Θέμα
Αιτιολογίας ανεπάρκεια, Αναιρέσεως απαράδεκτο, Εισαγγελέας Αρείου Πάγου, Πολιτική αγωγή, Τραπεζική επιταγή, Βούλευμα απαλλακτικό.
Περίληψη:
Απαράδεκτη η αναίρεση από τον πολιτικώς ενάγοντα κατά βουλεύματος μετά την 30-6-2003 (Ν. 3160 άρθρο 41 παρ. 1). Αναίρεση Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κατά απαλλακτικού βουλεύματος με την επίκληση του λόγου της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Δεν υπάρχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ιδιότητα του συμπληρώσαντος τα στοιχεία της επιταγής. Αναιρεί και παραπέμπει σε νέα κρίση.
Αριθμός 1513/2008
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
ΣΤ' Ποινικό Τμήμα - Σε Συμβούλιο
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Κωνσταντίνο Κούκλη, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (κωλυομένου του Αντιπροέδρου Γεωργίου Σαραντινού), ορισθέντα με την 57/1.4.2008 Πράξη του Προέδρου του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Λυκούδη και Νικόλαο Ζαΐρη - Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Με την παρουσία και του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Δημητρίου - Πριάμου Λεκκού (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Πελαγίας Λόζιου.
Συνήλθε σε Συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 13 Μαΐου 2008, προκειμένου να αποφανθεί για: Α) την αίτηση του αναιρεσείοντος Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και Β) τις (τρεις) αιτήσεις των αναιρεσειόντων - πολιτικώς εναγόντων 1. Χ1, 2. Χ2 και 3. Χ3 που δεν παρέστησαν στο συμβούλιο, περί αναιρέσεως του υπ' αριθμ. 2543/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Με κατηγορουμένους τους: 1) Ψ1 , 2) Ψ2 και 3) Ψ3. Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ' αυτό, και ο αναιρεσείων - Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητεί την αναίρεση του βουλεύματος τούτου με την υπ' αριθ. 6/30.1.2008 έκθεσή του αναιρέσεως, οι δε αναιρεσείοντες - πολιτικώς ενάγοντες ζητούν την αναίρεση του ως άνω βουλεύματος για τους λόγους που αναφέρονται στις από 23.1.2008 (τρεις) αιτήσεως αναιρέσεως, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1513/2008.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την υπ' αριθ. 195/16.4.2008 πρότασή του, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
Εισάγω, μετά της σχετικής δικογραφίας, α) την από 30-1-2008 αίτηση αναιρέσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, κατά του υπ'αριθμ. 2543/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, νομοτύπως, εμπροθέσμως και παραδεκτώς ασκηθείσα, και β) τις από 23-1-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των Χ3, Χ1 και Χ2 κατά του ανωτέρω υπ'αριθμ. 2543/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, εκθέτω τα εξής:
Α) Το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, με το υπ' αριθμ. 2543/2007 βούλευμα του, που εκδόθηκε την 31-12-2007, απέρριψε κατ' ουσίαν τις εφέσεις των Χ3, Χ2 και Χ1 ως πολιτικώς εναγόντων, κατά του υπ' αριθμ. 