Θέμα
Αιτιολογίας επάρκεια, Νόμου εφαρμογή και ερμηνεία, Υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης, Υπέρβαση εξουσίας, Αναίρεση μερική, Ποινής μετατροπή.
Περίληψη:
Υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως. Έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος λόγος της εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπέρβαση εξουσίας (αρνητική), γιατί μετέτρεψε την ποινή φυλακίσεως των τεσσάρων μηνών, χωρίς να ερευνήσει προηγουμένως ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αναστολής. Αναιρεί εν μέρει και παραπέμπει.
Αριθμός 1761/2009
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ' Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Εμμανουήλ Καλούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, ο οποίος ορίσθηκε με την υπ' αριθ. 42/2009 πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γρηγορίου Μάμαλη), Νικόλαο Ζαΐρη, Νικόλαο Κωνσταντόπουλο - Εισηγητή, Παναγιώτη Ρουμπή και Κωνσταντίνο Φράγκο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Απριλίου 2009, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ανδρέα Ζύγουρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Χρήστου Πήτα, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας - κατηγορουμένης Χ, κατοίκου ..., που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Γαλετζά, περί αναιρέσεως της 20782/2007 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης.
Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτή και η αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 18.1.2008 αίτησή της αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 734/2008.
Αφού άκουσε
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά, καθώς και τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να γίνει δεκτή εν μέρει και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η προκείμενη αίτηση αναιρέσεως.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το Γ ' Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης δυνάμει της με αριθμό 20702/11-10-2007 ανέκκλητης απόφασής του η οποία καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο (άρθρο 9 ΝΔ 966/79) την 15.11.2007, αφενός έπαυσε υφ' όρον την ποινική δίωξη της αιτούσας - αναιρεσείουσας κατ' άρθρο 31 ν. 3346/2005 για την πράξη της χρήσης πλαστού πιστοποιητικού από την αιτούσα-αναιρεσείουσα τελεσθείσα την 6.7.2004 στην ..., άρθρο 217 παρ. 1 Π.Κ, και αφετέρου κήρυξε την αιτούσα -αναιρεσείουσα ένοχη της πράξης της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης τελεσθείσα την 6-7-2004 στην Θεσσαλονίκη, επιβάλλοντας της ποινή φυλάκισης 4 μηνών, η οποία μετατράπηκε προς 5 ευρώ ημερησίως. Την ανωτέρω απόφαση αναιρεσιβάλλει κατ' άρθρο 474 παρ.2 ΚΠΔ για τους ακόλουθους λόγους, αλλά μόνον ως προς το κεφάλαιο της αποφάσεως με την οποία κηρύχθηκε ένοχος της πράξεως της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης τελεσθείσας την 6-7-2004 στην ..., επιβάλλοντάς της ποινή φυλάκισης 4 μηνών η οποία μετατράπηκε προς 5 ευρώ ημερησίως. Κατά το άρθρο 220 παρ. 1 του ΠΚ "όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθές περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, απαιτείται, αντικειμενικώς α) δημόσιο, κατά την έννοια του άρθρου 438 του ΚΠολΔ έγγραφο, δηλαδή έγγραφο που έχει συνταχθεί από τον καθ' ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό κρατικής υπηρεσίας (δημόσιας, δημοτικής ή κοινοτικής) και είναι προορισμένο προς πλήρη απόδειξη έναντι πάντων του γεγονότος που βεβαιώνεται σ' αυτό, β) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό αναληθούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή να επιφέρει τη γένεση, αλλοίωση, μεταβίβαση, κατάργηση ή απώλεια δικαιώματος και γ) η βεβαίωση του αναληθούς περιστατικού να επιτυγχάνεται με εξαπάτηση ή ακριβέστερα με παραπλάνηση του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να γίνει με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, με έγγραφο ή και προφορικά, υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας ότι το βεβαιούμενο γεγονός είναι αναληθές, ότι η βεβαίωση γίνεται σε δημόσιο έγγραφο και ότι το βεβαιούμενο γεγονός μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και περαιτέρω, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στη ψευδή δήλωση του περιστατικού. