, δηλαδή σε τιμή κατά 248,87% υψηλοτέραν της τιμής πωλήσεως από την Ιταλική επιχείρηση, όπως ήδη έχει ανωτέρω επισημανθεί και το δεύτερο μηχάνημα, που επωφελήθη από την Ιταλική επιχείρηση αντί 1.071.736 δραχμών, το επρομηθεύθη αντί 3.000.000 δραχμών, δηλαδή εις τιμή 179,92% υψηλοτεραν της τιμής πωλήσεως του.
Προκύπει, ωσαύτως, εκ των ερευνών του ΣΔΟΕ, ότι η Αγγλική Εταιρεία ..... και η "..... ΕΠΕ" έχουν ως διαχειριστές τα αυτά πρόσωπα και ειδικότερον τους, υπό στοιχ. 5, 6 και 7, εν αρχή της παρούσης, μνημονευομένους κατηγορουμένους, έχουν δε οι ειρημένες, ως άνω εταιρείες ως αποκλειστικόν αντικείμενο των εργασιών τους, την συνεργασία, τους με εταιρείες που συμμετέχουν σε προγράμματα με επιχορηγήσεις του Δημοσίου και την μεταπώληση των αγοραζομένων μηχανημάτων, προκειμένου να καλύπτονται οι δικές τους συμμετοχές και να ωφελούνται παρανόμως από την διαφορά της επιχορηγήσεως.
Έτσι, κατά τον προεκτεθέντα τρόπον, οι τέσσερις πρώτοι (υπό στοιχ. 1, 2, 3, 4) κατηγορούμενοι, με την μεθόδευση των εταιρειών των λοιπών (υπό στοιχ. 5, 6 και 7) κατηγορουμένων, επέτυχαν την εξαπάτηση του Ελληνικού Δημοσίου και εισέπραξαν παρανόμως επιχορήγηση 36.000.000 δραχμών, εις τρόπον ώστε, όχι μόνον δεν διέθεσαν ούτε "μία δραχμή", κατά το κοινώς λεγόμενον, για την αγορά των μηχανημάτων, αλλά και εισέπραξαν επί πλέον 9.740.541 δραχμές, με όλα τα έξοδα τους πληρωμένα.
Άπαντες, οι κατηγορούμενοι, ενήργησαν μεθοδικώς και μέσω πλειόνων ενδιαμέσων εταιρειών, γεγονός όπερ καθιστούσε δυσχερή την διαπίστωση της παρανόμου συμπεριφοράς τους, τούτο δε, εν συνδυασμώ προς την χρησιμοποιηθείσαν υπ' αυτών υποδομή, αποδεικνύει την εκ μέρους των κατ' επάγγελμα τέλεση του εγκλήματος της απάτης, καθώς, εξ αυτής (απάτης), προκύπτει ευθέως και αβιάστως σκοπός πορισμού εισοδήματος.
Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί των περί ων πρόκειται κατηγορουμένων και για τους αναλυτικώς εις το εκκαλούμενον βούλευμα εκτιθεμένους λόγους, στους οποίους και αναφερόμεθα προς αποφυγήν ασκόπων επαναλήψεων, συλλήβδην απορριπτέοι παρίστανται.
Ειδικότερα, όμως, και ως προς τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς από τους υπό στοιχ. 5, 6 και 7 κατηγορουμένους, θα πρέπει να επιτονισθούν και τα κάτωθι.
Οι ειρημένοι κατηγορούμενοι αρνούνται την υπερτιμολόγηση των συγκεκριμένων μηχανών.
Πλέον συγκεκριμένα προβάλλουν ότι η "......." ηγόρασε την μηχανήν ...... στην βασική της μορφή, πλην όμως προέβη σε αναβάθμιση της με την τοποθέτηση σ' αυτή (μηχανή) προσθέτων εργαλείων και προσθέτου εγκαταστάσεως ειδικών προγραμμάτων στο λογισμικό της.
Η ως άνω αναβάθμιση, διατείνονται, εγένετο από την εταιρεία SKYLINE MANAGEMENT SA, με την οποίαν συνεργάζονται και ότι για τις εργασίες αναβαθμίσεως, η ενεργήσασα αυτές εταιρεία, απήτησε και εισέπραξε το χρηματικόν ποσόν των 136.000$ U.S.Α. (48.280.000 δρχμ.). για το οποίον (ποσόν) εξεδόθησαν το υπ' αριθμ. ..... προτιμολόγιον και το υπ' αριθμ. ....... συγκεντρωτικό τιμολόγιον, συνολικής αξίας 430.000$ U.S.Α.