443/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, αποφανθέντος ότι δεν πρέπει να γίνη κατηγορία κατά των κατηγορουμένων Ψ1, Ψ2 και Ψ3 δια πλαστογραφία μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση με σκοπούμενο όφελος υπερβαίνον συνολικώς το ποσό των 73.000 ευρώ, κατά συναυτουργία. Το ανωτέρω βούλευμα προσέβαλε ο Εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου διά της υπό κρίση αιτήσεώς του και προβάλλει ως λόγο αναιρέσεως την έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (αρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ.). Επειδή, κατά το άρθρ. 216 παρ. 1 ΠΚ, πλαστογραφία διαπράττει ο καταρτίζων πλαστό ή νοθεύων έγγραφο με σκοπό να παραπλάνηση με την χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχη έννομες συνέπειες. Πλαστογραφία υπάρχει και στην περίπτωση που το έγγραφο καταρτίζεται με κατάχρηση "εν λευκώ υπογραφής", δηλαδή όταν τίθεται στο έγγραφο που φέρει μόνο την γνήσια υπογραφή του εκδότη, στο οποίο αφέθηκαν ασυμπλήρωτα στοιχεία, περιεχόμενο διαφορετικό από εκείνο που συμφωνήθηκε (ΑΠ 868/2004). Εξ άλλου, ο υπό του αρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' ΚΠΔ προβλεπόμενος αναιρετικός λόγος της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, που επιβάλλεται από το αρθρ. 93 παρ. 3 του Συντάγματος και το αρθρ. 139 του ΚΠΔ, ιδρύεται όταν δεν περιέχονται στο βούλευμα με σαφήνεια, χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν ως προς την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά προέκυψαν και οι σκέψεις με βάση τις οποίες υπήχθησαν στον κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε (ΑΠ 360/2006, εις ΠΧ/ΝΣΤ'/888). Στην προκειμένη περίπτωση, το εκδόν το προσβαλλόμενο βούλευμα ανωτέρω Συμβούλιο Εφετών εδέχθη, ότι από την εκτίμηση των αναφερομένων αποδεικτικών μέσων, κατ' είδος προσδιορισμένων, προέκυψαν τα εξής, κατά τα ουσιώδη μέρη των, πραγματικά περιστατικά: Ο Χ3 , προκειμένου να καλύψη τις οικονομικές ανάγκες οικογενειακής επιχείρησης και συγκεκριμένα της ΟΕ ".... και Σία", που διατηρούσε και εκμεταλλευόταν πρατήριο υγρών καυσίμων, κατά το διάστημα των ετών 1985-1996 προέβη σε δανεισμό από τον Ψ1 διαφόρων ποσών και έναντι της οφειλής του αυτής παρέδιδε επιταγές εκδόσεως της εταιρείας ".... και Σία" αλλά και της συζύγου του Χ2 απλές ή δίγραμμες, σε διαταγή του ίδιου αλλά και του γιου του Ψ2. Οι εν λόγω επιταγές έφεραν όλα τα στοιχεία τους συμπληρωμένα, καθώς και την υπογραφή του εκδότη τους, εκτός από τη χρονολογία εκδόσεως τους (λευκές επιταγές), επειδή λόγω των πολλών ανειλημμένων οικονομικών υποχρεώσεων δεν ήταν δυνατόν να oρισθή συγκεκριμένη εκ των προτέρων ημερομηνία εξόφλησης του κάθε ποσού. Πρόκειται για 17 συνολικά επιταγές επί των Τραπεζών Εθνικής και Κύπρου, συνολικού ποσού 40.042.000 δραχμών ή 117.511,37 ευρώ, οι οποίες αφού συμπληρώθηκε η χρονολογία εκδόσεώς τους κατά το διάστημα από 26 μέχρι 29 Νοεμβρίου 2001, εμφανίστηκαν για πληρωμή και δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στον αναγραφόμενο σ' αυτές τραπεζικό λογαριασμό. Η συμπλήρωση δε των χρονολογιών εκδόσεως των επιταγών έγινε με τη συναίνεση του μηνυτή Χ3. Όμως, με αυτά που εδέχθη το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, δεν διευκρινίζει στο προσβαλλόμενο βούλευμα του την ιδιότητα με την οποία ο ανωτέρω Χ3 συνήνεσε στην ως άνω συμπλήρωση των χρονολογιών εκδόσεως των ανωτέρω επιταγών, τις οποίες εξέδωσε η "Ο.Ε. ..... και Σία".
Αλλά, με την ασάφεια αυτή, το προσβαλλόμενο βούλευμα στερείται της απαιτουμένης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Επομένως, είναι βάσιμος ο διά της υπό κρίση αιτήσεως του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προβαλλόμενος, εκ του άρθρ. 484 παρ. 1 στοιχ. δ' Κ.Π.Δ., λόγος αναιρέσεως.