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 ΚΠοινΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του Δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόσθηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο και σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ότι έχουν ληφθεί όλα στο σύνολό τους και όχι ορισμένα μόνο από αυτά. Για τη βεβαιότητα δε αυτή αρκεί να μνημονεύονται όλα, έστω κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα, κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικότερης αναφοράς τους και μνείας του τι προέκυψε χωριστά από καθένα από αυτά, ενώ το γεγονός ότι εξαίρονται ορισμένα αποδεικτικά μέσα δεν υποδηλώνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα. Δεν αποτελούν όμως λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση εγγράφων, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη της μεταξύ τους αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών στοιχείων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει όταν ο Δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή υπάρχει όταν το Δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφαρμόσθηκε. Περίπτωση δε εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συνιστά και η εκ πλαγίου παραβίαση της διατάξεως αυτής, η οποία υπάρχει, όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του αιτιολογικού με το διατακτικό και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως. Υπέρβαση δε εξουσίας, που συνιστά τον κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ λόγο υπάρχει, με βάση το γενικό ορισμό, όταν το δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία, που δεν του δίνει ο νόμος. Στα πλαίσια αυτά του ορισμού γίνεται διάκριση της υπέρβασης σε θετική και αρνητική. Στην πρώτη περίπτωση το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, ενώ στη δεύτερη παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της προσβαλλόμενης 20782/2007 αποφάσεώς του, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλο-συμπληρώνονται, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση των κατ' είδος αναφερομένων στην ίδια απόφαση αποδεικτικών μέσων, ότι, ως προς την πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή αντιγραφή από το σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως: "Το Δικαστήριο πείσθηκε ότι η κατηγορουμένη κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τόπο και χρόνο τέλεσε την αποδιδόμενη σ' αυτή αξιόποινη πράξη της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, όπως αυτή, κατά τα συνιστώντα την αντικειμενική και υποκειμενική της υπόσταση πραγματικά περιστατικά στο διατακτικό της παρούσας περιγράφεται. Ειδικότερα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η κατηγορουμένη μετέβη στις 6.7.2004 στο Τμήμα Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και κατέθεσε αίτηση για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας, αλλά και για την προβλεπόμενη από το νόμο βεβαίωση εξάμηνης διάρκειας, η οποία επέχει θέση άδειας παραμονής και εργασίας. Μεταξύ των δικαιολογητικών που κατέθεσε ήταν και αυτά που αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσης και πιο συγκεκριμένα στο απαλλακτικό σκέλος αυτού, και τα οποία ήταν πλαστά, γεγονός που η ίδια γνώριζε. Έτσι, εξαπάτησε τους αρμοδίους υπαλλήλους της άνω υπηρεσίας, οι οποίοι της χορήγησαν την βεβαίωση εξάμηνης διάρκειας, δυνάμει της οποίας εμφανιζόταν αυτή (κατηγορουμένη) να έχει άδεια παραμονής και εργασίας στη χώρα, στην οποία, σημειωτέον, ενέργεια (δηλαδή η χορήγηση της βεβαίωσης) οι εν λόγω υπάλληλοι δεν θα προέβαιναν, αν γνώριζαν την πλαστότητα των άνω εγγράφων. Με βάση τα εν λόγω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετείται σε βάρος της κατηγορουμένης η νομοτυπική μορφή της άνω σ' αυτή αποδιδομένης σχετικής κατηγορίας, και γι' αυτό, πρέπει, να κηρυχθεί ένοχη".
Στη συνέχεια, έπαυσε υφ' όρον την ποινική δίωξη κατά της κατηγορουμένης κατ' άρθρο 31 του Ν. 3346/17.6.2005 για την πρώτη πράξη που κατηγορείτο και ειδικότερα για το ότι στη ... στις 6-7-2004 (με σκοπό να διευκολύνει την κίνηση και την κοινωνική πρόοδο της ίδιας χρησιμοποίησε εν γνώσει τα πλαστά πιστοποιητικά που μπορεί να χρησιμεύσουν για τέτοιο σκοπό και συγκεκριμένα στον πιο πάνω τόπο και χρόνο) προσήλθε στο Τμήμα Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης και μεταξύ των απαιτουμένων δικαιολογητικών που κατέθεσε για την κτήση ελληνικής ιθαγένειας αλλά και της προβλεπόμενης από το νόμο βεβαίωσης εξάμηνης διάρκειας, η οποία επέχει θέση άδειας παραμονής και εργασίας κατέθεσε και: 1. Το με αριθμό ... πιστοποιητικό γάμου των γονέων της αιτούσας όπου αναγράφονται τα στοιχεία για το σύζυγο ... και για τη σύζυγο ..., το οποίο όμως ήταν πλαστό καθόσον ουδέποτε εκδόθηκε νομίμως από τις Μολδαβικές αρχές, το δε όνομα της μητέρας της ήταν ... και όχι ... . 2. Το με αριθμό ... πιστοποιητικό γέννησης της ιδίας όπου αναγράφονται τα στοιχεία για τη μητέρα της ..., το οποίο όμως ήταν πλαστό καθόσον ουδέποτε εκδόθηκε νομίμως από τις Μολδαβικές αρχές, το δε όνομα της μητέρας της ήταν ... και όχι .... Χρησιμοποίησε δε η κατηγορουμένη αυτά τα πιστοποιητικά με σκοπό να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια αλλά και την προβλεπόμενη από το νόμο βεβαίωση εξάμηνης διάρκειας, η οποία επέχει θέση άδειας παραμονής και εργασίας και να διευκολύνει την κίνηση και την κοινωνική της πρόοδο.