Ισχυρίζονται, επίσης, ότι εγένετο αναβάθμιση και στην μηχανή επεξεργασίας φοντιού, που ηγοράσθη και αυτή στην βασική της μορφή.
Οι ως άνω ισχυρισμοί των ειρημένων κατηγορουμένων κρίνονται αβάσιμοι. αφού σαφώς προκύπτει ότι τα παραπάνω μηχανήματα, αμέσως μετά την αγορά τους από την εταιρεία ".......", εστάλησαν απ' ευθείας από την Ιταλία στην Ελλάδα. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι εγένετο πράγματι η προβαλλόμενη αναβάθμιση των μηχανημάτων, αλλά περαιτέρω, εξ' ουδενός στοιχείου προκύπτει και ότι είχεν ζητηθεί τοιαύτη αναβάθμιση.
Η εταιρεία SKYLINE MANAGEMENT SA που ισχυρίζονται (οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι), ότι ενήργησε την αναβάθμιση των μηχανημάτων, κατά τα αναγραφόμενα εις τα προμνημονευθέντα παραστατικά, φέρεται ως εδρεύουσα στην Κεντρική Αμερική, με ό,τι αυτό σημαίνει και συνεπάγεται για την πειστικότητα του περί αναβαθμίσεως των μηχανών ισχυρισμού, ενώ, τέλος, στα προαναφερθέντα (προτιμολόγιον και συγκεντρωτικόν τιμολόγιον) παραστατικά της SKYLINE MANAGEMENT SA που επικαλούνται οι κατηγορούμενοι και εν σχέσει προς την μηχανή ......, δεν αναγράφεται ο αριθμός της σειράς παραγωγής της μηχανής αυτής και συνεπώς δεν προκύπτει και δη ούτως ή άλλος, ότι τα ειρημένα παραστατικά αφορούν το συγκεκριμένο μηχάνημα.
Διευκρινιστέον, όμως, τυγχάνει στο σημείο αυτό, ότι το χρηματικόν ποσόν που παρανόμως ωφελήθηκε η εταιρεία "...... Ο.Ε." (μετέπειτα ...... ΕΠΕ, ως προεξετέθη), καθώς και οι διαχειριστές της υπό στοιχ. 1, 2, 3 και 4 κατηγορούμενοι, τόσον εξ' ιδίων αυτών ενεργειών όσον και εκ των ενεργειών των υπό στοιχ. 5, 6, και 7 συγκατηγορουμένων τους, δεν ανέρχεται στο ύψος των 09.740.541 δραχμών (36.000.000 δραχμές η επιχορήγηση, μείον 26.009.459 δραχμές το κόστος των μηχανημάτων, μείον 250.000 δραχμές τα έξοδα Τραπέζης, μείον 382.098 δραχμές τα μεταφορικά έξοδα), όπως εσφαλμένως εγένετο δεκτό με το προσβαλλόμενο βούλευμα, και τούτο διότι, η επιχορήγηση του Δημοσίου χορηγείται επί της αξίας των μηχανημάτων που αγοράζονται, ανέρχεται εις ποσοστόν 40% επί της αξίας αυτών και ουδεμίαν σχέση με την επιχορήγηση έχουν τα οιαδήποτε καταβαλλόμενα έξοδα.
Έτσι, και, κατά τα προεκτεθέντα, ενεκρίθη και κατεβλήθη επιχορήγηση 36.000.000 δραχμών (αξίαμηχανημάτων 90.000.000 χ 40%).
Η επιχορήγηση, όμως, που εδικαιούτο η "....... Ο.Ε." ανέρχεται σε 10.403.783 δραχμές (αξία αγορασθέντων μηχανημάτων 26.009.459 χ 40%) και συνεπώς το χρηματικόν ποσόν του παρανόμου οφέλους ανέρχεται σε 25.596.217 (διαφορά μεταξύ της εισπραχθείσης επιδοτήσεως των 36.000.000 δραχμών και της τοιαύτης των 10.403.783 δραχμών και έδει να εισπράξει), ήτοι ποσόν υπερβαίνον τα 25 εκατομμύρια δραχμές ή 73.000 ευρώ και επομένως, οι πράξεις των κατηγορουμένων εμπίπτουν στην παράγραφο 3β' του άρθρου 386 Π.Κ. και όχι στην περίπτωση της παραγράφου 3α που έχουν υπαχθεί.