Β) Κατά το άρθρ. 482 παρ. 1 Κ.Π.Δ., ως αντικ. δι'άρθρ. 41 παρ. 1 Ν. 3160/2003, μόνον ο κατηγορούμενος, εκ των διαδίκων, δικαιούται να ζητήση την αναίρεση του βουλεύματος, υπό τις διακρίσεις που ορίζονται από την εν λόγω διάταξη. Εξ άλλου, συμφώνως προς το άρθρ. 463 εδ. α'Κ.Π.Δ., ένδικο μέσο δύναται να ασκήση μόνον εκείνος στον οποίο ο νόμος δίδει ρητώς αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά το άρθρ. 476 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, όταν, μεταξύ άλλων περιπτώσεων, το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον αποφάσεως ή βουλεύματος δια τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή δικαστήριο (ως συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέως και αφού ακούσει τους διαδίκους που τυχόν θα εμφανισθούν (μετά από προηγουμένη ειδοποίηση, προ 24 ωρών, από τον γραμματέα της Εισαγγελίας), κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της αποφάσεως ή του βουλεύματος που έχει προσβληθή και την καταδίκη στα έξοδα του ασκήσαντος το ένδικο μέσο(ΑΠ 402/2006). Στην προκειμένη περίπτωση, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως των Χ3, Χ1 και Χ2 ησκήθησαν από αυτούς κατά του προσβαλλομένου ανωτέρω βουλεύματος, υπό την ιδιότητά των ως πολιτικώς εναγόντων. Όμως, κατά τα προεκτιθέμενα, το προσβαλλόμενο βούλευμα δεν υπόκειται στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως από τον πολιτικώς ενάγοντα. Επομένως, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως των ανωτέρω πολιτικώς εναγόντων, ασκηθείσες από διαδίκους μη δικαιουμένους να ασκήσουν το ένδικο αυτό μέσο κατά του ανωτέρω βουλεύματος, είναι απαράδεκτες.
Γ) Κατ' ακολουθία πρέπει, αφ' ενός μεν να αναιρεθή το υπό του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθή η υπόθεση προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, συγκροτηθησόμενο από άλλους δικαστές, αφ' ετέρου δε να απορριφθούν οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως των ανωτέρω πολιτικώς εναγόντων και να καταδικασθούν αυτοί στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς - Προτείνω
Να αναιρεθή το υπ'αριθμ. 2543/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών.
Να παραπεμφθή η υπόθεση, προς νέα κρίση, στο ίδιο Συμβούλιο Εφετών, συντιθέμενο από άλλους δικαστές.
Να απορριφθούν οι από 23-1-2008 αιτήσεις αναιρέσεως των πολιτικώς εναγόντων Χ3, Χ1 και Χ2 κατά του υπ'αριθμ. 2543/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες πολιτικώς ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα.
Αθήναι, 4 Απριλίου 2008
Ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου
Δημήτριος - Πρίαμος Λεκκός
Αφού άκουσε
τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση και έπειτα αποχώρησε.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 482 παρ.1 ΚΠΔ, πριν από την τροποποίηση του α' εδαφίου της παραγράφου 1 αυτού με το άρθρο 41 παρ.1 του Ν 3160/30-6-2003, η ισχύς του οποίου άρχισε από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 61 αυτού), μεταξύ των προσώπων που είχαν το δικαίωμα να ασκήσουν αναίρεση κατά βουλευμάτων, περιλάμβανε και τον πολιτικώς ενάγοντα, ο οποίος δικαιούνταν να ασκήσει το ένδικο αυτό μέσο, κατά τους όρους του άρθρου 480 παρ.2 ΚΠΔ, κατά των βουλευμάτων: α) που έπαυαν προσωρινά ή οριστικά την ποινική δίωξη κατά του κατηγορουμένου β) αποφαίνονται ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία εναντίον του ή κήρυσσαν την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Μετά την αντικατάσταση, όμως, του α' εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, με το άρθρο 41 παρ.1 του Ν.3160/2003, μόνον ο κατηγορούμενος δικαιούται πλέον από της ενάρξεως της ισχύος του (30-6-2003), να ασκήσει αναίρεση κατά βουλευμάτων υπό τις διακρίσεις που τάσσει η νέα διατύπωση της εν λόγω διατάξεως. Εξ' άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 463 εδ.α' ΚΠΔ, ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνον εκείνος στον οποίο ο νόμος δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα, ενώ κατά το άρθρο 476 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, όταν μεταξύ άλλων περιπτώσεων, το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (σε συμβούλιο), ύστερα από πρόταση του Εισαγγελέα και αφού ακούσει τους διαδίκους, που τυχόν θα εμφανισθούν (μετά από προηγούμενη ειδοποίηση, προ 24ώρου, από το Γραμματέα της Εισαγγελίας), κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος, που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο.
Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτει ότι, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το υπ' αριθμό 443/2007 βούλευμα, που εξέδωσε, έκρινε, ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων 1) 'Ψ1, 2) Ψ2 και 3) Ψ3 για την πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως, κατ' εξακολούθηση, με σκοπούμενο όφελος, που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ. Κατά του βουλεύματος αυτού, οι πολιτικώς ενάγοντες 1) Χ2, 2) Χ3 , και 3) Χ1 άσκησαν τις, από 20-2-2007, εφέσεις τους, με αριθμούς 71, 72 και 73/2007. Επί των εφέσεών τους αυτών, εκδόθηκε το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, το οποίο απέρριψε κατ' ουσία τις εφέσεις των πολιτικών εναγόντων και επικύρωσε το πρωτόδικο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Κατά του βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με αριθμό 2543/2007, άσκησαν οι πολιτικώς ενάγοντες, τις υπ' αριθμό 17, 18 και 19/23-1-2008 χωριστές αιτήσεις αναιρέσεως, με τις οποίες πλήττεται το βούλευμα, για τους αναφερόμενους στις αναιρέσεις τους λόγους, και ειδικότερα για έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των οικείων ουσιαστικών ποινικών διατάξεων(άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. β και δ του Κ.Π.Δ. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω σχετικά με τη διάταξη του άρθρου 482 παρ. 1 ΚΠΔ, όπως αντ. με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 (ΦΕΚ Α'/65 της 30-6-2003), από τη χρονολογία ισχύος του παραπάνω νόμου δεν προβλέπεται πλέον η δυνατότητα του πολιτικώς ενάγοντος να ασκεί αναίρεση κατά βουλευμάτων. Επομένως, οι υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, οι οποία ασκήθηκαν μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού (30-6-2003),πρέπει να απορριφθούν, ως απαράδεκτες, γιατί πρόκειται για ένδικο μέσο που ασκήθηκε, από πρόσωπο που δεν είχε το σχετικό δικαίωμα (άρθρ. 476 παρ.1 ΚΠΔ). Μετά, από αυτά, και την ειδοποίηση του αντικλήτου δικηγόρου τους, κατά την, επί του φακέλου, επισημείωση του Γραμματέα, πρέπει, να απορριφθούν ως απαράδεκτες, και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες, στα δικαστικά έξοδα, τα οποία θα επιβληθούν χωριστά για τον καθένα απ' αυτούς (άρθρ. 476 παρ.1 ΚΠΔ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 483 παρ. 3 του Κ.Π.Δ, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιουδήποτε βουλεύματος με σχετική δήλωση στο γραμματέα του Αρείου Πάγου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 479, το δεύτερο εδάφιο της οποίας εφαρμόζεται και σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή μέσα σε προθεσμία ενός μηνός από την έκδοσή του (άρθρο 306), για τους αναφερόμενους στο άρθρο 484 του ίδιου Κώδικα, οριζόμενους λόγους, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη της από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Εξ' άλλου, το παραπεμπτικό βούλευμα έχει την επιβαλλόμενη από το άρθρο 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. δ' του ίδιου Κώδικα, λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτό με πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την κύρια ανάκριση ή την προανάκριση για τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι σκέψεις, με τις οποίες το συμβούλιο υπήγαγε τα περιστατικά αυτά στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη και έκρινε, ότι προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή των κατηγορουμένων στο ακροατήριο. Ειδικώς, ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το συμβούλιο για την παραπεμπτική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ' είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το συμβούλιο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Δεν αποτελούν, όμως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη αξιολόγηση των καταθέσεων των μαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Στην κρινόμενη υπόθεση, όπως προκύπτει από το προσβαλλόμενο βούλευμα, το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών, που το εξέδωσε, δέχθηκε, με δικές του σκέψεις, αλλά και με επιτρεπτή αναφορά στην ενσωματωμένη σ' αυτό εισαγγελική πρόταση, ότι από τα αποδεικτικά μέσα που μνημονεύει και προσδιορίζει κατ' είδος και συγκεκριμένα από τις ένορκες καταθέσεις μαρτύρων, που λήφθηκαν κατά την προανάκριση και την κύρια ανάκριση, την ανώμοτη εξέταση των πολιτικώς εναγόντων κατά την ανάκριση, τις απολογίες των κατηγορουμένων, τα διαλαμβανόμενα στα υποβληθέντα υπομνήματα των διαδίκων, των διευκρινίσεων που οι ίδιοι έδωσαν ενώπιον του παρόντος συμβουλίου κατά την αυτοπρόσωπη εμφάνιση τους και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα και στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, κατά πιστή μεταφορά: Ο Χ3 , προκειμένου να καλύψει τις οικονομικές ανάγκες οικογενειακής επιχείρησης και συγκεκριμένα της Ο Ε ".....και Σια", που διατηρούσε και εκμεταλλευόταν πρατήριο υγρών καυσίμων, κατά το διάστημα των ετών 1985-1996, προέβη σε δανεισμό από τον Ψ1 διαφόρων ποσών, και έναντι της οφειλής του αυτής παρέδιδε επιταγές εκδόσεως της εταιρείας ".....και Σία" αλλά και της συζύγου του Χ2 απλές ή δίγραμμες, σε διαταγή του ίδιου αλλά και του γιου του Ψ2.Οι εν λόγω επιταγές έφεραν όλα τα στοιχεία τους συμπληρωμένα, καθώς και την υπογραφή του εκδότη τους, εκτός από τη χρονολογία εκδόσεώς τους (λευκές επιταγές), επειδή, λόγω των πολλών ανειλημμένων οικονομικών υποχρεώσεων, δεν ήταν δυνατόν να οριστεί συγκεκριμένη εκ των προτέρων ημερομηνία εξόφλησης του κάθε ποσού. Πρόκειται για 17 συνολικά επιταγές επί των Τραπεζών Εθνικής και Κύπρου, συνολικού ποσού 40.042.000 δραχμών ή 117.511,37 ευρώ, οι οποίες, αφού συμπληρώθηκε η χρονολογία εκδόσεώς τους κατά το διάστημα από 26 μέχρι 29 Νοεμβρίου 2001, εμφανίστηκαν για πληρωμή και δεν πληρώθηκαν λόγω ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων στον αναγραφόμενο σ' αυτές τραπεζικό λογαριασμό' εκδόθηκαν δε για την πληρωμή τους οι διαταγές πληρωμής 10.366, 10367/2002 του Ειρηνοδίκη Αθηνών και 3100, 3101, 3102 και 3289/2002 του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στις 5.12.1996, μεταξύ του Ψ2 και των Χ3, Χ2 και Ζ1 συνήφθη έγγραφη σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας ο Ψ2 κατέβαλε στους λοιπούς ποσό 23.700.000 δραχμών που θα έπρεπε να εξοφληθεί εντός έξι (6) μηνών, ήτοι μέχρι την 4.5.1997, πλέον τόκων 23%. Για την εξασφάλιση του δανειστή ενεγράφη συναινετική προσημείωση υποθήκης σε ακίνητο των