Ακολούθως, το δικαστήριο κήρυξε ένοχη την κατηγορουμένη της άνω δεύτερης πράξεως που κατηγορείτο (υφαρπαγή ψευδούς βεβαιώσεως) και ειδικότερα του ότι "στη ... στις 6-7-2004 πέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφα αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες. Ειδικότερα, μετέβη στο Τμήμα Αστικής Κατάστασης Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, προκειμένου να καταθέσει τα αναγκαία έγγραφα για την κτήση ελληνικής ιθαγένειας αλλά και της προβλεπόμενης από το νόμο βεβαίωσης εξάμηνης διάρκειας, η οποία επέχει θέση άδειας παραμονής και εργασίας, και υπέβαλε την με αριθμό πρωτ. 15403/6-7-2004 σχετική αίτηση συνυποβάλλοντας, μεταξύ των λοιπών απαιτουμένων εγγράφων, και τα υπό στοιχείο Α περιγραφόμενα έγγραφα τα οποία ήταν πλαστά, η ίδια δε τελούσε εν γνώσει της πλαστότητας, τα προσκόμισε ωστόσο στους αρμόδιους υπαλλήλους, προκειμένου να τους εξαπατήσει και να επιτύχει να γίνει δεκτή η αίτηση της και να της χορηγηθεί βεβαίωση εξάμηνης διάρκειας, η οποία επέχει θέση άδειας παραμονής και εργασίας. Με τον τρόπο αυτό εξαπάτησε τους αρμόδιους υπαλλήλους οι οποίοι παραπλανήθηκαν ως προς τη γνησιότητα των δύο ως άνω εγγράφων, θεώρησαν αυτά γνήσια, ενώ στην πραγματικότητα ήταν πλαστά και πέτυχε να της χορηγηθεί η ανωτέρω άδεια παραμονής, με την οποία βεβαιωνόταν αναληθώς περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα ότι η κάτοχος του βρισκόταν και εργαζόταν νόμιμα στην Ελλάδα".
Μετά από αυτά, για την ανωτέρω πράξη, που κηρύχθηκε ένοχη η κατηγορουμένη, το Δικαστήριο της επέβαλε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων μηνών, την οποία μετέτρεψε σε χρηματική προς πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα.