Επειδή, όμως, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών με το εκκαλούμενον Βούλευμα δεν έδωσε τον προσήκοντα και εκ των πραγματικών δεδομένων της υποθέσεως προκύπτοντα νομικόν χαρακτηρισμόν των πράξεων των κατηγορουμένων, υπό την έννοιαν της μη υπαγωγής αυτών εις την ορθήν ουσιαστικήν ποινικήν διάταξη, θα πρέπει το Υμέτερον Συμβούλιον να πράξει τούτο, κατ' άρθρον 317 ΚΠΔ, μη επερχόμενης εντεύθεν ανεπίτρεπτου μεταβολής της κατηγορίας.
Θα πρέπει, δηλαδή, να χαρακτηρισθεί η αποδιδομένη στους υπό στοιχ. 1, 2, 3, 4 κατηγορουμένους αξιόποινη πράξη, ως απάτη, από δράστες που ενεργούν κατ' επάγγελμα, με συνολικόν όφελος υπερβαίνον τα 73.000 ευρώ και η εις τους υπό στοιχ. 5, 6 και 7 κατηγορουμένους αποδιδομένη αξιόποινη πράξη ως άμεση συνέργεια στην προμνηθείσα απάτη, από δράστες που ενεργούν κατ' επάγγελμα, με συνολικόν όφελος υπερβαίνον τα 73.000 ευρώ (άρθρα 13 περ. στ', 26 §1α, 27, 46 § 1 περ. Β, 45, 386 § § 1, 3, περ. Β' Π.Κ.) και να διορθωθεί το πρωτόδικον βούλευμα και να αντικατασταθεί 1) το ποσόν των 15.000 ευρώ με το ποσόν των 73.000 ευρώ: α) στην προτελευταία σειρά της πρώτης σελίδος του 6ου φύλλου β) στην δευτέρα σειρά της δευτέρας σελίδος του 6ου φύλλου γ) στην εβδόμη σειρά της δευτέρας σελίδος του 7ου φύλλου, δ) στην δεκάτη σειρά της πρώτης σελίδος του 9ου φύλλου ε) στην τρίτη σειρά της δευτέρας σελίδος του 9ου φύλλου, στ) στην δεκάτη ογδόη σειρά της πρώτης σελίδος του 10ου φύλλου και 2) το ποσόν των 9.740.541 δραχμών με το ποσόν των 25.000.000 δραχμών: α) στην έκτη σειρά της πρώτης σελίδος του 9ου φύλλου β) στην δεκάτη πέμπτη σειρά της πρώτης σελίδος του 10ου φύλλου.
Ειρήσθω, εν παρόδω, εις το σημείον τούτο, ότι κατ' επάγγελμα τέλεση απάτης δυνατόν να έχομεν και οσάκις το ποσόν του συνολικού οφέλους ή της συνολικής ζημίας, υπερβαίνει το τοιούτον των 73.000 ευρώ, της περιπτώσεως της παραγράφου 3α του άρθρου 386 ΠΚ απλώς οριοθετούσης το ελάχιστον, από πλευράς ποσού, όριον της θεμελιώσεως κατ' επάγγελμα τελούμενης απάτης.
Εν όψει βεβαίως του δοθησομένου προεκτεθέντος ορθού νομικού χαρακτηρισμού των βαρυνουσών τους κατηγορουμένους αξιοποίνων πράξεων και των συνεπεία αυτού επενεκτέων προεκτεθεισών διορθώσεων του εκκαλουμένου βουλεύματος, παρέλκει πάσα ενασχόληση με το ότι, το εκκαλούμενο βούλευμα, έχει υπολογίσει εσφαλμένα και από πλευράς αριθμητικών πράξεων το συνολικόν ποσόν οφέλους και αντιστοίχου ζημίας σε 9.740.541 δραχμές, αφού 36.000.000 - (26.009.459 + 250.000 + 382.098) = 9.358.443 δραχμές [δηλαδή και εάν ήθελεν υποτεθεί ότι ήτο ορθή η συλλογιστική υπολογισμού του συνολικού οφέλους και της αντιστοίχου συνολικής ζημίας από πλευράς εκκαλουμένου βουλεύματος, θα ήτο και πάλιν διορθωτέον εις το εκκαλούμενον το ποσόν αυτών (οφέλους-ζημίας) από το εσφαλμένον 9.740.541 δραχμές στο ορθόν 9.358.443 δραχμές].
Επειδή κατά τα προεκτεθέντα, προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ενοχής εις βάρος των εκκαλούντων κατηγορουμένων, θα πρέπει να απορριφθούν κατ' ουσίαν οι κρινόμενες εφέσεις, να διορθωθεί κατά τα προδιαληφθέντα το πρωτόδικο βούλευμα, αλλά προσέτι να επεκταθεί η γενησομένη διόρθωση και στην τελευταία σειρά της πρώτης σελίδος του 6ου φύλλου του σκεπτικού αυτού από το εντός παρενθέσεως εσφαλμένο "1ου και 4ου των κατηγορουμένων)" εις το ορθόν (1ου έως και 4ου των κατηγορουμένων) και στην τρίτη σειρά της δευτέρας σελίδος του 6ου φύλλου του σκεπτικού αυτού από το εντός παρενθέσεως εσφαλμένον (2ου, 3ου, 6ου, 7ου και 8ου των κατηγορουμένων) εις το ορθόν (6ου, 7ου και 8ου των κατηγορουμένων).
Θα πρέπει, κατά τα λοιπά, να επικυρωθεί το πρωτόδικον βούλευμα, στις ορθές και νόμιμες σκέψεις του οποίου, προς αποφυγήν άσκοπων επαναλήψεων, κατά τα λοιπά, αναφερόμεθα και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εκ 220 ευρώ εις βάρος των εκκαλούντων".
Ακολούθως το Συμβούλιο Εφετών, με βάση τα ως άνω δεκτά γενόμενα, έκρινε ότι προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής σε βάρος του αναιρεσείοντος και απέρριψε κατ' ουσία την έφεσή του, που άσκησε κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου (για κακουργήματα) Αθηνών, προκειμένου να δικαστεί, ως υπαίτιος απάτης από κοινού κατ' επάγγελμα, με συνολικό όφελος πλέον των 73.000 ευρώ.
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα, την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συγχρόνως στέρησε την απόφασή του, της νομίμου βάσεως, που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 386 ΠΚ, λόγου αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση. Τούτο, γιατί, α) δεν αιτιολογείται από ποια πραγματικά στοιχεία, προκύπτει ότι η εταιρεία, της οποίας αυτός υπήρξε συνδιαχειριστής, με τους μη διαδίκους στην παρούσα δίκη, δεν κατέβαλε το συνολικό ποσό του τιμήματος των 90.000.000 δραχμών, ενόψει του ισχυρισμού του, ότι, από το υπ' αριθμό .... τιμολόγιο και από το υπ' αριθμό ..... δελτίο αποστολής, φέρεται να έχει καταβληθεί από την εταιρεία, το συνολικό ποσό των 90.000.000 δραχμών, β) δεν αιτιολογείται η παραδοχή, από ποια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων γνώριζε, ότι οι μη διάδικοι στην παρούσα δίκη και συγκατηγορούμενοί του, Χ5, Χ6 και Χ7, είχαν συστήσει την αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία "...... LIMITID, η οποία μεσολάβησε για την πώληση των επίμαχων μηχανημάτων από την Ιταλική εταιρεία .... στην εταιρεία ...... ΕΠΕ, γ) δεν αιτιολογείται από ποια πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων, γνώριζε ότι η πώληση από την ως άνω Ιταλική εταιρεία, προς την παράκτια εταιρεία ..... LIMITID, των επίμαχων μηχανημάτων, ήταν κατώτερη της τελικής τιμής και μάλιστα ότι πωλήθηκαν αντί ποσού 26.009.459 δραχμών και δ) δεν αιτιολογείται η παραδοχή του βουλεύματος, με βάση ποια πραγματικά περιστατικά, προέκυψε ότι ο αναιρεσείων, ενήργησε με μεθοδικό τρόπο και από ποια στοιχεία ακόμη, ότι αυτός γνώριζε την συμπαιγνία που υπήρχε μεταξύ των εταιρειών .... LIMITID και ...... ΕΠΕ προς την οποία, η πρώτη διέθεσε το μεν την αυτόματη μηχανή μονταρίσματος, έναντι ποσού 82.600.000 δραχμών, το δε τη δεύτερη μηχανή, αντί του τιμήματος των 3.000.000 δραχμών. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνουν δεκτοί και ως ουσία βάσιμοι, οι προβαλλόμενοι από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και δ' του Κ.Π.Δ, λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένης ερμηνείας της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 386 παρ. 1 και 3 ΠΚ, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί το υπ' αριθμό 795/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 6 Μαϊου 2008.




Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

<< Επιστροφή