οφειλετών, ενώ ο κατηγορούμενος δανειστής Ψ2 έλαβε για την πληρωμή του δανείου και την υπ' αριθ. ... επιταγή της Τράπεζας Κεντρικής Ελλάδας, εκδόσεως της Χ2 ποσού 26.000.000 δραχμών για κεφάλαιο, τόκους και λοιπά έξοδα, την οποία οπισθογράφησαν οι Χ3 και Ζ1 . Στη συνέχεια, αφού προηγουμένως είχε δοθεί παράταση εξοφλήσεως του δανείου μέχρι 4.10.1997, μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, καταρτίστηκε η από 13.10.1997 σύμβαση νέας παρατάσεως του πιο πάνω δανείου μέχρι την 27.12.1997 και δόθηκε στον κατηγορούμενο Ψ2 μία συναλλαγματική ποσού 26.000.000 δραχμών, εκδόσεως του ίδιου και αποδοχής των τριών ως άνω συνοφειλετών, λήξεως την 27.12.1997. Επειδή δεν εξοφλήθηκε η εν λόγω συναλλαγματική, ο κατηγορούμενος Ψ2 ζήτησε την έκδοση της υπ' αριθ. 6919/1998 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία όμως δεν εκτελέστηκε, καθόσον μεταξύ του Ψ2 και του Χ3 συντάχθηκε η από 11.10.2000 "εξώδικη επίλυση διαφοράς" και "ιδιωτικό συμφωνητικό αποπληρωμής υπολοίπου ποσού οφειλής", δυνάμει του οποίου ο Χ3 ανέλαβε την υποχρέωση να εξοφλήσει την προσδιορισθείσα με το συμφωνητικό αυτό οφειλή του σε 26.000.000 δραχμές με την καταβολή ποσού 300.000 δραχμών την 15η ημέρα κάθε μήνα, με έναρξη την 15.10.2000. Οι μηνυτές Χ3 , Χ2 και Χ1 ισχυρίστηκαν ότι πριν από την κατάρτιση της από 5.12.1996 δανειακής σύμβασης, συμφωνήθηκε προφορικά με τον κατηγορούμενο Ψ1 ότι οι επιταγές που είχε λάβει κατά το χρονικό διάστημα 1985-1996, οι οποίες ήταν ασυμπλήρωτες ως προς τις χρονολογίες εκδόσεώς τους, μέρος των οποίων μεταβιβάστηκε με οπισθογράφηση στον Ψ3 θα παρέμεναν στα χέρια του παραπάνω κατηγορουμένου Ψ1 και θα επιστρέφονταν με την εξόφληση του δανείου των 23.7000.000 δραχμών, δεδομένου ότι με το ποσό αυτό, που συμφωνήθηκε ως δάνειο μεταξύ του Ψ2 και των ίδιων, είχε διακανονιστεί και το προηγούμενο χρέος του Ψ1 έτσι ώστε η μεταγενέστερη κατά το έτος 2001 συμπλήρωση της χρονολογίας εκδόσεως των επιταγών να γίνει κατά παράβαση της συμφωνίας αυτής. Ο ισχυρισμός αυτός των μηνυτών δεν θεωρείται πειστικός και δεν προκύπτει από οποιοδήποτε στοιχείο της δικογραφίας. Αν τούτο ήταν αληθινό, θα αναγραφόταν στο από 5.12.1996 ιδιωτικό συμφωνητικό ή και σε άλλο, αναφερομένου ότι το εν λόγω από 5.12.1996 συμφωνητικό αφορά νέο δάνειο του Ψ2 προς τους Χ2, Χ3 και Ζ1 και δεν συμβάλλεται σ' αυτό ο Ψ1. Αντίθετα, προκύπτει ότι η συμπλήρωση των χρονολογιών εκδόσεως των επιταγών έγινε με τη συναίνεση του μηνυτή Χ3 γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το σκεπτικό των αποφάσεων υπ' αριθ. 48, 49, 50, 51/2003 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και 58/2003 του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με τις οποίες οι ασκηθείσες από τους μηνυτές ανακοπές κατά των ανωτέρω διαταγών πληρωμής απορρίφθηκαν. Η ανωτέρω κρίση ενισχύεται και από το γεγονός ότι, παρά την πληθώρα εγγράφων συμφωνητικών για τη ρύθμιση της μεταξύ τους διαφοράς, δεν έγινε οποιαδήποτε μνεία ως προς τις επιταγές που είχαν δοθεί στο διάστημα των ετών 1985-1996, παρά το ότι σε κάθε νέο συμφωνητικό δίνονταν νέες επιταγές για το συνολικό ποσό της οφειλής εις αντικατάσταση προηγουμένων. Έτσι, και στο υπό χρονολογία 31.12.2001 ιδιωτικό συμφωνητικό ανταλλαγής χρεογράφων μεταξύ των Χ3 και Ψ2 με το οποίο αντικαταστάθηκαν αξιόγραφα που ανέγραφαν ποσά σε δραχμές με νέα σε ευρώ, ουδέν αναφέρεται, δίνεται δε η δυνατότητα να συμπληρωθούν οι μη αναγραφόμενες χρονολογίες λήξεως των νέων συναλλαγματικών σε ευρώ από τον εκδότη τους Ψ2 όπως έγινε και για τις επίδικες επιταγές μεταξύ των Χ3 και Ψ1 ο οποίος και συμπλήρωσε αυτές και στη συνέχεια τις εμφάνισε προς πληρωμή στις Τράπεζες, χωρίς οι λοιποί κατηγορούμενοι να έχουν οποιαδήποτε σχέση, όπως και την πράξη της τοκογλυφίας που τους αποδόθηκε, για την οποία καταδικάστηκε μόνο ο Ψ1 . Κατά συνέπεια, δεν προκύπτουν πράγματι επαρκείς ενδείξεις ενοχής των κατηγορουμένων για την αποδιδόμενη σ' αυτούς πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως κατ' εξακολούθηση, με σκοπούμενο όφελος που υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 73.000 ευρώ, ορθά δε κατέληξε στην κρίση αυτή και το συμβούλιο πλημμελειοδικών με το εκκαλούμενο βούλευμα και οι υπό κρίση ασκηθείσες κατ' αυτού εφέσεις πρέπει να απορριφθούν ως κατ' ουσίαν αβάσιμες. Όμως, πρέπει να συμπληρωθεί το διατακτικό του βουλεύματος αυτού με την αναφορά και αναγραφή του έτους της φερομένης τελέσεως της πράξεως, ήτοι "το μήνα Νοέμβριο του έτους 2001....", παράλειψη που οφείλεται σε προφανή αβλεψία".
Με τις παραδοχές αυτές, το Συμβούλιο Εφετών, δεν διέλαβε στο προσβαλλόμενο βούλευμα του, την από τα άρθρα 93 § 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και συγχρόνως στέρησε την απόφασή του, της νόμιμης βάσης, που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθή ή μη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 216 παρ. 3 του ΠΚ, του λόγου αναιρέσεως, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αφού, δεν εκτίθενται σ' αυτό με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την ανάκριση. Τούτο, γιατί, δεν αιτιολογείται η παραδοχή, από ποια πραγματικά στοιχεία, προκύπτει η ιδιότητα με την οποία, ενήργησε, ο, εκ των εγκαλούντων, Χ3 , που συναίνεσε στη συμπλήρωση του στοιχείου της χρονολογίας εκδόσεως των επίδικων 17 επιταγών, και συγκεκριμένα με την ατομική του ιδιότητα, ή με αυτή του απλού μέλους της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία " Ο.Ε ....και Σία", ή με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου και διαχειριστή αυτής. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτός και ως ουσία βάσιμος, ο προβαλλόμενος, από το άρθρο 484 παρ.1 στοιχ. δ' του Κ.Π.Δ, λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, περί ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει τις υπ' αριθμό 17,18 και 19 από 28-1-2008, αιτήσεις αναιρέσεως, των Χ3 , Χ2 και Χ1 για αναίρεση του υπ' αριθμό 2543/2007 βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, και Επιβάλλει σε βάρος των αναιρεσειόντων, τα δικαστικά έξοδα, τα οποία ανέρχονται σε διακόσια είκοσι(220) ευρώ, για τον καθένα απ' αυτούς.
Αναιρεί το υπ' αριθμό 2543/2007 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών. Και
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Συμβούλιο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 20 Μαΐου 2008. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 5 Ιουνίου 2008.-
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