Με βάση τις παραπάνω παραδοχές το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις αναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ' αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος για το οποίο καταδικάστηκε η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 18 εδ. β', 26 παρ. 1α, 27 παρ. 1, και 220 παρ. 1 ΠΚ, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε, χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως, ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, αναφέρονται στην αιτιολογία της αποφάσεως τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους (μάρτυρες, έγγραφα), από τα οποία το Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και οδηγήθηκε στην καταδικαστική του κρίση, ενώ δεν υπήρχε, κατά νόμο, ανάγκη να τα παραθέσει αναλυτικά και να εκθέσει τι προκύπτει χωριστά από το καθένα από αυτά. Και συγκεκριμένα έλαβε υπόψη του το Δικαστήριο της ουσίας και συνεκτίμησε μαζί με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας, ... . Σύμφωνα με τα ανωτέρω, το Δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να καταλήξει στην καταδικαστική κρίση του, οδηγήθηκε στις προαναφερόμενες παραδοχές, που αποτελούν την απαιτούμενη από τις πιο πάνω διατάξεις ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, κατά τρόπο σαφή και πλήρη, αναφέρονται όλα τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο αυτή καταδικάστηκε, οι αποδείξεις από τις οποίες προέκυψαν αυτά και οι σκέψεις με τις οποίες έγινε η υπαγωγή των περιστατικών που αποδείχθηκαν στην ουσιαστική διάταξη που εφαρμόστηκε, χωρίς να εμφιλοχωρήσουν ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Για την πληρότητα δε της αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού και διατακτικού, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Είναι αβάσιμες και πρέπει να απορριφθούν οι επιμέρους αντίθετες αιτιάσεις της αναιρεσείουσας και συγκεκριμένα, ότι δεν γίνεται καμμία αναφορά στο διατακτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ούτε και στο αιτιολογικό αυτής, ποιο ακριβώς δημόσιο έγγραφο τελικά της χορηγήθηκε, αφού ρητά αναφέρεται στο διατακτικό της αποφάσεως ότι κατόπιν της 15403/6.7.2004 αιτήσεως που υπέβαλε η αναιρεσείουσα μαζί με όλα τα απαιτούμενα έγγραφα, της χορηγήθηκε βεβαίωση εξάμηνης διάρκειας, που επέχει θέση άδειας παραμονής και εργασίας στην Ελλάδα. Με τα άνω δε στοιχεία, το έγγραφο που τη χορηγήθηκε προσδιορίζεται με σαφήνεια. Επίσης, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τα περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ο δόλος της κατηγορουμένης. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγος αναιρέσεως της κρινόμενης αιτήσεως, με τον οποίο αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι πλημμέλειες της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και της ελλείψεως νόμιμης βάσεως και, εφόσον η αίτηση αναιρέσεως κρίθηκε παραδεκτή και εμφανίστηκε η αναιρεσείουσα, ο αυτεπαγγέλτως κατ' άρθρο 511 εδ. Α' ΚΠΔ εξεταζόμενος από τον Άρειο Πάγο από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε ΚΠΔ λόγος της εσφαλμένης εφαρμογής ή ερμηνείας ουσιαστικής ποινικής διατάξεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά τα λοιπά, με τους πιο πάνω λόγους αναιρέσεως, πλήττεται απαραδέκτως η άνω απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και των πραγματικών περιστατικών.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 99 παρ. 1 του Π.Κ, όπως αντικαταστάθηκε, με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 2479/1997, "αν κάποιος που δεν έχει καταδικασθεί αμετακλήτως για κακούργημα ή πλημμέλημα σε περιοριστική της ελευθερίας ποινή ανώτερη των έξι μηνών με μία μόνη ή με περισσότερες αποφάσεις, οι ποινές των οποίων δεν υπερβαίνουν συνολικά το ανωτέρω όριο, καταδικασθεί σε τέτοια ποινή που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για ορισμένο διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα (στην αιτιολογία) στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής κατά το 82, είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει με σαφήνεια, ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του και ότι αν προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς προηγουμένως να αποφασίσει επί της αναστολής αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, εκ της οποίας ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Η' ΚΠΔ. Στην προκείμενη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το ανωτέρω Δικαστήριο, αφού επέβαλε στην αναιρεσείουσα - κατηγορουμένη ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, μετέτρεψε αυτή σε χρηματική ποινή προς 5 ευρώ την ημέρα, χωρίς να ερευνήσει προηγουμένως τις προϋποθέσεις αναστολής της ποινής, ανεξάρτητα από τη μη υποβολή σχετικού αιτήματος από την απούσα, άλλωστε, κατηγορουμένη. Έτσι, όμως, το δικαστήριο με το να μην ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής εκτελέσεως της άνω ποινής και να προβεί χωρίς καμμία αιτιολογία στη μετατροπή αυτής, υπερέβη αρνητικά την εξουσία του και υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια, εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. Η' του Κ.Π.Δ., που προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος είναι βάσιμος.
Συνεπώς, κατά μερική παραδοχή της αιτήσεως, πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί εν μέρει και μόνο κατά την διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας, στην κατηγορουμένη ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, παραπεμφθεί δε κατά τούτο και μόνο η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί εν μέρει την υπ' αριθμό 20782/2007 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης και μόνο κατά τη διάταξη αυτής περί μετατροπής της επιβληθείσας στην κατηγορουμένη ... ποινής φυλακίσεως των τεσσάρων (4) μηνών. Και
Παραπέμπει κατά το πιο πάνω αναιρούμενο μέρος την υπόθεση αυτή για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 29 Απριλίου 2009. Και
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Αυγούστου 2009.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ.